Σκέψεις για τη διαχείριση μιας ήττας που συντελέστηκε πριν την 24η Απριλίου
του Γιάννη Γκολφινόπουλου
Το ζήτημα θα μπορούσε να τεθεί ως εξής: Πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε από μια επαναστατική διεθνιστική σκοπιά το«κυπριακό πρόβλημα» στη σημερινή του καμπή, η οποία σφραγίζεται από τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στο σχέδιο Ανάν; Κάτω από ποιο πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το δημοψήφισμα της 24ης Απρίλη;
Ξεκινώντας από τους «δικούς» μας
Παρά τον επικολυρικό χαρακτήρα της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας, οι «έλληνες» δεν είναι οι «ριγμένοι», οι «αδικημένοι», οι «προδομένοι». Η ελληνική αστική τάξη αλλά και η ελληνοκυπριακή αποτελούσαν και αποτελούν επιθετικούς παίκτες στη σκακιέρα του κυπριακού και αυτή είναι μια διάσταση που η διεθνιστική αριστερά στην Ελλάδα οφείλει σταθερά όχι μόνο να μην ξεχνάει (είναι το μόνο διεθνιστικό «δεν ξεχνώ»), αλλά και να αναδεικνύει. Από τον «αγώνα» για ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα, μέχρι την μονομερή ανατροπή των συμφωνιών της Ζυρίχης με τα 13 σημεία του «εθνάρχη» Μακαρίου (ας αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι σ’ αυτό το νησί που κατοικούν δύο κοινότητες με διαφορετική εθνική και θρησκευτική συνείδηση, αρχηγός του κράτους ήταν ένας χριστιανός ορθόδοξος παπάς) και μέχρι τον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες και τις σφαγές της Κοφίνου, ο ελληνικός εθνικισμός συγκροτούσε τη στρατηγική του για απόλυτη κυριαρχία στο νησί με φωτιά και με σίδερο. Το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής του Τουρκικού στρατού και η ιστορία του νησιού δεν ξεκινά το καλοκαίρι του 74. Αντίθετα, πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση του πλέγματος των σχέσεων αντιπαράθεσης των αστικών τάξεων του νησιού και των Μητέρων πατρίδων, μέσα στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής αρχιτεκτονικής για την περιοχή. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να συγκροτηθεί καμιά διεθνιστική στάση στο ζήτημα αν δεν σπάσει με αυτή την εθνική μυθολογία για την Κύπρο, αν δεν βάλει στο στόχαστρο τη «δική της» πλευρά, αν δεν δείχνει την έμπρακτη αλληλεγγύη της στο πιο φτωχό και καταπιεσμένο τμήμα του προλεταριάτου του νησιού, που βρίσκεται στον Τουρκοκυπριακό τομέα.
Και η αριστερά;
Δυστυχώς η ελληνική αριστερά, στη συντριπτική της πλειοψηφία βρίσκεται εγκλωβισμένη στον «εθνικό» ιδεολογικό ορίζοντα, αποδεχόμενη- συνειδητά ή ασυνείδητα- τα όπλα του εχθρού της. Παρά την αντιιμπεριαλιστική ρητορεία που το συνοδεύει, το κεντρικό αίτημα για μια «Ενιαία» Κύπρο, είναι ένα αίτημα που στην πράξη υπηρετεί την κυριαρχία των ελληνοκυπρίων, αφού παρακάμπτοντας την ιστορία των αντιπαραθέσεων, δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης στην πιο αδύναμη κοινότητα, τους Τουρκοκύπριους. Χωρίς την αναγνώριση αυτού του δικαιώματος-που συγκεκριμένα σημαίνει την αναγνώριση του δικαιώματος τους να συγκροτήσουν δικό τους κράτος, η «Ενιαία» Κύπρος καταδικάζει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα στο καθεστώς της μειονότητας ενός de facto ελληνοκυπριακού κράτους. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση, όσες φορές και να επικαλούμαστε την ανάγκη για κοινούς αγώνες, παραπέμποντας στο μακρινό μέλλον του σοσιαλισμού (ο οποίος όντως αποτελεί την μοναδική προοπτική πραγματικής λύσης), υποτασσόμαστε- παρά τις καλές ίσως προθέσεις μας- στο «δικό» μας εθνικισμό. Ναρκοθετούμε το γεφύρι που θέλουμε να διαβούμε.
Λίγα λόγια για το σχέδιο και τη συζήτηση γύρω απ’ αυτό
Το σχέδιο Ανάν, οι διαπραγματεύσεις που το δημιούργησαν και το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου είναι το αποτέλεσμα της ήττας του εργατικού κινήματος, των καταπιεσμένων και της διεθνιστικής αριστεράς. Το σχέδιο κανονίζει, διευθετεί, ρυθμίζει τη ζωή των καταπιεσμένων του νησιού, στη βάση των διαπραγματεύσεων των αφεντικών τους, εντός του πλαισίου των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΟΗΕ, ΕΕ) και στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας μορφής προτεκτοράτου, χωρίς καν να τους ρωτά. Πρόκειται καθαρότατα για μια διπλωματική κοπτοραπτική ανθρώπων και εδαφών, μια διαδικασία εντός της οποίας οι ανθρώπινες τραγωδίες μετατρέπονται σε ποσοστώσεις. Και όπως συμβαίνει με κάθε κάλπικη υπόσχεση της αστικής δημοκρατίας, καλεί τους κατοίκους να «επιλέξουν ελεύθερα», post festum. Η διεθνιστική αριστερά δεν μπορεί να μασά τα λόγια της και να καλλιεργεί αυταπάτες. Τα συμφέροντα των καταπιεσμένων δεν μπορούν να βρουν λύση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των αφεντικών τους και καμιά λεπτομερειακή ανάλυση του σχεδίου, οσοδήποτε αναγκαία και αν είναι δεν μπορεί να παραβλέπει τον «από τα πάνω» χαρακτήρα του. Χωρίς την ανάπτυξη ενός πραγματικά διεθνιστικού εργατικού κινήματος, χωρίς τη δημοκρατική έκφραση της θέλησης των λαών του νησιού και χωρίς έναν ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στους δύο εθνικισμούς και τον ιμπεριαλισμό(που δεν είναι εξωτερικός σε σχέση με τους εθνικισμούς, αλλά τους εμπεριέχει ως μια ευρύτερη σφαίρα της ταξικής κυριαρχίας), δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια πραγματική, δίκαιη και αξιοβίωτη λύση. Απ’ αυτή την άποψη δεν τίθεται κανένα ζήτημα αν «συμφωνούμε» με το σχέδιο, έστω και κριτικά. Κάθε αντικαπιταλιστική και διεθνιστική στάση είναι αυτονόητα ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό. Τοποθετώντας έτσι το ζήτημα (ΝΑΙ ή ΌΧΙ στο σχέδιο), οδηγούμαστε σε μια συζήτηση που απ’ τη μια παραβιάζει ανοιχτές θύρες, αποκαλύπτοντας- σωστά- τον ρόλο των μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ αλλά και ΕΕ, για να μην ξεχνιόμαστε), αφήνοντας όμως στην άκρη την ανάγκη να υποτυπώσουμε ήδη από σήμερα, πατώντας πάνω στη σημερινή κατάσταση της συνείδησης και οργάνωσης των καταπιεσμένων του νησιού, μια στρατηγική για την ανατροπή των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, για την ήττα των αστικών τάξεων και των δύο πλευρών.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ύπαρξη των κινημάτων επαναπροσέγγισης πάνω στο νησί, στη δυναμική των οποίων θα πρέπει να εγγράψουμε μια διάθεση άρνησης του μιλιταρισμού, της συνύπαρξης «με το δάχτυλο στη σκανδάλη», της εθνικιστικής εχθρότητας. Στην περίπτωση ιδιαίτερα των Τουρκοκυπρίων (στην ελληνοκυπριακή πλευρά το κίνημα αυτό είναι πολύ πιο αδύναμο και μειοψηφικό, όχι όμως για το λόγο αυτό και λιγότερο σημαντικό) μιλάμε επιπλέον για μια γενικευμένη προσπάθεια απαλλαγής από ένα στυγνό, στρατοκρατικό καθεστώς, ένα δημοκρατικό κίνημα για τη θεμελίωση πολιτικών, κοινωνικών, ανθρωπίνων-έστω- δικαιωμάτων. Το κίνημα αυτό είναι δέσμιο πολύ μεγάλων αυταπατών για την ευρωπαϊκή ένωση και τον ΟΗΕ, το «δημοκρατικό» χαρακτήρα τους και την «ευημερία» που υπόσχονται. Είναι προφανές πως δεν αποδεχόμαστε αυτές τις αυταπάτες, πως δεν πρέπει να υποκλιθούμε σ’ αυτό το επίπεδο συνείδησης και πως ο ρόλος μας είναι να προσπαθούμε να τις σπάμε στην κατεύθυνση της αυτοοργάνωσης για την ανατροπή αυτού «του καλύτερου δυνατού κόσμου». Αυτό που όμως δεν μας επιτρέπεται είναι στο όνομα των αυταπατών που τρέφουν οι καταπιεσμένοι να παραγνωρίζουμε το δίκαιο χαρακτήρα του αγώνα τους. Ο αγώνας για δημοκρατικά δικαιώματα και για επαναπροσέγγιση είναι αγώνας που αφορά το σύνολο των καταπιεσμένων και η έκβασή του είχε και βεβαίως θα έχει επιπτώσεις στη ζωή τους.
Δυο ψηφοδέλτια για περισσότερες στρατηγικές
Γύρω απ’ τις επιλογές του ΝΑΙ και του ΟΧΙ πολώνονται πολιτικές δυνάμεις ετερόκλητες και αντιτιθέμενες. Έτσι, αν και μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες «εκλεκτικές συγγένειες», γύρω από «μήτρες» ιδεών όπως το έθνος ή ο πατριωτισμός, ωστόσο δεν μπορούμε να τσουβαλιάζουμε τις διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές και τις διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις. Δεν μπορούμε ταυτίζουμε (τουλάχιστον όχι χωρίς να εγκαταλείψουμε το έδαφος του μαρξισμού) για παράδειγμα, το κίνημα των Τουρκοκυπρίων με την ελληνική κυβέρνηση, ούτε βεβαίως την ελληνική άκρα αριστερά με τον Καρατζαφέρη. Μακριά λοιπόν από το μισοσκόταδο της απλούστευσης όπου όλες οι γάτες είναι γκρίζες, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι δυνάμεις που κυριαρχούν και στα δύο μπλοκ είναι ξένες και εχθρικές προς το εργατικό κίνημα και τα συμφέροντα των καταπιεσμένων. Γύρω από το ΌΧΙ συσπειρώνεται κυρίως ο σκληρός πυρήνας του εθνικισμού και των δύο πλευρών, οι μερίδες των κυρίαρχων τάξεων που βασίζονται περισσότερο στο «βαθύ κράτος», το στρατό, και την άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση(ή την απειλή στρατιωτικής αντιπαράθεσης). Η σκληρή μιλιταριστική πτέρυγα των κυρίαρχων τάξεων στο νησί είναι ισχυρή εκατέρωθεν, αφού και στα δύο Κυπριακά κράτη, λόγω της ιστορίας της συγκρότησης τους, μιας ιστορίας διαρκών πολεμικών συγκρούσεων, ο στρατός- μιλάμε βεβαίως και για το στρατό των Μητέρων πατρίδων- έπαιξε ,και συνεχίζει να παίζει, έναν ρόλο καταλυτικό για τις πολιτικές επιλογές των κυρίαρχων. Αναφορικά με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη τα πράγματα είναι βέβαια πιο σύνθετα, αφού έχει στη διάθεσή της και κάποια άλλα «δυνατά χαρτιά» που δεν πρέπει καθόλου να υποτιμούμε, και συγκεκριμένα την οικονομική και πολιτική της υπεροχή έναντι του κράτους της Βόρειας Κύπρου, στοιχεία όχι λιγότερο σημαντικά στην αντιπαράθεση από τη δύναμη πυρός. Τέτοιου είδους στρατηγικές αρνούνται το συμβιβασμό ζητώντας τα όλα. Κάθε άλλη προοπτική είναι ως εκ τούτου «προδοσία».
Απ’ την άλλη πλευρά προβάλλει μια αστική στρατηγική που φαίνεται να επενδύει περισσότερο σε μιαν ισορροπία, που θα δίνει προτεραιότητα σε μακροπρόθεσμα πολιτικά και οικονομικά οφέλη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις ευλογίες και των ΗΠΑ. Και εδώ είναι απαραίτητο να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές: οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα μπλοκ δεν είναι αντιθέσεις ανάμεσα σε φιλοιμπεριαλιστές και αντιιμπεριαλιστές. Είναι αντιθέσεις διαφορετικών αστικών στρατηγικών εντός των πλαισίων του ιμπεριαλισμού, είναι διαφορετικές πλευρές της ίδιας ολότητας. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως ο ιμπεριαλισμός εκτός απ’ το να εξαπολύει πολέμους μεταξύ κρατών, διαμορφώνει επίσης και όρους πολιτικών διαπραγματεύσεων (και όχι βέβαια όρους γενικά ειρήνευσης). Η ιστορία του 20ου αιώνα, και του νησιού, έχει και απ’ τα δύο…
Γιατί είναι χρησιμότερο το ναι
Αν το ζήτημα λοιπόν δεν είναι με ποιους είμαστε (με τους εθνικιστές ή με τους «κοσμοπολίτες»), τότε που βρίσκεται η σημασία αυτού του δημοψηφίσματος για τους καταπιεσμένους και των δύο πλευρών; Στο ότι ακόμα και μέσα στην ήττα τους οφείλουν να αναζητούν εκείνο το πεδίο που θα είναι ευνοϊκότερο για την ανάπτυξη των αγώνων τους την επόμενη μέρα. Ακόμα και αν δεν συμφωνούμε με καμιά απ’ τις δύο επιλογές, δεν μας είναι ωστόσο αδιάφορη η έκβαση. Μ’ αυτή την έννοια το ζήτημα είναι: η επικράτηση ποιου ψηφοδελτίου θα μπορούσε να φανεί πιο χρήσιμη στην προλεταριακή πάλη και των δύο πλευρών για κοινούς ταξικούς αγώνες, κοινά συνδικάτα, κοινά εργατικά κόμματα από την 25η Απριλίου και μετά; Άρα, ποιο ψηφοδέλτιο θα μπορούσε να φανεί χρησιμότερο στους καταπιεσμένους και στις δύο πλευρές; Μια νίκη του ΌΧΙ, στην πράξη (και όχι στις προθέσεις της άκρας αριστεράς) θα σημάνει-εκτός των άλλων- μια ήττα για τους Τουρκοκύπριους-ες που αγωνίζονται για τα πιο στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. μια ήττα γι’ όλους-ες που αγωνίζονται για την επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων. Ακόμα περισσότερο, θα έχουμε μια ήττα από την πιο εθνικιστική- μιλιταριστική πτέρυγα των αστικών τάξεων, και του Βορά και του Νότου.
Βεβαίως, μια επικράτηση του ΝΑΙ δεν σημαίνει καθόλου μια νίκη για τους προλετάριους, σημαίνει μόνο ανάδειξη ενός τυπικού-έστω- κοινού πεδίου διεκδικήσεων, αυτό μιας πάνω κάτω κοινής επικράτειας, ενός πεδίου που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για το πλησίασμα των καταπιεσμένων των δύο πλευρών, για την οικοδόμηση της ταξικής τους ενότητας. Δεν είναι ότι το ΝΑΙ οδηγεί αυτόματα προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ότι το ΌΧΙ την αποκλείει οπωσδήποτε. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν δεχόμαστε το σχέδιο per se, το ζήτημα είναι από πού μπορούμε καλύτερα να ξεκινήσουμε για να οικοδομήσουμε μια στρατηγική αντιπαράθεσης με τους εθνικισμούς και τον ιμπεριαλισμό.
[…] Σκέψεις για τη διαχείριση μιας ήττας που συντελέστηκε … […]