Κίνα:  Η μετάβαση στον καπιταλισμό

Σπάρτακος 74, Μάης 2004


του G. Buster*

«Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα της εκπαίδευσης διαδόχων για την επαναστατική υπόθεση του προλεταριάτου είναι ζήτημα του εάν θα υπάρξουν ή όχι άνθρωποι που θα συνεχίσουν την μαρξιστική-λενινιστική υπόθεση που ξεκίνησε από την παλιότερη γενιά των προλετάριων επαναστατών, εάν η ηγεσία του Κόμματός μας και του κράτους θα παραμείνει ή όχι στα χέρια των προλετάριων επαναστατών, εάν οι απόγονοί μας θα συνεχίσουν ή όχι να βαδίζουν στον ορθό δρόμο που χαράχθηκε από τον Μαρξισμό-Λενινισμό, ή, με άλλα λόγια, εάν θα εμποδίσουμε ή όχι την άνοδο του χρουστσωφικού ρεβιζιονισμού στην Κίνα. Με λίγα λόγια, αποτελεί ένα άκρως σημαντικό ζήτημα, ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για το Κόμμα μας και τη χώρα μας. Είναι ένα ζήτημα θεμελιώδους σημασίας για την προλεταριακή επαναστατική υπόθεση για εκατό, χίλια, ακόμη και δέκα χιλιάδες χρόνια. Βασιζόμενοι στις αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση, οι ιμπεριαλιστές προφήτες στηρίζουν τις ελπίδες τους στην «ειρηνική εξέλιξη» στην τρίτη ή τέταρτη γενιά του Κινέζικου Κόμματος. Πρέπει να συντρίψουμε αυτές τις ιμπεριαλιστικές προφητείες. Από τις ανώτερες οργανώσεις μας ως κάτω στη βάση, πρέπει παντού να δίνουμε διαρκή προσοχή στην εκπαίδευση και ανατροφή των διαδόχων της επαναστατικής υπόθεσης.» Μάο Τσετούνγκ , 14 Ιουλίου 1964 (Από το περίφημο μικρό Κόκκινο Βιβλίο)

Η 20η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε στο Πεκίνο τον Μάρτη 2003 για να εγκρίνει τις αλλαγές στην ηγεσία του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) και τα εκτελεστικά όργανα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας που είχαν αποφασιστεί τέσσερις μήνες νωρίτερα από τη νομενκλατούρα του κόμματος στο 16ο Συνέδριο. Η προώθηση της «πέμπτης γενιάς» ηγετών, με τον Hu Jintao επικεφαλής, έχει συνοδευτεί από τη διάλυση του Κρατικού Συμβουλίου Σχεδιασμού και Ανάπτυξης, υπεύθυνου για τα πεντάχρονα σχέδια. Το τελευταίο σύμβολο της σχεδιασμένης οικονομίας έχει, μ’ αυτό τον τρόπο, εξαφανιστεί με την οριστική εγκαθίδρυση της αγοράς ως ρυθμιστικού μηχανισμού.

Αλλά πώς η Κίνα έγινε καπιταλιστική;

1976 – 1989: η άνοδος και η ήττα των μεταρρυθμίσεων του «σοσιαλισμού της αγοράς»

Αφού αποκαταστάθηκε το 1976, ο Den Xiaoping ανάγγειλε το 1978 την πολιτική των τεσσάρων «νεωτερισμών»: την καθιέρωση μιας κρατικά ελεγχόμενης αγροτικής αγοράς και τη διάλυση των Λαϊκών Κομμούνων, τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών προσανατολισμένων στις εξαγωγές με επενδύσεις από το εξωτερικό μέσω μεικτών επιχειρήσεων και την μερική απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου. Μετά την παραίτηση του Hua Guofeng – διορισμένου κληρονόμου του Μάο – το 1980, αυτή η πολιτική γενικεύθηκε και επέτρεψε μια σημαντική σταθεροποίηση της γραφειοκρατίας (η οποία αυξήθηκε από το 1,5% το 4,4% του πληθυσμού σε λιγότερο από δέκα χρόνια) και την εμφάνιση μιας μεταρρυθμιστικής πτέρυγας στο εσωτερικό της. Το 1985 στην 3η Ολομέλεια της 12ης Κεντρικής Επιτροπής επέκτεινε τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα της βιομηχανίας των αστικών κέντρων, γενικεύοντας την αυτονομία στη διαχείριση των επιχειρήσεων, καταφυγή στους μηχανισμούς της αγοράς, οριζόντιες σχέσεις μεταξύ τω επιχειρήσεων, ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού συστήματος ως άξονα για το συντονισμό του Σχεδίου καθώς και για το συνδυασμό όλων των μορφών ιδιοκτησίας σ’ ένα «σοσιαλισμό της αγοράς», συνενώνοντας στοιχεία μεταρρυθμίσεων που είχαν δοκιμασθεί πειραματικά στην Ανατολική Ευρώπη.

Το 1987, παρ’ όλ’ αυτά, οι μεταρρυθμίσεις εισήλθαν σε μια σημαντική τριπλή αποθεματική κρίση – μία αύξηση της ακαθάριστης κατανάλωσης πάνω από την οικονομική ανάπτυξη και υψηλό πληθωρισμό£ μια κρίση «ανοίγματος της ψαλίδας» που πήγαζε από την ανεπάρκεια των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονταν από το δημόσιο τομέα για την ικανοποίηση των αναγκών των αγροτών στην νέα αγροτική οικονομία£ μια κρίση της ασφάλειας των τροφίμων που προκλήθηκε από την ανεπάρκεια των βασικών διατροφικών προϊόντων (ρύζι, καλαμπόκι) παρά μια εξαιρετική σοδειά εκείνη τη χρονιά.

Η οικονομική κρίση που μετασχηματίστηκε σε πολιτική κρίση μετά από ενάμιση χρόνο βαθιών φραξιονιστικών διαμαχών στο εσωτερικό του ΚΚΚ και ο μεταρρυθμιστής Γενικός Γραμματέας, Hu Yaobang, αποπέμφθηκε . Το 13ο Συνέδριο, που συγκλήθηκε τον Οκτώβριο εκείνου του χρόνου, υιοθέτησε το θεωρητικό πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του «σοσιαλισμού της αγοράς» μαζί μ’ ένα σκληρό σχέδιο αναδιαρθρώσεων υπό την ηγεσία του νέου Γενικού Γραμματέα, Zhao Ziyang, που επίσης προέρχεται από τον μεταρρυθμιστικό τομέα. Η πολιτική και οικονομική κρίση παρέμεινε ανεξέλεγκτη.

Κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 1989 με την εξέγερση της Πλατείας Tienanmen, μια διάσπαση στο εσωτερικό του ΚΚΚ και την εκδίωξη του Zhao Ziyang. Η σφαγή της Πλατείας Tienanmen σημάδεψε την τελική κρίση των μεταρρυθμίσεων του «σοσιαλισμού της αγοράς» και την ήττα του προσανατολισμένου στις μεταρρυθμίσεις τομέα της γραφειοκρατίας της ΚΚΚ.

Εντούτοις, η συντηρητική φράξια δεν είχε εναλλακτική επιλογή, ακόμη και αν έβαλε ένα άμεσο τέλος, με την επιβεβαίωση των «Τεσσάρων Αρχών», σε κάθε δυνατότητα πολιτικής μεταρρύθμισης που θα έθετε σ’ αμφισβήτηση τη δικτατορία του ΚΚΚ. Την ίδια ώρα λάμβανε χώρα η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η ήττα του σοβιετικού πραξικοπήματος το Σεπτέμβριο του 1990 και η τελική διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, η εισαγωγή των «θεραπειών σοκ» και η παλινόρθωση του καπιταλισμού στο πρώην «σοσιαλιστικό μπλοκ». Τον Ιανουάριο του 1992 ένας γερασμένος και ημι-παράλυτος Deng Xiaoping επισκέφθηκε την ειδική οικονομική ζώνη του Shenzen, παρουσιάζοντας την σαν ένα παράδειγμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα έπρεπε να υιοθετηθεί και έριξε το σύνθημα «Πλουτίστε!»

1992-1997: παλινόρθωση του καπιταλισμού

Τον Οκτώβριο του 1992, συγκλήθηκε το 14ο Συνέδριο του ΚΚΚ. Την ίδια ώρα που ένα πολύ σκληρό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεων εμπνευσμένο από τις οδηγίες του ΔΝΤ εφαρμοζόταν, η οικονομία της αγοράς και ο νόμος της αξίας γενικεύονταν, όπως και οι ειδικές οικονομικές ζώνες. Η επιρροή των κεντρικών αρχών και του Σχεδίου μειωνόταν πάνω στις τοπικές αρχές που ανέπτυσσαν τις δικές τους αγορές σ’ ανταγωνισμό μ’ εκείνες των άλλων περιοχών. Η ισορροπία ανάμεσα στις φράξιες του ΚΚΚ διατηρούνταν, αλλά η τελική απόφαση βρισκόταν στα χέρια του Jiang Zemin και ευνοούσε την κυριαρχία της μεταρρυθμιστικής φράξιας. Δε γινόταν, πλέον, αναφορά στο «σοσιαλισμό της αγοράς» αλλά σε μια «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς» και αυτή η μεταβολή σημάδευε την έναρξη του μετασχηματισμού της ταξικής φύσης του κράτους, καθώς ο δημόσιος τομέας άρχισε να βυθίζεται στα νερά της εμπορευματικής οικονομίας. Η φάση των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου – η αρχική αίτηση χρονολογούνταν από το 1988 – ξεκινούσε. Ο κρατικός τομέας της οικονομίας που λογάριαζε για το 73% της βιομηχανικής παραγωγής το 1988 μέχρι το 1992 ήταν στο 35%.

Ανάμεσα στο 1992 και 1997 – οπότε συγκλήθηκε το 15ο Συνέδριο του ΚΚΚ, λίγο μετά το θάνατο του Deng Xiaping – ο δημόσιος τομέας πολιορκούνταν από την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του αγροτικού βιομηχανικού τομέα, τις ειδικές οικονομικές ζώνες και τις νέες ιδιωτικές επιχειρήσεις των αστικών κέντρων. Επίσης συνειδητά λεηλατούνταν από τις επαρχιακές γραφειοκρατίες οι οποίες, μέσα σ’ ένα κλίμα αχαλίνωτης διαφθοράς, επωφελούνταν από τον κεντρικό προϋπολογισμό για να χρηματοδοτήσουν κοινωνικές δαπάνες και επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα στις επαρχίες τους. Οι τοπικές γραφειοκρατίες μπορούσαν μόνο να φορολογήσουν τους ιδιωτικούς τους τομείς για να στηρίξουν τα αποθέματά τους, την ίδια ώρα που, αντιθέτως, οι ανάγκες των κυβερνήσεων των επαρχιών αυξάνονταν ενώ οι μεταφορές πόρων από την κεντρική διοίκηση μειώνονταν. Η κεντρική γραφειοκρατία είδε την ικανότητά της εξαγωγής του κοινωνικού υπερπροϊόντος από το δημόσιο τομέα να πέφτει και ήταν υποχρεωμένη να διαπραγματευτεί με τις τοπικές γραφειοκρατίες για τη συμβολή τους στον κεντρικό προϋπολογισμό. Οι περιφερειακές ανισορροπίες ήταν τεράστιες, η κοινωνική ανισότητα βρισκόταν σε έκρηξη, η ιδιωτικοποίηση της γεωργίας οδηγούσε στην ανεργία 250 εκατομμύρια αγρότες και σε μετανάστευση 100 εκατομμυρίων άλλων στις πόλεις – ο λεγόμενος «υπερπληθυσμός». Παρόλο που η φτώχεια μειώθηκε στην ύπαιθρο, στις πόλεις έκαναν την εμφάνισή τους 117 εκατομμύρια νέοι φτωχοί, το 80% των οποίων στις κεντρικές και δυτικές περιοχές. Το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα υγείας, τα οποία είχαν ιδιωτικοποιηθεί, βρίσκονταν σε προοδευτική αποσύνθεση.

Έπειτα από τη διεθνή ύφεση του 1990-1991, η Κίνα έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης ξένων επενδύσεων κεφαλαίου (πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες), το μερίδιο της στις ξένες επενδύσεις στην Ασία ταχύτατα ανέβηκε από το 20% σε περίπου 80% – κυμαινόμενο έτσι γύρω στο 52% ολόκληρης της ξένης επένδυσης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας έφτασε το 9.7% σ’ ετήσια βάση (έναντι 7.5% για τις «Ασιατικές Τίγρεις») και οι εξαγωγές αυξάνονταν κατά 19% ετησίως. Η ξένη επένδυση ανερχόταν σε περισσότερο από το 22% της συνολικής επένδυσης. 69% των εργατών σε προσανατολισμένες στις εξαγωγές ζώνες ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο είναι Κινέζοι, ή, αλλιώς, 18 εκατομμύρια άνθρωποι. Σύμφωνα με μια μελέτη του ΔΝΤ, αν η συσσώρευση του κεφαλαίου ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη μέχρι το 1994, από εκείνη την ημερομηνία και μετά ήταν η αύξηση στην παραγωγικότητα (μ’ ένα ετήσιο μέσο όρο του 4% έναντι 2% για τις «Ασιατικές Τίγρεις»).

Δεν αποτέλεσε έκπληξη που το 15ο Συνέδριο του ΚΚΚ επιχείρησε να προσαρμόσει την ιδεολογία στα γεγονότα και στα νέα κοινωνικά συμφέροντα. Μια αστική τάξη αναπτύχθηκε – περίπου 5%, που σημαίνει 50 εκατομμύρια άνθρωποι, που δήλωναν εισόδημα ψηλότερο από 12.000 δολάρια κατά κεφαλή – και νέα μεσαία στρώματα της πόλης εμφανίστηκαν. Αυτή η αστική τάξη είναι εσωτερικά δεμένη με οικογενειακούς δεσμούς με τη γραφειοκρατία, με τους Κινέζους καπιταλιστές στους κύκλους των εμιγκρέδων και με τους ξένους επενδυτές. O Wu Jinglian, σύμβουλος του πρωθυπουργού Zhu Rongji, πρότεινε ένα νέο ορισμό του σοσιαλισμού στο καταστατικό του ΚΚΚ: «κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομία της αγοράς». Στο μεταξύ, ο αντιπρόεδρος της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών Liu Ji συνόψισε τον μαρξισμό σε δύο αρχές: «Το συμφέρον του λαού είναι αυτό που είναι πιο σημαντικό και το κόμμα πρέπει να υπηρετεί το λαό μ’ όλη του την καρδιά». Στα αρχικά σχέδια η αναφορά στο προλεταριάτο ως «πρωτοπορίας της επανάστασης» έδωσε τη θέση του στους «μισθωτούς υπαλλήλους» παρόλο που τελικά η επιλογή που υιοθετήθηκε ήταν πιο επιστημονική, αναφέροντας την «εργασία ως εμπόρευμα». Το ΚΚΚ αποχαιρέτησε την εργατική τάξη τον Οκτώβριο του 1997 όταν ανακοίνωσε την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα με την απόλυση 200 εκατομμυρίων εργατών μέσα σε 5 χρόνια. Η καπιταλιστική παλινόρθωση ήταν ήδη ένα μη αναστρέψιμο γεγονός.

1997 – 2001: ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία, κρίση υπερπαραγωγής και νεοκεϋνσιανισμός

Παρ’ όλ’ αυτά, η κληρονομιά των διευθυντικών μηχανισμών του παλιού γραφειοκρατικά παραμορφωμένου εργατικού κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας παρείχε μια ουσιαστική υπηρεσία στην κινέζικη νομενκλατούρα. Της επέτρεψε να βγει σχεδόν αλώβητη από την ασιατική κρίση του 1997-1998 με εξαίρεση τη χρεοκοπία της Διεθνούς Εταιρείας Εμπορίου και ορισμένων επενδύσεων στην Guangdong. Οι μεγάλες εθνικές τράπεζες υποστηρίχθηκαν από το κράτος, το οποίο εγγυήθηκε τα εταιρικά χρέη£ οι κρατικοί έλεγχοι απέτρεψαν τη διείσδυση του κερδοσκοπικού βραχυπρόθεσμου κεφαλαίου, περιορίζοντας τις ξένες πιστώσεις – παρόλο που το εξωτερικό χρέος ανήλθε από το 5,2% το 1985 στο 13.8% το 1998 – και τις κερδοσκοπικές επιθέσεις στο εθνικό νόμισμα, το renminbi, το οποίο δεν ήταν μετατρέψιμο. Η επίδραση της κρίσης οδήγησε σε μία άνοδο της αξίας του renminbi κατά 60% σε σχέση με τα νομίσματα της Νοτιοανατολικής Ασίας και σε μία πτώση κατά 20% σε σχέση το ιαπωνικό Γιεν, οδηγώντας σε μία πτώση της σχετικής ανταγωνιστικότητας η οποία μείωσε το ρυθμό αύξησης των εξαγωγών – ήταν μόλις 0.5% το 1998 και 6.1% το 1999. Η ξένη επένδυση έπεσε κατά 11% στη διάρκεια του ίδιου έτους.

Η κινέζικη κυβέρνηση εφάρμοσε μία τυπικά νεοκεϋνσιανή πολιτική για να στηρίξει τη ζήτηση, επικεντρωμένη ειδικά στις κεντρικές και δυτικές περιοχές, των οποίων οι γραφειοκρατίες απαίτησαν μια αλλαγή πολιτικής στη διάρκεια του 15ου Συνεδρίου εξαιτίας της αδυναμίας τους να ανταμειφθούν από τα οφέλη της αγοράς. Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν από το 12% του ΑΕΠ το 1997 στο 16% το 1999, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού αυξήθηκε από 1.8% σε 3.1% την ίδια περίοδο. Οι μισθοί των κρατικών λειτουργών αυξήθηκαν κατά 20% και εκδόθηκαν κρατικά ομόλογα συνολικού ύψους 160 δισεκατομμυρίων renminbi. Παρ’ όλ’ αυτά τα μέτρα αποδείχτηκαν ανεπαρκή και η κρίση υπερπαραγωγής συνεχίστηκε, οδηγώντας σε πληθωρισμό. Καταργήθηκαν οι δασμολογικοί φραγμοί ανάμεσα στις επαρχίες και η εσωτερική αγορά ενοποιήθηκε.

Το 1999 ο δείκτης των τιμών καταναλωτή έπεσε κατά 1.4%. Η μη χρησιμοποιούμενη παραγωγική ικανότητα ανέβηκε στο 40% του ΑΕΠ. Η Κίνα βίωσε πλήρως, για πρώτη φορά, τις συνέπειες ενός καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου. Σ’ αυτό το σενάριο κρίσης η κινέζικη κυβέρνηση αποφάσισε να εγκαινιάσει την τελική φάση της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα και, έτσι, οι ιδιωτικοποιήσεις αποφασίστηκαν στο 15ο Συνέδριο του ΚΚΚ.

2001 – 2003: είσοδος στον ΠΟΕ, τα όρια των κεϋνσιανών πολιτικών και το 16ο Συνέδριο του ΚΚΚ

Οι κινεζικές αρχές συνέχισαν την πολιτική τους κεϋνσιανών ερεθισμάτων στη διάρκεια των ετών 2000, 2001 και 2002 χωρίς να βάλουν τέρμα στον πληθωρισμό. Η διεθνής ύφεση μείωσε τις εξαγωγές στις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία στο επίπεδο του 7.5% του ΑΕΠ, γεγονός που έκανε την μακροοικονομική διαχείριση ακόμη πιο περίπλοκη. Παρόλο που το δημόσιο χρέος δεν ξεπέρασε ποτέ το 15% του ΑΕΠ, πολλαπλασιάστηκε κατά 80 φορές από το 1981, σκαρφαλώνοντας από τα 870 εκατομμύρια στα 40 δισεκατομμύρια renminbi. Η βασική αιτία γι’ αυτό ήταν η φορολογική κρίση της κεντρικής διοίκησης – ενώ το 1978 εισέπραττε το 29.5% του ΑΕΠ σε φόρους, το ποσοστό αυτό είχε πέσει το 13.3% το 1999 – που περιόριζε την ικανότητά της για ψευδο-κεϋνσιανή ρύθμιση, η οποία συντηρούνταν χάρη στη συνεχιζόμενη έκδοση ομολόγων σ’ αυξανόμενη ποσότητα, σ’ ένα βίαιο κύκλο από τον οποίο ήταν δύσκολο να βγει.

Το Δεκέμβριο του 2001 η Λαϊκή Δημοκρατία της Κϊνας επίσημα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Τα τελικώς πέντε χρόνια διαπραγματεύσεων κατέληξαν σε σημαντικές παραχωρήσεις από την πλευρά της Κίνας, οι οποίες απειλούν το 60% της βιομηχανίας αυτοκινήτων της χώρας και το 50% της βιομηχανίας τροφίμων της.

Ο λόγος γι’ αυτές τις παραχωρήσεις σχετίζεται με την αλλαγή της κοινωνικής φύσης του κράτους. Η υποβαθμισμένη γραφειοκρατία, το χάος των ιδιωτικών συμφερόντων και η γενικευμένη διαφθορά δεν μπορούν να υπολογίζουν σε καμία άλλη δύναμη πέρα από την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά για να χωρέσει την έκρηξη των περιφερειακών ανισοτήτων και του προστατευτισμού των επαρχιών. Μόνο η πειθαρχία μιας επιβεβλημένης αναδιάρθρωσης από τα έξω από το διεθνή καπιταλισμό μοιάζει ικανή να περιορίσει την αυτονόμηση των επαρχιακών διοικήσεων. Το γιγάντιο τριπλό φράγμα στον ποταμό Yangtze έχει γίνει το σύμβολο αυτή της διαδικασίας£ αφού συνελήφθη ως μία «σοσιαλιστική» λύση στα αιώνια δεινά της Κίνας, αποπερατώνεται σ’ ένα κλίμα αχαλίνωτης διαφθοράς.

Τον Οκτώβριο του 2002 η κινεζική οικονομία άρχισε αργά να ανακτά την τάση προς την ανάπτυξη. Τα κέρδη στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν κατά 10%, μολονότι αυτά του δημόσιου τομέα συνέχισαν να πέφτουν κατά 10% (- 4,1%). Με μεγαλύτερη βραδύτητα, η ιδιωτική κατανάλωση και επένδυση έχουν σύμφωνα με το ΔΝΤ αρχίσει να υπερβαίνουν τις δημόσιες δαπάνες σαν κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης, η οποία στο τέλος του 2002 έφτασε το 9%, ή κατά μία ποσοστιαία μονάδα περισσότερο από το 8% που είναι αναγκαίο για την απορρόφηση της δημογραφικής ανάπτυξης και τον περιορισμό της αύξησης της ανεργίας.

Με μια ορισμένη ειρωνεία, όταν συγκλήθηκε το 16ο Συνέδριο του ΚΚΚ στο Πεκίνο στις 8 Νοεμβρίου 2002, φαινόταν να πραγματοποιείται η προφητεία του Μάο για τον κίνδυνο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην Κίνα. Στην πορεία του Συνεδρίου η τρίτη γενιά, που αντιπροσωπευόταν από τον Jiang Zemin, παρέδωσε την άμεση εκτελεστική εξουσία στην τέταρτη γενιά του Hu Jintao, διατηρώντας, εντούτοις, την επιρροή της στο παρασκήνιο. Η κύρια ιδεολογική συμβολή της τρίτης γενιάς του ΚΚΚ ήταν η «θεωρία» των «τριών εκπροσωπήσεων» σύμφωνα με την οποία το ΚΚΚ εκπροσωπούσε όχι τους εργάτες και τους αγρότες στην Κίνα, ούτε καν τα «στελέχη» της νομενκλατούρας του, αλλά «τις προηγμένες παραγωγικές δυνάμεις, την εκσυγχρονιστική κουλτούρα και τα συμφέροντα των πλατιών μαζών». Το Συνέδριο εισήγαγε μία έκκληση για τη στρατολόγηση καπιταλιστών στο ΚΚΚ, προβλέποντας για τους τελευταίους μια ειδική εισφορά μέλους στο ύψος του 1% των ετησίων εισοδημάτων τους. Ο Xiang Shaoling, ιδιοκτήτης της Baopu Garments Company, διαμαρτυρήθηκε δημόσια: «Αποτελεί τιμή να είναι κανείς μέλος του κόμματος, αλλά η κομματική εισφορά είναι πολύ υψηλή».

Συμπέρασμα

Από ανθρωπιστική, κοινωνική, οικονομική και οικολογική άποψη, το κόστος της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κίνας έχει υπάρξει τεράστιο. Ωστόσο σήμερα είναι το πιο φωτεινό παράδειγμα μιας «μεταβατικής κοινωνίας», το οποίο η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτά τα 25 χρόνια μεταρρυθμίσεων, ιδιαιτέρως μετά το 1992, έχουν επιστεγαστεί με επιτυχία μόνο χάρη στη σύμπτωση διαφόρων παραγόντων: της τρομερής καταστολής του δημοκρατικού κινήματος το 1979 και το 1989, της τροποποίησης των διεθνών συσχετισμών ισχύος που δημιούργησε η κατάρρευση των μετα-σταλινισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μέσω του ΠΟΕ, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ανελέητης συντριβής κάθε προσπάθειας που επιδίωκε περισσότερο ανθρώπινες βιοτικές συνθήκες για την εργατική τάξη, η οποία υπόκειται σε πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου που μοιάζει με δαντική κόλαση, δυνατή μόνο μέσω της προστασίας της γραφειοκρατικής δικτατορίας του ΚΚΚ.

Το ΚΚΚ έχει κατορθώσει να επιβιώσει μέσα απ’ όλες τις εσωτερικές του κρίσεις, ιδιαιτέρως τις σοβαρές του διασπάσεις και εκκαθαρίσεις του 1976, 1980 και 1988-1989, χάρη σ’ ένα εσωτερικό σύμφωνο που τρεφόταν από το «σύνδρομο της πολιτιστικής επανάστασης». Πούλησε την πολιτική του ψυχή πρώτα στον Deng Xiaoping, μετά στον Jiang Zemin, εγγυητές της κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας της γραφειοκρατίας.

Με το φόβο πάνω απ’ όλα της αυτόνομης δραστηριότητας των μαζών, το ΚΚΚ ελπίζει να εγγυηθεί τη σταθερότητα μέσα από μια δικτατορία του μοναδικού κόμματος και την πειθαρχία της καπιταλιστικής αγοράς. Οι αναφορές στον μαρξισμό έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σ’ ένα σοβινιστικό και συντηρητικό εθνικισμό, αν όχι στις προλήψεις του Falun Gong και άλλων σεκτών.

Οι χειρότερες συνέπειες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης δεν έχουν έρθει ακόμη.

Μετά τα πιο κλασικά μοντέλα κρίσεων τύπου «θεομηνίας», πρόκειται να πάρουν την μορφή μιας κρίσης σε τρόφιμα – δεδομένης της αδυναμίας της αγροτικής παραγωγικότητας και την ανάγκη μαζικών εισαγωγών τροφίμων – και μιας οικολογικής κρίσης εξαιτίας της καταστροφής των δασών και των πλημμύρων. Η κρίση υπερπαραγωγής δεν μπορεί να περιοριστεί από την αύξηση των εξαγωγών που στηρίζεται σε μια διαρκή μείωση του κόστους παραγωγής. Παρά την απόλυτη απουσία εργατικών δικαιωμάτων και τον αδυσώπητο αγώνα για την πώληση της εργατικής τους δύναμης ανάμεσα στον «υπερπληθυσμό» που εκτοπίζεται από την ύπαιθρο και τους νέους ανέργους που παράγει η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, οι συγκρούσεις στην παραγωγή και οι τοπικές κοινωνικές εκρήξεις πολλαπλασιάστηκαν στο πέρασμα της δεκαετίας του 1990 σύμφωνα με τα ίδια τα επίσημα στοιχεία, οδηγώντας σε μια συσσώρευση εμπειριών – αργή, άνιση, αλλά συνεχή – για την εργατική τάξη. Η Κίνα είναι ο αδύναμος κρίκος του καπιταλισμού και όπως το έθεσε ο Μάο «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι».

G. Buster*

Μετάφραση: Παναγιώτης Σηφογιωργάκης

* Ο G. Buster συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Viento Sur, που εκδίδεται από μέλη της 4ης Διεθνούς στην Ισπανία

Βιβλιογραφία

  • – Liu Yufan, “A Preliminary Report on ChinaΕs Capitalist Restoration”, Links, τεύχος 21, Αύγουστος 2002.
  • £ Liu Yufan, http://www.3bh.org.uk/IV/Issues/2002/IV338/IV338%2009.htm «“Will China Shake the World?”, International Viewpoint, Απρίλιος 2002.
  • £ Willy Wo-Lap Lam, The Era of Jiang Zemin, Prentice Hall 1999.
  • £ Andrew J Nathan and Bruce Gilley, ChinaΕs New Rulers: The Secret Files, Granta Books, 2002.
  • £ Ruan Ming, Deng Xiaoping, Chronicle of an Empire, Westview Press, 1992
  • £ David S. G. Goodman, Deng Xiaoping and the Chinese Revolution, Routledge, 1994.
  • £ Minxin Pei, “ChinaΕs Governance Crises”, Foreign Affairs, Οκτώβρης 2002.
  • £ Roland Lew, «http://www.3bh.org.uk/IV/Issues/2002/IV343/IV343%2020.htm» Rebellion in the Rustbelt”, International Viewpoint, 343, Σεπτέμβριος 2002.
  • £ Roland Lew, http://www.3bh.org.uk/IV/Issues/2003/IV348/IV348%2007.htm» Taking the Capitalist Road”, International Viewpoint, 348, Μάρτιος 2003.
  • £ Jeffrey Sachs and Wing Thye Woo, “ChinaΕs Transition Experience, Reexamined”, Transition Newsletter, World Bank.
  • £ Livio Maitan, * HYPERLINK «http://www.3bh.org.uk/IV/Issues/2001/IV328/IV328%2002.htm» Odyssey 2001”, International Viewpoint, Φεβρουάριος 2001.
  • £ World Bank, China Update, Μάρτιος 2001, Washington DC
  • £ Chen, S. Y Yang, Y, “ChinaΕs Growth and Poverty Reduction: Trends Between 1990 and 1999”, Policy Research Working Paper, number 2651, World Bank, 2001.
  • £ Ianchovichina, E y Martin, W “Trade Liberalization in ChinaΕs Accession to the WTO”, Policy Research Working Paper τεύχος 2623, World Bank, 2001.
  • £ DSP (Australia), The Class Nature of the Chinese State, Report Adopted by the Congress of the DSP, Ιανουάριος 1999.

Σπάρτακος 74, Μάης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3614

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s