ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ, ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ
του Μ.Π.
Η απόφαση στη δίκη του Ε.Λ.Α.: γενικώς ένοχοι επειδή ήταν μέλη! τα νέα «ήθη» της ελληνικής δικαιοσύνης: με τη δίκη του Ε.Λ.Α., όπως και με εκείνη της ΕΟ17Ν, περάσαμε από το δίκαιο της πράξης στο δίκαιο της φρονήματος!
Η απόφαση για την πρώτη «δίκη του ΕΛΑ», μας καλεί, επιτακτικά πλέον, να συνειδητοποιήσουμε τι διακυβεύεται στο πολιτικό επίπεδο από την εξελισσόμενη αυταρχικότητα της δικαστικής και μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Όταν μετά από μια διαδικασία – παρωδία, η οποία αγγίζει συχνά τα όρια του γελοίου ή προκαλεί θυμηδία, ένας εισαγγελέας στηριζόμενος σε μια αντιφατική έως αυτοϋπονομευόμενη μαρτυρία και σε ένα θλιβερό συνοθύλευμα αναξιόπιστων εγγράφων προϊόντων μυστικών υπηρεσιών, προτείνει 972 χρόνια φυλακή για κάθε κατηγορούμενο, ενώ οι τακτικοί δικαστές, ανταγωνιζόμενοι τον «ευπατριδισμό» του, απαντούν με 1174 χρόνια φυλάκισης χωρίς αναστολή της κράτησης, (την στιγμή που το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο δεν μπορεί να είναι πάνω από 25 έτη κατά συγχώνευση), τότε πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια δραματική οπισθοδρόμηση που θυμίζει άλλες εποχές. Αλλά τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα:
Και αυτή η απόφαση, όπως και για την 17 Νοέμβρη, εκφωνήθηκε χωρίς ένα στοιχειώδες σκεπτικό. Όπως στην απόφαση για την 17 Νοέμβρη κυριάρχησε τελικά το μοντέλο της Γενικής Ηθικής Αυτουργίας, στην απόφαση για τον ΕΛΑ είχαμε την τερατώδη Γενική (Συλλογική) Ενοχή: «Είναι ένοχοι γιατί υπήρξαν μέλη του ΕΛΑ»! Βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά από ότι γνωρίσαμε ως φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο που απαιτεί εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης, δηλαδή απαραιτήτως σύνδεση συγκεκριμένου προσώπου με συγκεκριμένη πράξη. Γράφαμε σε προηγούμενο σημείωμά μας (ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ Νο74, Μάιος 2004) ότι οι παραπάνω εξελίξεις δείχνουν να περνάμε σταδιακά και στην Ελλάδα σε ένα δίκαιο δίωξης του φρονήματος σε αντίθεση με το γνωστό μέχρι τώρα ποινικό δίκαιο της πράξης, πράγμα που παραπέμπει στην αντικομουνιστική νομοθεσία της περιόδου του εμφυλίου. Αλλά και το αίτημα για αναστολή της κράτησης, όπως κι αυτό το τυπικό της αναγνώρισης μη ταπεινών ελατηρίων απορρίφθηκαν με αιτιολογίες κατευθείαν από την εμφυλιακή «κατάψυξη» «στοιχεία επιθετικότητας», «αντικοινωνική συμπεριφορά», κ.α. Πραγματικά, συγκρίνοντας κανείς τα πρακτικά αυτής της δίκης (όπως και της προηγούμενης για την 17 Ν), με τα πρακτικά παλιότερων δικών κατά την περίοδο του εμφυλίου ή αργότερα, έχει την αίσθηση ότι ο ιστορικός χρόνος παρέμεινε ακίνητος: Το κράτος δίκαζε και δικάζει τους πολιτικούς του αντιπάλους με τον ίδιο τρόπο και με τα ίδια μέσα: Ειδική νομοθεσία, ειδικά δικαστήρια, ειδική δημοσιότητα, ειδικές συνθήκες κράτησης, ειδικές φυλακές, και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Σήμερα, όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι αναπτύσσεται ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, σχεδόν παντού στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, που διευρύνεται ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και με το επίπεδο συναίνεσης. Ζώνες ανομίας ιδρύονται στο περιθώριο των κοινωνιών αλλά ακόμη και στο «κέντρο» τους, όπου αναστέλλεται κάθε δημοκρατική εγγύηση κατακτημένη μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία πολιτικών συγκρούσεων.
Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ξαναφέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της Φυλακής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του σωφρονιστικού συστήματος, αποκρουστικές πλευρές του οποίου ήρθαν στην επιφάνεια ως συνέπεια της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων, διαμαρτυρόμενων για τις ειδικές συνθήκες κράτησής τους. Για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, ανοίγει στην Ελλάδα ζήτημα «Φυλακών» και μάλιστα με αφορμή μια υπόθεση που οι διωκτικές και οι δικαστικές αρχές πίστευαν ότι είχε περάσει στην λήθη και στην ανυποληψία μετά την δίχρονη επικοινωνιακή στρατηγική. Το θέμα των συνθηκών κράτησης είχε βέβαια τεθεί από την εποχή των συλλήψεων και της προσωρινής κράτησης, από τους ίδιους τους κρατούμενους, τους συνηγόρους τους και συλλογικότητες αλληλεγγύης. Αλλά τότε ήταν αλλιώς τα πράγματα. Κυριαρχούσε η διαχωριστική γραμμή της «συνοδοιπορίας» και μεγάλο μέρος της Αριστεράς είχε στην ουσία συναινέσει στην όποια δικαστική εκκαθάριση για το κλείσιμο των λογαριασμών της με τους «λαθρεπιβάτες». Αλλά ο ισχύον Σωφρονιστικός Κώδικας, για κακή τύχη των «ευαίσθητων» συνειδήσεων των φιλελεύθερων αριστερών μας, δεν μεταχειρίζεται με διαφορετικό τρόπο τον «λαθρεπιβάτη της Αριστεράς», τον έμπορο ναρκωτικών, τον βιαστή, τον αλλοδαπό παραβάτη, κλ.π. Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί ό,τι αποκαλύφθηκε στη συνέχεια είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Οι σημερινές παρεμβάσεις, κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας, των επιστημονικών φορέων και ενώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, των ανεξάρτητων Αρχών, (ΔΣΑ, Ιατρικός Σύλλογος, Συνήγορος του Πολίτη, Διεθνής Αμνηστία, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κ.ά.), οι οποίες υπογραμμίζουν, με κάποιες αποχρώσεις, ότι το καθεστώς κράτησης των καταδικασθέντων πρωτοδίκως ως μελών της 17 Ν και του ΕΛΑ, δεν στηρίζεται στο νόμο, θα τις κατέτασσαν το δίχως άλλο στο «Σιν Φέιν» της Τρομοκρατίας, αν γινόταν πριν δυο χρόνια. Σήμερα τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Το σχήμα της Γενικής Ηθικής Αυτουργίας χωρίς τεκμηριωμένη σύνδεση με συγκεκριμένη πράξη αλλά και χωρίς φυσικό αυτουργό πολύ συχνά, το μοντέλο της Γενικής (Συλλογικής) Ενοχής, χωρίς εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης (συλλογική ευθύνη – ψυχική συνέργια), τρόμαξαν πολλούς και πολύ περισσότερο τον νομικό κόσμο, καθώς όσοι/ες ασκούν μάχιμη ποινική δικηγορία ξέρουν πολύ καλά πόσο γρήγορα αυτές οι κατ΄ εξαίρεση νομικές κατασκευές θα περάσουν στην καθημερινή ρουτίνα των ποινικών δικών υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης της μεγάλης ή μικρής εγκληματικότητας. Εξάλλου η ασφάλεια και η καταπολέμηση της εγκληματικότητας καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων εξουσίας και μάλιστα στο κεφάλαιο Ποιότητα της Καθημερινής Ζωής του Πολίτη…
Κυρίως όμως, οι εξελίξεις αυτές αφύπνισαν τα πολιτικά αντανακλαστικά όσων νοιώθουν να απειλείται το δικαίωμά τους να σκέφτονται ένα διαφορετικό μέλλον, να επιμένουν να κατονομάζουν και να επωμίζονται την ανατρεπτική λύση στο κοινωνικό ζήτημα, αλλά εξίσου και εκείνους που αρκούνται σε έναν φιλελεύθερο ορίζοντα μεταρρυθμίσεων αλλά δεν μπορούν να αποδεχτούν κραυγαλέες παραβιάσεις της με δημοκρατικούς αγώνες κατακτημένης «νομιμότητας». Όλους δηλαδή εκείνους που αντιλαμβάνονται ότι τα «ειδικά μέτρα», δεν αφορούν μόνο τους εγκλείστους «λαθρεπιβάτες της Αριστεράς», ότι η Εξαίρεση στον Κανόνα γίνεται Κανόνας, ότι το Κράτος Έκτακτης Ανάγκης είναι η σύγχρονη μορφή διακυβέρνησης, ότι οι εξαιρετικές διαδικασίες υποκαθιστούν την φιλελεύθερη συνταγματική παράδοση ως η μόνη μορφή οργάνωσης του «πολιτικού». [1]
Γύρω από τα αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων αναπτύχθηκε ένα μικρό κίνημα, με σαφή όρια είναι η αλήθεια και μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια, το οποίο μπόρεσε πάντως να αναπτύξει μια δυναμική, αξιοποιώντας την ευαισθητοποίηση των επιστημονικών και κοινωνικών φορέων για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έκανε τελικά το αναμενόμενο βήμα υποχώρησης, μικρό είναι η αλήθεια, αλλά συμβολικά σημαντικό, όμως το γεγονός που άλλαξε πραγματικά την ατμόσφαιρα ήταν η αναπάντεχη απεργία των ποινικών κρατουμένων σε πολλές φυλακές της χώρας, οι οποίοι ζητούσαν το αυτονόητο, δηλαδή την εφαρμογή των βασικών αρχών του Σωφρονιστικού Κώδικα και μάλιστα υιοθετούσαν τα αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων. Το κράτος απάντησε με καταστολή και με μεταγωγές των «υποκινητών». Όμως το «κακό» είχε γίνει. Οι «ποινικοί» οργανωμένα, αναζήτησαν τρόπους πολιτικής επικοινωνίας. Η κινητοποίηση τους εκτονώθηκε κάποια στιγμή, αλλά πέτυχε να ανοίξει μια ρωγμή στο κέλυφος της ενοχικής σιωπής που τους περιβάλλει και να τους κάνει έστω και για λίγο ορατούς στον δημόσιο χώρο διεκδικώντας την έξοδο από το κενό. Το ζήτημα αυτό θα έχει σίγουρα συνέχεια γιατί η κατάσταση είναι έτσι κι αλλιώς εκρηκτική από κάθε άποψη. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που υποτίθεται εισέρχεται στην «τρίτη φάση» του εκσυγχρονισμού των δομών της, το σωφρονιστικό σύστημα αντανακλά και υποκρύπτει τα αδιέξοδα ενός φιλελευθερισμού που δεν μπορεί να εξασφαλίσει αυτά που επαγγέλλεται και καταφεύγει στην εξαίρεση. Η «Φυλακή» είναι το όριο στο οποίο δοκιμάζονται σκληρά η δυνατότητα της κρατικής κυριαρχίας και οι εγγυήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αλλά θα επανέλθουμε για όλα αυτά στο επόμενο τεύχος.
[1] Giorgio Agamben, Etat d’ exception, Seuil 2003
[…] Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και το ζήτημα των φυλακών… […]