Το όχι του μεγάλου κεφαλαίου στην Κύπρο

Σπάρτακος 75, Ιούλης 2004


Συνέντευξη με τον Σταύρο Τομπάζο

  • Σπάρτακος: είναι σημαντικό να μιλήσουμε πριν απ’ όλα για τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών στην Κύπρο. 

Αποτελούν μια καταγραφή του τι συνέβη πρόσφατα στο νησί.
Στις ευρωεκλογές φαινόμενο ήταν η διάσπαση του ΔΗΣΥ. Βασικά από το ΔΗΣΥ έφυγε η άκρα δεξιά, η εθνικιστική δεξιά, που παλιότερα είχε σχέση με τη δικτατορία, την ΕΟΚΑ Β. Το ΔΗΣΥ έχει εξελιχθεί έτσι σ’ ένα κόμμα φιλελεύθερο, ένα κόμμα της ευρωπαϊκής, μετριοπαθούς δεξιάς. Στο ευρύτερο χώρο της Δεξιάς διαμορφώνεται ένα μεγάλο «απορριπτικό» μέτωπο, αποτελούμενο από τους αποχωρήσαντες από το ΔΗΣΥ, από την πιο εθνικιστική πτέρυγα της παραδοσιακής μακαριακής δεξιάς και επίσης σ’ αυτό το γενικότερο εθνικιστικό «απορριπτικό» μέτωπο στο οποίο κατατάσσεται και το σοσιαλιστικό κόμμα της ΕΔΕΚ το οποίο πάντα ήταν ένα τριτοκοσμικού τύπου σοσιαλιστικό κόμμα με πολύ έντονα εθνικιστικά στοιχεία. Έτσι έχουμε ένα πολύ μεγάλο μέτωπο που αρχίζει από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας – μ’ όλες τις κυπριακές της ιδιαιτερότητες – και εκτείνεται ως την άκρα δεξιά. Στο χώρο της αριστεράς πρέπει να πούμε ότι το ΑΚΕΛ έχασε ένα μεγάλο μέρος της υποστήριξής του λόγω της αμφίσημης στάσης του στο δημοψήφισμα. Λέγανε χαρακτηριστικά: «ψηφίζουμε όχι για να τσιμεντώσουμε το ναι». Αλλά όπως φαίνεται δεν «τσιμεντώνουν το ναι» γιατί δεν είναι σε θέση να έρθουν σε ρήξη με την κυβέρνηση Παπαδόπουλου. Το ΑΚΕΛ έχασε πάνω απ’ το 7% του ποσοστού. Αυτό δεν οφείλεται σε διαρροές προς άλλα κόμματα, αλλά στην πολύ μεγάλη αποχή που εκφράζει την μεγάλη απογοήτευση των παραδοσιακών του ψηφοφόρων. Τώρα για τους υπόλοιπους μικρότερους σχηματισμούς, μπορούμε να πούμε ότι όλοι τους αντιμετώπισαν προβλήματα, γιατί έπαιξε σημαντικό ρόλο η λογική της χρήσιμης ψήφου. Οι Νέοι Ορίζοντες που τοποθετούνται στη δεξιά που τώρα ονομάστηκαν Ευρωπαϊκή Συνεργασία, ενώ έπαιρναν πάνω από 3%, τώρα πήραν μόλις 1,65%. Οι οικολόγοι, οι οποίοι έπαιρναν 2%, πήραν τώρα 0,85. Και επίσης η δική μας πλευρά η οποία ήταν μια πλατφόρμα ουσιαστικά από το χώρο της αριστεράς, ανθρώπους της τροτσκιστικής παράδοσης (προερχόμενους από το Militant), εμένα τον ίδιο, τον Τάκη Χατζηδημητρίου, πρώην αντιπρόεδρο της ΕΔΕΚ, αλλά της μη εθνικιστικής σχολής και της σοσιαλιστικής αριστερής παράδοσης, τους Ενωμένους Δημοκράτες του Γιάννη Βασιλείου, το οποίο είναι ένα περίεργο, ουσιαστικά, κόμμα αποτελούμενο από κάποια στελέχη που έφυγαν από το ΑΚΕΛ την εποχή της περεστρόικα και κάποιους εκπροσώπους της φιλελεύθερης, κοσμοπολίτικης δεξιάς που είναι φίλοι του Βασιλείου. Κάναμε μια πλατφόρμα γύρω από την υποστήριξη του «ναι», της επαναπροσέγγισης, της επίλυσης του Κυπριακού, της ενοποίησης. Αυτή ήταν η βάση. Η πλατφόρμα πήρε μόνο 2%, ενώ παλιότερα το κόμμα του Βασιλείου, οι Ενωμένοι Δημοκράτες έπαιρναν γύρω στο 2,5%. Όμως η δική μας αποτυχία είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με τους άλλους μικρούς σχηματισμούς και ο λόγος που πήραμε τόσο μικρό ποσοστό είναι ότι πολύς κόσμος αυτού του χώρου μετακινήθηκε προς τη φιλελεύθερη δεξιά, το ΔΗΣΥ δηλαδή, γιατί ο ίδιος ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ, ο Νίκος Αναστασιάδης, ένας από τους πιο ισχυρούς υποστηρικτές του «ναι» απείλησε ότι εάν το ΔΗΣΥ δεν εκλέξει δύο ευρωβουλευτές, θα παραιτηθεί. Επομένως ο κόσμος που θέλει επίλυση του Κυπριακού και συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους ανησύχησε ότι το πιο «σκληρό καρύδι» του ναι θα αποτύχει εντελώς και θα επικρατήσει στην Κύπρο εντελώς το απορριπτικό μέτωπο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η κατάσταση. Βέβαια αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι να δει κανείς αυτό που συμβαίνει μέσα στο ΑΚΕΛ. Μέσα στο ΑΚΕΛ υπάρχει πολύ μεγάλος αναβρασμός. Από τη μία υπάρχει μία φράξια που ονομάζουμε φράξια του «Προεδρικού», του Προεδρικού Μεγάρου δηλαδή, η οποία ελέγχει την εφημερίδα του κόμματος και στην οποία συμμετέχουν ορισμένα στελέχη και βουλευτές που λειτουργούν πράγματι «φραξιονιστικά» και που ασχολούνται, θα έλεγε κανείς, με την «επαγρύπνηση» του κόμματος. Από την άλλη πλευρά είναι οι υποστηρικτές του «ναι», που δεν είναι στο ίδιο βαθμό οργανωμένοι, αλλά αποτελούν σίγουρα την πλειοψηφία ανάμεσα στα μεσαία στελέχη του κόμματος και στον εργατικό τομέα του, στα συνδικάτα, δηλαδή την Π.Ε.Ο. Πολλοί απ’ τους διανοούμενους του ΑΚΕΛ είναι υποστηρικτές του «ναι» και έτσι υπάρχει μια γενικά αντιπαράθεση απόψεων μέσα στο κόμμα για το ποια θα είναι η μελλοντική πορεία. Το θέμα είναι ότι αυτή η αριστερή και εργατική πτέρυγα του ΑΚΕΛ που υποστήριξε το «ναι», παρόλο που δίνει μια μάχη εσωτερικά, δεν φαίνεται διατεθειμένη να οδηγήσει αυτή τη σύγκρουση στα άκρα ρισκάροντας ακόμη και μια διάσπαση του κόμματος, ίσως και δικαιολογημένα γιατί πιστεύουν ότι δεν μπορούν να σταθούν εκτός κόμματος. Έχει μεγάλη σημασία ποιος θα μπορέσει στο τέλος να διατηρήσει το όνομα. Η μοναδική ελπίδα είναι να επικρατήσει αυτή η εργατική πτέρυγα της υποστήριξης του «ναι». Πολλά εξαρτώνται από το Γραμματέα που μέχρι σήμερα τήρησε μια συμβιβαστική στάση που θα λέγαμε ότι ήταν «συμβιβασμού των ασυμβίβαστων». Εξ ου και τα οξύμωρα σχήματα ότι ψηφίζουμε όχι, γιατί υποστηρίζουμε το ναι.

