Σκοπός του κειμένου αυτού δεν είναι να κάνει μια πλήρη ανάλυση του ρόλου που διαδραματίζει, του τρόπου που οργανώνεται το πανεπιστήμιο στην καπιταλιστική οικονομία. Προσπαθεί απλά να σκιαγραφήσει ορισμένα στοιχεία που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν προκειμένου να χαράξουμε μια συνεκτική και συνεπή επαναστατική γραμμή για το χώρο της εκπαίδευσης.
Α.Γ.
Η ανίχνευση του ρόλου που διαδραματίζει η εκπαίδευση στον καπιταλισμό, προϋποθέτει την εξέταση του τρόπου με τον οποίο αυτή διαπλέκεται με την οικονομία, καθώς και των συνεπειών που έχει η δομή και το περιεχόμενό της στη συνείδηση των εκπαιδευόμενων. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η εκπαίδευση στον καπιταλισμό αποκτά διπλό ρόλο, υπηρετώντας το σύστημα τόσο στο επίπεδο της βάσης, όσο και του εποικοδομήματος. Όψεις των δύο αυτών στοιχείων θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε, σύντομα βέβαια, στη συνέχεια.
Αξίζει κατ’ αρχάς, να σκιαγραφήσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος στα πρώτα στάδια του καπιταλισμού, κάτι που θα κάνει σαφέστερο τον τρόπο με τον οποίο αυτό προσαρμόζεται προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πολύ μικρό μόνο κλάσμα νέων λάμβανε μέρος στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τεχνολογία είχε πραγματοποιήσει ορισμένα βήματα (χωρίς να υπάρχει σύγκριση με τη σημερινή εποχή βέβαια), και η παραγωγή αναζητούσε κυρίως αυτό το επιστημονικό δυναμικό που αφ’ ενός θα οργάνωνε τη διαδικασία της και αφ’ ετέρου θα δούλευε στην κατεύθυνση της βελτίωσης των παραγωγικών μέσων με σκοπό την αύξησή της. Τη γνώση αυτή την έπαιρναν κυρίως οι γόνοι των ανώτερων στρωμάτων της αστικής τάξης, οι οποίοι επιτελούσαν και τους παραπάνω ρόλους στην παραγωγή. Είχαν την ευκαιρία να φοιτήσουν σε υψηλού επιπέδου σχολεία και πολλοί από αυτούς να συνεχίσουν τις σπουδές τους, τόσο για να ικανοποιήσουν την προσωπική τους φιλομάθεια, όσο και για να εφοδιαστούν με ορισμένες γνώσεις που θα τους βοηθούσαν στη μετέπειτα σταδιοδρομία τους. Τα παιδιά των μικροαστικών στρωμάτων, συνήθως, ακολουθούσαν μια μαθητεία, η οποία τους έδινε την ευκαιρία να ενταχθούν και αυτά στην τάξη των οικογενειών τους. Τέλος, τα παιδιά των εργατών και πολύ περισσότερο των αγροτών μόλις και μετά βίας μπορούσαν να παρακολουθήσουν ένα σχολείο που θα τα εφοδίαζε με ορισμένες βασικές γνώσεις που θα τους επέτρεπαν να συμμετέχουν πιο ομαλά, αν και μηχανικά, στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Κατά τα άλλα, η άθλια οικονομική τους κατάσταση τα ανάγκαζε να εγκαταλείπουν τα όποια όνειρά τους για μια καλύτερη εκπαίδευση, αφού έπρεπε να συμμετάσχουν στο βιοπορισμό της οικογένειας. Αυτή η κατάσταση του εκπαιδευτικού μηχανισμού, μπορεί να εξηγήσει ίσως, εν μέρει, και την αγωνία πολλών οικογενειών ώστε τα παιδιά τους να λάβουν την απαραίτητη εκπαίδευση που θα τους «ανοίξει τις πόρτες» για μια πιο επιτυχημένη σταδιοδρομία. Η ανάγκη για αύξηση των κερδών του κεφαλαίου, που στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη και τη βελτίωση των μέσων παραγωγής, κατέστησε απαραίτητη την ανάπτυξη της τεχνογνωσίας εκείνης που θα βοηθούσε σε αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, η τεχνολογική ανάπτυξη έδωσε νέα ώθηση στην παραγωγή. Παρατηρούμε δηλαδή μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της επιστήμης και της παραγωγής. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν στην εισροή όλο και περισσότερων νέων στις ανώτερες, αλλά και στις κατώτερες, βαθμίδες της εκπαίδευσης. Πάντα όμως, ο βαθμός συμμετοχής των γόνων μιας τάξης σε αυτές τις διαδικασίες, βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την οικονομική της κατάσταση, ελαττούμενος καθώς κατεβαίνουμε στην πυραμίδα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Παράλληλα, βέβαια, στη διαδικασία μαζικοποίησης του χώρου της εκπαίδευσης συνέβαλλαν και οι αγώνες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία πάλεψαν για τη συμμετοχή τους στο χώρο αυτό όχι μόνο ελπίζοντας σε μια καλύτερη εργασιακή προοπτική για τα παιδιά τους, αλλά διεκδικώντας και το δικαίωμά τους στη μόρφωση.
Η τρομακτική ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαιοκρατών, που συνόδεψε την είσοδο στην ιμπεριαλιστική εποχή καθώς και η ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνικής), συνδυαζόμενες με την ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων που έθεταν ζητήματα σχετικά με την εκπαίδευση, μετασχημάτισαν την εικόνα του εκπαιδευτικού μηχανισμού σε παγκόσμια κλίμακα, ανάλογα και με το επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής σε κάθε χώρα. Άρχισε να δημιουργείται μια πρωτοφανούς έκτασης ζήτηση σε προσωπικό, το οποίο θα είχε τις απαραίτητες γνώσεις για να οργανώσει, να διοικήσει και να επιβλέψει τις διαδικασίες της παραγωγής, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο σύνθετες και δαιδαλώδεις. Με λίγα λόγια, οι επιχειρήσεις άρχισαν να αναζητούν το εργατικό εκείνο δυναμικό που θα αναλάμβανε να εξειδικεύσει και να υλοποιήσει τις γενικές κατευθύνσεις του κεφαλαίου στους πιο ετερόκλητους τομείς της παραγωγής. Επιπλέον, η διαδικασία μαζικοποίησης του χώρου της εκπαίδευσης δημιούργησε μεγαλύτερη ζήτηση σε διδακτικό προσωπικό, ενώ σημειώθηκε ανάγκη για εισροή πολυάριθμου προσωπικού σε τομείς όπως η υγεία κλπ. Η διανοητική εργασία αρχίζει να προσεγγίζει την παραγωγική εργασία και δημιουργείται ένα «νέο προλεταριάτο», ένα στρώμα μισθωτών διανοούμενων, τα συμφέροντα του οποίου συμπίπτουν μάλλον με αυτά της εργατικής τάξης, παρά με της αστικής όπως στο παρελθόν. Παραμένει βέβαια και το τμήμα αυτό των διανοητών που τάσσεται πλήρως με το μέρος των καπιταλιστών, αφού η ύπαρξή τους εξαρτάται από την επιβίωση του κεφαλαίου. Η νέα αυτή μορφή διανοητικής εργασίας που εμφανίζεται στον ύστερο καπιταλισμό κατακερματίζεται όλο και περισσότερο, θυμίζοντας τον κλασικό καταμερισμό εργασίας που υπάρχει στον καπιταλισμό. Οι «πανεπιστήμονες» του παρελθόντος παύουν να υπάρχουν, και ο επιστήμονας καλείται να έχει πλήρη εποπτεία ενός ιδιαίτερα περιορισμένου γνωστικού αντικειμένου. Η διανοητική εργασία όλο και διαιρείται και αλλοτριώνεται.
Η εκπαίδευση του δυναμικού αυτού (σε όποια από τις παραπάνω κατηγορίες και αν ανήκει) αποτέλεσε ένα από τα βασικά μελήματα του κρατικού μηχανισμού ως οργάνου που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Έτσι τα δημόσια πανεπιστήμια πήραν τη μαζική μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Από το χώρο αυτό προκύπτει η μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών διανοούμενων, αλλά και αυτών που καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις μέσα στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Και είναι ενδεικτικό ότι καθώς οι ανάγκες για εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό αυξάνονται, ανάλογα αυξάνεται και η εισροή των νέων στα πανεπιστήμια. Κι όμως, η πολιτική αυτή οδήγησε στη δημιουργία μιας μεγάλης και διαρκώς διογκούμενης στρατιάς πτυχιούχων που μαστίζονται από τη συνεχή εργασιακή ανασφάλεια και την ανεργία, ενώ λειτουργούν και ως μοχλός πίεσης του κεφαλαίου προς τους μισθωτούς εργαζόμενους. Η αδιάκοπη εξέλιξη των μέσων παραγωγής και η όλο και πιο μελετημένη οργάνωσή της, δημιουργούν την ανάγκη για ένα όλο και πιο εξειδικευμένο προσωπικό. Και καθώς οι επιχειρήσεις δεν επιθυμούν να επωμιστούν το βάρος της εκπαίδευσης των εργαζόμενων, επιδιώκουν ταυτόχρονα το χειρότερο δυνατό εργασιακό καθεστώς για αυτούς, τα γνωστικά αντικείμενα των σχολών όλο και περιορίζονται, ενώ οι γνώσεις καθορίζονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό από την παραγωγή. Βέβαια, η κατάσταση απέχει ακόμα από του να μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν σχολές για συγκεκριμένα επαγγέλματα (ίσως μόνο κάποιες τεχνικές επαγγελματικές σχολές). Αυτό αποτελεί σε πολύ μεγάλο βαθμό απόρροια του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός αποτελεί το μόνο σύστημα που η εκπαίδευση και η παραγωγή αποτελούν δύο εντελώς ξεχωριστές λειτουργίες. Αποτέλεσμα αυτού είναι το πανεπιστήμιο και το σχολείο να υπόκεινται σε πιο αργές αλλαγές από ότι η παραγωγική διαδικασία και να προσαρμόζεται με μια χρονική υστέρηση στις ανάγκες της αγοράς. Άλλωστε η πληθώρα των λειτουργιών που καλείται να επιτελέσει το επιστημονικό προσωπικό στο σύνολό του θέτει από μόνη της φραγμούς στην πλήρη ταύτιση των κατευθύνσεων που παρέχει η εκπαίδευση με αντίστοιχες θέσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν θεμιτό μάλλον ούτε από το ίδιο το κεφάλαιο. Πάντως, μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι η γενική τάση. Ο βαθμός στον οποίο η διαδικασία αυτή εντείνεται, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως το επίπεδο ανάπτυξης των κοινωνικών αγώνων κλπ. Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι η διάσπαση των γνωστικών αντικειμένων κάθε άλλο παρά αντικειμενική εξέλιξη αποτελεί. Απλά, αντικατοπτρίζει τις απαιτήσεις του συστήματος. Παράλληλα, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση παραμένει απαγορευτική για τα παιδιά των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων της ταξικής κοινωνίας.
Πιο δύσκολη είναι η ανίχνευση του ρόλου του σχολείου σε σχέση με την οικονομία. Κατ’ αρχάς, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αύξηση της ζήτησης στο χώρο της διανοητικής εργασίας δεν καταργεί τη χειρωνακτική ή κάθε είδους εργασία που δεν απαιτεί υψηλού επιπέδου εκπαίδευση. Απεναντίας μάλιστα, στις εξαρτημένες οικονομίες για παράδειγμα, υπάρχουν τεράστιες στρατιές χειρωνακτών εργατών που ελάχιστα έχουν εμπλακεί σε κάποια εκπαιδευτική διαδικασία όπως την παρουσιάσαμε μέχρι εδώ.
Στα πλαίσια του σχολείου λοιπόν, συντελείται μια διαδικασία διαλογής των νέων. Όσοι μπορούν να αποδώσουν στα στενά πλαίσια που προσφέρει το αστικό σχολείο προάγονται στις ανώτερες και ανώτατες βαθμίδες του εκπαιδευτικού μηχανισμού (με δεδομένους πάντα τους περιορισμούς που θέτει η ταξική καταγωγή κάποιου), ενώ όσοι δε μπορούν, στρέφονται προς κάποια από τις εναλλακτικές λύσεις που παρέχει το σύστημα και προορίζονται για να εκτελέσουν άλλες εργασίες μέσα στην παραγωγική διαδικασία (χειρωνακτικές κλπ). Όσοι εγκαταλείπουν το σχολείο ή στρέφονται στη λεγόμενη «τεχνική» εκπαίδευση, συχνά ρίχνονται υπό τους δυσμενέστερους όρους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, πρέπει να αντιληφθούμε ότι προκειμένου να ενταχθεί ένα άτομο σχετικά ομαλά στην καπιταλιστική κοινωνία, είναι απαραίτητο να έχει εφοδιαστεί με κάποιες δεξιότητες. Αυτές οι δεξιότητες προσφέρονται κυρίως στις κατώτερες τάξεις του σχολείου. Στις ανώτερες, συντελείται κυρίως η διαδικασία της διαλογής που αναφέραμε.
Όλα τα παραπάνω δίνουν τη δυνατότητα να αντιληφθούμε το ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμού που αναπαράγει τον ήδη υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας και διανέμει τις θέσεις που υπάρχουν σε αυτόν. Θα ήταν σφάλμα όμως αν παραγνωρίζαμε και το ρόλο της ως μέσου μετάδοσης της αστικής ιδεολογίας.
Έτσι, η παρουσίαση της διαίρεσης της επιστήμης, και κατά συνέπεια και των διαφόρων βαθμίδων και κατευθύνσεων της εκπαίδευσης ως μιας αντικειμενικής εξέλιξης λειτουργεί νομιμοποιητικά για τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας (αφού κάποιος «δεν παίρνει τα γράμματα», είναι «λογικό» να επιτελεί μόνο συγκεκριμένες εργασίες). Οι εκπαιδευόμενοι εμπλέκονται από πολύ μικρή ηλικία στην εκπαιδευτική διαδικασία με αποτέλεσμα οποιαδήποτε εξέλιξη να φαντάζει φυσική, απόρροια και μόνο των δικών τους δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που τελικά επικαθορίζουν τη δομή της κοινωνίας θεσπίζοντας ένα μονολιθικό εκπαιδευτικό σύστημα που δεν παρέχει παρά ελάχιστες δυνατότητες στον άνθρωπο για ανάπτυξη των προσωπικών του κλίσεων. Σημαντικό ρόλο στη νομιμοποιητική αυτή διαδικασία, παίζει και το πλαστό ιδεολόγημα της «αξιοκρατίας». Ακόμα, η μορφή της διδασκαλίας στις αίθουσες είναι χαρακτηριστική. Εξοβελίζει κάθε δυνατότητα αυτενέργειας των νέων, ενώ οι συνεχείς πιέσεις από το υπουργείο και το κράτος γενικότερα για κάλυψη της «ύλης» που «πρέπει» να διδαχτεί εγκλωβίζει ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο εκπαιδευτικό που επιδιώκει μια πιο πολύπλευρη ανάπτυξη των νέων. Επιπλέον, η σχέση καθηγητή διδασκόμενου αναπαράγει ένα ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, όπου οι σχέσεις σεβασμού μετατρέπονται σε σχέσεις εξουσίας. Άλλωστε, οι αυθαιρεσίες από τη μεριά των διδασκόντων, οι οποίοι αδυνατούν να λειτουργήσουν ομαλά στο παθογενές περιβάλλον του αστικού σχολείου, είναι συχνό φαινόμενο. Την ίδια στιγμή, η διαρκής εντατικοποίηση των σπουδών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (συχνά μάλιστα εντονότερη στις κατώτερες) προετοιμάζει έναν μελλοντικό εργαζόμενο πειθαρχημένο στις επιταγές της εργοδοσίας.
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια, ότι το σύστημα, οργανώνει όλο και καλύτερα τις διάφορες οικονομικές, κοινωνιολογικές, νομικές κλπ σχολές, οι οποίες διδάσκουν επιστήμες που λειτουργούν απολογητικά για το σύστημα και το θωρακίζουν, όσο είναι δυνατόν, από τις κριτικές που πηγάζουν από ριζοσπαστικότερα ρεύματα.
Αξίζει, πριν κλείσουμε, να εξετάσουμε λίγο το θέμα της «αξιοκρατίας». Αυτή, ως εφεύρημα της αστικής ιδεολογίας, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όλου του εκπαιδευτικού συστήματος. Η προαγωγή από μια τάξη στην άλλη, η συμμετοχή στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τελικά όλη η διαδικασία φιλτραρίσματος και κατηγοριοποίησης των νέων, που προκύπτει, όπως είδαμε, σαν ανάγκη του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, πραγματοποιείται μέσα από ένα δαιδαλώδες σύστημα εξετάσεων και αξιολογήσεων που αφορά όλους τους εμπλεκόμενους, κυρίως βέβαια τους εκπαιδευόμενους. Το σύστημα αυτό παρουσιάζεται ως δίκαιο, αφού όλοι έχουν τη δυνατότητα, τυπικά τουλάχιστον, να συμμετέχουν και όλοι υπόκεινται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης της «ποιότητάς» τους. Έτσι, ο πιο «άξιος» επικρατεί. Αυτό, που επιμελώς αποκρύπτει το αστικό κράτος, είναι ότι και μόνο η ταξική καταγωγή κάποιου διαφοροποιεί τη θέση του ως προς τους άλλους εκπαιδευόμενους, καθιστώντας την έννοια της αξιοκρατίας ανεφάρμοστη. Η κριτική όμως δε σταματά εδώ. Το ζήτημα τελικά είναι να δούμε ότι η έννοια της αξιοκρατίας είναι σαφώς ταξικά φορτισμένη. Για ποιο πράγμα κάποιος κρίνεται πιο άξιος από έναν άλλο; Στην περίπτωσή μας, κρίνεται το ποιος μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα στην ταξική κοινωνία και τους θεσμούς της στο χώρο της εκπαίδευσης (αν και αυτή η κριτική για την αξιοκρατία επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο βαθμό που αυτοί καθορίζονται από τις παραγωγικές σχέσεις ). Το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας αποτελεί, τελικά, το στοιχείο αυτό που λειτουργεί νομιμοποιητικά για το φιλτράρισμα των νέων κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους. Σημειώνουμε ότι τα τελευταία χρόνια, το αστικό κράτος προσπαθεί να επεκτείνει και να εντείνει τους αξιοκρατικούς ελέγχους και πάνω στα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, συγκροτώντας ανεξάρτητες επιτροπές αξιολόγησης, γεγονός που θα καταστήσει τα πανεπιστήμια και τα σχολεία πιο ευπροσάρμοστα στις επιταγές της αγοράς.
Όλη η περιγραφή που δώσαμε παραπάνω, πιθανώς να οδηγεί στην εντύπωση ότι η παρέμβασή μας στο χώρο της εκπαίδευσης δεν έχει νόημα στο βαθμό που θα θίγουμε θέματα που αφορούν το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού αυτό είναι διαρθρωμένο προκειμένου να εξυπηρετεί συγκεκριμένους στόχους που θέτει η αστική τάξη. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι προφανώς οι εκπαιδευόμενοι δε μπορούν να χαρακτηριστούν με κανένα τρόπο ως ένα ομοιογενές ταξικά στρώμα. Απεναντίας, τόσο η ταξική καταγωγή, όσο και η μελλοντική εξέλιξη του καθενός ποικίλλουν. Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη αυτή είναι βαθιά εσφαλμένη (και έχει χρεοκοπήσει σαφώς στην πράξη ). Ο χώρος της εκπαίδευσης διέπεται από τις δικές του ιδιαίτερες αντιφάσεις και αντιθέσεις, που προκύπτουν βέβαια από τις συνολικότερες αντιφάσεις που διέπουν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτές οι αντιφάσεις μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για πολιτικές διεργασίες που να συμβάλλουν στη διαμόρφωση επαναστατικής συνείδησης, πατώντας πάνω στην καθημερινή εμπειρία τόσο των εκπαιδευόμενων, όσο και των εκπαιδευτών. Πιο συγκεκριμένα, ο βαθμός στον οποίο θα εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις που προωθεί το αστικό κράτος, αποτελεί επίδικο αντικείμενο σε κάθε χρονική στιγμή. Στα πλαίσια αυτά είναι σαφές ότι η δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα λειτουργεί με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας είναι δυνατή μόνο σε μια κοινωνία που δε θα κυριαρχεί ο νόμος της αξίας και που δε θα υφίσταται η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Όμως, το κατά πόσο η εκπαίδευση θα ελέγχεται από την παραγωγή, είναι κάτι που μπορεί να διεκδικηθεί. Επιπλέον, είναι εύλογο ότι οποιαδήποτε μεταβατική κοινωνία θα χρησιμοποιήσει τα επιτεύγματα της αστικής επιστήμης, στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής της τουλάχιστον. Με αυτή την έννοια, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας πάντα τα όρια που θέτει η κυριαρχία του κεφαλαίου. Μια παρέμβαση σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να έχει θετικά για το κίνημα αποτελέσματα, τόσο στο επίπεδο της ιδεολογίας, όσο και σε καθαρά υλικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα βέβαια, η δομή και η μορφή του εκπαιδευτικού μηχανισμού πρέπει να υπόκειται σε διαρκή κριτική και αμφισβήτηση.
Τα λίγα στοιχεία που παρουσιάσαμε αναδεικνύουν το ρόλο της εκπαίδευσης σε δύο επίπεδα: αυτό της αναδιανομής των θέσεων του καταμερισμού εργασίας και της υποστήριξης της παραγωγής και αυτό της ιδεολογίας. Μια επαναστατική παρέμβαση, δε μπορεί παρά να εστιάζει την κριτική της και στα δύο αυτά στοιχεία.
[…] Ο ρόλος της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό […]