Κίνημα αλληλεγγύης στους απεργούς πείνας

Σπάρτακος 77, Νοέμβρης 2004


του Γιάννη Γκολφινόπουλου

Μια πρώτη σύντομη αποτίμηση

Η υπόθεση της απεργίας πείνας των πολιτικών κρατουμένων, που καταδικάστηκαν για συμμετοχή στην ΕΟ17Ν (αλλά και του Χρήστου Τσιγαρίδα) έφερε ολοκάθαρα στην επιφάνεια τη στρατηγική του αστικού κράτους για τη διεξαγωγή του εγχώριου πολέμου κατά της «τρομοκρατίας». Ανέδειξε τον ανοιχτά εκδικητικό χαρακτήρα της αντιμετώπισης των συγκεκριμένων κρατούμενων και φανέρωσε ανάγλυφα το στόχο του για μια συνολική  επαναδιευθέτηση του πεδίου της κρατικής καταστολής. Ειδικές συνθήκες κράτησης, ειδικές κατηγορίες εγκλημάτων και οπωσδήποτε ειδικοί κρατούμενοι. Ακόμα και αυτές οι εγγυήσεις της «αστικής» δικαιοσύνης καταρρέουν μπροστά στον καινούριο εχθρό, την «τρομοκρατία». Έτσι, το αστικό κράτος, εκτός απ’ το να απαγορεύει στους πολιτικούς κρατούμενους να επισκέπτονται τα εργαστήρια και τη βιβλιοθήκη της φυλακής και να προαυλίζονται μαζί με όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους, έδειξε πως ακριβώς εννοεί τη μάχη για την «ασφάλεια» της κοινωνίας, με τη δημιουργία ενός πραγματικού κλουβιού για ανθρώπους, από μπετό και μέταλλο. Το έδαφος που λιπαίνεται εδώ και χρόνια σε ιδεολογικό αλλά και πρακτικό επίπεδο έχει ήδη δώσει καρπούς. Από την ψήφιση των τρομονόμων και την εξάρθρωση των ένοπλων οργανώσεων, μέχρι την λυσσαλέα μάχη να παρουσιαστεί η δράση των εν λόγω οργανώσεων συνώνυμη της φρίκης, η εμπέδωση της κυριαρχίας του κράτους του μπάτσου και του δικαστή, απέναντι σε όποιον την θέτει σε αμφισβήτηση, έχει διανύσει αρκετά βήματα.

Παρ’ όλα αυτά το αστικό κράτος δεν έχει ακόμη διανύσει ολόκληρη την απόσταση μέχρι την επίτευξη των στόχων του και ακριβώς εδώ βρίσκεται το σημείο στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας, να βγάλουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα από τη μάχη που δόθηκε και να χαράξουμε κατευθύνσεις για τις μάχες που έρχονται. Η σημασία των μαχών στο πεδίο αυτό συνίσταται στο ότι δεν αφορούν μόνο στη μεταχείριση των συγκεκριμένων κρατουμένων, αλλά εκτείνονται δυνητικά σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων. Λύνοντας τα χέρια των κατασταλτικών μηχανισμών, χτυπώντας τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, η αστική τάξη παρεμβαίνει ενεργητικά στην ταξική πάλη τροποποιώντας το συσχετισμό προς όφελός της. Η μεταχείριση των συγκεκριμένων κρατούμενων είναι πιλοτική, πάνω τους προβάρονται σήμερα τα χτυπήματα που θα δεχθεί αύριο κάθε κίνημα αμφισβήτησης. Η μεταχείριση τους είναι παραδειγματική και στην ουσία της αποτελεί χτύπημα για τα δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, του συνόλου των καταπιεσμένων.