  • Σπάρτακος: Σε ποια φάση έχει πλέον το κυπριακό τη νέα περίοδο; Τι γίνεται ιδιαίτερα με τις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων;

Το ζήτημα έχει μπει στο ψυγείο από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Οι σχέσεις ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους έχουν καταστεί ιδιαίτερα προβληματικές. Και αυτό το πρόβλημα δεν αφορά πλέον το χώρο της ευρύτερης δεξιάς που το είχε ανέκαθεν. Το πρόβλημα είναι πλέον φανερό και στο χώρο της αριστεράς. Η φερεγγυότητα του ΑΚΕΛ έπαψε να υφίσταται, κανείς δεν το εμπιστεύεται πλέον. Υπάρχει μια μεγάλη απογοήτευση στην τουρκοκυπριακή αριστερά και γενικά στην τουρκοκυπριακή πλατφόρμα υποστήριξης του «ναι» για τη στάση του ΑΚΕΛ. Οι μόνοι που συνεχίζουν να έχουν μία σταθερή, προνομιακή σχέση με την τουρκοκυπριακή αριστερά ανήκουν στη ριζοσπαστική αριστερά και μερικοί άλλοι, όπως ο Τάκης Χατζηδημητρίου, που ήταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας της ΕΔΕΚ, αλλά τώρα έχει αποστασιοποιηθεί και συνεργάζεται μ’ εμάς στη ριζοσπαστική αριστερά και άλλους μέσα στο κίνημα της επαναπροσέγγισης. Αλλά αυτό μετράει λίγο, γιατί οι βασικές δυνάμεις της ελληνοκυπριακής κοινωνίας έδειξαν στους τουρκοκυπρίους ότι τους ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το δικό τους κράτος, το ελληνοκυπριακό και όχι η συμβίωση. Τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνουν οι Τουρκοκύπριοι οι οποίοι μάλιστα λένε ότι δίνουμε επιχειρήματα στη δική τους εθνικιστική δεξιά που τους το «έλεγε» πάντα ότι «οι Ελληνοκύπριοι δεν ενδιαφέρονται για τη συμβίωση», ότι «είναι ψεύτες», «θέλουν να μονοπωλούν την κρατική εξουσία» και ότι «εάν επιθυμούν τη συμβίωση, το θέλουν με τους δικούς τους όρους, όπου οι Τουρκοκύπριοι θα είναι απλώς μια εθνική μειονότητα και τίποτα παραπάνω».

  • Σπάρτακος: Παρουσιάζεις σαν δεδομένη αριστερή τάση για την Κύπρο την υποστήριξη του «ναι». Ωστόσο για το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής αριστεράς, π.χ. το ΚΚΕ και τη συντριπτική πλειοψηφία της άκρας αριστεράς το ζήτημα τέθηκε διαφορετικά. Αυτό που είδαν ως κεντρικό ήταν η σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό. Έτσι υποστήριξε το «όχι» στο σχέδιο Ανάν και είδε τη συντριπτική επικράτηση στο δημοψήφισμα σαν μία συνολικά ή εν μέρει αντιιμπεριαλιστική νίκη.

Η φυσιολογική στάση της αριστεράς στην Κύπρο ήταν η υποστήριξη του «ναι» γιατί η φυσιολογική στάση της αριστεράς στην Κύπρο ήταν πάντα μια διαφορετική προσέγγιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ήθελε τη συνεργασία. Αυτό ήταν μέσα στις παραδόσεις της. Καλλιεργούσε μάλιστα το μύθο ότι οι εθνικές διαφορές δεν υπάρχουν για τους εργάτες αλλά χαρακτηρίζουν τους εθνικιστές και τη δεξιά.

