Ευρωπαϊκές εκλογές με κυβερνητική αμηχανία, υποβόσκουσα εθνικιστική υστερία και ανάπηρη αριστερά
της Σύνταξης
Την ώρα που στη διεθνή σκηνή κυριαρχεί η φρίκη της κλιμάκωσης των βάρβαρων ιμπεριαλιστικών επιχειρήσεων στο Ιράκ και στη Παλαιστίνη, στην ελληνική πολιτική σκηνή κυριάρχησε το σχέδιο Ανάν, το κυπριακό δημοψήφισμα και η προοπτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Εδώ οι πρωταγωνιστές της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας για τους δικούς τους ασφαλώς λόγους (αμερικανικές προεδρικές εκλογές το φθινόπωρο, ευρύτεροι σχεδιασμοί στη Μέση Ανατολή, προοπτική εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ), πίεσαν όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες για μια διευθέτηση του προβλήματος. Η χονδροειδής μεταμφίεση των πρωταγωνιστών της κλιμακούμενης παγκόσμιας βαρβαρότητας σε ειρηνοποιούς που δήθεν κόπτονται και αγωνιούν για την ειρηνική συνύπαρξη των δύο μικρών εθνοτήτων στο νησί, όχι μόνο δεν μπόρεσε να πείσει κανένα, όχι μόνο επέτεινε την αμηχανία και τη σύγχυση των αστικών πολιτικών ηγεσιών που επιθυμούσαν (ασφαλώς για τους δικούς της λόγους η κάθε μία) την διευθέτηση, αλλά επιπλέον έδωσε το πρόσχημα σε μια ιδεολογικά ανάπηρη Αριστερά να κρυφθεί για άλλη μια φορά από τις ευθύνες της, να αναπτύξει τον κούφιο «αντιιμπεριαλιστικό» βερμπαλισμό της και να καταφύγει στην εύκολη πάνδημη υπερπατριωτική συμπαράταξη.
Η κυβερνητική αμηχανία
Η αμηχανία που επικρατεί στις τάξεις της κυβερνητικής παράταξης της ΝΔ είναι φανερή. Ανέλαβε τις κυβερνητικές ευθύνες σε μια κρίσιμη καμπή που την υποχρεώνει να βαδίσει ουσιαστικά χωρίς παρεκκλίσεις πάνω στην πολιτική γραμμή της προηγούμενης κυβέρνησης.
Οι εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο φαίνονται σχετικά ανώδυνες για την ΝΔ καθώς η πολιτική της δεν έχει ακόμη σχεδόν καθόλου γίνει αισθητή και η αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά δεν έχει ακόμη αξιοποιήσει κανένα πλεονέκτημα που θα της έδινε η εφαρμογή των πρώτων σημαντικών μέτρων μιας νεοφιλελεύθερης σκλήρυνσης στον κοινωνικό τομέα. Επομένως οι ευρωπαϊκές εκλογές τη περίοδο αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι αφορούν ένα θεσμό που η χρησιμότητα του δεν έχει γίνει αντιληπτή από τη πλειοψηφία των μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, δεν μπορούν να καταγράψουν οποιαδήποτε κοινωνική δυσφορία, αλλά μάλλον τις γενικές, αόριστες, πολιτικές διαθέσεις (ή συμπάθειες) του εκλογικού σώματος.
Οι ευθύνες, οι προθεσμίες και οι δεσμεύσεις απέναντι στα ισχυρά συμφέροντα, που έχουν αναληφθεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δεν αφήνουν τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες, περιθώρια για δημαγωγικά παιχνίδια, για εντυπωσιασμούς με σαρωτικές αντικαταστάσεις στο κρατικό μηχανισμό, για καταγγελίες για σκάνδαλα και κακοδιοικήσεις, πράγματα που ασφαλώς πολύ θα το επιθυμούσαν οι ακροδεξιοί και οι «ριζοσπάστες» θερμοκέφαλοι που συγκρατούνται με κόπο στην ήπια γραμμή της ηγεσίας.
Επιπλέον, η κρίσιμη περίοδος μέχρι την εκλογή του προέδρου, ίσως δεν επιτρέψει στη ΝΔ να ανοίξει μεγάλα κοινωνικά μέτωπα όπως ιδιωτικοποιήσεις και ασφαλιστικό μέχρι το τέλος του χρόνου. Είναι υποχρεωμένη να περιορισθεί σε εξαγγελίες μέτρων δευτερεύουσας ή και τριτεύουσας σημασίας, όπως η «πάταξη της γραφειοκρατίας» στον κρατικό μηχανισμό, οι μικρές φορολογικές διευθετήσεις για την εξυπηρέτηση κυρίως μεσαίων στρωμάτων και επιχειρήσεων, οι μικρές συχνά αντικρουόμενες αντιμεταρυθμιστικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα κλπ.
Όμως απέναντι στο Κυπριακό η ηγεσία της ΝΔ δεν έδειξε μόνο αμηχανία. Η στάση της απεκάλυψε την βαθύτερη ανεπάρκεια του προσωπικού της, την έλλειψη πολιτικής προοπτικής της παράταξης και την κρίση αξιών που ταλανίζουν αδιάκοπα την αστική τάξη τις τελευταίες δεκαετίες. Σύρθηκε στη Λουκέρνη από τη ξενοφοβική εθνικιστική στάση της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μια διπλωματική πρωτοβουλία, στη συνέχεια εγκλωβίστηκε στην φοβία της απέναντι στην ακροδεξιά του ΛΑΟΣ και πυροδότησε ξανά την εθνικιστική υστερία του κλήρου χωρίς βέβαια η ίδια να έχει καμιά διάθεση να συγκρουσθεί με τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ή να διακινδυνεύσει τα ζωτικά της συμφέροντα στα οποία σημαντικό ρόλο παίζουν πλέον και οι ελληνοτουρκικές εμπορικές σχέσεις. Πραγματικά αξιοδάκρυτη υπήρξε η εικόνα της ηγεσίας που έσπευδε να κρυφτεί πίσω από το ανεπιθύμητο ΟΧΙ που εννοούσε, ενώ ψέλλιζε ένα ξέπνοο ΝΑΙ.
Η κρίσιμη στιγμή της νέας εκσυγχρονιστικής ανανέωσης
Το ΠΑΣΟΚ στην πλειοψηφία του συντάχθηκε πίσω από την νέα εκσυγχρονιστική ηγεσία του, περιορίζοντας σημαντικά τις αντιδράσεις των πιστών της παραδοσιακής πατριωτικής του πτέρυγας. Απέδειξε έτσι για μια ακόμη φορά ότι είναι ένας (αν όχι ο μόνος) σοβαρός, συνεπής και αξιόπιστος «συλλογικός υπάλληλος» της αστικής τάξης που έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται στις επιταγές των περιστάσεων και των μεσοπρόθεσμων συμφερόντων του αφεντικού του. Το ΠΑΣΟΚ απέδειξε ακόμη μια φορά ότι διαθέτει ακόμη την ικανότητα να διακινδυνεύει την αποδοχή της μερικής καινοτομίας που πηγαίνει ακόμη και ενάντια στην τρέχουσα κοινωνική ηθική συμβατικότητα αλλά του εξασφαλίζει μεσοπρόθεσμα τη πολιτική του επιβίωση. Οι μικροαστοί τεχνοκράτες του ΠΑΣΟΚ της δεύτερης γενιάς αποδεικνύουν έτσι ότι αφομοίωσαν το απόσταγμα της εμπειρίας της προηγούμενης γενιάς και ανοίγουν νέο δρόμο ενσωμάτωσης και υποταγής στον «διεθνή παράγοντα». Υποστήριξαν τη θέση του ΝΑΙ, μαζί με την εκσυγχρονιστική πτέρυγα της Δεξιάς, προβάλλοντας τα μακροχρόνια συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης με μια ρητορεία για τους τεχνικούς όρους που επιτρέπουν τη λειτουργικότητα και τη βιωσιμότητα της «λύσης» και τον «ρεαλισμό» της διπλωματίας που στηρίζεται στην ισορροπία των αντιμαχόμενων αστικών συμφερόντων, γαρνιρισμένη με κάποια ψήγματα πατσιφισμού και ανθρωπιστικής φύσεως «καταστροφολογικών» προβλέψεων. Για τα τελευταία υπήρχαν άλλωστε διαθέσιμοι οι γνωστοί σπεσιαλίστες που έχουν μαθητεύσει για πολλά χρόνια στις σταλινικές αυλές πριν επιδιώξουν την εκσυγχρονιστική πολιτική τους καριέρα. Η πίεση από την κυβέρνηση Μπους και το Ευρωπαϊκό κέντρο υπονόμευε διαρκώς την επιχειρηματολογία των εκσυγχρονιστών και τους καθιστούσε διάτρητους και διαβλητούς στα μάτια των μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές ίσως να μην φέρουν κέρδη στην νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ που θα την έκαναν να διεκδικήσει άμεσα μια «ηγεμονική» αντιπολιτευτική αντεπίθεση. Η υποταγή όμως της παραδοσιακής σοσιαλπατριωτικής πτέρυγας και μάλιστα μέσα στο εκλογικά δυσμενές κλίμα θα αποτελέσει το σημαντικότερο στοίχημα για τη νέα ηγεσία. Η επιτυχία αυτού του στόχου θα βάλλει την πραγματική βάση για τη νέα εκσυγχρονιστική περίοδο του ΠΑΣΟΚ.
Η ιδεολογική αναπηρία της αριστεράς
Η απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας για μια ταξική προσέγγιση του προβλήματος χαρακτήρισε τη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας της αριστεράς. Ασφαλώς οι μεγάλοι ρεφορμιστικοί σχηματισμοί ακολούθησαν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους στην οποία έχουν εγκλωβιστεί από καιρό. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ παγιδευμένη από την μακροχρόνιες αταξικές επιλογές της βρέθηκε κλεισμένη σε μια διπλή φάκα. Από τη μια μεριά ο Τάσος Παπαδόπουλος που στήριξε τόσο επίμονα το ΑΚΕΛ στη προεδρία, αποδείχθηκε τη κρίσιμη στιγμή ανεξέλεγκτος, πιο πονηρός και αποφασιστικός υπερασπιστής του σωβινισμού και των συμφερόντων των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων των ελληνοκυπρίων. Από την άλλη η πλειοψηφία της κομματικής βάσης του ΑΚΕΛ αποδείχθηκε αλλοτριωμένη από το μικροαστικό βόλεμα, την χρόνια πατριωτική ρητορεία και τελικά ανέτοιμη να τείνει ένα χέρι στοιχειώδους διεθνιστικής φιλίας και αλληλεγγύης στους Τουρκοκύπριους εργαζόμενους ακόμη και όταν ένα σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης έδινε μια σχετική «νομιμοποίηση» στην πράξη. Το αυθόρμητο σύνθημα «Το ΑΚΕΛ μας πούλησε» που εμφανίστηκε στις τουρκοκυπριακές διαδηλώσεις, δείχνει τη πραγματική καταστροφική συνέπεια της ευκολοχώνευτης μικροαστικής πολιτικής.
Το ΚΚΕ ακολούθησε πιστά τις ακραίες συνέπειες της σοσιαλπατριωτικής του κούρσας. Ο ανοιχτός αντιτουρκικός (Κανέλη) ή υποβόσκων εθνικισμός της ηγεσίας του που καλύπτεται πίσω από την αντιιμπεριαλιστική ρητορεία είναι πιθανόν να του φέρει κάποια εκλογικά κέρδη στις ευρωπαϊκές εκλογές. Όμως είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο δρόμος προς την πολιτική εκμετάλλευση του σκοτεινού αταβισμού και της υποσυνείδητης φοβίας των μαζών όχι μόνο δεν έχει τίποτε να κάνει με την πολιτική διαφώτιση και τις αξίες της κοινωνικής απελευθέρωσης αλλά οδηγεί μονοσήμαντα στην πολιτική απαξία και στην οργανωτική αποσύνθεση της εργατικής τάξης.
Ο ΣΥΝ αποδείχθηκε ανίκανος να πείσει την κοινωνική του βάση για μια πολιτική στήριξης του σχεδίου ΑΝΑΝ. Μια κομματική βάση διαπαιδαγωγημένη στον επιφανειακό εντυπωσιασμό και στην πρώτη ανάγνωση των γεγονότων δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τις «ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις» και να πάει κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα. Η ηγεσία δεν μπορούσε να εφοδιάσει τη βάση της με πειστικά επιχειρήματα αφού ουσιαστικά η «διεθνιστική πολιτική» της περιορίζονταν στην επανάληψη των επιχειρημάτων των εκσυγχρονιστών.
Το μεγαλύτερο τμήμα της Άκρας Αριστεράς αποδείχθηκε δέσμιο των εθνο-κομμουνιστικών του καταβολών. Συμπαρατάχθηκε με ένα αμφίβολο αυτοαποκαλούμενο «διεθνιστικό» ΟΧΙ. Ο διεθνισμός όμως δεν είναι ένα εύσημο που αποδίδεται κατά βούληση από τις επαναστατικές μικροηγεσίες. Ο διεθνισμός αποδεικνύεται και δοκιμάζεται με καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης, με σεβασμό και ανοχή στην εθνική διαφορετικότητα και με διαρκή πάλη ενάντια στην φαιά πανούκλα του σωβινισμού.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος προσπάθησε να χαράξει μια πολιτική στάση που φιλοδοξούσε να έχει σαν αφετηρία τη σκοπιά των κοινωνικά καταφρονεμένων, των πιο ευάλωτων, των πιθανών αυριανών θυμάτων μιας ενδο-ιμπεριαλιστικής σύρραξης, χωρίς να αναπαράγει τις φοβίες και τις αυταπάτες τους. Μια πολιτική στάση που να στηρίζεται και να δίνει προοπτική στις μικρές, υπαρκτές, διεθνιστικές πρωτοβουλίες και παραδόσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
[…] Κύριο άρθρο […]