Η ηθική ως ταξικό εποικοδόμημα

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Η ηθική ως ταξικό εποικοδόμημα στη Γερμανική Ιδεολογία των Καρλ Μαρξ και
Φρίντριχ Ένγκελς(1)

Οι σκέψεις της κυρίαρχης τάξης σε κάθε εποχή, είναι και οι κυρίαρχες ιδέες, μ’ άλλα λόγια, η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας είναι και η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. …Οι κυρίαρχες σκέψεις λοιπόν δεν είναι άλλο απ’ την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι αυτές οι κυρίαρχες σχέσεις εκφρασμένες σε μορφή ιδεών …που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη. Είναι με άλλα λόγια οι ιδέες της κυριαρχίας της….(2)

της Έλενας Χοχλάκη

Τοποθετώντας την ανθρώπινη ιστορία στην ορθολογική βάση που στερήθηκε από το λυκαυγές της ύπαρξής της, οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, διαλύουν τους απατηλούς μύθους της αστικής αντίληψης περί ανεξάρτητης ζωής του πολιτιστικού εποικοδομήματος, κλονίζουν την επίφαση αυτονομίας του. Τα πνευματικά έργα των ανθρώπων μας λένε, η ηθική, η φιλοσοφία, η θρησκεία, βρίσκονται σε ενεργή συνάφεια με το παραγωγικό γίγνεσθαι κάθε καμπής της ανθρώπινης ιστορίας, συνιστούν την έκφραση στο επίπεδο του ιδεατού των εκάστοτε υλικών σχέσεων. Και δεν είναι παρά η κυρίαρχη κάθε φορά κοινωνική τάξη, αυτή που θα θέσει τους σκοπούς της ταξικής υπερδομής, που θα τους προσδώσει μορφή, που ως πνευματικός πατέρας θα τους χαρίσει όνομα και νομιμότητα, χαράσσοντας τα όρια και τις προϋποθέσεις τους. Μία απελευθερωτική πρόταση που έρχεται σε αντίθεση τόσο με την ιδεαλιστική αυταπάτη περί κινήσεως των ιδεών στην περιοχή «του καθαρού πνεύματος» – όπως αυτή εκφράστηκε από τον σπουδαίο Γκεόργκ Χέγκελ αλλά και τους Μαξ Στίρνερ και «Άγιο Μπρούνο»(3), όσο και με τον εποπτικό, αν και καταρχήν χειραφετησιακό υλισμό, του Λουδοβίκου Φόυερμπαχ.

Η αντιπαράθεση ωστόσο καθίσταται σφοδρή σε ότι αφορά τη νικηφόρα τάξη μιας ιδεολογίας με χαμένη αθωότητα(4), που εισήγαγε το βασίλειο του ωφελιμισμού, του στυγνού ατομικισμού, του κέρδους, τη λάμψη του προσωπικού εγωισμού. Ο ιστορικός υλισμός, προτείνει την έμπρακτη διάλυση της αστικής ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης και απάτης, την κατάργηση των αφηρημένων θεωρητικών αφαιρέσεων και τη ριζοσπαστική ανάδειξη της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας. Καταδεικνύει την αναγκαιότητα του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας ως τη μόνη απελευθερωτική οδό μετάβασης από την προϊστορία στην καθαυτή ιστορία του ανθρώπινου είδους.

Η μαρξιστική γνωσιοθεωρία, συνιστά τη θεωρία της γνώσης του αντικειμενικού κόσμου, δηλαδή της φύσης και της κοινωνίας, κάτι που δεν κατόρθωσε να διαβλέψει ο Χέγκελ: «Αντίθετα με τη γερμανική φιλοσοφία που κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη», τονίζουν οι γεννήτορες του διαλεκτικού υλισμού, «εδώ ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό». Οι φαντασμαγορίες του ιδεαλισμού προκύπτουν από την υλική βάση της κοινωνίας, έτσι ώστε, η ιδεολογία αν αναλυθεί υλιστικά, χάνει αμέσως τη φαινομενική αυτονομία της. «Η διαλεκτική μου μέθοδος», γράφει ο Καρλ Μαρξ στο Κεφάλαιο, όχι μόνο διαφέρει βασικά από την εγελιανή…, αλλά είναι και το ακριβές αντίθετό της. Για τον Χέγκελ, η κίνηση της νόησης, την οποία προσωποποιεί με το όνομα της ιδέας, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, η οποία δεν είναι παρά η φαινομενική μορφή της…. Για μένα αντίθετα, η κίνηση της νόησης δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένης και μεταθεμένης στον ανθρώπινο εγκέφαλο»(5). Η αντίληψη της ιστορίας, η ενταγμένη στην ιδεαλιστική παράδοση πως, είναι η συνείδηση, η σφαίρα της καθαρής νόησης, εκείνη που καθορίζει το είναι, τη ζωή – υποθέτει ένα αφηρημένο, θεοκρατικού χαρακτήρα πνεύμα, «το οποίο αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε η ανθρωπότητα δεν είναι παρά μια Μάζα που του χρησιμεύει, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, σαν φορέας. Με αυτόν τον τρόπο, η ιστορία της ανθρωπότητας μεταμορφώνεται σε ιστορία του Πνεύματος και οι μάζες γίνονται το υλικό, παθητικό στοιχείο της ιστορίας, στοιχείο χωρίς πνεύμα, χωρίς ιστορία…»(6).

Η χεγκελιανή φιλοσοφία ωστόσο και εδώ έγκειται η προοδευτική της λειτουργία – θα εκθέσει τις γενικές μορφές της κίνησης εξωτερικού κόσμου και νόησης, με σφαιρικό τρόπο. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και η πνευματοκρατία φιλοσοφικά συστήματα δεσπόζοντα στην εποχή των θεμελιωτών του ιστορικού υλισμού – δε θα τους εμποδίσουν να εκτιμήσουν τη ριζοσπαστικότητα της διαλεκτικής ως μεθόδου ερμηνείας του φυσικού και νοητού κόσμου επισημαίνοντας πως η διαλεκτική είναι από τη φύση της κριτική και επαναστατική. Άλλωστε «ο Λένιν θα έγραφε αργότερα, ότι στο ιδεαλιστικό έργο του Χέγκελ, υπάρχει λιγότερος ιδεαλισμός και περισσότερος υλισμός και ότι ο ευφυής ιδεαλισμός είναι πιο κοντά στον ευφυή υλισμό, απ’ ό,τι ο ηλίθιος υλισμός»(7).

Αλλά και ο εποπτικός υλισμός του Λουδοβίκου Φόυερμπαχ, αδύναμος να διαβλέψει πως ο περιβάλλον αισθητός κόσμος δε συνιστά αιώνιο, αμετάβλητο φαινόμενο, αλλά βάση της ακατάπαυστης φυσικής δραστηριότητας των ανθρώπων, θα αποκατασταθεί στις εγκόσμιες, υλικές του συνιστώσες: «Ας το ομολογήσουμε, ο Φόυερμπαχ έχει απέναντι στους «καθαρούς’ υλιστές το μεγάλο πλεονέκτημα να αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος είναι και «αισθητό αντικείμενο». Μόνο που το παίρνει αποκλειστικά σαν «αισθητό αντικείμενο» και όχι σαν «αισθητή δραστηριότητα». Δεν φτάνει στους ανθρώπους που υπάρχουν και δρουν πραγματικά, στέκεται σε μιαν εξαίρεση, τον «Άνθρωπο» και δεν κατορθώνει να αναγνωρίσει τον πραγματικό, τον ατομικό, με σάρκα και κόκαλα άνθρωπο, παρά μόνο στο συναίσθημα. Με άλλα λόγια, δε γνωρίζει άλλες «ανθρώπινες σχέσεις», «ανθρώπου με άνθρωπο» από την αγάπη και τη φιλία, κι αυτές εξιδανικευμένες. Δεν κάνει κριτική στις τωρινές συνθήκες ζωής. Δεν κατορθώνει λοιπόν ποτέ να συλλάβει τον αισθητό κόσμο σαν το άθροισμα της ζωντανής και φυσικής δραστηριότητας των ατόμων που την απαρτίζουν. Κι όταν, λόγου χάρη, {αντί}(8) για γερούς ανθρώπους, βλέπει μια μάζα από πεινασμένους χελωνιάρηδες, ταλαιπωρημένους και φθισικούς, αναγκάζεται να καταφεύγει στην «ανώτερη αντίληψη των πραγμάτων» και στην ιδεατή «αναπλήρωση μέσα στο Γένος». ½αναπέφτει έτσι στον ιδεαλισμό, ακριβώς εκεί όπου ο κομμουνιστής υλιστής βλέπει την αναγκαιότητα μαζί και τους όρους μιας μεταβολής τόσο της βιομηχανίας όσο και της κοινωνικής δομής»(9).

Η υλιστική αντίληψη της διαφωτιστικής σχέσης μεταξύ του είναι και του γίγνεσθαι, θα ενσωματώσει και ταυτόχρονα θα υπερβεί διαλεκτικά τον αντικειμενικό ιδεαλισμό του Χέγκελ, τον εποπτικό υλισμό του Λουδοβίκου Φόυερμπαχ και την αγγλική πολιτική οικονομία, η οποία κατά τον Μαρξ, δε θα μετατραπεί σε επιστήμη, παρά μόνο με την προϋπόθεση πως «θα απαλλαγεί από το παλαιό, αστικό δέρμα της»(10). Δεν είναι η συνείδηση, μας λένε οι επαναστάτες στοχαστές που διαμορφώνει τη ζωή. Είναι η ζωή που καθορίζει τη συνείδηση. Η ιστορία έχει την αφετηρία της σε υλικές βάσεις και η τροποποίησή της συντελείται από την δράση των ανθρώπων στη ροή της. «Για το λόγο αυτό πρέπει να μελετάμε και να επεξεργαζόμαστε αδιάκοπα την ιστορία των ανθρώπων σε σύνδεση με την ιστορία της βιομηχανίας και των ανταλλαγών»(11).

Από την πρώτη μορφή ιδιοκτησίας του ανθρώπου γεωργού – αυτήν της φυλής, την περιορισμένη στα όρια της πατριαρχικής οικογένειας – έως την κοινοτική και κρατική της δουλοκτητικής αρχαιότητας και της Ρώμης, την καστική ιδιοκτησία του Μεσαίωνα και την καπιταλιστική δεσποτεία πάνω στα μέσα παραγωγής, «οι παραστάσεις, η σκέψη, οι πνευματικές σχέσεις των ανθρώπων, εμφανίζονται… σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο γίνεται και με την πνευματική παραγωγή τέτοια που παρουσιάζεται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής…»(12). Ελεύθεροι πολίτες, πατρίκιοι, φεουδάρχες και αστοί, ισχυροποίησαν την εκμεταλλευτική τους κυριαρχία, καταμερίζοντας τη φυσική δραστηριότητα, διαιρώντας την υλική από την πνευματική εργασία, ενσωματώνοντας κοινά αποδεκτές αντιλήψεις, στο σκοπό της προώθησης των ταξικών τους συμφερόντων. Είναι αυτή η αιτία που ο γενικός θεωρητικός λόγος της μορφωμένης προνομιούχου μειοψηφίας, δε συμπίπτει με το γενικό αγαθό, «το γενικό δεν είναι στο τέλος-τέλος, παρά μια απατηλή μορφή του συλλογικού»(13). Η ιδεολογία και οι μορφές συνείδησης που αντιστοιχούν σε αυτήν, στηρίζεται σε υλικές βάσεις και προϋποθέσεις, έχει πνεύμα ταξικό και σώμα ιδιοκτησιακό, κινείται μέσα στον ιστορική χρόνο σβήνοντας τα προσχήματα περί ανεξαρτησίας της. Στον θεοκρατικό, γαιοκτητικό μεσαίωνα της «ελέω Θεού μοναρχίας» και των πανίσχυρων ευγενών, η κυρίαρχη αντίληψη περί «αρετής και κακίας», διαμορφώνεται από την ηγεμονεύουσα οικονομικά και πολιτικά εκκλησιαστική εξουσία, στο όνομα ενός θεόπνευστου, «ιερού» σχεδίου: «Καλλιεργώντας το φόβο του Θεού και της αμαρτίας και με την έμφαση στην αγάπη, που συχνά εκφυλίζεται σε εξουσιαστική σχέση, ελάχιστα συνέβαλλε στη αυτογνωσία του ανθρώπου. Ίσως αποσυνέδεσε την ελευθερία από την απελπισία, που ήταν αξεχώριστες στη ρωμαϊκή εποχή».(14) Η «πατροκτόνος» της φεουδαρχίας καπιταλιστική τάξη, θα ορίσει το καλό και το κακό υποκρινόμενη την κατοχύρωση ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κράτους και λαού, δεσμεύοντας το σύνολο της κοινωνίας δια μέσων του αστικού δικαιϊκού συστήματος, στην προάσπιση των συμφερόντων της. Η αστική τάξη μετατρέπει τους μαγικοποιημένους κώδικες ηθικής των προκαπιταλιστικών σχηματισμών, σε αγοραίο αμοραλισμό με επίκληση στο διαφωτιστικό αίτημα της ισότητας, της ελευθερίας, των φυσικών δικαιωμάτων, του αυτοκαθορισμού της αντίληψης, μέσω μιας αφηρημένης παράστασης του ανθρώπου ιδιώτη: «Δια μέσων των συνδεδεμένων μεταξύ τους αρχών της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, νομιμοποιείται το καπιταλιστικό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. …Παρ’ όλο που ο φιλελευθερισμός απαιτεί την ύπαρξη ελευθερίας ως προϋπόθεση του δικαιώματος για ατομική ιδιοκτησία και για την αντίληψη που έχει το άτομο γι’ αυτόν, τόνιζε, ωστόσο, πάντα τη σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας ως προαπαιτούμενης συνθήκης για την επίτευξη και την εξασφάλιση της ελευθερίας. Αυτό δεν αλλάζει τίποτα στον απαιτούμενο ιδεολογικά και τελούμενο σε αφηρημένο επίπεδο υπερτονισμό της αρχής της ιδιοκτησίας μέσω της αρχής της ελευθερίας, διότι η ελευθερία πρέπει να παραμένει…ένα αφηρημένο αίτημα, όσο δεν πληρείται ως προς το περιεχόμενό της και δεν πραγματώνεται σε πρακτικό επίπεδο μέσα από την αναγνώριση και την πραγμάτωση άλλων αρχών του ατόμου και της κοινωνίας». (15)

Η ιστορική αστική υπέρβαση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, της κλειστής του οικονομίας και της ιεραρχημένης κοινωνικής δομής, θα καλλιεργήσει τον ελπιδοφόρο θρίαμβο της ορθολογικής σκέψης, μα θα καταλήξει τραγικά στην ταξική εκμετάλλευση, την άγρια αναβίωση του μυστικιστικού ανορθολογισμού ιδιαιτέρως σε συνθήκες κρίσης, στην απώλεια του κριτικού επαναστατικού της χαρακτήρα, αλλοτριώνοντας τις κοινωνικές σχέσεις ως χρήμα. «Στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου, δεν πρέπει να κυριαρχούν οι άνθρωποι αλλά ο νόμος. Οι νόμοι εκλαμβάνονται ως γενικοί και αφηρημένοι κανόνες, οι οποίοι συμφωνούν με την κοινή γνώμη, και άρα είναι λογικοί…. Η νομική εξασφάλιση ήταν απαραίτητη για την καπιταλιστική μορφή οικονομίας, αν αναλογισθεί κανείς τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες κρατικές ή ιδιωτικές αποκλίσεις από τους κανόνες. Ο πολύ διορατικός και προληπτικός σχεδιασμός καθώς και η καθημερινή εμπορική διεξαγωγή πρέπει να εξασφαλίζονται νομικά. Σκοπός των νόμων, στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου, είναι ο προληπτικός υπολογισμός και όχι η κοινωνική δικαιοσύνη…. Το γεγονός ότι η κυριαρχία των νόμων ήταν μια κυριαρχία της αστικής ελίτ μέσα στο πρίσμα των συμφερόντων της κοινωνικής της τάξης, προσπαθούσε να το επικαλύψει αυτή ακριβώς η θεωρία της κυριαρχίας των νόμων…. Οι πραγματικές σχέσεις εξουσίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται η κυβέρνηση και η νομοθεσία, καταλήγουν έτσι εκτός οπτικού πεδίου…».(16) Ο άνθρωπος προσωποποιείται στον αστό, οι βασιλεύουσες καπιταλιστικές αντιλήψεις περί σωφροσύνης και ήθους, αποκτούν καθολική δεσμευτικότητα, τα αστικά συμφέροντα εμφανίζονται ως αφηρημένα γενικά, ολικά. Η κρατούσα τάξη εμφανίζει τους σκοπούς της σαν τους μόνους λογικούς, αποδεκτούς και νόμιμους, ως αντιπροσωπευτικούς του συνόλου του κοινωνικού σώματος. Το κυρίαρχο υποκρίνεται το συνολικό, με την αυταρχική πυγμή του κράτους, ως κατασταλτικού μηχανισμού προάσπισης των αστικών συμφερόντων. «Η σύγχρονη κρατική εξουσία δεν είναι παρά μια επιτροπή που διευθύνει τις κοινές δραστηριότητες ολόκληρης της αστικής τάξης.». (17)

Για τον αστό, ο κόσμος της κυριαρχίας του συνιστά όπως λέει ο Μαρξ «τον πιο ευτυχισμένο από όλους τους δυνατούς κόσμους», στη διατήρηση του οποίου, ενεργοποιείται η αστική πολιτοφυλακή του ιστορικισμού(18), παραθέτοντας την ιστορία ως αριθμολάγνο χρονικό, στιλβωμένο με τη λάμψη του επικού στοιχείου. «…Διανοητές», «φιλόσοφοι», ιδεολόγοι… θεωρούνται με τη σειρά τους σαν οι κατασκευαστές της ιστορίας, σαν «το συμβούλιο των φυλάκων», σαν εξουσιαστές. Μονομιάς εξαλείφονται όλα τα υλιστικά στοιχεία της ιστορίας και μπορείς ατάραχα να ξαμολήσεις το θεωρητικοφιλοσοφικό σου άτι».(19)

Η ηθική λοιπόν, το περιεχόμενο που ανά εποχή αποκτούν οι έννοιες του καλού και του κακού, της αρετής και της κακίας, του μεμπτού και του άμεμπτου, είναι γόνοι του εκάστοτε ταξικού νικητή, μέσα στην πορεία εξέλιξης της ιστορικής χρονικότητας. Η φαρισαϊκή παρουσίαση του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντος ως κοινού σε όλους, καθολικού, συντονίζεται από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, το ταξικό εποικοδόμημα όπως έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι, αποκτώντας τη ρητορική της νομοτέλειας και υιοθετώντας χαρακτηριστικά μυστικισμού, ανεξήγητης ερμηνείας, ως συνέπεια της αλλοτρίωσης του ατόμου από το προϊόν της εργασίας του. «Ο Μαρξ υποδεικνύει ότι η σκέψη και η δραστηριότητα των ανθρώπων στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, καθορίζεται από το φαινόμενο… του φετιχισμού των εμπορευμάτων, και ο φετιχισμός του υλικού κόσμου είναι παράλληλος με ένα φετιχισμό των ιδεών, με τη μορφή της ιδεολογίας. Με την έννοια αυτή…, περιγράφει την αυτονόμηση των κοινωνικών φαινομένων από τις συνθήκες γέννησής τους… [έτσι ώστε](20), τα κοινωνικά φαινόμενα να εμφανίζονται σαν φυσιολογικά, παγκόσμια, και αμετάβλητα». (21)

Και αν η ανθρώπινη εργασία συνιστά πηγή κάθε πλούτου, στις καπιταλιστικές συνθήκες κατοχής ατομικής ιδιοκτησίας, η ανθρώπινη παραγωγή απολύει την αξία χρήσης της, εντασσόμενη στη διαδικασία των εμπορικών ανταλλαγών, εκπίπτει σε ανταλλακτική αξία, αποκτά, «μια ιδιαίτερη δυναμική, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Όλα τα αγαθά που κυκλοφορούν στην αγορά παύουν να είναι φυσικά αντικείμενα…γίνονται εμπορεύματα. Η αξία τους γίνεται αντιληπτή, όχι σαν έκφραση των κοινωνικών συνθηκών, αλλά σαν αυτόνομη ιδιότητα των εμπορευμάτων. Σε αναλογία με το φετιχισμό του εμπορίου, εξελίσσονται και τα προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης σε «ιδέες», γίνονται αυτόνομα αντικείμενα που δείχνουν να κατευθύνουν την πορεία της ιστορίας. Όμοια με τα υλικά αγαθά έτσι και τα προϊόντα της πνευματικής εργασίας κάνουν να λησμονούμε ότι δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δραστηριότητας των ζωντανών ανθρώπων…». (22)

Η τάξη των αστών, προς εκπλήρωση του στόχου της ανταγωνιστικής ροής του κεφαλαίου, εκμηδένισε όσο μπορούσε την ελευθερία βούλησης, κατέστρεψε κυνικά τους κοινοτικούς δεσμούς, μετέτρεψε τη φύση σε εμπόρευμα, κατέστησε «κυρίαρχο στην Ιστορία το χυδαίο αστικό υλισμό, όπου η ελευθερία του ατόμου περιορίζεται στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος»(23), έστρεψε τους εργάτες εναντίων των ομοίων τους. «…Το εμπόριο, που δεν είναι ωστόσο τίποτα άλλο από την ανταλλαγή των προϊόντων διαφόρων ατόμων και εθνών …εξουσιάζει ολόκληρο τον κόσμο με τη σχέση προσφοράς και ζήτησης σχέση που, όπως λέει ένας άγγλος οικονομολόγος, απλώνει τα φτερά της πάνω στη γη σαν την αρχαία μοίρα και με αόρατο χέρι μοιράζει ευτυχία και δυστυχία ανάμεσα στους ανθρώπους, στήνει και γκρεμίζει αυτοκρατορίες, γεννάει και εξαφανίζει λαούς…».(24) Μπολιάζοντας τη σύγχρονη κοινωνία των μισθωτών δούλων, με το γιατροσόφι του πασιφισμού και της τεχνικής προόδου, η αστική τάξη περιφρόνησε κυνικά τις ηθικές αρχές της πατρίδας, της αντίστασης, της αξίας της ανθρώπινης ζωής, υπηρετώντας φρικαλέα το σύνθημα Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. «…Το κεφάλαιο χρησιμοποιεί τις επιστημονικές προόδους για να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικότερα την εργατική δύναμη. Κάθε πρόοδος στην επιστήμη και την τεχνολογία, κατά τον Μαρξ, συνιστά ένα μαρτυρολόγιο του παραγωγού. Συνεπώς οι σύγχρονες μορφές δουλείας και ανελευθερίας υπάρχουν, πριν απ’ όλα και κυρίως, στο χώρο της παραγωγής και γενικότερα της μισθωτής εργασίας και επεκτείνονται στη συρρίκνωση των θεσμών της αστικής δημοκρατίας. Και πέρα από τις «αναπτυγμένες» χώρες πρέπει να σημειώσουμε τις νέες μορφές δουλείας στο λεγόμενο τρίτο κόσμο και τις νέες μορφές βαρβαρότητας των πολέμων της Νέας Τάξης».(25) Τα αστικά συμφέροντα, κινούμενα από την ατέρμονη άγρα του κέρδους, υποκριτικά ενδεδυμένα το φιλεύσπλαχνο ρόλο της συμπονούσας στην ανθρώπινη ύπαρξη, δύναμης, δε διστάζουν να τη θυσιάσουν αλύπητα σε ενδοϊμπεριαλιστικές πολεμικές επιχειρήσεις, προ-συντάσσοντας συμβόλαια θανάτου(26), στο βωμό του πολιτικού αμοραλισμού του Θεού Χρήμα. Είναι, όπως καταθέτει αποκαλυπτικά ο Λέων Τρότσκι, οι ίδιοι άνθρωποι που, σε άλλες περιπτώσεις, στο όνομα άλλων απόλυτων αξιών, παραδείγματος χάριν, η τιμή του έθνους ή το γόητρο του μονάρχη, είναι έτοιμοι να σπρώξουν εκατομμύρια ανθρώπους στην κόλαση του πολέμου. Σήμερα, ο εθνικός τους ήρωας είναι ο υπουργός που έδωσε διαταγή να πυροβοληθούν άοπλοι εργάτες, στο όνομα του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας, και αύριο, όταν το απελπισμένο χέρι του άνεργου εργάτη θα σφίξει στη γροθιά του ένα όπλο, θα αρχίσουν να λένε του κόσμου τις ανοησίες για το απαράδεκτο της βίας σε οποιαδήποτε μορφή.(27)

«Λοιπόν, ενώ οι φυγάδες δουλοπάροικοι ήθελαν μόνο να αναπτύξουν ελεύθερα, τους ήδη θεμελιωμένους όρους ύπαρξής τους και να τους αξιοποιήσουν, μα δεν έφταναν σε τελευταία ανάλυση παρά στην ελεύθερη εργασία, οι προλετάριοι από τη μεριά τους οφείλουν, αν θέλουν να προβληθούν σαν πρόσωπα, να καταργήσουν τον ίδιο τον όρο της προηγούμενης ύπαρξής τους, που είναι συνάμα όρος ύπαρξης όλης της κοινωνίας ως τις μέρες μας, θέλω να πω, την εργασία. …Βρίσκονται γι’ αυτό σε άμεση αντίθεση με τη μορφή που τα άτομα της κοινωνίας έχουν ως τώρα εκλέξει για έκφραση του συνόλου, δηλαδή σε αντίθεση με το κράτος, και …χρειάζεται να ανατρέψουν αυτό το κράτος για να πραγματώσουν την προσωπικότητά τους».(28)

Η εμφάνιση του ιστορικού υλισμού στο προσκήνιο της ιστορίας προϋποθέτει την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, το σχηματισμό αστικής και κατ’ επέκταση εργατικής τάξης και τις αντίστοιχες τεχνολογικές, επιστημονικές και ιδεολογικές εξελίξεις του βιομηχανικού πολιτισμού, δια μέσων της ιστορικής υπέρβασης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. «Η αστική τάξη, κατά τον Μαρξ, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την εργατική και το αντίστροφο. Αλλά η εργατική τάξη βιώνει την ύπαρξή της αστικής σαν τη δική της μη ύπαρξη. Οι δύο πόλοι της αντίθεσης, συνεπώς, δεν είναι ισοδύναμοι. Η αστική τάξη… είναι το συντηρητικό στοιχείο, αυτή που θέλει να διατηρήσει την αντίθεση, ενώ η εργατική τάξη είναι το «ανήσυχο» επαναστατικό στοιχείο: αυτή που θέλει να καταργήσει την αντίθεση, καταργώντας την αστική τάξη και μαζί μ’ αυτήν και τον ίδιο τον εαυτό της σαν προλεταριάτο»(29). Μα η ωρίμανση των αντιθέσεων του καπιταλισμού, δεν συντελείται με έναν αυτόματο, υπέρ-ιστορικό τρόπο. Για να συμβεί αυτό, απαραίτητο είναι να υπάρξει, ένα ανώτερο στάδιο παραγωγής και μαζί ταξική διαίρεση. Η εργατική χειραφέτηση καθίσταται το αποτέλεσμα μιας μακράς επίπονης διαδικασίας με αυθόρμητες εξεγέρσεις, σταδιακή εξέλιξη της κοινωνικής συνείδησης, πολιτική οργάνωση, σφάλματα και αντιφάσεις. «Οι προλετάριοι θα αλλάξουν τον κόσμο, έγραφε ο Μαρξ, όχι γιατί είναι θεοί, αλλά ακριβώς για το αντίθετο»(30). Οι άμεσες και έμμεσες συχνά διαμεσολαβημένες και αδιόρατες – σχέσεις της υλικής βάσης με το ιδεολογικό εποικοδόμημα, καθίσταται ωστόσο διαφανείς με την πάλη των τάξεων – έκφραση των ενδογενών αντιθέσεων της υλικής βάσης της κοινωνίας, σε μία διαλεκτική συνάφεια μεταξύ φύσης και νόησης. «Όπως η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά όπλα της, έτσι και το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα(…). Η κεφαλή αυτής της χειραφέτησης είναι η φιλοσοφία, η καρδιά της είναι το προλεταριάτο».(31)

Έτσι, το ηθικό αίτημα των Μαρξ και Ένγκελς για μια κομμουνιστική κοινωνία με πρώτο στάδιο την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, μετέρχεται της επαναστατικής διεργασίας, ως απελευθερωτικής δύναμης και ιστορικής αναγκαιότητας της εργατικής τάξης που οφείλει να καταργήσει τον εαυτό της ως τέτοιας και συνεπώς το αντίθετό της την ατομική ιδιοκτησία που την καθιστά προλεταριάτο. Στο πνεύμα μιας κοινωνίας ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, θα οικοδομήσει την ηθική της κρίση με αφετηρία την ισότητα και την αυτοδιάθεση του εαυτού. Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, του δικαίου, της φιλοσοφίας και κάθε άλλης θεωρίας, επισημαίνουν, δεν είναι η κριτική μα η επανάσταση. «Εντούτοις, η κοινή κατοχή των μέσων παραγωγής, ενώ είναι αναγκαίος, δεν είναι και επαρκής όρος για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Αντίθετα με τις μαρξίζουσες φλυαρίες, ο χώρος της εργασίας, κατά τον Μαρξ, ανήκει στο βασίλειο της ανάγκης. Ο χώρος της ελευθερίας αρχίζει πέρα από το χώρο της καθαυτό υλικής παραγωγής. Πέρα από εκεί δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ατόμου ως καθεαυτό αξίας, στο εσωτερικό των νέων κοινωνικών σχέσεων. Η ελευθερία είναι δυνατότητα και διαδικασία. Είναι δυνατότητα ενδοκοσμική και όχι φανταστική κατάσταση στο χώρο της μεταφυσικής»(32). Ζητούμενο λοιπόν και επιτακτική αναγκαιότητα συνάμα, παραμένει η κομμουνιστική κοινωνία, «…στην οποία κανένας δεν έχει μια αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, μα μπορεί να τελειοποιηθεί σε όποιον κλάδο του αρέσει, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή, πράγμα που μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω σήμερα αυτό και αύριο το άλλο, να κυνηγάω το πρωί, να ψαρεύω το μεσημέρι, να ασχολούμαι με την κτηνοτροφία το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το φαγητό, ανάλογα με το κέφι μου, χωρίς ποτέ να γίνω ψαράς, κυνηγός ή κριτικός».(33)

Για τον Κάρολο Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένκγελς, «ο κομμουνισμός δεν ήταν ένα ηθικό ιδεώδες, αλλά ένα πραγματικό κίνημα που γεννιόταν από την υπάρχουσα πραγματικότητα. Γι’ αυτούς, ο ρόλος της θεωρίας του σοσιαλισμού, δεν ήταν να κατασκευάσει το τέλειο μοντέλο της μελλοντικής (τέλειας) σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά να αναλύσει τη φύση, τις αντιθέσεις, το αδιέξοδο του καπιταλισμού και ταυτόχρονα τους αντικειμενικούς όρους που κάνουν αναγκαίο το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό δεν περιέγραψαν τα χαρακτηριστικά της μελλοντικής κοινωνίας. Προσδιόρισαν μόνο τις γενικές νομοτέλειες της επανάστασης και τις βάσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας: την ανάγκη για ανατροπή του κράτους των αστών και τη δημιουργία του κράτους της εργατικής τάξης, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη φύση του νέου κράτους και το μελλοντικό μαρασμό του. …»Η ανθρωπότητα δεν θέτει ποτέ πάρα μόνο προβλήματα που μπορεί να λύσει…»».(34)

Έλενα Χοχλάκη

Σημειώσεις

  1. Η μελέτη αφορά στον 1ο τόμο της Γερμανικής Ιδεολογίας.
  2. Κ. Μαρξ Φρ. Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, μτφ. Λ. Μιχαήλ, Αναγνωστίδης, τομ. α’, σ. 48-49.
  3. Εννοείται ο Μπρούνο Μπάουερ που υποστήριξε «πως μόνο η κριτική και οι κριτικοί έκαναν την ιστορία». Βλ. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 44.
  4. Έτσι αποκάλεσε ο Μαρξ την αστική τάξη.
  5. Ευτ. Μπιτσάκης Καρλ Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, Gutenberg, 1983, σ. 34.
  6. Κ. Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 34.
  7. Κ. Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 34.
  8. Η διευκρίνιση μέσα στην αγκύλη δική μου.
  9. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 25.

10 Κ. Μαρξ-Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 38.

11 Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 27.

12 Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 17-18.

13 Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 32.

14 Του Αύγ. Μπαγιώνα, από συζήτηση με τους Γ. Μανιάτη και Ευτ. Μπιτσάκη, με θέμα «Το Αίτημα της Ελευθερίας», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 30-3-2003.

  1. L. Dohn C. Fritzsche Φιλελευθερισμός-Συντηρητισμός, μτφ. Κ. Κορδελά, Παρατηρητής, 1992, σ. 16-17,14.
  2. Φιλελευθερισμός-Συντηρητισμός, όπ. π. σ. 67 – 68, 71.
  3. Κ. Μαρξ Φρ. Ένγκελς Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, μτφ. Γ. Κόττης, Θεμέλιο, 1999, σ. 48.
  4. Η έννοια του «ιστορικισμού», είναι δανεισμένη από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και το έργο του, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφ Μ. Παράσχης, Ουτοπία, 1983.
  5. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 53.
  6. Η διευκρίνιση δική μου.
  7. K. Lenk Πολιτική Κοινωνιολογία, μτφ. Φ. Κακαβέσης, Παρατηρητής, σ. 194.
  8. Πολιτική Κοινωνιολογία, όπ. π. σ. 194 – 195.
  9. Ευτ. Μπιτσάκης, Εφ. ΠΡΙΝ, όπ. π.
  10. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 35.
  11. Ευτ. Μπιτσάκης, Εφ. ΠΡΙΝ, όπ. π.
  12. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη στρατιωτική εισβολή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Ιράκ.
  13. Λ. Τρότσκι Ενάντια στην Ατομική Τρομοκρατία, μτφ. Α. Δαμασκηνός, Τροτσκιστικές Εκδόσεις, 2002, σ. 22.
  14. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 76.
  15. Κ. Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 26-27.
  16. Κ. Μαρξ ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 27.
  17. Κ. Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 29.
  18. Ευτ. Μπιτσάκης, Εφ. ΠΡΙΝ, όπ. π.
  19. Η Γερμανική Ιδεολογία, όπ. π. σ. 33.
  20. Κ. Μαρξ Ο Θεωρητικός του Προλεταριάτου, όπ. π. σ. 43-44.

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3437

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s