του Γιάννη Γκολφινόπουλου
Η κρίση στο ΣΥΡΙΖΑ
Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν… (την Αντικαπιταλιστική αριστερά)
Το τέλος των αυταπατών;
Η κατάληξη του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μια εξαιρετικά «ανώμαλη προσγείωση» για ολόκληρο το φάσμα των συλλογικοτήτων της αντικαπιταλιστικής (όχι βέβαια μόνο αυτής) αριστεράς που στήριξε τις ελπίδες της σ’ αυτόν, γι’ αυτό και η επόμενη μέρα αποκάλυψε καθαρά τα σημάδια μιας σοβαρής κρίσης προσανατολισμού όλου αυτού του χώρου. Είναι προφανές πως αυτή η κρίση είναι στρατηγικού χαρακτήρα μιας και βρίσκεται στο κέντρο της συζήτησης για τις δυνατότητες πολιτικής συγκρότησης και έκφρασης της ριζοσπαστικής πτέρυγας των κινημάτων, συζήτηση που δεν είναι χαρακτηριστικά «ελληνική», αλλά «διεθνής», σχετιζόμενη με ανάλογες διεργασίες που οδήγησαν και στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Μόνιμος κόμβος στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας γύρω απ’ το ΣΥΡΙΖΑ μα και γύρω απ’ τις ανάγκες που αναδεικνύει η συγκυρία είναι η Ανασύνθεση και η Ενότητα της Αριστεράς. Οι όροι αυτοί μέσα απ’ την ακατάσχετη και «χαλαρή» χρήση τους απέκτησαν το χαρακτήρα μιας ομπρέλας που καλύπτει τις πιο διαφορετικές απόψεις και τα πιο διαφορετικά σχέδια. Όπως συμβαίνει και με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ανάγκη να υποβληθούν οι ίδιες σε κριτική, πράγμα που σημαίνει πως δεν πρέπει να θεωρούμε πως έχουν έναν αυτονόητα θετικό χαρακτήρα.
Χύθηκε πραγματικά πολύ μελάνι για να περιγραφεί η πορεία αποσύνθεσης του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε αντιληπτή στο «χώρο» ως αποτέλεσμα της απαράδεκτης πολιτικής συμπεριφοράς της ηγεσίας του Συνασπισμού, που «αθέτησε τις υποσχέσεις της», φέρθηκε «ηγεμονίστικα», «μιντιολάγνα», «μικροκομματικά», κλπ. Δεν τίθεται κανένα ζήτημα να αμφισβητήσει κανείς πράγματα που είναι οφθαλμοφανή, το ζήτημα είναι να κατανοήσει την αποτυχία με τρόπο που να του επιτρέπει να σχεδιάσει ένα μέλλον διαφορετικό. Στην περίπτωση αυτή σημαίνει να προχωρήσει πέρα απ’ την καταγγελία των «συμπεριφορών» που πρυτανεύσανε και να δει τους όρους που οδήγησαν σ’ αυτές και τις κατέστησαν κυρίαρχες. Αν το πρόβλημά των πολιτικών επιλογών αποτελεί στιγμή στον αγώνα για την ανάδυση πολιτικών υποκειμένων ανταγωνιστικών στον καπιταλισμό, αν είναι δηλαδή πρόβλημα που αφορά την επαναστατική στρατηγική σήμερα -και μόνο ως τέτοιο μας ενδιαφέρει- τότε πρέπει να ασχοληθούμε κάπως λιγότερο με το ΣΥΝ και κάπως περισσότερο με τον τρόπο που πολιτεύθηκαν οι αντικαπιταλιστικές συλλογικότητες που στήριξαν το εγχείρημα.
