Ινδία:
Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ:
Τι θα μπορούσε να σημάνει για την ινδική Αριστερά
του Kunal Chattopadhyay *
Αν και έχει γραφτεί πριν από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ που έγινε στη Βομβάη της Ινδίας, το άρθρο μας δίνει μια ιδέα για την κατάσταση της ινδικής Αριστεράς και για τη σημασία που το ΠΚΦ θα μπορούσε να έχει για αυτήν. Αντιμετωπίζει επίσης τη -μάλλον αριστεριστική- επιχειρηματολογία ότι το ΠΚΦ αποτελεί απλά μια συνέλευση ρεφορμιστικών και φιλοκαπιταλιστικών δυνάμεων και γι’ αυτό θα έπρεπε να αποφευχθεί από την επαναστατική Αριστερά. Για λόγους χώρου το άρθρο είναι
ελαφρώς συντομευμένο.
Μετά από τρία συνέδρια στη Βραζιλία η συνάντηση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ θα πραγματοποιηθεί στην Ινδία. Για την ινδική Αριστερά θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της. Δυστυχώς όμως σημαντικές πολιτικές συνιστώσες της αντιμετωπίζουν το ζήτημα διαφορετικά. Έτσι είναι ορατός ο κίνδυνος για το Φόρουμ να έρθει και να φύγει χωρίς να προκύψει κάτι θετικό.
Για τους αναγνώστες έξω από την Ινδία χρειάζεται εδώ κάποια εξήγηση. Η ινδική Αριστερά έχει έναν πολυσύνθετο χαρακτήρα που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του, αν θέλει να καταλάβει τη σημασία του ΠΚΦ στη Βομβάη. Η ακόλουθη ενημέρωση είναι αναγκαστικά σχηματική στο βαθμό που για τους Ινδούς αναγνώστες θα ήταν ελλιπής. Η έκθεση περιορίζεται σε ορισμένα στοιχεία που φωτίζουν την παρούσα κατάσταση της Αριστεράς στην Ινδία.
Κάποιες ιστορικές παρατηρήσεις για την ινδική Αριστερά
Η ινδική Αριστερά εξελίχθηκε από το απελευθερωτικό κίνημα. Μαχητές εθνικιστές που τάσσονταν υπέρ του ένοπλου αγώνα για την ανατροπή της βρετανικής κυριαρχίας ενθουσιάστηκαν με τη Ρωσική Επανάσταση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδίας (ΚΚΙ), αρχικά «ιδρυμένο» στην Τασκένδη το 1920 – αλλά στην πραγματικότητα το 1925 – , όταν μια σειρά κομμουνιστικών ομάδων ενοποιήθηκε σε ένα συνέδριο στην Ινδία, για να συντριβεί ουσιαστικά στη Συνωμοτική Υπόθεση του Meerut το 1929. Όταν το κόμμα οικοδομήθηκε ξανά, ο έλεγχος του σταλινισμού πάνω στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν σχεδόν απόλυτος. Έκτοτε ο ινδικός κομμουνισμός δεν ήξερε και πολλά για τις συζητήσεις και αβεβαιότητες που τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Από τη δεκαετία του ’30 έγιναν προσπάθειες διαφόρων δυνάμεων να συγκροτήσουν αντι-σταλινικά κόμματα. Τρεις απ’ τις πιο σημαντικές ήταν: 1) Η ίδρυση του Επαναστατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ινδίας με τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού επαναστατών εθνικιστών που δεν ήθελαν να προσχωρήσουν στο ΚΚΙ αλλά είχαν γίνει μαρξιστές. 2) Το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας με ηγέτη το Saumyendranath Tagore που ως αντιπρόσωπος στο 6ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1928) (παρευρέθηκε με ψευδώνυμο) είχε εντυπωσιαστεί από την κριτική του Τρότσκι και της αριστερής αντιπολίτευσης και διαγράφτηκε, όταν προσπαθούσε πίσω στη χώρα του να πείσει τους συντρόφους του. 3) Το Μπολσεβίκικο Λενινιστικό Κόμμα της Ινδίας, το ινδικό τμήμα της 4ης Διεθνούς.
Ένας συνδυασμός διαφόρων παραγόντων είχε σαν αποτέλεσμα ότι καμία απ’ αυτές τις προσπάθειες δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε μια ριζωμένη εναλλακτική λύση απέναντι στο ΚΚΙ. Στις δύο πρώτες συστάσεις της βουλής στην Ινδία μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας το 1947, το ΚΚΙ αναδείχθηκε η βασική αριστερή αντιπολίτευση. Αυτή η επιτυχία όμως προώθησε τον κοινοβουλευτικό του προσανατολισμό. Η δήθεν βαθιά θεωρητική διαφωνία (στο εσωτερικό του), για το αν το στάδιο της επανάστασης στην Ινδία έπρεπε να είναι «εθνικό δημοκρατικό» ή «λαϊκό δημοκρατικό» και αν το κομμάτι της «προοδευτικής» αστικής τάξης με το οποίο η εργατική τάξη είχε να συμμαχήσει ήταν του ενός ή του άλλου είδους, τελικά μπορούσε να συνοψιστεί στο ζήτημα τι είδους οπορτουνιστικές συμμαχίες έπρεπε να επιδιωχτούν: με τις λεγόμενες αριστερές δυνάμεις του Κογκρέσου, που ήταν το ιστορικό αστικό κόμμα, ή αυτές με τα αντιπολιτευόμενο αστικά κόμματα. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της δεκαετίας του ’60. Ένας από τους λόγους αυτής της διάσπασης ήταν η διαφωνία στα διεθνή ζητήματα.
Η αριστερή πτέρυγα του ΚΚΙ, που είχε μια κριτική στάση απέναντι στον ακραίο κοινοβουλευτικό προσανατολισμό, έκανε το λάθος να θεωρήσει τον Χρουστσόφ ως εμπνευστή αυτής της στρατηγικής. Φυσικά όμως παρόμοιες θεωρήσεις είχαν γίνει στην εποχή του Στάλιν, ιδιαίτερα τα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου στη δεκαετία του’30 και ’40. Αποφασιστικής σημασίας ήταν όμως ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ). Το ΚΚΚ είχε την αύρα μιας πρόσφατα νικηφόρας επανάστασης και φαινόταν ότι κατήγγειλε τον αναθεωρητισμό του Χρουστσόφ από τα αριστερά. Ταυτόχρονα υπερασπιζόταν τον Στάλιν και το ίδιο ανέπτυξε μια «προσωπολατρία» γύρω απ’ τον Μάο, με σημαντικές επιπτώσεις για την Ινδία.
Η διάσπαση οδήγησε στη διαμόρφωση του «δεξιού» ΚΚΙ που ανοιχτά τασσόταν για μια συμμαχία με την προοδευτική εθνική αστική τάξη έχοντας όμως ένα πιο δημοκρατικό (ή τουλάχιστον λιγότερο αυταρχικό) εσωτερικό κομματικό καθεστώς. Η αριστερή πτέρυγα, το ΚΚΙ (Μαρξιστικό) έγινε το πιο ανολοκλήρωτο σταλινικό κόμμα του κόσμου. Συνυπήρξαν σε μια δύσκολη συμμαχία δύο πτέρυγες, αυτών που ήθελαν να προσαρμοστούν στο καπιταλιστικό κράτος κάτω από κάπως διαφορετικές προϋποθέσεις από το ΚΚΙ και αυτών που ήθελαν ένοπλο αγώνα για να ανατρέψουν το «ελεγχόμενο από τους μεταπράτες και μισό-φεουδαρχικό, μισό-αποικιακό κράτος», όπως χαρακτήριζαν την Ινδία.
