Opel, Χαρτς 4 και αντίσταση στη Γερμανία

Σπάρτακος 77, Νοέμβρης 2004


 του Ανδρέα Κλόκε

Κρίση στην Opel, Χαρτς 4 και αρχές αντίστασης στη Γερμανία

Οι απειλές μαζικών απολύσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία και αποδιάρθρωση των μεταπολεμικών κατακτήσεων των εργαζομένων με το σχέδιο  «Χάρτα 4» του κυβερνητικού συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών-πράσινων ορίζουν το πεδίο των κοινωνικών ανταγωνισμών στη Γερμανία. Η συνθηκολόγηση της ηγεσίας των κυριότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν έχει, ωστόσο, αποτρέψει την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών εναντίωσης στη λογική του κυρίαρχου επιχειρήματος «there is no alternative» (δεν υπάρχει εναλλακτική λύση).

Η διοίκηση της General Motors (GM) με έδρα το Detroit (ΗΠΑ) και ιδιοκτήτρια της Opel και της Saab στην Ευρώπη, με εργοστάσια στη Γερμανία, Σουηδία, Αγγλία, την Πολωνία, Ισπανία, Πορτογαλία και το Βέλγιο, ανακοίνωσε στις 14 Οκτωβρίου,  ότι σχεδιάζει την απόλυση 12.000 εργαζομένων περίπου, από τις συνολικά 60.000 θέσεις εργασίας στις  Ευρωπαϊκές της μονάδες. Τα μέτρα αφορούν κυρίως το Μπόχουμ της Γερμανίας, με «περικοπές» σε 4.000 θέσεις (από 9.600) και στο Ruesselsheim σε 4.000 (από 20.000). Η GM θέλει να «εξοικονομήσει» έτσι 500 εκ. ευρώ ετησίως. Ωστόσο και το εργασιακό κόστος πρόκειται να μειωθεί κατά 30% μέχρι το 2010, ενώ το 90% στην απαλοιφή των θέσεων εργασίας θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2005.

Την ίδια ημέρα στο εργοστάσιο του Μπόχουμ οι εργάτες ξεκίνησαν μια – υποτίθεται –  «παράνομη» απεργία.. Μια συντονισμένη προπαγάνδα από τους αρμόδιους πολιτικούς, όπως ο υπουργός οικονομικών  Clement (SPD), αλλά και από τους «ανώτερους αντιπροσώπους» των εργαζομένων στην εταιρία, κυρίως του προέδρου του συμβουλίου επιχείρησης (Betriebsrat) της γερμανικής Opel, K. Franz, και της ηγεσίας του συνδικάτου IG Metall (IGM) με πρόεδρο τον J. Peters προσπάθησε να πείσει τους εργαζόμενους ότι η απεργία ήταν ένα «εντελώς ακατάλληλο» εργαλείο για τη σωτηρία των θέσεων εργασίας.

Το συμβούλιο της επιχείρησης, δηλαδή το επίσημο αντιπροσωπευτικό όργανο των εργαζομένων και η διοίκηση της Opel ανακοίνωσαν από κοινού ότι τα εργοστάσια μπορούν να διατηρηθούν και μετά το 2010 με βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα της εταιρίας. Ο Peters δήλωσε ότι η IGM θα επιδιώξει στις διαπραγματεύσεις την εκπλήρωση τριών στόχων, να μην κλείσει κανένα εργοστάσιο, να υπάρξει μια προοπτική για όλα τα εργοστάσια και μετά το 2010 και να μην απολυθεί κανένας απασχολούμενος.

