Η ιστορία του ελληνικού τροτσκισμού στην κλίνη του Προκρούστη
του Φίλιππου Καλογερίδη
Η ιστορία του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος και ιδιαίτερα της μεσοπολεμικής περιόδου έχει κακοποιηθεί από πολλούς, εντός και εκτός των «τειχών» του τροτσκισμού. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, λόγω ευρύτερων εξελίξεων έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον αρκετών νέων πολιτικών αγωνιστών, συγγραφέων και ερευνητών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε από άγνοια είτε όμως και από πολιτική σκοπιμότητα ή ακόμη και από οιεσδήποτε πολιτικές εμμονές, προκύπτουν αρκετά λάθη, ανακρίβειες, αλλά και τερατουργήματα.
Είναι χαρακτηριστική π.χ. η πολιτική βιογραφία του Δ. Γιωτόπουλου, την οποία έγραψε ο Θ. Μπενάκης. Τέτοια παραχάραξη της ιστορίας και των προγραμματικών αρχών του ρεύματος του επαναστατικού μαρξισμού, τέτοια επιλεκτική χρήση, αλλά και ταυτόχρονα και «λογοκρισία» των πηγών, τέτοια προκρούστεια λογική, δεν έχει ξαναγίνει. Είναι μνημειώδης. Θα μπορούσε ίσως να διδάσκεται στα πανεπιστήμια για το πως δεν πρέπει να γράφεται η ιστορία. Μία ενδελεχής κριτική της θα δημοσιευτεί σε επόμενο τεύχος του περιοδικού.
Εδώ απλώς μνημονεύεται, γιατί ανήκει στην ίδια κατηγορία των ιστορικών τερατουργημάτων, με ένα κείμενο ενός φιλοδοξούντα υποψήφιου διδάκτωρα πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Υόρκης – όπως αναγράφεται στο βιογραφικό του – ονόματι Α. Γκίκα, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6, Δεκέμβριος 2003 της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης (ΚΕ), θεωρητικού και πολιτικού οργάνου της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, ο πρώτος συγγράφει την πολιτική αγιογραφία του Δ. Γιωτόπουλου, λαμβάνοντας ως πολιτικό πλαίσιο τις αντιλήψεις των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής του και προσπαθεί να εξηγήσει έτσι τον Γιωτόπουλο του μεσοπολέμου, ενώ ο δεύτερος «τσιτατολογεί» ως… πολιτικός επιστήμων, αγνοώντας τα πως και τα γιατί, για να καταλήξει στη «βλαβερή επίδραση» του αρχειομαρξισμού, δηλαδή όπως υποστηρίζει του τροτσκισμού στο ελληνικό κίνημα και μέσω αυτού να αναδείξει πόσο καλό ήταν το ΚΚΕ και η πολιτική του. Και οι δύο περιπτώσεις ανήκουν στην κατηγορία των παραχαρακτών και προφανέστατα των «ελαφρών» ιστορικών. Αντικομμουνισμός και σταλινισμός βαδίζουν χέρι – χέρι.
Ο Α. Γκίκας σε 13 σελίδες του περιοδικού ΚΕ, που φέρει τον τίτλο «Αρχειομαρξισμός – το κύριο ρεύμα του Τροτσκισμού στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου» αποφεύγει επιμελέστατα να καταγράψει τι ήταν τέλος πάντων αυτό το «διαβολικό» ρεύμα του τροτσκισμού, τι ήταν, πως προέκυψε και πως εξελίχθηκε ο αρχειομαρξισμός, τι ήταν το ρεύμα του Σπάρτακου και ποιές ήταν οι ιδέες του Π. Πουλιόπουλου, για ποιό λόγο έγιναν οι διάφορες διασπάσεις των δύο τάσεων, ποιό ήταν το ζητούμενο, τι επιδίωκαν, πως βρέθηκαν εκτός του ΚΚΕ, ποιά ήταν η πολιτική του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου, τι ήταν και τι είναι ο σταλινισμός, πάνω σε ποιά βάση συγκροτήθηκαν οι διαφορετικές απόψεις στο πλαίσιο της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης. Και ενώ λοιπόν αποφεύγει να δώσει απαντήσεις σ’ αυτά τα κρίσιμα ερώτηματα -έστω και συνοπτικές- προκειμένου να κατατοπίσει τον ανίδεο αναγνώστή του, αποδεικνύοντας αν μη τι άλλο ότι τουλάχιστον κατέχει το θέμα που πραγματεύεται, καταφεύγει σε μία επουσιώδη στατιστική των διασπάσεων των οργανώσεων που αναφέρονταν στον τροτσκισμό και περιορίζεται στην καταγραφή ορισμένων εξωτερικών χαρακτηριστικών των οργανώσεων, τα οποία είναι άνευ λόγου και ουσίας, εφόσον δεν αναφέρεται το πολιτικό περιεχόμενο και οι ιδέες από τις οποίες τα εξωτερικά χαρακτηριστικά προκύπτουν.
Το θεωρητικό του σχήμα είναι απλοικό -όπως απλοική είναι και η εν γένει πολιτική του σκέψη- το ηρωικό και επαναστατικό μας κόμμα, το ΚΚΕ, το επιβουλεύονταν τότε και τώρα οι «τρισκατάρατοι» τροτσκιστές, οι ιδέες τους δεν έχουν καμμία σημασία, βρήκαμε και δύο τροτσκιστικά αρχεία, ξεφυλίζουμε τους φακέλους, έτσι κι αλλιώς αυτοί φαγώνονταν, εξ ιδίων λοιπόν τα βέλη.
Και ο πολιτικός μας επιστήμων όμως πιστεύει ότι ερευνώντας τους αρχειακούς φακέλους του Σύριγγγα και του Αναστασιάδη και χρησιμοποιώντας «τσιτάτα» κατά το δοκούν, με ένα επιλεκτικό τρόπο, έτσι ώστε να οικοδομούν την άποψη που θέλει να εκφράσει, νομίζει ο αφελής ότι κάνει ιστορία.
Αναφέρεται μάλιστα και στις διεθνείς αντιπαραθέσεις στα πλαίσια του τροτσκιστικού κινήματος, που είχαν προκληθεί μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933 -εξέλιξη που προέκυψε από την εγκληματική πολιτική της σταλινικής Κομουνιστικής Διεθνούς και του ΚΚΓ- και αφορούσαν τη δημιουργία νέου επαναστατικού κόμματος στη Γερμανία αρχικά και λίγους μήνες αργότερα την «δημιουργία νέων επαναστατικών κομμάτων και μιας νέας επαναστατικής Διεθνούς». Εναν στόχο που πάλεψε ο Τρότσκι και οι σύντροφοι του για χρόνια, έγινε όμως εφικτός μόλις το 1938.
Χρησιμοποιεί, λοιπόν, την πολιτική συζήτηση στα πλαίσια του τροτσκιστικού κινήματος, από την οποία «τσιτατολογεί» επιλεκτικά φυσικά, έτσι ώστε να επιβεβαιώσει την επικάλυψη του σημείου με τον υπότιτλο «Ο διεθνής τροτσκισμός – τμήμα του αντικομμουνιστικού μετώπου». Η πολιτική και ιστορική άγνοια του νεαρού υποψήφιου διδάκτορα είναι παροιμιώδης.
Ας μελετήσει, και τουλάχιστον ας είναι πιό ευσεβής όταν αναφέρεται στη ζωή αγωνιστών, που ολόκληρη αφιερώθηκε στην υπεράσπιση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Γιατί είναι προφανές ότι κυρίως ασεβεί, αφού χρησιμοποιεί, ελαφρά τη καρδία, ιδέες και πράξεις ανθρώπων, οι περισσότεροι των οποίων αφιερώθηκαν στην πάλη για την απελευθέρωση της κοινωνίας από τον καπιταλισμό, για να αποδείξει ότι σήμερα η αριστερή κριτική που ασκείται στο σταλινικό ΚΚΕ, είναι «αλήθειες» που «αφορούν πχ τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος, τη σχέση του με την εργατική τάξη κλπ, που καλλιεργούνται και αναπαράγονται και τις μέρες μας, αντιμετωπίζονταν τότε, ακόμη και από τους ίδιους του αντιπάλους του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως «ερασιτεχνικές», «μηχανιστικές» και «προκαλούσες σύγχυση»».
Στον Σπάρτακο του 1930, που δημοσιεύονται οι κριτικές – και πολεμικές – προσεγγίσεις του Πουλιόπουλου για τον αρχειομαρξισμό, ο πολιτικός μας επιστήμων νομίζει ότι βρήκε το όπλο που του χρειαζόταν για να πολεμήσει το ίδιο το τροτσκιστικό κίνημα. Ο στόχος του όμως είναι προφανής στο σημείο που αναφέρει ότι «η σημασία αυτού του άρθρου του Πουλιόπουλου δεν έγκειται μόνο στο ότι ο ίδιος, ως ένας από τους κύριους εκφραστές και πρωτεργάτες του ελληνικού τροτσκισμού – σσ και ο τίτλος του άρθρου πως ο αρχειομαρξισμός ήταν το κύριο ρέυμα πάει περίπατο, πάει μπερδεύτηκε ο επιστήμων μας έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις ως αναφορά σε πολέμιες κριτικές εναντίον του ΚΚΕ.
Αλλά κυρίως, στο ότι δίνει μία απάντηση «εκ των έσω» σε μία σειρά από διαδεδομένες και, κατά τα άλλα, «μη αμφισβητήσιμες αλήθειες», που διάνθιζαν το εκάστοτε ιδεολογικό οπλοστάσιο του συγκεκριμέννου χώρου (και ας μας επιτραπεί να σημειώσουμε, όχι μόνο). Δηλαδή το πρόβλημα του συγγραφέως είναι η κριτική που ασκείται σήμερα στο ΚΚΕ από κομμουνιστικές θέσεις. Αυτό είναι το πρόβλημα του, γι’ αυτό τον λόγο συνέγραψε αυτό το τερατούργημα. Το μήνυμα είναι σαφές. Δεν πειράζει, θα του περάσει…
Στο τέλος βεβαίως του κειμένου του ο Γκίκας ανακράζει ως παμμέγιστος πολιτικός επιστήμων και μάλιστα υποψήφιος διδάκτωρ που είναι, «τα συμπεράσματα στον αναγνώστη». Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας έχει ένα σπουδαίο μαθητή. Ευγε.
Φίλιππος Καλογερίδης
Υ.Γ.
Δύο ακόμη σημεία που αφορούν στην εγκυρότητα των πληροφοριών:
- Πρώτον, έχει ξεφυλίσει ο συγγραφέας του άρθρου το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αρχείον Μαρξισμού» και έχει βρεί την φράση που θέτει σε εισαγωγικά «πρώτα μόρφωση και μετά δράση»; Γιατί αν είναι όντως έτσι, τότε είναι και το μοναδικό αντίτυπο που υπάρχει. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για φράση ενός άρθρου του Λ. Αποστόλου, δημοσιευμένο στο Ριζοσπάστη τον Αύγουστο του 1924. Και φυσικά δεν διαγράφτηκαν οι πρωτεργάτες του Αρχείου το 1923 – την πρωτομαγιά του 1923 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού και οι διακινητές του απλώς ξυλοκοπήθηκαν από τον Σαργολόγο, τότε γραμματέα του ΣΕΚΕ(Κ) στην εργατική συγκέντρωση που είχε γίνει στον Ρέντη – αλλά τον Μάρτιο του 1924.
- Δεύτερον, χρησιμοποιεί την εφημερίδα Ακρόπολις της 8.2.1929 και αποσπά την φράση «… οι αρχειομαρξιστές έχουν διαπράξει πλείστους φόνους εργατών συντηρητικών καθώς και κομμουνιστών, τόσον εις τας Αθήνας, όσον και εις την Θεσσαλονίκην, και Αγρίνιον, Καβάλαν κλπ», την οποία για να την αναφέρει, προφανώς την θεωρεί και έγκυρη. Μήπως όμως ο ίδιος γνωρίζει έναν απ’ αυτούς τους «πλείστους φόνους» των αρχειομαρξιστών; Γιατί η Ιστορία λέει πως έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Οι αρχειομαρξιστές είχαν θύματα από το Κράτος, νεκρούς δηλαδή (Παμπουκόπουλο κλπ) αλλά και από το ΚΚΕ, τους Γεωργοπαπαδάκο και Λαδά. Οι ίδιοι είναι γνωστό ότι ασκούσαν μορφές φυσικής βίας, πράγμα απαράδεκτο και γι’ αυτό τον λόγο επικρίνονται από τον Πουλιόπουλο, αλλά μέχρι να τους βγάλουμε και δολοφόνους για να επιβεβαιωθεί ο σταλινισμός σήμερα, ε, αυτό δεν είναι απλώς υπερβολικό, αλλά τουλάχιστον ανιστόρητο.
[…] Η ιστορία του ελληνικού τροτσκισμού στην κλίνη του Προ… […]