Μετά από λίγα χρόνια αυτή πτέρυγα άρχισε να καταγγέλλει την άλλη του ΚΚΙ(Μ) ότι ήταν το ίδιο αναθεωρητικό και οπορτουνιστικό με το ΚΚΙ και τελικά διασπάστηκε για να σχηματίσει το ΚΚΙ (ΜΛ) και μερικά άλλα μαοϊκά κόμματα. Ο σπινθήρας που οδήγησε στη διάσπαση ήταν μια εξέγερση αγροτών στο Ναξλαμπάρι κι έτσι οι μαοϊκοί πήραν το όνομα «ναξαλίτες». Το ΚΚΙ (ΜΛ) και άλλες μαοϊκές ομάδες διασπάστηκαν, ενοποιήθηκαν αλλά ξαναδιασπάστηκαν. Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία ο πρωταρχικός ριζοσπαστισμός χάθηκε. Αλλά πριν κοιτάξουμε αυτήν την ιστορία πρέπει να εξετάσουμε μερικά άλλα τμήματα της Αριστεράς.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Κογκρέσου (ΣΚΚ-CSP) ήταν ένα αριστερό σχήμα μέσα στο Κόμμα του Κογκρέσου. Στο ΣΚΚ ανήκαν κάποιοι μαρξιστές όπως και διάφορα άλλα ρεύματα. Όταν ένας πετυχημένος εισοδισμός του ΚΚΙ μέσα στο ΣΚΚ προκάλεσε μια σοβαρή εξασθένιση της δύναμης και της δημοτικότητας του ΣΚΚ ο αντικομουνισμός προστέθηκε στο ιδεολογικό μείγμα του ΣΚΚ. Τελικά μερικοί ηγέτες του προσανατολίστηκαν στον γκαντισμό ή φιλελευθερισμό, ενώ άλλοι ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα «κοινωνικής δικαιοσύνης» που τόνιζε ζητήματα των καστών, εν μέρει αντίθετα με αυτά των τάξεων, εν μέρει αναφερόμενα στην αυθεντική ιδιαιτερότητα της ινδικής κοινωνίας. Η σταλινική ιδεολογία πάντα έτεινε να θεωρήσει τις κάστες ως στοιχεία της «φεουδαρχίας» και επιχειρηματολογούσε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη θα καταργούσε αυτόματα τις διακρίσεις των καστών.
Οι σοσιαλιστές αντιμετώπισαν γι’ αυτό την καταπίεση των καστών ως αυθεντικό ζήτημα γύρω από το οποίο οι απλοί άνθρωποι που υφίστανται την εκμετάλλευση θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν. Ταυτόχρονα μπορούσαν να δείξουν τη «Iνδικότητα» τους και την ανωτερότητά τους από τους «Μοσχοβίτες» κομμουνιστές. Όμως παρά τη σημαντική δυτική σοσιαλδημοκρατική χρηματική υποστήριξη και άλλες μορφές βοήθειας, οι σοσιαλιστές αποδείχθηκαν ανίκανοι να έχουν εκλογική υποστήριξη. Έτσι διαμορφώθηκε, μαζί με μια παλιότερη αναρχική επιρροή, μέσα σε αυτούς μια αντικομματική τάση που όμως κατά εκπληκτικό τρόπο κατάφερε να παραμείνει μέσα στις δομές του κόμματος. Μετά την ανεξαρτητοποίηση, το ΣΚΚ συγχωνεύτηκε με ένα άλλο κόμμα, το ΚΜΠΠ. Έγιναν όμως και κάποιες διασπάσεις κι έτσι δημιουργήθηκε το SSP (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα) και το PSP.
Στις εκλογές του 1967 το κυβερνών Κόμμα του Κογκρέσου υπέστη μεγάλες απώλειες και σε μια σειρά επαρχιακών κοινοβουλίων έπεσε κάτω από το 50%. Για τη συγκρότηση κυβερνήσεων χρειάστηκαν έτσι συμμαχίες της Αριστεράς με τη Δεξιά, από το Jana Sangh (πρόδρομος του σημερινού κυβερνώντος κόμματος, του BJP, του κόμματος Bharatiya Janata) και του κόμματος Swatantra μέχρι τους σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Η πίεση των μαοϊκών κράτησε το ΚΚΙ(Μ) έξω, εκτός από τις δύο περιπτώσεις όπου το Jana Sangh και το Swatantra αποκλείστηκαν. Το ΚΚΙ, σε αντίθεση με την παλιότερη του θεωρία ότι η «προοδευτική αστική τάξη» ήταν το Κόμμα του Κογκρέσου, δίσταζε λιγότερο να συμμετάσχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Οι εμπειρίες ήταν γενικά καταστροφικές αφού το κάθε κόμμα των συνασπισμών προσπάθησε να επιβάλει τους δικούς του στόχους. Αυτό όμως, όπως και οι μεταγενέστερες εμπειρίες κυβερνήσεων μικρής διαρκείας, επηρέασαν κατά διαφορετικούς τρόπους τη συνείδηση νέων γενεαλογικά στελεχών.
Καθώς μια νέα γενιά κομματικών γραφειοκρατών διαμορφώθηκε, που ενδιαφερόταν μόνο για την πραγματικότητα της εξουσίας, όπως π.χ. ο Anil Biswas, ο Biman Bose και ο Buddhadev Bhattacharjee του ΚΚΙ(Μ) στη Δυτική Βεγγάλη, κάποιοι άλλοι έγιναν αποφασισμένοι εχθροί του κοινοβουλευτισμού. Την ίδια στιγμή που οι μαοϊκοί διέδιδαν το σύνθημα: «Η πολιτική εξουσία βγαίνει από τις κάνες των όπλων» και «το κοινοβούλιο είναι στάβλος γουρουνιών».
Αυτοί οι μαοϊκοί δεν μποϊκοτάρανε μόνο τις εκλογές αλλά και τις μαζικές οργανώσεις καλώντας για άμεση επανάσταση. Ο Charu Majumdar, ο πιο σημαντικός ηγέτης του ΚΚΙ(ΜΛ) μάλιστα «προφήτευε» την ινδική επανάσταση για το 1975. Στελέχη εκπαιδεύτηκαν για την εκμηδένιση του ταξικού εχθρού. Το κράτος αντέδρασε με ακραία σκληρότητα. Χιλιάδες δολοφονήθηκαν σε ψεύτικες συμπλοκές, σε δολοφονίες στις φυλακές, οργανωμένες από τα αστικά και σταλινικά κόμματα. Στο Μπαραναγκόρε-Κοσσιπόρε στα προάστια της Καλκούτα συμμορίτες του Κογκρέσου κυνήγησαν συστηματικά τους μαοϊκούς και τους δολοφόνησαν ενώ ένας μεγαλύτερος δρόμος διαφυγής κρατιόταν μπλοκαρισμένος από στελέχη του ΚΚΙ(Μ). Η σύλληψη και ο θάνατος του Majumdar σηματοδότησαν τη συντριβή του ΚΚΙ(ΜΛ).
Κάθε φορά που κάποιος προσπαθούσε να πει ότι χρειάζεται περισσότερη μαζική δουλειά όπως και δραστηριότητες μέσα στα συνδικάτα, ή ότι σε μια χώρα όπου οι εκλογές είναι βαθιά ριζωμένες στην πολιτική ζωή και η Άκρα Αριστερά δεν μπορεί να τις αγνοεί, καταγγέλλονταν ως «νέο-αναθεωρητής» και ο ίδιος ή οι υποστηρικτές του σε κάποιες περιπτώσεις δολοφονούνταν. Τελικά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μερικά διαφορετικά ρεύματα διαμορφώθηκαν. Η μεγαλύτερη μετριοπαθής μαοϊκή ομάδα ήταν το ΚΚΙ(ΜΛ)-Απελευθέρωση(Α). Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αναπτύχθηκε αρκετά στο Μπιχάρ διοργανώνοντας τον ένοπλο αγώνα και αγωνιζόμενο για τα δικαιώματα των εργατών της αγροτιάς, των φτωχών αγροτών και των νταλιτών που συγκαταλέγονται στις κατώτερες κάστες όντας οι «άθικτοι».
Όταν το ΚΚΙ(ΜΛ)-Α προσπάθησε να επεκταθεί σε άλλες περιοχές, αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν μια καλύτερα σχεδιασμένη πολιτική εκεί όπου η κυρίαρχη τάξη δεν κυβερνούσε μόνο μέσω κραυγαλέας βίας και καταπίεσης των καστών κλπ. Μετά από τις χρόνιες καταγγελίες απέναντι σε άλλους, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε πια να αγνοεί απλά τις εκλογές καλώντας πάντα στο μποϊκοτάρισμα τους. Κάνοντας όμως αυτήν τη στροφή ανέλαβε πολλές από τις χαρακτηριστικές συνήθειες του ινδικού σταλινισμού. Έτσι, αντί να αγωνιστεί στα υπαρκτά συνδικάτα για τον ταξικό προσανατολισμό των αγώνων, γρήγορα πρόβαλε το δικό του «Κεντρικό» Συνδικάτο, την Παν-Ινδική Συντονιστική Επιτροπή των Συνδικάτων (AICCTU). Αυτό σίγουρα προσέφερε κάποια πλεονεκτήματα, π.χ. προσκλήσεις σε συνέδρια σε παν-Ινδικό επίπεδο, πρόσβαση σε επαφή με την ILO κλπ, κατά έναν τρόπο που ριζοσπαστικές δυνάμεις μέσα σε άλλο κεντρικό συνδικάτο μάλλον δεν μπορούσαν να έχουν.
Αλλά το γεγονός ότι αυτός ο λεγόμενος επαναστατικός συνδικαλισμός φέρνει ακόμα μια διάσπαση στο διαιρεμένο συνδικαλιστικό κίνημα ζυγίζει πολύ περισσότερο απ’ αυτά τα μικρά πλεονεκτήματα. Πραγματικά, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ενωμένα ανεξάρτητα συνδικάτα οικοδομούνταν, στελέχη του ΚΚΙ(ΜΛ)-Α διοργάνωναν τη διάσπαση τους κερδίζοντας ένα κομμάτι για την AICCTU.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 το ΚΚΙ(ΜΛ)-Α πραγματικά είχε κάπως επεκταθεί. Αλλά η βασική δύναμη τους παρέμεινε περιορισμένη στο Μπιχάρ και το Ασσάμ, όπου είχε ενσωματώσει το κίνημα του Κάρμπι Αγγλόκ. Ο ένας βουλευτής του ήρθε από το Ασσάμ. Στη Δυτική Βεγγάλη το κόμμα είχε μεγάλη αποτυχία. Ειδικά η αξίωση του να είναι η εκλογική εναλλακτική λύση απέναντι στο ΚΚΙ(Μ) αποδείχθηκε εντελώς αστεία αφού μεγάλος αριθμός των υποψηφίων του στις δημοτικές εκλογές πήραν λιγότερους από 100 ψήφους. Στο Ούταρ Πράντες, την περιοχή με τους περισσότερους κατοίκους στην Ινδία προσπάθησε να σημειώσει πρόοδο συμμαχώντας με το αστικό κόμμα του Mulayam Singh Yadav, που παλιότερα ήταν υπουργός άμυνας στην κυβέρνηση του Ενωμένου Μετώπου, και ιδιαίτερα στο μικροαστικό πεδίο της φοιτητικής πολιτικής που παραμένει ο βασικός τομέας της στρατολόγησης του στις πόλεις.
Ένας άλλος μεγαλύτερος μαοϊκός πόλος που αναπτύχθηκε είχε τρεις συνιστώσες, το ΚΚΙ(ΜΛ) 1.Ομάδα για το Λαϊκό Πόλεμο (ή ΟΛΠ), 2. ΚΚΙ(ΜΛ)-Κομματική Ενότητα (ή ΚΕ) 3. Μαοϊκό Κομμουνιστικό Κέντρο (ή ΜΚΚ). Αυτές είναι οι τρεις κύριες δυνάμεις που εξακολουθούν να επιμένουν στην πρωταρχική γραμμή του ένοπλου αγώνα, την εκμηδένιση του ταξικού εχθρού κλπ. Παρά τους αλληλοκτόνους ανταγωνισμούς, δύο απ’ αυτές, η ΟΛΠ και η ΚΕ ενοποιήθηκαν στο ΚΚΙ(ΜΛ)-ΛΠ. Αυτές οι δυνάμεις είναι άκρως οπορτουνιστικές. Αφού, σύμφωνα με την ανάλυσή τους, όλα τ’ άλλα κόμματα είναι αστικά ή υπηρετούν τη μια ή την άλλη φράξια της μεταπρατικής αστικής τάξης, πιστεύουν ότι είναι ελεύθερες να κάνουν οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη συμμαχία με ένα κόμμα ενάντια σε κάποιο άλλο. Συνάπτοντας τέτοιες συμμαχίες βρίσκουν κάποια στηρίγματα σε κάποιες περιοχές. Στη Δυτική Βεγγάλη π.χ., όπου το ΚΚΙ(Μ) έχει την εξουσία, σε κάποια φάση συμμάχησε με το ΚΚΙ(Μ) και σε άλλη με το τοπικό δεξιό κόμμα, το «Κογκρέσο Τριναμούλ» που συμμετέχει στο κεντρικό κυβερνητικό καθεστώς κάτω από την ηγεσία του BJP. Χρησιμοποιούν επίσης δολοφονική βία για να επιβάλουν τον έλεγχό τους πάνω σε διάφορες περιοχές. Το γεγονός ότι σε μεγάλες περιοχές ο 20ος αιώνας βασικά δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, προσδίδει στη γραμμή τους για ένοπλη αντίσταση και για «προστασία» μια φαινομενική δικαιολογία για κάποια στρώματα καταπιεσμένων φτωχών αγροτών και εθνικών ομάδων.
Από τη διείσδυση της κοινωνίας στην οικοδόμηση μη κυβερνητικών οργανώσεων
Αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 νέες εξελίξεις συντελέστηκαν στους χώρους τόσο των μαοϊκών, όσο και των σοσιαλιστών. Στην Γκιουτζαράτ η ριζοσπαστική νεολαία ξεκίνησε ένα μη κομματικό κίνημα ονόματι Ναβ Νιρμάν (Νέα Οικοδόμηση). Μόνο μια πολύ μικρή πτέρυγα έγινε μαρξιστική. Άλλοι εμποτίστηκαν με ιδεολογίες διαφορετικών ειδών και πρόβαλαν κυρίως μια άρνηση στο κομματικό σύστημα και μια αποφασιστικότητα να αγωνιστούν μέσα στην πολιτική κοινωνία για την αλλαγή της και για τις δημοκρατικές ελευθερίες τις. Η μακροχρόνια περίοδος της τρομοκρατίας ξεκίνησε πρώτα στη Δυτική Βεγγάλη για να συντριβούν οι μαοϊκοί και το ΚΚΙ(Μ) και στη συνέχεια ο ενάμισι χρόνος της δικτατορικής κυβέρνησης της Ίντιρα Γκάντι συνέβαλε στην αυξανόμενη αφοσίωση όσον αφορά τον αγώνα για τις δημοκρατικές ελευθερίες σε όλη την Ινδία. Πολλά στελέχη των μαοϊκών διαπίστωσαν ότι, για να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, χρειαζόταν κάτι διαφορετικό από την απλή προπαγάνδα για τον ένοπλο αγώνα, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, όπου ο βαθμός της καταπίεσης ήταν τόσο σκληρός που ο ένοπλος αγώνας ήταν ο μόνος δρόμος απέναντι στις ταπεινές μεταρρυθμίσεις.
Τελικά, από τη δεκαετία του ’70 μια σειρά νέων κοινωνικών κινημάτων αναπτυσσόταν όπως ο φεμινισμός, το κίνημα των νταλιτών (των κατώτερων καστών) ενάντια στην καταπίεσή τους, αγώνες φυλών όπου το δικαίωμά τους για επιβίωση ήταν άμεσα συνδεδεμένο με περιβαλλοντολογικά ζητήματα (π.χ. αν ο φυλετικός πληθυσμός θα έπρεπε να φύγει από τις περιοχές του για να σωθεί η τίγρη ή αν προς όφελος της ανάπτυξης τα δάση θα έπρεπε να κοπούν με επιδράσεις τόσο στην οικολογία όσο και στο φυλετικό τρόπο ζωής όπως στο κίνημα Τσίπκο), ένα σημαντικό αντιπυρηνικό κίνημα, ένα αυξανόμενο κίνημα στον τομέα της υγείας συμπεριλαμβανομένων τόσο ριζοσπαστών εργαζομένων και ιατρών όσο και απλών ανθρώπων που ήταν της γνώμης ότι δικαιούνταν ένα ελάχιστο αξιοπρεπούς ιατρικής περίθαλψης κ.α. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των κινημάτων ήταν μια καχυποψία απέναντι στον καθαρά κοινοβουλευτικό προσανατολισμό όλων των κομμάτων συμπεριλαμβανομένων των πιο μεγάλων αριστερών.
Τα νέα κινήματα οδήγησαν σε νέες οργανώσεις ή ενέπνευσαν τις παλιές. Αυτό είχε σαν συνέπεια αναπόφευκτες συγκρούσεις, άλλες όπως γίνονταν παντού στον κόσμο, άλλες που οφείλονταν στις ιδιαιτερότητες της Ινδίας, ανάμεσα τις παλιές μαζικές οργανώσεις και τα κόμματα αφενός και τις νέες οργανώσεις αφετέρου. Έτσι ένας νέος ριζοσπαστικός χώρος διαμορφώθηκε. Τα κινήματα τόνισαν την αυτονομία και την ταυτότητά τους όπως και τη συμμετοχική δημοκρατία. Με σύνθημα την αυτονομία εννοούσαν ότι το κίνημα πρέπει να είναι ανεξάρτητο από τον έλεγχο τόσο του κράτους όσο και κάθε άλλης εξωτερικής δύναμης όπως τα κόμματα. Η επιμονή στην ταυτότητα ήταν μια απάντηση σε όλες τις αξιώσεις που αποσκοπούσαν στην υποταγή των διαφορετικών αγώνων κάτω από μια ηγετική σημαία. Αυτό αφορούσε στον εθνικισμό αλλά και στην αξίωση ότι ο ταξικός αγώνας θα έλυνε αυτόματα όλα τ’ άλλα προβλήματα.
Αφού πολλοί μαχητές ήταν ταυτόχρονα μέλη των ριζοσπαστικών κομμάτων προέκυψε μια αντίφαση. Φαινόταν ότι ζούσαν σε δύο κόσμους. Όπως μου είπε μια φορά μια ηγέτιδα τροτσκίστρια και φεμινίστρια μαχήτρια των δεκαετιών ’70 και ’80, η Vibhuti Patel: «Πολύ χρόνο εξακολούθησα να λέω στους συντρόφους μου στο κόμμα ότι δεν μπορούμε να μεταχειριστούμε το φεμινισμό σαν χωριστικό κίνημα και ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση της γυναίκας δεν μπορεί να αναβληθεί μέχρι να ολοκληρωθεί η σοσιαλιστική επανάσταση. Εξακολούθησα να λέω στις φίλες μου στο γυναικείο κίνημα ότι ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να είναι νικηφόρος χωρίς να συνδεθεί με τον ταξικό αγώνα.» Αυτή ήταν η άποψη μιας τροτσκίστριας, μέλους μιας οργάνωσης που η αφοσίωσή της στην απελευθέρωση της γυναίκας ήταν περισσότερο από τυπική.
Κάθε νέα μορφή του αγώνα των καταπιεσμένων αντιμετώπιζε αυτό το πρόβλημα. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν κόμματα που είχαν διασπαστεί από άλλα όπως το ΚΚ Σάτυα Σόντηακ που είχε εγκαταλείψει το ΚΚΙ(Μ) τονίζοντας ότι οι αγώνες των καστών και των τάξεων έπρεπε να συνδεθούν. Σε πολύ περισσότερες περιπτώσεις όμως, κάποια στελέχη αριστερών κομμάτων, ή των κυρίαρχων ή ακόμα συχνότερα των μαοϊκών, αλλά και νέοι επηρεασμένοι από «λοχιάτικες» απόψεις για την καταπίεση των καστών (δηλαδή όσοι συμμερίστηκαν την αντίληψη του Ραμ Μανοχάρ Λόχια, ενός σοσιαλιστή ηγέτη που τόνισε τη σημασία των αγώνων των καστών) όπως και τις ιδέες του Jay Prakash Narayan για τη δημοκρατία χωρίς κόμματα έκαναν μια στροφή για να συγκροτήσουν νέα είδη οργανώσεων, ή αποχωρώντας από τα κόμματά τους ή μένοντας μέσα σε αυτά αλλά αναπτύσσοντας μια δεύτερη ταυτότητα.
Σχηματίστηκαν ένα πλήθος από εθελοντικές οργανώσεις εκείνη την εποχή. Αρχικά, σχηματίστηκαν ριζοσπάστες οι οποίοι πίστευαν ότι θα συνέχιζαν τον ταξικό αγώνα, τον αγώνα απελευθέρωσης των καστών, τον αγώνα απελευθέρωσης των γυναικών, κτλ, με αυτά τα μέσα. Έτσι αυτές ήταν ανοιχτές και δημοκρατικές οργανώσεις. Εντούτοις, πολλές από αυτές τις ομάδες σύντομα κατάλαβαν ότι υπήρχε ανάγκη να οργανωθούν υπηρεσίες, να δουλέψουν στην κοινωνία των πολιτών με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί κάποια αυτοβοήθεια κλπ. Αυτό σήμαινε τον μετασχηματισμό της δομής της οργάνωσης.
Θέλοντας και μη, τώρα λειτουργούσαν στην κοινωνία των πολιτών ενώ δεχόταν το υπάρχον κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, ιδίως το κράτος. Έτσι τώρα απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις από το κράτος. Αυτό δεν καθιστούσε το κίνημα, ή εκείνα τα τμήματα του κινήματος, αυτόματα ρεφορμιστικά. Αλλά αυτή η εξέλιξη έθιγε σοβαρά ζητήματα για τους μαρξιστές που δούλευαν μέσα σ’ αυτές τις οργανώσεις ή κινήματα σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνουν για να θέσουν σε κάθε επί μέρους κίνημα τους ιστορικούς, μακροπρόθεσμους στόχους του αγώνα, και ποιοι θα ήταν οι κατάλληλοι τρόποι να γίνει αυτό.
Σε αυτό το σημείο συγκλίνανε αρκετά προβλήματα. Το πρώτο ήταν πρόβλημα χρηματοδότησης. Ένα μαζικό κίνημα χρηματοδοτεί τον εαυτό του συχνά πλημμελώς, μερικές φορές κάπως καλύτερα, με εισφορές από ενεργά μέλη όπως και λιγότερα ενεργά συμπαθούντες. Αλλά όταν το επίκεντρο μετατρέπεται στην οικοδόμηση ειδικών μηχανισμών, όπως ένα κέντρο τεκμηρίωσης, ή ενός καταφύγιου κακοποιημένων γυναικών, ή ενός μορφωτικού κέντρου (ουσιαστικά, μια εναλλακτική εκπαιδευτική δομή), υπάρχει πάντα η πίεση και ο πειρασμός να στραφεί κανείς και πέρα από αυτές τις πηγές.
Κακοτυπωμένα φυλλάδια δεν εξυπηρετούν καλά το σκοπό της μόρφωσης και της επιμορφωτικής συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, όπως ούτε το κακοπληρωμένο εθελοντικό ιατρικό προσωπικό ή κακοπληρωμένοι πλήρους απασχόλησης δεν εξυπηρετούν το σκοπό ενός κινήματος υγείας ή οποιουδήποτε άλλου κινήματος για πολύ. Απλές ανάγκες επιβίωσης οδήγησαν πολλούς από αυτούς αλλού. Παλαιότερα στη δεκαετία του 1970, οι στόχοι ήταν αρκετά απλοί. Φαινόταν αρκετό να προσφέρεις 400 ρουπίες το μήνα (περίπου $40 τότε) για να πάει ένας εθελοντής πλήρους απασχόλησης να δουλέψει σε μια απόμακρη επαρχιακή περιοχή, όπως την Τζαρκχάντ (Jharkhand). Αλλά ακόμα και αυτούς τους πόρους δεν τους αποκτούσε κανείς εύκολα.
Έτσι ξεκίνησε η αναζήτηση πόρων, που οδήγησε στο μετασχηματισμό πολλών εθελοντικών οργανώσεων. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό οδηγούσε πίσω στο ινδικό κράτος, υπό τον ισχυρισμό ότι το κράτος έχει το συνταγματικό καθήκον παρέχει πολλές υπηρεσίες στο λαό, έτσι δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο στην επιμονή να γίνουν αυτά εν μέρει δια μέσου αυτών των εθελοντικών οργανώσεων. Σε άλλες περιπτώσεις σχηματίστηκαν δεσμοί με ομοϊδεάτες στο εξωτερικό, ιδίως στον Πρώτο Κόσμο, και η χρηματοδότηση συχνά ερχόταν από αυτούς. Εντούτοις, όταν ξεκίνησε αυτή η χρηματοδότηση, και δημιουργήθηκε μια οριστική δομή, άρχισε να επικρατεί μια νέα δυναμική.
Η τακτική χρηματοδότηση έγινε, από επί μέρους στόχο, το κεντρικό αντικείμενο της χρηματοδοτούμενης οργάνωσης. Η αναζήτηση χρηματοδοτών σταδιακά γινόταν όλο και περισσότερο χωρίς διακρίσεις. Και τελικά, αυτό σήμανε και την εξασθένηση της πολιτικής στάσης. Αυτό συνέβη με τρόπους που δεν είναι μοναδικοί στην Ινδία. Από τη μία, οι χρηματοδότες άρχισαν να επιμένουν να πληρούνται όροι, και από την άλλη, άρχισαν να κάνουν πιο εύκολα διαθέσιμη τη χρηματοδότηση για ορισμένους τύπους προγραμμάτων παρά για ορισμένους άλλους.
Διεθνείς οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη και οι διάφορες οργανώσεις του έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Ως το τέλος της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές του 2000 υπήρξε δραματική αλλαγή. Η μικρή εθελοντική οργάνωση που συνδεόταν με το μαζικό κίνημα ακόμα υπήρχε, αλλά όλο και πιο πολύ παραγκωνιζόταν από μια αλυσίδα που καθοδηγούσε, από διεθνείς οργανισμούς χρηματοδοτών σε μεγάλες οργανώσεις χρηματοδοτών στην Ινδία με κεντρικά γραφεία στο Δελχί, στη Βομβάη, στην Μπανγκαλόρ (Bangalore), κτλ, μέχρι τοπικά γραφεία ή μικρότερες ΜΚΟ σε μεγάλες πόλεις, και δια μέσου αυτών σε ελάσσονες ΜΚΟ σε μικρές πόλεις, επαρχιακές περιοχές, ή σε εργατικές ή εξαθλιωμένες περιοχές των μεγάλων πόλεων.
Έτσι ολόκληρη η γλώσσα της μεγάλης πλειοψηφίας των ΜΚΟ είχε μετατραπεί. Έτειναν να θεωρούν τις μάζες που με τις δραστηριότητές τους εξυπηρετούσαν ως «ευεργετούμενες». Μια ξεκάθαρη ιεραρχία είχε ξεφυτρώσει. Πίσω από το συνεχιζόμενο επίχρισμα της συμμετοχικής δημοκρατίας, η πραγματικότητα ήταν αυτή της σταδιακά αυξανόμενης γραφειοκρατικοποίησης. Επιπλέον, οι ΜΚΟ, ακόμα και όταν λειτουργούσαν εντελώς ειλικρινά και αφοσιωμένα, καλλιεργούσαν σχέσεις εξάρτησης.
Αντί-παγκοσμιοποίηση και διαφορετικές απαντήσεις
Πολλά από αυτά πιθανώς να αναπαράγονται και αλλού. Αλλά το περιβάλλον της ινδικής Αριστεράς είναι σημαδεμένο από μεγάλο απομονωτισμό. Αναφέρονται σχετικά λίγα για την Ινδία στη Δύση, και οι Ινδοί με τη σειρά τους, συχνά μαθαίνουν για λίγα μόνο από τα κινήματα και τους αγώνες στο εξωτερικό. Εν μέρει είναι έτσι επειδή η πρώην σταλινική Αριστερά στην Ινδία, που τώρα έχει σχεδόν προσαρμοστεί σε ένα σοσιαλδημοκρατικό καλούπι, αν και με οργανωτικές πρακτικές που λειτουργούν ως υπενθύμιση της καταγωγής της, διατηρεί λίγες καθορισμένες προτεραιότητες. Το παλαιστινιακό ζήτημα, για παράδειγμα, έχει αρκετά καλή κάλυψη, όπως και η αλληλεγγύη με την Κούβα. Αλλά όλες οι επιπτώσεις της ανόδου του PT (το Κόμμα των Εργαζομένων, στη Βραζιλία), η επακόλουθη στροφή του προς τα δεξιά, με το Λούλα να δέχεται τους όρους του ΔΝΤ, μαζί με την περίπλοκη δυναμική για να εκλεγεί ο Λούλα, κλπ, δεν είχαν καμία απήχηση στην Ινδία. (Παρενθετικά, ο παρών συγγραφέας το ανακάλυψε αυτό πρόσφατα όταν προσπαθούσε να συγκεντρώσει υπογραφές για ένα κείμενο υποστήριξης προς την αριστερή πτέρυγα του PT.)
Επίσης, το μεγάλο μέρος της Ινδικής Αριστεράς πήρε μια στάση μη επικριτική υπέρ του Μιλόσεβιτς, ενώ μια άλλη πτέρυγα, αργότερα, έδειξε ότι είχε υιοθετήσει και ένα μέρος της ρητορικής που προωθούσαν οι ΗΠΑ όταν αποκάλεσαν τον ανώτερο υπουργό της πολιτείας Γκιουτζαράτ, Ναρέντρα Μόντη, αρχιτέκτονα ενός μαζικού πογκρόμ κατά των μουσουλμάνων το 2002, «Μιλόσεβιτς της Ινδίας».
Ο βαθμός του απομονωτισμού κατανοείται καλύτερα κοιτάζοντας τα αρχικά στάδια του αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης. Την εποχή του Σιάτλ, έγιναν πολύ λίγες δημόσιες διαδηλώσεις στην Ινδία. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων της Πράγας το 2000, στην Καλκούτα, η Πρωτοβουλία Διαμαρτυρίας, μια αριστερή προσπάθεια ανασυγκρότησης στην οποία συμμετέχουν τo Inquilabi Communist Sangathan (Επιτροπή της πολιτείας της Δυτικής Βεγγάλης, το ICS είναι το ινδικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς), την Επιτροπή Majdoor Mukti, τo Nari Nirjatan Pratirodh Mancha (Φόρουμ Ενάντια στην Καταπίεση των Γυναικών), τo Sramajeevi Mahila Samity (Σωματείο Εργατριών), το Σωματείο Ινδών Ορθολογιστών και άλλες οργανώσεις, διοργάνωσε ένα ολοήμερο πρόγραμμα. Αλλά η παραδοσιακή Αριστερά δεν έκανε κινητοποιήσεις, ούτε και το ΚΚΙ(MΛ)-Α, που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πόλος για την εναλλακτική Αριστερά αλλά που στην πραγματικότητα απλώς μετατοπίζεται για να καταλάβει το χώρο του αριστερού ρεφορμισμού που εκκενώθηκε από το ΚΚΙ(Μ) καθώς γίνεται υπηρέτης του καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού.
Δύο γεγονότα από τότε βοήθησαν στο να κάνει στροφή ο μεγάλος όγκος της Αριστεράς. Το ένα ήταν το Ασιατικό Κοινωνικό Φόρουμ, που συγκλήθηκε στην Hyderabad το 2002, και το άλλο ήταν η παγκόσμια διαμαρτυρία εναντίον του πολέμου στο Ιράκ. Ακόμα και οι πιο απομονωτικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να μην εντυπωσιαστούν από το βάθος των παγκόσμιων αντιπολεμικών, αντί-ιμπεριαλιστικών συναισθημάτων που εκφράστηκαν το Φεβρουάριο- Μάρτιο 2003. Εντούτοις, το ΚΚΙ(Μ) κινήθηκε γρήγορα όταν αντιλήφθηκε τις δυνατότητες, μόνο και μόνο για να τις αποτελειώσει. Εκμεταλλευόμενοι τα συναισθήματα ενότητας και της αδέσμευτης κινητοποίησης, διοργάνωσε ένα κεντρικό πρόγραμμα όπου υπήρχαν μόνο συνθήματα για την επέμβαση των ΗΠΑ Βρετανίας στο Ιράκ, και που στο όνομα της ενότητας δεν επέτρεπε σε άλλους να έχουν δικά τους συνθήματα, τις δικές τους αφίσες, αναλύσεις κλπ.
Υπήρξε ιδιαίτερα μια κάθετη απόρριψη όλων των προσπαθειών να συνδεθούν τα καθεστώτα της Ινδίας και του Πακιστάν ως δίδυμα πολεμοχαρή και δεξιά υπέρμαχα των πυρηνικών, καταδεικνύοντας την αμφιθυμία που έχει ανέκαθεν σημαδέψει την πυρηνική πολιτική του ΚΚΙ(Μ). Πάντα υποστήριζε την πολιτική της ινδικής κυβέρνησης να κρατά ανοιχτή την προοπτική των πυρηνικών. Όταν διεξάγονταν οι πυρηνικές δοκιμές Pokharan II, έσπευσε να συγχαρεί τους Ινδούς επιστήμονες (με τον τωρινό πρόεδρο της Ινδίας A.P.J. Kalam επικεφαλής) για τα επιτεύγματά τους, σαν να μπορούσαν, σήμερα που οι βασικές επιστημονικές αρχές και τεχνολογίες της πυρηνικής ενέργειας και των όπλων είναι τόσο γνωστές, τα επιτεύγματα αυτά να αποκοπούν από τον σαφή πολεμικό σκοπό τους. Στο ζήτημα του Κασμίρ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου Kargil (1999), η κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου της Δυτικής Βεγγάλης με το ΚΚΙ(Μ) επικεφαλή διέλυσε διαδηλώσεις και έκανε συλλήψεις στην πορεία ειρήνης.
Έτσι η επιβολή αυτής της τεχνητής ενότητας είχε σαν αποτέλεσμα την κατάπνιξη των φωνών διαμαρτυρίας. Πολλά εργατικά σωματεία το δέχτηκαν αυτό, διότι οι ηγέτες τους, συχνά οι ίδιοι ακτιβιστές του ΚΚΙ ή ΚΚΙ(Μ), υποστήριζαν ότι ο ιμπεριαλισμός είναι η βασική αντίφαση, έτσι όλα τα άλλα ζητήματα πρέπει να υποτάσσονται στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού.
Έγινε μια προσπάθεια να οργανωθεί ένας δεύτερος σημαντικός πόλος, όπου όλοι θα επιτρέπονταν να έρθουν με τα δικά τους πανό και προκηρύξεις, εφόσον συμφωνούσαν σε δύο κεντρικά συνθήματα την αντίθεση στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στο Ιράκ, και την αντίθεση στην πολεμοκαπηλεία της Ινδίας και του Πακιστάν. Αυτή τη φορά η προσπάθεια τορπιλίστηκε από έναν απίθανο συνδυασμό. Το ΚΚΙ(ΜΛ)-ΛΠ, που δε λειτουργεί ανοιχτά ως κόμμα αλλά μόνο δια μέσου οργανώσεων βιτρίνας, μαζί με τις μετωπικές οργανώσεις βιτρίνας του MΚΚ ενώθηκαν με το δυτικοβεγγαλικό πολιτειακό τμήμα της Εθνικής Συμμαχίας Λαϊκών Κινημάτων για να διαλύσουν την προσπάθεια σχηματισμού ενός πολυσυλλεκτικού μπλοκ. Επιχειρηματολόγησαν ότι ούτε τα πολιτικά κόμματα ούτε οι ΜΚΟ πρέπει να αποτελούν μέρος της συμμαχίας.
Η έκκλησή τους να αποκλειστούν τα κόμματα εκμεταλλεύονταν ουσιαστικά το αντί-κομματικό συναίσθημα πολλών ανθρώπων, αλλά είχε απώτερο σκοπό να αποκλείσει εκείνες τις οργανώσεις που λειτουργούν ανοιχτά ως κόμματα ενώ επέτρεπε πλήρη ελευθερία στις δικές τους ομάδες βιτρίνας. Η Εθνική Συμμαχία Λαϊκών Κινημάτων είναι φυσικά ένα διαφορετικού είδους δικτύου. ½εκίνησε από την Εκστρατεία για τη Διάσωση της Nαρμάντα (ΝΑΡΜ), μια από τις πιο γνωστές Ινδικές περιβαλλοντικές οργανώσεις υπέρ των ανθρώπων του μόχθου, και συμπεριλαμβάνει ποικίλες μαζικές οργανώσεις όπως και ΜΚΟ. Για τη NAPM, όπως επίσης και για καθένα από τα τμήματά της, να απορρίψει κατηγορηματικά να δουλέψει με ΜΚΟ με το πρόσχημα ότι είναι πράκτορες του ιμπεριαλισμού, ήταν μια στάση που εξέπληξε, και απεικόνιζε μάλλον την προσωπική στάση ελάχιστων ηγετικών μελών του πολιτειακού τμήματος. Σαν αποτέλεσμα αναπτύχθηκαν αρκετές μικρές πρωτοβουλίες, που όμως καμία δεν μπόρεσε να διατηρηθεί για πολύ.
Όσο για την πρωτοβουλία του ΚΚΙ(Μ), τήρησε μια μεγάλη «Ημέρα Δράσης» και ένα πρόγραμμα διάρκειας μιας βδομάδας, και μετά ξεθύμανε, γιατί δεν είχε ενδιαφερθεί να επιτρέψει την ανάπτυξη λαϊκών πρωτοβουλιών, αλλά να τα διοχετεύσει σε μια άκαμπτη γραφειοκρατική δομή. Έξω από τη Δυτική Βεγγάλη, όπου το ΚΚΙ(Μ) δεν είχε τις δίδυμες δυνάμεις της κυβερνητικής εξουσίας και το τεράστιο μέγεθος του κομματικού μηχανισμού της Δυτικής Βεγγάλης, καμία δύναμη δεν είχε τέτοιους κυρίαρχους ρόλους.
Αλλά ενώ όλες οι δυνάμεις επιδιώκουν κινητοποιήσεις εναντίον του πολέμου, οι διασπάσεις είναι επαναλαμβανόμενες. Βασικά, έχουν αναπτυχθεί τρεις χαλαροί πόλοι: 1) η παραδοσιακή Αριστερά (και μερικές φορές το ΚΚΙ(ΜΛ)-Α μαζί της), 2) το στρατόπεδο του ένοπλου αγώνα και άλλοι σεχταριστές που τους ακολουθούν, 3) και ένας πιο ποικιλόμορφος χώρος, που συμπεριλαμβάνει μη σταλινικές αριστερές δυνάμεις, μερικές ΜΚΟ, μερικά ανεξάρτητα εργατικά σωματεία, και άλλους (η ενέργεια του κρατικού τμήματος της NAPM της Δυτικής Βεγγάλης δεν καθρέφτιζε τη γενική πολιτική της NAPM, όπως σχολίασα νωρίτερα).
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση παρουσίασαν μια παρόμοια διαίρεση. Για την παραδοσιακή Αριστερά, βολεμένη με την εξουσία εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα στην επαρχία της Δυτικής Βεγγάλης, δεν είναι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση καθεαυτή που είναι κακή, αλλά η προσπάθεια από την πλευρά του ιμπεριαλισμού να μονοπωλήσει τα κέρδη αυτής της παγκοσμιοποίησης. Σε συμφωνία με αυτή τη στάση, τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, κυρίως το ΚΚΙ(Μ), έχουν καλωσορίσει επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και επιδιώκουν να δείξουν ότι είναι ικανοί να παίξουν έναν εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Αλλά η πραγματικότητα είναι αυτή της υποταγής στην παγκοσμιοποίηση, μεταμφιεσμένη κάτω από πολλή ρητορική. Κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις για εκπαίδευση και υγεία, αν και ποτέ ήταν κανένα υπερβολικό ποσό, έχουν μειωθεί αισθητά και στη Δυτική Βεγγάλη.
Η κυβέρνηση της Δυτικής Βεγγάλης τώρα έχει δηλώσει ρητά ότι δε θα πληρώνει πλέον τους μισθούς των εκπαιδευτικών που διορίζονται σε νέες θέσεις στα κολέγια. Στα σχολεία, έχει ιδρυθεί μια επιτροπή σχολικών υπηρεσιών για να υπάγονται οι διορισμοί στην κεντρική αρχή. Αυτό έχει δύο συνέπειες: 1) εξασφαλίζει ότι ένας ικανοποιητικός αριθμός από κομματικά στελέχη παίρνουν δουλειές το ισοδύναμο της νομενκλατούρας στη Δυτική Βεγγάλη, 2) καθυστερεί όλη τη διαδικασία των διορισμών, ουσιαστικά περικόπτοντας την απασχόληση στον τομέα της εκπαίδευσης.
Στο επίπεδο των κολεγίων, οι κανονισμοί των πανεπιστημίων ορίζουν ότι οποιοδήποτε κολέγιο, για να ιδρύσει ένα ολοκληρωμένο τμήμα που να παρέχει εξειδικευμένα πανεπιστημιακά πτυχία, θα πρέπει να έχει τουλάχιστον τέσσερις καθηγητές. Αλλά η κυβέρνηση έχει εγκρίνει, σε δεκάδες κολέγια, και συνολικά σε εκατοντάδες τμήματα, είτε έναν είτε δύο καθηγητές. Τα κολέγια έχουν ειδοποιηθεί ότι αν χρειάζονται περισσότερες θέσεις, θα πρέπει να διορίζουν καθηγητές με σύμβαση, με καθορισμένο μισθό και χωρίς βασικά κεκτημένα όπως μονιμότητα, άδειες, συνταξιοδοτική κάλυψη, ανάμεσα σε άλλα. Αλλά ακόμα και αυτός ο μισθός θα μπορεί να πληρωθεί μόνο με την αύξηση των διδάκτρων από το τωρινό επίπεδο (μεταξύ 50 και 70 ρουπίες το μήνα) σε δεκάδες χιλιάδες ρουπίες το χρόνο.
Στα νοσοκομεία, οι δωρεάν υπηρεσίες έχουν περικοπεί δραστικά, και οι ποιότητα των δωρεάν υπηρεσιών που παραμένουν είναι τέτοια που μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο του αποδέκτη. Αν και ο πληθυσμός της Καλκούτας έχει αυξηθεί εντυπωσιακά, στα 25 χρόνια της διακυβέρνησης του Αριστερού Μετώπου δεν έχει εγκαινιαστεί κανένα νέο κρατικό νοσοκομείο. Η κυβέρνηση επίσης κινείται αργά αλλά σταθερά για να καταστείλει οποιαδήποτε έκφραση αντίθεσης. Χρησιμοποιεί ελεύθερα την ταμπέλα του τρομοκράτη εναντίον των αντιπάλων της. Και έχει δείξει τη δέσμευσή της στην παγκοσμιοποίηση με το να στρέφεται εναντίον των αγώνων ακόμα και των ρεφορμιστικών εργατικών σωματείων για παραχωρήσεις προς τους εργάτες, ακόμα και όταν σε παν-Ινδικό επίπεδο το ΚΚΙ(Μ) συνεχίζει να διατυπώνει κοινοτοπίες για τα δικαιώματα των εργατών.
Οι κυβερνητικές προσπάθειες για την προστασία του περιβάλλοντος δείχνουν τον ίδιο προσανατολισμό προς τις ανώτερες τάξεις. Αρκετοί χιλιάδες άνθρωποι εκδιώχθηκαν από τις «παράνομες» κατοικίες τους στις παραγκούπολεις, και σε μια περίπτωση ολόκληρη τεράστια παραγκούπολη «τυχαία» κάηκε από εμπρησμό. Συνελήφθησαν ακτιβιστές του Συνδέσμου για την Προστασία των Δημοκρατικών Δικαιωμάτων όπως και άλλων οργανώσεων, σαν αυτών που αγωνίζονταν υπέρ των κατοίκων που είχαν εκδιωχθεί. Στην επαρχιακή Δυτική Βεγγάλη, στο όνομα της μάχης κατά του μαοϊσμού και της «απόσχισης», έχει εξαπολυθεί ένα τρομακτικό κύμα βίας, δικαιολογημένο στα αστικά μέσα ενημέρωσης, και επομένως ουσιαστικά αποσιωπημένο.
Και όμως, το ΚΚΙ(Μ) παρά τη δεξιόστροφη τροχιά του, δεν μπορεί να γυρίσει την πλάτη του στην εργατική τάξη. Η κύρια εκλογική και κοινωνική του βάση παραμένει η εργατική τάξη και οι φτωχοί της επαρχίας. Έτσι έχει προσαρμοστεί στους αγώνες κατά της παγκοσμιοποίησης. Ήταν από τους βασικούς συντελεστές στη διοργάνωση του Ασιατικού Κοινωνικού Φόρουμ στην Hyderabad. Επίσημα το κόμμα απουσίαζε. Αλλά με ένα πλήθος από μαζικές οργανώσεις βιτρίνας ελεγχόμενες από το κόμμα να ρυθμίζουν τα πράγματα, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να πάρουν οι ηγέτες του ΚΚΙ(Μ) άφθονο χώρο στο Φόρουμ. Ταυτόχρονα, παίρνοντας μια στάση που υποστήριζε τον αποκλεισμό των κομμάτων, σιγουρεύτηκαν ότι τα μικρότερα αριστερά κόμματα δεν είχαν πολύ χώρο.
Το ΚΚΙ(Μ) και το ΚΚΙ συνεχίζουν να είναι σημαντικοί συντελεστές στη διοργάνωση του επερχόμενου Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στη Βομβάη, και είναι επιθυμητό να είναι τέτοιες δυνάμεις μέρος του ΠΚΦ. Το πρόβλημα είναι όμως ότι έχουν δείξει ότι από τη μία θα χρησιμοποιήσουν όσο δυνατόν τη δύναμή τους να αποκλείσουν άλλες δυνάμεις. Και από την άλλη θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν το ΠΚΦ ως πλατφόρμα για να καλύψουν το γεγονός ότι στην πραγματικότητα έχουν παραδοθεί στο νεοφιλελευθερισμό.
Ο τομέας των ΜΚΟ φυσικά αντιπροσωπεύεται επαρκώς, ακόμα και σε υπερβολικό βαθμό. Και πολλές από τις ΜΚΟ δεν καταλαβαίνουν καν ότι το πρόγραμμά τους δημιουργεί δίκτυα ασφαλείας του καπιταλισμού, και όχι όργανα του αγώνα ενάντια σ’ αυτόν. Αλλά ταυτόχρονα, υπάρχουν αρκετές ΜΚΟ που παίρνουν μια διαφορετική και πιο ριζοσπαστική στάση. Όμως η παραδοσιακή Αριστερά και η πλειοψηφία της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι διαμετρικά ενάντια σε όλες τις ΜΚΟ. Δύο πρόσφατες επιθέσεις εναντίον του ΠΚΦ το αποδεικνύουν. Κατά τη διάρκεια του Ασιατικού Κοινωνικού Φόρουμ, το ΚΚΙ(ΜΛ)-ΛΠ κάλεσε για μποϊκοτάζ και αντί-πρόγραμμα. Αυτή τη φορά επίσης, προσπαθούν να στήσουν κάτι εναλλακτικό που λέγεται Αντίσταση της Βομβάης (Mumbai Resistance).
Αριστεριστικές και σεχταριστικές επιθέσεις στο ΠΚΦ: η μερική αλήθεια και η τελική αποτυχία τους
Ένα ιδεολογικό συγκρότημα (think tank!?) συνδεδεμένο με μερικές μαοϊκές ομάδες στην Ινδία δημοσίευσε ένα κείμενο που υποστηρίζει ότι το ΠΚΦ είναι δημιούργημα του ιμπεριαλισμού. Οι βασικές σκέψεις αυτού του άρθρου που έχει τον τίτλο «Η οικονομία και η πολιτική του ΠΚΦ: μαθήματα για τον αγώνα ενάντια στην “παγκοσμιοποίηση”» της «Μονάδας Μελετών για την Πολιτική Οικονομία» (Research Unit for Political Economy – RUPE) μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
-Ένα μαχητικό κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στη λεηλασία του διεθνούς κεφαλαίου ήρθε στο προσκήνιο κατά το συνέδριο του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου το 1999 στο Σηάτλ και λυσσομάνησε για ενάμισι χρόνο.
Ο ιμπεριαλισμός αδυνατώντας να συγκρατήσει αυτό το κίνημα με ανοιχτή βία χάραξε μια πολιτική στρατηγική.
Έτσι το ΠΚΦ δημιουργήθηκε, αρχικά από το ATTAC, μια γαλλική πλατφόρμα κάποιων ΜΚΟ που είναι αφοσιωμένη σε κυρίαρχους διεθνείς χρηματιστηριακούς οργανισμούς αποσκοπώντας να τους μεταρρυθμίσει και να τους δώσει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, και από το βραζιλιάνικο ΡΤ που το αριστερό γόητρό του και οι συμμετοχικές τεχνικές της κυβέρνησης δεν μπορούσαν να το εμποδίσουν να εφαρμόσει αδίστακτα τους όρους του ΔΝΤ.
Τα συνέδρια του ΠΚΦ στη Βραζιλία στα περασμένα 3 χρόνια αξιοποίησαν την πλατιά διαδεδομένη, ασαφή λαχτάρα για ένα διαφορετικό κοινωνικό σύστημα. Οι ίδιες οι αρχές και η δομή του ΠΚΦ εξασφαλίζουν όμως ότι αυτό δε θα εξελιχθεί σε μια πλατφόρμα της δράσης και της δύναμης των ανθρώπων ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Στο ΠΚΦ οι αποφάσεις ελέγχονται από ελάχιστες οργανώσεις που μερικές απ’ αυτές διαθέτουν σημαντικά χρηματικά αποθέματα και είναι συνδεδεμένες με τις ίδιες τις χώρες που ελέγχουν τη σημερινή παγκόσμια τάξη. Οι συναντήσεις του ΠΚΦ είναι διοργανωμένες με έναν τρόπο που προπαγανδίζει τις τελετές και τις αντιλήψεις του κόσμου των ΜΚΟ.
Έτσι, παρ’ όλες τις κουβέντες για «εναλλακτικές λύσεις», η προοπτική περιορίζεται ουσιαστικά σε μια εναλλακτική πολιτική εντός του υφισταμένου συστήματος αντί να επιδιώξει το ξεπέρασμα του ίδιου του συστήματος.
Όχι μόνο το ΠΚΦ ως οργανισμός παίρνει χρήματα από πρακτορεία υποχρεωμένα στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα αλλά επίσης πολυάριθμες οργανώσεις που συμμετέχουν στο ΠΚΦ είναι εξαρτημένες από πρακτορεία όπως το «Ίδρυμα Φορντ» (Ford Foundation). Δεν είναι αδύνατον η «παγκοσμιοποίηση», μια παραπλανητική λέξη για την παρούσα επίθεση του ιμπεριαλισμού, να συναντήσει αντίσταση και ακόμα να ηττηθεί από ένα συνδυασμό αγώνων σε διάφορα επίπεδα, σε διάφορες χώρες, με διάφορους τρόπους. Δυνάμεις που αγωνίζονται ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση» θα πρέπει να συνεργαστούν στους αγώνες. Αλλά μια ακριβέστερη ανάλυση του ΠΚΦ αποκαλύπτει ότι αυτό δεν αποτελεί όργανο ενός τέτοιου αγώνα. Είναι μια παραπλανητική εκδοχή του.
Αυτή η εικόνα που η RUPE παρουσιάζει είναι κατά βάθος μη πραγματική. Φυσικά ο ιμπεριαλισμός θα προσπαθήσει αναπόφευκτα να διεισδύσει το κίνημα. Υπάρχουν ριζοσπάστες που, από αντίθεση στο ιμπεριαλισμό, δεν είναι διατεθειμένοι να επικρίνουν τους ταλιμπάν. Επιχειρηματολογούν ότι οι ταλιμπάν πραγματικά καταπολεμούν τις ΗΠΑ. Ακτιβιστές ακραίων τάσεων του μαοϊσμού εξέφρασαν την αγανάκτησή τους για την άρνηση του κόσμου να δείξει αλληλεγγύη στους ταλιμπάν. Αυτό που ξέχασαν να αναφέρουν είναι ότι οι ίδιοι και οι ΗΠΑ στο παρελθόν υποστήριξαν τους ταλιμπάν ενάντια στο κοσμικό καθεστώς που στηριζόταν στους σοβιετικούς. (……)
Οι ίδιοι οι ριζοσπάστες που υποστηρίζουν τους ταλιμπάν στρέφουν τώρα τα όπλα τους ενάντια στο ΠΚΦ καθοδηγούμενοι από την πανάρχαια θεωρία της «κύριας αντίθεσης» και της «κύριας άποψης της κύριας αντίθεσης» (που προέρχεται από το άρθρο του Μάο «Για την αντίθεση»). Όταν ο λεγόμενος «σοσιαλιμπεριαλισμός» (η σοβιετική γραφειοκρατία και οι σύμμαχοί της) εθεωρείτο ο κύριος εχθρός, οι μαοϊκοί δε δίσταζαν να υποστηρίξουν τη συμμαχία των ταλιμπάν με τις ΗΠΑ. Αφού τώρα, μετά την κατάρρευση των γραφειοκρατικοποιημένων εργατικών κρατών, ξύπνησαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, πιστεύουν ότι μόνο οικοδομώντας ένα μέτωπο των «καθαρών» μπορεί να αντισταθεί στην ιμπεριαλιστική διείσδυση των κοινωνικών κινημάτων.
Δείχνουν έτσι την τελική αποτυχία τους να καταλάβουν την κοινωνική πραγματικότητα. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι κάτι που βρίσκεται έξω από την κοινωνία. µούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο και κάθε μαζικό κίνημα θα μολυνθεί από τον καπιταλισμό και την ιδεολογία του, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδιά του. Δεν ήταν η άποψη του Μαρξ ότι οι κομμουνιστές δεν έπρεπε να συμμετέχουν σε ένα κίνημα εκτός εάν έχουν από την αρχή την ηγεσία μέσα σε αυτό. Αντίθετα τόνισε ότι οι κομμουνιστές έπρεπε να προσχωρούν στα πραγματικά κινήματα και να αυξάνουν την επιρροή τους μέσα σε αυτά.
Η άνοδος των ΜΚΟ στην Ινδία και σε άλλες χώρες είχε να κάνει συχνά με τις γραφειοκρατικές πρακτικές και τη χειραγωγία των μαοϊκών. Εκπλήσσει ότι ακόμα και μερικοί μαχητές για τις δημοκρατικές ελευθερίες, όπως ο Σύνδεσμος για την Προστασία των Δημοκρατικών Δικαιωμάτων, υιοθέτησαν τη στάση ότι δε θα συνεργαστούν με καμία ΜΚΟ αφού όλες παίρνουν χρήματα και γι’ αυτό είναι πράκτορες του ιμπεριαλισμού.
Οι ΜΚΟ έχουν δύο ψυχές όπως αναφέραμε πιο πάνω. Αφενός εκφράζουν τη θέληση να έρθουν σε ρήξη με όλο τον πολιτισμό της κυριαρχίας των κομμάτων, τη θέληση να βρουν ή να δημιουργήσουν ελεύθερο χώρο μέσα στην πολιτική (civil) κοινωνία. Αφετέρου δείχνουν σημαντικές αδυναμίες, όχι μόνο επειδή παίρνουν χρήματα αλλά κυρίως επειδή ως οργανώσεις που ασχολούνται με ένα μοναδικό θέμα υποτιμούν τη συνολική ιδέα της ρήξης με το σύστημα, με αποτέλεσμα να προέχει ο αγώνας για έναν πολύ ειδικό στόχο, τόσο που συχνά είναι ευτυχισμένες στο να καταλήγουν σε συμφωνίες με αστούς πολιτικούς και καπιταλιστές. Οι 65.000 που είδα στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλωρεντίας ήταν στη μεγάλη πλειοψηφία τους νέοι αφοσιωμένοι στην κοινωνική αλλαγή. Από τους πάνω των 20.000 που γέμισαν την Hyderabad εξίσου πάρα πολλοί επιθυμούσαν μια πραγματική κοινωνική αλλαγή. Ο δρόμος μπροστά συνίσταται στην προσπάθεια να συνδεθούμε σοβαρά με τις ανησυχίες τους και, για να παραφράσουμε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, να προβάλουμε μέσα σε αυτούς τους αγώνες τους ιστορικούς στόχους της εργατικής τάξης. (……)
Αν τα ριζοσπαστικά κόμματα ή αυτά που φιλοδοξούν να είναι ριζοσπαστικά- δεν μπορούν να παίξουν σημαντικούς ρόλους ως οικοδόμοι μαζικών, φεμινιστικών και περιβαλλοντικών αγώνων στην Ινδία. Στο πλαίσιο των αγώνων για την απελευθέρωση των νταλιτών, αν δεν μπορέσουν να διορθώσουν τα σχέδιά τους για τον ταξικό αγώνα και για το επαναστατικό κόμμα ώστε να εξασφαλίσουν ότι αυτές οι διαστάσεις ενσωματώνονται με κατάλληλο τρόπο, θα μείνουν επαναστάτες του γλυκού νερού [armchair revolutionaries!]. Η ομάδα (της ICS) που στην Μπαρόντα (Γκιουτζαράτ) στην προκήρυξη που εξέδωσε (ενάντια στο ΠΚΦ στη Βομβάη και για την «Αντίσταση Βομβάη») έβαλε τα δυνατά της να απωθήσει τους πιο σημαντικούς συνδικαλιστές μαχητές, τους μαχητές για την προστασία του περιβάλλοντος, τις φεμινίστριες μαχήτριες κλπ, από τη συμμαχία της αφού αυτοί οι μαχητές αρνούνται να επιτρέψουν στους «μαρξιστές» εξειδικευμένους, που δεν έχουν εμπειρίες στους πραγματικούς αγώνες, να τους υπαγορεύσουν, πώς πρέπει να λειτουργούν στα μαζικά κινήματα.
Θα ήταν μια αυταπάτη αν πιστεύαμε ότι το ίδιο το ΠΚΦ θα μπορούσε να γίνει το επίκεντρο των αντι-ιμπεριαλιστικών αγώνων. Αλλά αν νομίζαμε ότι μπορούμε να αγνοήσουμε αυτό το γεγονός, μια από τις μεγαλύτερες αντιιμπεριαλιστικές συνελεύσεις στον κόσμο, θα το παραδίδαμε απλά στα χέρια των ρεφορμιστών πολιτικών. Αυτοί έρχονται σε κοπάδια. Έρχονται ως ηγέτες του ΚΚΙ(Μ) και ως Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες.
Παρεμπιπτόντως, δεν είναι αλήθεια ότι τα κόμματα δεν παίζουν ρόλο. Μια από τις κεντρικές συζητήσεις ήταν για το αν και πώς ένα κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς μπορεί να οικοδομηθεί. Όταν οι αντιπρόσωποι του γαλλικού ΚΚ και της LCR ήρθαν σε αντιπαράθεση, το θερμόμετρο στη Φλωρεντία ξαφνικά ανέβηκε. Το ΠΚΦ είναι πραγματικό γεγονός. Οι επαναστάτες πρέπει να συμμετέχουν σε αυτό, να είναι μέρος του πραγματικού κινήματος και έτσι να επιδιώκουν να επηρεάσουν άλλους μέσα στο κίνημα. Δυνάμεις σαν το ΝΑΡΜ και άλλες επέλεξαν σαφώς μια διπλή προσέγγιση οικοδομώντας το κίνημα και ταυτόχρονα επικρίνοντας την εξάρτηση των ΜΚΟ. Μόνο αυτή στάση δείχνει το δρόμο μπροστά. Η ινδική Αριστερά θα αρπάξει τη μοναδική ευκαιρία;
Kunal Chattopadhyay *
* Ο Kunal Chattopadhyay είναι μέλος της ICS (Inquilabi Communist Sangathan), ινδικού τμήματος της 4ης Διεθνούς.
[…] Π.Κ.Φ.:Τι θα μπορούσε να σημάνει για την ινδική αριστερά […]