Πρώτο και κύριο

Η  «αντιτρομοκρατική πολιτική» δεν είναι άτρωτη. Η εικόνα της παντοδυναμίας των κατασταλτικών μηχανισμών που αποκρυσταλλώθηκε κατά την διάρκεια των προηγούμενων δύο ετών γνώρισε μια μικρή μεν, ολότελα πραγματική δε, ανάσχεση. Τα μεταλλικά πλέγματα αφαιρέθηκαν, το κλουβί «έσπασε» και το υπουργείο οδηγήθηκε σε υποχώρηση κάτω από το βάρος των πιέσεων πολλών κοινωνικών αλλά και πολιτικών φορέων ακόμα και εντός του κατεστημένου πολιτικού σκηνικού, για να αποφευχθεί ο θάνατος του Δ. Κουφοντίνα. Βεβαίως θα ήταν ανόητο να θεωρήσει κανείς πως τα πράγματα γίνονται ευκολότερα στο πεδίο της καταστολής, ωστόσο το ζήτημα είναι να κατανοηθεί πως δεν βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο που βρισκόμασταν δυο χρόνια πριν. Η δυνατότητα να ανοίξει το ζήτημα, να εισέλθει στο δημόσιο λόγο απέναντι στην κυρίαρχη ρητορική είναι πιο μεγάλη από ό,τι εκείνη την περίοδο που δεν ακούγαμε σχεδόν τίποτα άλλο από γαβγίσματα και δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Κάτι  τέτοιο σημαίνει πως η πολιτική νίκη που πέτυχε το αστικό κράτος του άνοιξε ένα δρόμο, αλλά όχι χωρίς εμπόδια. Αυτό που είναι λοιπόν εκ των ων ουκ άνευ για το κίνημα είναι να εντοπίζει κάθε φορά τα σημεία στα οποία εμφανίζεται η δυνατότητα ρωγμών και εκεί να ρίχνει το βάρος του, προσπαθώντας να μετατοπίσει συνειδήσεις, να κινητοποιήσει δυνάμεις, με ένα λόγο να αλλάξει τους συσχετισμούς. Σ ’αυτό το φόντο θα πρέπει να δούμε και τις ανεπάρκειες του κινήματος που αναπτύχθηκε μετά την έναρξη των απεργιών πείνας, ανεπάρκειες που δυστυχώς είναι θεμελιώδεις.

Υποτίμηση και απομόνωση

Απ’ την αρχή και κατά βάση μέχρι το τέλος της απεργίας πείνας, οι κινητοποιήσεις και οι κινηματικές παρεμβάσεις χαρακτηρίστηκαν από την αδυναμία να συμπεριλάβουν, έστω και οριακά, δυνάμεις πέραν των συνήθων που συνωθούνται πέριξ της πλατείας Εξαρχείων (ημών συμπεριλαμβανομένων). Και βεβαίως όταν μιλάμε για συνήθεις δυνάμεις εννοούμε μια αρκετά περιορισμένη μειοψηφία του χώρου της άκρας (ή ριζοσπαστικής, διαλέγετε και παίρνετε…) αριστεράς και ένα πραγματικά ευρύ φάσμα συλλογικοτήτων του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Έτσι, είτε μιλάμε για τις «μηχανοκίνητες πορείες», είτε για τις καταλήψεις που έγιναν στο Πολυτεχνείο και την Πρυτανεία, είτε και για τις διαδηλώσεις βρισκόμαστε πάντοτε εντός της ίδιας ασφυκτικής «υγειονομικής ζώνης». Θα  μπορούσαν να ειπωθούν πολλά για τα αίτια αυτής της απογοητευτικής κατάστασης. Έτσι και αλλιώς το ζήτημα είναι από τα πιο ακανθώδη, αυτοί που το ανακινούν κινδυνεύουν να αποκτήσουν ένα προφίλ κάπως «φιλοτρομοκρατικό», το αίσθημα ανασφάλειας κυριαρχεί σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας και άλλα τέτοια προφανή. Όσο όμως και να απηχούν κάποια πραγματικά χαρακτηριστικά τέτοιες παρατηρήσεις, δεν μας απαντούν για το τι μπορούμε να  κάνουμε εμείς γι’ αυτό. Ακόμα χειρότερα, τέτοιου είδους απόψεις λειτουργούν πολλές φορές προσχηματικά για να μην κάνουμε τίποτα. Και εξηγούμαστε: Η πλειοψηφία της αριστεράς, και της «επίσημης» και της «ανεπίσημης» αντιμετωπίζει το ζήτημα ως ένα είδος ταμπού. Προτιμά να μην το αγγίζει, να μη μιλάει γι’ αυτό και όταν το κάνει, αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα πιέσεων. Και αν μας είναι περισσότερο κατανοητή η σιωπή των κοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς, λόγω της θέσης τους εντός των μηχανισμών του αστικού κράτους, η σιωπή της επαναστατικής αριστεράς είναι εντελώς απογοητευτική. Στη  ρίζα αυτής της στάσης υπάρχει η αδυναμία να συλληφθεί η κεντρικότητα της μάχης αυτής, η οργανική της θέση μέσα στην ταξική πάλη. Λες και οι ειδικές συνθήκες κράτησης αποτελούν περιφερειακό ζήτημα, ζήτημα πολυτέλειας για το κίνημα που δεν θα έπρεπε να πολυασχοληθεί και να δαπανά τις δυνάμεις του σ’ αυτό. Είναι δια γυμνού οφθαλμού ορατή η ιδεολογική πίεση του κυρίαρχου λόγου πάνω σε τέτοιου είδους τοποθετήσεις, που δεν καταλαβαίνουν ότι με το αφήσουν στην τύχη της αυτή την καυτή πατάτα για να γλιτώσουν τα δάχτυλά τους, προετοιμάζουν μεγαλύτερα εγκαύματα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η αφωνία δεν ήταν καθολική αυτή τη φορά, αφού έγινε θα λέγαμε μια κάποια αρχή για ορισμένες δυνάμεις της ριζοσπαστικής κυρίως αριστεράς, η συμμετοχή της ωστόσο υπήρξε οπωσδήποτε κατώτερη των περιστάσεων.

Αυτή λοιπόν η πολιτική ανεπάρκεια της αριστεράς βρίσκεται σε συμμετρία, ως προς το αδιέξοδο που εκφράζει, με την απογειωμένη γραμμή πλεύσης που τηρεί κυρίως ένα κομμάτι του αντιεξουσιαστικού χώρου, το οποίο έδωσε και τον τόνο στις κινητοποιήσεις. Για την πλευρά αυτή το κεντρικό διακύβευμα είναι η κατά μέτωπο αντιπαράθεση με το Κράτος και βεβαίως εντός μιας τέτοιας αντίληψης δεν βρίσκεται κανένας χώρος για την επεξεργασία τακτικών προσέγγισης ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να στηρίξουν και να εμπλακούν το κίνημα. Μ’ αυτούς τους όρους η πολιτική εκπίπτει σε ένα θέμα έκφρασης πολιτικής ταυτότητας, του βαθέως μίσους απέναντι στους κρατικούς μηχανισμούς. Το μίσος βέβαια απέναντι στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις είναι εντελώς απαραίτητο και δικαιολογημένο, αλλά βέβαια  από μόνο του δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει καμιά πολιτική αποτελεσματικότητα, αντίθετα είναι εύκολα διαχειρίσιμο από τα αφεντικά και τους μηχανισμούς τους. Μια πολιτική που προτάσσει μια παρέμβαση του στυλ «αλληλεγγύη στους ένοπλους αντάρτες», αδιαφορώντας για το επίπεδο συνείδησης αυτών στους οποίους απευθύνεται, αποτελεί, τόσο ένα προϊόν ιδεολογικής ήττας και πολιτικής περιθωριοποίησης, όσο και έναν τρόπο αναπαραγωγής της.

Αυτό που δεν γίνεται κατανοητό σ’ αυτή την περίπτωση, και που ωστόσο είναι βασικότατο, είναι πως η απεργία πείνας είναι ένα μέσο πάλης μέσα σε συνθήκες ήττας, ένα μέσο πάλης αμυντικό, όταν άλλοι τρόποι πάλης, περισσότερο συλλογικοί, έχουν αποτύχει. Έτσι, το να φαντάζεται κανείς μια τέτοια  μάχη οπισθοφυλακής ως έφοδο ενάντια στους καταπιεστικούς θεσμούς, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε εντελώς άστοχές θέσεις. Αυτό που διακυβεύεται είναι, εκτός απ’ τη ζωή του απεργού, κάτι πάρα πολύ στοιχειώδες, η εφαρμογή της ίδιας της «αστικής» νομιμότητας. Οφείλουμε να καταλάβουμε πως σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο κάθε «νίκη» είναι αναγκαστικά πύρρειος.