Πρόβαλε την παράδοση και την ιστορική εμπειρία των κοινών αγώνων των εργαζομένων των δύο κοινοτήτων. Τώρα όσον αφορά τον αντιιμπεριαλισμό, πρέπει να πούμε ότι είναι ένα σύνθετο πρόβλημα, γιατί τα τελευταία 30 χρόνια η ελληνοκυπριακή πλευρά και με τη συναίνεση της ελληνικής αριστεράς επιδίωκε μια λύση του κυπριακού δια μέσου των διεθνών θεσμών, χρησιμοποιώντας και αξιοποιώντας τον Ο.Η.Ε., τους Αμερικανούς, τους Άγγλους και πολύ πρόσφατα τον ευρωπαϊκό παράγοντα. Παραδοσιακά θεωρούσαν ότι το κυπριακό ζήτημα θα λυθεί στα πλαίσια του Ο.Η.Ε. με τη συμβολή των Αμερικανών και των Άγγλων και όλα τα κυπριακά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ μιλούσαν για «διεθνοποίηση του κυπριακού». Και όταν μιλούσαν για διεθνοποίηση του κυπριακού, δεν εννοούσαν συμμετοχή του Αφγανιστάν και της Λιβύης, αλλά εμπλοκή του διεθνούς, ιμπεριαλιστικού αν θέλετε, παράγοντα, που θα μπορούσε να επιβάλει μια λύση που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα ανατρέπει τα τετελεσμένα της εισβολής και ούτω καθεξής. Είναι μετά από δική μας, ελληνοκυπριακή προσπάθεια που έχει εμπλακεί ο αμερικανικός και αγγλικός παράγοντας καθώς και ο Ο.Η.Ε. Καταρχήν ο Ο.Η.Ε. και ο Κόφι Ανάν δεν ταυτίζονται με τους Αμερικανούς και τους Άγγλους. Στον πόλεμο του Ιράκ, για παράδειγμα, ο Ανάν πήρε διαφορετική στάση, μία ήπιων τόνων, όπως γίνεται κατανοητό, στάση, αλλά, ουσιαστικά, καταδίκασε την αμερικανική εισβολή. Τα αμερικανικά συμφέροντα δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τις απόψεις που εκφράζονται στον Ο.Η.Ε. Υπάρχουν συχνά διαφορές αποχρώσεων και, μερικές φορές, διαφορές ουσίας. Τώρα ότι το σχέδιο που παρουσίασε ο Ο.Η.Ε. έχει την υποστήριξη των αγγλοαμερικανών και της ίδιας της Ευρώπης, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά αυτό δεν καθιστά το σχέδιο ιμπεριαλιστικό αυτομάτως, γιατί για τον ιμπεριαλισμό δεν αλλάζει τίποτε. Αν υποθέσουμε ότι η κατάσταση παραμένει ως έχει, δηλαδή παραμείνει η διχοτόμηση, η κατάσταση αυτή βολεύει τους Αμερικανούς εξίσου! Γιατί αν υποθέσουμε ότι αυτό που προωθούν οι Αμερικανοί είναι η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για μια σειρά από λόγους («τρομοκρατία», άνοδος ισλαμισμού, σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία, εξασφάλιση ενός δυτικού τύπου καθεστώτος κτλ), αυτό ήταν κάτι που υποστηριζόταν από μεγάλο μέρος της αριστεράς στην Ευρώπη, την Κύπρο αλλά και τμήμα της αριστεράς στην Ελλάδα με τη λογική ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοεί και το δημοκρατικό κίνημα στην Τουρκία, την εμπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα υπάρξει μια συνέργια εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων για τον πολιτικό εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, επομένως πρόκειται για μια σύμπτωση συμφερόντων ανάμεσα στους αμερικανούς και σε μας. Και οι δύο βολευόμαστε με το σχέδιο Ανάν, εμείς γιατί εγκαινιάζεται μια νέα εποχή συμβίωσης και συνεργασίας ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους στο πλαίσιο ενός κοινού κράτους και οι Αμερικανοί βολεύονται γιατί μ’ αυτό τον τρόπο προωθούν την υποψηφιότητα της Τουρκίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση βολεύεται γιατί δεν κληρονομεί μια πολιτική εκκρεμότητα η οποία της δημιουργεί μια σωρεία νομικών και άλλων προβλημάτων.

Επομένως το σχέδιο από ποια άποψη είναι ιμπεριαλιστικό. Από μια ορισμένη άποψη οι αγγλοαμερικανοί χάνουν κιόλας γιατί θα ήταν αναγκασμένοι να παραχωρήσουν το 50% των εδαφών της αγγλικής βάσης, αν αυτό έχει κάποια σημασία. Εγώ πιστεύω ότι είναι ιμπεριαλιστικά ουδέτερο, έτσι θα το χαρακτήριζα.

  • Σπάρτακος: Πώς λοιπόν εξηγούμε το συντριπτικό όχι των ελληνοκυπρίων; Ποιο είναι το ταξικό του περιεχόμενο;

Ακριβώς πιστεύω ότι το «βροντερό» όχι είναι το αποτέλεσμα, πηγάζει από μία συγκεκριμένη ερμηνεία των αστικών συμφερόντων, των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου στην Κύπρο. Το πρόβλημα του μεγάλου κεφαλαίου στην Κύπρο είναι το μοίρασμα της εξουσίας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, πράγμα που δεν θέλει.

