ΟΙ ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ
Του Τάκη Θανασούλα
Η κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας με πρόσχημα το δημοσιονομικό έλλειμμα που για το 2004 θα ανέλθει στο 6,3% του ΑΕΠ θα εφαρμόσει περιοριστική εισοδηματική πολιτική ίδια με εκείνη των κυβερνήσεων Σημίτη δηλαδή οι αυξήσεις που θα δοθούν θα ευρίσκονται κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού. Βέβαια διαφοροποιούνται οι δικαιολογίες. Αφού προκάλεσε με την περίφημη πλέον απογραφή την ενεργοποίηση του άρθρου 104 παράγραφος 9 του συμφώνου σταθερότητας της Ε.Ε είναι πλέον υποχρεωμένη κάθε τρίμηνο να υποβάλλει στο ecofin εκθέσεις προόδου για την πορεία του ελλείμματος. Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης είναι ηλίου φαεινότερο ότι θα είναι : φταίνε οι προηγούμενοι με τις λογιστικές αλχημείες τους και ότι η ευρωπαϊκή επιτροπή δεν μας το επιτρέπει, ενώ εμείς είχαμε την πρόθεση, να ικανοποιήσουμε τα αιτήματα των εργαζόμενων, των αγροτών και των συνταξιούχων σύμφωνα με τις προεκλογικές μας εξαγγελίες.
Βέβαια η κυβέρνηση δείχνοντας το πραγματικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της φρόντισε με την φορολογική της πολιτική να χαρίσει στη κεφαλαιοκρατία 350 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, στη δε εκκλησία, που από την ατραπό του Χριστού βρίσκεται στη λεωφόρο του χρυσού, κατήργησε την φορολογία για τα εισοδήματα από τα ενοίκια και τις δωρεές ενώ ταυτόχρονα παρέχει στις μοναστηριακές και εκκλησιαστικές επιχειρήσεις το δικαίωμα να ενταχθούν στον αναπτυξιακό νόμο αν και δεν δημοσιεύουν ισολογισμούς. Είναι βέβαιο ότι ο Καραμανλής σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έχει αγανακτήσει όχι μόνο όσους δεν τον ψήφισαν αλλά και εκείνους που μάταια πίστεψαν ότι με την κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας θα είχαν ένα καλλίτερο μέλλον.
Η απογοήτευση και η σύγχυση ήδη διαφαίνονται και προφανώς δεν είναι ούτε υπέρ του ΠΑΣΟΚ αλλά ούτε και της παραδοσιακής αριστεράς. Είναι ενδεικτικό ότι στη τελευταία δημοσκόπηση της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ το 63% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί ένα καινούργιο κόμμα, αφού τα υπάρχοντα δεν τους εκπροσωπούν. Το ίδιο περίπου ποσοστό δεν διακρίνει διαφορές ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Στην ίδια δημοσκόπηση το σύστημα αξιών των ελλήνων είναι αρκετά συντηρητικό, ενώ από τη φθορά της Ν. Δημοκρατίας το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να καρπωθεί το ελάχιστο. Οι προϋποθέσεις για μια πολιτική πόλωση και άνοδο της ακροδεξιάς του ΛΑΟΣ δημιουργούνται εξ αντικειμένου. Η σύγχυση και η απογοήτευση προφανώς έχει να κάμει και με το ποσοστό των φτωχών που σήμερα ανέρχεται στο 20% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, φτάνοντας στα ίδια επίπεδα με το ποσοστό της φτώχειας του 1981. Σε αυτό το ποσοστό σίγουρα περιλαμβάνονται όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό των 540 ευρώ μηνιαίως και μεγάλο τμήμα μικροαγροτών. Μπορούμε λοιπόν βάσιμα να υποθέσουμε ότι η δραματική μείωση της απήχησης του ΠΑΣΟΚ στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και τους αγρότες, ενδεχομένως να μην επανέλθει ποτέ στα προηγούμενα επίπεδα, οπότε η ρήξη θα είναι οριστική. Άλλωστε ούτε η πολιτική του ούτε η πρακτική του διαφοροποιείται από εκείνη της κυβέρνησης με αποτέλεσμα ο Καραμανλής να αποκτά περιθώρια ελιγμών και επιβράδυνσης της αναπότρεπτης φθοράς του.
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει
Στη περίπτωση των αγροτικών κινητοποιήσεων για το βαμβάκι το ΠΑΣΟΚ απέδειξε ότι δεν προτείνει τίποτε το διαφορετικό από τη Ν. Δημοκρατία, ότι απέφυγε να στηρίξει τις κινητοποιήσεις και ότι έχει αποπροσανατολίσει ακόμη και τα αγροτικά του στελέχη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σύσκεψη αγροτικών στελεχών στη Θεσσαλονίκη ασκήθηκε κριτική στην ηγεσία και της ζητήθηκε να ξεκαθαρίσει ποιες είναι οι θέσεις που πρέπει να υπερασπισθούν στους χώρους που κινούνται. Σε όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε τη κυβέρνηση της Ν. Δημοκρατίας για λαϊκισμό και άκριτη υποστήριξη των προηγούμενων κινητοποιήσεων για ψηφοθηρικούς λόγους. Όπως και η κυβέρνηση ήταν αρνητικό στη χορήγηση ενίσχυσης των αγροτών από τον προϋπολογισμό και βέβαια δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να λαϊκίζει ισχυριζόμενο ότι τον προηγούμενο χρόνο η επιδότηση για το βαμβάκι ήταν 370 δραχμές ανά κιλό. Για όσους στοιχειωδώς ασχολούνται με τα αγροτικά προβλήματα ήταν γνωστό ότι το 2003 λόγω καιρικών συνθηκών η παραγωγή ήταν πολύ κακή με αποτέλεσμα να μην τίθεται πρόβλημα ποσόστωσης και οι τιμές να είναι υψηλές. Για όσους δεν ασχολούνται συστηματικά ας αναφέρουμε ότι η Ελλάδα σύμφωνα με την αναθεωρημένη ΚΑΠ μπορεί να παράγει μέχρι 1.140.000 τόνους βαμβάκι το χρόνο και να καλλιεργεί 3.600.000 στρέμματα περίπου. Για μεγαλύτερη παραγωγή επιβάλλονται ποινές οπότε η τιμή του επιδοτούμενου βαμβακιού μειώνεται. Την τελευταία χρονιά όμως οι καιρικές συνθήκες ευνόησαν την παραγωγή. Η μέση στρεμματική απόδοση ξεπέρασε τα 350 κιλά οπότε εφέτος έμπαινε και θέμα ποσόστωσης. Η ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας γνωρίζοντας ότι από το 2006 η επιδότηση του βαμβακιού θα είναι στρεμματική για ψηφοθηρικούς λόγους επέτρεψε την καλλιέργεια 120 χιλιάδων στρεμμάτων επιπλέον, ειδικότερα στην Βοιωτία και το Κιλκίς, περιοχές από τις οποίες κατάγονται ο Μπασιάκος νυν υπουργός και ο Τσιτουρίδης πρώην υπουργός Γεωργίας. Ήταν λοιπόν φυσικό επόμενο φέτος οι τιμές να διαμορφωθούν στις 230 δραχμές το κιλό για την Βόρεια Ελλάδα και στις 270δραχμές για τη Θεσσαλία. Υπήρξε λοιπόν μια διαφορά με την περσινή τιμή 110 δραχμές ανά κιλό γεγονός που μειώνει αποφασιστικά το αγροτικό εισόδημα. Όλα όμως τα προηγούμενα χρόνια βασικό σύνθημα της Ν. Δημοκρατίας ήταν όλα τα κιλά όλα τα λεφτά, οπότε οι αγρότες δικαίως απαιτούσαν από την κυβέρνηση να υλοποιήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της.
