του Ergun Aydinoglu
Μέχρι σήμερα, όταν ο διεθνής Τύπος κάλυπτε” την πραγματικότητα της Τουρκίας, είχε πάντα μερικά τυποποιημένα θέματα όπως οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το κουρδικό πρόβλημα, ή το Kυπριακό ζήτημα.
Σε ότι αφορά αυτή την κάλυψη δεν υπήρξε έως τώρα κάτι το ασυνήθιστο, στον βαθμό που αυτή η χώρα δεν έχει διαδραματίσει σχεδόν ποτέ έναν ρόλο ως περιφερειακή δύναμη, εκτός απ’ αυτόν που διαδραμάτισε με την στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το 1974. Εντούτοις, τους τελευταίους δώδεκα μήνες, η Τουρκία είναι η πηγή πολλών ιστοριών που προβάλλει ο διεθνής Τύπος οι οποίες συνδέονται άμεσα με τα διεθνή στρατηγικά ζητήματα. Η ένταξη της Τουρκίας ως μέλος της Ε.Ε ήταν ένα από τα πολυσυζητημένα ζητήματα πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 2002), παρά το γεγονός ότι αυτή η χώρα δεν ήταν μεταξύ εκείνων για τι οποίες η πλήρης ιδιότητα μέλους θα αποφασιζόταν απ’ αυτή τη σύνοδο κορυφής. Ωστόσο, ήταν τόσο έντονες οι συζητήσεις (για την ιδιότητα μέλους της Τουρκίας) κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής περιόδου της συνόδου κορυφής που ανάγκασαν τον κ. Verhogen, (αρμόδιο της Επιτροπής για τη διεύρυνση) να δηλώσει πως δεν θα επέτρεπε η Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης να μετατραπεί σε μια «Σύνοδο Κορυφής για την Τουρκία». Όμως κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ότι από τους σοβαρότερους πονοκεφάλους αυτής της συνόδου κορυφής, ήταν η ανάγκη του να δοθεί μια σαφής απάντηση στους Τούρκους χωρίς όμως να είναι ταπεινωτική γι αυτούς, όπως επίσης να υπενθυμίσει στο σύνολο της κοινότητας την επείγουσα ανάγκη του καθορισμού των τελικών συνόρων της Ένωσης. Μια επίσης εκτενή κάλυψη από την πλευρά του διεθνούς τύπου είχαμε και μετά την έκβαση των τουρκικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2002.
Ένα «νέο-ισλαμικό» κόμμα αύξησε τη δύναμη του σε μια μουσουλμανική χώρα σαν την Τουρκία η οποία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα μια μακροχρόνια σύμμαχος των Η.Π.Α, της οποίας ο ρόλος θα είχε ζωτική σημασία στη στρατιωτική επίθεση των «Συμμάχων» ενάντια στο Ιράκ. Μερικούς μήνες αργότερα, την 1η Μαρτίου του 2003, ακόμα μια έκπληξη ήρθε όταν το τούρκικο Κοινοβούλιο απέρριπτε μια κίνηση που θα επέτρεπε στις «Συμμαχικές» δυνάμεις να επιτεθούν στο Ιράκ από το τουρκικό έδαφος.
Αυτό ήταν μια πικρή έκπληξη όχι μόνο για την Συμμαχία Η.Π.Α Βρετανία αλλά και για το τούρκικο καθεστώς, το οποίο είχε υποστηρίξει φλογερά τόσο τη συμμετοχή της Τουρκίας στην εισβολή, όσο και την άποψη ότι η παραπάνω κίνηση θα «περνούσε» σε ψηφοφορία με συντριπτική πλειοψηφία. Όπως είναι ευρέως γνωστό, οι Η.Π.Α άλλαξαν αμέσως τα στρατιωτικά τους σχέδια και έκαναν ότι είχαν προγραμματίσει να κάνουν, χωρίς την άμεση συμβολή της Τουρκίας. Αυτό βέβαια δεν ήταν το τέλος της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και «Συμμάχων».
Δεδομένου ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του Βρετανία αντιμετώπιζαν όλο και περισσότερες δυσκολίες στο πρόσφατα «ελευθερωμένο» Ιράκ, το θέμα της αποστολής τουρκικών δυνάμεων είχε τεθεί πλέον στην ημερήσια διάταξη της Τουρκίας. Επτά μήνες μετά την απόρριψη μιας κίνησης που θα επέτρεπε στις αμερικανικές δυνάμεις να επιτεθούν στο Ιράκ από το Βορρά του, το ίδιο τουρκικό Κοινοβούλιο ψήφισε με μεγάλη πλειοψηφία για μια κίνηση που επιτρέπει στην κυβέρνησή του να στείλει Τούρκους στρατιώτες στο Ιράκ, για να «βοηθήσει» κατά αυτόν τον τρόπο στην υποτιθέμενη «ανοικοδόμηση του Ιράκ».
«Σχέσεις Τουρκίας Ε.Ε» ή η λανθασμένη agenda της τουρκικής πολιτικής
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις στην Τουρκία δείχνουν ότι περισσότερο από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων τάσσονται υπέρ της προσχώρησης της χώρας τους στην Ε.Ε. Οι δημοσκοπήσεις όμως επίσης δείχνουν ότι ειδικότερα μεταξύ των ερωτηθέντων νεολαίων, περισσότερο από το 75% είναι έτοιμοι να εγκατασταθούν σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα μόλις η Τουρκία γίνει πλήρες μέλος. Επίσης η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που είναι υπέρ της ένταξης προβάλλουν ως κυρίαρχο θετικό λόγο της στάσης τους, το ότι ουσιαστικά θα είναι οι ίδιοι, αυτοί που ωφεληθούν από το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και εργασίας μέσα στην κοινότητα.Στην πραγματικότητα, αυτές οι δημοσκοπήσεις δείχνουν περισσότερο την ιδιαιτερότητα της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας η ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε έγινε ένα σημαντικό θέμα στην πολιτική ημερήσια διάταξη της Τουρκίας παρά την θετική άποψη του μέσου πολίτη σχετικά με την Ε.Ε.