Θέλει να μην εισάγει στο κυπριακό κράτος, την κυπριακή δημοκρατία την οποία ελέγχει έναν αστάθμητο παράγοντα πολιτικής διαχείρισης που είναι το τουρκοκυπριακό στοιχείο. Δηλαδή αυτή την περίφημη πολιτική ισότητα την οποία έχει δεχτεί στο επίσημο επίπεδο της διεθνούς διπλωματίας, φαίνεται ότι το μεγάλο κυπριακό κεφάλαιο δεν την εννοεί πραγματικά. Τη δέχτηκε κάτω από πιέσεις κάτω από διαφορετικές συνθήκες ως αναγκαίο κακό προκειμένου να αρθούν τα τετελεσμένα της εισβολής και να επικρατήσει ασφάλεια στην Κύπρο, όμως, χωρίς ποτέ να εξοικειωθεί μ’ αυτή την ιδέα: ότι θα μπορούσε το κατεστημένο του χρήματος, του πλούτου να μοιραστεί την εξουσία με τον τουρκοκυπριακό παράγοντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες των συμφερόντων της αστικής τάξης στην Κύπρο, αλλά αυτές είναι μειοψηφικές. Η σκληρή δεξιά της Κύπρου σκέφτεται ότι προτιμότερο να θυσιάσει κάποια εδάφη προς όφελος του αποκλειστικού δικαιώματος πολιτικής διαχείρισης της εξουσίας του κυπριακού κράτους χωρίς τη συμμετοχή των τουρκοκυπρίων και όλο το χρήμα που έχουν ξοδέψει στη διαμόρφωση της κυπριακής κοινής γνώμης είναι τεράστιο, με κανάλια, ραδιοφωνικά προγράμματα, δημοσιογράφους στα πλαίσια της εκστρατείας του «όχι» για τα οποία δαπανήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδων λιρών, ποσά τα οποία οι οπαδοί του «ναι» ούτε κατά διάνοια δεν είχαν. Δηλαδή κάποιος που θα κυκλοφορούσε τελευταία στην Κύπρο θα έβλεπε παντού ένα τεράστιο «όχι», ενώ το «ναι» ήταν εξαιρετικά περιθωριακό. Κανείς δεν έχει ξοδέψει χρήματα για να προωθήσει το «ναι». Το μεγάλο κεφάλαιο της Κύπρου χρηματοδότησε το «όχι» και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Τώρα γιατί πήραν 75%; Μα, τι έχει πει ο γ.γ. του ΑΚΕΛ. Ακριβώς ότι μέσα σ’ αυτό εθνικιστικό παροξυσμό, μέσα σ’ αυτό το απορριπτικό κλίμα που επικρατεί, ακόμη και αν πούμε «ναι» εμείς της αριστεράς, που το σκεφτήκαμε πολύ σοβαρά, άλλωστε αλλάξαμε απόφαση την τελευταία στιγμή, δεν θα μπορέσουμε να επιβάλουμε το 51% ή ακόμη και αν το επιβάλουμε, αυτό δεν θα είναι καλό γιατί θα υπάρξουν συνθήκες εμφυλίου πολέμου στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας παρά τη νίκη του «ναι» και επομένως υποχωρούμε μπροστά στη δύναμη του εχθρού. Μ’ άλλα λόγια ο γ.γ. του ΑΚΕΛ παραδέχτηκε ότι συνθηκολογεί προς το παρόν, λέγοντας βέβαια ότι αυτή η συνθηκολόγηση θα είναι παροδική και ο μοναδικός λόγος είναι για να κερδίσουμε χρόνο για να υποστηρίξουμε το «ναι», επιδιώκοντας ένα δεύτερο δημοψήφισμα σ’ ένα σύντομο χρονικό διάστημα.

Προσπαθούμε δηλαδή να ανασυγκροτήσουμε τις δυνάμεις της αριστεράς που βρίσκονται τώρα κάτω από μία φοβερή εσωτερική πίεση, για να αντέξουμε το βάρος της ιστορίας και να προωθήσουμε τα πραγματικά μας πιστεύω, τα οποία είναι η επανένωση της Κύπρου και η συμβίωση των κοινοτήτων. Θα έλεγα ότι στην Κύπρο κανείς στην αριστερά, ούτε καν το ΑΚΕΛ δεν υποστήριξε το «όχι» του προέδρου.

Υποστήριξε το «όχι» ως τακτική υποχώρηση, όπως οι ίδιοι λέγανε «για να τσιμεντώσει το ναι». Βέβαια εγώ αυτό το χαρακτηρίζω σκέτη συνθηκολόγηση. Αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα. Κανείς δεν βγήκε με την επιχειρηματολογία ότι το σχέδιο είναι ιμπεριαλιστικό και άρα πρέπει να απορριφθεί από αριστερή σκοπιά. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει αντιιμπεριαλιστικό όχι στην Κύπρο, το «όχι» είναι το «όχι» του μεγάλου κεφαλαίου, είναι το «όχι» του εθνικισμού. Καμία πολιτική δύναμη δεν υποστήριξε το αντιιμπεριαλιστικό «όχι», γιατί το όχι αυτό δεν είναι αντιιμπεριαλιστικό, είναι εθνικιστικό.

  • Σπάρτακος: Αν υιοθετήσουμε την αντίστροφη σκοπιά, σύμφωνα με την ίδια την ανάλυση που κάνεις, μέσα στις δυνάμεις του «ναι» υπήρξε και μια δύναμη, όπως το ΔΗΣΥ, την οποία ονόμασες ευρωπαϊκή δεξιά, η οποία προφανώς είναι μια αστική δύναμη. Έχει παρουσιαστεί η ανάλυση ότι το «ναι» δεν είναι μονάχα ιμπεριαλιστικό, είναι και αστικό με την έννοια ότι υπάρχει μια αστική τάξη η οποία θέλει να ενσωματώσει τη Βόρεια Κύπρο και να επικρατήσει στο νησί με βάση την οικονομική της ισχύ.

Ναι, θα συμφωνούσα ότι υπάρχει και αυτή η τάση. Η αστική τάξη στην Κύπρο δεν βλέπει μ’ ενιαίο τρόπο τα συμφέροντά της. Υπάρχει ένα τμήμα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης, το οποίο όμως δεν είναι αυτό που επικρατεί, το οποίο θεωρεί ότι είναι δυνατό να συνδιαχειριστεί την εξουσία με τους τουρκοκυπρίους, ότι αυτό θα τις αποφέρει οικονομικά οφέλη, ότι οι καλές σχέσεις με την Ε.Ε. και όχι η διπλωματική απομόνωση της Κύπρου είναι προς το μακροπρόθεσμο όφελος της Κύπρου. Είναι μία εκτίμηση διαφορετική των αστικών συμφερόντων η οποία όμως δεν κυριαρχεί.

