O αγώνας των Βολιβιάνων για τους φυσικούς πόρους

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Βολιβία:

O αγώνας του λαού της Βολιβίας για τη διαφύλαξη των φυσικών του πόρων

Ο Eric Toussaint, ηγετική φυσιογνωμία του αγώνα για την ακύρωση του χρέους του 3ου κόσμου παρουσιάζει την ιστορία και την τωρινή κατάσταση των αγώνων του λαού της Βολιβίας για τη διαφύλαξη των φυσικών του πόρων. Οι αγώνες αυτοί προκάλεσαν πρόσφατα την ανατροπή της κυβέρνησης που προωθούσε το άμεσο ξεπούλημα τους σε πολυεθνικές εταιρείες.

του Eric Toussaint

Από το 2000, σε δύο φάσεις, ο λαός της Βολιβίας (περί τα 10 εκατομμύρια κατοίκων) κινητοποιήθηκε για να προστατεύσει τα δημόσια αγαθά. Το Φεβρουάριο 2000 η κινητοποίηση περιορίστηκε στην περιοχή της Κοτσαμπάμπα και αφορούσε τη διατήρηση της δημόσιας ιδιοκτησίας του νερού. Το 2003, το Σεπτέμβριο Οκτώβριο, ο βολιβιανός λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στην πώληση ενός μεγάλου μέρους των αποθεμάτων του φυσικού αερίου σε μια πολυεθνική κοινοπραξία. Ο λαός της Βολιβίας, κατά πλειοψηφία ιθαγενείς, δίνει, κατά κάποιο τρόπο ένα παράδειγμα στην ανθρωπότητα. Η προσπάθεια είναι να μπει ένα όριο στη μεταβίβαση φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και δημόσιων αγαθών στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η διάσταση του αγώνα των Βολιβιανών αφορά άμεσα τόσο τους λαούς του Κέντρου όσο και εκείνους της Περιφέρειας, που θίγονται όλοι από τον οδοστρωτήρα των ιδιωτικοποιήσεων που προωθεί ιδιαίτερα η τριάδα Διεθνής Τράπεζα, ΔΝΤ, ΠΟΕ. Σε αυτό προστίθεται, για τους λαούς της Περιφέρειας, ένα συμπληρωματικό διακύβευμα: το σταμάτημα της λεηλασίας μέχρις εξάντλησης των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών από τις πολυεθνικές του Κέντρου, με τη συνενοχή των τοπικών κυβερνήσεων και κυρίαρχων τάξεων.

Η Βολιβία θεωρείται η φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, το 2002 το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα της ήταν 882 δολάρια και το ένα τρίτο του πληθυσμού, δηλαδή περί τους 2.700.000 άτομα, ζούσε με λιγότερο από 200 δολάρια ετησίως. Η μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος ήταν συστηματική και συνεχής κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το Εθνικό Στατιστικό Ινστιτούτο. Αλλά η πτώση των εισοδημάτων αυτή χτύπησε εντονότερα τους φτωχούς και τους ευπαθείς τομείς.

Η Βολιβία είναι μία από τις 4 λατινοαμερικάνικες χώρες που συγκαταλέγονται στις 43 ΡΡΤΕ (ΦΥΧ -Φτωχότερες Υπερχρεωμένες Χώρες). Οι θεσμοί του Μπρέτον Γουντς θεωρούσαν τη χώρα σαν υπόδειγμα από την άποψη απεύθυνσης στην πολιτική κοινωνία τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους ίδιους. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, από τη μεριά της, θεωρούσε ότι η Βολιβία ήταν ένας πιστός τους σύμμαχος : επέτρεπε στα στρατεύματα τους να διασχίζουν το έδαφος της και προώθησε ένα μεγάλο πρόγραμμα καταστροφής των φυτειών της κόκας, της παραδοσιακής καλλιέργειας των ινδιάνων. Αλλά και ο ΠΟΕ ήταν ικανοποιημένος: η Βολιβία μείωσε ριζικά τους εισαγωγικούς της δασμούς και παρέδωσε τα τοπικά της προϊόντα στον ανταγωνισμό των πολυεθνικών του Βορρά.

Η πετυχημένη, κατά την Ουάσιγκτον, πορεία που είχε δραματικές συνέπειες για τον πληθυσμό, ξεκίνησε το 1985, όταν η αντίδραση (οι οπαδοί του πρώην δικτάτορα Ούγκο Μπάντζερ και εκείνοι του Παζ Εστενσόρο) κέρδισε τις εκλογές και επέβαλε στη χώρα ένα πολύ σκληρό πρόγραμμα διαρθρωτικών ρυθμίσεων. Στα επόμενα 15 χρόνια, το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων άγγιξε σχεδόν όλους τους τομείς: τους υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο και φυσικό αέριο), τους σιδηροδρόμους, τις τηλεπικοινωνίες τις αερομεταφορές, το συνταξιοδοτικό σύστημα, την ηλεκτροδότηση, τα ορυχεία, τα δάση ….

2000: Η μάχη του νερού

Το 1999, η κυβέρνηση πρότεινε, για την περιοχή της Κοτσαμπάμπα, μια σύμβαση παραχώρησης του νερού στη διεθνή κοινοπραξία Aguas de Tunari. Τα βασικά της χαρακτηριστικά: η τιμή του νερού υπολογίζεται σε δολάρια και αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τον πληθωρισμό των ΗΠΑ, όλη η υποδομή του πόσιμου νερού (που είχε φτιαχτεί παλαιότερα από τους κατοίκους, τους τοπικούς συνεταιρισμούς κλπ) περνάει στα χέρια της κοινοπραξίας χωρίς αντάλλαγμα, παρά την προβλεπόμενη στη σύμβαση μέγιστη αύξηση των τιμών κατά 35% οι τιμές αυξήθηκαν από την αρχή κατά 400%, χωρίς καμιά βελτίωση των προσφερομένων υπηρεσιών Το νερό έγινε ένα εμπόρευμα και έπαψε να είναι ένα κοινωνικό αγαθό. Στην Κοτσαμπάμπα ο βολιβιανός λαός κινητοποιήθηκε, δημιουργήθηκε ένα Συντονιστικό, οργανώθηκαν ειρηνικές πορείες, έγιναν διαπραγματεύσεις, διαιτησίες, δημοψηφίσματα, αποκλεισμοί οδών ….. Κάτω από την πίεση η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε : τα σημαντικότερα αιτήματα του Συντονιστικού ικανοποιήθηκαν.

Όπως εξηγεί η Carmen Julieta Peredo Montano, μέλος του Συντονιστικού, αυτός ο υποδειγματικός αγώνας βασίστηκε στο γεγονός ότι: «οι αγροτικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται τις πηγές του νερού και τις θεωρούν κοινωνικά αγαθά που τους δανείζει η «μητέρα φύση». Γι’ αυτές, το νερό είναι συνώνυμο της ζωής. Δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόρευμα, αντίθετα σε ό,τι ισχυριζόταν η κυβέρνηση της Βολιβίας, υποτασσόμενη πλήρως στις «υποδείξεις» της Διεθνούς Τράπεζας και του ΔΝΤ. Αυτοί οι τελευταίοι έβαζαν σαν όρο την εμπορευματοποίηση του νερού και την ιδιωτικοποίηση του, μέσω νόμων ή συμβάσεων που είχαν απορριφθεί ομόφωνα από τους κατοίκους της Κοτσαμπάμπα, για να χρηματοδοτήσουν έργα προσαγωγής και επεξεργασίας πόσιμου νερού».

Ο Raoul Zibechi συνοψίζει σωστά την εξέλιξη από την πλευρά των κοινωνικών κινημάτων : «Οι κοινωνικές εκρήξεις του 2000 άλλαξαν βαθιά τον πολιτικοκοινωνικό χάρτη της χώρας. Το αγροτικό κίνημα, οργανωμένο γύρω από την Συνομοσπονδία των καλλιεργητών της κόκας του Τσαπάρε (όπου ηγείται ο βουλευτής Evo Morales) και την Ενιαία Συνομοσπονδία των αγροτικών εργατών της Βολιβίας CSUTCB (όπου ηγείται ο Felipe Quispe) εμφανίστηκε σαν η κύρια κοινωνική δύναμη. Οι ίδιες οι αγροτικές οργανώσεις είχαν αλλάξει πολύ. Η CSUTCB είχε ιδρυθεί το 1979 στο πρότυπο, και με την υποστήριξη της Εργατικής Συνομοσπονδίας της Βενεζουέλας (COB) και καθορίστηκε σαν μια αγροτική οργάνωση. Δύο δεκαετίες αργότερα, βγάζοντας συμπεράσματα από τις μεγάλες αλλαγές που ζούσε η κοινωνική πλειοψηφία της χώρας, καθορίστηκε σαν «οργάνωση ιθαγενών που συσπειρώνει όλες τις ιθαγενείς εθνότητες και λαούς της Βολιβίας». Από την ταξική γλώσσα, που ποτέ δεν εγκατέλειψε, πέρασε σε μια ιστορική και εθνική γλώσσα, που επιμένει στα αιτήματα της γης, γεγονός που απαιτεί μια συμμετοχική διαχείριση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η εξέλιξη αυτή είναι αντανάκλαση της κάμψης των δομών συγκέντρωσης της εργατικής τάξης λόγω της προώθησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο, το κίνημα αυτό πέτυχε να διαρθρώσει πλατειούς τομείς του βολιβιανού πληθυσμού, ιδιαίτερα στα υψίπεδα. Έτσι γεννήθηκε ένα νέο κοινωνικό κίνημα, ετερογενές, διαφοροποιημένο αλλά διαρθρωμένο γύρω από την εθνότητα Αυμάρα (σύνθεση της νέας εθνικής ταυτότητας, που εκφράζεται με τη χρησιμοποίηση της σημαίας με το ουράνιο τόξο που λέγεται Βιφάλα στη γλώσσα των Αυμάρα) ριζωμένο σε πολλές περιοχές, όπως στο El Alto και στις ινδιάνικες κοινότητες. Στις εκλογές του Ιούνη του 2002 το νέο αυτό ρεύμα πέτυχε μια σημαντική εκπροσώπηση στα εκλεγμένα όργανα. Τα δύο εκλογικά μέτωπα που παρουσιάστηκαν (το Κίνημα για το Σοσιαλισμό του Μοράλες και του Πασακουτίκ ντε Κουίσπε) πήραν το ένα τέταρτο των ψήφων και διεκδίκησαν την προεδρία από τον υποψήφιο της πρεσβείας των ΗΠΑ Σάντσεζ Ντε Λοζάντα.»

Σεπτέμβρης Οκτώβρης 2003 : Η μάχη του φυσικού αερίου

Όπως γράφουν οι Roxana Paniaqua, Ana Maria Seifert και Frida Villareal (L’ Autre Journal 15-10-2003) “για να καταλάβουμε το διακύβευμα στη Βολιβία γύρω από τις εξαγωγές φυσικού αερίου, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά γεγονότα των τελευταίων ετών. Πρέπει να πάμε πίσω στο 1985, όταν εφαρμόστηκε το Πρόγραμμα Δομικής Ρύθμισης που προωθούσε το ΔΝΤ. Ένα από τα μέτρα του προγράμματος αποσκοπούσε στη νομισματική σταθεροποίηση της χώρας και έθιγε ιδιαίτερα την επιχείρηση των υδρογονανθράκων που ανήκε στο Κράτος, Yacimientos Petroilferos Fiscales Bolivarianos (YPFB). Στην επιχείρηση αυτή επιβλήθηκε η μεταφορά του 75-85% των εσόδων της στο Κρατικό Θησαυροφυλάκιο, γεγονός που οδήγησε στην εξασθένιση της, στην επιβράδυνση της παραγωγής και των εξαγωγών και στην παράλυση της κατασκευής δικτύων διανομής φυσικού αερίου στο εσωτερικό της χώρας. Τα μέτρα αυτά επιδείνωσαν τα χρέη της εταιρίας που χρησιμοποιήθηκαν σαν πρόσχημα για να κατηγορήσουν για «κακή διαχείριση» τις κρατικές επιχειρήσεις. Από το 1990, η ιδιωτικοποίηση ή «καπιταλιστικοποίηση» προωθήθηκε σαν η λύση για την κρίση, κατάργησαν το μονοπώλιο της YPFB σε διάφορες φάσεις της επεξεργασίας και εμπορίας των υδρογονανθράκων. Το 1996, ο νόμος περί υδρογονανθράκων, επέτρεψε, μεταξύ άλλων, την πλήρη φιλελευθεροποίηση της αγοράς των υδρογονανθράκων και καθόρισε μια πολύ μικρή εισφορά στο Κράτος από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από τότε, οι ξένες πετρελαϊκές επιχειρήσεις ελέγχουν το μεγαλύτερο κομμάτι των πετρελαϊκών αποθεμάτων. Το 80% των αποθεμάτων φυσικού αερίου ελέγχεται από την Petrobras (Βραζιλία), την Total, την Maxus (Ισπανο-γαλλική) και την Repsol (Ισπανία)”.

Ας σημειωθεί ότι η διαδικασία που περιγράφτηκε παραπάνω είναι απόλυτα συγκρίσιμη με ό,τι συνέβη την ίδια εποχή στην Αργεντινή με την πετρελαϊκή επιχείρηση YPF.

Από το 1997, ανακαλύφθηκαν στη χώρα σημαντικά αποθέματα φυσικού αερίου. Η αποτίμηση της διεθνούς εταιρίας Goldyer & Μac Naughton το 2003 υπολογίζει τα αποθέματα αυτά σε 52 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια. Πρόκειται για τα δεύτερα σημαντικότερα αποθέματα της Νότιας Αμερικής σύμφωνα με το International Energy.

Πράγματι τα αποθέματα που έχουν διαπιστωθεί στην περιοχή της Νότιας Αμερικής φτάνουν τα 123,7 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια, από αυτά το 42% ανήκει στη Βολιβία, το 20,8% στην Αργεντινή και το 16,6% στη Βενεζουέλα. Επομένως αφού καλυφθούν οι εσωτερικές ανάγκες και τα συμβόλαια εξαγωγής στην περιοχή, παραμένει αρκετή ποσότητα για να εξαχθεί αλλού. Δεν πρόκειται λοιπόν για πρόβλημα έλλειψης φυσικού αερίου. Το πρόβλημα βρίσκεται μάλλον στην ιδιοκτησία των αποθεμάτων φυσικού αερίου, τη μεταποίηση και τη διανομή αυτού του φυσικού πόρου, καθώς και στα έσοδα που το βολιβιανό κράτος θα είχε αν μπορούσε να το εκμεταλλευθεί χωρίς ενδιάμεσους.

Αν και τα ΜΜΕ δεν παρέλειψαν να αναφέρουν ότι η εξέγερση έχει ιστορικές ρίζες (το φυσικό αέριο θα έπρεπε να εξαχθεί στις ΗΠΑ και το Μεξικό μέσω του δρόμου της Χιλής, ενώ οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν παγώσει από το 1879 και την προσάρτηση από το Σαντιάγκο του παλιού δρόμου της Βολιβίας), η δυσαρέσκεια προέρχεται από μια άλλη πηγή που προβλήθηκε λιγότερο από τα ΜΜΕ: την επιθυμία των ιθαγενών να ξαναπάρουν τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών από τα χέρια των πολυεθνικών.

Για να είναι οι τιμές τους ανταγωνιστικές, δηλαδή το επίπεδο των κερδών να θεωρείται παραδεκτό από τη διεθνή κοινοπραξία που ανέλαβε την εξαγωγή (Pacific LNG), ζήτησαν από το βολιβιανό Κράτος να μειώσει τις οικονομικές του απαιτήσεις που, όπως είδαμε, είχαν ήδη μειωθεί εξαιτίας του νόμου για τους υδρογονάνθρακες του 1996.

Τα έσοδα της Βολιβίας από το έργο αυτό ανέρχονται σε 70 εκατομμύρια δολάρια έναντι 1300 για την Pacific LNG. Επομένως για κάθε δολάριο που πληρώνουν σαν φόρο στη Βολιβία, οι πετρελαϊκές εταιρίες κερδίζουν 20. Οι Βολιβιανοί πληρώνουν ακριβά τις φιάλες υγραερίου τους ενώ η χώρα έχει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου, πολλοί αγρότες των υψιπέδων συνεχίζουν να ζεσταίνονται και να μαγειρεύουν καίγοντας ξύλα και άχυρα. Οι Βολιβιανοί όχι μόνο βλέπουν τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές να πηγαίνουν στα χέρια των πολυεθνικών του πετρελαίου αλλά αυτές οι τελευταίες πραγματοποιούν υπερκέρδη. Όπως σημειώνει ο Evo Morales, δημιουργός του Κινήματος για το Σοσιαλισμό (MAS), το πρόβλημα δεν είναι να αρνηθούμε να πουλάμε φυσικό αέριο, αλλά να το πουλάμε με άλλους όρους, ευνοϊκούς για το λαό της Βολιβίας. “Οι Βολιβιανοί έχασαν τον έλεγχο του πλούτου αυτού σε όφελος των πολυεθνικών. Το τωρινό εξαγωγικό σχέδιο φυσικού αερίου δεν μας αποφέρει τίποτα. Αλλά οι υδρογονάνθρακες είναι η ζωή μας, η ελπίδα μας, η κληρονομιά μας. Πως δικαιολογείται ότι, ενώ η χώρα των προγόνων μας ανασκάπτεται και ο πλούτος μας εξάγεται εμείς γινόμαστε όλο και πιο φτωχοί ; “ (Le Courrier, 4-10-2003).

Η τεράστια λαϊκή κινητοποίηση που συγκλόνισε τη χώρα το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του 2003 αντιμετωπίστηκε με αιματηρά κατασταλτικά μέτρα από το καθεστώς του Gonzalo Sanchez de Lozada: είχαμε περισσότερους από 80 νεκρούς. Αντί να λυγίσει, ο πληθυσμός χαλυβδώθηκε και αντιστάθηκε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι το καθεστώς κατέρρευσε και ο πρόεδρος κατέληξε να παραιτηθεί στις 17 Οκτώβρη και να το σκάσει στο Μαϊάμι.

Eric Toussaint


Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3422

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s