Για να κατανοήσει καλύτερα κάποιος αυτή την ιδιαιτερότητα, μάλλον είναι απαραίτητο να κάνει μια σύντομη αλλά ουσιαστική αναδρομή στις εξελίξεις των τριών τελευταίων ετών.Η Τουρκία είναι υποθετικά μέρος του σχεδίου οικοδόμησης της Ε.Ε από τότε που υπογράφηκε η Συνθήκη της Ρώμης το 1963. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν εκφράσει, και συνεχίζουν να το κάνουν, απόψεις που τάσσονται υπέρ της αδυναμίας ένταξης της Τουρκίας ως πλήρες μέλος της Κοινότητας. Σε αντίθεση μ’ αυτό, το ενδιαφέρον για προνομιακές σχέσεις από και με την Ένωση που προέρχεται από ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνδέσεις της, καθώς επίσης και τη γεωστρατηγική της θέση, οδηγούν στην εφαρμογή της διαδικασίας για την πλήρη ιδιότητα μέλους το 1987. Οχτώ χρόνια αργότερα, το 1995, η Τουρκία και η Ε.Ε υπογράφουν τη συμφωνία τελωνειακών ενώσεων, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως σημείο κορύφωσης σε αυτήν τη σχέση.
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Τουρκία είναι η μόνη χώρα υποψηφίων που υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία τελωνειακής ένωσης, χωρίς την εγγύηση της ιδιότητας του πλήρες μέλους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε στο Ελσίνκι που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1999, της χορηγείται η θέση ενός υποψηφίου στο δρόμο για την ένταξή της. Είναι δύσκολο να υποστηριχτεί ότι η απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε στο Ελσίνκι συνοδεύτηκε με έναν ενθουσιασμό μεταξύ των απλών πολιτών της Τουρκίας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι εάν το ίδιο δημοψήφισμα είχε πραγματοποιηθεί αμέσως μετά από τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι το 1997, τα αποτελέσματα θα ήταν αρκετά διαφορετικά και θα έδειχναν προπάντων την αδιαφορία των Τούρκων πολιτών προς το ζήτημα. Αυτή η αδιαφορία θα ήταν αρκετά κατανοητή δεδομένου ότι το θέμα της ιδιότητας πλήρους μέλους στην Ε.Ε δεν είχε ποτέ συζητηθεί σοβαρά στη δημόσια ζωή αυτής της χώρας. Εκτός από μια «ελιτίστικη» μειονότητά της (μια χούφτα γραφειοκρατών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και διανοούμενων), η Ευρώπη για το μέσο Τούρκο πολίτη, δεν είναι παρά ένας «απόμακρος κόσμος» στον οποίο μπορεί κάποτε να βρεθεί με την ιδιότητα του τουρίστα, του σπουδαστή ή με αυτή του οικονομικού μετανάστη-εργάτη. Και όμως η εικόνα το 2002 ήταν αρκετά διαφορετική. Διαβάζοντας κάποιος τις τουρκικές εφημερίδες της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2002 θα μπορούσε να έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα της Ε.Ε είχε συζητηθεί ευρέως στη χώρα και ότι η Τουρκία ήταν στο κατώφλι της Ένωσης. Παράλληλα όμως με την κυρίαρχη εθνική agenda πάνω στο ζήτημα, μια ιδιαίτερη μετατόπιση της κοινής γνώμης έχει βεβαιωθεί, με μια μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας αρχικά να συναθροίζεται πίσω από την προοπτική της ένταξης στην Ε.Ε.Ήταν αρκετά σαφές ότι αυτό δεν ήταν μια έκβαση προερχόμενη από μια σοβαρή δημόσια συζήτηση, ούτε το αποτέλεσμα μιας προοπτικής εξέλιξης.
Δεν υπήρξε καμία σοβαρή δημόσια συζήτηση και ό,τι συνέβη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ξαφνική δραματική αλλαγή παρά μια «εξέλιξη».
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, ακριβώς μερικά χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 1999, όταν ο Οcalan ηγέτης του PKK, αναζήτησε πολιτικό άσυλο στην Ιταλία, ένα σοβινιστικό κύμα απλώθηκε πέρα ως πέρα στην Τουρκία με την έκφραση της δημόσιας έχθρας όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά και για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που ενδεχομένως θα παρείχαν άσυλο στο πιο «ανεπιθύμητο πρόσωπο» της Τουρκίας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών που έγιναν μερικούς μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1999, έκλιναν σημαντικά προς αυτή την άποψη.
Ως προς την Ε.Ε, οι θέσεις των δυο μεγαλύτερων κομμάτων MHP και DSP (νικητών στις εκλογές), ήταν κάθε άλλο παρά φιλικές.
Εκτός από αυτό, ο κυβερνητικός συνασπισμός των τριών κομμάτων που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές είχε θέσεις, τουλάχιστον μέχρι την οικονομική κρίση του Φεβρουαρίου του 2001, οι οποίες ήταν διαφορετικές στα θέματα που σχετίζονταν με την Ε.Ε, (εκτός φυσικά από τα επιβαλλόμενα «οικονομικά κριτήρια»).
Τα ίδια κυβερνητικά κόμματα ήταν πολύ δυσαρεστημένα από τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης, αλλά και την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος το οποίο ήδη είχε γίνει ζήτημα της Ε.Ε.
Τα πολιτικά κριτήρια που έθεσε η Ε.Ε απαιτούσαν σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας, και κυρίως στη άκρως συντηρητική κουλτούρα του, για τα οποία υπεραμύνονταν ο κυβερνητικός συνασπισμός όπως και ο στρατός.
Το ίδιο ισχύει και για το κυπριακό. Από τότε που το συγκεκριμένο θέμα ήταν και είναι ένα από τα «εθνικά» θέματα της Τουρκίας, δεν υπήρξαν πολλοί υποψήφιοι μέσα στα κυβερνητικά κόμματα που να ήταν «ανοιχτοί» στην πραγματική λύση του προβλήματος. Ολόκληρο το πολιτικό καθεστώς συμπεριλαμβανόμενων και των Μ.Μ.Ε καθώς και το υψηλόβαθμο στρατιωτικό προσωπικό ελάμβαναν κάθε πίεση από την Ε.Ε σχετική με το Κυπριακό, ως προσβολή για την «εθνική τους αξιοπρέπεια».
Ως προς την απαίτηση της Ε.Ε για τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις προτάσεις του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα κόμματα του συνασπισμού είχαν αντιφατικές θέσεις, ενώ οι ίδιες προτάσεις ήταν σύμφωνες με την ιδεολογία τους στο βαθμό που υποστήριζαν κάποια σημαντικά νεοφιλελεύθερα μέτρα. Και όμως, αυτό το «πικρό χάπι» της επίτευξης της επονομαζόμενης «οικονομικής αποτελεσματικότητας της αγοράς» ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλές σε μεγάλα λαϊκά στρώματα και συνεπώς ήρθε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις των κομμάτων αυτών.
Ήταν αυτή η πραγματικότητα που έσπρωξε τον κυβερνητικό συνασπισμό να εφαρμόσει τέτοιες ευκαιριακές λύσεις, οι οποίες μερικές φορές ενόχλησαν τους αντιπρόσωπους του Δ.Ν.Τ.
Παρ όλα αυτά και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, άλλαξαν δραματικά τις απόψεις τους για την Ε.Ε όχι μόνο οι λαϊκές μάζες, αλλά και τα κόμματα της κυβέρνησης, ιδίως το ANAP και το DSP.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2002 το κοινοβούλιο «πέρασε» έναν αριθμό «μεταρρυθμιστικών πακέτων» τα οποία συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις των επονομαζόμενων κριτηρίων της Κοπεγχάγης. Ανάμεσα σ’ αυτά, ήταν σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες παραμένουν ως επί το πλείστον στα «χαρτιά» ενώ εισήγαγαν σημαντικές δημοκρατικές προόδους συμπεριλαμβανόμενης και της κατάργησης της θανατικής ποινής. Και να μην ξεχνάμε ότι αυτές οι νομοθετικές ρυθμίσεις ψηφίσθηκαν από ένα κοινοβούλιο το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο αντιδραστικά στη νεότερη ιστορία της Τουρκίας.
Από την άλλη, κάτω από την επιτήρηση του Kemal Dervish, διορισμένου υπουργού οικονομικών από τον πρωθυπουργό Bulent Ecevit, και μετά το σοκ της οικονομικής κρίσης (Φεβρουάριος 2001) προωθήθηκαν και μπήκαν σε εφαρμογή οι προτάσεις του Δ.Ν.Τ με ιδιαίτερη σχολαστικότητα.
Ως προς το Κυπριακό, σταδιακά κατέστη δυνατή η συζήτησή του, παρότι ήταν ένα από τα πλέον αδιαπραγμάτευτα ζητήματα της τουρκικής πολιτικής. Όλες αυτές οι εξελίξεις συμβάδιζαν χρονικά με την σουρεαλιστική υπερ-κάλυψη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε από το σύνολο των τούρκικων Μ.Μ.Ε ως να ήταν η επίτευξη της ζήτημα λίγων μηνών.
Δεδομένων όμως των πραγματικών σχέσεων Τουρκίας και Ε.Ε, το θέμα της πλήρους ένταξης, ουσιαστικά ήταν μια ψευδαίσθηση. Και όμως, κάτω από την τρομακτική πίεση της οικονομικής εξαθλίωσης, μεγάλα τμήματα του τούρκικου λαού χρειάζονταν αυτή την «ψευδαίσθηση», εφόσον είχαν πια χάσει και την τελευταία αισιοδοξία -προσδοκία για το μέλλον. Το επίκεντρο αυτής της λαϊκής «στροφής» ήταν φυσικά η έντονη οικονομική κρίση.
Πριν ακόμα αναφερθώ στις επιπτώσεις αυτής της κρίσης, αλλά και για να συμπληρώσω την εικόνα της Τουρκίας στα τέλη της δεκαετίας του `90, επιτρέψτε μου να κάνω κάποιες παρατηρήσεις για το ρόλο που έπαιξε και παίζει ο στρατός στην πολιτική σκηνή, καθώς και η εξέλιξη του πολιτικού ισλαμισμού στην Τουρκία.
Στρατηγοί: μόνιμοι νικητές στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας
Με τη νίκη τους επί του ισλαμικού κινήματος το 1996, οι στρατηγοί πιθανόν να σκέφτηκαν ότι κατάφεραν τη δεύτερή τους νίκη μέσα σε δυο δεκαετίες. Σαν πρώτη τους νίκη θεώρησαν την κατάπνιξη της αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος στις αρχές του ’80 ακολουθούμενης από το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980.
Η αριστερά της Τουρκίας και το συνδικαλιστικό κίνημα της δεκαετίας του `70, ήταν πολύ σημαντικά για πολλούς λόγους παρότι παρέμενε η κεντρική τους αδυναμία που δεν ήταν άλλη από την έλλειψη της ενότητας (πολυδιάσπαση). Οι στρατηγοί νικήσαν την αριστερά σχετικά εύκολα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγουν σε μαζικές δολοφονίες όπως είχε συμβεί σε παρόμοιες περιπτώσεις όπως αυτή της Ινδονησίας το 1965, της Χιλής το 1973 η ακόμα και της Αργεντινής στα τέλη της δεκαετίας του `70.
Στην Τουρκία τις αρχές του ’80 οι μαζικές συλλήψεις επαρκούσαν για να επιτευχθεί ο στόχος των στρατηγών.
Παρ όλα αυτά, ανεξάρτητα από την σοβαρή προσπάθεια καταστολής των λαϊκών κινητοποιήσεων και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό αυτό, η γενική εικόνα του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας χωρίς την παρουσία της αριστεράς και του παραδοσιακού κοινωνικού κινήματος, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι η ίδια..
Από τα τέλη του ’80 και μετά, σημειώνεται η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ, το οποίο ουσιαστικά ήταν η αντανάκλαση των εξελίξεων όπως αυτές είχαν συμβεί ως τότε. Ωστόσο ήταν επίσης και προϊόν της κατασταλτικής πολιτικής των στρατηγών οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη θρησκεία ενάντια στις «ανατρεπτικές αριστερές ιδεολογίες». Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ έφτασε στο ζενίθ της με τη σύσταση της κυβέρνησης συνασπισμού το 1996 με πρωθυπουργό τον Necmettin Erbakan, βετεράνο του ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία.
Δέκα μήνες αργότερα όμως, αυτή η Ισλαμοκρατούμενη κυβέρνηση εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το στρατιωτικό καθεστώς και μαζί με αυτό τερματίστηκε και η επιχείρηση καταστολής του πολιτικού Ισλάμ με έναν σχετικά «ανώδυνο» τρόπο. Προς τα τέλη του 90, φάνηκε ότι η καταστολή αυτή είχε ολοκληρωθεί. Κατά την ίδια περίοδο, οι στρατηγοί έψαχναν να βρουν την τρίτη τους νίκη στον πόλεμό τους ενάντια στους Κούρδους επαναστάτες. Δεδομένων των εξελίξεων αυτού του βρώμικου πολέμου όλες οι ενδείξεις έκλιναν στο ότι οι στρατηγοί θα νικούσαν και πάλι σε μερικά χρόνια. Σύντομα, και αυτή τους η προσδοκία εκπληρώθηκε.
Στις 16 Φεβρουαρίου του 1999 ο τότε τούρκος πρωθυπουργός Bulent Ecevit, ανακοίνωσε σε μια μεγάλη συνέντευξη τύπου (παρουσία πολλών δημοσιογράφων) ότι ο ηγέτης του κουρδικού κινήματος PKK βρισκόταν στα χέρια των τούρκικων δυνάμεων ασφαλείας, σε κάποιο μυστικό μέρος και σύντομα επρόκειτο να μεταφερθεί στην Τουρκία. Αργότερα μαθεύτηκε ότι ο Κούρδος ηγέτης είχε συλληφθεί από κάποιους «άγνωστους» στην Κένυα και είχε παραδοθεί στα μέλη των τούρκικων ειδικών δυνάμεων του στρατού οι οποίοι βρίσκονταν σε αεροπλάνο στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι.
Ανεξάρτητα από το ποιες ήταν οι πραγματικές συνθήκες της σύλληψης αυτής, ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη των έως τότε αποτυχημένων προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 25.000 ανθρώπους (κυρίως ενόπλους) και επέφεραν το ξερίζωμα εκατομμυρίων Κούρδων από τη γη τους.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν αυτή τη σύλληψη ήταν αξιοσημείωτες. Ο ηγέτης του Ρ.Κ.Κ ζήτησε τηλεφωνικά από το κελί του την παύση της ένοπλης πολιτικής πάλης από το λαό του, απαρνούμενος ωστόσο και τον ακρογωνιαίο λίθο που απάρτιζε το πολιτικό πρόγραμμα του κινήματός του, δηλαδή τη νίκη για τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.
Το αποτέλεσμα τον εκλογών του Απρίλη του1999 ήταν σχεδόν ένα φυσικό επακόλουθο και αυτών των εξελίξεων.
Τα δυο πιο ακραία εθνικιστικά κόμματα (το ΜΗΡ από τη δεξιά και το DSP από την «αριστερά») ήταν οι μεγάλοι νικητές και σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού με τη συμμετοχή του ΑΝΑΡ (Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας), το Μάιο του 1999.
Με το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης, οι αναταραχές που ταλάνιζαν τη χώρα για πάνω από 40 χρόνια, φάνηκε ότι έφταναν στο τέλος τους. Δεν υπήρχε πια κοινωνικό κίνημα καθοδηγούμενο από την αριστερά, ούτε και κουρδική ή ισλαμική απειλή. Αυτό δημιούργησε μια πολιτική «σταθερότητα» η οποία διακρινόταν από διαφθορά, αποσύνθεση και την ηγετική επιτήρηση του στρατού.
Διαφάνηκε ότι το πολιτικό καθεστώς που σχεδιάστηκε από τους στρατηγούς-πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, απολαμβάνει την τελική του νίκη.
Η κοινωνία που ήθελαν να εξατομικεύσουν και να αποπολιτικοποιήσουν, βρισκόταν τώρα στο στάδιο που είχαν ονειρευτεί. Ήταν αυτή η άχρωμη πολιτική εικόνα της Τουρκίας που θα άλλαζε δραματικά μετά από τρία χρόνια με τη νίκη του νέο-ισλαμικού κόμματος στις εθνικές εκλογές της 3ης Δεκεμβρίου του 2002.
Πρώτα απ όλα, το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Το νικητήριο κόμμα «Δικαιοσύνης και Ευημερίας» (ΑΚΡ) είχε συσταθεί πρόσφατα από πρώην στρατιωτικούς και ηγετικά στελέχη του κόμματος της Αλληλεγγύης (Refah Partisi), το οποίο ήταν ο κύριος πολέμιος των Τούρκων στρατηγών, και το οποίο διαλύθηκε με δικαστική απόφαση το 1997.
Αυτή η εκλογική νίκη όμως δεν σηματοδότησε την αναγέννηση του τούρκικου Ισλαμικού κινήματος. Ήταν περισσότερο το συνδυασμένο αποτέλεσμα δυο ξεχωριστών εξελίξεων: του αναπόφευκτου μετασχηματισμού του πολιτικού Ισλάμ το οποίο ακολούθησε τις διεθνείς (ή ίσως και τις εγχώριες) εξελίξεις και της οικονομικής κρίσης η οποία ταρακούνησε την τούρκικη κοινωνία και το όλο πολιτικό καθεστώς. Για να κατανοήσουμε αυτή την ιδιαιτερότητα καλύτερα, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε την εξέλιξη του Ισλαμικού κινήματος στην Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 90.
Η νέο-Ισλαμική εκλογική νίκη του 2002: Δεν ήταν μια αναγέννηση από τις στάχτες…
Η πορεία του ισλαμικού κινήματος στα μέσα του ’90 έμοιαζε να παρουσιάζει μια από τις καλύτερες επιβεβαιώσεις του Gilles Kepel ότι το πολιτικό Ισλάμ του οποίου η άνοδος είχε αρχίσει από την Ιρανική επανάσταση του 1979, ήταν τώρα σε ύφεση. Το τούρκικο ισλαμικό κίνημα εκπροσωπούμενο από το κόμμα Refah Partisi είδε επιτέλους τον ηγέτη του Necmettin Erbakan πρωθυπουργό το 1996, έστω και σε κυβέρνηση συνασπισμού. Το Κόμμα της Αλληλεγγύης προέκυψε ως το ισχυρότερο εκλογικά κόμμα και τα μέλη του είχαν καταλάβει σημαντικά πόστα σε δυο μεγάλες πόλεις: την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το Refah, ή μάλλον το πολιτικό Ισλάμ εξελίχθηκε στη σημαντικότερη πολιτική δύναμη της Τουρκίας, μια κατάσταση την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να διανοηθεί μερικά χρόνια πριν, δεδομένης της κυριαρχίας των στρατηγών στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Μερικοί ακόμα άρχισαν να σκέφτονται ότι η Τουρκία θα ακολουθούσε το παράδειγμα της Αλγερίας όπου οι στρατηγοί έδειξαν με «σαφή» τρόπο ότι δεν θα παρέδιδαν την εξουσία και θα έκαναν τα πάντα για να αφανίσουν το ισλαμικό κίνημα. Και όντως υπήρχαν κάποιες ενδείξεις για την πιθανότητα μιας τέτοιας «λύσης».
Οι Τούρκοι στρατηγοί εξέλαβαν την πρωτιά των Ισλαμιστών σαν προσβολή για την «δημοκρατία» τους και έδωσαν την εντύπωση ότι και αυτοί ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να ανατρέψουν την κατάσταση αυτή.
Κατάφεραν να οδηγήσουν τον Ισλαμιστή πρωθυπουργό σε παραίτηση δέκα μήνες αργότερα χωρίς τη χρήση της παραμικρής βίας. Ο πρωθυπουργός εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το στρατό και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και σαν ένα είδος αναίμακτου στρατιωτικού πραξικοπήματος, το οποίο χαρακτηρίστηκε αργότερα από έναν συνταξιούχο στρατηγό σαν το «μεταμοντέρνο πραξικόπημα».
Η παραίτηση του Necmettin Erbakan δεν ήταν το μοναδικό πλήγμα για το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία. Μετά την παραίτησή του ακολούθησε ένας νέος κυβερνητικός συνασπισμός ο οποίος όμως απέκλεισε τους Ισλαμιστές από την κυβέρνηση. Επιπλέον, μερικούς μήνες αργότερα το Κόμμα της Αλληλεγγύης διαλύθηκε με απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου, και οι επιφανείς Ισλαμιστές ηγέτες γεύονταν τώρα τους «δύσκολους καιρούς» καθώς αποκλείστηκαν για πέντε (5) χρόνια από την ενεργό πολιτική δράση και το κοινοβούλιο.
Τα μέλη της Αλληλεγγύης προσπάθησαν να σταματήσουν αυτή την κατάπνιξη δημιουργώντας το Κόμμα της Αρετής (FP ή Fazilet), και όμως αργότερα κατάλαβαν ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο ξανά για τους τούρκους Ισλαμιστές. Τα πιο οπορτουνιστικά στελέχη του κινήματος σκέφτονταν τώρα αν ήταν σωστό ή όχι να συνεχίσουν στην ίδια «γραμμή». Μια μερίδα ηγετικών στελεχών του Necmettin Erbakan άρχισε να κάνει λόγο για εγκατάλειψη των σκληροπυρηνικών μεθόδων. Προέκυψαν διαμάχες και αρκετοί εκπρόσωποι της νεολαίας διασπάστηκαν. Πριν από τις εκλογές του 1999, το Κόμμα της Αρετής ήταν ήδη πληγωμένο και κατακερματισμένο. Οι εκλογές έγιναν και οι Ισλαμιστές συνειδητοποίησαν ότι ήταν το τέταρτο κόμμα στο κοινοβούλιο με ποσοστό 10% περίπου.
Όσο για αυτούς που διασπάστηκαν, ηγέτης των οποίων ήταν ο Tayyip Erdogan (όντας ακόμα πρωθυπουργός) και ο οποίος είχε φυλακιστεί για οκτώ μήνες και είχε αποκλειστεί για πέντε χρόνια από την ενεργό πολιτική, σχεδίαζαν την ίδρυση ενός νέου κόμματος που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Ισλαμιστικό».
Άρχισαν να υποστηρίζουν ότι έχουν αλλάξει, και ότι δεν είναι πια οι φανατικοί ισλαμιστές του παρελθόντος και ότι είναι περισσότερο πολιτικά συγγενείς με τους Χριστιανοδημοκράτες της Ευρώπης. Όσο για την κοινή γνώμη, δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι αυτό θα ήταν το κυβερνών κόμμα στο εγγύς μέλλον. Αντίθετα σχεδόν κάθε πολιτικός παρατηρητής, συμφωνούσε ότι η ακμή του ισλαμικού κινήματος έχει παρέλθει. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να πιστεύουν ότι οι Ισλαμιστές βρίσκονταν στο δρόμο της περιθωριοποίησης.
Το σημείο της «στροφής»: Οικονομική κρίση (Φεβρουάριος 2001)
Οικονομικές κρίσεις δεν είναι σπάνια φαινόμενα στην Τουρκία. Έχουν σημειωθεί αρκετές τα τελευταία 30 χρόνια με σημαντικότερες αυτές των: 1970, 1977-80 και 1994. Ωστόσο η κρίση του 2001 υπήρξε η πιο βαθιά σε όρους οικονομικών δεικτών. Μόνο του αυτό όμως, δεν είναι ο μόνος λόγος για την ιδιαιτερότητά της. Είναι η πιο σημαντική κρίση τα τελευταία 80 χρόνια της τουρκικής ιστορίας, γιατί συνέπεσε επίσης με την περίοδο κατά την οποία η τουρκική κοινωνία ήταν εξαντλημένη από προοπτικές και οράματα για το μέλλον.
Η αριστερή αντιπολίτευση, το κόμμα των Κούρδων καθώς και το πολιτικό Ισλάμ που «προκάλεσαν» το σύστημα, νικήθηκαν και δεν μπορούσαν πλέον να οδηγήσουν το λαό σε νέους στόχους. Από την άλλη πλευρά, το πολιτικό σύστημα που σχηματίστηκε από το σύνταγμα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, είχε διαβρωθεί και δεν υπήρχε καμία πολιτική ή κοινωνική δύναμη για να το ανανεώσει. Όσο για το πολιτικό καθεστώς, η εξασθένησή του γινόταν όλο και πιο χειροπιαστή εφόσον είχε πια χάσει την αξιοπιστία του από μια σειρά χρηματο-οικονομικών σκανδάλων και περιπτώσεις πολιτικής διαφθοράς.
Παρά τις όποιες δυσφορίες που προκλήθηκαν από την κρίση, δεν υπήρξε κάποια αντίδραση για τη βαθιά οικονομική κρίση στην κοινωνία της Τουρκίας το 2001. Δεν υπήρχαν ενδείξεις κοινωνικής αναταραχής ή κάποιας σοβαρής αντίδρασης, καμία ένδειξη κινητοποίησης κοινωνικών κινημάτων, η ριζοσπαστικοποίηση διαφόρων κοινωνικών τμημάτων όπως και η πιθανότητα εμφάνισης «βοναπαρτιστών» ηγετών. Αντίθετα δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από μια πολιτική απάθεια η οποία έμοιαζε να επηρεάζει την πλειοψηφία των λαϊκών μαζών.Κάτω από αυτές τις συνθήκες εμφανίστηκαν δυο απρόσμενες εξελίξεις: ξαφνικά ο λαός κάτω από την επιρροή κάποιων πολιτικών αλλά και των ΜΜΕ έθεσαν ως πρώτη προτεραιότητά τους την ένταξή τους στην Ε.Ε.
Είναι απόλυτα σίγουρο ότι μερικοί πολιτικοί, οι οποίοι δεν είχαν πια ένα ελκυστικό πρόγραμμα και είχαν εξαντλήσει την αξιοπιστία τους, επέλεξαν να παίξουν το χαρτί της Ε.Ε ως τελευταία λύση «επιβίωσης» και η μανούβρα τους αυτή είχε μεγάλη απήχηση στις μεγάλες λαϊκές μάζες που ήδη βρίσκονταν στην αναζήτηση λύσεων για τα προβλήματά τους.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ένταξη στην Ε.Ε έμοιαζε να είναι η μόνη λύση για «όλα» τα προβλήματα.
Ρίχνοντας μια ματιά στον τούρκικο τύπο το καλοκαίρι του 2001, κάποιος θα νόμιζε ότι η χώρα ήταν στα πρόθυρα δημοψηφίσματος το οποίο θα καθόριζε τις μελλοντικές της σχέσεις με την Ε.Ε.
Εν τω μεταξύ, το νεοϊδρυθέν νέο-Ισλαμιστικό κόμμα, ΑΚΡ, άρχισε να εμφανίζεται στην κορυφή κάθε δημοσκόπησης. Πλησίαζαν οι εκλογές και ο κόσμος έπρεπε να επιλέξει κάποιο κόμμα. Αυτή όμως δεν ήταν η αναγέννηση του πολιτικού Ισλάμ Απλά ήταν η άνοδος ενός νέου κόμματος το οποίο δεν είχε καμία κυβερνητική εμπειρία, με αλλά λόγια δεν θα μπορούσε να έχει καμία στάση ευθύνης απέναντι στις εξαιρετικές δυσκολίες που δημιούργησε η κρίση.
Το ΑΚΡ πέτυχε τη νίκη στις εκλογές (Δεκέμβριος 2002) με μεγάλη πλειοψηφία μέχρι του σημείου που ήταν πολύ κοντά στο να αποκτήσει τη δύναμη που θα του επέτρεπε να αλλάξει το Σύνταγμα. Η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση έθεσε το ζήτημα της ένταξης στην Ε.Ε ως πρώτη προτεραιότητα της.
Είναι γνωστό ότι οι αυτοαποκαλούμενοι νέο-ισλαμιστές ήταν μέχρι πριν μερικά χρόνια κάθετα αντίθετοι με την ευρωπαϊκή προοπτική πιστεύοντας ότι η Ε.Ε ήταν μια ακόμα προσβολή για τους «σταυροφόρους» του μουσουλμανισμού.
Ωστόσο, ήταν επίσης γνωστό ότι δεν ήταν πια ισλαμιστές, αλλά και ήταν πια έτοιμοι να παίξουν το ρόλο των «υπεύθυνων» πολιτικών.
Ένα μήνα μετά τις εκλογές στην Τουρκία, οι ηγέτες της Ε.Ε συναντήθηκαν στην Κοπεγχάγη για την ιστορική διεύρυνση. Στο βαθμό που αυτή η σύνοδος δεν έδινε στην Τουρκία ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, δεν συνέπλεε άμεσα με το γενικότερο «ενθουσιασμό» του τούρκικου λαού. Επιπλέον μερικοί ευρωπαίοι ηγέτες ήταν λίγο ανήσυχοι με αυτόν τον λαϊκό ενθουσιασμό.
Υπήρχαν ακόμη υπόνοιες ότι είχαν αρχίσει να σκέφτονται κάποιες «ενδιάμεσες λύσεις» για να μπλοκάρουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση, χωρίς όμως να προσβάλλουν τον «ενθουσιασμό» των Τούρκων.
Λίγους μήνες αργότερα, μια άλλη διεθνής εξέλιξη δημιούργησε άλλη μια εντυπωσιακή έκπληξη στην πολιτική ζωή της Τουρκίας: ο πόλεμος στο Ιράκ και η απροσδόκητη θέση της Τουρκίας.
Ειρηνοποιός πρωταθλητής ή στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ…?
Αυτό που συνέβη την 1η Μαρτίου 2003 στο τουρκικό κοινοβούλιο έμοιαζε με σεισμό, που ταρακούνησε την -πάνω από μισό αιώνα- σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, αν και το γεγονός αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι δεν προκλήθηκε, από την ένταση μεταξύ Τουρκίας και Η.Π.Α αλλά από την ένταση μεταξύ της νέο-ισλαμικής κυβέρνησης και των τούρκικων ενόπλων δυνάμεων.
Ευθύς εξ’ αρχής οι Η.Π.Α απαίτησαν ανοιχτά από την Τουρκία τη βοήθειά της για το σχέδιο «απελευθέρωσης» του Ιράκ. Όμως για να έπαιρνε η Τουρκία μια τόσο «σοβαρή» απόφαση, τα δυο κέντρα εξουσίας της (η κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις της) θα έπρεπε να έρθουν σε συμφωνία. Βασικά και οι δυο πλευρές για τους δικούς της λόγους η καθεμιά, ήθελαν να δεχτούν την απαίτηση της Αμερικής. Οι ηγέτες του νέο-ισλαμικού καθεστώτος σκέφτηκαν ότι είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι δεν είχαν πλέον σχέση με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές των παλαιοτέρων ετών και ότι όντως είχαν αλλάξει όπως δήλωναν σε κάθε ευκαιρία. Επίσης «οραματίζονταν» το ενδεχόμενο του να λάβουν μέρος στη μεταπολεμική «ανοικοδόμηση» του Ιράκ, η οποία θα ενδυνάμωνε την παραμονή τους στην εξουσία λόγω των τεράστιων οικονομικών οφελών από αυτήν. Όσο για τους στρατιωτικούς, αυτοί θεωρούσαν (και θεωρούν), τις ΗΠΑ ως ένα στρατηγικό σύμμαχο. Για να ενισχύσουν τη θέση τους, δεδομένης της συμμαχίας Κούρδο-Ιρακινών με τους αμερικανούς, οι στρατηγοί θεώρησαν ότι η Τουρκία δεν θα έπρεπε να μείνει «έξω απ’ το παιχνίδι».
Αν και υπήρχε απόλυτη συμφωνία, η κάθε πλευρά (και ιδιαίτερα οι στρατηγοί) προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την περίσταση για το δικό τους όφελος και για να εξουδετερώσουν τους πολιτικούς αντίπαλούς τους. Αυτό ήταν αυτονόητο εφόσον το σχέδιο πολέμου των ΗΠΑ ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλές στην Τουρκία και ήταν μια καλή ευκαιρία για να διαβρώσουν την εμπιστοσύνη του λαού στην κυβέρνηση.
Αρχικά οι στρατηγοί καθυστέρησαν να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους. Ακόμα παρότρυναν κάποιους απόστρατους να διαδώσουν ότι δεν ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν τους αμερικάνους, και ότι η τούρκικη κυβέρνηση θα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για ενδεχόμενη συνεργασία της στην εισβολή των ΗΠΑ. Η αβεβαιότητα ήταν τόσο μεγάλη ώστε η κυβέρνηση ζήτησε και μια πρόταση από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (MGK), το συνταγματικό όργανο πάνω στο οποίο οι στρατηγοί ασκούσαν σημαντική επιρροή, και το οποίο είχε σημαντική δικαιοδοσία σε θέματα άμυνας, σε εθνικά και διεθνή θέματα ασφάλειας. Τελικά το Συμβούλιο προς μεγάλη έκπληξη όλων, δεν πήρε θέση πάνω στο θέμα, δηλώνοντας ότι αρμόδιο για τη λήψη απόφασης ήταν το κοινοβούλιο.
Τώρα, το κοινοβούλιο, δηλαδή το νέο-ισλαμικό κόμμα, επωμίζονταν όλη την ευθύνη της συμμετοχής τους ή όχι στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Ιράκ. Οι βουλευτές του ΑΚΡ ένοιωσαν παγιδευμένοι από τους στρατιωτικούς και αυτό το συναίσθημα θα ήταν ο καθοριστικός παράγοντας του κοινοβουλευτικού ψηφίσματος, το οποίο έγινε με μυστική σύσκεψη – ψηφοφορία. Ωστόσο αυτό άφησε ανοιχτή την πιθανότητα ο κάθε βουλευτής να αποφασίσει και να ψηφίσει κατά συνείδηση. Τελικά το κοινοβούλιο απέρριψε με οριακή πλειοψηφία την τροπολογία που επέτρεπε στα στρατεύματα των ΗΠΑ να επιτεθούν στο Ιράκ από το βορρά.
Αν και προξενήθηκε μια σχετική έκπληξη, αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο από την απρόβλεπτη έκβαση που έλαβε η μόνιμη ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΑΚΡ και τους στρατηγούς των ενόπλων δυνάμεων. Μετά από το ψήφισμα του κοινοβουλίου, οι δυο πλευρές προσπάθησαν να γίνουν λίγο πιο «υπεύθυνες» και να δώσουν την εντύπωση ότι για τα υψηλά συμφέροντα του κράτους ήταν έτοιμες να προβούν σε μια έντιμη συνεργασία. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά.
Τελικά οι δυνάμεις των ΗΠΑ και των βρετανών εισέβαλαν στο Ιράκ χωρίς την ενεργή υποστήριξή τους. Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε το τέλος της αυτοαποκαλούμενης στρατηγικής συνεργασίας.
Μερικούς μήνες αργότερα, η υπόθεση του Ιράκ, έδωσε άλλη μια ευκαιρία στην Τουρκία για να αποδείξει την αφοσίωσή της στους συμμάχους της. Αυτή τη φορά η κυβέρνηση των ΗΠΑ αξίωσε από την Τουρκία να στείλει στρατιώτες με καθήκοντα περιφρούρησης μέσα στο κατεχόμενο Ιράκ, με αντάλλαγμα 8,5 δις δολάρια πίστωση για την Τουρκία. Για να καθησυχάσουν τις ανησυχίες των νέο-ισλαμιστών, είπαν ότι αυτή η κίνηση δεν θα διευκόλυνε την εισβολή αλλά την «ανοικοδόμηση του Ιράκ». Αυτή τη φορά, κυβέρνηση και ένοπλες δυνάμεις δήλωσαν ότι συμφωνούν και προειδοποίησαν το λαό και το κοινοβούλιο ότι ακόμα μια «άνοστη» έκπληξη θα οδηγούσε σε οριστικό «διαζύγιο» με τις ΗΠΑ και ότι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσαν.
Στο τέλος, η συνεργασία τους απέδωσε και την πρώτη βδομάδα του Οκτωβρίου το τούρκικο κοινοβούλιο ενέκρινε την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ για περίοδο ενός έτους. Παραδόξως ένα μήνα αργότερα οι ίδιοι αμερικανοί ζήτησαν από την Τουρκία αρχικά κρυφά και αργότερα ανοιχτά να παγώσει τις προετοιμασίες της αποστολής στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ.
Γιατί δεν επρόκειτο μόνο για τις Ιρακινές αντάρτικες δυνάμεις που ήταν ανοιχτά κατά της Αμερικανο-Βρετανικής εισβολής στο Ιράκ, αλλά και για κάποιους συμμάχους των εισβολέων και προπάντων τους Κούρδους οι οποίοι αρνούνταν δημόσια για όποια παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στα Ιρακινά εδάφη. Μετά από μερικές βδομάδες αβεβαιότητας, και κατά τη διάρκεια της πρώτης βδομάδας του Νοέμβριου, το τούρκικο υπουργείο εξωτερικών ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει την ιδέα να στείλει δυνάμεις στο Ιράκ χωρίς να εξηγήσει γιατί είχαν βιαστεί τόσο πολύ να πάρουν κοινοβουλευτική απόφαση για το θέμα αυτό. Όσο για τα 8,5 δις δολάρια πίστωση, ο υπουργός είπε ότι θα μπορούσαν να τα πάρουν οποιαδήποτε στιγμή τα «χρειαστούν». Τελικά, η όλη ιστορία ήταν μια ακόμα γκάφα η οποία ξεκίνησε αυτή τη φορά από τις «δύσκολες» καταστάσεις που αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ.
Για να συνοψίσουμε, κατά τους 12 τελευταίους μήνες ο αριθμός των γεγονότων που προκαλούν έκπληξη στην τούρκικη πολιτική σκηνή δίνει την εντύπωση ότι υπάρχουν ενδείξεις σημαντικών αλλαγών όχι μόνο στη χώρα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Τελικά όμως οι καινοφανείς εξελίξεις μάλλον μας θυμίζουν το γαλλικό ρητό που λέει ότι όσο περισσότερο «αλλάζει» κάτι, τόσο περισσότερο παραμένει ΊΔΙΟ.
[…] Τουρκία: εκπλήξεων συνέχεια… […]