Κυριαρχεί η άλλη ερμηνεία: καλύτερα μια καθαρή λύση. Εμείς στο Νότο, οι Τουρκοκύπριοι στο Βορρά. Φτάνει οι Ελληνοκύπριοι να έχουν την αποκλειστικότητα της πολιτικής διαχείρισης. Το μεγάλο κεφάλαιο στην Κύπρο προτιμά αυτή τη δεύτερη λύση. Χάνει κάποια οικονομικά πλεονεκτήματα από την εκμετάλλευση ορισμένων περιοχών, αλλά κερδίζει μια σιγουριά· τη σιγουριά ότι «εμείς είμαστε πολιτικά κυρίαρχοι στην κυπριακή δημοκρατία». Αυτό ήταν που οδήγησε το μεγάλο κεφάλαιο στην Κύπρο να υποστηρίξει με θέρμη το «όχι». Είναι μειοψηφική η ερμηνεία από τη σκοπιά της αστικής τάξης ότι είναι καλύτερα να έχουμε επίλυση του Κυπριακού και επανένωση. Άλλωστε αν κοιτάξουμε τις δυνάμεις που αυτή τη στιγμή υποστηρίζουν το «μεγάλο όχι» ένα σημαντικό τμήμα είναι αυτό της άκρας δεξιάς, ένα άλλο της εθνικιστικής απορριπτικής δεξιάς και το απορριπτικό μέτωπο φτάνει μέχρι και τον τριτοκοσμικό εθνικιστικό σοσιαλισμό. Αυτό το απορριπτικό μέτωπο είναι της τάξης του 40%. Και μετά είναι το ΑΚΕΛ το οποίο υποστήριξε, όπως εξήγησα πριν, το «όχι» για τακτικούς λόγους, όπως υποστήριξε το ίδιο. Είναι εγκλωβισμένο σε μια κυβερνητική συμμαχία από την οποία δεν έχει την τόλμη να φύγει αυτή τη στιγμή και να πληρώσει το κόστος της ρήξης με το πολιτικό κατεστημένο της Κύπρου που έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνία της Κύπρου. Πρόκειται για την εθνικιστική μακαριακή δεξιά η οποία αυτή τη στιγμή επανενώνεται με την μη μακαριακή εθνικιστική δεξιά και συγκροτείται ένα σκληρό εθνικιστικό μπλοκ, το οποίο εκφράζει βέβαια τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και όχι κάποιας άλλης κοινωνικής τάξης.

  • Σπάρτακος: Πώς είναι δυνατό να μείνει αυτή η ασυνέπεια της πολιτικής του ΑΚΕΛ δίχως συνέπειες στο εσωτερικό του;

Ήδη έχει επιπτώσεις. Αυτή η απώλεια 7% στις εκλογές για πρώτη φορά μετά το 1985, εκλαμβάνεται από το ίδιο το ΑΚΕΛ σαν μια τεράστια ήττα. Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή για την κυπριακή αριστερά. Παρότι ο Δημοκρατικός Συναγερμός διασπάστηκε και οι διασπαστές του πήραν 10%, βγήκε πρώτο κόμμα, γιατί οι ψηφοφόροι του ΑΚΕΛ το τιμώρησαν κυρίως δια της αποχής. Έτσι έπεσε στο 27%.

Και η εσωκομματική μάχη στο ΑΚΕΛ είναι πρωτοφανής. Είναι η πρώτη φορά που ακούει κανείς στελέχη του ΑΚΕΛ να διαφωνούν δημόσια. Πρέπει να δει κανείς ότι από τα δύο μεγάλα όργανα έκφρασης του ΑΚΕΛ, την επίσημη κομματική εφημερίδα «Χαραυγή» που ελέγχεται από τη φράξια του «Προεδρικού» όπως είπαμε και το ραδιοφωνικό σταθμό «Άστρα», ακούμε δύο διαφορετικές γραμμές, δύο διαφορετικούς πολιτικούς λόγους. Η «Χαραυγή» κρατάει την απορριπτική γραμμή, ο σταθμός «Άστρα» βγαίνει υπέρ της επαναπροσέγγισης και της υποστήριξης του «ναι». Πρόκειται για πρωτοφανή διάσταση στην ιστορία του ΑΚΕΛ. Υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνο φθοράς που μακροπρόθεσμα περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο της διάσπασης, αν δεν ξεκαθαρίσει τις απόψεις του και δεν πάρει μια σαφή στάση. Κι αυτή η στάση δεν μπορεί να είναι άλλη από το «ναι». Γιατί αν το ΑΚΕΛ εμφανιστεί ως πιο «εθνικόφρον» κόμμα από τους εθνικόφρονες, θα χάσει μακροπρόθεσμα. Δεν υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που θα εκφραστούν από κει μέσα. Είναι μόνο μέσα από το «ναι» που θα μπορέσει να έχει μια παρουσία στο κυπριακό χώρο με κάποιο νόημα. Διαφορετικά αν γίνει κι αυτό ένα εθνικόφρον κόμμα, ποιος ο λόγος να μην πάει κανείς με τους αυθεντικούς εθνικόφρονες που είναι το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ που έχουν μία παράδοση σ’ αυτό και να μείνει με το ΑΚΕΛ για το οποίο θα πλανάται πάντα μια αμφιβολία κατά πόσο είναι αληθινά εθνικόφρον.

  • Σπάρτακος: Το ΑΚΕΛ έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί είναι ένα κόμμα μαζικό με πραγματικό ρίζωμα στην κυπριακή κοινωνία. Αλλά ωστόσο υπάρχουν και οι άλλες ευαισθησίες, η ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική αριστερά με τις διάφορες ομάδες της.

Όλες οι μικρές ομάδες της ριζοσπαστικής αριστεράς, το περιοδικό «Εξ Υπαρχής», η Σοσιαλιστική Έκφραση που προέρχεται από το τροτσκιστικό ρεύμα του Militant, η δική μας ομάδα και άλλες, υποστηρίξαμε το «ναι». Στην πραγματικότητα οι διαφορές μας ήταν ελάχιστες. Τι κάνουμε μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία της πλατφόρμας του «ναι». Άλλοι θέλανε περισσότερο συνεργασία μέσα στην πλατφόρμα, άλλοι περισσότερο αυτόνομη δράση. Οι διαφορές αυτές ήταν μόνο δευτερεύουσας σημασίας. Η μόνη που διαφοροποιήθηκε απ’ αυτή τη γραμμή ήταν η μικρή ομάδα της Εργατικής Δημοκρατίας (που ανήκει στο ρεύμα του βρετανικού SWP και σχετίζεται στην Ελλάδα με το ΣΕΚ).

