του Παναγιώτη Καρδαμίτση
«Το ποδόσφαιρο είναι το όπιο του λαού». Αυτή η παραλλαγή του Μαρξ, που προέρχεται από τον Ιταλό προπονητή Αρίγκο Σάκι, περιγράφει τη σύνδεση του ποδοσφαίρου με τις λαϊκές μάζες. Πράγματι το βιώσαμε το προηγούμενο καλοκαίρι με την επιτυχία της Εθνικής ποδοσφαίρου που είχε ως αποτέλεσμα μαζικούς πανηγυρισμούς, εθνική ντόπα, με κατάληξη το ρατσιστικό πογκρόμ ενάντια σε Αλβανούς τον περασμένο Σεπτέμβρη. Στη σημερινή μορφή του το ποδόσφαιρο, αλλά και ευρύτερα ο αθλητισμός, χρησιμοποιείται ως μέσο κρατικής προπαγάνδας και αποπροσανατολισμού των λαϊκών μαζών και ιδιαίτερα της νεολαίας. Έχουμε περάσει λοιπόν από την εποχή που ο αθλητισμός είχε λαϊκό μαζικό χαρακτήρα και ξεπηδούσε από τα σπλάχνα εργατικών συνδικάτων και πολιτιστικών συλλόγων, σε ένα πνεύμα κοινωνικής αλληλεγγύης και ανάπτυξης δεσμών μεταξύ των λαών, στην εποχή του πρωταθλητισμού, στη σύνδεση του αθλητισμού με το κεφάλαιο και τον εθνικισμό. Ας δούμε όμως την ιστορική εξέλιξη από σύμβολο αλληλεγγύης σε σύμβολο εκμετάλλευσης και φυλετικών διακρίσεων.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου ο αθλητισμός παίρνει ένα μαζικό λαϊκό χαρακτήρα, αφού ως τότε αποτελούσε, κατά κύριο λόγο, ένα τρόπο διασκέδασης της άρχουσας τάξης. Αυτή η μεταστροφή παρουσιάστηκε με την οργανωμένη εμφάνιση των ομαδικών αθλημάτων και κυρίως του ποδοσφαίρου. Την εποχή εκείνη ξεπηδούν, μέσα από εργατικά συνδικάτα και πολιτιστικούς συλλόγους, ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και διοργανώνονται αγώνες, οι οποίοι έχουν ένα ψυχαγωγικό χαρακτήρα για τους εργαζόμενους μέσα σε κλίμα συναδέλφωσης και αλληλεγγύης. Αυτό το φαινόμενο δεν αργεί να πάρει αρχικά πανεθνικό χαρακτήρα εκφράζοντες κοινωνικές, πολιτικές και τοπικές αντιπαραθέσεις. Σε πολλές χώρες παρουσιάζεται αντιπαλότητα ομάδων των πλουσίων και των φτωχών (Έβερτον – Λίβερπουλ) ή και αντανάκλαση κοινωνικών επαναστάσεων (Ρεάλ – Μπαρτσελόνα). Η μαζική απεύθυνση που είχε το ποδόσφαιρο οδηγεί στην αργή αλλά σταθερή εμπορευματοποίησή του και στη δημιουργία εθνικών ομάδων, οι οποίες πολλές φορές χρησιμοποιούνται για την ανάδειξη καθεστώτων (Ιταλία του Μουσολίνι) ή την έξαψη εθνικιστικών εκδηλώσεων. Το σημερινό ποδοσφαιρικό υπερθέαμα, που είναι πεδίο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ντόπας, κρατικής προπαγάνδας και στρατευμένων οπαδών, είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας εξέλιξης του ίδιου του αθλητισμού.
Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, ρατσιστικά πογκρόμ …
Το προηγούμενο καλοκαίρι γίναμε μάρτυρες μιας πρωτοφανούς, τα τελευταία χρόνια, εθνικής έξαψης με αφορμή την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Εθνική Ελλάδας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τα ρατσιστικά – εθνικιστικά πογκρόμ εναντίον των Αλβανών τον περασμένο Σεπτέμβρη. Η εκδήλωση αυτή, με πρωτοπόρους τους Νεοναζί της Γαλάζιας Στρατιάς, υποκινήθηκαν τόσο από τα Μ.Μ.Ε. όσο και από την κυβερνητική προπαγάνδα και ήταν απόληξη μιας μακροχρόνιας καλλιέργειας ρατσισμού ενάντια στους μετανάστες.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας παρατηρείται ένα έντονο μεταναστευτικό κύμα που προέρχεται από τα πρώην εργατικά κράτη (Αλβανία, ΕΣΣΔ, Βουλγαρία κ.λ.π.) και από τις χώρες που επλήγησαν από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους (Αφγανιστάν, Ιράκ). Τη δεδομένη συγκυρία ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε ανάπτυξη, αποτελώντας πλέον μια νέα δύναμη στην Ε.Ε. και κτίζοντας το ιδεολόγημα της «ισχυρής Ελλάδας». Τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστών και των προσφύγων είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η Ελλάδα λοιπόν προσπαθεί να ξεπεράσει το κόμπλεξ της «ψωροκώσταινας» που προμήθευε με φτηνά εργατικά χέρια ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ, αποτελώντας πλέον την πιο ανεπτυγμένη οικονομικά χώρα τόσο των Βαλκανίων όσο και της ευρύτερης περιοχής και χώρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι κυβερνήσεις παίρνουν μια σειρά από αντεργατικά και αντεκπαιδευτικά μέτρα, επεκτείνοντας το καθεστώς των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, την ανασφάλιστη εργασία και οδηγώντας ένα μεγάλο κομμάτι νεολαίας στην ανεργία. Οι μετανάστες όντας το πιο καταπιεσμένο και ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας είναι τα εξιλαστήρια θύματα της κατάστασης αυτής. Η κρατική και μιντιακή προπαγάνδα εναντίον των μεταναστών, τα αντιμεταναστευτικά μέτρα, οι θάνατοι προσφύγων στα σύνορα, οι «σκούπες» των ΜΑΤ, η ανάπτυξη και ενδυνάμωση φασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων συμπληρώνουν το ρατσιστικό τοπίο στην Ελλάδα.
Η εθνικιστική – ρατσιστική ντόπα μέσω του αθλητισμού το προηγούμενο καλοκαίρι δεν ήρθε από το πουθενά. Σε μια περίοδο που πέρναγε ο ευρωτρομονόμος, ο οποίος θίγει κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων, σε μια περίοδο που το ανερχόμενο χρέος των Ολυμπιακών Αγώνων πνίγει τους εργαζόμενους, σε μια περίοδο που η κρατική τρομοκρατία, με πρόσχημα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, εντείνεται από «ξηράς και αέρος» η εθνική ντόπα του ποδοσφαίρου απέσπασε την απαραίτητη, για το κράτος και το κεφάλαιο, κοινωνική συναίνεση.
…και η θέση της αριστεράς.
Η ελληνική αριστερά, για ακόμη μια φορά, έμεινε εξαιρετικά απαθής και ανίκανη να αντιπαρατεθεί με τα αστικά μέτρα και ιδεολογήματα, συμμετέχοντας πολλές φορές στο πανηγύρι του εθνικισμού. Τόσο η κοινοβουλευτική όσο και η ριζοσπαστική αριστερά συμμετείχαν λίγο-πολύ στη φιέστα του Euro, λέγοντας για αυθόρμητη χαρά του λαού κόντρα στη βρώμα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και άλλα τέτοια… και αποκαλώντας όσους είχαν στάση αντίθεσης στο Euro «στείρους» αριστεριστές. Τα ρατσιστικά πογκρόμ, καθώς και οι ενέσεις εθνικισμού που αποπροσανατολίζουν τους εργαζόμενους και τη νεολαία από τις διεκδικήσεις τους ξεγύμνωσαν την επιφανειακή στάση του μεγαλύτερου κομματιού της αριστεράς.
Η επαναστατική αριστερά έχει χρέος να αντιστέκεται στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, του αθλητισμού που πολλές φορές γίνεται όργανο στα χέρια της αστικής τάξης. Είναι αναγκαίο να δίνουμε την προοπτική του μαζικού, λαϊκού, ερασιτεχνικού αθλητισμού, ο οποίος θα γκρεμίζει τα τείχη του ρατσισμού και του φανατισμού, συνδέοντάς τον με την ευρύτερη κοινωνική απελευθέρωση.
[…] Ποδόσφαιρο και Εθνικισμός… […]