Ουσιαστικά η ηγεσία της IGM θεωρεί ως αναμφισβήτητα δεδομένα τη μαζική απώλεια των θέσεων εργασίας και τη δραστική μείωση του κόστους παραγωγής. Το μοναδικό   ζήτημα που διακυβεύεται γι’ αυτήν είναι, τελικά, η διαπραγμάτευση για το μέγεθος των θυσιών από την πλευρά των εργαζομένων. Αντίθετα, η οργή και η μαχητικότητα των εργατών στο Μπόχουμ ήταν τεράστια, όσο και η αλληλεγγύη άλλων σωματείων και όλης της περιοχής του Ρουρ που παραδοσιακά αποτελεί το κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας. Έτσι στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που διοργανώθηκαν στις 19 Οκτωβρίου στα εργοστάσια της Opel και της Saab σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η συμμετοχή του κόσμου ξεπέρασε τις 50.000.

Ωστόσο, την επόμενη μέρα η ηγεσία του συμβουλίου της επιχείρησης διοργάνωσε μια γενική συνέλευση και αξιοποιώντας τα αισθήματα της ανασφάλειας των παρευρισκόμενων εργατών, κατάφερε να τους παγιδεύσει αφού τους έθεσε μπροστά στο ψευτοδίλημα της «συνέχισης των διαπραγματεύσεων με τη διοίκηση της GM με αντάλλαγμα (!) το σταμάτημα της απεργίας» όπου οι περισσότεροι ψήφισαν τελικά «ναι» (4677 έναντι 1759 «όχι») και έτσι η απεργία έληξε.

Κύμα επιθέσεων στα δικαιώματα των εργατών

             Οι απειλές της διοίκησης της GM στους εργαζομένους της Opel αποτελούν μόνο την αρχή ενός μελλοντικού πογκρόμ κατά των κεκτημένων της εργατικής τάξης το οποίο θα εξαπολύσει ένα μπλοκ αποτελούμενο από τη κυβέρνηση και τα μεγάλα εθνικά και πολυεθνικά συγκροτήματα. Μέσα στη δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησης από τον κυβερνητικό συνασπισμό των σοσιαλδημοκρατών και των πράσινων, οι επιθέσεις στα δικαιώματα της εργατικής τάξης αυξήθηκαν ραγδαία, σε βαθμό μάλιστα που να μην αποτελεί υπερβολή η διαπίστωση ότι διακυβεύονται σήμερα όλες οι κοινωνικές πρόοδοι της περιόδου 1955-85. Η τελευταία σημαντική, εν μέρει τουλάχιστον, επιτυχία της εργατικής τάξης ήταν η σταδιακή καθιέρωση του 35ωρου μετά τη μεγάλη απεργία του 1984, αν και αυτή είχε ξεπουληθεί σε κάποιο βαθμό από την τότε ηγεσία της IGM.

Σήμερα υπάρχουν 4,5 εκ. άνεργοι, στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλα  2,5 εκ. που εγκατέλειψαν τον αγώνα για μια θέση εργασίας κι έτσι δεν εμφανίζονται στις επίσημες στατιστικές, ενώ από αυτούς τα 2,1 εκ. βρίσκονται χωρίς δουλειά για διάστημα μεγαλύτερο πάνω από ένα χρόνο. Μετά το 1985, τα συνδικάτα διστάζουν όλο και περισσότερο να κατέβουν σε απεργία, καθώς οι ηγεσίες τους είναι παραδοσιακά, στενά συνδεδεμένες με τη σοσιαλδημοκρατία και λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως «ιμάντας μεταβίβασης» της πολιτικής της μέσα στο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα όταν στην κυβέρνηση βρίσκεται το SPD. Η ηγεσία του μεγαλύτερου συνδικάτου ver.di (δημόσιες και άλλες υπηρεσίες), για παράδειγμα, δήλωσε ότι δεν είναι αντίθετη με την «Ατζέντα 2010» της κυβέρνησης Σρέντερ, ενώ οι ηγεσίες άλλων συνδικάτων, όπως της IGM, ασχολούνται συνήθως με την «ανταγωνιστικότητα» των γερμανικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά. Αυτή ακριβώς είναι η λογική που επικρατεί σήμερα και στρέφεται ενάντια στις συνθήκες επιβίωσης των εργαζομένων, καθώς η αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών, είναι αναμφίβολα ο κύριος παράγοντας για την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος συνολικά. Αυτή η εξασθένιση απεικονίζεται και στους αριθμούς, αφού τα συνδικάτα από 13,8 εκ. μέλη που είχαν το 1991, το 2003 αριθμούν μόλις 7,8 εκ. μέλη.

Αύξηση του ωραρίου εργσίας και Χαρτς 4

Τα προηγούμενα χρόνια κι ιδιαίτερα το 2002 και 2003, οι καπιταλιστικές αντι-«μεταρρυθμίσεις» προχώρησαν με αλματώδεις ρυθμούς καθώς στα κρατίδια (Bundeslaender) αυξήθηκαν οι ώρες εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων από 38,5 σε 40-42, ενώ η απεργία των εργαζομένων στη μεταλλοβιομηχανία της Ανατολικής Γερμανίας για το 35ωρο έληξε με μια οδυνηρή ήττα, αφού ορισμένα κορυφαία στελέχη της IGM, μεταξύ των οποίων και ο τότε πρόεδρός της, Zwickel, είχαν αμφισβητήσει δημόσια τους στόχους και τη χρησιμότητα της, ενώ βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη.

Στις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις, φέτος τον Φλεβάρη, η IGM υποχώρησε, σε πολλές περιπτώσεις, στην επιβλητική απαίτηση των επιχειρηματιών για την αύξηση των ωραρίων εργασίας, μέσα σε μια περίοδο αυξανόμενης ανεργίας και ανασφάλειας, με αποτέλεσμα από το Μάρτη η μια ήττα να ακολουθήσει την άλλη.

Τα συμβούλια εργαζομένων της επιχείρησης δεν ήταν πλέον σε θέση να αντισταθούν στους εκβιασμούς των επιχειρηματιών, έτσι τον Ιούνη η Siemens απείλησε να οικοδομήσει ένα εργοστάσιο στην Ουγγαρία, αν το συμβούλιο επιχείρησης δε συμφωνούσε με μια αύξηση στο ωράριο από 35 σε 40 ώρες, ενώ τον Ιούλη η κοινοπραξία της Daimler/Chrysler (Μερσεντές) εκβίασε τους εργαζόμενους «να συμβάλουν στη διατήρηση του εργοστασίου» απειλώντας τους ότι θα χτίσει καινούργιο εργοστάσιο στη Νότια Αφρική με 6.000 θέσεις εργασίας. Παρά τις μεγάλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων, οι αντιπρόσωποί τους υπέγραψαν καινούργια σύμβαση, με την οποία η εταιρία προχώρησε στην «εξοικονόμηση» 500 εκ. ευρώ ετησίως από τον τομέα των «υπηρεσιών» και το ωράριο 10 χιλιάδων εργατών αυξήθηκε από 35 σε 40 ώρες, ενώ τα ήδη τεράστια κέρδη της εταιρίας μεγαλώνουν έτσι κατά 2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο!

Πάντως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος εξακολουθεί να είναι ο καινούργιος νόμος της κυβέρνησης που ρυθμίζει τα επιδόματα ανεργίας και ιδιαίτερα αυτών που αναφέρονται στα 2,1 εκ. των μακροχρόνια ανέργων. Ο νόμος προβλέπει ότι όσοι είναι χωρίς εργασία για διάστημα μεγαλύτερο πάνω από ένα χρόνο το επίδομα τους θα μειωθεί από 300 έως 600 ευρώ. Εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι θα πέσουν έτσι στο κατώτερο όριο των 345 ευρώ στη Δυτική και 331 ευρώ στην Ανατολική Γερμανία που θα είναι πλέον ακριβώς  ίδιο με τη λεγόμενη «κοινωνική υποστήριξη» που παρέχει το κράτος για την επιβίωση των πιο αδικημένων στρωμάτων στο κατώτερο επίπεδο. Η οργάνωση «Kinderreport 2004» εκτιμάει ότι ο αριθμός των παιδιών που ζουν στα όρια της φτώχειας στη χώρα, θα αυξηθεί από 1 εκ. που είναι σήμερα σε 2,5 εκ. μέσα στο 2005.

Σα να μη έφτανε αυτό, το επίδομα θα μειώνεται κατά 25% σε όσους αρνούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε δουλειά που μπορεί να τους προτείνει ο αντίστοιχος ΟΑΕΔ, με αποτέλεσμα να είναι πολύ ευκολότερος πλέον ο εξαναγκασμός των μακροχρόνια άνεργων για να δουλέψουν με ένα ή δύο ευρώ την ώρα (!) στους δήμους και τις κοινότητες. Είναι ολοφάνερο ότι το Hartz IV (Χαρτς 4), με το οποίο η κυβέρνηση έχει σκοπό να «εξοικονομήσει» 4,6 δισ. ευρώ το χρόνο, θα λειτουργήσει σαν ένα συμπληρωματικό μέτρο στις επιθέσεις του κεφαλαίου.

Ένα νέο κίνημα αντίστασης αναπτύχθηκε το καλοκαίρι, οι «πορείες της Δευτέρας», κυρίως στην Ανατολική Γερμανία, όπου η ανεργία ανέρχεται επίσημα στο 20%, ενάντια σε αυτήν την πρωτοφανή επιθετικότητα της κυβέρνησης που προωθεί με τη μορφή οδοστρωτήρα τα σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου και βέβαια στηρίζεται στη συναίνεση και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, των χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU) και των φιλελεύθερων (FDP). Με το κίνημα των «πορειών της Δευτέρας» για πρώτη φορά αμβισβητήθηκε η κυρίαρχη αντίληψη του TINA (“there is no alternative”- δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) σε μαζική κλίμακα.

Ποιος φταίει για την κρίση της Opel;

           Στην ερώτηση «ποιος ευθύνεται για την κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας;», σε πρόσφατο γκάλοπ, το 69% απάντησε, ότι είναι η «αποτυχία των μάνατζερς» ενώ το 59% θεωρεί υπεύθυνους τους «πολύ μεγάλους μισθούς» ή το «πολύ μεγάλο κόστος των κοινωνικών παροχών που περιλαμβάνονται στους μισθούς». Αυτές οι απόψεις ανταποκρίνονται, από τη μια, στα βασικά επιχειρήματα που προβάλλονται από τις ηγεσίες των συνδικάτων και των κυβερνητικών κομμάτων, που καταλογίζουν τις ευθύνες για την κρίση της Opel κυρίως σε μια αποτυχημένη στρατηγική της διοίκησης της GM, και, από την άλλη, στις θέσεις των επιχειρηματιών και των συνδέσμων τους, που εδώ και δεκαετίες επαναλαμβάνουν με μονότονο τρόπο ότι η γερμανική βιομηχανία δεν μπορεί να παραμείνει μακροπρόθεσμα ανταγωνιστική αν δε μειωθεί δραστικά το κόστος παραγωγής.

Στην πραγματικότητα η κρίση της Opel δεν αποτελεί παρά ένα σύμπτωμα του παρακμάζοντος καπιταλιστικού συστήματος, έτσι παρότι μέσα στο 2004 θα πουληθούν 52 εκ. μονάδες αυτοκινήτων παγκοσμίως ενώ οι εκτιμήσεις για το 2005 μιλάνε για 54 εκ. μονάδες, οι αγορές συνεχίζουν να στενεύουν και ο ανταγωνισμός οξύνεται όλο και περισσότερο. Τα περασμένα 15 χρόνια πάνω από 10 μεγάλες εταιρείες αυτοκινήτων έχασαν την «ανεξαρτησία» τους, μεταξύ των οποίων και η Saab, Subaru, Isuzu και Daewoo, που ανήκουν τώρα στη GM, όπως και η Volvo, Jaguar, Land Rover και Mazda, που εξαγοράστηκαν από τη Ford, ενώ έντονες διαμάχες διαδραματίζονται για τις πραγματικά αναπτυσσόμενες αγορές, ιδιαίτερα την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα.

Η GM θα μπορούσε να κατασκευάσει ετησίως 350.000 αυτοκίνητα επιπλέον, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα τα εργοστάσια αυτοκινήτων παράγουν κατά 25% λιγότερο από την πραγματική τους ικανότητα και ο μέσος όρος παραγωγής της βιομηχανίας κυμαίνεται στα 81-83%. Η γενική τάση είναι οπισθοδρομική. Όταν λέγεται ότι η κρίση της Opel οφείλεται στα λάθη της διοίκησης, αυτό σημαίνει μόνο ότι μια βελτιωμένη στρατηγική της εταιρίας με αυξημένες πωλήσεις θα οδηγούσε άλλες εταιρίες στην κρίση. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο που έχει την αιτία του σε μια κλασική κρίση υπερπαραγωγής, όπως είναι χαρακτηριστική για το οικονομικό σύστημα που βασίζεται στη μεγιστοποίηση του κέρδους.

Ο ίδιος ανταγωνισμός ανάμεσα στις εταιρίες στρέφεται τώρα ανελέητα ενάντια στους εργαζομένους. Αφού η Daimler/Chrysler κατάφερε να επιτύχει «εξοικονομήσεις» της τάξης των 500 εκ. ευρώ, το αποτέλεσμα δεν είναι παρά η Opel/Saab να θέλει το ίδιο και η Volkswagen ανακοίνωσε δια στόματος του γενικού προσωπάρχη της, Peter Hartz (που είναι μέλος του SPD και εμπνευστής των περιβόητων «σχεδίων Χαρτς 1 έως 4» για την αποσυναρμολόγηση του «κοινωνικού κράτους»), ότι το κόστος εργασίας της εταιρίας πρέπει να μειωθεί κατά 30%.

Ο Hartz πρόσθεσε εν όψει των διαπραγματεύσεων για την καινούργια σύμβαση στη VW στις 27 Οκτωβρίου ότι: «Αν δεν επιβάλλουμε τα σχέδια για μείωση κόστους μας, τότε το μέγεθος της απασχόλησής μας στη Γερμανία θα μειωθεί δραματικά.»

Ο K. Franz σε μια πρόσφατη συνέντευξη του προχώρησε σε προτάσεις στο ύφος ενός μάνατζερ της εταιρίας (όντας πραγματικά μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Α.Ε.), μεταξύ των οποίων και αυτή για την ίδρυση μιας πιο ευέλικτης ευρωπαϊκής Α.Ε. των εργοστασίων της GM, πιστεύοντας όμως ότι η «εξυγίανση» δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί χωρίς μια μείωση των θέσεων εργασίας, που θα καταστήσει την Opel/Saab ιδιαίτερα δυναμική και «ανταγωνιστική».

Είναι φανερό ότι τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» στο εσωτερικό των εταιριών δεν αλλάζουν τίποτα στο πεδίο του αυτοκαταστροφικού ανταγωνισμού και φέρνουν μαζί τους όλες τις αναπόφευκτες επιπτώσεις για τους εργαζομένους. Φαίνεται όμως ότι τα καλοπληρωμένα στελέχη των συμβουλίων επιχείρησης και της IGM προτιμούν να ονειρεύονται ακόμα τους «χρυσούς καιρούς» της κοινωνικής ειρήνης με σχετικά σταθερές συνθήκες απασχόλησης.

Το αναγκαίο συμπέρασμα όλων αυτών των εξελίξεων συνόψισε ένας παλαίμαχος συνδικαλιστής και για 25 σύμβουλος επιχείρησης της Opel Μπόχουμ, ο W. Schaumberg: «Οι συνάδελφοι ελπίζουν φυσικά ότι και οι εργαζόμενοι των άλλων εργοστασίων θα πάρουν πρωτοβουλίες, αφού δεν θέλουν να αποδεχθούν τη μαζική μείωση των θέσεων εργασίας. Το μεγάλο όμως ζήτημα είναι ότι το συνδικάτο δε θέλει τέτοιους αγώνες. Στην Daimler/Chrysler, στη VW και εδώ στην Opel, το 80-90% των απασχολούμενων είναι οργανωμένοι στην IGM, αλλά δεν οδηγούμαστε σε αγώνες. Για τους εργαζομένους και τους αγωνιστές είναι πραγματικά πολύ οδυνηρή κατάσταση, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνουμε, ότι η ηγεσία του συνδικάτου όχι μόνο δεν είναι στο πλευρό μας σε αυτή μας την ενέργεια, αλλά έχει θέσει ως προτεραιότητα ότι η Γερμανία πρέπει να παραμείνει παγκόσμιος πρωταθλητής στις εξαγωγές. Έτσι σώζονται τα κέρδη αλλά όχι οι άνθρωποι.» (1)

Συμπεράσματα για την οργάνωση της αντίστασης

             Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι το αυξανόμενο κύμα των εκβιασμών, της εκμηδένισης των κοινωνικών κεκτημένων, της ελαστικοποίησης και εντατικοποίησης της εργασίας και το κλείσιμο των εργοστασίων θα σταματήσει μόνο, όταν οι εργαζόμενοι όλων των εταιριών της αυτοκινητοβιομηχανίας θα αντισταθούν από κοινού. Οι τελευταίες εμπειρίες εμπεριέχουν σημαντικά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι αυτός ο αγώνας θα μπορέσει να προχωρήσει με επιτυχία. Αφού οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να βασιστούν ούτε στη συνδικαλιστική ηγεσία  ούτε στα συμβούλια της επιχείρησης, πρέπει να οργανωθούν σε επιτροπές εργοστασίων που πρέπει να αγωνιστούν για την υπεράσπιση όλων των θέσεων εργασίας, του 35ωρου και την καθιέρωση του 30ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών σε όλη την αυτοκινητοβιομηχανίαΤο ωράριο εργασίας πρέπει να μειωθεί ώστε όλοι οι εργαζόμενοι να βρίσκουν δουλειά!

Όλα τα συγκροτήματα της επιχείρησης που απειλούν με μαζικές απολύσεις, πρέπει να απαλλοτριωθούν κάτω από τον έλεγχο και τη διαχείρηση των εργαζομένων και των κοινωνικών φορέων. Αυτά τα εργοστάσια πρέπει να απαλλαχθούν από τη λογική του κέρδους και να διαχειρίζονται δημοκρατικά για το καλό όλης της κοινωνίας. Το Avanti, περιοδικό του RSB (Επαναστατικός Σοσιαλιστικός Σύνδεσμος), οργάνωσης της 4ης Διεθνούς στη Γερμανία, επισημαίνει ότι ο σκοπός της εργατικής αντίστασης στην αυτοκινητοβιομηχανία δεν πρέπει να είναι αποδοχή στην απεριόριστη κατασκευή και πώληση των αυτοκινήτων.

«Απορρίπτουμε την κοινωνία του αυτοκινήτου και γι’ αυτό πρέπει να αγωνιστούμε για την αναδιοργάνωση αυτών των εργοστασίων που σίγουρα είναι κατάλληλα να κατασκευάζουν μέσα μαζικής μεταφοράς, δηλαδή κυρίως λεωφορεία και τραμ. Τα χρήματα γι’ αυτήν την αλλαγή της υποδομής, πρέπει να τα πάρουμε απ’ αυτούς που εδώ και δεκαετίες βγάζουν τα κέρδη τους από την παραγωγή αυτοκινήτων. Η GM εξακολουθεί να έχει κέρδη. Γι’ αυτό είναι λάθος να παρακαλέσουμε ή να ζητιανεύσουμε. Αυτά τα εργοστάσια πρέπει να γίνουν δημόσια ιδιοκτησία. Μόνο όταν ο εργατικός έλεγχος πάνω στην παραγωγή επιτευχθεί, μπορούν να κατασκευάζονται προϊόντα που από οικονομική και οικολογική άποψη έχουν σκοπό και νόημα.

Μόνο έτσι και οι θέσεις εργασίας μπορούν να διατηρηθούν. (…) Το πρώτο βήμα πρέπει να είναι όμως ο αγώνας για μια ριζική μείωση του ωραρίου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών. Αυτήν την προοπτική και αυτόν τον αγώνα κανονικά το συνδικάτο θα έπρεπε να τα διοργανώσει. Αν και δεν πιστεύουμε ότι θα το κάνει, απευθύνουμε ωστόσο αυτήν την έκκληση στην ηγεσία της IGM. (…) Το άμεσο καθήκον της είναι όμως η δραστήρια υποστήριξη των αγωνιστικών μέτρων που άρχισαν στην Opel Μπόχουμ ενώ και τα άλλα εργοστάσια, όπως και οι απασχολούμενοι των άλλων εταιριών αυτοκινήτου πρέπει να ξεκινήσουν τον αγώνα για

–         την άνευ όρων διατήρηση όλων των θέσεων εργασίας

–         την απαγόρευση των απολύσεων

–         τη ριζική μείωση του ωραρίου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών

–         την κοινωνικοποίηση της αυτοκινητοβιομηχανίας και την αναδιοργάνωση των εργοστασίων για την παραγωγή οικοονομικά και οικολογικά χρήσιμων μέσων μεταφοράς, κυρίως στον τομέα των δημοσίων συγκοινωνιών.» (2)

Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό

Από το 1980 ο τομέας της επισφαλούς εργασίας επεκτάθηκε ραγδαία. Ένας μισθός κάτω του 75% του μέσου όρου μιας χώρας ορίζεται διεθνώς ως «χαμηλός». Στη Γερμανία 4,2 εκ. απασχολούμενοι βγάζουν μόνο 50-75% του μέσου μισθού (24% των ασχολούμενων) με πλήρες ωράριο, ενώ 2,1 εκ. άνθρωποι παίρνουν λιγότερο του 50% του μέσου μισθού (12% των μισθωτών με πλήρες ωράριο). Συνολικά είναι 6,3 εκ. άνθρωποι και ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς.

Τα συνδικάτα είναι διχασμένα στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, με το DGB και την IGM να επιχειρηματολογούν ότι το μέτρο αυτό θα μπορούσε να περιορίσει την αυτονομία των συνδικάτων στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, αν και όλες οι τελευταίες εμπειρίες είναι αρνητικές για τους εργαζομένους.

«Ο αγώνας για τον κατώτατο μισθό θα έχει αποτέλεσμα μόνο αν δύο όροι εκπληρωθούν: Πρώτο πρέπει να είναι τόσο μεγάλος ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιείται σαν αιτιολογία για τη μείωση μισθών (όπως συμβαίνει εν μέρει στις ΗΠΑ). Αν μπορεί να επιβληθεί στα 10 ευρώ την ώρα, αυτό θα αφορά σχεδόν στο ένα τρίτο των απασχολούμενων. Έτσι θα αποτελέσει την σταθεροποίηση και το στήριγμα όλων των αποδοχών από τα κάτω αλλά και οι ανώτεροι μισθοί θα αναπτύξουν ανοδική τάση. Δεύτερο, αυτός ο κατώτατος μισθός πρέπει να είναι μεταβλητός, δηλαδή να αυξάνεται κάθε χρόνο κατά το ποσοστό του πληθωρισμού. Εκτός από την πλήρη κατάργηση του Χαρτς 4 (και τη ριζική μείωση του ωραρίου εργασίας) πρέπει να απαιτήσουμε:

Ενάντια στην επίθεση εξαθλίωσης της κυρίαρχης τάξης και της κυβέρνησής της, πρέπει να καθιερωθεί ένας κατώτατος μισθός που να καθιστά δυνατή μια αξιοπρεπή ζωή. Γι’ αυτό πρέπει να υποστηρίξουμε το σύνθημα που άρχισε να κυκλοφορεί: Η δική μας ατζέντα λέγεται 30/10: 30ωρο και 10 ευρώ κατώτατος μισθός!» (3)

Το πολιτικό σκηνικό

             Στο πολιτικό σκηνικό φαίνεται ότι ο κόσμος είναι όλο και λιγότερο διατεθειμένος να υποστηρίξει τα κόμματα των νεοφιλελεύθερων συνταγών. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας είναι βαθύτερη από ποτέ στη μεταπολεμική Γερμανία αλλά και τα ποσοστά των χριστιανοδημοκρατών που προτείνουν μια ακόμα σκληρότερη φιλοκαπιταλιστική πολιτική άρχισαν να πέφτουν.

Στις εκλογές των ανατολικογερμανικών κρατιδίων της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου (19 Σεπτέμβρη) η Ακροδεξιά αλλά και η αριστερή αντιπολίτευση μπόρεσαν να επωφεληθούν απ’ αυτήν την κατάσταση. Φασιστικά κόμματα, το NPD («Εθνικοδημοκράτες») στη Σαξονία με 9,2% και η DVU («Γερμανική Λαϊκή Ένωση») στο Βρανδεμβούργο με 6,0% πήραν ασυνήθιστα ψηλά ποσοστά. Η γενική έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής προοπτικής ευνοεί την άκρα δεξιά και ο κίνδυνος που υπάρχει είναι ότι οι φασίστες θα εμφανιστούν πιο ενωμένοι μελλοντικά και θα μπουν το 2006 στην εθνική βουλή.

Και το PDS (ΚΔΣ) ενισχύθηκε λόγω της αδυναμίας  των μεγάλων κομμάτων, αποσπώντας 28,1% στο Μπρανδεμβούργο και 23,6% στη Σαξονία. Αυτό το κόμμα είναι θεωρητικά ενάντια στην αντεργατική νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης, εκεί όμως, όπου συγκυβερνάει με τους σοσιαλδημοκράτες, στο Μεκλεμβούργο και στο Βερολίνο, εφαρμόζει την ίδια πολιτική. Έτσι δεν αποτελεί μια πραγματική εναλλακτική λύση απέναντι στα κόμματα του συστήματος.

Η ανυπαρξία ενός κόμματος που πραγματικά αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα και τους αγώνες των εργαζομένων και των καταπιεσμένων μειονοτήτων είναι ένας παράγοντας που οδηγεί στην ενδυνάμωση της Ακροδεξιάς. Η απογοήτευση είναι παντού αισθητή, ενώ πρόσφατα δημιουργήθηκε μια νέα κίνηση από αριστερούς που προέρχονται από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων. Αυτή η συσπείρωση ονόματι WASG όμως δεν θα ξεπεράσει το πλαίσιο μιας «αντινεοφιλελεύθερης» Αριστεράς αν δεν αναπτύξει μια πραγματικά αντικαπιταλιστική δυναμική πέρα από τον κοινοβουλευτικό προσανατολισμό. Η οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού κόμματος βασισμένου στα κοινωνικά κινήματα είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1)      Ein Akt der Wuerde – W. Schaumberg ueber die Arbeitsniederlegung bei Opel (Μια πράξη της αξιοπρέπειας – ο Β. Σ. για την απεργία στην Opel), SoZ (Sozialistische Zeitung), Νοέμβρης 2004 (www.soz-plus.de)

2)      D.B., Nicht das Management ist der Fehler, sondern der Kapitalismus, (Το λάθος δεν είναι η επιχειρησιακή διεύθυνση αλλά ο καπιταλισμός), Avanti (περιοδικό του RSB), Νοέμβρης 2004 (www.rsb4.de)

3)      Η ατζέντα μας λέγεται 30/10, Avanti (RSB), Σεπτέμβρης 2004


Σπάρτακος 77, Νοέμβρης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=2421

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s