Όμως θα έλεγα ότι είναι εντελώς απομονωμένοι στο χώρο της ελληνοκυπριακής αριστεράς· ή θα το έθετα πιο σκληρά, κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη. Δεν πείθουν κανένα γιατί το αντιιμπεριαλιστικό «όχι» δεν έχει κανένα εκτόπισμα στην Κύπρο γιατί όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι το κρίσιμο ζήτημα ήταν οι σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Όλα τα σχέδια για τη λύση του Κυπριακού προέρχονταν μέχρι σήμερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κριτήριο δεν ήταν πόσο φιλοαμερικανικά ήταν, αλλά η σχέση ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Πάντα η αριστερά δεν απέρριπτε αυτά τα σχέδια εξ αρχής, αλλά ζητούσε διευκρινίσεις. Στην Κύπρο, η απορριπτική δεξιά τα απέρριπτε, η λιγότερο απορριπτική δεξιά τα συζητούσε και ακόμη περισσότερο η αριστερά, το ΑΚΕΛ. Γι’ αυτό οι «απορριπτικοί» έδωσαν κυρίως στο ΑΚΕΛ την ονομασία «ενδοτικοί» για να απαξιώσουν μ’ αυτό τον τρόπο την πολιτική του άποψη. Το ΑΚΕΛ ήταν λοιπόν πραγματικά η «ενδοτική» αριστερά.

Η Εργατική Δημοκρατία έχει έναν ακραίο «διεθνιστικό» λόγο που την κάνει να ταυτίζεται με την εθνικιστική τουρκοκυπριακή πλευρά. Για παράδειγμα μεταξύ άλλων απέρριπταν το σχέδιο Ανάν για το λόγο ότι στην περιοχή της Μόρφου οι Τουρκοκύπριοι που ζουν σ’ ελληνικής περιουσίας σπίτια έπρεπε να φύγουν, να προσφυγοποιηθούν ξανά προς όφελος των ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν. Οι ίδιοι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της περιοχής ψήφισαν, όμως, υπέρ του σχεδίου είτε ως θυσία για το καλό της επανένωσης του νησιού, είτε γιατί πραγματικά πίστευαν ότι αυτά τα σπίτια δεν τους ανήκουν. Υπάρχουν κάποιοι αντίστοιχοι μεμονωμένοι Τουρκοκύπριοι όπως ο δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ που πλέον αρθρογραφεί στις ελληνοκυπριακές, αποκλειστικά, εφημερίδες, ο οποίος είναι υπέρ του ενιαίου κράτους συμφωνώντας ουσιαστικά με τις απόψεις του προέδρου Παπαδόπουλου. Ε, λοιπόν οι απόψεις του είναι το ίδιο αξιόπιστες ανάμεσα στους τουρκοκυπρίους, όσο και της Εργατικής Δημοκρατίας ανάμεσα στους ελληνοκυπρίους. Κανείς δεν τους δίνει σημασία.

  • Σπάρτακος: Ποιες είναι οι γέφυρες που έχει αυτή η ριζοσπαστική αριστερά με αυτή την αριστερή, εργατική πτέρυγα μέσα στο ΑΚΕΛ;

Πρέπει να πούμε ανοιχτά ότι συζητάμε. Η ανάλυση που κάναμε ότι η συνεργασία με το κόμμα του Τάσου Παπαδόπουλου είναι καταστροφή για την αριστερά δεν είχε γίνει δεκτή απ’ αυτόν κόσμο του ΑΚΕΛ αρχικά. Πίστευαν ότι το το 15% του κόμματος του Παπαδόπουλου θα υποκύψει και θα εφαρμόσει ότι το 36% του ΑΚΕΛ θα ήθελε να επιβάλει, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Εμείς λέγαμε -και το προεδρικό σύστημα στην Κύπρο που δίνει τεράστιες εξουσίες στον πρόεδρο, ο οποίος είναι πραγματικά μονάρχης, είναι ένας από τους λόγους – ότι το ΑΚΕΛ θα εγκλωβιστεί στην πολιτική Παπαδόπουλου και όχι το αντίθετο. Αυτό έχει συμβεί και είναι φανερό για όλα αυτά τα στελέχη που τώρα το αναγνωρίζουν. Αυτά τα στελέχη δεν φεύγουν από το κόμμα. Δεν πιστεύουν ότι μπορούν να δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα, μια εναλλακτική αριστερά στην Κύπρο. Επιλέγουν να μείνουν στο ΑΚΕΛ, αλλά συνεργάζονται μαζί μας και υιοθετούν πολλές από τις απόψεις μας. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξουν άμεσα ραγδαίες εξελίξεις αλλά υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας με τις ομάδες της ριζοσπαστικής αριστεράς και αυτούς αποχώρησαν από την ΕΔΕΚ υπό τον Τάκη Χατζηδημητρίου.

  • Σπάρτακος: Πώς εξηγείς το κακό αποτέλεσμα της συνεργασίας της πλατφόρμας του «ναι» στην οποία συμμετείχατε;

Περιμέναμε ένα μεγαλύτερο ποσοστό και εκτιμούσαμε ότι η ΕΔΕΚ θα μειώσει τη δύναμή της. Πέσαμε έξω και στις δύο εκτιμήσεις μας. Η ΕΔΕΚ αύξησε τα ποσοστά της από 6% σε 11%. Εμείς πήραμε το μισό ποσοστό απ’ αυτό που αναμέναμε. Το σοκ αυτό προκάλεσε σύγχυση και απογοήτευση. Εξηγήσαμε ήδη ότι ένας από τους λόγους είναι ότι ψηφοφόροι της αριστεράς μετακινήθηκαν προς το ΔΗΣΥ, του Νίκου Αναστασιάδη ο οποίος απείλησε να παραιτηθεί αν έχανε τη δεύτερη έδρα. Θεωρήθηκε πιο χρήσιμη η ψήφος στον Αναστασιάδη από το να πάρουμε εμείς 3 ή 3,5%. Από την άλλη εμείς σκοπεύαμε να δημιουργήσουμε ένα αριστερό κόμμα που θα εισέπραττε τη φθορά του ΑΚΕΛ και της ΕΔΕΚ. Δεν προλαβαίναμε να το συγκροτήσουμε και γι’ αυτό προχωρήσαμε σε μια «προσωρινή» συμμαχία με τους Ενωμένους Δημοκράτες, μια συγκυριακή πλατφόρμα γύρω από την υποστήριξη του «ναι» που δεν ήταν ακριβώς ένα σχήμα της αριστεράς.

  • Σπάρτακος: Τι μπορούμε να πούμε σήμερα για την τουρκοκυπριακή αριστερά;

Στο σύνολό της η τουρκοκυπριακή αριστερά υποστήριξε την επίλυση του Κυπριακού. Αυτό εξηγεί και τα πολύ υψηλά ποσοστά στο δημοψήφισμα. Σήμερα κυριαρχεί απογοήτευση. Καταγράφεται μια πραγματική ρήξη ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή και την ελληνοκυπριακή αριστερά. Τους είναι ακατανόητη η συνεργασία του ΑΚΕΛ με τον Παπαδόπουλο. Θεωρούν ότι τους έχουν ξεγελάσει.

Πολύ συχνά κατηγορείται ο Ταλάτ γιατί συνεργάστηκε με τον Ντεντκάς στο πλαίσιο μιας συγκυβέρνησης όπου αυτός είναι πρωθυπουργός και ο Ντενκτάς παραμένει στην προεδρία. Δεν θα ήθελα να υπεισέλθω σε μία κριτική αυτής της επιλογής. Όμως αυτό που θεωρώ βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει αναλογία μ’ αυτό που συνέβη στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Δηλαδή ο Ταλάτ μπήκε στην κυβέρνηση ως πρωθυπουργός με τον Ντενκτάς ως πρόεδρο με στόχο να απομονώσει τον Ντενκτάς και να προωθήσει τη λύση του Κυπριακού και η αλήθεια είναι ότι όποια κριτική και αν μπορεί κανείς να του ασκήσει κατάφερε να πετύχει αυτό το στόχο. Αυτός ήταν ο διαπραγματευτής στη Λουκέρνη, αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού ενώ επέτυχε να παραμερίσει πλήρως τον Ντενκτάς ο οποίος έπαιξε ένα πολύ δευτερεύοντα ρόλο στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Το ΑΚΕΛ συνεργάστηκε με τον Παπαδόπουλο πιστεύοντας ότι θα τον ελέγξει, όμως απέτυχε. Ο Παπαδόπουλος είναι αυτός που ουσιαστικά ελέγχει την κατάσταση και είναι αυτός που επέβαλε την πολιτική, ουσιαστικά, της μη-διαπραγμάτευσης του σχεδίου στη Λουκέρνη. Πήγε με μοναδικό στόχο να τορπιλίσει και να θάψει το σχέδιο.

  • Σπάρτακος: Το ερώτημα παραμένει γιατί έπρεπε να δοθεί αυτή η κεντρική μάχη της αριστεράς κατά τη γνώμη σου πάνω στη βάση του «ναι» στο σχεδίο Ανάν, προϊόν συμβιβασμού και παρέμβασης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων;

