του Γιάννη Γκολφινόπουλου
Με την ίδρυση του ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, ξεκίνησε και μια αντιπαράθεση στους κόλπους της αριστεράς(αντικαπιταλιστικής και μη), γύρω από το χαρακτήρα του και την πολιτική του κατεύθυνση στα πλαίσια του διεθνούς κινήματος. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι μια κριτική που συστηματικά δέχεται το φόρουμ-από αντικαπιταλιστική σκοπιά-, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω εγχείρημα εξυπηρετεί την πολιτική στρατηγική της μεγαλύτερης συνιστώσας του, του συνασπισμού. Τίθεται έτσι το ζήτημα των σχέσεων αντικαπιταλιστών – ρεφορμιστών. Ένα ρεφορμιστικό φόρουμ, για ένα ρεφορμιστικό κόμμα.
Κύριος φορέας αυτής της κριτικής είναι η Πρωτοβουλία Αγώνα. Μακριά από μια επιφανειακή και στείρα πολεμική, είναι αναγκαία μια νηφάλια και συγκεκριμένη συζήτηση γύρω απ’ τη δυναμική που αναπτύσσεται στο εσωτερικό αυτού του κινήματος, που είναι πια και στην Ελλάδα μια ορατή πραγματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, η σημασία μιας τέτοιας συζήτησης γίνεται ακόμα μεγαλύτερη γιατί η Πρωτοβουλία Αγώνα συσπειρώνει ένα μαχητικό δυναμικό πανελλαδικής εμβέλειας, τα ΕΑΑΚ, μια πολιτικοσυνδικαλιστική συνιστώσα ριζωμένη στους αγώνες μέσα στις σχολές, με αξιοσημείωτη δυνατότητα κινητοποίησης, όπως φάνηκε και στη Θεσσαλονίκη. Η συζήτηση βρίσκει το έδαφός της στο γεγονός ότι κάθε δυνατότητα ενίσχυσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συναρτάται με τις εξελίξεις στο εσωτερικό αυτού του κινήματος.
Αν για κάτι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, είναι για το ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως φόρμουλα ικανή να προσανατολίσει τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έτσι ώστε να πολιτεύονται χωρίς κινδύνους( σεκταριστικούς ή οπορτουνιστικούς) μέσα στο κίνημα. Είναι πράγματι βάσιμος ο φόβος της πολιτικής λεηλασίας των αδύναμων και με μικρή απεύθυνση αντικαπιταλιστικών δυνάμεων από ένα κοινοβουλευτικό ρεφορμιστικό κόμμα όπως ο Συνασπισμός. Η σαφής υπεροχή του στο επίπεδο της κοινωνικής ισχύος, ο κοινοβουλευτικός του χαρακτήρας και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους μηχανισμούς που διαθέτει προώθησης της πολιτικής του γραμμής( εφημερίδες, κανάλια), σημαίνουν μια πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να θέτει τη δική του «ατζέντα», να δίνει τον τόνο προς τα έξω και να φαίνεται ως η ραχοκοκαλιά του φόρουμ. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αξιοπερίεργο. Για την ακρίβεια είναι κάτι απολύτως αναμενόμενο. Αν όμως η δραστηριοποίηση του συνασπισμού μέσα στα κοινωνικά κινήματα συνυφαίνεται καταφανώς με τη στρατηγική της εκλογικής του επιβίωσης, αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει αυτόματα στο συμπέρασμα μιας ξέχωρης -σε κοινωνικό επίπεδο- συσπείρωσης, μιας κινηματικής πλατφόρμας «καθαρά» αντικαπιταλιστικής.
Μια τέτοια αντίληψη συγχέει δύο διαφορετικά επίπεδα, εκείνο της κοινωνικής κινητοποίησης γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα με αυτό της πολιτικής εκπροσωπήσεις των αγωνιζόμενων. Πρόκειται για δυο διαφορετικές σφαίρες της ταξικής πάλης που μολονότι βρίσκονται σε στενή αλληλεπίδραση, ωστόσο είναι διακριτές και δεν συνδέονται με άμεσο και αυτόματο τρόπο. Το ότι κάποιος εργαζόμενος είναι διατεθειμένος να αγωνιστεί ενάντια στη διάλυση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ή ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και το τέλος των αυταπατών του για τη σοσιαλδημοκρατία. Επίσης, και το ότι κάποιο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς διαχωρίζεται σε κοινωνικό επίπεδο απ’ τους ρεφορμιστές, δε συνεπάγεται αναγκαία και τη διεύρυνση της απήχησής του.