Όμως ο Καραμανλής αφού κάθισε στον πρωθυπουργικό θώκο αρνήθηκε να τους δεχτεί στο μέγαρο Μαξίμου και να αποδεχθεί τα αιτήματά τους επικαλούμενος τους νόμους και τις υποχρεώσεις μας στην Ε.Ε. Δικαίως θα αναρωτηθούν οι αγρότες τώρα έμαθες τους ισχύοντες νόμους ή προηγούμενα μας ενέπαιζες;
Πρέπει σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι για την παραγωγή που ξεπερνά την ποσόστωση ισχύει η εμπορική τιμή κατά την παράδοση του βαμβακιού που φέτος κυμαίνεται στις 85 έως 90 δραχμές το κιλό. Όμως η κυβέρνηση επιτρέπεται να επιχορηγεί, δια μέσου των αναπτυξιακών νόμων τις επιχειρήσεις, που άλλωστε εντάσσονται και σε ευρωπαϊκά προγράμματα τους αγρότες όμως όχι!! Το αίτημα των αγροτών για ενίσχυση από τον εθνικό προϋπολογισμό ήταν απόλυτα δίκαιο, άλλωστε χαρίζονται δις ακόμη και σε ποδοσφαιρικές ΑΕ και πρέπει να υποστηριχτεί, επειδή το εισόδημά τους συνεχώς μειώνεται. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι το 1993 η επιδότηση ήταν 330 δραχμές περίπου το κιλό με κόστος καλλιέργειας ανά στρέμμα τις 45 χιλιάδες δραχμές, σήμερα το κόστος ανέρχεται στις 75 με 80 χιλιάδες δραχμές το στρέμμα ενώ η επιδότηση μπορούμε να πούμε ότι κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε χαμηλότερα επίπεδα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο αριθμός των καλλιεργητών μειώνεται, ούτε επίσης ότι η τιμή πώλησης της καλλιεργήσιμης γης στη Θεσσαλία στα τέλη της δεκαετίας του 80 ήταν 750 χιλιάδες δραχμές το στρέμμα ενώ σήμερα κυμαίνεται στις 350 χιλιάδες δραχμές. Κερδισμένοι από το κύκλωμα του βαμβακιού είναι όλοι εκείνοι οι απατεώνες που σε συνεργασία με εκκοκιστές κερδίζουν παράνομα , αφού κατά την παράδοση το βαμβάκι είναι βρεγμένο για να αυξάνει το βάρος του ενώ η υγρασία θα έπρεπε να είναι 13 με 14 βαθμούς, ή του ρίχνουν μαρμαρόσκονη για να αυξάνουν τα κιλά. Βέβαια όλες αυτές οι πρακτικές είναι σε βάρος των τίμιων καλλιεργητών.
Η επιδείνωση αρχίζει να φαίνεται
Όμως εκτός από το βαμβάκι οι αγρότες έχουν υποστεί ζημία και σε άλλα προϊόντα όπως είναι το σιτάρι που σήμερα βρίσκεται στις αποθήκες και τα σιλό απούλητο αφού η τιμή πώλησης είναι 35 δραχμές το κιλό, όταν πέρυσι ήταν 50 δραχμές. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αλευροβιομηχανίες κάνουν εισαγωγές σε αρκετά μικρότερες τιμές από τρίτες χώρες. Επίσης φέτος μεγάλες απώλειες υπήρξαν και για τους τοματοπαραγωγούς, οι βιομηχανίες υποχρέωναν τα φορτηγά να παραμένουν 36 ώρες σε αναμονή πριν ξεφορτώσουν για να στεγνώσει η τομάτα. Βέβαια τα φορτηγά αφού αντέδρασαν κατόρθωσαν να πληρώνονται σύμφωνα με το ζύγισμα πριν την εκφόρτωση, οι παραγωγοί όμως υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Η κλεπτοκρατία σε όλο της το μεγαλείο. Αποτέλεσμα της πολιτικής που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια είναι η εμφάνιση χρεών όχι μόνο στις τράπεζες αλλά και στα βενζινάδικα από όπου οι αγρότες παίρνουν πετρέλαιο, στα καταστήματα που πωλούν φυτοφάρμακα αλλά και τα σούπερ μάρκετ. Αυτά τα χρέη είναι βέβαιο ότι δεν θα επιβαρυνθούν μόνο με τους νόμιμους τόκους, ούτε οι τιμές που θα αγοράζουν οι αγρότες θα συμπεριλαμβάνουν ένα νόμιμο κέρδος. Ήδη φαινόμενα των δεκαετιών 50 και 60 άρχισαν να επανεμφανίζονται στην ελληνική ύπαιθρο. Η ταξική διαφοροποίηση τα επόμενα χρόνια θα επιταχυνθεί ανάμεσα στους αγρότες με αποτέλεσμα η κοινωνική και πολιτική πόλωση να πάρει πιο καθαρές μορφές.
Όλο και πιο συχνά από πολιτικούς, δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς ακούγονται απύθμενες ανοησίες γύρω από τα αγροτικά προβλήματα όπως ότι οι αγρότες δεν χρησιμοποίησαν τις επιδοτήσεις για να κάνουν επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή ότι δεν προσάρμοσαν την παραγωγή τους σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, προχωρώντας σε αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών. Για το πρώτο «επιχείρημα» μόνο κακόβουλοι ή άσχετοι δεν γνωρίζουν ότι οι επιδοτήσεις είναι εισοδηματική ενίσχυση και στην καλλίτερη περίπτωση αντιστοιχούν σε ένα ετήσιο εργατικό εισόδημα. Για το δεύτερο μπορούμε μετά βεβαιότητας να ισχυριστούμε ότι ψεύδονται όταν είναι γνωστό ότι οι αναδιαρθρώσεις στην ελληνική γεωργία έχουν συμβεί επανειλημμένως χωρίς να λυθεί το πρόβλημα παρά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Ας θυμηθούμε την αναδιάρθρωση με τα ακτινίδια, τις βρώσιμες ελιές, τα σπαράγγια, τις ποικιλίες καπνού, την ορνιθοτροφία, τις ιχθυοκαλλιέργειες κλπ. Ένα καινούργιο επιχείρημα είναι αυτό της οικολογικής γεωργίας προς την οποία ποτέ το κράτος επιτελείο που επικαλούνται το ΠΑΣΟΚ και η Ν. Δημοκρατία δεν προσανατόλισε τους αγρότες. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από χώρες όπως η Δανία σε αυτό τον τομέα έχουμε υστέρηση μιας τριακονταετίας, χωρίς να ξεχνούμε ότι αυτού του είδους η παραγωγή απευθύνεται σε περιορισμένο καταναλωτικό κοινό λόγω υψηλότερων τιμών.
Ο τομέας της αγροτικής παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα πρέπει να μας υπενθυμίζει συνεχώς την εκρηκτική ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας που έχει συντελεστεί τα τελευταία 50 χρόνια. Σήμερα που εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα, λόγω ιδιοποίησης του κοινωνικού υπερπροϊόντος αν και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να λύσει τα βασικά προβλήματα σίτισης της ανθρωπότητας, είμαστε υποχρεωμένοι να προπαγανδίζουμε ακατάπαυστα την ωρίμανση των αντικειμενικών προϋποθέσεων για τον παγκόσμιο σοσιαλιστικό σχεδιασμό της παραγωγής. Όμως αυτό που παρατηρείται λόγω υποκειμενικής ανωριμότητας είναι οι προσπάθειες ελέγχου της παραγωγής δια μέσου των ποσοστώσεων και η χορήγηση επιδοτήσεων για επίτευξη κοινωνικής ειρήνης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων των χωρών της τριάδας ( ΗΠΑ- Ε.Ε- Ιαπωνία) σε βάρος των παραγωγών του τρίτου κόσμου. Μια πραγματικά ριζοσπαστική αριστερά δεν πρέπει να έχει δανεισμένη πολιτική από την αστική τάξη, είναι καθήκον της να αντιταχθεί στην πολιτική των επιδοτήσεων εξηγώντας στους αγρότες για ποιο λόγω συνεχώς θα μειώνεται ο αριθμός των αγροτικών νοικοκυριών και το εισόδημά τους και να τους καλέσει να συμπαραταχθούν με τους εργαζόμενους για την ανατροπή του εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού καθεστώτος και τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας.