Συνέντευξη με τον παλαίμαχο τροτσκιστή Τάσο Νίκαινα

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Με τον Τάσο Νίκαινα συνομίλησε ο Δημήτρης Κατσορίδας

Ερ.: Πότε γεννηθήκατε;

Τ. Νίκαινας (Τ.Ν.): Γεννήθηκα τον Νοέμβριο του 1919 στη Λιβαδειά. Πήγα στη Σιβιτανίδειο Σχολή στο διακοσμητικό τμήμα και έγινα διακοσμητής. Είμαι από τους βετεράνους στη Λιβαδειά σ’ αυτό τον τομέα. Έφτιαξα 25 εκκλησίες. Διδάχτηκα τη βυζαντινή τέχνη. Όταν η αστυνομία έπιασε τον αδελφό μου επειδή ήταν τροτσκιστής, έφυγα από τη Σιβιτανίδειο γιατί δεν είχα να πληρώσω και έγινα ελαιοχρωματιστής. Αργότερα έκανα συνεργείο με 20 παιδιά και έφτιαξα το Μοντ Παρνές στην Πάρνηθα και τα λουτρά στην Κυλλήνη.

Ερ.: Από ποια ηλικία αρχίζει η πολιτική σας δράση;

Τ.Ν.: Από το δημοτικό σχολείο. Η μάνα μου δούλευε στα χωράφια. Το καλοκαίρι, όταν πήγαινα στην 5η τάξη δημοτικού, με έστειλε σε έναν ελαιοχρωματιστή ανιψιό της και μου λέει: «Θα πας να δουλέψεις εκεί. Θα έρθεις το μεσημέρι και αν έχει γεννήσει η κότα θα φας το αβγό αν δεν έχει γεννήσει θα πας στο σπίτι να πάρεις βλαστούς και ελιές και λίγο ψωμί και θα φας». Έτσι έγινε. Πήγαμε στο σπίτι του Βασίλη Πασχάλη, ενός βιομηχάνου στη Λιβαδειά, να τρίψουμε έναν πασαμέντο σε μια κουζίνα. Βλέπω στο τραπέζι, ήταν Τετάρτη, δυο αστακούς ζωντανούς που είχε φέρει ο Βασίλης. Εγώ τους αστακούς τους είχα δει μόνο σε βιβλίο. Ο Βασίλης είχε μια κόρη, την Παναγιωτίτσα. Αυτή σηκώθηκε κατά τις δέκα η ώρα και η μάνα της, της φτιάχνει για πρωινό ένα ποτήρι γάλα, ένα αβγό και ψωμί με βούτυρο και μέλι. Εκείνη δεν ήθελε να φάει. Τότε λέει ο πατέρας της: «Δώστα στον Τάσο, δηλαδή σε μένα, και θα δεις αν θα το φάει». Τέλος πάντων, δεν μου δώσανε. Την άλλη μέρα λέει η μάνα μου: «Θα πάω σε ένα χωράφι και θα γυρίσω να σας φτιάξω κρέας. Φάε δυο βλαστούλια και το μεσημέρι θα έρθω νωρίς». Πήγα, πάλι, στην κουζίνα του Βασίλη που φτιάχναμε κι εκεί είχαν φέρει πέντε κιλά μοσχαρίσιες μπριζόλες. Η μάνα μου πήγε στον κρεοπώλη και του λέει: «Θα μου δώσεις μισό κιλό κρέας αλλά με ξίγκι γιατί δεν έχω λάδι να ρίξω μέσα». Ήρθε, άναψε το τζάκι, έφτιαξε το φαγητό, έριξε λίγη μανέστρα, λίγο ξινό τραχανά, έγινε ένα κράμα και φάγαμε εγώ και η αδελφή μου. ½άπλωσα σε μια βελέντζα, πήρα ένα μαξιλάρι με γεμίδια μέσα, δηλαδή κουρελούδες και άλλα, ανάβει η μάνα μου το καντήλι και άρχισε το καντήλι να πετάει σπίθες. Άνοιξε το εικονοστάσι η μάνα μου και λέει: «Αφέντη μου Αϊ-Νικόλα δώσε μας την υγειά μας για να δουλεύουμε». Η δασκάλα είχε πει ότι ο Θεός είναι μεγαλόψυχος, αγαθός, δίκαιος και λοιπά. Εγώ άκουσα την προσευχή που έλεγε η μάνα μου και πήγαινε ο νους μου μια στο τραπέζι του Βασίλη, μια στη δασκάλα που μας μίλαγε για τον Θεό και λέω: «Βρε μπας και έκανε λάθος η δασκάλα;». Εκεί εκδηλώθηκε το κριτικό μου πνεύμα. Θα της πω αύριο ότι έκανες λάθος δασκάλα και πάω και της λέω: «Να, είπες τον Θεό μεγαλόψυχο και δίκαιο. Εγώ βλέπω ότι η μάνα μου είναι εργάτρια, αθώα γυναίκα. Γιατί εμάς ο Θεός μας ταλαιπωρεί και δεν μας δίνει ούτε ψωμί, ενώ ο Πασχάλης που έχει το εργοστάσιο τρώει κρέας κάθε μέρα;». Αργότερα γράφτηκα στο γυμνάσιο. Πήρα ένα βιβλίο του Παρορίτη, «Το μεγάλο Παιδί», γραμμένο το 1903. Μετά διάβασα του Δημητρακόπουλου, «Η Χρυσή Διαθήκη» και από κει και ύστερα άρχισα και διάβαζα συνεχώς. Όλ’ αυτά με σπρώξανε στον κομμουνισμό. Οργανώθηκα 14 χρονών στην Κομμουνιστική Νεολαία, στην ΟΚΝΕ, στη Λιβαδειά. Ο Τιμολέων Μωραΐτης, δημοσιογράφος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ήρθε από την Αθήνα στο χωράφι που σκάλιζα και μου πήρε συνέντευξη. Του είπα ότι εγώ θέλω να πάω σχολείο, αλλά δεν είχα λεφτά. Και δημοσιεύει στην εφημερίδα της Κομμουνιστικής Νεολαίας τη φωτογραφία μου και από κάτω γράφει: «Μαθητής την ώρα που σκάβει». Έτσι, οργανώθηκα στο σταλινισμό, στην ΟΚΝΕ. Λόγω της κριτικής μου σκέψης και της μόρφωσης που είχα με έκαναν γραμματέα της οργάνωσης και οργάνωσα τριάντα πυρήνες το 1937-38 στη Λιβαδειά. Τριάντα πυρήνες, δηλαδή ενενήντα περίπου νεολαίους. Κάθε πυρήνας είχε τρία άτομα και ο ένας δεν ήξερε τον άλλον. Διαβάζαμε ένα κείμενο και πηγαίναμε βόλτα ανά δύο ή τρία άτομα και το αναλύαμε.

Ερ.: Πότε περάσατε στον τροτσκισμό;

Τ.Ν.: Στην Αθήνα έμεινα μέχρι το 1937 και πήγαινα στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Εκεί μας βάλανε να γράψουμε μια έκθεση με τίτλο, «Νύχτα στο δάσος». Εγώ έγραψα πολύ καλά. Και λέει ο Λιάπης, ο καθηγητής μου: «Ο μαθητής αυτός όχι μόνο περιγράφει ωραία, αλλά παίρνει και θέση». Μου κόλλησαν τη φωτογραφία επάνω στην αίθουσα τελετών και ύστερα από πέντε, δέκα μέρες πιάστηκε ο αδελφός μου και πήγε εξορία. Το μάθανε στο σχολείο και κατεβάσανε τη φωτογραφία. Εν τω μεταξύ δεν είχα να πληρώσω. Πήγαινα από τα Πετράλωνα στη Σιβιτανίδειο Σχολή με τα πόδια. Πέρναγα μέσα από τα χωράφια που είχαν λάχανα. Για να χορτάσω έκοβα από τα λάχανα τα χοντρά φύλλα για να μη με μαλώσουν οι περβολαραίοι και τα έτρωγα. Με πήρε από την Αθήνα ένας θείος μου γιατί είχα αδυνατίσει πολύ και ήρθα μετά στη Λιβαδειά και δούλευα ως ελαιοχρωματιστής. Εδώ οργάνωσα, όπως είπα, τη νεολαία όταν ο αδελφός μου έφυγε εξορία. Το 1943 ήμουν στη νεολαία του ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ. Μια μέρα πέφτει στα χέρια μου ο «Ριζοσπάστης», ο οποίος έγραφε ότι ο Παντελής Πουλιόπουλος συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Το διάβασα εγώ και το αναφέρω στον καθοδηγητή μου. Αυτός μου λέει «δεν ξέρω». Ύστερα από λίγο καιρό γράφει άλλο άρθρο ο «Ριζοσπάστης» και λέει ότι στο Νεζερό σκοτώσανε πολλούς συντρόφους μεταξύ αυτών τον Παντελή Πουλιόπουλο, αρχισυντάκτη του «Ριζοσπάστη», Γραμματέα του ΚΚΕ, μεταφραστή του Κεφαλαίου του Μαρξ κ.λπ. Πήρα τους δύο «Ριζοσπάστες» και πάω στους καθοδηγητές μου και τους λέω: «Ποιον να πιστέψω από τους δύο; Ο ένας λέει ψέματα». Κοιτάνε τους «Ριζοσπάστες» αυτοί και μου λένε ότι θα μου απαντήσουν σε τρεις μέρες. Και σε τρεις μέρες με διαγράψανε. Από κει και ύστερα διάβαζα διάφορα έντυπα. Αφού με διαγράψανε στείλανε έναν ΕΠΟΝίτη και τον Καλιακούδα, τον οποίο σκοτώσανε οι Γερμανοί και με παρακάλεσαν να τους παραδώσω την Κομμουνιστική Νεολαία, την οποία και παρέδωσα. Από το 1937 που τους οργάνωσα μέχρι το 1943 δεν ξέρανε ποιοι ήταν. Μόνο εγώ ήξερα. Είχα εφαρμόσει ένα συνωμοτισμό τέτοιον που δεν γνώριζαν κανέναν από την ΟΚΝΕ. Όμως, η αστυνομία με ήξερε γιατί όταν πέρασα περιοδεύων για το στρατό, το 1939, μου δώσανε αναβολή για δύο χρόνια, με την εξής δικαιολογία: «Αναβάλλεται δια λόγους εγκεφαλικής κοπώσεως». Κάπως έτσι γλίτωσα την Αλβανία. Κατόπιν ήρθε ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Λιβαδειά. Εγώ δεν τον ήξερα. Όταν ήρθε ο Καστοριάδης είχε ήδη διαφωνήσει με το ΚΚΕ και μου έφερε τη «Νέα Εποχή». Την πήρα και την πήγα σε έναν κομματικό, τον οποίο σκοτώσανε οι Γερμανοί, λεγόταν Τριαντάφυλλος Παπακωνσταντίνου. Του λέω: «Δες το `’Ριζοσπάστη», δες και τη `’Νέα Εποχή». Ποιος μιλάει καλύτερα;». Διαβάζει και λέει: «Καλύτερα τα λέει η »Νέα Εποχή». Αλλά εγώ θα μείνω με το `’Ριζοσπάστη»». Ο Κορνήλιος δεν έμεινε το βράδυ, έφυγε. Όμως, στη Λιβαδειά δεν ήρθε μόνο αυτός. Επίσης, ο Στίνας έμεινε είκοσι μέρες μέσα στο σπίτι μου το 1943, αν θυμάμαι καλά. Εγώ τότε ήμουν διαφωνών προς το Κομμουνιστικό Κόμμα και συμπαθών προς τους τροτσκιστές, αλλά επιφυλακτικός και προς τον Στίνα και προς τον Πουλιόπουλο γιατί και αυτοί τσακωνόντουσαν. Οπότε δεν οργανώθηκα σε καμιά τάση. Οργανωμένος ήταν με την ομάδα του Στίνα ο αδελφός μου, ο Δημήτρης, ο οποίος πιάστηκε στη γενική απεργία των Αθηνών που κάνανε για το οκτάωρο, τις κοινωνικές ασφαλίσεις και τις συμβάσεις. Είχε βάλει κάτω έναν αστυφύλακα. Τον είχε πιάσει από το πόδι να τον χτυπήσει. Μάλιστα, δημοσιεύσανε φωτογραφία στο «Ριζοσπάστη» και στις άλλες εφημερίδες. Ο αδελφός μου ήταν μαρμαράς. Οργανώθηκε στους τροτσκιστές από φαντάρος. Πάντως θυμάμαι ότι το 1935 ήταν τροτσκιστής. Πέθανε 91 ετών, το 2002. Είχε σχέσεις και με τον Πουλιόπουλο και με τον Στίνα. Ήταν ενωτικός τύπος. Τελικά έμεινε με τον Στίνα. Ήταν εξορία στον Αϊ-Στράτη. Δραπέτευσε με μικρό καραβάκι και βγήκε στο Άγιο Όρος. Από κει πήγε με τα πόδια στη Θεσσαλονίκη το 1942. Ο αδελφός μου δεν ήταν στο αντάρτικο. Για να επανέλθουμε, όταν είχε έρθει ο Στίνας στο σπίτι μου τον είχα βάλει και έτριβε καλαμπόκι για να νομίζουν οι άλλοι ότι είναι συγγενής μου. Ωραίος ο Στίνας, αλλά για μένα ήταν και αυτός γραφειοκράτης γιατί έπρεπε πάντα να ασπάζεσαι τη γνώμη του, είτε ήταν σωστή είτε δεν ήταν. Ο αδελφός μου ήταν ντεφαιτιστής. Μοίραζε προκηρύξεις μέσα στο στρατό. Ο Πουλιόπουλος ήταν εξαίρετος άνθρωπος. Τι να σου πω. Να σου πω όπως λένε για τους χριστιανούς: είχε δύο ρεβίθια στην τσέπη και το ένα το έδινε να το φάει ο άλλος. Ήταν πράος, μειλίχιος, λόγιος και μίλαγε πολύ ωραία, είτε γαλλικά είτε ελληνικά. Αυτοί που τον ζήσανε στο στρατόπεδο -είναι κάποιοι που βγήκαν ζωντανοί από αυτό- λένε ότι του κάνανε πλάτες να φύγει και εκείνος απαντούσε: «Δεν φεύγω, γιατί οι Γερμανοί θα βάλουν κάποιον άλλον και θα σας ταλαιπωρήσουν». Έτσι και εκτελέστηκε. Ο Παντελής ήξερε πολλές γλώσσες. Ήταν πολύ μορφωμένος. Ο αδελφός μου είχε επαφές με τον Πουλιόπουλο. Μας έλεγε πόσο εξαιρετικός άνθρωπος ήταν και αυτός και ο Στίνας. Αλλά επειδή ο Στίνας ήταν ντεφαιτιστής είχε διαφωνίες με τον Πουλιόπουλο και αυτό με κράτησε στο να μη γίνω μέλος καμιάς τροτσκιστικής οργάνωσης.

Ερ.: Πότε γνωρίσατε τον Παντελή Πουλιόπουλο;

Τ.Ν.: Τον γνώρισα μαθητής στη Σιβιτανίδειο όταν πήγαμε να συναντήσουμε δύο Γάλλους στη Βούλα. Εκεί, εκτός από τους Γάλλους και τον Παντελή Πουλιόπουλο, ήταν και ο Αντρέας Παπανδρέου. Εγώ ήμουν καθιστός. Από πάνω μου όρθιος ο Αντρέας Παπανδρέου, ο Παπασπύρου, ο οποίος ήταν από τον Πειραιά και βγήκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, κάποιος ονόματι Κρόκος, ο Αραβαντινός, ο Μιχάλης Ράπτης ή Πάμπλο και ο Παναγιωτίδης, τον οποίο τον πετάξανε από το παράθυρο στην Ασφάλεια και σκοτώθηκε. Αυτά γίνανε το 1937 επί δικτατορίας Μεταξά. Ο Παντελής Πουλιόπουλος ρωτά τους Γάλλους σε άπταιστα γαλλικά, πώς βλέπουν τη δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα και οι Γάλλοι απαντούν: Πιο ακαριαία και πιο οργανωμένη και από του Χίτλερ και από του Μουσολίνι. Γιατί ο Χίτλερ κατόρθωσε να εξοντώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία σε τρία χρόνια, ο Μουσολίνι στην Ιταλία σε δύο και ο Μεταξάς σε έξι μήνες. Ο Πουλιόπουλος μετέφραζε από τα γαλλικά στα ελληνικά. Την άλλη βραδιά παρακολούθησε η Ασφάλεια τον Παπασπύρου και όταν πήγανε να συνεδριάσουν στα Πατήσια, σε μια ταβέρνα, εκεί τα γκαρσόνια ήταν αστυνομικοί και πιάνουν το βράδυ τον αδελφό μου. Στον Ανδρέα Παπανδρέου μεσολάβησε η Κυβέλη και πήγε στην Αμερική. Τον Κρόκο και τον Αραβαντινό τους πιάσανε. Λέει ο Κοντοχώρης που ήταν στην Ασφάλεια στους αστυνομικούς: «Ήταν μαζί τους κανένας του Νίκαινα; Ήτανε -λένε- ο αδελφός του. Και δεν τον φέρατε; Τσακιστείτε γρήγορα». Εγώ άρπαξα το μπαούλο με τα βιβλία και έφυγα. Δεν με βρήκανε. Το μπαούλο το είχα στη Λιβαδειά. Έβαλα τα βιβλία σε γκαζοντενεκέδες, ένα καπάκι με πίσσα και τα έκρυψα στον κήπο, βάζοντας κάτι παλιούρια από πάνω. Κάθε φορά που ήθελαν να διαβάσουν ο Αποστόλου, ο Λιανός, ο Καλογερής, ο Καστρώνης που ήταν αργότερα διευθυντής στη «Ναυτεμπορική» και ο Τιμολέων Μωραΐτης που ήταν αρθρογράφος στο «Βήμα», ερχόντουσαν και τους έδινα βιβλία. Όταν πήγανε κατόπιν αντάρτες στον ΕΛΑΣ ήρθαν στη μητέρα μου και τα πήραν όλα τα βιβλία. Τα πήγανε στο Κυριάκι. Πήγα στο Κυριάκι και μου λένε να πάω στο µαγαρά. Πάω στο µαγαρά και μου λένε: «Είναι επαναστατική ιδιοκτησία και κατάσχεται». Πάνε τα βιβλία, χάθηκαν. Από αυτά είχα διαβάσει Χίλφερντιχ, Πλεχάνοφ και άλλους.

Ερ.: Πώς αντιλαμβανόσασταν τον διεθνισμό κατά τη διάρκεια της κατοχής; Οι τροτσκιστές είχανε μια αντίληψη περί διεθνισμού και απέρριπταν τον πατριωτισμό όπως εκφράζονταν από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ;

Τ.Ν.: Μου τα είχε πει αυτά ο Στίνας όταν μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας. Μου λέει: «Τι είναι ο ΕΛΑΣ; Ό,τι ήτανε και το 1821, το οποίο πουλήθηκε και προδόθηκε. Θα γινόταν το ίδιο πράγμα». Από κει και μετά άρχισα και δίσταζα με τον ΕΛΑΣ. Αλλά με εκτιμούσαν όλοι αυτοί και ίσως, κατά έναν τρόπο, με προστατέψανε και δεν με πιάσανε.

Ερ.: Απορρίπτατε τον πατριωτισμό όπως εκφραζόταν από το ΕΑΜ;

Τ.Ν.: Ναι, ήμουν διεθνιστής εγώ.

Ερ.: Αντιμετώπιζε το ΚΚΕ εχθρικά εσάς και τον αδελφό σας που ήτανε τροτσκιστής;

Τ.Ν.: Τον αδελφό μου τον επισκέφτηκε ένας κομματικός, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε και του είπε: «Αν θέλεις να ζήσεις μη μιλάς, αλλιώς θα σκοτωθείς. Σου το λέω επειδή σε εκτιμάω που έχεις κάνει εξορία και φυλακή και έχεις αγωνιστεί». Εμείς φύγαμε το 1943 και πήγαμε στην Αθήνα. Γυρίσαμε μόλις έφυγαν οι Γερμανοί από τη Λιβαδειά.

Ερ.: Ήσασταν μέλος καμιάς οργάνωσης μετά τον πόλεμο;

Τ.Ν.: Ήμουν και δεν ήμουν. Άλλοι τροτσκιστές δεν υπήρχαν στη Λιβαδειά. Μόνο εγώ και ο αδελφός μου, εμείς οι δύο και τέσσερις, πέντε στη Θήβα: κάποιος Καλατζής Παναγιώτης εστιάτορας και κάποιος Λουκάς Μαργώνης ελαιοχρωματιστής. Επίσης, από τη Βοιωτία και συγκεκριμένα από τη Λιβαδειά ήταν κάποιος ονόματι Βαλάς, συμπαθών. Έχει πεθάνει. Θυμάμαι ότι είχε έρθει ο Σακαρέλος με τον Μπεναρόγια εδώ και τους κλείσανε φυλακή. Αυτοί κάνανε απεργία για να τους ελευθερώσουνε. Πιάνει τον Εισαγγελέα ο Βαλάς και τον κλείνει στην αχυρώνα του και του λέει: «Αν δεν δώσεις χαρτί να απολυθούν ο Σακαρέλος, ο Μπεναρόγιας και ο Κοροβίλης θα βάλω φωτιά στην αχυρώνα μου και θα σε κάψω μέσα». Φοβήθηκε ο Εισαγγελέας. Ο Βαλάς είχε ζητήσει από τους παραγγελιοδόχους βιβλία και είχε γράψει σ’ ένα σημείωμα τους κλασικούς συγγραφείς Τολστόι, Ντοστογέφσκι, Βίκτορ Ουγκό και άλλους και το είχε στο τσεπάκι του. Εν τω μεταξύ, ο διοικητής της αστυνομίας εδώ, ο οποίος ήταν ανθυπασπιστής και αμόρφωτος, αφήνει ελεύθερους τους κρατούμενους, ενώ την ίδια στιγμή ελευθερώνεται και ο Εισαγγελέας. Τότε ο Εισαγγελέας δίνει εντολή να συλληφθούν οι πρωταίτιοι και πιάνουν τον Βαλά μαζί με άλλους. Στην αστυνομία ο διοικητής, ο οποίος βρίσκει το σημείωμα, λέει: «Τι είναι αυτό ρε;».

Διαβάζει ο Βαλάς: «Τολστόι,…».

«Τι είναι αυτός ρε;», ρωτάει ο διοικητής.