Νομίζω ότι η πολιτική απάντηση είναι απλή. Αν κοιτάξεις κανείς την πολιτική και κοινωνική ζωή στην Κύπρο, αυτή περιστρέφεται γύρω από το περίφημο εθνικό πρόβλημα. Υπάρχουν οι Έλληνες και οι Τούρκοι, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι. Κοινωνικά αιτήματα, αντιιμπεριαλιστικά, ευρύτερα αιτήματα, που αφορούν τις βάσεις, τις σχέσεις με τους Αμερικανούς, τη συμμετοχή στον πόλεμο του Ιράκ, όλη αυτή η δράση πάντα πραγματοποιείται κάτω από την πίεση της παρουσίας του τουρκικού στρατού στην Κύπρου. Υπάρχει η πίεση: εργάτες ή μη, αντιιμπεριαλιστές ή μη, το δικό μας πρόβλημα είναι πώς θα διαχειριστούμε τη σχέση με την Τουρκία. Αυτό κυριαρχεί στην ελληνοκυπριακή πολιτική ζωή. Κοινωνικά αιτήματα; Ναι, αλλά με μέτρο, γιατί το βασικό μας πρόβλημα είναι η τουρκοκυπριακή πλευρά. Απεναντίας, ναι στους εξοπλισμούς. Συνεχείς εξοπλισμοί της Εθνικής Φρουράς, συνεχής στρατικοποίηση της κοινωνικής ζωής με τους εφέδρους που πηγαίνουν μερικά σαββατοκύριακα το χρόνο στο στρατό, που συνεχίζουν τις στρατιωτικές ασκήσεις. Αλλά πάνω απ’ όλα συνεχείς αγορές οπλικών συστημάτων για να αντέξει κανείς την πίεση από την τουρκική πλευρά. Αυτό είναι που θα ξεπερνούσαμε με μια λύση του Κυπριακού. Με το σχέδιο Ανάν θα αποστρατικοποιούνταν η Κύπρος, θα παύαμε να ξοδεύουμε εκατομμύρια λίρες, τεράστια ποσά στην άμυνα. Από την ίδια τη φύση του σχεδίου Ανάν, θα μετατοπιζόταν το κέντρο βάρους της πολιτικής ζωής του τόπου από το εθνικό στο κοινωνικό πεδίο. Δηλαδή θα είχαμε υποχρεωτικά συμμαχίες πάνω σε μια κοινωνική βάση και όχι πια εθνική. Οι διαδικασίες εκλογής του προεδρικού συμβουλίου και του ίδιου του προέδρου θα ήταν διαδικασίες οι οποίες θα υποχρέωναν τα ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα σε μια συνεργασία και σε βάθος χρόνου σε μια ενοποίηση. Θα είχαμε λοιπόν μια ενοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου και μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από το εθνικό στο κοινωνικό επίπεδο. Δεν θα είχαμε πια αντιμαχόμενες εθνικά ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές συμμαχίες, θα είχαμε ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές κοινωνικές συμμαχίες βάσει πολιτικών κριτηρίων σε βάρος άλλων ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών συμμαχιών. Αντί να έχουμε μια εθνική πολιτική, θα είχαμε πια, για να το πούμε απλά, μια ταξική πολιτική, δηλαδή ταξικές αντιπαραθέσεις σαν κι αυτές που υπάρχουν σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες δεν υφίστανται συγκρούσεις ανάμεσα σ’ εθνικές κοινότητες, ανάμεσα σε διαφορετικές προσεγγίσεις των κοινωνικών πραγματικοτήτων, ανάμεσα σε διαφορετικές επιθυμίες εξέλιξης των κοινωνιών, διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Κι αυτό πιστεύω θα ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό κέρδος. Θα μπορούσαμε να έχουμε συμμαχίες σ’ επίπεδο συνδικαλιστικό και σ’ επίπεδο πολιτικών κομμάτων. Θα ενοποιούσαμε δύο πολιτικές ζωές, τη ζωή της ελληνοκυπριακής πλευράς μ’ αυτήν της τουρκοκυπριακής που εξελίσσονται προς το παρόν σε μια κατεύθυνση αντιπαλότητας και όξυνσης. Ακόμη θα έπρεπε να λάβουμε και κάτι άλλο υπόψη μας επειδή το σχέδιο χαρακτηρίστηκε από πολλούς εδώ στην αριστερά της Ελλάδας, πάντοτε το επιχείρημα στην Κύπρο σ’ όσους προσπάθησαν να τα βάλουν με τις αγγλικές βάσεις ή όσους διαφώνησαν με τις διευκολύνσεις που παρείχε στην αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, αυτή του Παπάδοπουλου, η «αντιιμπεριαλιστική» (γιατί παρείχαν πολλές διευκολύνεις), ήταν ότι ας είστε σοβαροί τώρα το πρόβλημά μας δεν είναι ο πόλεμος στο Ιράκ, είναι πιο απτά τα προβλήματα που έχουμε. Μη θέτετε ζήτημα βάσεων, περιμένετε στο μέλλον. Το σχέδιο Ανάν, καλό ή κακό, συμβιβασμός εθνικός, θα οδηγούσε σε μια νέα κατάσταση όπου θα μπορούσαμε πλέον να τεθούν τέτοια ζητήματα όπως για παράδειγμα το τι γυρεύουν οι βάσεις στην Κύπρο. Γιατί τότε δεν θα υπήρχε ένα ζήτημα που ιεραρχείται ως ανώτερο και που χρησιμεύει στο να μην κάνει κανείς τίποτε και επιτρέπει στους Αμερικανούς ανενόχλητοι να χρησιμοποιούν την Κύπρο για τον πόλεμο στο Ιράκ, να μην αμφισβητούνται οι βάσεις που έχουν βάλει, παρεπιμπτόντως, τεράστιες κεραίες παρακολούθησης που επιβαρύνουν την υγεία του πληθυσμού, αλλά η κυβέρνηση τα αποδέχεται όλ’ αυτά με τη δικαιολογία ότι αντιμετωπίζουμε πιο βασικά προβλήματα. Θα ξεπερνούσαμε αυτά τα εθνικά προβλήματα και θα μπορούσαμε πλέον να αναπτύξουμε τα κινήματα με τον ίδιο τρόπο που γίνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κάθε φορά που κάναμε διαδήλωση στην Κύπρο κατά των βάσεων ή των διευκολύνσεων στους Αμερικανούς μας λέγανε να μην τραβάμε το σκοινί γιατί έχουμε ανάγκη τους Αμερικανούς στο μέτρο που έχουμε 40.000 Τούρκους στρατιώτες απέναντί μας. Με την άρση των εθνικών ζητημάτων θα βελτιώνονταν. και οι όροι της πάλης κατά του ιμπεριαλισμού στην Κύπρο.

  • Σπάρτακος: Το σχέδιο Ανάν μοιάζει νεκρό. Μετά απ’ αυτό τι;

Υπάρχει ένα μικρό ενδεχόμενο: να επικρατήσει στο ΑΚΕΛ η αριστερή του πτέρυγα, οπότε θα μπορούσαμε να επαναφέρουμε το σχέδιο. Όμως είναι το λιγότερο πιθανό. Τι θα γίνει; Το πιθανότερο είναι να διατηρηθεί η κατάσταση στην Κύπρο αναλλοίωτη και τα ενδεχόμενα που υπάρχουν είναι, θα έλεγα, δύο: να επιβληθεί ένα σχέδιο τύπου Ανάν, χειρότερο από το προηγούμενο μετά από 3,4,5 χρόνια για να αποφευχθεί η διχοτόμηση. Αυτή η προοπτική είναι ελάχιστα, όμως, πιθανή. Ή να διαιωνιστεί η κατάσταση και να μην τίθεται πια ζήτημα Κύπρου και να διατηρηθούν τα δύο κράτη.

Αν χαθεί η ευκαιρία μέχρι το Δεκέμβριο που η Τουρκία παίρνει ημερομηνία για έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξή της στην Ε.Ε., πρέπει μετά να είμαστε τελείως ειλικρινείς και να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχουν προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού. Τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής θα επιβεβαιώνονται κάθε μέρα. Ήδη επιβεβαιώνονται. Θα υπάρχει ανάπτυξη στο Βορρά πάνω σ’ ελληνοκυπριακές περιουσίες, θα υπάρξει και νέος εποικισμός. Δηλαδή τα δεδομένα τα ιστορικά θα είναι τέτοια μετά από 10-15 χρόνια θα είναι τέτοια που δεν θα επιτρέπουν κανένα σχέδιο Ανάν, κανένα σχέδιο επανένωσης της Κύπρου. Πλέον το μόνο στο οποίο θα ελπίζουμε θα είναι η σχέση καλής γειτονίας ως δύο ξεχωριστά κράτη. Θα έχουμε μία Ελλάδα και μία Τουρκία στην Κύπρο, μια Ελλάδα στο νότιο τμήμα του νησιού και μια Τουρκία στο Βόρρειο με ότι αυτό σημαίνει.

[Τη συνέντευξη του Σταύρου Τομπάζου πήρε για το Σπάρτακο ο Τάσος Αναστασιάδης]


Σπάρτακος 75, Ιούλης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=2790

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s