Ο νέος διεθνισμός στην πολιτική στρατηγική

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Το Πολιτικό και το Κοινωνικό

Ο νέος διεθνισμός και η διαμόρφωση μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής στρατηγικής

του Βαγγέλη Κούταλη

Το διεθνές κίνημα ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποτελεί ήδη ένα γεγονός του οποίου την ιστορική σημασία πολύ δύσκολα κανείς μπορεί πια να υποτιμήσει. Πράγματι, σήμερα είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε, με την βεβαιότητα της γνώσης και όχι της πεποίθησης, ότι οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης που προειδοποιούσαν ότι η απήχηση του anti-global κινήματος φανερώνει μια κρίση νομιμοποίησης η οποία λύνει τα ξόρκια της συναίνεσης στην «δημοκρατία» (τους) και την «οικονομική ανάπτυξη» (τους)Ž1 αφουγκράζονταν με οξύτερα αισθητήρια όργανα τις εξελίξεις απ’ ό,τι ορισμένες οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που, λόγω της μακράς έκθεσής τους στον σεκταρισμό ή/και τον εθνοκεντρισμό, μέχρι και τις παραμονές της κινητοποίησης της 15Žης του Φλεβάρη εξακολουθούσαν να διερωτώνται για το αν πράγματι αυτό το κίνημα είναι κάτι παραπάνω από αφορμή για μαζικές μετακινήσεις τουριστών με εξάρτυση διαδηλωτή ή από ένα διεθνές show που την ακροαματικότητά του μέσω μιας πανουργίας του Λόγου; – μοιραία θα την καρπωθεί η σοσιαλδημοκρατία.Ž2 Όπως πάντα, όσο περισσότερο ευφάνταστες είναι οι κουτοπονηριές της σεκταριστικής ρητορικής τόσο περισσότερο φαντασιώδη είναι και τα πολιτικά πορίσματά της.

Εκτός από το να συνιστά μια μαζική εμπειρία κοινής δράσης και αλληλεγγύης, αυτό το κίνημα της παγκόσμιας αντίστασης φαίνεται να ενεργοποιεί στην ταξική πάλη νέες κοινωνικές πρωτοπορίες (μαχητικά τμήματα του «νέου προλεταριάτου») και να διαπνέεται από έναν ανανεωμένο διεθνισμό πρόσφορο να αρθρωθεί σε μια πολιτική στρατηγική ανταγωνιστική σε αυτήν της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό έγινε έκδηλο ιδίως μετά την 11η Σεπτέμβρη και την επακόλουθη ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Η κρισιμότητα των διακυβευμάτων ανάγκασε το κίνημα να διαλέξει εξίσου κρίσιμους άξονες αντιπαράθεσης, αλλά και μια πιο οικουμενική προοπτική. Η επικέντρωση του αγώνα στην αποτροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, οι διαδοχικές γενικές απεργίες ενάντια στο νέο κύμα αντεργατικών πολιτικών και η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών τη στιγμή που επιταχύνεται δραματικά η διεθνοποίηση του κρατικού αυταρχισμού, εκδιπλώνουν μια διαλεκτική εθνικού/διεθνούς, επιμέρους αντίστασης/οικουμενικής τοποθέτησης, που αντικειμενικά υποδαυλίζει την ελπίδα για την παγκόσμια κοινωνική δικαιοσύνη και βγάζει από την καραντίνα, μετά από δεκαετίες, την συγκεκριμένη ουτοπία της αυτοχειραφέτησης.

Αν όντως οι κατασταλτικές θηριωδίες στην Γένοβα, η εκατόμβη στο Μανχάταν, η ισοπέδωση της Τζενίν και η αιματηρή προέλαση στην Καμπούλ, σηματοδότησαν το τέλος της αθωότητας για το «anti-global» κίνημα, και το εξώθησαν να διαλέξει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα αντιπάλους, αυτή η ενηλικίωση ωστόσο του κινήματος, η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής δυναμικής του, δεν έχει μεταφραστεί ακόμα σε όρους κατεξοχήν πολιτικούς. Η εντυπωσιακή στην εμβέλειά της ανεξάρτητη μαζική δράση, και μάλιστα σε συνθήκες πρωτόγνωρου παγκόσμιου συντονισμού, η εναντίωση στις επιλογές των κυρίαρχων τάξεων και η απαγκίστρωση από τις παραδοσιακές συνδικαλιστικές και πολιτικές γραφειοκρατίες, δεν έχουν συνοδευτεί από ανάλογης έκτασης μετατοπίσεις στις ίδιες τις ταξικές πολιτικές πρακτικές και αντίστοιχες διαταραχές στις θεσμοποιημένες δομές της εξουσίας.

Η γεωγραφία των πολιτικών εκπροσωπήσεων των κοινωνικών τάξεων φαίνεται να μην αντιμετωπίζει ακόμα σοβαρούς κλυδωνισμούς. Το νέο πνεύμα διεθνισμού, οι αντικαπιταλιστικές και αντιϊμπεριαλιστικές διαθέσεις, παραμένουν μια εκρηκτική ύλη που δεν έχει προς το παρόν πυροδοτηθεί ώστε να προκύψουν νέες πολιτικές μορφές ταξικής οργάνωσης, να επιταχυνθεί η ανασύνταξη και η ανάπτυξη των ήδη υπαρχουσών αντικαπιταλιστικών και επαναστατικών οργανώσεων σε σημείο που αυτές να αποκτήσουν μια αξιόπιστη δημόσια παρουσία, ή τέλος να δρομολογηθούν κρίσεις στα μαζικά Σοσιαλιστικά και (μετα)Κομμουνιστικά Κόμματα, τέτοιες που να αντισταθμίζουν τις μεταλλάξεις τους «προς τα δεξιά».

Το διεθνές κίνημα, επίσης, δεν έχει ακόμα απειλήσει σε καμία χώρα το καπιταλιστικό κράτος, ως εγγυητή του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, ως καθολικότητα όπου συμπυκνώνονται και διευθετούνται οι αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις με όρους αστικής ταξικής πολιτικής κυριαρχίας. Ο αντίκτυπος των μαζικών κινητοποιήσεων φτάνει ασφαλώς μέχρι τις κυβερνήσεις, κάποιες από τις διεκδικήσεις καταλαμβάνουν κάποτε μια θέση στα τραπέζια των υπουργών, καμιά βασική πτυχή, παρ’ όλα αυτά, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ατζέντας και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής στρατηγικής δεν έχει ανατραπεί, όσο και αν υπάρχουν σποραδικές περιπτώσεις καθυστερήσεων ή προσωρινών αναβολών. Οι αποκλεισμένοι από πάνοπλους μπάτσους χώροι όπου διεξάγονται κανονικά τα κυβερνητικά διαβούλια και οι διακυβερνητικές σύνοδοι δεν αποτελούν απλώς και μόνο έναν συμβολισμό απομόνωσης των «από πάνω» από τους «από κάτω»: δείχνουν, με την ίδια ίσως συμβολική δύναμη, ότι ο χώρος της πολιτικής εξουσίας, της δυνατότητας των αποφάσεων για τις δημόσιες υποθέσεις, δεν έχει παραβιαστεί, ότι η ταξική πολιτική κυριαρχία, με άλλα λόγια, των καπιταλιστών, έχει προς το παρόν να αντιμετωπίσει, από την πλευρά της κινηματικής παγκόσμιας αντίστασης, μονάχα ένα πρόβλημα διάρηξης της κοινωνικής συναίνεσης, αλλά κανένα σοβαρό πρόβλημα ακόμα στην λειτουργία των πολιτικών σχέσεων ηγεμονίας. Αυτό ακριβώς αποδείχθηκε τις παραμονές του πολέμου στο Ιράκ. Η πολιτικά κρίσιμη αντιπαράθεση, με όρους συγκυρίας, ήταν αυτή ανάμεσα στις ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών κρατών και όχι αυτή ανάμεσα στα εκατομμύρια των μαζών στους δρόμους και τις – λιγότερο ή περισσότερο φιλοπόλεμες, όλες πάντως προσαρμοσμένες στο άρμα της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας – κυβερνήσεις τους.

Ο ρόλος του διεθνούς κινήματος ήταν αναμφίβολα καταλυτικός για να γίνει αισθητό σε εκατομμύρια καταπιεσμένων του πλανήτη το γεγονός ότι οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο εθνικής κεντρικής εξουσίας ή διεθνών ημικρατικών δομών (όπως συμβαίνει στην Ευρώπη) στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα της συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας, προς χάριν των καπιταλιστών, και άρα να ξαναγίνει σημαντικός ο αγώνας στους δρόμους ενάντια στις κυβερνητικές επιλογές. Οι δομές, όμως, που επισφραγίζουν τέτοιες αποφάσεις ως πολιτικές, αλλά και οι πολιτικές σχέσεις , του «ελεύθερου» και «ίσου» «πολίτη» που διεκδικεί την εκπροσώπησή του στο καπιταλιστικό κράτος, δεν έχουν μέχρι τώρα θιγεί. Και ασφαλώς μόνο μια σύγχυση επιπέδων θα μπορούσε να μας κάνει να αναμένουμε το αντίστροφο, μια σύγχυση από την οποία μια προσεκτική εφαρμογή της μαρξιστικής προβληματικής μας προφυλάσσει.

Στις καπιταλιστικές κοινωνίες οι κοινωνικές πρακτικές κατανέμονται σε σχετικά αυτονομημένα επίπεδα με τους δικούς τους ιδιαίτερους όρους. Μεταφράζοντας σε μια πιο σύγχρονη ορολογία μια σχετική υπόδειξη του Ένγκελς, που ανέδειξε ο Λένιν στην πολεμική του ενάντια στους «οικονομιστές», θα μπορούσαμε να μιλήσουμε σχηματικά για μια διάκριση ανάμεσα σε οικονομικές, πολιτικές, και ιδεολογικές κοινωνικές πρακτικές.Ž3 Το κίνημα της παγκόσμιας αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό, υπό αυτό το πρίσμα, είναι ένα κίνημα στο επίπεδο των οικονομικών κοινωνικών πρακτικών, με πολιτικό αντίκτυπο και ιδεολογικές επιπτώσεις, αλλά όχι ένα κίνημα που συναρθρώνει, ή που μπορεί να συναρθρώσει, την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική πάλη, με μικρότερη ή μεγαλύτερη σαφήνεια, σε μια στρατηγική. Το έδαφός του είναι αυτό της κοινωνίας των ιδιωτών, του συνόλου, δηλαδή, των υλικών σχέσεων και συναλλαγών των επιμέρους ατόμων, της σφαίρας των ιδιαίτερων κοινωνικών αναγκών, και όχι αυτό της πολιτικής κοινωνίας, της αφηρημένης κανονιστικής διευθέτησης των κοινωνικών αντιφάσεων και των ταξικών ανταγωνισμών, της σφαίρας του τυπικού καθολικού συμφέροντος.Ž4 Κινητοποιεί την κοινωνία, αναπτύσσεται με όρους κοινωνικής αντιπαράθεσης στο παγκόσμιο κεφάλαιο, δεν τοποθετείται όμως ως ενεργός παράγοντας στην πολιτική συγκυρία έχοντας έναν στρατηγικό προσανατολισμό επικεντρωμένο στις πολιτικές δομές του κράτους, στον τόπο όπου η κοινωνική ισχύς των καπιταλιστών εδραιώνεται σε δημόσια εξουσία.

