του Αλέξη Ματσάγγου
Η Ψυχανάλυση κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 20ου αιώνα ως θεωρία και θεραπεία των ψυχικών συγκρούσεων. Την εποχή αυτή η μελέτη των ψυχικών φαινομένων χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του μοντέλου των φυσικών επιστημών, το οποίο υπαγορεύει τα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών να είναι αντικειμενικά και μετρήσιμα. Έτσι, έχουμε από τη μία την Ψυχιατρική να μεταφέρει τη λογική της Ιατρικής στη μελέτη και θεραπεία της ψυχικής παθολογίας με μια βιολογίστικη αντίληψη που ερμηνεύει τα ψυχικά φαινόμενα ως παράγωγα της λειτουργίας του εγκεφάλου, και από την άλλη τη νεαρή επιστήμη της Ψυχολογίας που θεμελιώνεται πάνω στην πειραματική μεθοδολογία, με πιο χαρακτηριστική τη θεωρία του συμπεριφορισμού που αντιμετωπίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά ως παθητική, μηχανική απόκριση στα εξωτερικά ερεθίσματα.
Κοινό σημείο των προσεγγίσεων αυτών είναι η απόρριψη της ιδιαίτερης πραγματικότητας του εσωτερικού ψυχικού χώρου ως ιδεαλιστικής σύλληψης, από τη στιγμή που δεν μπορεί να μελετηθεί με τις αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους. Ο Φρόυντ, αν και η βασική του εκπαίδευση υπήρξε ιατρική, εισηγείται μια θεωρία που στηρίζεται ακριβώς στην αποδοχή της ιδιαίτερης ψυχικής πραγματικότητας και χρησιμοποιεί για τη διερεύνησή της μεθόδους κάθε άλλο παρά επιστημονικές για το θετικιστικό πνεύμα της εποχής, όπως η ενδοσκόπηση, ο ελεύθερος συνειρμός, η ανάλυση των ονείρων και των ψυχικών συμπτωμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται σε κάθετη ρήξη με το επιστημονικό κατεστημένο της εποχής.
Η ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα στην Ψυχανάλυση και τον Μαρξισμό ανοίγει σε έντονους τόνους τη δεκαετία του ’20 και ιδιαίτερα μετά την περίοδο της κυριαρχίας της σταλινικής γραφειοκρατίας στην επαναστατική Ρωσία. Η σύγκρουση αυτή διατρέχει όλο τον 20ο αιώνα και αναζωπυρώνεται τη δεκαετία του ’60, την εποχή που η Ψυχανάλυση διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος στην Ευρώπη.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η σύγκρουση εντείνεται σε περιόδους ανόδου του επαναστατικού κινήματος. Μια σύγκρουση παράδοξη εκ πρώτης όψεως, αν σκεφτούμε ότι η Ψυχανάλυση μελετάει το άτομο (ανήκει δηλαδή στο χώρο της Ψυχολογίας) ενώ ο Μαρξισμός καταπιάνεται με την κοινωνία (κατατάσσεται δηλαδή στον τομέα της Κοινωνιολογίας), και σύμφωνα με τον αστικό επιστημονικό καταμερισμό δεν υφίσταται κοινό έδαφος ανάμεσά τους για να διεξαχθεί η διαμάχη. Η Ψυχανάλυση και ο Μαρξισμός, όμως, αξιώνουν προεκτάσεις στα συμπεράσματά τους, επεκτείνονται η μεν Ψυχανάλυση από το άτομο στην ιστορία και την κοινωνία, ο δε Μαρξισμός το αντίστροφο. Πρόκειται για τις δύο καθολικές θεωρίες του Ανθρώπου που καθόρισαν τον 20ο αιώνα. Το σε ποιο βαθμό νομιμοποιούνται οι αξιώσεις αυτές για καθολικότητα στην ερμηνεία του ανθρώπινου φαινομένου που προβάλλει η κάθε θεωρία, είναι κάτι που θα το δούμε στη συνέχεια.
Ας πάμε τώρα στη δεκαετία του ’20, εκεί όπου διαμορφώνονται τα βασικά επιχειρήματα της διαμάχης, τα οποία στη συνέχεια αναπαράγονται ουσιαστικά με νέους τρόπους.
Έχουμε από τη μία την Ψυχανάλυση να καταφέρνει μια σειρά από καίρια χτυπήματα στο αστικό κατεστημένο: 1) με την ανακάλυψη του ασυνειδήτου και του εσωτερικού διχασμού του ατόμου που διέλυσε το ιδεολόγημα του «αυτόνομου ατόμου» στο οποίο στηρίζει ο καπιταλισμός την αντίληψή του για το υποκείμενο 2) με την ανακάλυψη της παιδικής σεξουαλικότητας που αποτέλεσε βόμβα στα θεμέλια της πουριτανικής αστικής ηθικής 3) με τη θεώρηση της ψυχικής ασθένειας ως ασυνείδητης εξέγερσης ενάντια στην «αρχή της πραγματικότητας» και τον έξω κόσμο και 4) με τη θεώρηση της ατομικής λογοκρισίας πάνω στις επιθυμίες του ασυνειδήτου ως εσωτερίκευσης της κοινωνικής λογοκρισίας, που οδήγησε την Ψυχανάλυση στη ριζοσπαστική κριτική του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, του θεσμού της πατριαρχικής οικογένειας και της θρησκείας.
Ο σταλινισμός απ’ τη μεριά του εναντιώθηκε εξαρχής στην Ψυχανάλυση την οποία θεώρησε «εκφυλισμένο προϊόν της αστικής παρακμής», και υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αυτό. Η σταλινική γραφειοκρατία, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δόγματος για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα, ακύρωσε μια σειρά από κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης αναφορικά με την ελευθερία των ανθρωπίνων σχέσεων και 1) επανέφερε το θεσμό και τις αξίες της πατριαρχικής οικογένειας 2) επανέφερε τη συντηρητική σεξουαλική ηθική της εγκράτειας και 3) καλλιέργησε την προσωπολατρία με τον Στάλιν στο ρόλο ενός εθνικού πατρικού συμβόλου. Κι όλα αυτά, στο πλαίσιο της υποταγής της «αρχής της ηδονής» (της ικανοποίησης δηλαδή των αναγκών των μαζών) στην «αρχή της πραγματικότητας» που επέβαλλε όχι η καπιταλιστική, αλλά η «σοσιαλιστική» συσσώρευση. Φυσιολογικό λοιπόν ήταν, από κάποιο σημείο και μετά, οι ριζοσπαστικές αιχμές της Ψυχανάλυσης ενάντια στο αστικό κατεστημένο να αφορούν και την κοινωνική πραγματικότητα της σταλινικής Ε.Σ.Σ.Δ.
Η σταλινική διανόηση κατηγόρησε την Ψυχανάλυση για ιδεαλιστική σύλληψη της έννοιας της ψυχής, όμως ο Φρόυντ καθιστά ξεκάθαρη την υλιστική βάση της θεωρίας του χαρακτηρίζοντας το ένστικτο την πρωταρχική πηγή της ψυχικής ενέργειας μια έννοια «στο μεταίχμιο ανάμεσα στο σωματικό και το ψυχικό». Η φύση της ανθρώπινης ψυχής για την Ψυχανάλυση δεν είναι ούτε απλά υλική ούτε ιδιογενώς πνευματική. Η πραγματικότητά της εκφράζει ακριβώς τη μετουσίωση της ζωικής υλικότητας σε ανθρώπινη υποκειμενικότητα έτσι όπως προκύπτει από την ιστορική ανάπτυξη των ειδοποιών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, θεμελιώδης άξονας των οποίων είναι η εργασία. Η κριτική του σταλινισμού γίνεται στη βάση ενός χυδαίου υλισμού που λογαριάζει για ιδεαλισμό κάθε εκδήλωση ψυχικής ιδιαιτερότητας και αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ιστορία σαν την επιβολή κάποιων σιδερένιων, αντικειμενικών και απαράβατων νόμων απ’ όπου απουσιάζει η μεσολάβηση του υποκειμενικού παράγοντα. Στην ίδια εμπειρίστικη, θετικιστική βάση γίνεται και η κριτική στην υποτιθέμενη αντιεπιστημονικότητα της ψυχαναλυτικής μεθοδολογίας. Η κριτική αυτή αγνοεί το γεγονός ότι οι μέθοδοι των φυσικών επιστημών δεν μπορούν να εφαρμοστούν στις επιστήμες του ανθρώπου διότι στη μεν περίπτωση των φυσικών επιστημών η μελέτη έχει να χειριστεί τη διαφορά ανάμεσα στον ερευνητή και το αντικείμενο της έρευνας (υπάρχει δηλαδή μια σχέση υποκειμένου προς αντικείμενο), ενώ στην περίπτωση των επιστημών του ανθρώπου υπάρχει ομοιότητα μεταξύ ερευνητή και ερευνούμενου (πρόκειται δηλαδή για μια σχέση υποκειμένου προς υποκείμενο).
Κάτω από την κυριαρχία της λογικής και των συμφερόντων του σταλινισμού, η μαρξιστική σκέψη δεν κατάφερε ν’ αναγνωρίσει κάποιες σημαντικές αναλογίες στη συλλογιστική του Μαρξ και του Φρόυντ : 1) η φροϋδική σύλληψη των νόμων που διέπουν τη λειτουργία του ψυχικού οργάνου είναι διαλεκτική£ η Ψυχανάλυση είναι πέρα και πριν απ’ όλα μια ψυχολογία των συγκρούσεων, όπως διαφαίνεται μεταξύ άλλων στα εξής ενδεικτικά σημεία: α) εφαρμογή της διαλεκτικής αρχής της ενότητας των αντιθέτων στην ερμηνεία των ονείρων (ο Φρόυντ επισημαίνει χαρακτηριστικά πως μια αναπαράσταση σ’ ένα όνειρο μπορεί να σημαίνει τον εαυτό της, το αντίθετό της ή και τα δύο μαζί) και των ψυχικών συμπτωμάτων (τα οποία εμπεριέχουν ταυτόχρονα την εκδήλωση της καταπιεσμένης επιθυμίας και την ίδια την καταπίεσή της) β) εφαρμογή της διαλεκτικής αρχής της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα (η ποσότητα της ψυχικής ενέργειας που συγκεντρώνεται στα διάφορα μέρη του ψυχικού οργάνου καθορίζει την πιθανή ενεργοποίηση συγκεκριμένων ψυχικών μηχανισμών), 2) και ο Μαρξ και ο Φρόυντ υπονομεύουν τις ανώτερες αστικές αξίες όπως η αγάπη, η ηθική και η θρησκεία, ανάγοντάς τες σε κατώτερης στάθμης παράγοντες (τα αστικά συμφέροντα για τον Μαρξ, το σεξουαλικό ένστικτο για τον Φρόυντ), 3) και ο Μαρξ και ο Φρόυντ ανάγουν φαινόμενα που εμφανίζονται ως φυσικά γεγονότα σε κρυμμένες σχέσεις (ο Μαρξ ανακαλύπτει πίσω από το χρήμα μια κοινωνική σχέση, ο Φρόυντ ανακαλύπτει πίσω από το ψυχικό σύμπτωμα μια σχέση ανάμεσα σε αντιτιθέμενες δυνάμεις μέσα στο ψυχικό όργανο) και 4) το κεντρικό σημείο συνάντησης της μαρξιστικής με τη φροϋδική σκέψη που είναι η ψευδής συνείδηση, η κατανόηση δηλαδή του ότι οι ανθρώπινες πράξεις υπακούουν σε δυνάμεις και λογικές άλλες από αυτές που έχουν στο μυαλό τους τα δρώντα υποκείμενα ( οι επιταγές της οικονομίας για το Μαρξ, οι επιταγές του ασυνειδήτου για τον Φρόυντ).