Είναι προφανές πως δεν μπορεί κάποιος να δει το ζήτημα σχηματικά και να επαναλάβει τελετουργικά πως ποτέ και πουθενά δεν πρέπει να συνεργαζόμαστε με τους ρεφορμιστές, κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως τους χαρίζει εκ προοιμίου τη δυνατότητα να ασκούν ηγεμονική επιρροή στη συνείδηση και τους αγώνες των καταπιεσμένων. Αυτό όμως που είναι πάντοτε αναγκαίο είναι να έχουμε εμείς συνείδηση τηςπολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα σχέδια των αντικαπιταλιστών και των ρεφορμιστών. Σε αντίθετη περίπτωση, βάζουμε πλάτη για την ενίσχυση του ρεφορμισμού, ακόμα και με τις καλύτερες των προθέσεων, και δεν αρκεί καθόλου (ποτέ δεν αρκούσε άλλωστε) να απαντά κάποιος στο παλαιό ερώτημα ότι είναι με την επανάσταση. Το πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ αφορά την ίδια του την πολιτική συγκρότηση και το να κεντράρει κανείς σε «συμπεριφορές» συσκοτίζει αυτό ακριβώς που θα έπρεπε κατά κύριο λόγο να εξετάσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε όντως μια εκδοχή ανασύνθεσης και ενότητας της Αριστεράς, με την έννοια ότι ανέδειξε την δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα πολιτικό σχέδιο συνύπαρξης του Συνασπισμού με άλλους χώρους, ορισμένοι εκ των οποίων εντάσσονται στην αντικαπιταλιστική αριστερά, που να αντλεί την δυναμική του από την υπαρκτή και στην Ελλάδα σχετική άνοδο των κινημάτων (γι’ αυτό και δεν είναι σώφρον να θεωρεί κανείς την υπόθεση οπωσδήποτε τελειωμένη). Κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι ευνοεί την ενίσχυση της παρέμβασης και την πολιτική απεύθυνση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, το αντίθετο μάλιστα.
Η πολιτική ενότητα που επιτεύχθηκε στο εσωτερικό αυτού του εγχειρήματος σφραγίστηκε, και δεν μπορούσε παρά να σφραγιστεί, από την αδιαφιλονίκητη ηγεμονία του ΣΥΝ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε αντιληπτός -πράγμα που ίσχυε άλλωστε-, ως συνεργασία του ΣΥΝ με κάποιους, λίγο πολύ άγνωστους εταίρους. Η αριστερότερη φρασεολογία του, συμπαθής σε ένα κομμάτι αριστερών ψηφοφόρων, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αρκετή για να τροποποιήσει την πιο πάνω εικόνα. Αυτό όμως έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις πάνω στην αντίληψη που είχαν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που ενεπλάκησαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε καμιά τομή, καμιά ρήξη στο πολιτικό συνεχές του ρεφορμισμού στην Ελλάδας. Δεν αμφισβητήθηκε καμιά απ’ τις κεντρικές επιλογές του ΣΥΝ, κάτι που μερικούς μήνες αργότερα έγινε καταφανές ακόμα και στον πιο δύσπιστο «αντισεκταριστή». Η οργανική του ένταξη στο Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα του Μπερτινότι αποκρυσταλλώνει και την κατεύθυνση αυτού του κόμματος σε μια σειρά από κεντρικά για την έκβαση της ταξικής πάλης σε όλη την Ευρώπη ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα μιλάμε για την αποδοχή του εγγενώς προοδευτικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένώσης και των θεσμών του ευρωπαϊκού πρωτο-κράτους που οικοδομούν τα αφεντικά. Ο ορίζοντας της πάλης είναι για ένα Σύμφωνο Σταθερότητας με κοινωνικό χαρακτήρα, για μια κοινωνική Κεντρική Τράπεζα, για έναν καπιταλισμό με οικολογικές ευαισθησίες, για έναν «καλό» Ευρωπαϊκό Στρατό και διάφορα άλλα παραμύθια για μικρά παιδιά. Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά μια αναδυόμενη πρόταση για τη διαχείριση της εξουσίας και των αντιστάσεων στις σημερινές συνθήκες και είναι η κάθε φορά συγκεκριμένη πάλη γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα που διαμορφώνει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη ρεφορμιστική και αντικαπιταλιστική στρατηγική, όχι κάποιος αφηρημένος αντικαπιταλιστικός λόγος. Καμιά απ’ αυτές τις επιλογές του ΣΥΝ δεν αμφισβητήθηκε έμπρακτα, όσο «αριστερές» -αν και πολύ προσεκτικά διατυπωμένες- και αν ήταν οι διακηρύξεις που υπέγραφε. Στο κάτω-κάτω το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι το τι γράφεται σ’ ένα χαρτί.
Υπερτιμήθηκε λοιπόν η περιβόητη αριστερή στροφή του ΣΥΝ αλλά και η δυνατότητα των «συμμάχων» να βαρύνουν στην πλάστιγγα και να χρωματίσουν τις εξελίξεις. Η θεωρητικοποίηση αυτής της μετατροπής του κρέατος σε ψάρι ήταν ολοφάνερη σε επιχειρήματα του τύπου «να ενισχύσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, να μπει στη βουλή γιατί αν μείνει εκτός, θα πάρουν κεφάλι οι δεξιοί» κλπ. Όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν καθόλου ανάγκη να «πάρουν κεφάλι οι δεξιοί», η δεξιά στροφή μπορούσε να γίνει μια χαρά και από την «αριστερή» του ηγεσία.
Ο πραγματισμός που κυριάρχησε στη συζήτηση για τον ΣΥΡΙΖΑ έτεινε να αντιμετωπίζει τον ΣΥΝ σαν ένα λίγο πολύ παχύρρευστο μόρφωμα που ανάλογα με τις πιέσεις θα μπορούσε να αλλάζει σχήμα και έτσι, χωρίς πολλά-πολλά θα περνούσε από τον αστερισμό της κεντροαριστεράς σ’ αυτόν της «ριζοσπαστικής» αριστεράς. Δυστυχώς για όλες αυτές τις απόψεις, τα πράγματα φανερώθηκαν να είναι κάπως διαφορετικά και είναι ανάγκη να εγκαταλειφθούν οι αναλύσεις της στιγμής, που εξετάζουν το παρόν σαν κάτι κάθε φορά ολοκαίνουριο, που γεννιέται με παρθενογένεση, χωρίς κάποια σχέση μ’ ό,τι προϋπήρξε. Ο ΣΥΝ παραμένει ένα κόμμα ρεφορμιστικό, ενταγμένο οργανικά στο αστικό πολιτικό σύστημα και υλικά εξαρτημένο απ’ το αστικό κράτος. Είναι προφανές πως χωρίς αυτή τη συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση της εξουσίας πολύ δύσκολα η ηγετική του γραφειοκρατία θα διατηρούσε τη συνοχή της. Ας μην της αποδίδουμε λοιπόν πολιτικά χαρακτηριστικά που δεν έχει. Το πέρασμα απ’ τα «αγωνιστικά» σποτάκια με εικόνες απ’ τη Γένοβα, σ’ αυτά που αναπλάθουν την πολιτική με όρους παρκαρίσματος (τελικά πάντως «βρήκε»), είναι εντελώς κατανοητά για ένα κόμμα που εκ της θέσεώς του πρέπει να συνδιαλέγεται με την κοινωνική διαμαρτυρία και να την ενσωματώνει ομαλά στους θεσμούς του αστικού κράτους. Σ’ αυτά δεν υπάρχει κάτι το ριζικά καινούριο, εκτός απ’ τις πραγματιστικές αυταπάτες ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Το άλλο κομμάτι αυτής της προβληματικής για την Ανασύνθεση, σχετίζεται μ’ ένα κάποιο φαντασιακό για τις δυνατότητες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με μιαν εκτίμηση ότι για την υπόθεση αρκεί πάνω κάτω η σύλληψη ενός μεγαλόπνοου σχεδίου και οι σωστές σχέσεις, η σωστή τοποθέτηση μέσα στη γεωγραφία της ελληνικής αριστεράς. Θα ήταν ανόητο βέβαια να τα υποτιμήσει κανείς όλα αυτά, είναι όμως τραγικό έλλειμμα να μην βλέπουμε πως αυτό που είναι αποφασιστικό για να γονιμοποιηθούν όλες οι παραπάνω πτυχές είναι μια διακριτή πολιτικά και κοινωνικά αντικαπιταλιστική αριστερά.
Η πολιτική πάλη παίρνει το πραγματικό της νόημα όταν την αντικρίσουμε σαν πεδίο που ξεδιπλώνονται σχέσεις ισχύος. Χωρίς αυτή τη διάσταση οι ήττες και οι αποτυχίες παραμένουν ουσιαστικά ακατανόητες σαν ξαφνικές καταστροφές εκεί που όλα πήγαιναν καλά. Μόνο αν εγκαταλείψουμε αυτό το βλέμμα πάνω στο ζήτημα, γίνονται αποφασιστικές οι απαράδεκτες «συμπεριφορές» των στελεχών και της ηγεσίας, που σημαίνει ότι με καλύτερες συμπεριφορές -χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά κάτι άλλο- μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Αντίθετα, αν ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν κατορθώσει να συντονιστεί με όρους πολιτικής ανεξαρτησίας απ’ το ρεφορμισμό, αν δεν κινηθεί στην κατεύθυνση της επεξεργασίας μιας διακριτής πολιτικής προοπτικής για τους αγώνες των καταπιεσμένων, σε σύγκρουση με τις επιλογές των αφεντικών, το μόνο που θα καταφέρνει είναι να αποτελεί στήριγμα -σωτήριο, όπως αποδείχτηκε στις εθνικές εκλογές- στα σχέδια του ρεφορμισμού. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να προσδιορίσουμε την ανασύνθεση ως αντικαπιταλιστική και υπ’ αυτή την έννοια να προσεγγίσουμε και την κρίση που όντως διέρχονται ορισμένα κόμματα του ρεφορμισμού. Μακριά απ’ το να μπορούμε να καθορίσουμε εκ των προτέρων ένα ακριβές πλάνο των εξελίξεων, είναι μολαταύτα αναγκαίο να περιγράψουμε τη διαδικασία ως προσπάθεια αποδυνάμωσης του ρεφορμισμού και κερδίσματος τμημάτων που παραμένουν εγκλωβισμένα εντός του σε μια άλλη πολιτική προοπτική. Άρα εναντίον του ΣΥΝ και όχι προς όφελός του.
Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι μακροχρόνια και να βρίσκει τη βάση της στο ρόλο που οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις θα κατορθώνουν να παίζουν στα κινήματα. Έξω απ’ αυτή την προϋπόθεση για ρίζωμα στους αγώνες των καταπιεσμένων, η ανασύνθεση μπορεί να εννοηθεί μόνο ως διεύρυνση και αναβάπτιση των ρεφορμιστικών κομμάτων. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να κερδίσει την αξιοπιστία και την ορατότητά της μέσω τρίτων, κόβοντας δρόμο και μέσα από συμφωνίες επιτελείων. Αυτό το γήπεδο είναι του αντιπάλου της και το παιχνίδι είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.
Η συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ σήμανε τη συνθηκολόγηση με τον κυρίαρχο τρόπο του πολιτεύεσθαι και δεν μπορεί να παριστάνει κανείς τον κατάπληκτο γι’ αυτό. Η οσμή των διαδρόμων και των γραφειοκρατικών μηχανισμών που ανέδυαν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων δεν αποτέλεσαν κάποια «ανωμαλία», αλλά τον «κανονικό», τρόπο με τον οποίο διευθετούνται αυτές οι υποθέσεις και όταν δεν αναγνωρίζεις τίποτα το χυδαίο στη σύνδεση της μάχης της Γένοβας με μια συνάντηση στην κάλπη, τότε υπάρχει και εδώ κάποιο πρόβλημα «συμπεριφοράς» στην καταγγελία που αφορά τα έδρανα της βουλής.
Η ενότητα της Αριστεράς και η Ανασύνθεσή της είναι ένα καπέλο που κρύβει πολλές και διαφορετικές εκπλήξεις απέναντι στις οποίες οφείλουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν έχουμε την «κρίσιμη μάζα» για να μια επιτυχημένη αντικαπιταλιστική ανασύνθεση- αυτός ο στατικός τρόπος αντιμετώπισης της «κρισιμότητας» δεν κάνει άλλο απ’ το να θεωρητικοποιεί το σημερινό αδιέξοδο-, πάντως στις έως τώρα προσπάθειες ευρύτερων ανασυνθέσεων η μάζα σίγουρα δεν ήταν «κρίσιμη». Αυτό που έχει σημασία είναι οι χώροι που αναγνωρίζουν αυτή την αναγκαιότητα να ξεκινήσουν μια ουσιαστική συζήτηση. Μακριά από εύκολες και φαντασμαγορικές αναγνώσεις της συγκυρίας, γιατί δεν υπάρχει κανένας ιστορικός αυτοματισμός που να ευνοεί μόνο εμάς. Η άνοδος των κινημάτων δεν ανοίγει ευκαιρίες μόνο στην επαναστατική αριστερά, ανοίγει επίσης και ένα πεδίο ευκαιριών για την ενίσχυση και την ανανέωση της ρεφορμιστικής στρατηγικής. Αν και είναι γενικά σωστό πως οι ιστορικές ευκαιρίες θα μπορούσαν να ειδωθούν και σαν τρένα που περνούν απ’ το σταθμό και πρέπει να τα προλάβεις, ωστόσο είναι ανάγκη να προσέξεις σε πιο τρένο θα μπεις, γιατί όταν πάρεις λάθος τρένο, κάθε σταθμός είναι λάθος σταθμός.