«Αυτός είναι ο αρχηγός μας», λέει ο Βαλάς.

«Κι αυτός», ξαναρωτάει ο διοικητής.

«Αρχηγός μας και αυτός», λέει ο Βαλάς.

«Και πού είναι τώρα;».

«Δεν ξέρουμε. Χτες το βράδυ ήταν εδώ», απαντάει ο Βαλάς.

Βγάζει εντάλματα συλλήψεως ο χωροφύλακας, λέγοντας τα εξής: «Προς άπαντα τα Αστυνομικά Τμήματα Λεβαδίας, όπως συλλάβετε ψηλό, ξανθόν, με μύστακα, ονόματι Τολστόι». Έρχεται απόσπασμα από την Αθήνα για να πάρει τον Βαλά και τους άλλους και να τους πάει στο στρατοδικείο. Φωνάζει κάποιον ονόματι Κουτσοπέτρο, ο Βαλάς, και του λέει: «Θα βγάλεις τρελό τον χωροφύλακα ότι καταλαμβάνεται από αμόκ εθνικοφροσύνης. Έχει βγάλει εντάλματα να συλλάβει τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι κ.λπ.».

«Πού θα βρω τα εντάλματα αυτά;», ρωτάει τον Βαλά ο Κουτσοπέτρος.

«Θα πας στη Χαιρώνεια να βρεις τους Κρητικούς χωροφύλακες και θα σου δώσουν ένα. Θα πας και θα το δείξεις στο δικαστήριο και θα αθωωθούμε», του λέει ο Βαλάς.

Έτσι κι έκανε ο Κουτσοπέτρος και στο δικαστήριο λέει: «Κύριοι δικαστές. Ο ανθυπασπιστής αυτός καταλαμβάνεται από αμόκ εθνικοφροσύνης…» κ.λπ., κ.λπ. και δίνει την υπογραφή του ανθυπασπιστή με το ένταλμα να συλλάβει τον Τολστόι, ο οποίος είχε πεθάνει από τον προηγούμενο αιώνα. Και αθωωθήκανε όλοι οι συλληφθέντες: Σκηβανιώτης Βασίλης, Βατσόπουλος, Καρτσούκης, Νίκαινας Θανάσης και Βαλάς Γιώργος. Ο Βαλάς είδε ότι δεν υποστηρίχτηκε η υπόθεση αυτή από το κόμμα και τους γύρισε την πλάτη. Απεδέχθη εμένα που ήμουν τροτσκιστής και κάναμε παρέα μέχρι που πέθανε. Γενικά, εδώ στην επαρχία δεν είχαμε καμιά δραστηριότητα.

Ερ.: Πήγατε εξορία;

Τ.Ν.: Εξορία πήγα το 1948 στη Μακρόνησο. Ήμουν με τον Κούνδουρο. Αυτός έφτιαχνε ένα άγαλμα, τη θεά Αθηνά, με μάρμαρο και έκανε τις ετικέτες του Γκοβόστη. Εκεί εγώ έκανα το πρόπλασμα με γύψο καλλιτεχνίας και αυτός πελέκαγε το μάρμαρο και έκανε τη θεά Αθηνά, την οποία δώρισε σε μια Αμερικανίδα γερουσιαστή που είχε έρθει. Αυτή του εξασφάλισε υποτροφία στην Αμερική, αλλά ο Κούνδουρος όταν βγήκε πήγε στο Λονδίνο και όχι στην Αμερική. Ήμασταν φίλοι με τον Νίκο Κούνδουρο και ήθελε να με κρατήσει στην Αθήνα. Στη Μακρόνησο κάθισα περίπου 18 μήνες. Τα πράγματα μετά τα γεγονότα του 1949 ήταν πιο ήρεμα. Βγήκα το ’50. Ήμουν, επίσης φίλος με τον Θανάση Βέγγο και συμβιώναμε μαζί στο ίδιο αντίσκηνο.


Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3449

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s