του Francois Vercammen*
Συνδιάσκεψη Αθήνας (6η) της Ευρωπαϊκής Αντι-καπιταλιστικής Αριστεράς
Ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν μια νέα πολιτική και κοινωνική μάχη
Μια ιδέα είναι γερά ριζωμένη στις Συνδιασκέψεις της Ευρωπαϊκής Αντι-καπιταλιστικής Αριστεράς: το προχώρημα προς μια νέα ριζοσπαστική πολιτική δύναμη συνδέεται με κοινωνικο-πολιτικές εμπειρίες μεγάλης έκτασης. Αυτές είναι, και όχι οι ιδεολογικές συζητήσεις, που θα προκαλέσουν τις πολιτικές επαναδιατάξεις και προσεγγίσεις, τη συσώρευση δυνάμεων, το ρίζωμα μέσα στην κοινωνία, καθώς και την ανάδυση μιας πλατφόρμας που θα μιλάει στη μάζα του πληθυσμού και της νεολαίας.
Από την άποψη αυτήν, υπήρξε πολύ υλικό. Μόνο στις αρχές του 2003: ένας πόλεμος του οποίου η πολιτική επίπτωση έγινε αισθητή σε όλες τις γωνιές του πλανήτη και ο οποίος ακολουθήθηκε από μια θεαματική επανακινητοποίηση του κόσμου της εργασίας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κοινό στόχο.
Παραδόξως, αυτή η ισχυρή κεντρομόλα δυναμική δεν παρήγε ακόμα, σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο, απλοποίηση και ενίσχυση των αναλυτικών και τακτικών συμπερασμάτων, ούτε και μια «γερή» πολιτική και οργανωτική προώθηση. Η Συνδιάσκεψη της Αθήνας, προοίμιο νέων κινητοποιήσεων στη Θεσσαλονίκη, διεξήχθη πολύ νωρίς (αρχές Ιουνίου) και δεν μπόρεσε να αποκαλύψει πλήρως την εμβέλειά της.
Αντιπολεμικά κινήματα μετά τον πόλεμο
Η αφετηρία, καθώς και το ισχυρότερο σημείο, ήταν αναμφισβήτητα ο ρόλος του ισχυρού διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος. Για την Ευρώπη, η αφετηρία ήταν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλορεντίας -η πολιτική δύναμη μιας τεράστιας συζήτησης καθώς και η διαδήλωση του «εκατομμυρίου». Η πρωτοβουλία ανήκε αποκλειστικά στις ριζοσπαστικές δυνάμεις -πολιτικές και κοινωνικές. Το ότι άλλες δυνάμεις εντάχθηκαν -από τη σοσιαλδημοκρατία ώς τον Πάπα- αυτό καταχωρείται ακριβώς στη δύναμη των πρώτων: επί κεφαλής των πολύ πλατιών αυτών ενωτικών μετώπων, άσκησαν μια αληθινή ηγεμονία σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Ιταλία και στην Ισπανία, ή, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, έθεσαν την κυβέρνηση Μπλέρ σε δυσκολία και κλόνισαν το Εργατικό Κόμμα. Ακόμα και σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Βέλγιο, οι κυβερνήσεις, που αντιτάσσονταν στη γραμμή Μπους-Μπλερ, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια «ιερή συμμαχία» ούτε και να αποφύγουν ή να περιορίσουν τις κινητοποιήσεις στους δρόμους και στις πόλεις. Θα πρέπει κανείς να επιστρέψει τριάντα χρόνια πριν για να ξαναβρεί μια τέτοια έκταση μαζικών κινητοποιήσεων, μια τέτοια θέληση επιβολής στις κυρίαρχες τάξεις, μια τέτοια κατάσταση «ξεπεράσματος» των ρεφορμιστικών μηχανισμών. Και είναι σίγουρο πως οι πολιτικές, οργανωτικές και προσωπικές σχέσεις που πλέχτηκαν μέσα σε αυτή την περίοδο θα σταθεροποιηθούν, με δυνατότητα να ξεπηδήσουν στην επόμενη ευκαιρία.
Αλλά, αυτός ο ευνοϊκός απολογισμός αμφισβητείται από τρία γεγονότα.
– Πρώτον, το κίνημα δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον πόλεμο, παρόλο που το «μέγιστο» των ευνοϊκών προϋποθέσεων υπήρχαν: η κινητοποίηση από τα κάτω, οι αντιφάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, η παράλυση των «ουδέτερων» διεθνών οργανισμών, η ιδεολογική και πρακτική απομόνωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αυτός ο παράγοντας αποτυχίας δημιούργησε ασφαλώς διφορούμενα αισθήματα στις λαϊκές μάζες («Ποιός κέρδισε;», «Ποιός είναι ποιό δυνατός;»). Η ήττα του ιρακινού στρατού (σχεδόν) αμαχητί τροφοδοτεί αυτή την εντύπωση της «υποχρεωτικής δύναμης». Ο Μπους προσπαθεί να την ενισχύσει με απειλές ενάντια στη Βόρειο Κορέα, τη Συρία, το Ιράν και με τις πράξεις του στην Παλαιστίνη.
– Δεύτερον, οι αντιφάσεις μέσα στην ατλαντική συμμαχία αναδύθηκαν λαμπρά στον πόλεμο και εξέπληξαν πολλούς. Και δεν ξεπεράστηκαν. Σημαδεύουν πλέον όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έβγαλε τα συμπεράσματά της (στη συνδιάσκεψη κορυφής της Θεσσαλονίκης) με τη γραμμή Σολάνα: συμμαχία με την αμερικάνικη πολιτική «ενάντια στη διεθνή τρομοκρατία», αλλά ταυτόχρονα άρνηση του μονοπολικού κόσμου (με την κυριαρχία των ΗΠΑ) και υιοθέτηση ενός Συντάγματος που να θεμελιώνει ένα υπερεθνικό κράτος στο ύψος της οικονομικής δύναμης της ΕΕ.
– Τρίτον, το τεράστιο αντιπολεμικό κύμα δεν αντάμειψε με σαφήνεια τα κόμματα που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του, στις πρόσφατες εθνικές εκλογές, τουλάχιστον εκεί όπου ήταν το πιο ισχυρό, στην Ιταλία και την Ισπανία. Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Rifondazzione) στην Ιταλία, που ωστόσο είναι «το» κόμμα του κινήματος, δεν δρέπει τους καρπούς του πολύ σημαντικού και πολύ ορατού ρόλου που έπαιξε. Η ιταλική αριστερά στο σύνολό της αυξάνει τα ποσοστά της, αλλά ο Μπρεσλουσκόνι δεν υφίσταται πλήγμα. Στην Ισπανία, ο Αθνάρ κρατάει: η Ενωμένη Αριστερά (IU) κερδίζει λίγα, αποφεύγοντας μια προαναγγελμένη κατάρρευση, αλλά το PSOE μόλις καταφέρνει να πάρει κάτι από τους δεξιούς εκλογείς.
Τα τρία αυτά σημεία θέτουν μια συζήτηση. Δεν οδηγούν αυτόματα σε μια συναίνεση που θα επέτρεπε να ξεναξεκινήσουμε στην ίδια της τη φορά.
Ο «οδικός χάρτης» (των τεσσάρων: ΗΠΑ, ΕΕ, ΟΗΕ, Ρωσία) θέλει να απομονώσει και να συντρίψει τον παλαιστινιακό λαό -που θα χρειαστεί πλατιά αλληλεγγύη στην σύνθετη πολιτικο-διπλωματική κατάσταση. Η αμερικάνικη κατοχή του Ιράκ, που θα είναι όλο και πιο «προβληματική» και ανυπόφορη, θα αποδεικνύει ασφαλώς πως «η εύκολη νίκη» δεν ήταν παρά προσωρινή. Οι κύριες ιμπεριαλιστικές χώρες, που έπαιξαν το χαρτί της «επανασυμφιλίωσης» στο Εβιάν των G8 θα μπορέσουν άραγε να βρουν μια κοινή στρατηγική πριν το μεσανατολικό βάλτωμα;
Η επίθεση της ΕΕ
Αλλά αυτό που θα βαρύνει ασφαλώς στην ευρωπαϊκή πολιτική κατάσταση είναι η μακρόχρονη επίθεση (από το Σεπτέμβριο του 2003 ώς τον Ιούνιο του 2004) της ΕΕ για να περάσει σε ένα νέο επίπεδο: δημιουργώντας ένα υπερεθνικό κράτος και κερδίζοντας μια ικανοποιητική λαϊκή στήριξη. Η αληθινή φύση του εγχειρήματος θα είναι πεντακάθαρη: αντιδημοκρατικό, αντικοινωνικό, μιλιταριστικό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως και η συζήτηση θα είναι το ίδιο.
Για δύο λόγους. Μπροστά σε μια τόσο θεμελιακή επιλογή, με την οποία διακυβεύονται οι μηχανισμοί σταθερότητας και ρύθμισης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, όλα τα συντηρητικά και νομιμοποιητικά αντανακλαστικά θα λειτουργήσουν και θα ενισχυθούν. Η πίεση για το «ναι» (απέναντι στο σχέδιο Συντάγματος) θα είναι τεράστια. Από την επιλογή αυτή θα εξαρτηθεί το μέλλον πολιτικών κομμάτων καθώς και πολλές πολιτικές καριέρες. Οι ουσιαστικές απόψεις θα κατακρεουργηθούν και θα ευνουχιστούν από τις τακτικές, τις μανούβρες, τους οπορτουνισμούς, τις σκοτεινές συμμαχίες, κλπ. Όλα τα κόλπα, που χρησιμοποιήθηκαν από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θα ανασυρθούν στην επιφάνεια: το «μικρότερο κακό», η δυνατότητα τροποποίησης των κειμένων στο μέλλον, το «πρέπει να διαλέξουμε στρατόπεδο», ο φόβος αμαλγάματος με την εθνικιστική δεξιά ή άκρα δεξιά, η έκκληση να «μη βασιστούμε στο χειρότερο», να «ενωθούμε» ενάντια στους Αμερικάνους, να αποφύγουμε μια κρίση της ΕΕ που θα ήταν καταστροφή, κλπ. Είναι αναμφίβολο ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα ευθυγραμμιστεί -και στην πράξη ήδη το κάνει με τη συνεργασία της στη «Συνέλευση» που ετοίμασε το σχέδιο Συνάγματος εδώ και ένα χρόνο. Μια αντιπαράθεση σε αυτό θα ήταν, έτσι, ένα «έγκλημα κατά του πολιτεύματος»…
Ακόμα και μέσα σε ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα, έως ακόμα και μέσα στις βασικές δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, οι προσχωρήσεις -ασφαλώς «κριτικές»- θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Από μια άλλη πλευρά, θα εκδηλωθεί επίσης και μια εθνικιστική αριστερά (ΚΚ Ελλάδας και ΚΚ Πορτογαλίας, το ρεύμα Σεβενμάν στη Γαλλία, ένα τσούρμο από μικρά μαοϊκά και/ή σταλινικά κόμματα), που αρνείται την ΕΕ στο όνομα της υπεράσπισης της εθνικής κυριαρχίας (και επομένως του αστικού κράτους).
Το πολιτικό ξεκαθάρισμα θα είναι μια σύνθετη διαδικασία. Θα δημιουργήσει στην αρχή περισσότερη σύγχυση παρά σαφήνεια.
Η ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση του να αντιταχθεί αποφασιστικά στην ΕΕ αλλά και αποφασιστικά φιλο-ευρωπαϊκά, υπέρ μιας άλλης Ευρώπης. Η αντιπαράθεση με την «εθνικιστική αριστερά» θα είναι μάλλον απλή, ή και γελοιογραφική. Όμως η συζήτηση με τα φιλο-ΕΕ «ρεύματα της αριστεράς» θα είναι πολύ πιο δύσκολη. Γιατί η συζήτηση αυτή θα είναι λιγότερο ιδεολογική-αφηρημένη και σαφώς πιο πολιτική: δεν αρκεί να αναπτύσσει κανείς τις γενικές γραμμές και τη γενική προοπτική μιας άλλης Ευρώπης που να αντιτάσσεται στην εθνική αναδίπλωση. Οι ρυθμίσεις και οι νόρμες, που φτιάχνονται και ελέγχονται από την ΕΕ, παρεμβαίνουν όλο και περισσότερο στην καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών. Επηρεάζουν όλο και περισσότερο, αμέσως και εμμέσως, τις συγκεκριμένες συνθήκες της πάλης των τάξεων. Χωρίς μια «ευρωπαϊκή» διατύπωση των μερικών διεκδικήσεων, μια ευρωπαϊκή κατανόηση των κρατικών μηχανισμών, μια σφαιρική ευρωπαϊκή πολιτική προοπτική, ένα ευρωπαϊκό εργατικό και κοινωνικό κίνημα, δεν θα μπορέσουμε να κερδίσουμε στην δική μας προοπτική όλο και πιο πλατιά και όλο και πιο ενδιαφερόμενα αγωνιστικά στρώματα. Η επιτάχυνση και η εμβάθυνση της εγκαθίδρυσης του αστικού-ιμπεριαλιστικού κράτους που είναι η ΕΕ προσφέρει μια ευκαιρία στις οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να καλύψουν την καθυστέρησή τους.
Εργοδοτική επίθεση, αντεπίθεση των εργαζομένων
Όπως ήταν προβλεπτό, μόλις τελείωσε ο ιρακινός πόλεμος, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στράφηκαν ενάντια στο κοινωνικό μέτωπο, ενισχύοντας την επιθετικότητά τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές για όσους καλλιέργησαν μια εικόνα στη γραμμή ενός αντι-αμερικανισμού. Διέθεταν μία στρατηγική «ετοιμοπαράδοτη» ήδη από τη «Λισαβώνα» (Μάρτιος 2000), με τη Συνάντηση Κορυφής της ΕΕ, καθώς και το πράσινο φως για να επιτεθούν στις συντάξεις (συνάντηση κορυφής της Βαρκελώνης, Μάρτιος του 2002). Η ευρωπαϊκή «εναρμόνιση» από εργοδοτική πλευρά είναι εντυπωσιακή. Τη φορά αυτήν, η αντίδραση της εργατικής τάξης βρέθηκε επίσης εναρμονισμένη: Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία (μετά την Πορτρογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία, με τμηματικούς αλλά πολύ σκληρούς αγώνες) κλονίστηκαν από γενικές απεργίες.
Η εργατική τάξη και πάλι εισέβαλε στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής. Η μαχητικότητα ξάφνιασε την αστική τάξη, που κόντευε να πιστέψει τη δική της ιδεολογία για «εξαφάνιση» του κόσμου της εργασίας και της αριστεράς… Και ένας κανόνας επανήλθε: αρκεί οι συνθήκες αποτελεσματικότητας να υπάρξουν για να στρατευτούν εργαζόμενοι και εργαζόμενες μαζικά και ενεργητικά σε αγώνες μεγάλης έκτασης. Αυτοί δίνουν την απόδειξη ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές παραμένουν μαζικά αντιδημοφιλείς, ακόμα και αν οι προηγούμενες ήττες άφησαν ίχνη κούρασης και σκεπτικισμού. Οι απεργίες γνώρισαν μεγάλη νομιμοποίηση στον πληθυσμό, παρά το βομβαρδισμό από τα μήντια. Επιπλέον, οι αγώνες των ιταλών μεταλλουργών την Άνοιξη του 2001 το είχαν προαναγγείλει και οι πρόσφατες απεργίες των καθηγητών στη Γαλλία το επιβεβαίωσαν: μια νέα αγωνιστική γενιά γεννήθηκε. Πρόκειται επομένως για πολύ σημαντική αλλαγή, τόσο σε σχέση με το ιδεολογικό κλίμα όσο και για την επανενεργοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος και του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις.
Αλλά η ανάκαμψη αυτή παραμένει ακόμα «αντιφατική». Βρίσκεται απλώς στην αρχή της. Και απειλείται άμεσα από τη βαναυσότητα της δεξιάς στην εξουσία και από τους «επικυρίαρχους» εργοδότες, που θέλουν να την συντρίψουν στη γέννησή της.
Το επίπεδο ενεργοποίησης είναι υψηλότερο από ποτέ σε αυτόν τον κύκλο που ξεκινάει. Η Αυστρία ήταν το θέατρο της πιο μεγάλης γενικής απεργίας (24-ωρη) από τον πόλεμο (1 εκατομμύριο από τα 3 εκατομμύρια εργαζομένων της!). Στην Ιταλία, υπάρχει μια απεργιακή δραστηριότητα εδώ και δύο χρόνια, με εκατομμύρια εργαζομένους να έχουν καταλάβει, σε διάφορες ευκαιρίες, τους δρόμους τόσο με πολιτικούς στόχους (τον πόλεμο) όσο και σε υπεράσπιση των δικών τους διεκδικήσεων. Στη Γαλλία, η πρόσφατη «έρπουσα γενική απεργία», με εκατομμύρια εργαζομένους στους δρόμους υπήρξε, με μια εντυπωσιακή διαδοχή «ημερών δράσης», η πιο ισχυρή ενεργοποίηση από το Μάη του ’68.
Αλλά από την άλλη πλευρά, αυτή η τεράστια ενεργοποίηση δεν αρκεί για να επιτευχθεί νίκη. Στην Αυστρία, η δεξιά κυβέρνηση υποχώρησε προσωρινά. Είναι δύσκολο για μια εξουσία όπου συμμετέχει το ημι-φασιστικό FPO, να τα βάλει με την εξουσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αλλά στη Γαλλία και στην Ιταλία -όπου η αντεπίθεση των εργαζομένων είναι σκληρή- οι κυβερνήσεις Μπερλουσκόνι και Σιράκ-Ραφαρέν δεν υποχωρούν. Αντίθετα, αναγγέλλουν, για το φθινόπωρο, τη συνέχιση της αντικοινωνικής επίθεσης ενάντια σε όσα κατάφεραν να πετύχουν οι εργαζόμενοι σε όλο τον 20ο αιώνα. Ο στόχος είναι σαφής: να εξασθενίσουν τα συνδικάτα, να απογοητεύσουν τους εργαζόμενους, να κερδίσουν σε ανταγωνιστικότητα. Ένδειξη πως οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, με την υποστήριξη της ΕΕ, επιταχύνουν: η κοκκινο(;)-πράσινη(;) κυβέρνηση του Σρέντερ περνάει δυναμικά σε μια επίθεση σε όλα τα μέτωπα (συντάξεις, υγεία, συνθήκες πρόσληψης και απόλυσης, επιδώματα ανεργίας, κλπ.), προκαλώντας εκ των προτέρων τη μεγαλύτερη κρίση στο γερμανικό συνδικαλιστικό κίνημα από τα τέλη του παγκόσμιου πολέμου. Και η Γερμανία ήταν η «κλειδαριά», καθυστερημένη στο ευρωπαιίστικο νεοφιλελεύθερο ημερολόγιο.
Έτσι, τη στιγμή που ξεκινάει η επανακινητοποίηση, καταλαβαίνουμε και το βάρος των ηττών των 20 τελευταίων χρόνων πάνω στη συνοχή του κόσμου της εργασίας και πάνω στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα.
Θα χρειαστεί αληθινά να ανοικοδομηθεί η κοινωνική αντίσταση και να επανοργανωθεί ένα ενεργητικό και δημοκρατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Θα δούμε, κατά τους προσεχείς μήνες, ποιά θα είναι η συμβολή του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ (ΕΚΦ) καθώς και των εθνικών κοινωνικών φόρουμ, σε αυτή την όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Η άθλια επάνοδος της σοσιαλδημοκρατίας
Η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε έναν ενεργητικό και επιζήμιο ρόλο σε αυτή την υποχώρηση, διαλύοντας το κοινό θεμέλιο των κοινωνικών δικαιωμάτων και μειώνοντας το βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος. Και η ίδια πλήρωσε ένα αντίτιμο για την πεισματική προσάρτησή της στην νεοφιλελεύθερη πολιτική: το γερό αντίτιμο της εξασθένισης της κοινοβουλευτικής της βάσης και της διάλυσης της αλλοτινής της πολιτικής συνοχής. Εάν μια επάνοδός της στο «κλασικό» της πρόγραμμα (κεϋνσιανισμός, δημόσιες υπηρεσίες, κοινωνική ασφάλιση, επίπεδο ζωής) αποκλείεται πλήρως, ωστόσο μια επάνοδός της στη διακυβέρνηση δεν αποκλείεται. Μέσα από ένα παιχνίδισμα διαφορετικότητας από τις κυβερνήσεις της δεξιάς, μπορεί να καταφέρει να πάρει ορισμένες ανακτήσεις που ίσως και να της επιτρέψουν να ξαναδιεκδικήσει την επάνοδό της σε επόμενες κυβερνήσεις.
Κατάσταση στρεβλή: χωρίς μια αληθινά αριστερή πολιτική δύναμη, η εκδίωξη της δεξιάς σημαίνει την επαναφορά της φθαρμένης νεοφιλελεύθερης αριστεράς που έχει αποποιηθεί κάθε διάθεση για εναλλακτικό πρόγραμμα: η Ελιά, με τους Δημοκράτες της Αριστεράς (DS) στην Ιταλία, το PSOE στην Ισπανία και το PS στη Γαλλία. Είναι μια άθλια επάνοδος από κάθε άποψη: πρώτον, επειδή θα γίνει με μια νεοφιλελεύθερη πολιτική ελάχιστα διαφορετική από των προκατόχων της. Έπειτα, η νεοφιλελεύθερη αυτή αριστερά θα χρειαστεί μάλλον πολιτική στήριξη στην Ιταλία (PRC), στην Ισπανία (IU) και στη Γαλλία (ΚΚΓ+Πράσινοι), για να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η αθλιότητα των σοσιαλδημοκρατών ενδέχεται να προκαλέσει μια αξιοθρήνητη σύγχυση σε ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα. Ήδη το γερμανικό PDS, ως νεαρός εταίρος του SPD στη διακυβέρνηση των κρατιδίων του Βερολίνου και του Mecklenburg-Vorpommern, δεν δισστάζει να δείχνει μια ακλόνητη «κρατική ευελιξία» εφαρμόζοντας μια πολιτική βάναυσης λιτότητας -ενέχειρο, ασφαλώς, για να πηδήξει με την πρώτη ευκαιρία στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Προφανώς, η καταστροφή του ΚΚ Γαλλίας, μετά την κυβέρνηση της πληθυντικής αριστεράς, δεν «αφομοιώθηκε» ούτε καν από το ίδιο το ΚΚ Γαλλίας.
Ενδιάμεσο στάδιο, νέες μάχες
Η σημερινή κατάσταση, μετά από ένα πρώτο στάδιο, είναι παράδοξη: υπάρχει μια έκδηλη απόκλιση ανάμεσα στη συγκλονιστική ιστορική παρέμβαση των μαζών σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και σε παγκόσμια κλίμακα, από τη μιά μεριά, και στο ότι, από την άλλη, αυτή η παρέμβαση δεν έχει ακόμα, στο στάδιο αυτό, επηρεάσει έντονα στις θεσμικές δομές και τις πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις.
Οι παραδοσιακές γραφειοκρατίες (συνδικαλιστικές και κομματικές) έχουν γνωρίσει μια πρωτόγνωρη υποχώρηση και έχουν χάσει το μονοπώλιό τους στις μεγάλες κοινητοποιήσεις και στις πολιτικές πρωτοβουλίες, ακόμα και σε διεθνές επίπεδο. Αλλά δεν βρισκόμαστε ακόμα παρά στην αρχή μιας εναλλακτικής δύναμης.
Η ανάπτυξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ανέτρεψε τη βαθιά τάση υποχώρησης της εικοσαετίας 1980-1999, δημιουργώντας θεαματικά, μέσα από γεγονότα αληθινά ιστορικά, ένα νέο πνεύμα χειραφέτησης, ενεργοποίησης, ελπίδας. Το κίνημα αυτό είναι πολύ θεμιτό, αλλά ακόμα ελάχιστα ριζωμένο.
Το νέο κοινωνικό κίνημα έχει ενθαρρύνει και εμπνεύσει το κίνημα των εργαζομένων (ιδιαίτερα το συνδικαλιστικό κίνημα), αλλά το βοήθησε απλώς να «ξυπνήσει», όχι να ενισχύσει τις αγωνιστικές του δομές. Το συνδικαλιστικό κίνημα, ανάλογα με τη χώρα, έχει διεξάγει γερές, σημαντικές, «εντυπωσιακές» μάχες, σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο, αλλά αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στην αρχή μιας αληθινής επανασυνδικαλιστικοποίησης, ιδιαίτερα στους χώρους εργασίας. Το αντιπολεμικό κίνημα -που προέρχεται άμεσα από το αντιπαγκοσμιοποιητικό- υπήρξε εξαιρετικό από την εμβέλειά του στις κοινωνίες και στις μεγάλες παραδοσιακές μαζικές οργανώσεις, αλλά το πολύ πολιτικό αυτό γεγονός δεν έπαιξε παρά μόνο δευτερεύοντα ρόλο, ακόμα και στις πιο «ειρηνιστικές» χώρες. Από τις τεράστιες μάζες που βρέθηκαν σε κίνηση, τόσο στις διαδηλώσεις όσο και στους χώρους συζήτησης, πολύ λίγοι ήρθαν να ενισχύσουν τις «νέες» οργανώσεις, για να στρατευτούν σαν «αγωνιστές».
Η πιο σημαδιακή απόκλιση είναι ασφαλώς ανάμεσα στην κοινωνική δραστηριοποίηση και στην πολιτική στράτευση (εκλογική και κομματική). Είναι κάτι εξηγήσιμο, αναμφισβήτητα προσωρινό, αλλά πραγματικό. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει καμία σχέση με το «Μάη του ‘68» όπου χιλιάδες νέοι οργανώνονταν σε επαναστατικά κόμματα. Αυτό οδηγεί, για την ώρα, στη σχετική αδυναμία των «νέων» εναλλακτικών δυνάμεων (κοινωνικών, πολιτικών) στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας.
Από αυτόν τον ενδιάμεσο απολογισμό είναι που όλες οι συνειδητές δυνάμεις ξεκινούν τη σκέψη τους.
Για την ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική αριστερά δύο πράγματα διακυβεύονται: το να βρεθεί μέσα στις κοινωνικές μάχες και να συμμετάσχει στις κύριες εκλογικές στιγμές. Διαθέτει γερές πεποιθήσεις, καθώς και πολλαπλές τακτικές εμπειρίες, πράγμα που θα πρέπει να της επιτρέψει να συμβάλει στην περίοδο που ανοίγει.
Αυτή η νέα κατάσταση καλεί επίσης και τα ΚΚ. Δεδομένης μιας ορισμένης αδυναμίας της εναλλακτικής αριστεράς, ενός εκλογικού συστήματος που είναι πολύ αντιδημοκρατικό και της δυσκολίας «να ηττηθεί η δεξιά», ορισμένοι τακτικοί ελιγμοί μπορεί να δικαιολογηθούν. Ο κίνδυνος είναι να περάσει κανείς από τον ελιγμό στην πολιτική δέσμευση: μια κυβερνητική συμμετοχή με μια σοσιαλδημοκρατία που είναι περισσότερο από ποτέ βυθισμένη στο νεοφιλελευθερισμό θα σήμαινε το τέλος ενός κύκλου ριζοσπαστικότητας και θα έκανε το κόμμα κουρέλια. Κανείς δεν θα έπρεπε να ξεχάσει τη θλιβερή εμπειρία (για τους κομμουνιστές αγωνιστές) του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η Ευρωπαϊκή Αντικαπιταλιστική Αριστερά πήρε, στη Συνδιάσκεψή της της Αθήνας, μια διπλή απόφαση. Πρώτα-πρώτα, θέλουμε να συγκροτηθούμε ως ειδικό ρεύμα (από την ιστορία, την παράδοση, την πολιτική ευαισθησία), σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί η ΕΕ για να ορίσει τις οργανώσεις, «ένα Ευρωπαϊκό Κόμμα της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς». Είναι ένα σημαντικό βήμα και όχι ανώδυνο. Είναι ένα κάλεσμα, παντού στην Ευρώπη, για να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση: συσπείρωση σε κάθε χώρα και στην ευρωπαϊκή ήπειρο του μέγιστου των ριζοσπαστικών, πλουραλιστικών, αντιπροσωπευτικών, μη σεκταριστικών δυνάμεων. Αλλά δεν συγχέουμε τη δημιουργία ενός τέτοιου σχηματισμού με την πολιτική μάχη στις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου του 2004. Εδώ θα πρέπει να ηττηθεί η σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική, να οικοδομηθεί ένα πλατύ και ενοποιημένο εκλογικό μπλοκ που να είναι σε θέση να διαλλαχθεί με τις κοινωνικές δυνάμεις.
Francois Vercammen
10 Ιουλίου 2003
* Ο Francois Vercammen είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της 4ης Διεθνούς και μέλος του Εκτελεστικού της Γραφείου.
βλέπε και:
[…] Ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν μια νέα πολιτική και κοινωνι… […]
[…] Ένα ενδιάμεσο στάδιο πριν μια νέα πολιτική και κοινωνι… […]
[…] […]