Οπωσδήποτε ο όρος «οικονομική πρακτική», εδώ, δεν έχει την ίδια σημασία με την «οικονομική πάλη» στην οποία αναφερόταν ο Λένιν και γενικά οι μαρξιστές των αρχών του 20Žου αιώνα: δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την κλασική συνδικαλιστική αντιπαράθεση με την εργοδοσία για την πώληση, με ευνοϊκούς όρους, του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Η «οικονομική πρακτική» έχει ως έννοια, σήμερα, ένα πλουσιότερο σε προσδιορισμούς περιεχόμενο, το οποίο παραπέμπει στις τάσεις που αναπτύχθηκαν κατά την εξελικτική πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού. Η γενίκευση και η παγκοσμιοποίηση της εκβιομηχάνισης στον ύστερο καπιταλισμό, η επέκτασή της σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, αυτό που ο Ernest Mandel περιέγραψε ως «μαζική εισχώρηση του κεφαλαίου στους τομείς κυκλοφορίας, προσφοράς υπηρεσιών και αναπαραγωγής»,Ž5 είναι αυτή η εξέλιξη που εξηγεί γιατί σήμερα η αυθόρμητη αντίσταση στους καπιταλιστές υπερβαίνει τα όρια του παραδοσιακού οργανωμένου εργατικού κινήματος, περιλαμβάνοντας μια ολόκληρη ποικιλία από μορφές κοινωνικού αγώνα που αντιστοιχούν σε κοινωνικές δραστηριότητες τόσο του εποικοδομήματος όσο και της βάσης. Αυτό διευρύνει την εμβέλεια του ταξικού ανταγωνισμού, και την σφαίρα των ιδιαίτερων κοινωνικών αναγκών, που γίνονται ριζικές. Δεν εξαλείφει, όμως, τις οριογραμμές ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «πολιτικό», τις «οικονομικές πρακτικές» και τις «πολιτικές πρακτικές». Η επέκταση των δικτύων της εμπορευματικής παραγωγής στο εποικοδόμημα δεν σημαίνει και επέκταση των ίδιων των πολιτικών σχέσεων στην κοινωνία: το καπιταλιστικό κράτος εξακολουθεί να αποτελεί την τυπική εκείνη αρχή, την αποσπασμένη από την κοινωνία σφαίρα, όπου οι κοινωνικές υποθέσεις διευθετούνται ως ιδιωτικές ώστε να διασφαλίζονται οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και η αστική ταξική πολιτική κυριαρχία – σήμερα μάλιστα προσλαμβάνει έναν σαφή αυταρχικό χαρακτήρα, περιορίζοντας το εύρος της κατανομής πολιτικής ισχύος στον πληθυσμό που αναγορεύει σε «πολίτες» του.

Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις μπορούμε να σταθούμε λίγο περισσότερο στον χαρακτήρα του διεθνούς κινήματος, εστιάζοντας την προσοχή μας στην περισσότερο ανεπτυγμένη μορφή οργάνωσής του, την μορφή «Κοινωνικό Φόρουμ». Πρόκειται για μια ιστορικά πρωτότυπη μορφή κοινής δράσης, αγωνιστικής δικτύωσης και πλουραλιστικής συλλογικής συζήτησης, στην οποία συναρθρώνονται πολλαπλές εμπειρίες αντίστασης σε διαφορετικές μορφές ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Στις διαδικασίες του συμμετέχουν συνδικάτα, πολιτικές οργανώσεις, οικολογικές, φεμινιστικές, gay/lesbian κινήσεις, κινήματα ιθαγενών και φτωχών χωρικών, οργανώσεις ανέργων και μεταναστών, διανοούμενοι, ακτιβιστές και ακτιβίστριες χωρίς κάποια πολιτική ή συνδικαλιστική ένταξη, ακόμα και χριστιανικές εργατικές και κοινωνικές ενώσεις. Το Κοινωνικό Φόρουμ, λοιπόν, συγκεράζει μια πληθώρα ιδιαίτερων κοινωνικών πρακτικών. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της πρόταξης των συγκεκριμένων διεκδικήσεων των κοινωνικών κινημάτων, οι οποίες σχηματίζουν σύνολα εναλλακτικών κοινωνικών επιλογών, μέσω του συντονισμού και της αλληλοτροφοδότησης των αγώνων που ξεσπούν σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής ζωής, από τα εργοστάσια μιας πολυεθνικής επιχείρησης μέχρι την βιομηχανία του θεάματος, και μέσω της ενσωμάτωσης σε ένα κοινό πλαίσιο συζήτησης και προγραμματισμού, βασισμένου στην αρχή της συναίνεσης, μιας ποικιλίας οργανωτικών δομών, ορισμένες εκ των οποίων έχουν αναπτυχθεί στη βάση πολιτικών προγραμμάτων (αυτές των πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων), οι περισσότερες όμως έχουν συγκροτηθεί αυθόρμητα, δηλαδή στην βάση επιμέρους κοινωνικών αντιστάσεων. Η μορφή «Κοινωνικό Φόρουμ» είναι μια οργανωτική μορφή που ανταποκρίνεται σε ένα αυτόνομο κίνημα των κινημάτων, σε έναν κόμβο όπου συναντώνται άντρες και γυναίκες για να δράσουν, να συζητήσουν, να οργανώσουν αντιστάσεις από κοινού. Η ανάδυσή του δεν ήταν αποτέλεσμα ενός διεθνούς πολιτικού σχεδιασμού, αλλά καρπός πολλών και διαφορετικών πρωτοβουλιών που συνέπιπταν στον στόχο της παγκοσμιοποίησης του κοινωνικού αγώνα ενάντια στην «εμπορευματοποίηση του κόσμου», της αντίστασης στις πιο χτυπητές μορφές της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται στο έδαφος των «οικονομικών πρακτικών». Από εδώ προκύπτει τόσο η ετερογένεια όσο και η εμβέλειά του.

Αυτό το κίνημα των κινημάτων, παρά την ποικιλία θεματικών που εμπεριέχει, από τις πρώτες κιόλας εκφάνσεις του, δεν έπαψε να προσδιορίζεται, από φίλους και αντιπάλους, ως κίνημα «κατά της παγκοσμιοποίησης», «ενάντια στο παγκόσμιο κεφάλαιο», «ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό». Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τα διάφορα ηπειρωτικά και εθνικά Φόρουμ συγκεφαλαιώνουν σε οργανωτικό επίπεδο αυτόν τον χαρακτήρα, χωρίς να τον μεταπλάθουν σε πολιτικό. Θα ήταν σφάλμα βέβαια να αρνηθούμε ότι η εμφάνισή τους έχει και πολιτικό αντίκτυπο. Η διεθνής συναποδοχή ορισμένων βασικών διεκδικήσεων (π.χ. κατάργηση του χρέους για τις χώρες του Νότου) εγείρει ζητήματα πλανητικής πολιτικής, ενώ η συνάρθρωση πολλαπλών εμπειριών κοινωνικής αντίστασης συμβάλλει αποφασιστικά στην αμφισβήτηση της κοινωνικής συναίνεσης στις επιλογές των κυρίαρχων τάξεων, που μέσα από τις νεοφιλελεύθερες υποσχέσεις εμφανίζονταν ως «γενικό συμφέρον». Υπάρχουν επίσης και επιπτώσεις στο επίπεδο της ιδεολογίας, κάθε άλλο παρά ανεπαίσθητες. Η κοινή δράση, η αυτενέργεια, ο παγκόσμιος συντονισμός, η ανοιχτή και πλουραλιστική συζήτηση, η αμοιβαία μετάδοση συγκεκριμένων βιωμάτων, επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο κανείς βιώνει την ένταξή του σε ένα σύνολο αντικειμενικών σχέσεων. Οι πόλεις κάποιες φορές ανακαταλαμβάνονται από τα εμπορεύματα, έστω για λίγο, και ανακαλύπτεται έτσι ξανά χώρος για το «δημόσιο» και το «συλλογικό». Διαψεύδονται τα φυλετικά και σεξιστικά στερεότυπα, αλλάζει ακόμα δραστικά η σημασία του «άλλου» (του μετανάστη, του αλλόθρησκου κ.ο.κ.). Η κατανάλωση των εμπορευμάτων χάνει την αισθητική της αίγλη και η παραγωγή τους εμφανίζεται χωρίς τα φετιχιστικά της πέπλα, ως μια πράξη εκμετάλλευσης, ως μια υπεξαίρεση. Με λίγα λόγια, οι έννοιες και τα αντικείμενα αυτού του κόσμου, μέσα από τον πολύχρωμο και οικουμενικό αγώνα, διαρρηγνύονται, παύουν να είναι νεκρά σημεία, εύθετα κλισέ ή φαντασμαγορίες.

Ο πολιτικός αντίκτυπος και οι ιδεολογικές επιπτώσεις του διεθνούς κινήματος και των μορφών οργάνωσής του σκιαγραφούν μιαν ιστορική δυνατότητα, σε έναν νέο κύκλο παγκόσμιας πολιτικής: αυτήν της ριζικής αμφισβήτησης του «πολιτικού» και του «ιδεολογικού», από την εργατική τάξη και τους καταπιεσμένους του πλανήτη, ως επακόλουθο της ριζικής αμφισβήτησης του «οικονομικού», μιας ρήξης που διανοίγει τον ορίζοντα της αυτοχειραφέτησης, όπου το «οικονομικό», το «πολιτικό» και το «ιδεολογικό» θα συγχωνεύονται σε μιαν ελεύθερη κοινωνική πρακτική. Αυτή η ιστορική δυνατότητα, όμως, του τέλους του καπιταλιστικού κράτους, του αστικής ιδεολογίας και των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, που σήμερα αποτυπώνεται στον νέο διεθνισμό, μπορεί να εκφραστεί σε πολιτικούς όρους μόνο μέσω μιας αντικαπιταλιστικής, αντιϊμπεριαλιστικής πολιτικής στρατηγικής, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ενός σχεδιασμού που θα στρέφεται ενάντια στις θεσμοποιημένες πολιτικές δομές αποβλέποντας στον παγκόσμιο κοινωνικό μετασχηματισμό. Και μια τέτοια πολιτική στρατηγική, με την σειρά της, είναι αδιανόητη χωρίς την διαμόρφωση ενός αντίστοιχου πολιτικού προγράμματος, την κατάστρωση κατάλληλων τακτικών πολιτικών κινήσεων, την δέσμευση σε πολιτικές αρχές.

Με αυτήν την έννοια, το ερώτημα για την πολιτική αποτύπωση του νέου διεθνισμού υποβάλλει κατεξοχήν πολιτικές απαντήσεις, απαντήσεις δηλαδή που μετέρχονται πολιτικά μέσα και όχι μέσα όπως αυτά που αξιοποιήθηκαν για την επέκταση του διεθνούς συντονισμού και της κοινωνικής δικτύωσης των κινημάτων. Το ζήτημα που τίθεται προοπτικά είναι αυτό που παλιότερα θα προσδιορίζαμε ως δημιουργία ενός «παγκόσμιου επαναστατικού κόμματος» και σήμερα ως δημιουργία ενός νέου διεθνούς δικτύου αντικαπιταλιστικών, αντιϊμπεριαλιστικών πολιτικών οργανώσεων, με μια κουβέντα, μιας νέας επαναστατικής Διεθνούς.Ž6 Σήμερα, η 4Žη Διεθνής είναι η μόνη διεθνής πολιτική δικτύωση που, μολονότι δεν περιλαμβάνει στις γραμμές της κόμματα με μαζική, δημόσια παρουσία, διατηρεί το κεκτημένο μιας στρατηγικής για την παγκόσμια επανάσταση, αυτής, της διαρκούς επανάστασης, και λειτουργεί ως μια επαναστατική πολιτική οργάνωση, αποτελώντας, σε διεθνές επίπεδο, την σημαντικότερη, από την άποψη προγραμματικών επεξεργασιών, πολιτικών εμπειριών και εμπλοκής στους κοινωνικούς αγώνες, τάση της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η ύπαρξή της δεν αποτελεί την ιστορική λύση του προβλήματος της διατύπωσης με πολιτικούς όρους ενός σύγχρονου χειραφετητικού προτάγματος. Η 4Žη Διεθνής, όμως, ακριβώς λόγω της πολιτικής ιδιοσυστασίας της, ως η μόνη σήμερα αξιόμαχη παγκόσμια δικτύωση επαναστατών/τριών, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην πολιτική συγκρότηση των νέων κοινωνικών πρωτοποριών και να πρωταγωνιστήσει, ως ρεύμα, στην διαμόρφωση μιας επίκαιρης επαναστατικής στρατηγικής και στην συγκρότηση μαζικών αντικαπιταλιστικών κομμάτων.Ž7 Η περίπτωση της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αποδεικνύει ότι αυτή η εκτίμηση απέχει πολύ από το να είναι αυθαίρετη ή υπερβολική. Η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού αντικαπιταλιστικού κόμματος θα ήταν σήμερα μια υπόθεση εργασίας, αν μέσα από αλλεπάλληλες διεθνείς συναντήσεις δεν άρχιζε να καταρτίζεται ένα πρόγραμμα πολιτικών θέσεων, να πιστοποιείται η συμφωνία σε ορισμένες βασικές αρχές και να συναποφασίζεται η συμμετοχή σε κεντρικές πολιτικές αναμετρήσεις. Και σε αυτές τις διεργασίες, για το πρόγραμμα, για την αποσαφήνιση μιας πολιτικής ταυτότητας, για την επιλογή μιας τακτικής, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις της 4Žης Διεθνούς είχαν μια άμεση συμβολή που ποτέ δεν θα αναλογούσε σε οποιαδήποτε δικτύωση κοινωνικών κινημάτων.

Οι πολιτικές οργανώσεις έχουν έναν αναντικατάστατο ρόλο στην ταξική πάλη: μπορούν να αναπτύξουν «ολοκληρώνουσες» κοινωνικές πρακτικές,Ž8 να υπερβούν δηλαδή, τα όρια που θέτει στην αυθόρμητη κοινωνική δράση η τεμαχισμένη συνείδηση, είδωλο της τεμαχισμένης κοινωνικής εργασίας στον καπιταλισμό, και να σταθεροποιήσουν σε μια συνεχή πολιτική ταξική πρακτική τις οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές πρακτικές Οι νέες κοινωνικές πρωτοπορίες δεν μπορούν, αντίστροφα, να μετατρέψουν την δράση τους από παροδική και επιμέρους σε μόνιμη και καθολική, όσο και αν προχωρήσει ο συντονισμός και η δικτύωσή των κοινωνικών κινημάτων, αν δεν συγκροτηθούν σε μια διακριτή δομή όπου η αγωνιστική εμπειρία θα συνάπτεται με μια καθολική ιστορική συνείδηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, για να αναδειχθεί σε συγκεκριμένο, επίκαιρο στόχο η ανατροπή των πολιτικών σχέσεων της αστικής ηγεμονίας. Μια τέτοια δομή για τον επαναστατικό μαρξισμό είναι το επαναστατικό κόμμα, και ακόμα και αν σήμερα δεν μπορούμε να μιλάμε με τους όρους της εποχής του «Τι να κάνουμε;», η μαρξιστική θεωρία για την επαναστατική πολιτική οργάνωση, όσο υπάρχει καπιταλιστικό κράτος, διατηρεί στο ακέραιο την σημασία της. Κι αυτό γιατί εντοπίζει την ανάγκη της πολιτικής οργάνωσης, όχι στην υποκίνηση κοινωνικών αγώνων και στην εργολαβική διεκπεραίωση της κοινωνικής απελευθέρωσης, ούτε στην πολιτική διαμεσολάβηση του «κοινωνικού», αλλά στην διατήρηση της συνέχειας της ανάπτυξης πολιτικής συνείδησης όταν κάμπτεται η μαζική, με πολιτικό αντίκτυπο, δράση, στην ικανότητα ανάδειξης, στο παρόν, των ιστορικών, οικουμενικών διαστάσεων του ταξικού ανταγωνισμού, στην ευθεία αμφισβήτηση της πολιτικής εξουσίας, στο ίδιο το έδαφος που αυτή η εξουσία έχει αφαιρέσει από την κοινωνία, στο έδαφος του καθολικού συμφέροντος και των δημόσιων υποθέσεων.

Η πλούσια ιστορική πείρα των αγώνων για την κοινωνική απελευθέρωση, όπως και να ‘χει, κάνει επιτακτική, ακόμα και στην περίπτωση που κανείς δεν κρίνει αρκετά επίκαιρο τον μαρξισμό σε αυτό το ζήτημα, την αναγνώριση της σημασίας που έχει η πολιτική αυτοτέλεια των ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών οργανώσεων. Το πολιτικό πρόγραμμα, η ανάμιξη σε κεντρικές πολιτικές διαμάχες, η δέσμευση σε πολιτικές αρχές, όλα αυτά, που αποτυπώνουν μια συνολική συνείδηση και μια δυνατότητα παρέμβασης στην συγκυρία με στρατηγικό στόχο τις πολιτικές δομές, αποτελούν προϋποθέσεις που όσο δεν πληρούνται, ή δεν διανοίγονται διαδικασίες ώστε κάποια στιγμή να πληρούνται, δεν υπάρχει, για να ακριβολογούμε, αντικαπιταλιστική πολιτική πρακτική. Το διεθνές κίνημα και οι οργανωτικές μορφές του, από την πλευρά τους, δεν προορίζονται για να δημιουργήσουν τέτοιες προϋποθέσεις. Η πολιτική αυτοτέλεια μιας αντικαπιταλιστικής οργάνωσης δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την ετερογένεια και την εμβέλεια του κινήματος της παγκόσμιας αντίστασης, όπως ένα «ώριμο τέκνο της οργής». Αντίθετα, συνιστά μια διαδικασία της οποίας οι ρυθμοί ανάπτυξης συναρτώνται άμεσα με την έκβαση πολιτικών αντιπαραθέσεων, πολιτικών διεργασιών, πολιτικών διακυβευμάτων.

Οι διαδικασίες ανασύνθεσης των κοινωνικών αγώνων ξαναφέρνουν την ιστορική δυνατότητα της αυτοχειραφέτησης στο προσκήνιο, αλλά δεν μπορούν να κυοφορήσουν οι ίδιες διαδικασίες ανασύνθεσης των αντικαπιταλιστικών πολιτικών οργανώσεων και συγκρότησης μαζικών αντικαπιταλιστικών κομμάτων. Και το αντίστροφο όμως: η πολιτική συγκρότηση των νέων κοινωνικών πρωτοποριών δεν μπορεί να προκαταβληθεί ως επιστέγασμα του νέου διεθνισμού, χωρίς να θίξει ό,τι καθιστά αυτό το νέο διεθνές πνεύμα αντίστασης εφικτό: την ετερογένεια και την εμβέλεια των δομών όπου συνενώνονται διαφορετικές πρακτικές κοινωνικού αγώνα. Η κοινωνική δύναμη των μορφών «Κοινωνικό Φόρουμ» βασίζεται σε αυτήν την ετερογένεια και την εμβέλεια στο γεγονός ότι είναι μορφές αυτόνομων κινημάτων. Η πολιτική δύναμη των μορφών «αντικαπιταλιστικό κόμμα» βασίζεται στην δυνατότητα διαμόρφωσης μιας αυτοτελούς πολιτικής στρατηγικής για την εκτύλιξη της ταξικής πάλης μέχρι τον ιστορικό ορίζοντα της αυτοχειραφέτησης. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη μπορεί να υποκαταστήσει την άλλη, χωρίς να υπονομευτεί σοβαρά. Οι οργανωτικές δομές του διεθνούς κινήματος δεν μπορούν να ενταχθούν σε ένα πολιτικό σχέδιο, χωρίς το τίμημα να χαθεί η αυτενέργεια, η αυτοοργάνωση, η ίδια η κοινωνική δυναμική της αυτοχειραφέτησης που εμφανίζεται εμβρυακά σε αυτές.

Αν κάποτε ο Λένιν τόνιζε, σε μια διαφορετική περίοδο και σε μια διαφορετική κοινωνία, ότι ήταν εξίσου απαραίτητα και τα Σοβιέτ των εργατών βουλευτών και το επαναστατικό κόμμαŽ9, με την έννοια ότι έχουν διαφορετικούς όρους συγκρότησης και διαφορετικό ρόλο να διαδραματίσουν, σήμερα, με την ίδια έννοια, χρειαζόμαστε και Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και μια νέα επαναστατική Διεθνή. Πρόκειται για δύο διακριτά επίπεδα που μπορούν να αλληλοτροφοδοτηθούν γόνιμα μονάχα εφόσον παραμένουν διακριτά. Στο μεν, διαμείβεται η συνάρθρωση επιμέρους κοινωνικών εμπειριών, ιδιαίτερων και διαφορετικών οργανωτικών μορφωμάτων και πολλαπλών αποσπασμάτων κοινωνικής συνείδησης στο έδαφος των οικονομικών πρακτικών, για να προσλάβει οικουμενικές διαστάσεις η αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου – να ενισχυθεί η κοινωνική ισχύς των καταπιεσμένων και να εμφανιστεί ξανά ως ιστορική δυνατότητα η ουτοπία της αυτοχειραφέτησης. Στην δε, διαμείβεται η ανασύνθεση σε μια κοινή οργανωτική δομή, πρόσφορη για την υλοποίηση κεντρικών σχεδιασμών και «ολοκληρώνουσων» κοινωνικών πρακτικών, συλλογικοτήτων που έχουν ως κοινό γνώρισμα την προγραμματική και δεσμευτική ως προς τις αρχές της παρέμβαση στη σφαίρα των δημόσιων υποθέσεων, εκεί όπου ο ταξικός ανταγωνισμός συμπυκνώνεται, μέσα από αντιτιθέμενες πολιτικές πρακτικές, σε συσχετισμό δύναμης, για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη, ο συνειδητός και επίμονος αγώνας ενάντια στην αστική ταξική πολιτική κυριαρχία να αμφισβητηθεί η πολιτική εξουσία των καταπιεστών και η σχέση εξουσίας και κοινωνίας γενικότερα.

Ίσως όλες αυτές οι παρατηρήσεις να φαντάζουν υπέρ του δέοντος θεωρητικές, σε μια περίοδο με νωπές ακόμα τις προσλαμβάνουσες του μαζικού ακτιβισμού. Η σύγχυση, ωστόσο, του «κοινωνικού» με το «πολιτικό», των οικονομικών πρακτικών με τις αντίστοιχες πολιτικές, λανθάνει συχνά σε μια συζήτηση που στο εσωτερικό του διεθνούς κινήματος άνοιξε με ιδιαίτερη ένταση όταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας άρχισαν να συμμετέχουν, μέσω προβεβλημένων συχνά εκπροσώπων τους, στις διαδικασίες του, και σήμερα συνεχίζεται με αφορμή το γενικότερο ζήτημα της σχέσης των κοινωνικών κινημάτων με τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς.

Οι εκπρόσωποι της σοσιαλδημοκρατίας θα έμεναν αρκετά ικανοποιημένοι με την δραστική περιστολή των πολιτικών και ιδεολογικών επιπτώσεων του διεθνούς κινήματος, καθώς και με την μετατροπή του σε χώρο άγρευσης πολιτικής πελατείας. Η σοσιαλδημοκρατία, εξάλλου, έχει αποδείξει την ευχέρειά της στην αποτελεσματική πολιτική διαμεσολάβηση κοινωνικών αγώνων, προκειμένου να μείνει άθικτο το «πολιτικό», η αστική ταξική πολιτική κυριαρχία. Στις οργανώσεις της Αριστεράς, από την άλλη πλευρά, δεν σπανίζουν εκτιμήσεις που ταυτίζουν το «κοινωνικό» με το «πολιτικό», αναζητώντας στο κίνημα και τις οργανωτικές δομές του είτε σαφή αντικαπιταλιστικά/σοσιαλιστικά διαπιστευτήρια, είτε διαδικασίες που μπορούν να βρουν το «πολιτικό τους ισοδύναμο».

Η περίπτωση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και της σχέσης του με την Αριστερά, είναι, από αυτήν την άποψη, ακραία. Εδώ, το Φόρουμ αναπτύχθηκε σε συνθήκες σεκταριστικής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές προτάσεις για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς επενδυμένες με έναν κινηματικό μανδύα, και, ως επί το πλείστον, ελλείψει των ίδιων των κοινωνικών κινημάτων και της πλειοψηφίας του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η συγκρότηση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, από την πλειοψηφία των οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που συμμετείχαν σε αυτό – με την συναίνεση της ηγεσίας ενός ρεφορμιστικού κόμματος, που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει επάξια τα «κοινωνικά κινήματα» στο καπιταλιστικό κράτος, όπως ο Συνασπισμός – θεωρήθηκε ως συγκρότηση ενός χώρου υποδοχής αγωνιστών/τριών έτοιμων, ή σχεδόν έτοιμων, να προσχωρήσουν στην Αριστερά, ως ένα αντικαπιταλιστικό, λίγο ως πολύ, Φόρουμ που δεν σηματοδοτεί μόνο την εξάπλωση του διεθνούς κινήματος στην Ελλάδα, αλλά και την οικοδόμηση μιας «νέας Αριστεράς».

Εκτός από την αφέλεια, την ανυπομονησία, τον υποκαταστατισμό και τον οργανωτικό φετιχισμό, που συχνά μπορεί κανείς να αναγνωρίσει πίσω από αυτές τις εκτιμήσεις, είναι φανερό ότι, μέσω της σύγχυσης των πρακτικών του κοινωνικού αγώνα με τις κατεξοχήν πολιτικές πρακτικές, υποτυπώνεται ένας προσανατολισμός που αντί να είναι αυτός της αυτοχειραφέτησης, είναι μάλλον αυτός της ποδηγέτησης και της ενσωμάτωσης των αγωνιστικών διαθέσεων στο πολιτικό πεδίο του καπιταλιστικού κράτους. Για άλλη μια φορά, οι καλές προθέσεις, οι διαθέσεις για μια άμεση λύση στο πρόβλημα «ελληνική Αριστερά», στρώνουν, όπως τα ροδοπέταλα, τον δρόμο «προς την κόλαση».

Πράγματι, άλλοτε σιωπηρά και άλλοτε ρητά, εμφανίζεται ως βασικό διακύβευμα για τον «κόσμο του Φόρουμ» η συμμετοχή στις εκλογές, μέσα από το «πολιτικό ισοδύναμο» είτε του «Χώρου κοινής δράσης και διαλόγου της Αριστεράς» είτε μιας κοινής καθόδου όλης της Αριστεράς. Είναι ενδεικτικό, επίσης, και το γεγονός ότι η προτεινόμενη διακήρυξη για την καμπάνια «Φτάνει Πια!» έχει τον χαρακτήρα μιας πολιτικής διακήρυξης, με αρκετές, είναι αλήθεια, αντικαπιταλιστικές διαβεβαιώσεις. Ενώ οι ίδιες οι πολιτικές διεργασίες ανάμεσα στις οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς παραμένουν ισχνές ή το λιγότερο τελματωμένες, κατατίθενται πολιτικές προτάσεις για της τύχες της Αριστεράς σε ένα κοινωνικό ακροατήριο, αυτό που συσπειρώθηκε κάτω από την μορφή «κοινωνικό Φόρουμ», το οποίο δεν έχει τα μέσα να επιλέξει ισότιμα αν θέλει, ή όχι, να καταστρώσει πολιτικά προγράμματα, να εντάξει την δράση του σε κεντρικούς πολιτικούς σχεδιασμούς, να δεσμευτεί σε πολιτικές αρχές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ τείνει να προσλάβει, λοιπόν, όντως έναν πολιτικό χαρακτήρα. Μόνο που αυτός ο χαρακτήρας παραπέμπει, όχι στην αμφισβήτηση της αστικής πολιτικής ηγεμονίας, αλλά σε κάποιους από τους τυπικότερους τρόπους επιβολής της: οι «ελεύθεροι» και «ίσοι» «πολίτες» του Φόρουμ θα βρουν το «πολιτικό τους ισοδύναμο» στους πολιτικούς εκπροσώπους τους, οι οποίοι αντικειμενικά, χωρίς να αναφέρονται σε καμιά αντικαπιταλιστική πολιτική στρατηγική, παρά μόνο στην «Αριστερά εν γένει και κατά το δοκούν», δεν θα είναι κάτι παραπάνω από «εκπρόσωποι» στο καπιταλιστικό κράτος. Είναι περιττό ίσως να σημειώσουμε ότι σε τέτοια νερά τα ψάρια που ξέρουν να κολυμπούν καλύτερα είναι οι πολιτικές γραφειοκρατίες, και, στην περίπτωση για την οποία συζητάμε, εκείνη του Συνασπισμού, που έτσι ίσως πράγματι κατορθώσει να γίνει «συνασπισμός των κοινωνικών κινημάτων» και να επιπλεύσει ως μηχανισμός ενσωμάτωσης.

Η αντικαπιταλιστική φρασεολογία, το «πολιτικό πρόγραμμα» που αποδίδεται στο Φόρουμ, αποτελεί, εν προκειμένω, περισσότερο μια διακήρυξη εγκατάλειψης της πολιτικής αυτοτέλειας των αντικαπιταλιστικών οργανώσεων και καταστρατήγησης της αυτονομίας και του πλουραλισμού του κινήματος των κινημάτων, παρά μια απόδειξη πραγματικής αντικαπιταλιστικής δυναμικής. Η σύγχυση του «πολιτικού» με το «κοινωνικό» δεν επιφέρει την επανένωσή τους σε μια χειραφετητική πρακτική, αλλά την καθυπόταξη του «κοινωνικού» από το «πολιτικό» και την αναπαραγωγή του τελευταίου ως τόπου όπου λαμβάνονται αποφάσεις για την κοινωνία στο όνομά της και εν απουσία της. Σε μια τέτοια γραμμή εξέλιξης, ο θεός του καπιταλιστικού κράτους δεν έχει να περιμένει παρά τις επόμενες θυσίες στους βωμούς του.

Βαγγέλης Κούταλης

Σημειώσεις

(1) Βλ. λ.χ. το αφιέρωμα Globalization and its critics του Economist, 29 Sept./5 Oct. 2001.

(2) Σήμερα βέβαια, και αυτό είναι τουλάχιστον παρήγορο, στην Ελλάδα, που τόσο συχνά τίθονταν τέτοιου είδους ερωτήματα, κάποιες από αυτές τις οργανώσεις έχουν αναγκαστεί να αναθεωρήσουν την στάση τους. Οι Αριστερές Συσπειρώσεις λ.χ. και η Αριστερή Κίνηση αναγνωρίζουν πλέον την «πολιτική δυναμική του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», το «κεκτημένο της αντίθεσης στον σύγχρονο καπιταλισμό» και την «αισιόδοξη και ελπιδοφόρα διάσταση αυτών των κινημάτων», βλ. Κακώς Κείμενα, 21, Ιούνης 2003, σ.13

(3) Βλ. F.Engels, Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία, (1875Ž3), μετ. Θ.Παπαρήγας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991, σ. 34. Lenin, Τι να Κάνουμε;, (1902), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986, σσ. 22-28. Βλ. επίσης γενικότερα Ν. Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, (1968), μετ. Κ.Φιλίνης, Ι-ΙΙ, Θεμέλιο, 1975.

(4) Για τις έννοιες «κοινωνία των ιδιωτών» και «πολιτική κοινωνία», βλ. K.Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, (1844), μετ. Μ.Λυκούδης, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, και Ν.Πουλαντζάς, Γκράμσι: μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ. Προλεγόμενα στη μελέτη για την Ηγεμονία και το Κράτος, στον τόμο κειμένων του «Για τον Γκράμσι», σσ. 34-93, μετ. Τ.Καφετζής, Πολύτυπο, Αθήνα 1982.

(5) E.Mandel, Ο Ύστερος Καπιταλισμός, μετ. Κ.Χατζηαργύρης, Gutenberg, Αθήνα 1975, σ. 391.

(6) Βλ. Μ.Lowy, Marxism: towards a Fifth International?, International Viewpoint, No 348, March 2003, pp.8-11.

(7) Βλ. στις αποφάσεις του 15Žου Παγκόσμιου Συνεδρίου της 4Žης Διεθνούς το τμήμα Role and Tasks of the Fourth International, International Viewpoint, No 351/2, Summer 2003, pp.34-42.

(8) Ε.Mandel, Εργατική Τάξη Πρωτοπορία Κόμμα, μετ. Γ.Βρυχωρόπουλος, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984, σσ. 106-109.

(9) Lenin, Τα Καθήκοντά μας και το Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών, Άπαντα, τ.12, σσ. 59-70, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα χ.χ.


Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3443

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s