Μια Ευρώπη των ιμπεριαλιστών εισοδηματιών;

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Ευρωπαϊκή Ένωση

Μια Ευρώπη των ιμπεριαλιστών εισοδηματιών;

Το σχέδιο Συντάγματος που υψώνει το νεοφιλελεύθερο δόγμα στο ύψος θεμελιακού νόμου αποτελεί πρόκληση για τους εργαζόμενους και τους λαούς της Ευρώπης.

του G.Buster*

«Θέλετε, χωρίς να πάρουμε υπόψη μας το δίκαιο και το λόγο, να μιλήσουμε για το τί είναι καλύτερο για το συμφέρον μας στη σημερινή κατάσταση: όμως είναι δίκαιο και λογικό να διατηρήσουμε το κοινό μας αγαθό, που είναι η ελευθερία μας».

Θουκυδίδης, Πελοπονησιακοί Πόλεμοι, κεφάλαιο 11

Τελειώνοντας τις εργασίες της, η Συνέλευση έδωσε στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που συνέρχονταν σε συνάντηση κορυφής στη Θεσσαλονίκη, την πρότασή της για ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Παρά τη σκηνοθεσία της συνάντησης αυτής ανάμεσα στην «παλιά» και στη «νέα» Ευρώπη, έτσι όπως χωρίστηκε από τον πόλεμο του Ιράκ, οι ουσιαστικές συζητήσεις για το μέλλον της ΕΕ θα συνεχίσουν κατά τους ερχόμενους μήνες στη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη που θα ξεκινήσει ο Μπερλουσκόνι στις αρχές Οκτώβρη στη Ρώμη.

Όπως και στην περίοδο 1989-1991, η ΕΕ βρίσκεται για μια ακόμα φορά σε σταυροδρόμι. Τότε, η κατάρρευση των «λαϊκών δημοκρατιών» της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ, ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου και η έκρηξη του πολέμου στα Βαλκάνια, είχαν σπρώξει τις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις να κάνουν ένα ποιοτικό άλμα στην οικοδόμηση της Ένωσης με το σύμφωνο του Μάαστριχτ, την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την προοπτική διεύρυνσης προς την κεντρική Ευρώπη. Σήμερα, το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, ο δεύτερος πόλεμος του Κόλπου, η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού μέσα στο πλαίσιο μιας διπλής ύφεσης και οι επιπτώσεις της διεύρυνσης, τις αναγκάζουν να κάνουν νέο βήμα στην οικοδόμηση ενός υπερεθνικού κρατικού μηχανισμού που να είναι σε θέση να διαρθρώσει και να υποστηρίξει τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.

Για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις στον οικονομικό, στρατιωτικό και διπλωματικό τομέα, η ΕΕ πρέπει να ασκήσει τις ιδιαίτερες λειτουργίες ενός κράτους, τουλάχιστον στο μέτρο που είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, και να αποκτήσει μια νομιμοποίηση και μια λαϊκή στήριξη που της λείπουν αφόρητα. Αυτός είναι και ο λόγος που χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ένα Σύνταγμα είναι το βασικό νομικό κείμενο που θεμελιώνει τη νομιμοποίηση του κράτους απέναντι στους πολίτες. Προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κοινωνικού συμβολαίου για το κοινό καλό στο όνομα του οποίου το κράτος διαχειρίζεται τη λαϊκή κυριαρχία μέσα στο πλαίσιο των όρων που καθορίζει το Σύνταγμα. Πέρα από το μύθο αυτόν, υπάρχει ωστόσο και η κατανομή της εξουσίας μέσα στις κυρίαρχες τάξεις, για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους μέσα από τους εκτελεστικούς, νομοθετικούς και δικαστικούς θεσμούς. Το συνταγματικό συγκάλυμμα -η πολιτική ισότητα ανάμεσα στους πολίτες- κρύβει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες της καπιταλιστικής αγοράς. Για να διατηρηθεί το παραμύθι αυτό, το κράτος χωρίζεται από την κοινωνία των πολιτών και τίθεται το ίδιο υπεράνω της, πάνω στο βάθρο του Συντάγματος.

Το ίδιο το γεγονός ότι το θεμελιακό νομικό κείμενο της νέας νομιμοποίησης της Ένωσης παρουσιάζεται ως Σύνταγμα -και όχι ως διακυβερνητική διπλωματική συμφωνία- δείχνει την πολιτική φιλοδοξία των κυρίαρχων τάξεων να δημιουργήσουν μια ισχυρή Ευρώπη ξεκινώντας από την ΕΕ καθώς και την ανάγκη ενισχυμένης νομιμοποίησης για τη στήριξή της. Αλλά και πάλι, τα λεκτικά παιχνίδια δεν μπορούν να κρύψουν την αληθινή φύση του κειμένου, που δεν αναδύεται καθόλου από την κυρίαρχη βούληση των λαών, αλλά από μια απόφαση των κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ.

Στην πιο καθαρή φιλελεύθερη συντηρητική παράδοση, η διακυβερνητική Συνδιάσκεψη θα εργαστεί πάνω στη βάση ενός σχεδίου που ετοίμασε μια τεχνική επιτροπή η οποία διορίστηκε μεταξύ των βουλευτών των κρατών, των ευρωβουλευτών, άμεσων εκπροσώπων των κυβερνήσεων και της Κομισιόν. Παρά τον πομπώδη τίτλο της «Συνέλευσης»(1), η τεχνική αυτή επιτροπή δεν διέθετε καμία λαϊκή εντολή. Ακόμα και αν υποβαλλόταν σε διαδικασία δημοψηφίσματος στην πλειοψηφία των χωρών μελών (αν και αυτό είναι υποχρεωτικό μόνο στη Δανία και στην Ιρλανδία), θα παραμένει μια Χάρτα που εκπονήθηκε από μια διακυβερνητική συμφωνία, μέσα από την οποία η εξουσία (στην περίπτωσή μας οι αρχηγοί κυβερνήσεων των κρατών μελών) ερμηνεύει τα συμφέροντα των υποκειμένων της και τους αναγνωρίζει και ορισμένα δικαιώματα, περιορίζοντας γενναιόδωρα το δικό της χώρο δράσης.

1.      Απαρχές της ευρωπαϊκής συνταγματικής συζήτησης

Οι ομοσπονδιακές πολιτικές φιλοδοξίες των ιδρυτών των ευρωπαϊκών κοινοτήτων, των Schuman, Monnet, Spaak, De Gasperi, …, σύντομα υποτάχτηκαν στις πολιτικές πραγματικότητες του ψυχρού πολέμου, αφήνοντας της θέση τους σε αυτό που ονομάστηκε «κοινοτική μέθοδος» για να προωθηθεί η εθρωπαϊκή ενοποίηση μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν ένας λειτουργικός και βαθμιαίος τρόπος να διατυπωθούν οι κοινές θεσμικές απαντήσεις όταν η ανάγκη ρύθμισης των αγορών ή η επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων ξεπερνούσαν τα υπαρκτά σύνορα στο εσωτερικό της μεταπολεμικής Ευρώπης.

Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε, με ορισμένα πρόσθετα βήματα (κυρίως κατά τη διάρκεια της διοίκησης Ντελόρ) έως τη συμφωνία του Μάαστριχτ. Αλλά η διεύρυνση της Ένωσης σε 25 μέλη, η εισαγωγή του ευρώ και η ανάγκη ανάπτυξης μιας στρατιωτική ικανότητας στη νέα διεθνή κατάσταση του τέλους της δεκαετίας του 1990, οδήγησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, το Δεκέμβρη του 2000, να συζητήσει μια πρώτη κατανομή της εξουσίας μέσα στους κοινοτικούς θεσμούς ανάμεσα στα κράτη μέλη και να ξεκινήσει και μια συζήτηση για το μέλλον της Ένωσης.

Από την άποψη της ευρωπαϊκής αστικής τάξης, οι εσωτερικές πολιτικές συνθήκες δεν μπορούσαν τότε να είναι λιγότερο ευνοϊκές. Είχε βγει στην επιφάνεια το «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ένωσης. Το «όχι» είχε επικρατήσει στο δανέζικο δημοψήφισμα για το Σύμφωνο του Άμστερνταμ και στο πρώτο ιρλανδέζικο δημοψήφισμα για το Σύμφωνο της Νίκαιας. Το μέσο ποσοστό αποχής στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν 50,2% και εκτυνασσόταν μάλιστα ώς το 76,7% στη Μεγάλη Βρετανία και στο 70% στην Ολλανδία. Ούτε και οι εξωτερικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες: το ευρώ υποχωρούσε έναντι του δολαρίου και στα Βαλκάνια η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτύλισσε τη στρατιωτική της υποταγή στις ΗΠΑ.

Αυτός είναι και ο λόγος που η συζήτηση για το μέλλον της Ένωσης, που άνοιξε στη Νίκαια, παρά τις πρώτες διενέξεις για το αν η ευρωπαϊκή οικοδόμηση θα έπρεπε να πάρει το ομοσπονδιακό ή το συνομοσπονδιακό πρότυπο (μετά από διακυβερνητικές συμφωνίες) σύντομα κατέληξε σε μια συναίνεση, που την καθόρισε κατά μεγάλο μέρος ο Ζακ Ντελόρ: η διεύρυνση απαιτούσε να διαφοροποιηθεί «ο ευρωπαϊκός χώρος», που αναδύεται από τη διεύρυνση της κοινής αγοράς, από την «ισχυρή Ευρώπη» που αποτελείται μέσα της από κράτη μέλη που είναι σε θέση να προχωρήσουν προς μια «ενισχυμένη συνεργασία», η οποία θα οριοθετούσε και το δρόμο ενός «κοινού προτύπου κοινωνίας» ανοιχτού σε όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης. Αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά μια Ευρώπη αλά καρτ, δηλαδή με ασύμμετρες και ποικίλες εντάξεις, όπως της Μεγάλης Βρετανίας και της Δανίας. Επρόκειται για ενιαίο μοντέλο, έστω και αν η πρόσβαση σε αυτό μπορούσε να είναι εξελικτική και βαθμιαία, πράγμα που θα καθόριζε έτσι ένα κέντρο και μια περιφέρεια της Ένωσης.

Το σχήμα αυτό απαιτούσε να καθοριστεί σαφώς το «μοντέλο», οι κανόνες που θα συγκροτούσαν τις «ενισχυμένες συνεργασίες», τη λήψη αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα της «Ευρώπης δύναμης» και του «ευρωπαϊκού χώρου», και τέλος τους μηχανισμούς κοινής ρύθμισης, με εγγυήσεις για όλα τα κράτη μέλη. Η πρόταση του Ντελόρ, που στηριζόταν, από το εσωτερικό της Κομισιόν, από σημαντικούς τομείς της γραφειοκρατίας της και από το εξωτερικό της από τον Γιόσκα Φίσερ (πράσινο υπουργό των εξωτερικών της Γερμανίας), προσανατολιζόταν προς μια «ομοσπονδία των κρατών μελών», με ισχυρό ρόλο της Κομισιόν, η οποία θα έβλεπε έτσι να αυξάνονται οι αρμοδιότητές της στο χώρο της εγώριας αγοράς, αν και θα παρέμενε στρατηγικά υποταγμένη στο Συμβούλιο, από το οποίο θα εξαρτιόταν η εξωτερική πολιτική και η ασφάλεια μέσα από διακυβερνητικούς μηχανισμούς.

Από την πλευρά της, η Επιτροπή Πρόντι πρότεινε να οργανωθεί η συζήτηση για το Σύνταγμα σε τρία στάδια: 1) Μια περίοδο «ανοιχτού προβληματισμού». 2) Μια περίοδο «δομημένου στοχασμού», με τη δημιουργία μιας συμβουλευτικής Συνέλευσης που θα ετοίμαζε ένα σχέδιο Συντάγματος κατά το πρότυπο της μεθόδου συζήτησης που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στη σύνταξη της Χάρτας θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία υιοθετήθηκε στο Συμβούλιο της Νίκαιας. 3) Η τελική συζήτηση σε μια Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη μέσα στο 2004.

Το πρώτο στάδιο έλαμψε δια της απουσίας του, παρά τα λεφτά που δαπάνησε η Κομισιόν, γιατί τα κράτη μέλη δεν ήθελαν η συζήτηση να βγει από τους κύκλους της γραφειοκρατίας και τους ειδικούς. Η έλλειψη συζήτησης, το μπλοκάρισμά της από τα κράτη μέλη και η εμπειρία της σύνταξης της Χάρτας θεμελιωδών δικαιωμάτων οδήγησαν τη βελγική προεδρεία να δημιουργήσει μια «επιτροπή σοφών», που την αποτελούσαν οι Delors, Dehaene, Amato και Geremek, με καθήκον να σχεδιάσει τη λειτουργία της Συνέλευσης, σύμφωνα με τη «Διακήρυξη του Λάκεν» που εγκρίθηκε από το ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβρη του 2001.

2.      Η Συνέλευση του 2002-2003

Το δεύτερο στάδιο συγκεκριμενοποιήθηκε με τη δημιουργία μιας Συνέλευσης που, παρά την ιστορικά επαναστατική προέλευση του τίτλου της, δεν είχε καμία αντιπροσωπευτικότητα. Ήταν μια σειρά από επιτροπές εργασίας και μια ολομελειακή σύναξη, που την αποτελούσαν 105 ευρω-βουλευτές, εθνικοί βουλευτές, αντιπρόσωποι κυβερνήσεων των 25 κρατών και αντιπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στους οποίους προστίθεντο και 102 αναπληρωτές, όλοι τους επιλεγμένοι με τελείως σκοτεινά κριτήρια. Στην προεδρία της διορίστηκε μια παλιά φιγούρα της γαλλικής δεξιάς, ο τέως πρόεδρος Βαλερύ Ζισκάρ ντ’Εστέν, με τη βοήθεια του Ντεαέν και του Αμάτο. Ήδη από την αρχή η συζήτηση κυριαρχήθηκε από τις διαφωνίες μέσα στο Προεδρείο ανάμεσα στους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων και στο Ζισκάρ, ο οποίος επέβαλε την περίεργη διαδικασία να μην υπάρχει ποτέ ψηφοφορία μέσα στη Συνέλευση και να ερμηνεύονται οι συναινέσεις που πετυχαίνονται.

Παρόλο που η Συνέλευση οργάνωσε τις εργασίες της σε δέκα ομάδες, οκτώ μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη του 2002, μόνο δύο είχαν τελειώσει τις εισηγήσεις τους και το έργο έμοιαζε αδύνατο. Αλλά το Προεδρείο εργαζόταν από την πλευρά του διακριτικά ήδη από τον Ιούλιο πάνω σε αυτό που ονομάστηκε από τον Ζισκάρ «σκελετός» και το οποίο μοιράστηκε στις 28 Οκτωβρίου. Το κείμενο όριζε τη θεσμική και συνταγματική δομή, καθόριζε τις γενικές γραμμές δράσης και διαδικασίας και τις γενικές ρήτρες της εφαρμογής, έγκρισης και αναθεώρησης του συνταγματικού συμφώνου.

Από τη στιγμή εκείνη, η δυναμική της Συνέλευσης άλλαξε. Παρά τις αρχικές γκρίνιες ενάντια στην Άνα ντε Παλάθιο, ισπανή υπουργό εξωτερικών, που κατηγορήθηκε ότι εξευτέλισε το έργο και το πόστο της μπαίνοντας στη Συνέλευση, το ίδιο έκαναν και η Γαλλία και η Γερμανία που διόρισαν στη Συνέλευση τους υπουργούς τους των εξωτερικών, Βιλπέν και Φίσερ. Επίσης υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στους εκπροσώπους της Ολλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας.

Η πρόταση του Ζισκάρ περιελάμβανε μια σαφή αναφορά στην «ομοσπονδιακή διαχείριση ορισμένων κοινών αρμοδιοτήτων». Άφηνε ανοιχτή τη δυνατότητα αλλαγής του ονόματος της Ένωσης. Ενέτασσε το κείμενο της Χάρτας θεμελιωδών δικαιωμάτων, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν εμφανιστεί στο θέμα αυτό στη Νίκαια. Καθόριζε τους τρεις χώρους αρμοδιοτήτων -κοινοτικούς, μεικτούς και εθνικούς-, αλλά μέσα στο πλαίσιο ενός ενιαίου θεσμικού συστήματος που έβαζε τέλος στους παραδοσιακούς «τρεις πυλώνες» που είχαν εφευρεθεί στο Μάαστριχτ. Έδινε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη δυνατότητα επικύρωσης της Κομισιόν και δημιουργούσε μια Συνέλευση των Λαών της Ευρώπης -συνέλευση αντιπροσώπων των εθνικών κοινοβουλίων. Περιελάμβανε ήδη τα κεντρικά στοιχεία μια νεοφιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης, έως ακόμα και τη δημοσιονομική σταθερότητα και την αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά δεν έμπαινε στις κεντρικές συζητήσεις για την κατανομή των ψήφων ανάμεσα στα κράτη μέλη, που είχε αποφασιστεί στο ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας, ή στη διακυβερνητική διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας.

Αρχές Δεκέμβρη, η Κομισιόν έδωσε στη δημοσιότητα της δική της πρόταση ή -ακριβέστερα- τις προτάσεις της. Γιατί, προς δική της έκπληξη αλλά και κατά γενική έκπληξη έξω από τον κλειστό της κύκλο, πέρα από το κείμενο με τον τίτλο «Ειρήνη, Ελευθερία, Αλληλεγγύη» -καρπός μιας δύσκολης συναίνεσης-, η εφημερίδα Le Monde έλαβε και μια άλλη πρόταση, που συντάχτηκε με αίτημα του Πρόντι από μια ομάδα ανώτατων «ντελορικών» λειτουργών, που συντόνιζε ο Francois Lamoureux και που είχε τη στήριξη των «ντελορικών» κομισάριων Lamy, Busquen, Schreyer και Διαμαντοπούλου. Το περιεχόμενό της ήταν πολύ πιο ομοσπονδιακό. Ονομάστηκε «Πηνελόπη».

Στην πραγματικότητα, ο Πρόντι είχε παρουσιάσει στο Ζισκάρ, λίγες μέρες προηγουμένως, ένα αντίγραφο της «Πηνελόπης», που ο τελευταίος φάνηκε να παίρνει ως την επίσημη άποψη της Κομισιόν. Αλλά ήδη από την επόμενη συνεδρίαση της Κομισιόν, ο Κίνοκ τέθηκε επί κεφαλής μιας καταγγελίας του Πρόντι, απαιτώντας άμεση διευκρίνιση. Την επομένη, έτσι, ο Πρόντι παρουσίασε το επίσημο κείμενο στο Κοινοβούλιο και στη Συνέλευση. Ο Ζισκάρ επωφελήθηκε της ευκαιρίας αυτής για να ταπεινώσει τους «ντελορικούς», επισημαίνοντας ότι το προοίμιο της «Πηνελόπης», εμπνευσμένο από το Σύμφωνο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ως φόρος τιμής στο φεντεραλισμό των πατέρων ιδρυτών, ήταν μια αρχαιολογία χωρίς καμία ειπκαιρότητα και άχρηστη για το μέλλον. Όσο για την επίσημη πρόταση, ο Ζισκάρ απλώς την αγνόησε.

Εάν, στο παιχνίδι της εσωτερικής εξουσίας της Συνέλευσης, ο Ζισκάρ κέρδισε πόντους, ένα τμήμα των προτάσεων του επίσημου κειμένου της Κομισιόν, καθώς και της «Πηνελόπης», θα υιοθετηθεί από τα μικρά κράτη μέλη ενάντια στα μεγάλα, καθώς και από τους πιο φεντεραλιστικούς κύκλους. Η Κομισιόν αντιτασσόταν στη δημιουργία ενός μόνιμου Προέδρου του Συμβουλίου, διεύρυνε τις κοινοτικές αρμοδιότητες σε όλους τους τομείς, έως και την εξωτερική πολιτική και άμυνα, με το διορισμό ενός υπουργού εξωτερικών της Κοινότητας, και μετέτρεπε την απλή διπλή πλειοψηφία -χωρών και πληθυσμών- όπως και τη συναπόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σε έναν κανονικό μηχανισμό λειτουργίας της μελλοντικής Ένωσης.

Τα κράτη μέλη παρενέβησαν γρήγορα για να ξαναπάρουν την πολιτική πρωτοβουλία στη συζήτηση. Ο Μπλερ γνωστοποίησε τη θέση του σε μια διάσκεψη στις 28 Νοεμβρίου στο Κάρντιφ. Η αντίληψή του για το μέλλον της Ένωσης ξαναέπιανε κατά πολύ ένα σχέδιο διακυβερνητικού συμφώνου που είχε επεξεργαστεί ο Alan Dashwood, καθηγητής στο Κέιμπριτζ. Το θεμέλιό του ήταν η διπλή ισορροπία εξουσιών ανάμεσα στο Συμβούλιο και στην Κομισιόν, μαζί με τη διπλή της και διακριτή νομιμοποίηση και αρμοδιότητα («accountability»). Θα μπορούσε να δεχτεί την εκλογή του Προέδρου της Κομισιόν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντί του διορισμού του από το Συμβούλιο, με τον όρο αυτή η εκλογή να ξεφεύγει «από τις πολιτικές διενέξεις που θα τον καθιστούσαν αιχμάλωτο μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας», με άλλα λόγια αν εκλεγόταν με πλειοψηφία δύο τρίτων. Αντίθετα, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου θα έπρεπε -σύμφωνα με τον Μπλερ- να είναι μόνιμος, δηλαδή θα έπρεπε να μπει ένα τέλος στις εναλλασσόμενες, μεταξύ κρατών μελών, εξαμηνιαίες προεδρίες. Για να γινόταν αυτό, θα έπρεπε να διορίζεται μεταξύ των τέως μελών του Συμβουλίου για περιόδους που να διαρκούν μερικά χρόνια και να υποβοηθείται από προεδρίες κατά θέματα, που επίσης θα ήταν στα χέρια των μεγάλων κρατών. Ήταν ένας πολύ άμεσος τρόπος να υπερασπιστεί τη λειτουργία ενός «διευθυντηρίου» των μεγάλων κρατών μελών και να νομιμοποιήσει με θεσμικό τρόπο τις «ενισχυμένες συνεργασίες». Η πρόταση υποστηρίχτηκε αρχικά από τους Αθνάρ και Σιράκ.

Τα μικρά χράτη μέλη, με την καθοδήγηση της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με τη σειρά τους δημοσιοποίησαν τις προτάσεις τους στις αρχές Δεκεμβρίου, καθώς φοβόνταν ότι η Κομισιόν -παραδοσιακός προστάτης των θεσμικών τους δικαιωμάτων- είχε ήδη περιθωριοποιηθεί στη συζήτηση. «Η Ένωση πρέπει να διαθέτει ισχυρούς κοινοτικούς θεσμούς, με επέκταση της κοινοτικής μεθόδου και με ενίσχυση των θεσμών που υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον», μπορούσε κανείς να διαβάσει. Για αυτή την ομάδα κρατών, ο Πρόεδρος της Κομισιόν θα έπρεπε να εκλέγεται από το Κοινοβούλιο με πλειοψηφία δύο τρίτων και να επικυρώνεται από το Συμβούλιο, αντιστρέφοντας επομένως τη σημερινή διαδικασία. Ταυτόχρονα, αντιτάχθηκαν γερά σε κάθε εκλογή προέδρου του Συμβουλίου που θα έβαζε τέλος στο σημερινό εναλλασσόμενο καθεστώς.

Η συζήτηση αυτή κατά μεγάλο μέρος ρυθμίστηκε με την κατάληξη της γαλλο-γερμανικής συνάντησης κορυφής που διεξήχθη με την ευκαιρία της τεσαρακοστής επετείου του Συμφώνου Επανασυμφιλίωσης των δύο κρατών, στα μέσα Γενάρη 2003. Επιβεβαιώνοντας τη σημασία του άξονα Παρίσι-Βρυξέλλες ως αληθινής κινητήριας δύναμης της ΕΕ, ο Σιράκ και ο Σρέντερ καθόρισαν ένα συνταγματικό σχήμα που τελικά και επικράτησε. Η Γερμανία δέχτηκε την ιδέα ενός μελλοντικού προέδρου του Συμβουλίου για περίοδο δυόμισι χρόνων και η Γαλλία την εκλογή του Προέδρου της Κομισιόν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο κοινοτικός υπουργός εξωτερικών θα διορίζεται, σύμφωνα με το σχήμα αυτό, από το Συμβούλιο, αλλά θα κατέχει μια αντι-προεδρία της Κομισιόν και θα πρέπει να λειτουργεί στο εσωτερικό της στα θέματα που ανάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα και στο εξωτερικό της στα θέματα εξωτερικών και άμυνας, που θα παραμείνουν διακυβερνητικής φύσης. Το συνταγματικό σύμφωνο θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα «ασύμμετρων συνεργασιών», οι χώροι αρμοδιότητας της συναπόφασης Κοινοβουλίου-Συμβουλίου θα επεκταθούν και, κυρίως, υπογραμμίζεται η ανάγκη μιας ευρωπαϊκής αντιτρομοκρατικής «ρήτρας αλληλεγγύης», ανεξάρτητα του ΝΑΤΟ, καθώς και μιας ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης με παγκόσμια επιχειρησιακή ικανότητα.

3.      Τελευταίες συζητήσεις και επιβολή συναίνεσης

Η γαλλο-γερμανική συμφωνία επανατοποθέτησε τις συζητήσεις της Συνέλευσης και κατάργησε εκ των προτέρων μια σειρά από προτάσεις, όπως για μια Συνέλευση των Λαών, που είχε προτείνει ο Ζισκάρ. Παρά τη σημασία των θεσμικών ζητημάτων, η Συνέλευση δεν έφτιαξε νέες ομάδες εργασίας και οι προετοιμαστικές συζητήσεις περιορίστηκαν στο εσωτερικό του Προεδρείου.

Στις 22 Απριλίου, ο Ζισκάρ μοίρασε το σχέδιο των 15 θεσμικών άρθρων που φτιάχνουν μια Ένωση διοικούμενη από ένα «διευθυντήριο» που προέρχεται από το ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με μόνιμο πρόεδρο, «ανώτατη αρχή της Ένωσης», πάνω από το Συμβούλιο των υπουργών, το Κοινοβούλιο και την Κομισιόν. Οι συνάξεις του «διευθυντηρίου» αυτού θα ήταν τριμηνιαίες και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου θα συμπληρωνόταν από έναν αντιπρόεδρο και δύο αρχηγούς κυβερνήσεων, εκλεγμένους με ένα σύστημα ετήσιας εναλλαγής, από τον κοινοτικό υπουργό εξωτερικών και από τους προέδρους του ECOFIN (συμβούλιο των υπουργών οικονομικών και οικονομίας) και του Συμβουλίου Δικαιοσύνης και Ασφάλειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διαθέτοντας πλέον τη μόνιμη αυτή δομή, θα μετατρεπόταν στην πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση στην οποία θα υποτασσόταν η Κομισιόν, στο μέτρο που η νομιμοποίησή της θα πήγαζε από το Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο των υπουργών, από την πλευρά του, θα διατηρούσε τόσο τα νομοθετικά όσο και τα εκτελεστικά του καθήκοντα. Στην πράξη, η πρόταση Ζισκάρ ενέτασσε στις γαλλο-γερμανικές προτάσεις τη βρετανική αντίληψη για ένα παράλληλο θεσμικό σύστημα, με διπλή και αντιτιθέμενη νομιμοποίηση.

Το θεσμικό σχέδιο του Ζισκάρ περιελάμβανε επίσης την επέκταση της διπλής πλειοψηφίας (κρατών μελών και πληθυσμού) ως κανονική μέθοδο λήψης κοινοτικών αποφάσεων, κόβοντας με τη σύνθετη κατανομή εξουσιών και τις ψηφοφορίες για τον καθορισμό της ικανής πλειοψηφίας ή της μειοψηφίας με δυνατότητα μπλοκαρίσματος, που είχαν αποφασιστεί στη Νίκαια.

Κατά την ολομελειακή συνεδρίαση της Συνέλευσης, στις 30 και 31 Μαΐου, ο Ζισκάρ βρέθηκε απέναντι σε ένα αληθινό μέτωπο άρνησης που είχαν οργανώσει οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Δανίας -Dastis και Christophersen- και που έλαβε την υποστήριξη, για τους πιο διάφορους λόγους αποκλινόντων εθνικών συμφερόντων, της Μεγάλης Βρετανίας, της Πολωνίας, της Αυστρίας, της Ιρλανδίας, της Λιθουανίας και της Κύπρου. Το μέτωπο αυτό απαίτησε τον απόλυτο σεβασμό των θεσμικών αποφάσεων της Νίκαιας. Μπλοκάροντας με τον τρόπο αυτόν τη λειτουργία του Προεδρείου, το μέτωπο ανάγκασε το Ζισκάρ, με τη βοήθεια του Ντεαέν και του Αμάτο, να φτιάξει το δικό του μπλοκ συμμαχιών, κάνοντας παραχωρήσεις σε άλλες συνιστώσεις της Συνέλευσης.

Ο πρώτος στόχος του Ζισκάρ ήταν να εντάξει πλήρως τη Μεγάλη Βρετανία μέσα στη γαλλο-γερμανική συναίνεση, αποδεχόμενος όλες τις «κόκκινες γραμμές» του αντιπροσώπου της, Peter Hain: η ευθύνη για τους φόρους και την ασφάλεια θα παραμείνουν σε εθνική αρμοδιότητα, χωρίς προσπάθειες να εναρμονιστούν. Η ιδέα νομοθετικής λειτουργίας του Συμβουλίου, θεμελιωμένης στη διπλή πλειοψηφία, θα εγκαταλειφθεί για να διατηρηθεί η διακυβερνητική του φύση. Καμία πλευρά της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας δεν θα κοινοτικοποιηθεί. Τέλος, η ένταξη του κειμένου της Χάρτας θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν θα γινόταν παρά με την προϋπόθεση ότι θα συνοδευόταν με ένα επεξηγηματικό κεφάλαιο που θα υπογράμμιζε την υπεροχή, στους τομείς αυτούς, των εθνικών νομολογιών και θα απεύφευγε έτσι κάθε επέκταση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα από κοινοτικές νομοθεσίες.

Το επόμενο βήμα ήταν να πετύχει την υποστήριξη των πιο μικρών κρατών και της ίδιας της Κομισιόν, αναζητώντας μια νέα ισορροπία στην κατανομή των εθνικών και θεσμικών αρμοδιοτήτων. Έτσι, το Κοινοβούλιο μπορεί να εκλεγεί με καθολική ψηφοφορία, αλλά όχι με το κριτήριο της αναλογικότητας των πληθυσμών των χωρών μελών, αλλά με μια «φθίνουσα αναλογικότητα» που θα ευνοεί τις πιο μικρές χώρες. Ο αριθμός των ευρωβουλευτών θα ανέβαινε, από τους 700 της πρώτης πρότασης, στους 736 στη δεύτερη. Ένα τέτοιο Κοινοβούλιο θα μπορεί να εκλέξει τον πρόεδρο της Κομισιόν με απλή, και όχι ενισχυμένη, πλειοψηφία. Ο τελευταίος, με τη σειρά του, θα μπορεί να επιλέγει τους τρεις του κομισάριους από τις τριάδες που θα του παρουσιάζουν τα κράτη μέλη, παίρνοντας υπόψη την αρχή της εναλλαγής και θα δίνει τη «συμφωνία» του στον υπουργό εξωτερικών που θα διορίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, υποβάλλοντας την Κομισιόν, έτσι διαμορφωμένη, σε ψήφο εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν θα ήταν ανταγωνιστικό της Κομισιόν, καθώς δεν θα διέθετε μόνιμη δομή, αλλά απλώς έναν Πρόεδρο, εκλεγμένο με τη διαδικασία της διπλής ενισχυμένης πλειοψηφίας, με πλειοψηφία δύο τρίτων των κρατών και τριών πέμπτων του πληθυσμού της Ένωσης.

Χάρη στις παραχωρήσεις αυτές και ισχυροποιημένος από την υποστήριξη των μεγάλων κρατών και των τριών πλειοψηφικών ομάδων μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Ζισκάρ διέλυσε το μέτωπο άρνησης μέσα στις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιούνη χωρίς να υποχωρήσει στην αναθεώρηση των συμφωνιών της Νίκαιας και απομονώνοντας πλήρως την Ισπανία και την Πολωνία. Η «συναίνεση» τελικά επιβλήθηκε στις 13 Ιουνίου, ανάμεσα σε ένα τόστ με σαμπάνια και στις μελωδίες της Οδής της Χαράς του Μπετόβεν.

Στις 19 και 20 Ιουνίου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης δέχτηκε το σχέδιο της Συνέλευσης, ως μια «καλή βάση» για τη διακυβερνητική Συνδιάσκεψη. Ευχαρίστησε το Ζισκάρ, τον Ντεαέν, τον Αμάτο και όλα τα μέλη και τους αναπληρωματικούς για τις προσπάθειές τους και για το ότι απέδειξαν τη χρησιμότητα της Συνέλευσης ως -προφανώς ειρωνικά- «δημοκρατικό φόρουμ διαλόγου».

4.      Αποτέλεσμα: ένα νεοφιλελεύθερο συνταγματικό σύμφωνο για μια ευρωπαϊκή δύναμη

Το σχέδιο που υπεβλήθη από τη Συνέλευση δεν λύνει καθόλου το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελλείμματος» που χαρακτηρίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δημιουργία της. Αντίθετα, το επιδεινώνει. Εάν ενσωματώνει τη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων(2), περιορίζει τα δικαιώματα αυτά, με τον Τίτλο 7, στους νόμους που υιοθετούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και καθορίζει πως οι τελευταίοι δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να έχουν υπεροχή έναντι των εθνικών νόμων. Αυτή η «κόκκινη γραμμή» που επέβαλε η κυβέρνηση Μπλερ υποθηκεύει κάθε μελλοντική προσπάθεια να επεκταθούν σε κοινοτική κλίμακα τα πιο προχωρημένα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τα πιο προοδευτικά κράτη μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνεχίσει να οικοδομείται με ασύμμετρο τρόπο σε ό,τι έχει σχέση με δικαιώματα και ελευθερίες.

Δεν είναι τυχαίο που ο όρος «ομοσπονδία» εξαφανίστηκε από το άρθρο 1 ήδη από τις πρώτες συνεδριάσεις της Συνέλευσης. Η αναφορά στη βούληση «των πολιτών και των κρατών» του άρθρου Ι-1-1 δεν μπορεί να κρύψει πως οι αρμοδιότητες της Ένωσης θεμελιώνονται στην αρχή της «απόδοσης» των κρατών μελών, που είναι τα μόνα που τη διαθέτουν στη συγκροτητική διαδικασία (άρθρο Ι-9-2). Η αναφορά στους «λαούς» της Ευρώπης, που εμφανιζόταν στο πρώτο σχέδιο που εξέτασε η Συνέλευση, εξαφανίστηκε από το τελικό σχέδιο και μαζί της εξαφανίστηκε και κάθε δυνατότητα να αναγνωριστεί το δικαίωμα αυτοδιάθεσης που αναγνωρίζεται από τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και από άλλα βασικά κείμενα του διεθνούς δικαίου. Δεν αναγνωρίζεται στους πολίτες ούτε καν το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα την ταυτότητά τους μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ, γιατί το άρθρο Ι-8-1 τους επιβάλλει, χωρίς επιλογή, τη διπλή εθνικότητα σημερινών κρατών και Ένωσης.

Το συνταγματικό σχέδιο της Συνέλευσης ορίζει με σαφήνεια τις λειτουργίες των κρατών μελών, περιορίζοντας τις υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες τους στα βασικά στοιχεία της φιλελεύθερης αντίληψης: διατήρηση του νόμου και της τάξης, εσωτερική ασφάλεια και άμυνα (άρθρο Ι-5-1). Κάθε αναφορά στο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» ή σε «προχωρημένη κοινωνική δημοκρατία» -που βρίσκουμε σε διάφορα Συντάγματα μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ως αποτέλεσμα της αντιφασιστικής αντίστασης-, η οποία, στην πρώτη συγγραφή ήταν η έκφραση της πίεσης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ), διαστρεβλώθηκε από το βέτο της ευρωπαϊκής εργοδοσίας (UNICE) που απαίτησε να συναρτάται από την «υψηλή ανταγωνιστικότητα».

Στην πράξη, το συνταγματικό σχέδιο θέλει να κάνει νόμο το σύνολο του προγράμματος των νεοφιλελεύθερων αντι-μεταρρυθμίσεων που προωθούνται στο όνομα «του πνεύματος της Λισαβώνας», ενάντια στις οποίες εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές της δικαιοσύνης και συνδικαλιστές αγωνίστηκαν σε όλη την Ευρώπη. Το άρθρο Ι-3-2 εγκαθιδρύει μια ενιαία αγορά όπου «ο ανταγωνισμός θα είναι ελεύθερος και χωρίς παραμορφώσεις». Το άρθρο Ι-3-4 εγγυάται το ελεύθερο εμπόριο. Το άρθρο Ι-4-1 την ελευθερία κυκλοφορίας των προσώπων, αλλά κυρίως εμπορευμάτων, υπηρεσιών, κεφαλαίου και δημιουργίας επιχειρήσεων. Ενώ το άρθρο Ι-11-3 δίνει αρμοδιότητες στην Κομισιόν για να προωθεί και να συντονίζει την οικονομική πολιτική, για τις κοινωνικές πολιτικές το μόνο που κάνει είναι να αφήνει μια τέτοια δυνατότητα, καθώς οι αρμοδιότητες αυτές εξακολουθούν να ανήκουν στα κράτη μέλη και στην καλή τους θέληση για να τις συντονίσουν. Το άρθρο Ι-29-3 αποδίδει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την απόλυτη αυτονομία για να διευθύνει τη νομισματική πολιτική εκτός κάθε ελέγχου από τους πολίτες. Το άρθρο Ι-53-2 ορίζει το νόμο της δημοσιονομικής ισορροπίας και το μηδενικό προϋπολογισμό, απαγορεύοντας στην ΕΕ να χρεώνεται με οποιαδήποτε μορφή, ενώ το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα συνεχίσει να αποφασίζεται από τα κράτη μέλη, χωρίς συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Διατηρώντας απολύτως τις αρμοδιότητες των κρατών μελών στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα της Ένωσης, το σχέδιο Συντάγματος της Συνέλευσης εισάγει την ΕΕ στην «ένοπλη παγκοσμιοποίηση». Εξαρχής, υποτάσσει την εξωτερική πολιτική και την άμυνα της ΕΕ στην ηγεμονία των ΗΠΑ μέσα από το ΝΑΤΟ (άρθρο Ι-40-2). Δημιουργεί έναν ευρωπαϊκό στρατό με «επιχειρησιακή ικανότητα» σύμφωνη με τις «αρχές της Χάρτας του ΟΗΕ». Αλλά οι ίδιες αυτές αρχές χρησιμοποιήθηκαν από τους Μπους, Μπλερ και Αθνάρ για να δικαιολογήσουν την επίθεση ενάντια στο Ιράκ παραβιάζοντας το άρθρο 51 της ίδιας Χάρτας, που καθορίζει με ρητό τρόπο τη γενική αρμοδιότητα και την υπεροχή του Συμβουλίου Ασφαλείας σε θέματα ειρήνης και πολέμου. Το σχέδιο πάει μάλιστα ακόμα πιο μακρυά και μετατρέπει σε νόμο τη συνεργασία στην αντιτρομοκρατική πάλη, με το άρθρο Ι-42, σε μια ρήτρα κοινοτικής αλληλεγγύης παράλληλης με τις υποχρεώσεις στην Ατλαντική Συμμαχία.

Το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ -που συγκροτεί την Ευρώπη δύναμη στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, την Ευρώπη οχυρό απέναντι στους μετανάστες και τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη απέναντι στους εργαζομένους- υποβάλλεται, στο σχέδιο της Συνέλευσης, σε ένα Συμβούλιο και σε ένα Συμβούλιο Υπουργών που διαθέτουν ταυτόχρονα και εκτελεστική και νομοθετική εξουσία και συγκροτούν μια λειτουργία που κυριαρχείται από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, του «διευθυντηρίου». Η ισότητα των κρατών μελών θυσιάζεται όχι μόνο στο χώρο της νέας προεδρίας του Συμβουλίου, που διορίζεται από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων ανάμεσα από τους παλιούς τους συναδέλφους, αλλά και στο χώρο της Κομισιόν, που ως τώρα ήταν η εγγύηση της ισότητας αυτής. Το σχέδιο δίνει επίσης νόμιμη μορφή στις «ενισχυμένες συνεργασίες» μεταξύ τμήματος των μελών της Ένωσης, δημιουργώντας μια ασύμμετρη Ένωση, με πολλές ταχύτητες και με διαφορετικά δικαιώματα. Η «κοινοτική μέθοδος», που στηριζόταν στις θεσμικές ισορροπίες που είχε καθορίσει το Σύμφωνο της Ρώμης, είναι το πρώτο θύμα της «υψηλής ανταγωνιστικότητας».

5.      Μια κοινωνική και δημοκρατική επαναθεμελίωση της Ευρώπης είναι δυνατή!

Το σχέδιο της Συνέλευσης -στη σύνταξη του οποίου πήραν μέρος τα συντηρητικά, φιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά και πράσινα κόμματα- δεν είναι αποδεκτό στους σημερινούς όρους.

Οι προσεχείς μήνες απαιτούν από την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά, από τα συνδικάτα, τις μη κυβερνητικές και λαϊκές οργανώσεις, τα κοινωνικά κινήματα, μια ιδιαίτερη προσπάθεια για να υπερασπιστούν τις διεκδικήσεις τους και να απαιτήσουν μια κοινωνική και δημοκρατική επαναθεμελίωση της Ευρώπης. Το Σύνταγμα που θα εγκριθεί από την Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη των αρχηγών κυβερνήσεων των κρατών μελών θα διατηρήσει τις γενικές γραμμές του σχεδίου που συνέλαβε η Συνέλευση, το οποίο υπερασπίζεται τα συμφέροντας των ευρωπαϊκών κυρίαρχων τάξεων και αρνιέται τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαών. Όπως οι τεράστιες αντιπαγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις, καθώς και η αντίσταση των εργαζομένων και των συνδικάτων τους ενάντια στη μείωση των δικαιωμάτων τους, των συντάξεών τους και σε υπεράσπιση των κοινωνικών υπηρεσιών το απέδειξαν, κατά τα τελευταία χρόνια, μια άλλη Ευρώπη είναι δυνατή και είναι και αναγκαία.

o        Απέναντι στην «Ευρώπη δύναμη»

Κάθε ευρωπαϊκό Σύνταγμα θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει στα πρώτα του άρθρα την «απόρριψη του πολέμου ως εργαλείου επίθεσης ενάντια στις ελευθερίες και την ανεξαρτησία άλλων λαών και ως μέσον επίλυσης των διεθνών συγκρούσεων». Επίσης θα έπρεπε να ενσωματώνει την αρχή του μονομερούς αφοπλισμού για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο έδαφος της ΕΕ και να προτείνει μια διαδικασία πολυμερούς αφοπλισμού με τον έλεγχο και την επιβεβαίωση των Ηνωμένων Εθνών. Η Ευρώπη πρέπει να στηριχτεί στη διάλυση των στρατιωτικών μπλοκ και συμμαχιών, ακολουθώντας μια αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 51 του ΟΗΕ. Επίσης, η ΕΕ πρέπει να θέσει στους στόχους της διεθνούς της πολιτικής την προώθηση ενός νέου «παγκόσμιου συνταγματισμού», με ένα δημοκρατικό συμβόλαιο των λαών και κρατών, με στόχο τη δημιουργία διεθνών συμφωνιών για το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή, την ασφάλεια των τροφίμων, την πάλη ενάντια στις μεταδοτικές αρρώστειες και τις επιδημίες.

o        Απέναντι στην Ευρώπη του «δημοκρατικού ελλείμματος»

Ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα θα πρέπει να καθορίζει τη λαϊκή κυριαρχία και τη συγκροτητική της εξουσία σε όλα τα κοινά θέματα, χωρίς να παίρνει υπόψη της στενούς περιορισμούς των σημερινών κρατών. Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να αναγνωρίζει την αρχή της αυτοδιάθεσης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο στη βάση του οποίου δημιουργήθηκαν πολλά κράτη μέλη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πρέπει να επαναβεβαιώσει τη νομική ισότητα όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών, χωρίς να αρνείται τη δυνατότητα μία ή περισσότερες γλώσσες να επιλέγονται για την εσωτερική λειτουργία των θεσμών της.

Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να αποδώσει τη νομοθετική εξουσία αποκλειστικά στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και σε μία Συνέλευση των ευρωπαϊκών λαών, που να αποτελείται από τους αντιπροσώπους των κοινοβουλίων των κρατών, των εθνών και των περιφερειών της ΕΕ. Τα κοινοβούλια των κρατών, των εθνών και των περιοχών θα πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα βέτο, που να το ασκούν με ενισχυμένη πλειοψηφία, σε σχέση με την εφαρμογή στο έδαφός τους κάθε κοινοτικού μέτρου ή νόμου, πράγμα που θα οδηγεί αυτομάτως σε μια διαδικασία συνταγματικής διαιτησίας.

Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι υπεύθυνη απέναντι στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, το οποίο θα έχει πλήρεις εξουσίες να απομακρύνει, ανά πάσα στιγμή, με ψήφο εμπιστοσύνης, τον Πρόεδρο της Επιτροπής ή και τον καθένα από τους Επίτροπους. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρέπει να έχει, όπως και η Επιτροπή, δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει νομοθετική λειτουργία. Η αποστολή του πρέπει να είναι ο συντονισμός της εφαρμογής των κοινοτικών οδηγιών στο εσωτερικών των χωρών μελών.

o        Απέναντι στην Ευρώπη της ανισότητας των δικαιωμάτων

Πρέπει να απαιτήσουμε την κατάργηση του Τίτλου 7, που εξαρτά και ερμηνεύει τη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και φτιάχνει ευρωπαϊκές υπηκοότητες πρώτης και δεύτερης ζώνης, χωρίς ισότητα δικαιωμάτων για όλους. Πρέπει να εγγυηθούμε τα πλήρη δικαιώματα στους ξένους πολίτες που διαμένουν στην Ένωση και να εξασφαλίσουμε την ενσωμάτωσή τους, έως και την υπηκοότητα, μετά από πέντε χρόνια παραμονής. Όλα τα δικαιώματα που έχουν διευκρινιστεί νομικά από τις αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου πρέπει να ενταχθούν στη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επίσης, για πλήρη ισότητα των γυναικών, το ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να ενσωματώσει τον κανόνα της ισότητας των φύλων σε όλα τα κοινοτικά νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα.

o        Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη του «πνεύμαος της Λισαβόνας»

Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να καθορίσει ένα νέο κοινωνικό και πολιτειακό συμβόλαιο που να εξασφαλίσει την καθολική ικανοποίηση των ουσιαστικών αναγκών των Ευρωπαίων μέσα από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η ενέργεια, το νερό, οι τηλεπικοινωνίες και η στέγη. Παρόλο που η ευθύνη για το χώο αυτόν ανήκει στα κράτη μέλη, το Σύνταγμα πρέπει να εξασφαλίσει την υποχρέωση της Ένωσης να παρεμβαίνει στους χώρους αυτούς εάν τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ίσα ουσιαστικά δικαιώματα για όλους τους ευρωπαίους πολίτες, έτσι ώστε να εγγυάται την πλήρη άσκηση της ύπαρξής τους ως πολίτες ανεξάρτητα από το χώρο διαμονής τους.

Για το στόχο αυτόν, η ΕΕ πρέπει να ασκήσει μια ανακατανεμητική πολιτική υπέρ των τομέων του πληθυσμού στις λιγότερο ευνοημένες περιοχές. Το Κοινοβούλιο και η Συνέλευση των ευρωπαϊκών λαών θα πρέπει να καθορίσουν ένα κοινοτικό προϋπολογισμό, στα όρια του 5% του κοινοτικού ΑΕΠ, για να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους αυτές, με βάση τις άμεσες συνεισφορές των κρατών μελών και τη δημιουργία ευρωπαϊκών φόρων. Τέτοιοι ευρωπαϊκοί φόροι θα μπορούσαν να αφορούν τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την μεταπώληση τίτλων, τις διεθνείς συναλλαγές σε κεφάλαια και συναλλάγματα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να εξαρτάται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο θα εγκρίνει τις οικονομικές οδηγίες που θα προτείνει η επιτροπή και θα υποβάλει σε δημοψήφισμα κάθε πέντε χρόνια τις οικονομικές και κοινωνικές κοινοτικές στρατηγικές κατευθύνσεις, έτσι ώστε να υπάρχει η μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στις δημοσιονομικές επιλογές.

Το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας, που πνίγει σήμερα την ευρωπαϊκή οικονομία και θέλει να μεταθέσει τις επιπτώσεις της ύφεσης στους εργαζομένους, θα αντικατασταθεί από ένα Σύμφωνο Αλληλεγγύης και πλήρους απασχόλησης, απελευθερώνοντας το Σύνταγμα από τεχνητά όρια ενός «μηδενικού προϋπολογισμού» και επιτρέποντας στο Κοινοβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Συνέλευση να ξαναπάρει τον έλεγχο της ευρωπαϊκής οικονομίας, για να εξασφαλήσει ένα αυθεντικό «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο». Για αυτό πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό Ταμείο αλληλεγγύης, που να λειτουργεί σαν αυτόματος σταθεροποιητής απέναντι στις κρίσεις και στις υφέσεις, στα όρια του 1% του κοινοτικού ΑΕΠ. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να καθορίσει τέλος την εβδομάδα των 35 ωρών και την αρχή ίσου μισθού για ίση εργασία.

o        Απέναντι στην Ευρώπη των καταστροφών (π.χ. Πρεστίζ) και της οικολογικής κρίσης

Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα πρέπει να ξαναπιάσει το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενιές για την παραγωγή και τη διανομή της ενέργειας, έως και στο κλείσιμο όλων των πυρηνικών αντιδραστήρων μέσα στην Ένωση σε σύνδεση με ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ενεργειακής υποκατάστασης και ασφάλειας. Πρέπει να προωθήσει μια νέα κουλτούρα για το νερό με στόχο να επιτευχθεί μια ισορροπία και ένας ορθολογισμός της χρήσης του και της ανανέωσης των υδροφόρων οικοσυστημάτων. Πρέπει να απαιτήσει την αυστηρή πραγματοποίηση του Προτοκόλου του Κυότο και τη μείωση του επιπέδου απόρριψης αέριων ρύπων.

6.      Μια εξέγερση Shays στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Οι συζητήσεις στο εσωτερικό της Συνέλευσης χαρακτηρίστηκαν, ήδη από την αρχή της, από αντίστοιχες συζητήσεις που είχαν γίνει στη Συνέλευση της Φιλεδελφείας, το 1787, η οποία και συνέταξε το Σύνταγμα των ΗΠΑ. Ας θυμίσουμε σύντομα το ιστορικό της πλαίσιο.

Η αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου και η φιλελεύθερη αντίληψη για το διαχωρισμό των εξουσιών και του κράτους από την κοινωνία των πολιτών έκρυβε τότε την υπεράσπιση μιας υπερ-κρατικής κυβέρνησης, αρκετά ισχυρής ώστε να υπερασπιστεί με προστατευτικά όρια τη νέα αμερικανική αγορά, να εγγυηθεί την κάλυψη των δημοσίων και ιδιωτικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, να εξασφαλίσει την είσπραξη φόρων για τη διατήρηση ενός μόνιμου στρατού που να είναι σε θέση να απαλλοτριώσει τα εδάφη των Ινδιάνων και να διατηρήσει τη δουλεία.

Το καλοκαίρι του 1786, οι διάφορες αγροτικές εξεγέρσεις άρχισαν να οργανώνουν τους βετεράνους του πολέμου της Ανεξαρτησίας μέσα σε πολιτοφυλακές, με στόχο να αμυνθούν ενάντια στην απαλλοτρίωση εδαφών για χρέη και να απαιτήσουν από τα πολιτειακά κοινοβούλια (εκλογές με τιμοκρατική ψήφο από τις τοπικές ολιγαρχίες) την εκτύπωση χαρτονομισμάτων. Η καταστολή των εξεγέρσεων και η προπάθεια να δικαστούν οι ηγέτες τους στη Μασαχουσέτη προκάλεσαν μια γρήγορη επέκταση της εξέγερσης, της οποίας ηγείτο ο Daniel Shays, έως ότου η επέμβαση του στρατού τη συντρίψει στη φωτιά και στο αίμα. Η εξέγερση Σέυς εντυπώθηκε τόσο βαθιά στη Συνέλευση της Φιλαδελφείας που, για να αποφύγει κάτι ανάλογο στο μέλλον, αποφάσισε να περιορίσει τις εκλογές στη Βουλή των αντιπροσώπων μέσα από εκλογικούς νόμους που τους επεξεργάζονται σε κάθε Πολιτεία τα ίδια αυτά πολιτειακά κοινοβούλια που διόριζαν τους ομοσπονδιακούς γερουσιαστές και τους μεγάλους εκλέκτορες για την εκλογή του Προέδρου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η επικύρωση του Συντάγματος της Φιλαδελφείας προσέκρουσε σε σημαντικές λαϊκές αντιστάσεις, κατά πρώτο λόγο στη Νέα Υόρκη. Παίρνοντας την υπεράσπισή του, οι Madison, Hamilton και Jay δημοσίευσαν στον τύπο μια σειρά από άρθρα, γνωστά σαν «φεντεραλιστικές αρχές», στα οποία υπογράμμιζαν ότι ο ρόλος μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι να διατηρεί την ειρήνη μέσα σε μια κοινωνία πολιτών που διαπερνάται από διενέξεις που προκαλεί η «διακριτή και άνιση κατανομή της ιδιοκτησίας». «Αυτοί που είναι ιδιοκτήτες και αυτοί που δεν είναι», έγραφαν, «έχουν πάντα διαφορετικά συμφέροντα στην κοινωνία. (…) Σε μια μεγάλη δημοκρατία είναι πιο δύσκολο αυτοί που το αισθάνονται να μπορέσουν να ανακαλύψουν τη δύναμή τους και να δράσουν αλληλέγγυα».

Η αναγκαιότητα ενός Συντάγματος ανεξάρτητου της λαϊκής νομιμοποίησης είχε οδηγήσει το 1791 στην υιοθέτηση μιας σειράς από τροποποιήσεις, γνωστές ως Χάρτης δικαιωμάτων. Αλλά δεν είναι τυχαίο εάν οι αρχές της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας -«το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην αναζήτηση ευημερίας»- μετατράπηκαν, στο Σύνταγμα της Φιλαδελφείας, σε «δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ιδιοκτησία».

Μετά την απεργία στο δημόσιο τομέα στη Γαλλία, το 1995, η Ευρώπη έζησε τη δική της εκδοχή της «εξέγερσης Σέυς», μέσα από τις κινητοποιήσεις ενάντια στα ευρωπαϊκά Συμβούλια, που θεωρούνται σαν η έκφραση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, και μέσα από τη συνδικαλιστική αντίσταση ενάντια στις νεοφιλελεύθερες αντι-μεταρρυθμίσεις που προωθούνται από τις Βρυξέλες, πρώτα στο όνομα του Συμφώνου Σταθερότητας, μετά στο όνομα της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της αντιμεταρρύθμισης του συστήματος συντάξεων. Με τον τίτλο «Οι κίνδυνοι μιας πολιτικής Ευρώπης», ο The Economist αφιέρωσε ένα άρθρο σε αυτή την κοινωνική εξέγερση που κατέλαβε όλο το βάθος στη σκηνή των συζητήσεων της Συνέλευσης: «Παρά τη βία που συνοδεύει και την ασυνεπή φύση των διαμαρτυριών τους, οι διαδηλωτές έχουν ένα ένα κατανοήσιμο σχέδιο. Όπως το λένε στα πανώ τους, είναι ενάντιοι ‘στην Ευρώπη του κεφαλαίου’ και υπέρ μιας ‘κοινωνικής Ευρώπης’. (…) Παρόλο που πολλοί μπορεί να περιφρονούν τους διαδηλωτές σαν συμμορία ναρκωμανών και αναρχικών, οι έρευνες γνώμης δείχνουν πως η απαίτηση για μια ‘πιο κοινωνική Ευρώπη’ διαθέτει πλατιά στήριξη. Σε ένα πρόσφατο ευρωβαρόμετρο, το 90% των ευρωπαίων πολιτών θεωρούν πως ‘η πάλη ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεσμό’ πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα της Ένωσης, απέναντι στο 63% που πιστεύει πως πρέπει να είναι ‘η επιτυχία του ενιαίου νομίσματος’ ή ένα 31% για το οποίο θα έπρεπε να είναι η διεύρυνση. (…) Τί θα συμβεί εάν οι εκλογείς πάψουν να σκέφτονται πως οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η ΕΕ είναι τεχνοκρατικές ασκήσεις για ένα κοινό ευρωπαϊκό καλό και αρχίσουν να τις βλέπουν ως πολύ πολιτικές αποφάσεις στις οποίες οι ίδιοι δεν έχουν παρά πολύ μικρό δημοκρατικό έλεγχο; (…) Ορισμένα σημάδια δείχνουν πως είναι ακριβώς αυτό που αρχίζει να παρατηρείται. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το 72% των ευρωπαίων πολιτών πίστευε ότι η συμμετοχή της χώρας τους στην Ένωση ήταν ‘κάτι καλό’. Σήμερα δεν είναι πλέον παρά μόνο το 54% που το πιστεύει»(3).

Για να μπορέσει η συγκεχυμένη αυτή εξέγερση να πάρει σάρκα και οστά και να αναδυθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική ζωή με το δικό της ανεξάρτητο πρόγραμμα, πρέπει να συντριβεί η ιδεολογική αλυσίδα που δένει σημαντικούς τομείς του ευρωπαϊκού συνδικαλισμού με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ήδη από τις αρχές της, και με την Ένωση κατόπιν. Μια αλυσίδα της οποίας ο πιο αδύναμος κρίκος είναι ο μύθος ενός «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», που στηρίζεται σε μια συμφωνία και σε μια κοινωνική συνδιαχείριση με τα μεγάλα συνδικάτα της ΣΕΣ η οποία θα αποτελούσε το θεμέλιο ενός ευρωπαϊκού κράτους προνοίας και θα επέτρεπε μια πιο μεγάλη αναδιανομή του εισοδήματος σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το στρατηγικό συμπέρασμα του μύθου αυτού -του οποίου η ιστορική προέλευση είναι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων κατά τη δεκαετία του 1950, μετά από την αντιφασιστική πάλη κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και κατά τις δεκαετίες 1960 και ΄70 με το μεγάλο κύμα των αγώνων τους- είναι ότι θα ήταν δυνατόν να επιτευχθούν νέες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις συνδυάζοντας την κοινωνική πίεση και λόμπυνγκ μέσα από τους θεσμούς της Ένωσης και ότι θα ήταν άρα καλό να κοινοτικοποιηθούν τα κοινωνικά ζητήματα όπως έχουν ήδη κοινοτικοποιηθεί τα οικονομικά ζητήματα και να χρησιμοποιηθεί η Ένωση σαν μια μηχανή για να εξισωθούν τα κοινωνικά δικαιώματα στην Ευρώπη.

Η πεποίθηση ότι η ρεφορμιστική αυτή στρατηγική του «ευρωπαΐστικου συνδικαλισμού» κατέρρευσε και ότι είναι ένας δρόμος χωρίς διέξοδο αρχίζει να επεκτείνεται κάτω από τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που επιβάλλει η ευρωπαϊκή Επιτροπή και που έχουν προκαλέσει αλυσιδωτές γενικές απεργίες, κλαδικά ή εθνικά, σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών μελών. Η σημερινή συζήτηση μέσα στη γερμανική IG Metall, που είναι το πιο ισχυρό συνδικάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την αποτυχία της απεργίας για την επέκταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην τέως ανατολική Γερμανία, είναι ένα ολόκληρο σύμβολο αυτής της κατάστασης. Γιατί, για να προωθηθούν οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις στο «πνεύμα της Λισαβόνας», οι κυβερνήσεις -είτε είναι συντηρητικές είτε σοσιαλδημοκρατικές και πράσινες- χρειάζονται να διασπάσουν το συνδικαλιστικό κίνημα και να εντάξουν στο εσωτερικό τους ένα σημαντικό τομέα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, για να προλάβουν τη γενίκευση της αντίστασης. Οι δυσκολίες του Σρέντερ στη Γερμανία είναι γνωστές. Αλλά και στη Μεγάλη Βρεταία, ο Μπλερ αναγκάστηκε επίσης να αντιμετωπίσει, στα τελευταία χρόνια, την αποπομπή υποταγμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών από ρεύματα της συνδικαλιστικής αριστεράς μέσα στα διαδοχικά συνέδρια. Και στην Αυστρία είδαμε την πρώτη γενική απεργία μετά από 50 χρόνια, για να μην μιλήσουμε για την Ιταλία, την Ισπανία ή τη Γαλλία.

Το σχέδιο Συντάγματος της Συνέλευσης κλείνει οριστικά τις πόρτες σε κάθε ελπίδα επιτυχίας της στρατηγικής του «ευρωπαΐστικου συνδικαλισμού», γιατί ανυψώνει το φιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης στο ύψος θεμελιώδους ευρωπαϊκού νόμου και περιορίζει τα κοινωνικά ζητήματα στα όρια των κρατών μελών. Η Γενική Ομοσπονδία Εργαζομένων του Βελγίου (FGTB) έχει ήδη καταγγείλει αυτόν τον χαρακτήρα του ευρωπαϊκού Συντάγματος και έχει ξεκινήσει ένα κάλεσμα για υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των ευρωπαίων εργαζομένων.

Τα ευρωπαϊκά ζητήματα ως τέτοια ήταν κατά πολύ απόντα από τις ανησυχίες του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, το οποίο κινητοποιήθηκε ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Αλλά, κατά τους μήνες που έρχονται, κάτω από τα χτυπήματα της τεράστιας προπαγάνδας των μέσων επικοινωνίας, που χρηματοδοτούνται από τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι πολίτες αναγκαστικά θα βρεθούν απέναντι σε μια πολιτική συζήτηση για το Σύνταγμα. Αρχές Οκτώβρη, ο Μπερλουσκόνι θα εγκαινιάσει τη Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη στη Ρώμη και το Μάη του 2004 που θα γίνει η διεύρυνση της Ένωσης στα νέα κράτη της κεντρικής Ευρώπης, λίγες μέρες πριν προβλέπεται να έχει τελειώσει η Διακυβερνητική. Τον Ιούνιο θα γίνουν οι εκλογές του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και σε ένα σημαντικό αριθμό κρατών μελών θα οργανωθούν δημοψηφίσματα για να επικυρωθεί το ευρωπαϊκό Σύνταγμα.

Το κίνημα αντίστασης έχει το δικό του ραντεβού το Νοέμβρη, στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, στο Σέν Ντενί (Γαλλία), που πρέπει να γίνει ο καταλύτης της εμφάνισης μιας κοινής αντίληψης για μια άλλη Ευρώπη που είναι δυνατή, εναλλακτικά προς τη νεοφιλελεύθερη Ευρωπαϊκή Ένωση. Το καθήκον της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς είναι να προωθήσει όλες τις συζητήσεις και να συμβάλει στη σύγκλιση, μέσα από τους αγώνες αντίστασης ενάντια στην Ευρώπη του κεφαλαίου, όλων των κοινωνικών και συνδικαλιστικών κινημάτων, για να συγκροτηθούν τα θεμέλια μιας Ευρώπης των εργαζομένων και των λαών.

G.Buster

18 Ιουλίου 2003

* Ο G. Buster είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της 4ης Διεθνούς και μέλος της σύνταξης του ισπανικού περιοδικού Viento Sur.

  • (1) «Συνέλευση» (Convention) παραπέμπει στις Συνελεύσεις της γαλλικής επανάστασης (στμ).
  • (2) Ας θυμίσουμε ότι η ίδια η Χάρτα αποτεκλεί υποχώρηση σε σχέση με την πλειοψηφία των εθνικών Συνταγμάτων των κρατών μελών και, κυρίως, σε σχέση με την Παγκόσμια Διακήρυξη των ικαιωμάτων του ανθρώπου του 1948. Βλ. Marie-Paule Connan, Les droits sociaux fondamentaux en peril, Inprecor no 452 Νοέμβριος 2000.
  • (3) The Economist, 28 Ιουνίου 2003

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3466

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s