Για τις εκλογές, μα κυρίως για πέρα απ’ αυτές…

Σπάρτακος 73, Φλεβάρης 2004


του Γιάννη Γκολφινόπουλου

Οι επερχόμενες εκλογές σηματοδοτούν εξελίξεις που αφορούν την αριστερά στο σύνολό της, έχουν όμως σημαντικές επιπτώσεις και για το χώρο της «άκρας» αριστεράς. Πέραν του ΚΚΕ, που συνεχίζει τη μοναχική του πορεία, την εχθρική απέναντι σε κάθε κινηματική και πολιτική εκδοχή αριστεράς που δεν ελέγχει, υπάρχουν αρκετά σχήματα που αξιώνουν να εκφράσουν μια, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «άλλη», ριζοσπαστική, εναλλακτική πρόταση. Το κουβάρι είναι ολοφάνερα μπερδεμένο, όμως δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον κόπο να το ξεμπερδέψουμε, γιατί πιστεύουμε πως αυτή η περίοδος συμπυκνώνει καίρια διακυβεύματα, η σημασία των οποίων μας πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τις ίδιες τις εκλογές.

Το να προσπαθεί κανείς να εξαγάγει γενικευτικά συμπεράσματα για μια κατάσταση ρευστή και πολύπλοκη, όπου διαφορετικά πολιτικά υποκείμενα υποτυπώνουν διαφορετικές αναγνώσεις της συγκυρίας, είναι πάντα μια παρακινδυνευμένη ιστορία, αναγκαία ωστόσο στην περίπτωση που αναζητούμε έναν ορίζοντα πέρα απ’ τον κατακερματισμό των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Οφείλουμε καταρχάς να παρατηρήσουμε πως τα τελευταία χρόνια έχει τροποποιηθεί το έδαφος της συζήτησης σε ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων και συλλογικοτήτων, από την ΚΟΕ μέχρι και την Αριστερή Ανασύνθεση, έχει αρχίσει δηλαδή να παίρνει κεντρικό χαρακτήρα το ζήτημα μιας κάποιας «ενότητας». Είναι βέβαια προφανές πως η λέξη μπορεί να λάβει πολλά, διαφορετικά και αντιφάσκοντα μεταξύ τους περιεχόμενα, το ζήτημα όμως είναι σημαντικό γιατί δείχνει μια διάθεση τουλάχιστον υπέρβασης του χρόνιου σεκταρισμού της ελληνικής άκρας αριστεράς, που απέτρεπε ακόμα και την ίδια τη συζήτηση ανάμεσα σε διαφορετικές οργανώσεις και πολιτικά ρεύματα. Σήμερα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει (τουλάχιστον για ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του χώρου), και δεν μπορούμε παρά να είμαστε αισιόδοξοι (συγκρατημένα πάντα) γι’ αυτό.

Αυτή η δυναμική βρίσκει την κινητήρια δύναμή της μέσα στο ευρύ πλαίσιο του παγκόσμιου κινήματος. Η πολύ μεγάλη απήχηση αυτού του κινήματος, η ικανότητά του να κινητοποιεί μάζες και να επιδρά σε μεγάλα ακροατήρια, η ελκυστικότητά του για ένα μεγάλο τμήμα νεολαίας που κατεβαίνει ξανά στο δρόμο, ανέδειξε την αξία της ενωτικής δράσης και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας αντίστοιχης κουλτούρας. Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν την ιδιαίτερη έκφρασή τους και στην Ελλάδα. Σημαντικότερη εξέλιξη (αν και όχι η μόνη) υπήρξε η ίδρυση του ΕλΚΦ, και έτσι έγινε δυνατή η συνύπαρξη αγωνιστών-τριών πολύ διαφορετικών παραδόσεων και με πολύ διαφορετικές διαδρομές, στις ίδιες καμπάνιες, στις ίδιες κινητοποιήσεις, στα ίδια μπλοκ. Το εξάμηνο της ελληνικής προεδρίας, με αποκορύφωμα τη Θεσσαλονίκη και βεβαίως το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα (η ανάπτυξη του οποίου δεν μπορεί να εκτιμηθεί χωρίς το διεθνές κίνημα που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του), κατέδειξαν πως η κοινή δράση λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς την απήχηση. Το συμπέρασμα αυτό (παρά τον οργανωτικό πολυκερματισμό) είναι αληθινό, με διαφορετικό τρόπο βέβαια και σε διαφορετικά επίπεδα, τόσο για το ΕλΚΦ, όσο και για την Πρωτοβουλία Αγώνα αλλά και για ένα κομμάτι του αντιεξουσιαστικού χώρου, αυτό που κινήθηκε στα πλαίσια της πρωτοβουλίας Salonica.

Τα πράγματα ωστόσο παίρνουν διαφορετική όψη όταν περνάμε από το κατεξοχήν κοινωνικό στο κατεξοχήν πολιτικό επίπεδο και θα πρέπει να διευκρινίσουμε τις έννοιες που χρησιμοποιούμε για ν’ αποφύγουμε τη σύγχυση. Πρόκειται για διαφορετικά επίπεδα της ταξικής πάλης και όσο λανθασμένο είναι να αποκόπτουμε αυθαίρετα το ένα απ’ το άλλο, αποδίδοντας αξία μονοσήμαντα είτε στην κινηματική δράση αδιαφορώντας για την πολιτική της έκφραση, είτε στα πολιτικά προγράμματα αδυνατώντας να κατανοήσουμε τις αντιστοιχίες τους με την κοινωνική κίνηση και τους δρόμους που αυτή ανοίγει, άλλο τόσο λανθασμένο είναι να τα συγχέουμε θεωρώντας τα ταυτόσημα ή περίπου ταυτόσημα. Οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε επίπεδο κινήματος δεν οδηγούν αναγκαστικά σε μία και μόνη πολιτική έκφραση και πολλές φορές η κινηματική και η πολιτική πραγματικότητα βρίσκονται σε φανερή αναντιστοιχία

Το επίπεδο συγκρότησης και λειτουργίας των πολιτικών δυνάμεων αποτελεί το πεδίο που κυρίως αποκρυσταλλώνεται ιστορικά ο κοινωνικός συσχετισμός, και μέσα στα μορφώματά του, μιλώντας γενικά, εκβάλλουν διαδικασίες που εκτυλίσσονται σε βάθος χρόνου. Το κατεξοχήν πολιτικό επίπεδο δεν είναι το ίδιο εύπλαστο με το κοινωνικό, το κατεξοχήν πολιτικό επίπεδο αντιστέκεται και απαιτεί ιδιαίτερους όρους για να τροποποιηθεί. Μετά τη Γένοβα δεν συνετρίβη ο Μπερλουσκόνι και δεν ισχυροποιήθηκαν θεαματικά οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, μετά το Σιάτλ δεν είχαμε καμιά θεαματική μεταβολή στην πολιτική απήχηση των ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων στις ΗΠΑ και βεβαίως το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι-ες και νέοι-ες στην Ελλάδα κατέβηκαν στο δρόμο τα τελευταία χρόνια, από το ασφαλιστικό μέχρι και τον πόλεμο, δεν σημαίνει πως κατ’ ανάγκη έχασαν τις αυταπάτες τους, είτε για τη σοσιαλδημοκρατία, είτε για τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς. Με λίγα λόγια, αν υπάρχει ένα ισχυρό κίνημα, δε σημαίνει ότι γι’ αυτό θα υπάρξει και μια μεγάλη αριστερά, πόσο μάλλον μια μεγάλη αντικαπιταλιστική αριστερά.

Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να δούμε και την «Πρωτοβουλία για τη Συσπείρωση της Αριστεράς», ιδιαίτερα δε τη συμμετοχή αντικαπιταλιστικών οργανώσεων σ’ αυτή (πιο συγκεκριμένα της ΔΕΑ και της ΚΟΕ). Βεβαίως το ζήτημα που μπαίνει δεν είναι ζήτημα αρχής, δηλαδή ότι ποτέ οι επαναστάτες δεν πρέπει να συνεργάζονται με ρεφορμιστές στο πολιτικό επίπεδο (στο επίπεδο των κοινωνικών αγώνων βέβαια η ενωτική δράση και με τους ρεφορμιστές είναι απαραίτητη στο βαθμό που ευνοεί την ενότητα των καταπιεσμένων). Μια τέτοια άποψη, χοντροκομμένη και μηχανιστική όπως είναι θα τους καταδίκαζε να παραμένουν στο πολιτικό περιθώριο, αφήνοντας ανεκμετάλλευτα τα ρήγματα συνείδησης και τις αντιφάσεις των κομμάτων που εγκλωβίζουν πολιτικά την κοινωνική δυσαρέσκεια και την αγωνιστικότητα των καταπιεσμένων. Το ζήτημα είναι οι όροι μιας τέτοιας συνεργασίας να ανοίγουν δυνατότητες για ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε βάρος του ρεφορμισμού και όχι το αντίθετο. Τέτοια ενδεχόμενα πολιτικών συμμαχιών μπορούν να ιδωθούν μόνο ως στιγμές σε μια πορεία να κερδισθούν σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική τμήματα που βρίσκονται στα ρεφορμιστικά κόμματα που και που ωστόσο ακολουθούν μια τροχιά ρήξης με το ρεφορμισμό.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το εγχείρημα της Συσπείρωσης και που έχουν να κάνουν με τη συνύπαρξη των διαφορετικών συνιστωσών του αλλά και με την αδυναμία του να εμφανιστεί ως μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση στα μάτια των εργαζομένων αναδεικνύουν τα όρια κάποιων θεμελιωδών απ’ ό,τι φαίνεται θεωρήσεων τόσο σε σχέση με τον Συνασπισμό, όσο και σε σχέση με την αντικαπιταλιστική αριστερά. Το πιθανότερο είναι πως έχουμε να κάνουμε με δυο συμμετρικές υπερβολές. Η μία έχει να κάνει με το εύρος και τη σημασία της «αριστερής στροφής» του ΣΥΝ και η άλλη με το «ειδικό βάρος» που έχουν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις μέσα στο κίνημα και την κοινωνία, με την πολιτική τους ισχύ. Παρά τη διαφορετική ορολογία των δύο οργανώσεων (αριστερός πόλος για την ΚΟΕ, αντικαπιταλιστική αριστερά για τη ΔΕΑ), υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, η εκτίμηση πως υπάρχει δυνατότητα για τους επαναστάτες να παρέμβουν καταλυτικά στην αριστερή στροφή του ΣΥΝ και να ανοίξουν το δρόμο για μια νέα αριστερά – είτε αντικαπιταλιστική, είτε μια πλατιά αριστερά που θα συμπεριλαμβάνει μια ισχυρή κομμουνιστική συνιστώσα – η οποία θα ξεκόψει αποφασιστικά με την κληρονομιά της απογοήτευσης και της ήττας.

Η ανάλυση φαίνεται να μην ευσταθεί και αυτό αφορά και τα δυο της σκέλη. Για να προσεγγίσουμε το ζήτημα θα πρέπει κατ’ αρχάς να τοποθετηθούμε απέναντι στην «αριστερή στροφή» του ΣΥΝ, κρίνοντάς τη από τη σκοπιά των θεμελιωδών χαρακτηριστικών αυτού του κόμματος, εκείνων που συγκροτούν τη φυσιογνωμία του. Ο ΣΥΝ είναι η μια από τις δυο κυρίαρχες εκδοχές του ρεφορμισμού στην Ελλάδα, ένα κόμμα που συντηρείται και αναπαράγεται στους κόλπους του κρατικού, κοινοβουλευτικού μηχανισμού, χωρίς μια βάση στρατευμένων μελών (με εξαίρεση ίσως τη νεολαία του). Αποτελεί ένα μόρφωμα της αριστεράς που από την ίδρυσή του υπήρξε συμπληρωματικό της σοσιαλδημοκρατίας, κάτι που βρίσκεται σ’ αντιστοιχία τόσο με την πολιτική της ηγεσίας του, όσο και με την πολιτική συνείδηση ενός εκτεταμένου τμήματος του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται.

Πάνω σ’ αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά (πάνω σ’ αυτά όμως) θα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε όντως μια αριστερή στροφή αυτού του κόμματος, που αρχίζει να παίρνει αποφασιστικό χαρακτήρα από τη Γένοβα και μετά. Ο ΣΥΝ ενεπλάκη πραγματικά στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και αυτό υπήρξε αναμφίβολα ωφέλιμο για το ίδιο το κίνημα και παράλληλα διαμόρφωσε ένα αριστερό προφίλ αυτού του κόμματος, κάτι που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στη νεολαία του που διαπνέεται από ένα ριζοσπαστικό πνεύμα. Όλα αυτά βέβαια συνυπάρχουν με τη ρητορεία για την ανάγκη αμυντικής θωράκισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ουσιαστική υπερψήφιση του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος, με την αναγνώριση της ανάγκης εξάρθρωσης της «τρομοκρατίας», καθώς και με τις συμμαχίες με το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτό που ήρθε στην επιφάνεια το τελευταίο διάστημα, κάτω απ’ την πίεση της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, είναι ακριβώς τα πολύ στενά περιθώρια για αριστερούς ελιγμούς αυτού του κόμματος. Όταν η επιλογή της συνεργασίας με δυνάμεις που βρίσκονται στ’ αριστερά του άρχισε ν’ αποκρυσταλλώνεται σε πολιτική δεσμευτική για το μέλλον του ΣΥΝ, αυτός υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται σοβαρότατους κλυδωνισμούς.

Μπορούμε να πούμε πως όταν η πολιτική της ηγεσίας του τείνει να βγει έξω από το ιστορικό-οργανικό πλαίσιο του κόμματος (συνοπτικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως πλαίσιο μιας κεντροαριστερής στρατηγικής), τότε το κόμμα απειλείται per se. Η επιλογή γι’ αυτή τη συνεργασία έγινε στην πραγματικότητα πάνω στη βάση πραγματιστικών υπολογισμών, αφού και στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση ο Συνασπισμός μπήκε στη βουλή, σε τελευταία ανάλυση, με ψήφους εξ αριστερών του. Ωστόσο, η στροφή του προς τ’ αριστερά είχε πολύ μεγάλο τίμημα, την αποχώρηση μιας πολύ σημαντικής μερίδας της δεξιάς του πτέρυγας. Συμπερασματικά, ο ΣΥΝ μπορεί να ειδωθεί ως ένα ρεφορμιστικό κόμμα που δομείται στη βάση ισορροπιών ανάμεσα σε αντιτιθέμενες πτέρυγες και η όποια αριστερή μετατόπισή του περιορίζεται από ένα σημείο και πέρα προσκρούοντας στα ίδια του τα θεμέλια.

Ας έρθουμε τώρα και στη δεύτερη υπόθεση που ολοκληρώνει την προηγούμενη συγκροτώντας μια εσωτερικά (μόνο εσωτερικά) συνεκτική στρατηγική για την περίοδο. Η εκτίμηση πως είναι ρεαλιστικό να επενδύσει κανείς στην αριστερή στροφή του ΣΥΝ προϋποθέτει πως οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις έχουν το ειδικό πολιτικό βάρος για να παρέμβουν καταλυτικά στις εσωτερικές εξελίξεις που σχετίζονται με αυτό το κόμμα και έτσι να σφραγίσουν τον πολιτικό λόγο και την πράξη της Συσπείρωσης. Εδώ όμως βρίσκεται και η βασική πλάνη, η οποία οδηγεί σε μια συζήτηση που αφορά την αντικαπιταλιστική αριστερά στο σύνολό της. Οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις είναι αδύναμες, κοινωνικά περιθωριοποιημένες και πολιτικά αναξιόπιστες στα μάτια των εργαζομένων. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να ταυτίζουμε τις όποιες προόδους των τελευταίων ετών στο επίπεδο της μαζικότητας των αντικαπιταλιστικών οργανώσεων (που δεν είναι βέβαια καθόλου αμελητέες σαν τέτοιες), με μια ποιοτική αλλαγή τέτοιας έκτασης που να δίνει τη δυνατότητα αποφασιστικής επίδρασης στο τοπίο της αριστεράς σε εθνική κλίμακα. Απ’ ό,τι φαίνεται, κάτι τέτοιο είναι ακόμα μακρινό μέλλον. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν όντως ο Συνασπισμός ασκεί την πολιτική ηγεμονία στη Συσπείρωση, το ζήτημα είναι ότι δοθείσης της συγκεκριμένης κατάστασης δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο, αφού είναι πολύ μεγάλη η διαφορά της πολιτικής ισχύος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Συσπείρωσης. Έτσι, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, αυτό το εγχείρημα δεν θα μπορούσε να διαφύγει από το χαρακτήρα ενός εγχειρήματος βασισμένου σε πολιτικές ισορροπίες με όρους αδυναμίας για τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, σε τελευταία ανάλυση ένα εγχείρημα καθοριζόμενο από την ανάγκη εκλογικής επιβίωσης του ΣΥΝ.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως μια αξιόπιστη αντικαπιταλιστική προοπτική μπορεί να υποτυπωθεί από σχήματα τύπου Μ.ΕΡ.Α ή Αντικαπιταλιστικής Συμμαχίας. Τέτοια εγχειρήματα συμπυκνώνουν το χρονίζον αδιέξοδο της ελληνικής άκρας αριστεράς που με την απομονωτίστικη, περιχαρακωμένη στάση της είναι αναγκασμένη να αναπαράγει την απομόνωση και την περιχαράκωσή της καταγράφοντας εντελώς απογοητευτικά ποσοστά στις εκλογές, παραμένοντας έξω από το πεδίο της ορατότητας των καταπιεσμένων. Πρόκειται ουσιαστικά για μέτωπα γύρω από πολύ περιορισμένους χώρους και οργανώσεις που αυτοαναγορεύονται σε πόλους αυτής της αναγκαίας αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής και που εξαιτίας της εγγενούς αδυναμίας τους να παίξουν το ρόλο που ευαγγελίζονται, αδυνατίζουν στα μάτια πολλών αγωνιστών-τριών την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης

Το βασικό ζήτημα είναι να κατανοηθεί σε βάθος η αδυναμία των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων ως πρόβλημα ενός ολόκληρου χώρου και όχι ως πρόβλημα απλώς της μιας ή της άλλης οργάνωσης. Πρόκειται για την αποκρυστάλλωση μιας ιστορικής αποτυχίας της άκρας αριστεράς να ριζώσει στην εργατική τάξη και να σκιαγραφήσει έστω έναν κοινωνικά αξιόπιστο δρόμο για τους αγώνες των καταπιεσμένων. Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε με ποιον ακριβώς τρόπο θα ξεπεραστεί αυτή η απογοητευτική κατάσταση, και δεν θα είχε και κανένα νόημα η εκπόνηση ενός τέτοιου «σχεδίου», μπορούμε όμως να υποθέσουμε βάσιμα πως το ξεπέρασμά της περνά μέσα από μια επίπονη και συνειδητή προσπάθεια να συγκλίνουν καταρχάς κινηματικά αλλά και πολιτικά οι τροχιές των συλλογικοτήτων του πολυκερματισμένου αυτού χώρου. Το παγκόσμιο κίνημα και η – όχι βέβαια γενικευμένη – μα ολότελα πραγματική άνοδος των εργατικών αγώνων ευνοούν την παρέμβαση σε πολύ σημαντικά από κοινωνική άποψη γεγονότα. Είναι ζήτημα στοιχειώδους ωριμότητας για τους επαναστάτες και τις επαναστάτριες να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους και να αρχίσουν να βαδίζουν στο δρόμο της ενωτικής δράσης.

Χωρίς να ισοπεδώνουμε τις πολλαπλές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, μπορούμε να ισχυριστούμε πως είτε πρόκειται για την εμπειρία του SSP στη Σκοτία, είτε για το Bloque στην Πορτογαλία, οι δυνατότητες για πραγματικές πολιτικές επιτυχίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς εμφανίζονται ως αποτέλεσμα συντονισμού δυνάμεων που κατορθώνουν να είναι ταυτόχρονα και αντικαπιταλιστικές και υπολογίσιμες στα μάτια των εργαζομένων. Ακόμα και η εκφυλιστική πορεία της Ενωμένης Αριστεράς στο ισπανικό κράτος αλλά και η ανάλογα διαγραφόμενη πορεία της Επανίδρυσης επιβεβαιώνουν με τρόπο αρνητικό την ανάγκη οικοδόμησης μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, πολιτικά ανεξάρτητης τόσο από τους σοσιαλφιλελεύθερους, όσο και από τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες.

Γιάννης Γκολφινόπουλος


Σπάρτακος 73, Φλεβάρης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3514

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s