Παρ’ όλα αυτά

Η  συζήτηση βέβαια για τις αδυναμίες των δυνάμεων που κινητοποιήθηκαν δεν  θα πρέπει να παίρνει ένα μηδενιστικό χαρακτήρα, ότι δηλαδή οι αντιστάσεις που αναπτύσσονται είναι χωρίς σημασία. Αυτό που, αντίθετα, είναι σημαντικό είναι να αναδειχθούν οι δυνατότητες εκείνες που θα επιτρέψουν στο κίνημα ενάντια στην κρατική καταστολή να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά του στο μέλλον. Έτσι, παρά την αδυναμία να συνδεθούν οι κινητοποιήσεις με ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας  αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως υπάρχει πραγματικό έδαφος για παρέμβαση. Αποδείχθηκε ότι ένα ευρύ κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, παρά τα επιτεύγματα του αντιτρομοκρατικού αγώνα και της καλλιεργούμενης υστερίας γύρω απ’ την ασφάλεια, δεν είναι αδιάφορο για τις συνθήκες κράτησης και διαβίωσης εντός των φυλακών, δεν είναι αδιάφορο απέναντι στο ενδεχόμενο ενός θανάτου απεργού πείνας. Είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα που οδήγησε το «θέμα Κουφοντίνα» στην επικαιρότητα, είναι η συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας που έκανε την κυβέρνηση να υπαναχωρήσει. Αυτό που φοβήθηκαν οι κυβερνώντες ήταν μια πλατιά κοινωνική και πολιτική κατακραυγή και βεβαίως όχι (ή κατά κύριο λόγο όχι) την κοινωνική επιρροή των επαναστατών.

Απ’ αυτή την άποψη  το μέτρο της όποιας επιτυχίας οφείλει να είναι  η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης στήριξης των αγώνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, κάτι που προϋποθέτει και την δυνατότητα  πρόσβασης σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και εντός των θεσμών, από δικηγορικούς και ιατρικούς συλλόγους, μέχρι συνδικάτα,  μέσα ενημέρωσης και κοινοβουλευτικά κόμματα. Μια τέτοια στάση δεν πρέπει να συγχέεται με κάποιου είδους πολιτική υποχώρηση από θέσεις και αρχές, αλλά είναι  αποτέλεσμα της κατανόησης ότι το κίνημα παρά τις διαφορές του πρέπει  να μπορεί να συμπαρατάσσει το μεγαλύτερο δυνατό όγκο δυνάμεων  απέναντι στον αντίπαλο, εκμεταλλευόμενο τριβές και αντιθέσεις στο εχθρικό στρατόπεδο. Κατά κύριο λόγο στους δρόμους, αλλά όχι μόνο εκεί. Αυτή η διάσταση της δράσης, η λεγόμενη και «επικοινωνιακή», υπήρξε και η πιο επιτυχημένη, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ανάδειξη του ζητήματος στο κέντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος.

Αλλά και στο εσωτερικό της αριστεράς φαίνεται πως μπορούμε να μετράμε κάτι για το μέλλον και αυτό είναι το έδαφος ενός διαλόγου πάνω στο ζήτημα που επιτέλους φάνηκε ότι είναι δυνατός. Η κοινή δήλωση και αφίσα (με την εξαίρεση του Συνασπισμού που μεταχειρίστηκέ το κολπάκι να υπογράψει τη δήλωση αλλά όχι και τη συμμετοχή στη διαδήλωση) κάμποσων οργανώσεων για τη συμμετοχή τους στη διαδήλωση της 14ης Οκτωβρίου θα μπορούσε να γίνει η αρχή ενός συντονισμού για έναν κοινό βηματισμό στο ζήτημα των δικαιωμάτων. Είναι αλήθεια ότι η συμμετοχή στην εν λόγω διαδήλωση για τις περισσότερες συλλογικότητες δεν ιεραρχήθηκε ως κάτι σημαντικό, όμως ακόμα και η δημόσια έκθεση είναι κάτι.


Σπάρτακος 77, Νοέμβρης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=2394

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s