Αντίθετα, μια πιο προσεκτική παρατήρηση της κατάστασης αποκαλύπτει και μια περισσότερο «δυναμική» εικόνα. Η ανάδυση του κινήματος για την παγκόσμια δικαιοσύνη μέσα απ’ τις αντιφάσεις- δηλαδή τα κοινωνικά ερείπια- του νεοφιλελευθερισμού, η διεύρυνση και παγίωσή του, σηματοδότησαν και την απαρχή μιας μεταστροφής του κλίματος, την «επιστροφή» στο προσκήνιο των κοινωνικών αγώνων. Οι εργατικοί αγώνες βρίσκονται ακόμα στην άμυνα, ο συσχετισμός όμως δεν είναι τόσο συνθλιπτικός όσο ήταν στις αρχές τις προηγούμενης δεκαετίας. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική δεν έχει ηττηθεί, γνωρίζει όμως ανασχέσεις καθώς και μια ολοένα διευρυνόμενη απονομιμοποίηση στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων των καταπιεζόμενων τάξεων. Κάτι τέτοιο είναι αληθινό τόσο για την Αργεντινή και τη Βραζιλία, όσο και για τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα (το φαινόμενο βέβαια εμφανίζεται με διαφορετική έκταση, ένταση και συνέπειες σε κάθε χώρα). Όμως αυτή η κοινωνική δυναμική μολονότι τείνει να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης υπέρ των καταπιεσμένων με την έννοια ότι διαμορφώνει ένα ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη αγώνων, δεν αναδιατάσσει αυτόματα και τον πολιτικό χάρτη.
Στο εσωτερικό του παγκόσμιου κινήματος συνυπάρχουν δυνάμεις με πολύ διαφορετικές καταβολές, πολύ διαφορετικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου αντιπαρατίθενται διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Το κίνημα δεν έχει ενιαία πολιτική συνείδηση και υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε «αντικαπιταλιστικό», ούτε «ρεφορμιστικό». Έτσι, η αφέλεια αυτού που βλέπει εκατοντάδες χιλιάδες αντικαπιταλιστές στη Γένοβα έρχεται να συναντήσει την συμμετρική ως προς τα κριτήρια τύφλωση εκείνου που δεν βλέπει παρά το “Πόρτο Αλέγκρε της σοσιαλδημοκρατίας”. Στην πραγματικότητα εκτός από την αντικαπιταλιστική αριστερά και το Black Block υπήρξαν και οι μη κυβερνητικές-φιλοζωικές και χριστιανικές οργανώσεις στη Γένοβα και βεβαίως στο Πόρτο Αλέγκρε όπως και σε κάθε άλλη στιγμή αυτού του κινήματος υπήρχαν και παρενέβησαν ενεργά εκτός από τους σοσιαλδημοκράτες και οι αντικαπιταλιστές.
Το παγκόσμιο κίνημα χωράει περισσότερες από μία πολιτικές αποκρυσταλλώσεις και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κόμπος. Είναι αλήθεια πως επιδιώκεται να γίνει μια κολυμβήθρα εξαγνισμού για το φθαρμένο κοινωνικό κύρος της σοσιαλδημοκρατίας καθώς επίσης και το έδαφος για την εδραίωση ενός νέου «μεταρρυθμισμού», που οραματίζεται ένα καπιταλισμό χωρίς τις «ακρότητές» του (χωρίς νεοφιλελευθερισμό, χρέος του Τρίτου Κόσμου κλπ). Αυτές οι διαστάσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υποτιμηθούν, ωστόσο δεν είναι οι μόνες αφού πλάι σΕόλα αυτά σηκώνει κεφάλι και η αντικαπιταλιστική αριστερά. Σαν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, κύρια της σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της διαδικασίας αποσύνθεσης του σταλινισμού απελευθερώθηκε χώρος για τις από δεκαετίες απομονωμένες δυνάμεις τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς να αναλάβουν δράση και πολιτικές πρωτοβουλίες. Η σύνοδος της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εκφράζει την προσπάθεια να συγκροτηθεί μια ανεξάρτητη πολιτική παρουσία «αριστερά της αριστεράς» σε ευρωπαϊκό επίπεδο και καθιστά ορατή πλέον την ανάγκη και τις δυνατότητες μιας αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης.
Αν κάτι δείχνουν όλα αυτά είναι ότι η κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση είναι πολιτικά διακυβέυσιμη. Η συγκυρία αποτελεί ένα ανοιχτό στοίχημα τόσο για τους αντικαπιταλιστές όσο και για τους ρεφορμιστές και τους σοσιαλφιλελεύθερους. Ο τρισκατάρατος ρεφορμισμός δεν είναι απλώς ένα πολιτικό σχέδιο για τον εγκλωβισμό του κινήματος και την αφομοίωσή του μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Δεν είναι εξωτερικός σε σχέση με το κίνημα αλλά ενυπάρχει μέσα σ’ αυτό ως έκφραση μιας αγωνιστικής διάθεσης χωρίς επαναστατική συνείδηση. Σε τελευταία ανάλυση η ισχύς του εξηγείται από την ήττα των επαναστάσεων όλο το προηγούμενο διάστημα και από την αδυναμία να συγκροτηθεί ένα εναλλακτικό, αξιόπιστο αντικαπιταλιστικό σχέδιο σήμερα.
Γι’ αυτό και η αντίληψη που βλέπει ως λύση την προέκταση του αναγκαίου σε πολιτικό επίπεδο διαχωρισμού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και στο επίπεδο του κοινωνικού κινήματος (από τις ξεχωριστές πορείες μέχρι τα αντιρεφορμιστικά κινηματικά μορφώματα), στην ουσία χαρίζει στους ρεφορμιστές την πλειοψηφία των αγωνιζόμενων-που βεβαίως δεν είναι αντικαπιταλιστές- θέτοντας εαυτόν εκτός μάχης. Ξαναγυρίζοντας στο ζήτημα του Φόρουμ, εκεί που ο σεκταρισμός βλέπει ένα έγκλημα καθοσιώσεως, ένα ξεπούλημα στους ρεφορμιστές, εκεί υπάρχει μια μάχη να δοθεί. Το ΕΚΦ αποτελεί κομμάτι του διεθνούς κινήματος και δεν μπορεί παρά να φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της πολυσχιδούς πολιτικής πραγματικότητας του κινήματος αυτού. Η μορφή Φόρουμ γενικά αποτελεί ένα είδος συγκρότησης που αναδύθηκε οργανικά απ’ τις ανάγκες συντονισμού των πολλών και διαφορετικών του συνιστωσών και όχι δημιούργημα κάποιας ρεφορμιστικής ηγεσίας. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να ξορκίσουμε τους σοσιαλδημοκράτες και τη ρεφορμιστική αριστερά, το ζήτημα είναι να δημιουργήσουμε τις προϋπόθεσης για μια ισχυρή, με κοινωνικά ερείσματα αντικαπιταλιστική αριστερά. Από την άποψη των αγώνων που έρχονται εκείνο που προέχει είναι η ενότητα όλων των τάσεων του κινήματος στο επίπεδο των αγώνων με σκοπό την αναχαίτιση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και του κρατικού αυταρχισμού. Γιατί μόνο ένα κίνημα που μπορεί να πετυχαίνει έστω κάποιες νίκες μπορεί να διευρύνει την κοινωνική του απήχηση και να βαθύνει την πολιτική του συνείδηση. Παράλληλα, η αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να αρθεί στο ύψος των καθηκόντων που της αντιστοιχούν, να αναγνωρίσει τις δυνατότητες συγκρότησης μιας αντικαπιταλιστικής πτέρυγας μέσα στο κίνημα, ικανής να διεξάγει αποτελεσματικά πολιτικές μάχες. Κάτι τέτοιο σημαίνει να κατορθώσει να κερδίσει εκείνη τη νεολαία που ξανακατεβαίνει στους δρόμους, τους εργάτες-τριες που βλέπουν τις αυταπάτες τους για ένα καλύτερο μέλλον να συντρίβονται, τους άνεργους-ες, τους μετανάστες-τριες. Μακριά απ’ το να αποστρέφεται το Φόρουμ, χαρίζοντάς το στο Συνασπισμό, η Πρωτοβουλία Αγώνα θα έπρεπε να επιδιώξει να συντονιστεί στους αγώνες μ’ αυτό και να αναζητήσει πεδία σύγκλισης για μια αντικαπιταλιστική ανασύνθεση.
Το Φόρουμ ως μια συνιστώσα κοινωνικού συντονισμού και δικτύωσης δεν έχει- και ούτε μπορεί να έχει- κανένα πολιτικό ισοδύναμο. Ταυτόχρονα, η αντικαπιταλιστική αριστερά ( μέσα ή έξω απ’ αυτό) έχει πολύ ισχνή απεύθυνση και καθόλου πολιτική αξιοπιστία. Μια βίαιη παραγνώριση αυτών των χαρακτηριστικών δεν θα μπορούσε παρά να βλάψει και το φόρουμ, πολιτικοποιώντας το βίαια και πυροδοτώντας μια διαδικασία εκφυλισμού ( πιθανότατα με μόνο ωφελημένο τον πιο ισχυρό, δηλαδή τον Συνασπισμό), και την αντικαπιταλιστική αριστερά επιτείνοντας την απομόνωσή και την πολιτική της καχεξία.
[…] Η αβέβαιη πορεία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς […]