του Βαγγέλη Κούταλη
Με το που έκλεισαν οι κάλπες στις 7 του Μάρτη, τα ποσοστά των exit polls πιστοποιούσαν ότι άνοιγε μια νέα σελίδα στο πολιτικό σκηνικό της «ισχυρής Ελλάδας». Λίγες μέρες αργότερα το θέαμα των σκληρά εργαζόμενων νέων υπουργών που έφταναν στο γραφείο τους πριν από τις καθαρίστριες αλλά μετά από τους cameramen των τηλεοπτικών καναλιών αποτύπωνε τις πρώτες στιγμές μιας νέας εγχώριας πολιτικής τάξης πραγμάτων: το κράτος είχε ξαναρχίσει «να δουλεύει ρολόι». Μια μεγάλη σχετικά περίοδο σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης είχε κλείσει και οι θώκοι της πολιτικής εξουσίας καταλαμβάνονταν ξανά από τα στελέχη ενός κόμματος που τα τελευταία χρόνια, με την συνδρομή αδρά αμειβόμενων επικοινωνιολόγων, φιλοτεχνούσε το προφίλ του ως «μετριοπαθές» κόμμα αξιόπιστων και έντιμων προσώπων με «όρεξη για δουλειά», ή άλλοτε ως «φιλελεύθερη» παράταξη «του μεσαίου χώρου» που θα μεριμνήσει για «όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες». Στην πραγματικότητα, αυτό που επισφραγίστηκε την νύχτα των εκλογών ήταν η επάνοδος στο κέντρο της πολιτικής σκηνής ενός από τα πιο συντηρητικά και εθνικιστικά κόμματα της ευρωπαϊκής δεξιάς με ό,τι αυτή η επάνοδος προϋποθέτει ή συνεπάγεται στους ρυθμούς της ταξικής πάλης, στο επίπεδο των πολιτικών πρακτικών των κυρίαρχων τάξεων, στην ίδια την μορφή του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους.
Δεν πρόκειται απλώς για μια εναλλαγή διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας. Αν η σοσιαλδημοκρατία είχε ήδη προχωρήσει αρκετά στον δρόμο της μετάλλαξής της σε «υπεύθυνη» πολιτική δύναμη για την διεκπεραίωση της ταξικής πολιτικής κυριαρχίας των καπιταλιστών, η ελληνική Δεξιά επέστρεψε απλώς με άλλα ρούχα, άλλα ενδεχομένως ονόματα, μα διατηρώντας τα παραδοσιακά πολιτικά χαρακτηριστικά της και τις παραδοσιακές κοινωνικές αναφορές της. Η μετάπτωση από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον «Κωστάκη» δεν ήταν μια μετάλλαξη αλλά ένα προϊόν συστηματικού advertising, προορισμένου να καθησυχάζει, να εξοικειώνει, να αντιστρέφει την πραγματικότητα για να την κάνει ανεκτή, λογική και αυτονόητη. Πίσω από την θεαματική φαντασμαγορία του «μεσαίου χώρου» εξακολουθεί να βρίσκεται η παλιά καλή Δεξιά με μικρές προσαρμογές, απαραίτητες για να πέσει επιτέλους το «ώριμο φρούτο» της εξουσίας στα χέρια της, και μάλιστα κατά τρόπο ώστε αυτό να γίνει αντιληπτό από την κοινωνική πλειοψηφία όχι ως επιστροφή σε ένα δυσάρεστο παρελθόν, αλλά ως ανανέωση για ένα ευοίωνο μέλλον. Ο «Κωστάκης», όμως, ηγείται της ίδιας εκείνης παράταξης που αναγόρευσε και τον «Κωνσταντίνο» σε «εθνάρχη». Και η ιστορία αυτής της παράταξης, μακράν από το να είναι μια αφήγηση των πολιτικών αγώνων κάποιων «φιλελεύθερων» μερίδων της αστικής τάξης, συμπίπτει με την ιστορία του ελληνικού αυταρχικού καπιταλιστικού κράτους.
Το κόμμα με την σχεδόν ειρωνική ονομασία «Νέα Δημοκρατία» γεννήθηκε για να διαχειριστεί εξουσία στο μεταπολιτευτικό κράτος του Καραμανλή, ένα κράτος με περιορισμένες πολιτικές ελευθερίες και, αντίστροφα, με ενισχυμένες αρμοδιότητες στο εκτελεστικό του σκέλος, αναβαθμισμένο ρόλο της κρατικής γραφειοκρατίας και τακτική αξιοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών. Για να φέρει εις πέρας την ευθύνη της «ομαλής» μετάβασης στην «δημοκρατία», την αντικατάσταση δηλαδή της στρατιωτικής δικτατορίας από ένα αυταρχικό καπιταλιστικό κράτος, ικανό να αντιμετωπίσει δραστικά στην συγκεκριμένη συγκυρία την κρίση ηγεμονίας στους κόλπους της αστικής τάξης, η ΝΔ στελεχώθηκε ως επί το πλείστον από ένα μισαλλόδοξο, αντι-κομμουνιστικό πολιτικό προσωπικό, που μολονότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί την νομιμοποίηση του ΚΚΕ, δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι η επιστροφή στην αστική νομιμότητα θα μπορούσε να σημαίνει κάτι παραπάνω από την εδραίωση μιας αρχής καταπίεσης, πειθάρχησης και ελέγχου για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και την διασφάλιση της κοινωνικής ισχύος και της πολιτικής ηγεμονίας του μεγάλου, μονοπωλιακού κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το πολιτικό προσωπικό, όταν, μετά το 1981, σταθεροποιήθηκε μια σχετικά λειτουργική αστική δημοκρατία, διευρύνθηκε ο συνασπισμός εξουσίας της αστικής τάξης, και άρχισαν να έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις οι εργατικοί αγώνες στο πεδίο του κράτους, μπόρεσε να ξανακυβερνήσει μόνο μέσω μιας ενορχηστρωμένης επιχείρησης ποινικοποίησης του πολιτικού βίου, μιας από τις πιο ειδεχθείς στιγμές της νεώτερης πολιτικής ιστορίας, αυτής που ανέδειξε σε κεντρικές πολιτικές φυσιογνωμίες δικαστές όπως ο Κόκκινος.
Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος δεν μπορούσε να ενσωματώνει επί μακρόν εκτεταμένα δίκτυα διαπραγμάτευσης με την εργατική τάξη, έστω και αν αυτό σήμαινε ενσωμάτωση της εργατικής γραφειοκρατίας στο κράτος και διευρυμένη συναίνεση στην αστική πολιτική κυριαρχία. Το κράτος των ελλήνων καπιταλιστών όφειλε να παραμείνει εγγυητής μηδενικού κινδύνου για τις σχέσεις πολιτικής ηγεμονίας και ταξικής εκμετάλλευσης, ακόμα κι αν αυτός ο κίνδυνος έπαιρνε την μορφή ενός ηγέτη εργατικού κόμματος, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ορισμένες φορές υπερέβαινε τα εσκαμμένα (του καλού αστού πολιτικού) στην ρητορική του ή σπανιότερα – στις συμφωνίες του με τα συνδικάτα. Αυτή η σύντομη παρένθεση δεξιάς διακυβέρνησης ήταν αρκετή για να διαλύσει κάθε αμφιβολία περί του τι σημαίνει αχαλίνωτη αστυνομική βία (ο Μητσοτάκης τότε δεν είχε καν ενδοιασμούς να τονίζει στους αστυνομικούς ότι «το κράτος είστε εσείς»!!!) βαναυσότητα ως ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης απεργιών (ΕΑΣ, Πειραϊκή-Πατραϊκή, κ.ο.κ.), ρατσιστική επιθετικότητα προς τους ξένους εργάτες (η τότε ελληνική νομοθεσία για την μετανάστευση ήταν ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα του Λεπέν), και κεντρικά σχεδιασμένη εθνικιστική υστερία ως εργαλείο νομιμοποίησης μιας ιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής (τότε που οι παπάδες μάζευαν τους μαθητές σε ορισμένες από τις πλέον πολεμοκάπηλες μαζικές συγκεντρώσεις που έχει γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες η Ευρώπη, για μια υποτίθεται απ’ αρχαιοτάτων χρόνων «ελληνική Μακεδονία»).
Παρά τις συχνές κοινοτοπίες περί «δικομματικής εναλλαγής», στις οποίες αρέσκονται οι γραφειοκρατίες των κομμάτων της αριστεράς, ο κύριος λόγος για τον οποίο το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην κυβέρνηση τα 20 από τα 23 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1981 (από τότε δηλαδή που η αστυνομία και οι δικαστές έπαψαν να είναι οι βασικοί πυλώνες της ελληνικής αστικής δημοκρατίας) είναι η επίγνωση από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, και προπάντων από την εργατική τάξη, ότι η Δεξιά στην εξουσία σημαίνει ένα καπιταλιστικό κράτος υπό τον πλήρη σχεδόν έλεγχο του μεγάλου κεφαλαίου, χωρίς καμιά αναστολή στην αντεργατική πολιτική και με πενιχρά δημοκρατικά προσχήματα. Σε αυτό ακριβώς το πολιτικό νόημα μπορούν να συμπυκνωθούν τα τρία χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και μια τέτοια «επανίδρυση του κράτους», όπως όλα δείχνουν, θα δρομολογηθεί ξανά από το πολιτικό επιτελείο του Καραμανλή «του νεώτερου», αυτού του «συμπαθούς» τέκνου της ελληνικής μπουρζουαζίας, αυτής της ιδανικής μετριότητας που στο πρόσωπό της κάθε έλληνας εφοπλιστής, τραπεζίτης, εργοστασιάρχης, εργολάβος, μαγαζάτορας βλέπει έναν άνθρωπο άξιο να του σφίξει με εμπιστοσύνη το χέρι.
Η ΝΔ είναι τόσο «φιλολαϊκό» κόμμα που στο προεκλογικό πρόγραμμά της για την οικονομία ξεκαθαρίζει από τις πρώτες κιόλας γραμμές ότι η νεοφιλελεύθερη προσαρμογή των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ έγινε «steada a µe t pspea a µ dsaests t sdast stee ap t pe stta», και στη συνέχεια υπόσχεται όπως ακριβώς έκανε και το 1990, όταν η Δαμανάκη κι ο Ανδρουλάκης διαβεβαίωναν ότι «έχει αλλάξει η Δεξιά» – ότι θα περιορίσει την ανεργία με περισσότερη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (οι «απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές»), με ταχεία «απελευθέρωση των αγορών», και βέβαια παροχές και φορολογικές ελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις. Η ανεργία, που εντείνεται από τους νεοφιλελεύθερους «μονόδρομους», θα μειωθεί, λοιπόν, με ακόμα πιο αποφασιστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές · η βαρβαρότητα των νέων εργασιακών σχέσεων θα αντιμετωπιστεί με την γενίκευσή της · η ανεργία θα λυθεί αν γίνουμε όλοι/ες υποψήφιοι άνεργοι/ες!. Πώς αλλιώς, εξάλλου, τα αφεντικά θα είχαν την ευχέρεια να αξιοποιούν έναν πολυάριθμο και πειθαρχημένο εφεδρικό στρατό εργατών για να την βγάλουν καθαρή σε ένα «ανταγωνιστικό περιβάλλον»; Υπάρχει άλλος καλύτερος μήπως τρόπος για να διασφαλιστεί, σε συνθήκες λανθάνουσας κρίσης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, η οικονομική ευρωστία των ελληνικών πολυεθνικών και η πολιτική σταθερότητα του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, η δυνατότητά του να συνεχίζει απρόσκοπτα τους θεσμικούς μετασχηματισμούς του σε αυταρχικό; Το ελληνικό κεφάλαιο, που σήμερα έχει από τους μεγαλύτερους δείκτες κερδοφορίας στην Ευρώπη, θα γίνει πιο «ανταγωνιστικό» αν έχει πίσω του ένα κράτος «παραμάγαζο» του ΣΕΒ, με έναν εκτεταμένο εκτελεστικό βραχίονα, για την καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων, και ένα ολόκληρο δίκτυο από διευκολύνσεις για να μην θιγεί η κερδοφορία του. Το καπιταλιστικό κράτος θα «λειτουργεί ρολόι» αν μπορεί να τρομοκρατεί υπηκόους, αρκετά απασχολημένους στην ιδιωτική υπόθεση ανεύρεσης ή διατήρησης μιας θέσης εργασίας για να προσέξουν ότι περιστέλλεται ο χώρος των πολιτικών ελευθεριών και αντίστροφα αναπτύσσονται οι τεχνολογίες κοινωνικού ελέγχου και τα μέσα καταναγκασμού.
Η ΝΔ είναι πράγματι τόσο «φιλελεύθερη» που μέχρι πριν λίγο καιρό ο επίτιμός της πρόεδρος δήλωνε δημόσια, με αφορμή την αθώωση Λεσπέρογλου, ότι «δεν υπάρχει δικαιοσύνη με ενόρκους» – μια δήλωση που δεν θα τολμούσε να κάνει στην χώρα του ακόμα και ο Μπους, όχι ασφαλώς για λόγους δημοκρατικής ευαισθησίας, αλλά επειδή κάθε ηγεσία του αμερικάνικου ρεπουμπλικανικού κόμματος είναι αναγκασμένη να αξιοποιεί ακόμα την παραδοσιακή πολιτική-νομική ιδεολογία της αστικής τάξης όταν απευθύνεται στο ακροατήριό της. Η ελληνική δεξιά διαθέτει τις δικές της, ιδιαίτερες ιδεολογικές παραδόσεις: ο λόγος της δεν κατατείνει στην «ελευθερία» και την «ισότητα» των «πολιτών» · υποδεικνύει την ελευθερία του καπιταλιστικού κράτους να διαιωνίζει την ανισότητα των υπηκόων του, την ανάγκη να είναι λειτουργικό και αυταρχικό. Ίσως είναι περιττό, υπό αυτό το πρίσμα, να θυμίσουμε ότι η πλειοψηφία των στελεχών αυτού του «φιλελεύθερου» κόμματος συστηματικά στιγματίζει τους εκπρόσωπους των εθνικών μειονοτήτων της χώρας ως «πράκτορες» και «προδότες», στηρίζει τις σκοταδιστικές απαιτήσεις του Χριστόδουλου, να ελέγχει η εκκλησία τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε πολίτη με την αναγραφή τους στις ταυτότητες, όπως και ότι η νεολαία του εξακολουθεί να αποτελεί, ιδίως στα πανεπιστήμια, καταφύγιο μιας μεγάλης ποικιλίας ακροδεξιών τραμπούκων και «ντροπαλών» χρυσαυγιτών. Ακόμα και τις παραμονές των εκλογών, αποκαλύφθηκε ότι κάποιοι «φιλελεύθεροι» υπάλληλοι της Ρηγίλλης ταχυδρομούσαν, με την κάλυψη της αρχιεπισκοπής, προεκλογικά φυλλάδια στα οποία ο Γ. Παπανδρέου κατηγορούνταν ως «άθεος» και «αντεθνικώς σκεπτόμενος». Αν όλα αυτά μπορούν να καταχωρηθούν υπό τον τίτλο «φιλελεύθερη πολιτική» τότε στα εγχειρίδια της πολιτικής επιστήμης ο φιλελευθερισμός πρέπει να αναφέρεται ως μια παραλλαγή του πιο χυδαίου νεοσυντηρητισμού, και η πολιτική δημοκρατία ως εκδοχή αποτελεσματικού κρατικού αυταρχισμού.
Αυτή η επάνοδος, ωστόσο, της Δεξιάς προετοιμάστηκε, με τον καλύτερο τρόπο, από εκείνους που στο παραπέντε των εκλογών θυμήθηκαν την διακυβέρνηση Μητσοτάκη και τις καταγγελίες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον εθνικισμό. Πράγματι, ο βίος και η πολιτεία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αργά αλλά σταθερά, προλείανε το έδαφος για να ξαναγίνει μαζικά αποδεκτός στην ελληνική κοινωνία ο νεοσυντηρητικός πολιτικός λόγος και η νεοφιλελεύθερη ρητορεία. Επί κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν που ορδές αστυνομικών επιστρατεύτηκαν για να καταργηθεί το συλλογικό δικαίωμα των εκπαιδευτικών στην εργασία, η επετηρίδα; Που πάλι ορδές αστυνομικών συγκέντρωναν σε γήπεδα (!!!) κατά χιλιάδες τους μετανάστες σε μια επίδειξη ρατσιστικής θηριωδίας; Που θεσμοθετήθηκαν τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης, η ανά περιοχή δηλαδή κατάργηση των συλλογικής διαπραγμάτευσης των εργατών; Που έγιναν μια σειρά από «μετοχοποιήσεις», «εκχωρήσεις management», «αποκρατικοποιήσεις», δηλαδή ιδιωτικοποιήσεις «με ανθρώπινο πρόσωπο» αλλά με απάνθρωπες συνέπειες; Που στήθηκαν ειδικά έκτακτα δικαστήρια χωρίς ενόρκους; Που οι Η.Π.Α., και οι διεθνείς εγκληματικοί μηχανισμοί όπως η CIA και η Scotland Yard, αναδείχθηκαν σε συμπαραστάτες στον «αγώνα κατά της τρομοκρατίας»; Που ο ιμπεριαλισμός βαφτίστηκε «brave new world της παγκοσμιοποίησης»; Που η «ανταγωνιστικότητα» αναγορεύτηκε σε βασικό κριτήριο για την επιλογή μιας πολιτικής; Που η «ελεύθερη αγορά» έγινε το motto της «ισχυρής οικονομίας» και το «πρώτα η Ελλάδα» σύνθημα της «εθνικής» ευθυγράμμισης με την παγκόσμια ιμπεριαλιστική εκστρατεία; Τέλος πάντων, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι αυτός που διακήρυξε ότι η κυβέρνησή του θα προχωρήσει σε αυτό το ασύλληπτης έμπνευσης, και κυρίως ασύλληπτης νεοφιλελεύθερης δημαγωγίας, μέτρο των «μη κερδοσκοπικών μη κρατικών πανεπιστημίων»; Αν σήμερα τρεις υπουργοί του Μητσοτάκη εκλέχτηκαν με τις λίστες του ΠΑΣΟΚ, είναι γιατί το ΠΑΣΟΚ προσέγγισε πολύ τον Μητσοτάκη, ή ακριβέστερα τα αφεντικά του Μητσοτάκη: την ελληνική αστική τάξη.
Για τους εγχώριους καπιταλιστές, όμως, όλα αυτά ήταν «διστακτικά και ανεπαρκή μέτρα», «στενόκαρδα», όπως γράφει και ο Σουφλιάς στο πρόγραμμα της ΝΔ. Αυτή η κοινωνική τάξη, που παλιότερα πλούτιζε βυθίζοντας τάνκερ, στέλνοντας στον υγρό τάφο εκατοντάδες έλληνες και ξένους εργάτες, και σήμερα διατηρεί τις υψηλές της επιδόσεις σε δολοφονίες εργατών στους χώρους δουλειάς, από την Δευτέρα 8 του Μάρτη ετοιμάζεται να πάρει την δική της ρεβάνς. Πλέον έχουμε μια κυβέρνηση, με ισχυρή μάλιστα κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επιφορτισμένη να φέρει εις πέρας την δεύτερη, μετά το ’90-’93, «θεραπεία-σοκ» προς χάριν των ελλήνων καπιταλιστών, σε επίπεδο ιδεολογίας, οικονομίας, και πολιτικής. Ο ρεβανσισμός της Δεξιάς δεν θα συνίσταται απλώς σε μια αναδιοργάνωση της κρατικής γραφειοκρατίας και σε μια συστηματική χειραγώγηση του κρατικού μηχανισμού, αλλά σε μια ανηλεή επίθεση στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, σε μια ρεβάνς για όσα κοινωνικά και δημοκρατικά κεκτημένα δεν έχουν ακόμα θυσιαστεί στο βωμό του κέρδους των ελλήνων καπιταλιστών, καθώς και σε μια δραματική προσπάθεια επαναβεβαίωσης των πιο αποκρουστικών αξιών που ο κόσμος της πολιτικής οικονομίας βρήκε ως καταφύγιο την εποχή της παρακμής του – της «πατρίδας», της «θρησκείας», και της «οικογένειας».
Όταν τελειώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Δεξιά θα έχει ήδη προετοιμάσει τους όρους για την υλοποίηση των πραγματικών πολιτικών της υποσχέσεων. Αν έχει αφομοιώσει κάποια διδάγματα από το παρελθόν, αυτά σήμερα υποδεικνύουν στα στελέχη της ότι οι προσπάθειες δραστικής αλλαγής στον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία πρέπει να συνοδεύονται από την ενεργοποίηση εκλεπτυσμένων πρακτικών πειθάρχησης, πολιτικής καταπίεσης και ιδεολογικής νομιμοποίησης. Τα φλερτ με την Αριστερά, που φτάνουν μέχρι και σε προτάσεις για αριστερό πρόεδρο δημοκρατίας, οι διακηρύξεις περί διάθεσης συνεννόησης με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τα καλοπιάσματα στους «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών», που άγγιξαν τα όρια του γελοίου με την παράθεση από τον Καραμανλή ορισμένων χυδαίων στίχων μιας δεξιάς, αγοραίας ποιήτριας (για ένα ακόντιο που «θα ρίξουμε μακρύτερα»), όλα αυτά δεν αποτελούν δείγματα μιας επιχείρησης για την συγκρότηση νέων κοινωνικών συμμαχιών ή τουλάχιστον ευρύτερων πολιτικών δεσμών, προκειμένου να αναπτυχθούν δίκτυα διαπραγμάτευσης στα πλαίσια του κράτους ως εχέγγυα κοινωνικής συναίνεσης. Πρόκειται, αντίθετα, για
κινήσεις που ακολουθούν μια στρατηγική: αυτή της εξουδετέρωσης των μέσων που διαθέτει ο αντίπαλος, δηλαδή οι εκμεταλλευόμενες τάξεις, για να εμφανίζεται στην σφαίρα των δημόσιων υποθέσεων και να παρεμβαίνει στο έδαφος της πολιτικής και της ιδεολογίας. Η σοσιαλδημοκρατία, λόγω των ιστορικών σχέσεων εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της μετάλλαξής της δεν έθιξε αυτά τα μέσα ή δεν κατάφερε να τα καταστήσει ανενεργά χωρίς το κόστος της ίδιας της πολιτικής της υπόστασης. Μια κυβέρνηση ΝΔ μπορεί να τα ανεχτεί μονάχα εφόσον δεν θα έχουν καμιά επίπτωση στον καθορισμό των πολιτικών, οικονομικών, και ιδεολογικών προτεραιοτήτων, μονάχα στο μέτρο, με άλλα λόγια, που δεν θα μπορούν να μετριάσουν ή να αντισταθμίσουν τον κρατικό αυταρχισμό, τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, και την συντηρητική-εθνικιστική ιδεολογία. Ό,τι, επί σοσιαλδημοκρατίας, αποτελούσε δίκτυο διαπραγμάτευσης για τις εκμεταλλευόμενες τάξεις στο εσωτερικό ή τις παρυφές του κράτους, επί Δεξιάς, θα αποτελεί μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου πρόσφορο στους εκμεταλλευτές.
Η Δεξιά ήρθε για να μείνει και για να εφαρμόσει με συνέπεια το αντικοινωνικό, αυταρχικό της πρόγραμμα. Ακριβώς γι’ αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμη η ανασύνθεση εκείνων των «μικρών» και «μειοψηφικών» κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που είναι διαθέσιμες για μια σειρά από αποφασιστικής σημασίας μάχες, για έναν νέο γύρο ταξικού πολέμου, για την οργάνωση και δικτύωση των κοινωνικών αντιστάσεων, αλλά ακόμα και για να ξανατεθεί, χωρίς υπεκφυγές, στην ημερήσια διάταξη, απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που διεκδικεί ξανά να καταλάβει κάθε σπιθαμή που έχασε από τον χώρο του πολιτικού και του ιδεολογικού, το πρόταγμα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, εθνικισμό, ρατσισμό, πόλεμο. Οι δυνάμεις αυτές δεν βρίσκονται στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η οποία έχει ενσωματωθεί σε τέτοιο βαθμό στο καπιταλιστικό κράτος που δύσκολα μπορεί να διακινδυνεύσει την θέση της αποδυόμενη σε σφοδρές ταξικές συγκρούσεις, ούτε ασφαλώς σε αυτό που συνήθως αποκαλούμε «αριστερά», στις γραφειοκρατίες του ΚΚΕ και του ΣΥΝ, δηλαδή, που φέρουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης που αποτυπώνονται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Από κοινωνική άποψη, πρόκειται για τα τμήματα των νέων πρωτοπορειών, στην εργατική τάξη και τα κοινωνικά κινήματα, που ακόμα δεν έχουν βρεθεί σε τροχιά σύγκλισης και συντονισμού, παρά τις απόπειρες προς αυτήν την κατεύθυνση το εξάμηνο των κινητοποιήσεων κατά της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ.
Από πολιτική άποψη πρόκειται για τμήματα της βάσης της σοσιαλδημοκρατίας και των ρεφορμιστικών αριστερών κομμάτων, κυρίως όμως για την «άλλη αριστερά», την ανυπότακτη, μολονότι κατακερματισμένη, και την επίμονη, μολονότι ακόμα περιθωριακή, αντικαπιταλιστική αριστερά: για εκείνους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που όπως το ’89 προτίμησαν τους δρόμους του αγώνα απ’ τους διαδρόμους των υπουργείων, έτσι και αύριο θα βρίσκονται απέναντι στην κυβέρνηση της Δεξιάς, το ίδιο ανυπότακτοι/ες και με την ίδια επιμονή, όταν ενδεχομένως ο Πολυζωγόπουλος θα επισκέπτεται το «υπουργείο απασχόλησης» της Δεξιάς ή ο Κωνσταντόπουλος θα ετοιμάζεται να αμφισβητήσει το «άβατο» για την Αριστερά στην προεδρία της «δημοκρατίας».