του Joao Machado
Βραζιλία:
Για έναν αριστερό αναπροσανατολισμό, μετά από εννέα μήνες, της κυβέρνησης Λούλα
Στο άρθρο αυτό ο Joao Machado, μέλος του Συντονιστικού της τάσης Σοσιαλιστική Δημοκρατία του ΡΤ, που συσπειρώνει τα μέλη του ΡΤ που αναφέρονται στην 4η Διεθνή, παρουσιάζει τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στη Βραζιλία μετά από 9 μήνες κυβέρνησης Λούλα και την ανάγκη είτε για μια στροφή προς τα αριστερά της κυβέρνησης αυτής, είτε της σύγκρουσης μαζί της.
Οι 9 μήνες της ύπαρξης της κυβέρνησης του Λουίς Ιγνάτσιο Ντα Σίλβα (Λούλα) έδειξαν τον αντιφατικό της χαρακτήρα με τρόπο εντυπωσιακό. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες εκπλήξεις, σημειώνουμε εκείνη μιας οικονομικής πολιτικής σε πλήρη συνέχεια μ’ εκείνη της προηγούμενης κυβέρνησης που το Κόμμα των Εργαζομένων (ΡΤ) είχε καταπολεμήσει και της δημιουργίας μιας κοινοβουλευτικής και πολιτικής βάσης υποστήριξης που ενσωματώνει όλες σχεδόν τις δυνάμεις τις δεξιάς που υπάρχουν στη χώρα. Πράγματι από τις δυνάμεις της δεξιάς, μόνο εκείνες που μετείχαν στην κυβέρνηση του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο το Βραζιλιανό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSDB) και το Κόμμα του Φιλελεύθερου Μετώπου (PFL) αποτελούν τυπικά την αντιπολίτευση, ωστόσο τα κόμματα αυτά συνέπραξαν με την κυβέρνηση σε μερικές από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της, όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ας σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται εδώ για μια ανακολουθία του PSDB και του PFL: το νομοσχέδιο της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που παρουσίασε η κυβέρνηση επαναλάμβανε τις γενικές γραμμές των προηγούμενων νομοσχεδίων των κομμάτων αυτών, που δεν είχαν εγκριθεί, σε μεγάλο βαθμό, λόγω της αντίδρασης του ΡΤ. Για το θέμα αυτό, η κυβέρνηση Λούλα αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τομείς του κοινωνικού κινήματος και, στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, με την αριστερά του ΡΤ και με τμήματα άλλων κομμάτων της αριστεράς.
Από την άλλη, ωστόσο, η εξωτερική πολιτική, εκείνη της αγροτικής μεταρρύθμισης και άλλων τομέων της κυβέρνησης Λούλα, ήταν συνεπείς με το ιστορικό πρόγραμμα του ΡΤ. Στους τομείς αυτούς σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης, ενώ αντιμετωπίζονται μεγάλες δυσκολίες λόγω των μέχρι σήμερα γενικότερων πολιτικών και οικονομικών επιλογών της κυβέρνησης.
Ένας αρχικός απολογισμός της κυβέρνησης
Οι μεγάλες αντιφάσεις που αναφέρθηκαν κάνουν πολύπλοκη την προσπάθεια ενός απολογισμού αυτής της διαδικασίας. Είναι όμως αναγκαίο να τον κάνουμε.
Δεδομένου του βάρους που έχουν στον καθορισμό των δυνατοτήτων του συνόλου της κυβερνητικής πολιτικής, είναι σκόπιμο να αρχίσουμε από τον απολογισμό των γενικών πολιτικών επιλογών και της οικονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε.
Η ηγετική ομάδα επέλεξε την αποφυγή μιας συνολικής σύγκρουσης με τις κυρίαρχες τάξεις, ντόπιες και ξένες. Ακόμη περισσότερο: προσπαθεί να διατηρήσει έναν αρκετά μεγάλο βαθμό συμφωνίας μαζί τους. Ο πολιτικός άξονας της κυβέρνησης ήταν η διεύρυνση των συμμαχιών της με τους ιστορικούς πολιτικούς αντίπαλους του ΡΤ, απαιτώντας ταυτόχρονα την υπομονή του λαού γενικά και των κοινωνικών κινημάτων ιδιαίτερα.
Αυτό οδήγησε σε μια απομάκρυνση από αυτό που το κείμενο που υιοθέτησε η εθνική συνδιάσκεψη του ΡΤ του Δεκέμβρη 2001 καθόριζε σαν “τον δημοκρατικό άξονα” του προγράμματος του κόμματος: τη στήριξη στις λαϊκές κινητοποιήσεις για να υλοποιηθούν τα μέτρα που θα συναντήσουν την αντίσταση των κυρίαρχων τάξεων και τον προσανατολισμό προς τη δημιουργία μηχανισμών συμμετοχικής δημοκρατίας. Πράγματι, αν και ορισμένες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και των κοινωνικών κινημάτων μπορούν να θεωρηθούν σαν αρχικά στάδια στην κατεύθυνση της συμμετοχικής δημοκρατίας, όπως η διαδικασία διαλόγου σε διάφορους τομείς και για διάφορα θέματα, που διατηρούν ανοιχτά ορισμένα κανάλια διαλόγου με την κοινωνία, δεν είναι αυτό που κυριαρχεί. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν έφερε με καμία έννοια τις κεντρικές της επιλογές και ιδιαίτερα την οικονομική της πολιτική σε οποιαδήποτε μορφή διαλόγου με τα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία.
Νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική
Η μακροοικονομική πολιτική τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της συνέχειας και δεν υπάρχει κανένα αξιόλογο σημάδι αναζήτησης μιας μετάβασης προς μια άλλη πολιτική. Η κυβέρνηση επέλεξε την δημοσιονομική λιτότητα κύρια αυξάνοντας «το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα» (που αποτελείται από το σύνολο των εσόδων του Κράτους μείον τις δαπάνες του πλην εκείνων που κατευθύνονται στην πληρωμή του δημόσιου χρέους) την συντηρητική αποπληθωριστική πολιτική (αύξηση των επιτοκίων) και την αναζήτηση της εμπιστοσύνης της χρηματιστικής αγοράς.
Η κατεύθυνση αυτή συνέβαλε στο σταμάτημα της πτώσης της τιμής του βραζιλιανού νομίσματος το Ρεάλ γνώρισε και μια αξιόλογη αύξηση της τιμής του και στην αξιοπρόσεκτη μείωση του πληθωρισμού. Ο κίνδυνος μιας άμεσης κρίσης απομακρύνθηκε. Αλλά, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αυτό δεν οφείλεται κύρια σε μια εξυγίανση που θα δικαιολογούσε την «εμπιστοσύνη» στη βραζιλιάνικη οικονομία, αλλά στην εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων που ευνοούνται τόσο από τη διεθνή συγκυρία των τελευταίων μηνών, όσο και από τα υψηλά επιτόκια της Βραζιλίας.
Επομένως τα αποτελέσματα αυτά είναι πολύ προσωρινά. Στην πραγματικότητα δεν μειώθηκε καθόλου η εξάρτηση από το εξωτερικό της βραζιλιάνικης οικονομίας. Είναι αντίθετα σημαντικό να σημειωθούν οι σοβαρές αρνητικές συνέπειες της οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε: μια βαθιά ύφεση (με την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη στα τέλη του 2003 θα έχουμε στασιμότητα), μια απότομη άνοδο της ανεργίας (που έσπασε το ιστορικό της ρεκόρ τον Αύγουστο) και την πτώση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων και όλης της κοινωνίας (όλα αυτά επιβεβαιώνονται από διάφορες στατιστικές που δημοσιεύθηκαν). Εξάλλου ο συνδυασμός ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και υψηλών επιτοκίων συνεπάγεται μια τεράστια μεταφορά πλούτου προς τους ιδιοκτήτες των χρηματιστικών μηχανισμών, δηλαδή προς τους πλουσιότερους τομείς. Αν το εισόδημα του συνόλου του πληθυσμού μειώθηκε, ταυτόχρονα συγκεντρώθηκε ακόμη περισσότερο. Η δημοσιονομική λιτότητα, τέλος, επέβαλε περιορισμούς σε όλες τις πολιτικές της κυβέρνησης.
Οι αρνητικές συνέπειες αυτής της μακροοικονομικής πολιτικής θα είναι δύσκολο να ξεπεραστούν. Για όλη τη θητεία της κυβέρνησης Λούλα είναι προγραμματισμένη η διατήρηση ενός υψηλού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, γεγονός που περιορίζει τα περιθώρια των δημοσίων επενδύσεων. Η πτώση των κοινωνικών εσόδων εμποδίζει τις ιδιωτικές επενδύσεις. Έτσι ακόμα και σε περίπτωση μείωσης των επιτοκίων (κάτι που, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού, αποτελεί τμήμα της λογικής της μονεταριστικής πολιτικής που ακολουθείται και δεν θα είναι με κανένα τρόπο σημάδι εγκατάλειψής της) η οικονομική ανάκαμψη θα τείνει να περιοριστεί και θα είναι προσωρινή λόγω της τρωτής από εξωτερικούς παράγοντες βραζιλιάνικης οικονομίας.
Αποτέλεσμα κύρια της οικονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε, και ιδιαίτερα της ξέφρενης αναζήτησης της «εμπιστοσύνης» της αγοράς, η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος χρεώνεται με έναν ιδιαίτερα αρνητικό απολογισμό. Το σχέδιο της κυβέρνησης χτύπησε άγρια τους δημόσιους υπαλλήλους και την CUT (Ενιαία Συνομοσπονδία Εργαζομένων), δηλαδή τις κοινωνικές δυνάμεις που έπαιξαν έναν αποφασιστικό ρόλο στη νίκη του Λούλα. Στο εσωτερικό του ΡΤ, και ιδιαίτερα στην ενεργό αγωνιστική του βάση, αυτό προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια. Έστω και αν οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν σε επιμέρους τροποποιήσεις του σχεδίου, οι τροποποιήσεις αυτές δεν αρκούν για να αλλάξουν τον χαρακτήρα του.
Μια νέα εξωτερική πολιτική
Μέχρι σήμερα η εξωτερική πολιτική ήταν η θετικότερη όψη του προσανατολισμού της κυβέρνησης. Πέρα από τη στάση που υιοθέτησε ενάντια στην επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ και τα βήματα προς την επιβεβαίωση μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να υπογραμμιστούν οι προσπάθειες οικοδόμησης μιας νοτιοαμερικάνικης ενότητας και εκείνες με στόχο την δημιουργία ενός μετώπου των «υπό ανάπτυξη» χωρών που θα μπορούσε να αντισταθεί στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως φάνηκε στη σύσκεψη του ΠΟΕ στο Κανκούν. Επίσης η Βραζιλία αντιτάχτηκε στις ΗΠΑ σχετικά με το σχέδιο της µώνης Ελεύθερου Εμπορίου των Αμερικών (NAFTA). Αν και οι διαπραγματεύσεις για το θέμα αυτό συνεχίζονται, η κυβέρνηση προσπάθησε να μειώσει τη σημασία τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να δεχθεί μια «λάιτ» εκδοχή του σχεδίου, από την οποία θα αποκλειόταν οι τομείς που ξεπερνούν τα εμπορικά όρια (όπως η ρύθμιση των κρατικών εσόδων και των επενδύσεων) και απαιτώντας σημαντικές παροχές από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, με δεδομένη την αδυναμία της χώρας απέναντι στις πιέσεις από το εξωτερικό και τις διαφωνίες μέσα στην κυβέρνηση, το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής παραμένει αβέβαιο. Έτσι η πρόταση για ένα δημοψήφισμα, που προωθεί η πανηπειρωτική εκστρατεία ενάντια στη ZLEA, για να πετύχει την ολοκληρωτική απόρριψη του σχεδίου, παραμένει στην επικαιρότητα.
Στον αντίποδα της πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών κινούνται οι τομείς της εξωτερικής πολιτικής που προέρχονται από το Υπουργείο Οικονομικών, όπως οι σχέσεις με το ΔΝΤ. Εδώ κυριαρχεί μια συντηρητική θέση. Αυτό δημιούργησε πρόσφατα μια παράδοξη κατάσταση: όταν ο πρόεδρος της Αργεντινής διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία συγκρουόμενος (μερικά) με τις πιέσεις του ΔΝΤ, είχε την υποστήριξη των αρχηγών των Λατινοαμερικάνικων κρατών, ακόμη και εκείνη των ΗΠΑ, αλλά όχι και εκείνη του Λούλα….. Ο τύπος έγραψε ότι ο Κίρσνερ διαμαρτυρήθηκε για την υπερβολική υποχωρητικότητα της βραζιλιάνικης κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό, κάτι που φαίνεται πιθανόν. Από τη μεριά του ο Λούλα απάντησε στις επικρίσεις κατηγορώντας τον ότι αποδέχθηκε υπερβολικές επεμβάσεις του ΔΝΤ με το αμφισβητούμενο επιχείρημα ότι οι πιό αμφιλεγόμενες επιλογές όπως το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 4,25% του ΑΕΠ αποφασίστηκαν από τη βραζιλιάνικη κυβέρνηση ανεξάρτητα από τις πιέσεις ….
Φαίνεται ότι μεγάλο μέρος των πιο αντιδημοφιλών οικονομικών αποφάσεων δεν ελήφθησαν από την κυβέρνηση λόγω των πιέσεων του ΔΝΤ. Για παράδειγμα τώρα διεξάγεται μια συζήτηση για τη χρησιμότητα μιας νέας συμφωνίας με το ΔΝΤ και πολλοί κυβερνητικοί τομείς είπαν ότι αυτή εξαρτάται από τη δυνατότητα ή όχι διαπραγμάτευσης πιο ελαστικών όρων ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την μέθοδο υπολογισμού του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, με τρόπο ώστε να επιτρέπει μεγαλύτερες δημόσιες επενδύσεις και να αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες (πληρώνοντας, για παράδειγμα, τις αποζημιώσεις για τις εκτάσεις που αναδιανέμονται στα πλαίσια της αγροτικής μεταρρύθμισης με τους τίτλους του αγροτικού δανείου κάτι που, σύμφωνα με την ισχύουσα μέθοδο, θα υπολογιζόταν σαν εσωτερικό χρέος και θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα). Στη συζήτηση αυτή, ο Παλότσι, υπουργός των Οικονομικών, αντιτάχθηκε σε κάθε αξιόλογη ελαστικοποίηση, ακόμη και αν αυτή ήταν αποδεκτή από το ΔΝΤ. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ο πυρήνας που καθορίζει σήμερα τη βραζιλιάνικη οικονομική πολιτική, δείχνει πιο ορθόδοξα συντηρητικός από το ίδιο το ΔΝΤ.
Η αγροτική μεταρρύθμιση κλειδωμένη
Ο συντηρητισμός της οικονομικής πολιτικής υπήρξε ένα σημαντικό εμπόδιο για την αγροτική μεταρρύθμιση. Από τη δημιουργία της κυβέρνησης Λούλα, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, γνωστό και σαν Υπουργείο Αγροτικής Μεταρρύθμισης όπου προΐσταται ο Μιγκέλ Ροσσέτο από την τάση Σοσιαλιστική Δημοκρατία του ΡΤ και διαφορετικό από το Υπουργείο Γεωργίας όπου προΐσταται ένας άνθρωπος των γαιοκτημόνων, δημιούργησε μια εποικοδομητική σχέση με τα αγροτικά κοινωνικά κινήματα και αναζήτησε έναν πλατύ διάλογο με την κοινωνία. Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα αντίληψη για την αγροτική μεταρρύθμιση και την οικογενειακή και τη συνεταιριστική γεωργία, ενταγμένη σε ένα σχέδιο αλλαγής της οικονομίας και της κοινωνίας. Ο άμεσος στόχος είναι η σωτηρία των εγκαταστάσεων των ακτημόνων αγροτών που έγιναν από την προηγούμενη κυβέρνηση (και δεν τους χορηγήθηκε κανένα μέσο για την καλλιέργεια των εκτάσεων που τους παραχωρήθηκαν) για να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα ιθαγένειας και να ξεπεράσουν την αποδιοργάνωση της παραγωγής. Η χρηματοδότηση της σοδειάς των μικρών παραγωγών και η ανάπτυξη εναλλακτικών οικονομικών επιλογών για να επιβιώσουν αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν τα πρώτα συγκεκριμένα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας. Εξάλλου, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε ότι θα τακτοποιήσει επειγόντως, μέσα στο 2003, άλλες 60.000 οικογένειες που ζουν σε καταυλισμούς. Το Υπουργείο, τέλος, έδειξε την απόφαση του να συγκρουστεί με την εγκληματική ένοπλη αντίσταση των γαιοκτημόνων, που οργανώνουν ιδιωτικές ένοπλες ομάδες. Εκφράζεται υπέρ μιας άμεσης και σθεναρής δράσης με στόχο την τιμωρία των υπεύθυνων και την παρεμπόδιση τους από του να δημιουργήσουν ένα «κράτος γαιοκτημόνων» στην ύπαιθρο.
Ωστόσο η πολιτική αυτή παρεμποδίζεται από τους περιορισμούς του προϋπολογισμού που επιβάλλει η οικονομική πολιτική που ακολουθείται. Έτσι, για παράδειγμα, η δέσμευση για την τακτοποίηση 60.000 ακτημόνων οικογενειών μέσα στο 2003 δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί γιατί δεν υπάρχουν τα μέσα για την αγορά των αναγκαίων εκτάσεων από τους γαιοκτήμονες. Αυτό το παράδειγμα, μεταξύ άλλων, αποδεικνύει την αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική αλλαγή που έχει αναγγελθεί και τη διατήρηση των θεμελίων του οικονομικού μοντέλου που κληρονομήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Υποχώρηση για τα ΓΜΠ
Ένα άλλο σημείο υπαναχώρησης που φέρνει σε σύγκρουση τη λογική που επικρατεί στον οικονομικό τομέα της κυβέρνησης με εκείνη άλλων τομέων της είναι το ζήτημα των Γενετικά Μεταλλαγμένων Προϊόντων (ΓΜΠ). Ο συντηρητικότερος τομέας της κυβέρνησης, με επικεφαλής το Υπουργείο Γεωργίας που συνδέεται με τις αγροτικές μεγαλοεπιχειρήσεις, αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της χρήσης ΓΜΠ (αντίθετα με την πολιτική που υποστήριζε παραδοσιακά το ΡΤ στο σύνολο του). Τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Γεωργικής Ανάπτυξης, τα οικολογικά κινήματα, τα αγροτικά κοινωνικά κινήματα (ιδιαίτερα εκείνο των ακτημόνων αγροτών MST), οι προοδευτικοί τομείς της Καθολικής Εκκλησίας και των Εκκλησιών των Ευαγγελιστών, η Ενιαία Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CUT) και η μεγάλη πλειοψηφία του ΡΤ ήταν αντίθετοι σε μια τέτοια φιλελευθεροποίηση. Η κυβέρνηση κατέληξε στη λήψη ενός “Προσωρινού Μέτρου” (ΜΡ) που επιτρέπει την καλλιέργεια ποικιλιών σόγιας γενετικά μεταλλαγμένης μέχρι το 2004, επαναλαμβάνοντας έτσι τη διαδικασία που ήδη χρησιμοποίησε στην αρχή της θητείας της, όταν επέτρεψε την διακίνηση της γενετικά μεταλλαγμένης σόγιας που είχε καλλιεργηθεί παράνομα. Οι επιλογές αυτές συνέβαλαν κατά πολύ στην φθορά της κυβέρνησης στα μάτια των προοδευτικών κοινωνικών κινημάτων. Είναι πιθανόν η ψήφιση τους από τη Βουλή να είναι η επόμενη ευκαιρία μιας σημαντικής σύγκρουσης της κυβέρνησης με τομείς του ΡΤ.
Οι πρώτοι 9 μήνες της κυβερνητικής πολιτικής, εμφανίζουν έτσι μια δυναμική σύγκρουσης, τόσο μέσα στην ίδια όσο και ανάμεσα σε αυτήν και στις κοινωνικές δυνάμεις που συνέβαλαν στην εκλογή της. Οι αντιφάσεις αυτές έγιναν όλο και πιο φανερές. Αν σε ορισμένες περιπτώσεις η κυβέρνηση Λούλα μπόρεσε να εμφανισθεί σαν αλληλέγγυα με τα προοδευτικά κινήματα όπως συνέβη κατά τη σύνοδο του ΠΟΕ στο Κανκούν αντιτάχθηκε μετωπικά στα κινήματα αυτά σε σημαντικά θέματα, όπως η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και η συζήτηση για τα ΓΜΠ. Σε άλλα θέματα, όπως εκείνο της αγροτικής μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της εξαιτίας των περιορισμών του προϋπολογισμού και της συντηρητικής αντίληψης της οικονομικής πολιτικής, γεγονός που οδήγησε τα αγροτικά κοινωνικά κινήματα να διεκδικήσουν ό,τι τους οφείλουν πιο δυναμικά.
Η οικονομική πολιτική, που διατηρεί την αδυναμία στις πιέσεις από το εξωτερικό και επιβάλλει νεοφιλελεύθερες ρυθμιστικές πολιτικές, βρίσκεται έτσι στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Αυτή η πολιτική επιλογή είναι που μέχρι σήμερα δίνει το κυρίαρχο πνεύμα στην κυβέρνηση.
Τα κοινωνικά κινήματα απέναντι στην πολυπλοκότητα
Μπροστά στην κατάσταση αυτή τα κοινωνικά κινήματα αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μια σοβαρή μεταβολή του τρόπου δράσης τους. Η εκλογή του Λούλα στην προεδρία, που ταυτιζόταν με μια ήττα του νεοφιλελευθερισμού, εξέφραζε μια νίκη του συνδικαλιστικού και λαϊκού κινήματος και ανανέωνε τις οργανωτικές και κινηματικές δυνατότητες του. Αλλά ταυτόχρονα οι δυσμενείς για το κίνημα κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν, με πρώτη την ανεργία. Εάν άλλαξαν οι πολιτικές συνθήκες, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Λούλα υπερασπίστηκε και υλοποίησε πρακτικές αντίθετες με τις επιθυμίες των κοινωνικών κινημάτων τα έβαλε σε ένα νέο, πιο πολύπλοκο, πλαίσιο. Η φάση αναμονής από την κυβέρνηση δίνει τη θέση της σε μια νέα φάση, που περιλαμβάνει μια κριτική συμπεριφορά προς διάφορους τομείς της πολιτικής της και μια διαδικασία αναδιοργάνωσης, ενοποίησης και κινητοποίησης των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την πίεση στην κυβέρνηση και την αμφισβήτηση των επιλογών της.
Η πρόσφατη δημιουργία του Συντονιστικού των κοινωνικών κινημάτων με πρωτοβουλία της Ενιαίας Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (CUT), του Κινήματος των Ακτημόνων Αγροτών (MST), της Παγκόσμιας Πορείας Γυναικών, της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης και άλλων δομών αποτελεί ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση αυτή. Δημιουργήθηκε από την πεποίθηση ότι μόνο μια αρκετά ισχυρή και ενωτική λαϊκή κινητοποίηση μπορεί να εξασφαλίσει τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Η πλειοψηφία των κινημάτων που συμμετέχουν έχουν ήδη την εμπειρία μιας κοινής δράσης με την εκστρατεία ενάντια στη NAFTA, γεγονός που συνέβαλε στην υιοθέτηση μιας κριτικής θεώρησης απέναντι στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Λούλα. Το Συντονιστικό προχώρησε αρχικά σε μια εκστρατεία για την απασχόληση, που θεωρήθηκε σαν η κύρια κοινή δραστηριότητα, εκτιμώντας ότι ο αγώνας αυτός έχει σήμερα τη μεγαλύτερη δυνατότητα κινητοποίησης και επιτρέπει την πλατύτερη ενότητα. Η εκστρατεία αυτή βασίζεται σε μια πλατειά πλατφόρμα, που περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, την αγροτική μεταρρύθμιση, την εθνική ακεραιότητα και την επανεισαγωγή στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού ρόλου του κράτους.
Είμαστε λοιπόν μπροστά σε μια σημαντική πολιτικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων με κύριο άξονα τον επανακαθορισμό του ρόλου τους απέναντι στην κυβέρνηση. Η συμβολή στην ανάπτυξη της διαδικασίας αυτής στην κατεύθυνση της επιβεβαίωσης των κοινωνικών κινημάτων ως βασικού τμήματος της σύγκρουσης για τον προσανατολισμό της κοινωνίας και της κυβέρνησης αποτελεί σήμερα το κύριο καθήκον της βραζιλιάνικης αριστεράς. Ο συσχετισμός των δυνάμεων μέσα στην κυβέρνηση, δυσμενής για τους εργαζόμενους σήμερα, δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με ισχυρές κοινωνικές κινητοποιήσεις που θα υπερασπίζουν μια εναλλακτική συνολική πολιτική.
Μια πλατφόρμα για αλλαγή κατεύθυνσης
Η επεξεργασία μιας πλατειάς πλατφόρμας για να εμπλουτισθεί και να προσανατολισθεί η προγραμματική συζήτηση μέσα στην κοινωνία έχει σήμερα κεντρική σημασία. Μια τέτοια πλατφόρμα θα μπορούσε να περιστρέφεται, μεταξύ άλλων, γύρω από τα παρακάτω στοιχεία :
- Την κατανόηση ότι η λαϊκή συμμετοχή στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων αποτελεί ένα αποφασιστικό στοιχείο για την επιβεβαίωση μιας κυβέρνησης της αριστεράς (η συμμετοχική δημοκρατία είναι ένας από τους άξονες του κυβερνητικού προγράμματος που υιοθέτησε η ΧΙΙη εθνική συνδιάσκεψη του ΡΤ, που έγινε στα τέλη του 2001 στη Ρεσίφε).
- Μια εναλλακτική οικονομική πολιτική. Από την αρχή του χρόνου, ένας αριθμός συνδεδεμένων με το ΡΤ οικονομολόγων επέκρινε τους οικονομικούς προσανατολισμούς της κυβέρνησης και υπερασπίστηκαν μια εναλλακτική στρατηγική. Μια τέτοια στρατηγική αντιστοιχεί επίσης στις απόψεις που παρουσιάζονται τόσο στο κείμενο των αξόνων που ενέκρινε η συνδιάσκεψη του 2001 όσο και στο κυβερνητικό πρόγραμμα του 2002. Την ξαναβρίσκουμε μερικά και στον στρατηγικό προσανατολισμό του Πολυετούς Σχεδίου που υπέβαλε για συζήτηση τον Ιούνιο 2003 το Υπουργείο Προγραμματισμού, που είναι σε σύγκρουση με το Υπουργείο Οικονομικών και την Κεντρική Τράπεζα (αλλά το Πολυετές Σχέδιο δεν έχει το ίδιο ουσιαστικό βάρος με τα συγκεκριμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής που υιοθετεί το Υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα). Οι κεντρικές ιδέες αυτής της εναλλακτικής λύσης είναι :
α) Η κατανόηση ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της βραζιλιανής οικονομίας είναι ότι είναι τρωτή σε πιέσεις από το εξωτερικό, η οξύτερη όψη της οικονομικής της εξάρτησης. Είναι το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, και αυτό δεν μπορεί να γίνει προσπαθώντας να «κερδίσουμε αξιοπιστία» με μεγαλύτερες δημοσιονομικές ρυθμίσεις, που οδηγούν, αντίθετα, σε αύξηση της εξάρτησης από τα συμφέροντα και τις διαθέσεις των χρηματιστικών αγορών. Αυτό συνεπάγεται, ανάμεσα σε άλλα, την εγκαθίδρυση ενός ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων.
Άλλωστε η ανάγκη αντιμετώπισης του εξωτερικού χρέους ξαναμπήκε στο επίκεντρο των συζητήσεων με 3, τουλάχιστον, τελευταία γεγονότα : μια διακήρυξη, την 1η Σεπτέμβρη, του Celso Furtado, του γνωστότερου βραζιλιάνου οικονομολόγου, υπέρ ενός μορατόριουμ για επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, το παράδειγμα που έδωσε η Αργεντινή με την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της και τη δημοσίευση, στα μέσα Σεπτέμβρη, μιας μελέτης του ίδιου του ΔΝΤ, που αναγνωρίζει ότι «οι χώρες που ζητούν το μορατόριουμ, όπως η Αργεντινή, έχουν μεγάλες πιθανότητες να μειώσουν το βάρος του χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ τους και να ξαναβρούν την ανάπτυξη σε ένα σχετικά σύντομο διάστημα».
β) Η ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης με τη μείωση των επιτοκίων και την εγκατάλειψη της αντίληψης που προτάσσει το «πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα». Αυτό θα έκανε πραγματικότητα την επιθυμία μείωσης της ανεργίας (που θα πρέπει να ενισχυθεί και με ιδιαίτερα μέτρα) και την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Πρόκειται για ένα θέμα κλειδί για τον περιορισμό της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με μια μεγαλύτερη αναπτυξιακή προσπάθεια μέσω της επέκτασης της εσωτερικής αγοράς, κάτι που ήταν παραδοσιακά η πρόταση του ΡΤ (και αναφέρεται στην στρατηγική κατεύθυνση του Πολυετούς Πλάνου 2004-2007). Με άλλα λόγια πρέπει να δοθεί βάρος στην επιδίωξη ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου, όπως έκανε πάντα το ΡΤ.
γ) Ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο δεν αντιτίθεται στην διεύρυνση των σχέσεων με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και με άλλες χώρες που βρίσκονται σε ανάλογες με τη Βραζιλία συνθήκες. Αυτή η πλευρά της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Λούλα είναι σημαντική και πρέπει να ενισχυθεί. Αντίθετα κάθε αναπτυξιακό σχέδιο συγκρούεται με εκείνο της µώνης Ελεύθερων Συναλλαγών των Αμερικών (NAFTA).
- Η υπεράσπιση της αγροτικής μεταρρύθμισης και το σχέδιο ενός νέου αγροτικού μοντέλου είναι προϋποθέσεις για ένα δημοκρατικό λαϊκό αναπτυξιακό πλάνο.
Το αγροτικό ζήτημα είναι ένα σύγχρονο θέμα που δεν έχει ακόμη επιλυθεί απο την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων. Τα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, που θα οξυνθούν στην ύπαιθρο, προβάλουν την ανάγκη ενός νέου αγροτικού μοντέλου, που θα πρέπει να περάσει από μια βαθιά αλλαγή της αγροτικής δομής και των προγραμμάτων ενίσχυσης της παραγωγής και της αξιοποίησης της οικογενειακής παραγωγής και των εγκαταστάσεων της αγροτικής μεταρρύθμισης. Το σχέδιο συγκομιδής της οικογενειακής παραγωγής, που παρουσίασε πρόσφατα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μέτρο, ένα διακύβευμα για την ενίσχυση ενός τομέα που θα μπορούσε να παίξει έναν ακόμη κεντρικότερο ρόλο στη βραζιλιανή γεωργία.
Η επίλυση του αγροτικού ζητήματος, η ένταξη του σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο που θα στηρίζεται από την εσωτερική αγορά περνάει από την υλοποίηση μιας πλατειάς αγροτικής μεταρρύθμισης στηριγμένης σε νέες βάσεις: την προώθηση του εκδημοκρατισμού της πρόσβασης στη γη, στην εξουσία και στο εισόδημα ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού που ζει και εργάζεται στον αγροτικό τομέα της Βραζιλίας, σε μια πιο ισορροπημένη χρήση της γης, στη διατήρηση του περιβάλλοντος. Είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη της αυτάρκειας σε είδη διατροφής και την προώθηση της αγροτικής οικονομίας.
Η υπεράσπιση της αγροτικής μεταρρύθμισης εντάσσεται και αυτή στον αγώνα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη κληρονομιά και στους πιο συντηρητικούς τομείς της βραζιλιανής κοινωνίας. Η αγροτική αντεπανάσταση που διεξήγαγε ο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο είχε στόχο την απονομιμοποίηση και την ποινικοποίηση των κινημάτων, την υπονόμευση των εγκαταστάσεων των ακτημόνων τοποθετώντας τις σε απομονωμένες περιοχές και στερώντας τους κάθε κρατική ενίσχυση στην παραγωγή και στο εμπόριο.
Η ενεργητική εμπλοκή στην αγροτική μεταρρύθμιση σημαίνει μια πλατειά αγωνιστική συμπαράσταση με κινήματα όπως το MST, η CONTAG και άλλα που παίζουν έναν δημοκρατικό και εκπολιτιστικό ρόλο, έτσι ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική πίεση για την αντιμετώπιση της αντίδρασης των γαιοκτημόνων και των ιδιωτικών τους στρατών σύμβολα καθυστέρησης που ασκούν πρακτικές βίας. Ανάμεσα στα αναγκαία καθήκοντα για να αναπτυχθεί ένας νέος τύπος αγροτικής μεταρρύθμισης πρέπει να προωθήσουμε την απαλλοτρίωση των κτημάτων που διαθέτουν ήδη μια υποδομή, τη συγκέντρωση των εγκαταστάσεων των ακτημόνων και τη μετατροπή τους σε περιοχές που εξασφαλίζουν την ποιότητα ζωής και παραγωγής. Το μοντέλο αυτό πρέπει να ενσωματώσει την οικογενειακή και τη συνεταιριστική καλλιέργεια στις δομές του εμπορίου και σ’ εκείνες της αγροτοβιομηχανικής μεταποίησης. Είναι το μόνο μέσον για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου γεωργίας, που θα είναι ταυτόχρονα οικονομικά αποτελεσματική, κοινωνικά δίκαιη και θα μπορούμε να την υπερασπιστούμε από οικολογική άποψη.
- Ένας νέος διεθνισμός. Η εκλογή του Λούλα το 2002 αποτελεί τμήμα της αυξανόμενης απόρριψης του νεοφιλελευθερισμού σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά τα κύρια μέτρα οικονομικής πολιτικής που υιοθέτησε τους πρώτους της μήνες η κυβέρνηση είναι, σε μεγάλο βαθμό, σε σύγκρουση με τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του ευρύτερου παγκόσμιου κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που έχουν εκφραστεί κατά τις διάφορες κινητοποιήσεις ενάντια στις πολυεθνικές δομές, μέσα στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, μέσα στην Παγκόσμια Πορεία των Γυναικών (που έχει δημιουργήσει μια ισχυρή οργάνωση στη Βραζιλία), το παγκόσμιο δίκτυο των κοινωνικών κινημάτων, την εκστρατεία ενάντια στη NAFTA, την Πανηπειρωτική Κοινωνική Ένωση της Via Campesina, του Συντονιστικού των Εργατικών Συνομοσπονδιών του Νότιου Κώνου.
Η ενίσχυση των διεθνών αυτών πρωτοβουλιών, εμπλουτίζοντας τους αγώνες σε εθνικό επίπεδο με τη διεθνή τους διάσταση και συνδέοντας τις εθνικές εμπειρίες αγώνα με τις περιφερειακές και παγκόσμιες εμπειρίες, αποτελεί το σπέρμα ενός νέου διεθνισμού, που θα μπορεί να προωθεί αγώνες σε ολόκληρο τον κόσμο και θα ενισχύσει τις λαϊκές πρωτοβουλίες της βραζιλιάνικης αριστεράς.
Οι προοπτικές του ΡΤ και η πολιτική της αριστεράς
Η κατάκτηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από το ΡΤ άνοιξε μια νέα φάση στην πορεία της χώρας. Η ικανότητα του να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες που οικοδομήθηκαν μέσα στους αγώνες για την κατάκτηση της Προεδρίας της Δημοκρατίας παίζεται, όπως παίζεται και η ικανότητα του ΡΤ να μείνει πιστό στο πρόγραμμα του για μετατροπή της βραζιλιάνικης κοινωνίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Η πρώτη περίοδος της κυβέρνησης έβαλε σε αμφισβήτηση τις ικανότητες του αυτές.
Η συνολική νοοτροπία της κυβέρνησης έρχεται σε σύγκρουση με την κύρια κοινωνική βάση του ΡΤ. Οι συμμαχίες, που έγιναν, βρίσκονται σε αντίφαση με το κυβερνητικό πρόγραμμα που υπεράσπισε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού της δημόσιας διαχείρισης, με λαϊκό χαρακτήρα, δεν έχει αρχίσει. Αλλά από την άλλη σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, την αγροτική μεταρρύθμιση και άλλες επιμέρους πολιτικές της κυβέρνησης, τα μέτρα που έχουν ήδη παρθεί αντιστοιχούν στις ιστορικές θέσεις του ΡΤ. Όλα αυτά οδηγούν στην ανάπτυξη μιας διαδικασίας σύγκρουσης και στον προβληματισμό μέσα στο Κόμμα, στους εκλεγμένους του και στην κοινωνική του βάση. Οι θέσεις για υπεράσπιση του ιστορικού του προγράμματος και της λειτουργίας του σαν ένα ενεργό και δημοκρατικό κόμμα κερδίζουν έδαφος.
Οι Κατευθύνσεις που ψηφίστηκαν από τη ΧΙΙη Εθνική Συνδιάσκεψη, το Δεκέμβρη 2001, καθώς και το κυβερνητικό πρόγραμμα που υιοθέτησε τον Ιούνη 2002, αποτελούν μια επεξεργασία, περιορισμένη βέβαια, αλλά πολύ σημαντική γιατί αποτελούν την επίσημη άποψη του κόμματος. Η αριστερά του ΡΤ πρέπει να διεκδικήσει η επεξεργασία αυτή να είναι το σημείο εκκίνησης της συζήτησης για τον προσανατολισμό της κυβέρνησης, έτσι μπορεί να επανασυνδεθεί η γραμμή πορείας του ΡΤ και να γίνει σεβαστή η νομιμότητα των Συνδιασκέψεων του.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να πνίξει τις δραστηριότητες του κόμματος. Οι ρίζες του κινήματος που δημιούργησε το ΡΤ πριν από 23 χρόνια βρίσκονται στην εργατική τάξη και το λαό και ανανεώνονται. Η ιστορία της δημιουργίας του ΡΤ είναι η ιστορία των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών αγώνων μέσα στη βραζιλιάνικη κοινωνία, είναι επίσης η ιστορία εσωτερικών συζητήσεων. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης αυτής της πορείας :
α) Η πορεία του ΡΤ είναι εκείνη των κοινωνικών τάξεων και των κοινωνικών τομέων που το ΡΤ προσπαθεί να εκπροσωπήσει και που αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται από αυτό.
β) Η αριστερά του ΡΤ έχει μεγάλο βάρος μέσα στο κόμμα.
γ) Ο πλουραλισμός, η εσωτερική δημοκρατία και το δικαίωμα στην τάση αποτελούν παράδοση στο ΡΤ.
δ) Οι προγραμματικές αναφορές του ΡΤ οικοδομήθηκαν κατά τη διάρκεια της πορείας του και βασίζονται στην εμπειρία του.
Επομένως δεν θα ήταν σωστό, με βάση τον κυβερνητικό προσανατολισμό 9 μηνών, να συμπεράνουμε ότι το ζήτημα έκλεισε, σαν οι επιλογές που έγιναν να εκφράζουν με ομοιογενή τρόπο όλο το κίνημα και να καθορίζουν το μέλλον του, σαν να μην υπήρχαν αντιφάσεις και δυνάμεις που μετακινούνται εξαιτίας τους. Το ΡΤ περνάει κρίση αλλά συνεχίζει να αναπτύσσεται κατά την περίοδο αυτή, της οποίας τη διάρκεια δεν μπορούμε σήμερα να καθορίσουμε. Οι κύριες συγκρούσεις βρίσκονται μπροστά μας, είτε πρόκειται για θέματα κυβέρνησης, είτε για θέματα δράσης του κόμματος (εκλογές του 2004, ανανέωση της ηγεσίας του κόμματος καθώς και οι Συνδιασκέψεις του 2005).
Η κατανόηση του βάθους της τωρινής κρίσης δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορεί να ξεπεραστεί, με βάση το ΡΤ και τις διάφορες αναμετρήσεις που γίνονται στην κοινωνία. Πρέπει αντίθετα να επιτρέψει μια κριτική ματιά στις εναλλακτικές λύσεις που μπορούν να προωθηθούν μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση. Η εναλλακτική λύση δεν είναι η εσπευσμένη έξοδος μικρών τμημάτων του ΡΤ, που θα ενωθούν με το PSTU (διάσπαση του ΡΤ το 1992, τροτσκιστικής μορενικής προέλευσης, μικρής σε σχέση με το ΡΤ απήχησης, με το οποίο η Democratia Socialista διατηρεί επαφές), γιατί η περίπτωση αυτή δεν συγκρίνεται με την ιστορική σημασία που έχει το ΡΤ ήδη από την ίδρυση του.
Το τωρινό διακύβευμα είναι η συγκέντρωση των δυνάμεων της αριστεράς για να επέμβουν στην ίδια κατεύθυνση, γνωρίζοντας ότι μια συγκρουσιακή διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερο από μία ανατροπή. Ο αγώνας για ένα δημοκρατικό και σοσιαλιστικό ΡΤ δεν έχει τελειώσει. Με βάση την εκτίμηση αυτή η τάση Σοσιαλιστική Δημοκρατία προτείνει τη δημιουργία ενός πλατειού σοσιαλιστικού ρεύματος μέσα στο ΡΤ, που να μπορεί να επεξεργαστεί προγραμματικές συμβολές, να επέμβει στις κεντρικές συγκρούσεις που εξελίσσονται, να απευθυνθεί στο σύνολο του κοινωνικού κινήματος γύρω από το ΡΤ και, με βάση την κυβερνητική εμπειρία, να αμφισβητεί τους στρατηγικούς του προσανατολισμούς.
Η μάχη ενάντια στη μετατροπή του ΡΤ σε ιμάντα μεταβίβασης των κυβερνητικών αποφάσεων είναι αναγκαία. Πρέπει να αγωνιστούμε για να αποκαταστήσουμε μια κομματική λειτουργία, βασισμένη στην εσωτερική δημοκρατία και στο πρόγραμμα του κόμματος (το πρόγραμμα και οι αποφάσεις των Συνδιασκέψεων πρέπει να αποτελούν τη βάση της ενότητας του κόμματος). Η εναντίωση σε πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνονται ή προτείνονται από την πλειοψηφία της ηγεσίας του ΡΤ και ιδιαίτερα ο αγώνας ενάντια στις απειλές διαγραφής κοινοβουλευτικών (όπως της γερουσιαστίνας Ελοίζα Έλενα, μέλους της τάσης Σοσιαλιστική Δημοκρατία, και 3 βουλευτών επειδή καταψήφισαν το Ν/Σ για τις συντάξεις) αποτελεί βασικό τμήμα αυτού του αγώνα. Τα πειθαρχικά μέτρα ενάντια σε εκείνους που ψήφισαν στη βάση των θέσεων που υποστηρίζει από παλιά, ακόμη και κατά την προεκλογική του εκστρατεία, το κόμμα, που τροποποιήθηκαν από την πλειοψηφία του εκτελεστικού γραφείου χωρίς έναν πλατύ δημοκρατικό διάλογο, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν δικαιολογημένα.
Είναι, άλλωστε, σημαντικό να σημειώσουμε ότι η συζήτηση για τον προσανατολισμό του ΡΤ δεν μπορεί να ιδωθεί περιορισμένα μόνο σε μια εσωτερική συζήτηση στο κόμμα. Θα πρέπει να είναι μια συζήτηση που θα διαπερνάει το πλατύ πολιτικό και κοινωνικό κίνημα που αναφέρεται στο ΡΤ. Πράγματι το ΡΤ, με την πλατειά έννοια, συσπειρώνει το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της βραζιλιάνικης αριστεράς. Αυτό το πλατύ σύνολο, προϊόν των δημοκρατικών και κοινωνικών αγώνων των τελευταίων 20 ετών, για το οποίο το ΡΤ αποτελεί την κύρια αναφορά, συζητάει ήδη για τον προσανατολισμό του κινήματος μας. Ακριβώς μέσα σε αυτό είναι που πρέπει να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε λύσεις που αντιστοιχούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, με μια συνολική άποψη εναλλακτική απέναντι σε εκείνη της σημερινής πλειοψηφίας της ηγεσίας του κόμματος.
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση οδηγεί στην πιο γρήγορη δοκιμασία στην πράξη των πολιτικών της πλειοψηφίας του κόμματος, όπως συμβαίνει σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική. Η διαδικασία της σύγκρουσης των προσανατολισμών επιταχύνεται πολύ και οδηγεί σε μια δυναμική διασταύρωσης του κομματικού πεδίου και των κοινωνικών αγώνων. Υπάρχει μια μεγαλύτερη πολιτικοποίηση των κινημάτων και πλατειά κοινωνικά στρώματα ενημερώνονται πολύ καλύτερα για τις συζητήσεις αυτές. Ανάμεσα σε αυτά τα τελευταία αναπτύσσεται γρήγορα μια κριτική στάση απέναντι στην κυβέρνηση.
Υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανότητες εξέλιξης στο πεδίο που παρουσιάστηκε. Η προοπτική που προσανατολίζει καλύτερα μια επέμβαση της αριστεράς είναι εκείνη του αγώνα για σοσιαλιστική ανασύνθεση του Κόμματος των Εργαζομένων. Είναι επίσης εκείνη που αντιστοιχεί καλύτερα στη νέα πολιτική κατάσταση, που σημαδεύεται από την ανάπτυξη των συγκρούσεων και των κινητοποιήσεων, η συγκυρία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αμυντική.
Η οικοδόμηση του ΡΤ σαν σοσιαλιστικό και δημοκρατικό κόμμα ήταν το στρατηγικό σημείο που επέτρεψε την ανάπτυξη της αριστεράς στη Βραζιλία. Πρέπει να αγωνιστούμε ακριβώς για την επαναπροώθηση του σχεδίου αυτού. Κάνοντας την αντίθετη επιλογή, θα κυριαρχήσει ο κίνδυνος ενός κατατεμαχισμού της αριστεράς και θα ανοίξει ο δρόμος για άλλες υποχωρήσεις στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Η αριστερά του ΡΤ είναι σε θέση να δώσει τη μάχη για τον προσανατολισμό του κόμματος με τη νομιμοποίηση εκείνου που υπερασπίζει το ιστορικό και στρατηγικό του σχέδιο: εκείνο ενός σοσιαλιστικού και δημοκρατικού κόμματος. Η προοπτική αυτή επιτρέπει την οικοδόμηση ενός πλατειού ρεύματος της αριστεράς σαν ένα πόλο σοσιαλιστικής αναφοράς.
[…] […]