Βραζιλία:
Το σοσιαλφιλελεύθερο αδιέξοδο της κυβέρνησης του Λούλα
Ανδρέας Κλόκε
Αφού η κυβέρνηση του I. da Silva («Λούλα»), που εκλέχθηκε από το 60% των εργαζομένων και των φτωχότερων στρωμάτων, δηλαδή των ψηφοφόρων με τις μεγαλύτερες ελπίδες, κυβερνάει τη χώρα από το Γενάρη του 2003, δεν μπορούν να υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες για τις βασικές επιλογές και την πορεία της. Αποδείχθηκε πως πρόκειται για μια κυβέρνηση που, ενώ στηρίζεται στο «Εργατικό Κόμα» (ΡΤ) και, μάλλον ακόμα, στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων, έβαλε τα δυνατά της για να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις και τα συμφέροντα του βραζιλιάνικου μεγάλου κεφαλαίου και των θεσμών του διεθνούς ιμπεριαλιστικού χρηματιστηριακού κεφαλαίου όπως του ΔΝΤ.
Η κυβέρνηση έχει ήδη έρθει σε σαφή αντίθεση με τις γενικές ή συγκεκριμένες υποσχέσεις που είχε δώσει αρχικά. Η ανεργία αυξάνεται, οι κοινωνικές παροχές μειώνονται δραστικά, οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων περικόπηκαν πέρυσι με έναν αντιδραστικό νόμο που είχε την έγκριση και των δεξιών αστικών κομμάτων στη βουλή και της γερουσίας. Μόνο λίγοι βουλευτές του ΡΤ τόλμησαν να καταψηφίσουν αυτό το νομοσχέδιο η υιοθέτηση του οποίου σηματοδότησε το οριστικό τέλος του ΡΤ ως πραγματικού αντιπροσώπου της εργατικής τάξης και των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.
Ο Λούλα είχε υποσχεθεί να φροντίσει για όλους τους πεινασμένους, ώστε να έχουν να φάνε (σχέδιο “Fame Zero”). Πραγματικά, τα δάνεια για το «πρόγραμμα ενάντια στην πείνα», που είχαν ανέρθει στα 575 εκ. ευρώ το 2003, μειώθηκαν στα 134 εκ. ευρώ φέτος! Η βραζιλιάνικη οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση. Ένα εκ. θέσεις εργασίας χάθηκαν το 2003. Μια μελέτη του ιδρύματος «GetulioVargas» (Ρίο ντε Ζανέιρο) εκτιμάει ότι ένας (1) στους τρεις (3) Βραζιλιάνους ζει με όχι πάνω από ένα δολάριο την ημέρα.
Αποφασιστικής σημασίας για την κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας θα ήταν η ενεργητική προώθηση και επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης, αφού μόνο 26.000 μεγαλογαιοκτήμονες, το 1% όλων των ιδιοκτητών γης, κατέχουν το 46% της γης και το 20% των 178 εκ. κατοίκων κατέχει το 90% της γης, ενώ το φτωχότερο 40% κατέχει μόνο το 1% της γης, την ίδια στιγμή που 4,6 εκ. οικογένειες ακτημόνων ζουν χωρίς γη. Ο M. Rossetto, υπουργός για την αγροτική ανάπτυξη και μέλος της ομάδας DS (Democracia Socialista) μέσα στο ΡΤ, εκτιμάει ότι 55.000 ιδιοκτησίες γης, που καλύπτουν 120 εκ. εκτάρια, πρέπει να χαρακτηριστούν μη παραγωγικές κι έτσι, σύμφωνα με το νόμο, θα πρέπει να απαλλοτριωθούν. Με τον τρόπο αυτό 3 εκ. οικογένειες θα μπορούσαν να αποκτήσουν γη. Αυτό θα ήταν ταυτόχρονα μια σχετικά φτηνή και αποτελεσματική επένδυση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Το κίνημα των ακτημόνων χωρίς γη, το MST, είχε αποδεχθεί μετά από διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση το μετριοπαθή στόχο να εγκατασταθούν 400.000 οικογένειες στα 3 χρόνια 2004-6, δημιουργώντας έτσι 2 εκ. θέσεις εργασίας κι έμμεσα ακόμα περισσότερες. Κι όμως, παρ’ όλες τις υποσχέσεις της κυβέρνησης, το 2003 μόνο 14.000 οικογένειες πήραν ένα κομμάτι γη, ενώ το 2004, από το Γενάρη μέχρι το Μάη, μόνο 7.000 οικογένειες εγκαταστάθηκαν.
Έτσι οι καταλήψεις, που τον Απρίλη έφτασαν στο πρώτο τους αποκορύφωμα, εξακολουθούν να αποτελούν ουσιαστικά το μόνο δρόμο για τις αγροτικές οικογένειες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Το 2003 ο αριθμός των αγροτών που δολοφονήθηκαν από τις πληρωμένες συμμορίες μισθοφόρων των τσιφλικάδων αυξήθηκε από 43 (2002) σε 72. Ωστόσο, ο υπουργός Rossetto δήλωσε το Ιούλη 2003: «Δε θα ανεχθούμε καμία βίαιη διαδήλωση από όπου κι αν προέρθει, από αυτούς χωρίς γη ή από τις ένοπλες δυνάμεις των τσιφλικάδων.» Στα περασμένα 20 χρόνια του «επανεκδημοκρατισμού» της Βραζιλίας συνολικά 1671 αγρότες δολοφονήθηκαν σε συγκρούσεις, σε λιγότερο από 10 περιπτώσεις οι δολοφόνοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.
Η κυβερνητική πολιτική παραμένει προσανατολισμένη στα συμφέροντα της αγροτικής βιομηχανίας και την εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων. Γι’ αυτό η κυβέρνηση, αντίθετα με τις προεκλογικές υποσχέσεις της, δε δίστασε να επιτρέψει την καλλιέργεια μεταλλαγμένων προϊόντων. Ο J.P. Stedile, ηγετικό στέλεχος του MST, γράφει: «Οι ιδιοκτησίες με πάνω από 1000 εκτάρια απασχολούν μόνο 600.000 μισθωτούς και κατέχουν μόνο το 5% του συνόλου των τρακτέρ. Οι μικρές ιδιοκτησίες απασχολούν 13 εκ. μέλη των οικογενειών όπως και 1 εκ. μισθωτούς που διαθέτουν το 52% των τρακτέρ. Η αγροτική βιομηχανία εξασφαλίζει τα κέρδη μιας μειοψηφίας, δηλαδή των μεγαλογαιοκτημόνων, που συγκεντρώνονται στις μονοκαλλιέργειες για την εξαγωγή όπως το έκαναν καθ’ όλη την εποχή του αποικισμού.» (2) Η κυβερνητική πολιτική στον αγροτικό τομέα πρέπει ήδη να χαρακτηριστεί ως αποτυχημένη.
Η Heloisa Helena επισημαίνει ότι «αυτή η ανοιχτά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση χρησιμοποιεί 60% του κρατικού προϋπολογισμού» για την αποπληρωμή των εξωτερικών χρεών «αυξάνοντας αυτό το μερίδιο κατά 40% σε σύγκριση με τις πληρωμές της προηγούμενης (δεξιάς) κυβέρνησης του F.H. Cardoso» (3), ενώ η κυβερνητική πολιτική στους τομείς αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στις μεγάλες πόλεις, της υγείας και της παιδείας είναι ανύπαρκτη. Η κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει τέσσερις τράπεζες. Τα επιτόκια είναι από τα ψηλότερα του κόσμου (10,5%) για να προσελκύσουν κερδοσκοπικά κεφάλαια. Εξάλλου η κυβέρνηση άρχισε να εμπλέκεται σε σκάνδαλα διαφθοράς όπως πρόσφατα στη λεγόμενη υπόθεση Waldomiro.Παρά την πλήρη υποταγή της κάτω από τις υπαγορεύσεις της άρχουσας τάξης, παρά τη σχεδόν απόλυτη απουσία πραγματικών μεταρρυθμίσεων προς όφελος των εργαζομένων και παρά τη σάπια στασιμότητα των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών η κυβέρνηση εξακολουθεί να προπαγανδίζει ότι το έργο της βρίσκεται δήθεν σε «μεταβατική περίοδο» και ότι οι πραγματικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις θα πραγματοποιηθούν αργότερα. Η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΡΤ χρησιμοποιούν την επιρροή τους στο κόμμα, στα συνδικάτα (CUT), αλλά και στα κοινωνικά κινήματα, για την επιβολή της δυνατότερης σταθερής «κοινωνικής ειρήνης».
Η έρπουσα μεταμόρφωση του ΡΤ
Το ΡΤ γεννήθηκε το 1979 στους αγώνες ενάντια στη δικτατορία. Αφού δεν ήταν επιβαρημένο με τις παραδόσεις του σοσιαλδημοκρατικού ή του σταλινικού ρεφορμισμού, έτρεφε για πολλά χρόνια τις ελπίδες των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και πέρα από τα σύνορά της στη Λατινική Αμερική κι όλο τον κόσμο. Η «Διακήρυξη των αρχών του ΡΤ» διαβεβαίωνε: «Το ΡΤ αρνείται να αποδεχθεί στις γραμμές του οποιουσδήποτε αντιπροσώπους των τάξεων των εκμεταλλευτών. (…) Το ΡΤ είναι ένα κόμμα χωρίς αφεντικά.» Με το πέρασμα των χρόνων όμως, οι προγραμματικές βάσεις του ΡΤ άρχισαν να γίνονται αμφιλεγόμενες και οι πρώτες παραχωρήσεις στην επιβλητική πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος έγιναν αισθητές. Η γενική παγκόσμια κρίση του εργατικού κινήματος και της διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών, ιδιαίτερα με την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων στα 1989-91, δεν άφησε ανεπηρέαστη την πορεία του ΡΤ.
Στο κομματικό συνέδριο του 1991 ο «σοσιαλισμός» ορίστηκε ως συνδυασμός του «κρατικού σχεδιασμού και μιας αγοράς με κοινωνικό προσανατολισμό» όπου το κράτος ελέγχει και ρυθμίζει την οικονομία «μέσω των δικών του επιχειρήσεων, των μηχανισμών ελέγχου πάνω στο σύστημα χρηματοδότησης, μέσω της πολιτικής της επιβολής των τιμών, των δανείων, μέσω της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και της προστασίας των καταναλωτών, των μισθωτών και των μικρών ιδιοκτητών.» Η ιδέα του αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών μάλλον δε χωράει σε αυτό το μοντέλο «κρατικού σοσιαλισμού».
Στη δεκαετία του ’90 η αστική τάξη ξεκίνησε να ενσωματώνει το ανερχόμενο ΡΤ στη διοίκηση των δήμων και των πολιτειών με σκοπό να το εξημερώσει και να το οδηγήσει στο δρόμο της ταξικής συνεργασίας. Από το 1988 το ΡΤ κατάφερε να κατακτήσει 39 δημαρχεία, ακόμα και μεγάλων πόλεων, μεταξύ τους και του Σάο Πάολο. Με τον τρόπο αυτό, πολλά στελέχη του ΡΤ και της CUTενσωματώθηκαν σταδιακά στις δομές του αστικού κράτους. Στο 11ο συνέδριο του ΡΤ το 1997 ήδη 60% των αντιπροσώπων ήταν «επαγγελματίες πολιτικοί», δηλαδή κάτοχοι κάποιων πόστων στο μηχανισμό του κράτους, του κόμματος ή άλλων μαζικών οργανώσεων, ενώ το 1991 ήταν μόνο 28,8%.
«Με τους 185 δήμαρχους και 2485 δημοτικούς συμβούλους που εκλέχθηκαν το 2000 (…) όλο και περισσότεροι ηγέτες και στελέχη του κόμματος έγιναν άμεσα εξαρτημένοι από τους κρατικούς θεσμούς ή από το ΡΤ: Βουλευτές, μέλη τοπικών κυβερνήσεων, σύμβουλοι (…), υπεύθυνοι για τη διοίκηση, μόνιμοι υπάλληλοι του ΡΤ ή της CUT. Ανάμεσα στα στελέχη της βάσης που καταγράφηκαν το 1997 στους δήμους, το 25% αμείβονταν με το 10πλάσιο έως 15πλάσιο του ελάχιστου μισθού (που σήμερα ανέρχεται σε 260 ριάλ, δηλαδή λιγότερο από 100 ευρώ), ενώ μόνο το 2% των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης αμείβονταν με ποσό λιγότερο του βασικού μισθού. Από ένα κόμμα, που οργάνωνε και πρωτοστατούσε τους αγώνες, το ΡΤ μετατράπηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο σ’ ένα κόμμα της διαχείρισης και του συμβιβασμού, που αποσκοπεί στο να βελτιώσει το κράτος και τον καπιταλισμό, κι όχι να τα ανατρέψει.» (4)
Η αριστερή, επαναστατική πτέρυγα του κόμματος περιθωριοποιήθηκε όλο και περισσότερο, ίσως χωρίς να το αντιληφθεί και η ίδια και, ακόμα χειρότερα, πολλά στελέχη της δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να αντισταθούν σ’ αυτήν την εξέλιξη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαδικασία που είναι καλά γνωστή από την ιστορία των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων πριν από το 1914. Η καθημερινή κοινοβουλευτική και διοικητική ρουτίνα μετριάζει βαθμιαία τις ριζοσπαστικές, μαρξιστικές και ανατρεπτικές επιδιώξεις του κόμματος και των συνδικάτων και έτσι μετατρέπονται, παρά την εργατική βάση τους, σε «ρεφορμιστικά» όργανα του καπιταλιστικού συστήματος.
Αφού η ηγετική ομάδα του ΡΤ γύρω από το Λούλα αρκετά χρόνια πριν το 2002 είχε συνάψει ειρήνη με το εγχώριο και το διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο, καθιστώντας σαφές ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνηση δε θα ερχόταν σε σύγκρουση μαζί του, η ίδια η αστική τάξη υποστήριξε την υποψηφιότητα του Λούλα σε μια περίοδο σχετικής ύφεσης του ταξικού αγώνα. Η στάση αυτής της ηγετικής ομάδας και η μετάβασή της από έναν κάπως «αριστερό» ρεφορμισμό στον κυβερνητικό «σοσιαλφιλευθερισμό» βέβαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «προδοσία» αλλά είναι αναμφισβήτητο ότι η νίκη του Λούλα και η άνοδος του στην εξουσία βασίστηκαν ακριβώς στην προηγούμενη συνθηκολόληγησή του με την αστική τάξη.
Κάτω από τις σημερινές συνθήκες της σε παγκόσμια κλίμακα προχωρημένης καπιταλιστικής κρίσης η προσφυγή των κυβερνώντων ρεφορμιστικών κομμάτων σε μια πολιτική πραγματικών μεταρρυθμίσεων(κι όχι των αντιμεταρρυθμίσεων που ζήσαμε από τις αρχές ’80 μέχρι σήμερα) αποκλείεται και δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή. Γι’ αυτό δε φταίει η ανικανότητα ή η «κακή θέληση» του Λούλα αλλά η ίδια η πραγματικότητα του κυρίαρχου συστήματος. Με αυτήν την έννοια δεν έχει άδικο ο Mantega, ένας από τους κύριους συμβούλους του Λούλα όταν το Νοε. 2002 επεσήμανε: «Το ΡΤ είναι ένα κόμμα της σύγχρονης Αριστεράς και μοιάζει με το γαλλικό Σ.Κ., το αγγλικό Εργατικό Κόμμα ή την ιταλική Αριστερά. (…) Ο σοσιαλισμός είναι σήμερα κάτι εντελώς αόριστο, δεν υπάρχει πια. Θέλουμε έναν πιο αποτελεσματικό κι επομένως πιο ανθρωπιστικό καπιταλισμό.»
Αν χρειαζόταν μια ακόμη επιβεβαίωση για την ορθότητα της αντίληψης του επαναστατικού μαρξισμού, η οποία διαμορφώθηκε με τη συνθηκολόγηση των κομμάτων της Β’ Διεθνούς πριν και μετά το 1914 και από τότε επαληθεύθηκε σε όλες τις κρίσιμές στιγμές του 20ού αιώνα, ότι δηλαδή κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να υπηρετεί ταυτόχρονα τα συμφέροντα τόσο της αστικής τάξης όσο καιτων εργαζομένων, αλλά κάθε τέτοια προσπάθεια αναπόφευκτα οδηγεί στην πολιτική υποταγή της εργατικής τάξης στη δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, η σημερινή βραζιλιάνικη εμπειρία θα ήταν το πιο πειστικό παράδειγμα για αυτήν την άποψη.
Καμία διαχείριση της καπιταλιστικής κοινωνίας ή του κράτους δεν μπορεί να είναι ευνοϊκή για τους εργαζομένους. Ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης μιας ανεξάρτητης ταξικής πολιτικής, το ΡΤ έχει μεταβληθεί σε «μεταδοτικό ιμάντα» της μπουρζουαζίας.
Η αναγκαιότητα και η ίδρυση του νέου κόμματος P–SOL
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ίδια η οικονομική και κοινωνική κατάσταση άρχισε να αποκαλύπτει την αβασιμότητα των υποσχέσεων της κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΡΤ. Πέρυσι οι δημόσιοι υπάλληλοι απέργησαν ενάντια στον αντιδραστικό συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο, φέτος οι αγρότες του MST δείχνουν έτοιμοι για μια νέα καμπάνια και μερικοί ινδιάνικοι λαοί ξεκίνησαν να αγωνίζονται για την υπεράσπιση των εδαφών τους. Η πίεση της βάσης των συνδικάτων, του MST, του κινήματος των άστεγων κι άλλων συνεχώς ενδυναμώνεται.
Η ηγετική ομάδα του Λούλα διέγραψε το Δεκέμβριο του 2003 την Ηeloisa Helena, μια από τις δημοφιλέστερες μαχήτριες και ηγέτιδες της εργατικής και λαϊκής αντίστασης και άλλους τρεις βουλευτές αφού αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης. Οι διαγραμμένοι απάντησαν αμέσως με μια πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος. Στις 5./6. Ιούνη 750 αντιπρόσωποι 8000 μελών ίδρυσαν στην Μπραζίλια το P–SOL (Κόμμα Σοσιαλισμός και Ελευθερία) με τη συμμετοχή και πολλών γνωστών διανοουμένων που είχαν αποχωρήσει από το ΡΤ. Το νέο κόμμα, υπερασπιζόμενο τις ιδρυτικές αρχές και εξοπλισμένο με τις εμπειρίες και τα διδάγματα της «σοσιαλφιλελεύθερης» μεταβολής του ΡΤ, θα αφοσιωθεί στην προώθηση των κοινωνικών αγώνων και προσφέρει μια εναλλακτική λύση στους μαχητές που απογοητεύτηκαν από το ΡΤ.
Η πρόκληση είναι μεγάλη αν και οι στόχοι του νέου κόμματος δε θα είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν. Ένα μέρος του ρεύματος που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αντικαπιταλιστική Αριστερά», παραμένει στο ΡΤ ακόμα ελπίζοντας στην αλλαγή της κυβερνητικής πορείας. Η DS, μια από τις πιο σημαντικές ομάδες της αριστερής πτέρυγας του ΡΤ και όντας το βραζιλιάνικο τμήμα της 4ης Διεθνούς, δεν είναι πια σε θέση να προχωρήσει με μια ενιαία πολιτική γραμμή, αφού η πλειοψηφία της εξακολουθεί να στηρίζει την κυβέρνηση, έστω και με κάποιες κριτικές εκτιμήσεις, αλλά και να συμμετέχει με μερικά στελέχη της όπως τον υπουργό Rossetto, σε αυτήν, ενώ πρόσφατα εμφανίστηκε μέσα στη DS η ανοιχτή φράξια «Κόκκινη Ελευθερία», μέλος της οποίας είναι και η Heloisa Helena που ανήκει στην ηγεσία του νέου κόμματος P–SOL.
Το σημερινό δίλημμα της DS προέκυψε από τα λάθη που έγιναν σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε της εκλογικής νίκης του Λούλα. Η DS παρέλειψε να εκτιμήσει σωστά τη σταδιακή ενσωμάτωση στελεχών του ΡΤ στους θεσμούς της τοπικής διοίκησης και, σ’ ένα βαθμό, πήρε μέρος σε αυτήν τη διαδικασία. Ο απόλυτα ρεφορμιστικός προσανατολισμός της ηγετικής ομάδας του Λούλα ήταν γνωστός χρόνια πριν το 2002. Σε αυτήν την κατάσταση η DS θα έπρεπε να κάνει μια στροφή και να προετοιμαστεί για μια συνεπή αντιπολίτευση ενάντια στην κομματική ηγεσία, ειδικά στην προβλέψιμη περίπτωση μιας εκλογικής νίκης του Λούλα. Δυστυχώς όμως, η DS άφησε να παρασυρθεί από το πλειοψηφικό ρεύμα των ψηφοφόρων φοβούμενη ότι το τεράστιο πλήθος των υποστηρικτών του ΡΤ «δε θα μπορούσε να κατανοήσει» μια πραγματικά αντιπολιτευόμενη στάση.
Έτσι η πλειοψηφία της DS έπεσε ακόμα και στην παγίδα να συμμετάσχει στην από την πρώτη στιγμή ουσιαστικά αστική κυβέρνηση του Λούλα και ήρθε έτσι με τραγικό τρόπο σε ρήξη τόσο με τις ιδρυτικές αρχές του ΡΤ όσο και με τη μαρξιστική αντίληψη για το κράτος. Επείγουσα υποχρέωση της DS θα ήταν τώρα να βγάλει, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, τα αναγκαία συμπεράσματα από την λανθασμένη πορεία της και να υιοθετήσει μια στάση ξεκάθαρης και σκληρής αντιπολίτευσης ενάντια στην κυβέρνηση και την κομματική ηγεσία.
Σημαντικός στόχος της «Κόκκινης Ελευθερίας» και του P–SOL θα είναι, βέβαια, να χτίσει γέφυρες σε όλους τους ειλικρινείς μαχητές του ΡΤ και να τους βοηθήσουν να ξαναβρούν το δρόμο των αγώνων και της ταξικής ανεξαρτησίας. Η γενική κατάσταση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς παραμένει περίπλοκη. Η αποτυχία του ΡΤ ως σχεδίου της κοινωνικής απελευθέρωσης αναμφίβολα έκανε μεγάλη ζημιά στις ελπίδες των ανθρώπων για τη δυνατότητα μιας βασικής αλλαγής των συνθηκών. Η Heloisa Helena επισημαίνει ότι η δυσπιστία είναι παντού αισθητή, και όπου και να πάνε οι αντιπρόσωποι του P–SOL, οι φτωχότεροι τους ρωτάνε: «Ποια εγγύηση μπορείτε να μας δώσετε ότι αυτό το νέο κόμμα δε θα ξεκινήσει να προδίδει όταν καταφέρει να ανέβει στην εξουσία;» (5)
Η αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά είναι διαιρεμένη. Εκτός απ’ αυτούς που έμειναν στο ΡΤ και τους άλλους που ίδρυσαν το P–SOL υπάρχει και η Ακροαριστερά που εδώ και χρόνια βρίσκεται έξω από το ΡΤ, κυρίως το PSTU, μια οργάνωση «μορενικής» προέλευσης που το 1991 είχε διαγραφεί από το ΡΤ. Όμως το PSTU δεν επιτρέπει την ύπαρξη τάσεων μέσα στις γραμμές του, που σημαίνει ότι η κατανόηση της ηγεσίας του για τη δημοκρατική λειτουργία μιας επαναστατικής οργάνωσης (ή «του κόμματος») είναι ακόμα αρκετά περιορισμένη.
Όπως και να έχει η σημερινή κατάσταση, στο κύμα νέων αγώνων, που όπως όλα δείχνουν επίκειται, όλες οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού θα πρέπει να επιδιώξουν, όσο το δυνατό περισσότερο από κοινού, μια νέα πολιτική, προγραμματική και οργανωτική ανασύνθεση και να δώσουν μια σαφή πολιτική έκφραση στους αγώνες και στην αυτοοργάνωση ιδιαίτερα των απόκληρων και πιο αδικημένων στρωμάτων των εργαζομένων όπως και των καταπιεσμένων εθνοτήτων.
Οι εξελίξεις στη Βραζιλία θα εξακολουθήσουν να έχουν τεράστια σημασία για όλη τη Λατινική Αμερική, όλο το νότιο ημισφαίριο, όλο το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα όπως και για την επαναστατική Αριστερά των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων της Αμερικής και της Ευρώπης.
Ανδρέας Κλόκε
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) G. Foley, Growing challenges in Brazil to Lula’s pro-capitalist policies, in: Socialist Action (USA), May 2004
2) Joao Pedro Stedile, Les raisons d’ une mobilisation des payans sans terre, À l’ encontre, Ιούνης 2004
3) Heloisa Helena, Face à l’ alignement de Lula, συνέντευξη στη Rouge, 27-05-04
4) Sophie Candela, Face aux nouveaux défis posés aux révolutionnaires, quels enseignement tirer de l’ expérience brésilienne?, σε: Débat militant, 19-05-04
5) Βλ. (3)
[…] Βραζιλία: Το σοσιαλφιλελεύθερο αδιέξοδο της κυβέρνηση… […]
[…] [for the greek original] […]