Έτσι, η μαρξιστική σκέψη την εποχή αυτή αντιμετώπισε τα αποθέματα παραλόγου στην ψυχική δομή και συμπεριφορά των μαζών ως φαντασιακές ιδεοληψίες, ακριβώς τη στιγμή που το παράλογο έκανε την εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο με την επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία. Δεν κατάφερε, έτσι, να αποκτήσει μια στοιχειώδη γνώση για τις υποκειμενικές συνιστώσες του ναζιστικού φαινομένου για ποιους λόγους δηλαδή κομμάτια ακόμη και του προλεταριάτου βρέθηκαν να υποστηρίζουν πολιτικές διαμετρικά αντίθετες στο ταξικό τους συμφέρον που έπαιξαν το δικό τους ρόλο στην επικράτησή του, πλάι στις οικονομικές (στήριξη του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου στο Χίτλερ) και πολιτικές (προδοσία των εργατών από τις σταλινικές και σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες) συνιστώσες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η ιδιαίτερη περίπτωση του Τρότσκυ. Ο Τρότσκυ υπήρξε ο μοναδικός εξέχων εκπρόσωπος της μαρξιστικής σκέψης που αναγνώρισε τη σπουδαιότητα της Ψυχανάλυσης, ενώ τη μελετούσε και ο ίδιος. Είχε κατανοήσει τις υποκειμενικές παραμέτρους της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία. Παρόλ’ αυτά, δεν απέφυγε να διαπράξει ένα ανάλογο μ’ αυτό των Γερμανών σταλινικών σφάλμα στην δική του εκτίμηση για τη σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ, υιοθετώντας μια εξιδανικευμένη εικόνα για το ρώσικο προλεταριάτο και τρέφοντας υπερβολικές και λανθασμένες όπως αποδείχτηκε προσδοκίες για ανατροπή της σταλινικής γραφειοκρατίας από τους Ρώσους εργάτες.
Από την άλλη μεριά τώρα, και πέρα από οποιαδήποτε σταλινική οπτική, αν θελήσουμε να υποβάλλουμε την ψυχαναλυτική θεωρία σε μια κριτική υπό το φως των αρχών του διαλεκτικού υλισμού, θα διαπιστώσουμε μια σειρά από μικροαστικά, συντηρητικά χαρακτηριστικά που είναι εγγενή στη λογική της :
1) η Ψυχανάλυση είναι ένοχη ιδεαλισμού όχι στο βαθμό που διακρίνει και φέρνει στο φως την ψυχική ιδιαιτερότητα, αλλά στο βαθμό που την απολυτοποιεί και την ανάγει σε αυτόνομο παραγωγό της πραγματικότητας. Για την Ψυχανάλυση η πραγματικότητα δεν υπάρχει αντικειμενικά, υπάρχει διαμέσου της ψυχικής της εκπροσώπησης (στο Εγώ, την αρχή της πραγματικότητας) και δεν είναι παρά η υλοποιημένη προβολή της ψυχικής δομής. Επαναλαμβάνει μ’ αυτό τον τρόπο το σφάλμα των χυδαίων υλιστών από την ανάποδη, θεωρώντας την πραγματικότητα μια παθητική, μηχανική αντανάκλαση της υποκειμενικότητας.
2) Δεν αναγνωρίζει την ιστορικότητα της ανάπτυξης του ανθρώπινου υποκειμένου και ανάγει την ψυχολογία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης σε μια συγκεκριμένη εποχή (της βιεννέζικης αστικής τάξης του τέλους του 19ου αιώνα που αποτελούσε την πλειοψηφία της πελατείας του Φρόυντ) σε γενικό και αναλλοίωτο ανθρωπολογικό μοντέλο, αντικαθιστά δηλαδή στην αντίληψή της τον αστό με τον άνθρωπο γενικά. Από τη θεμελιακή αυτή ανιστορική παρανόηση προκύπτουν μια σειρά από αδικαιολόγητες γενικεύσεις των πορισμάτων της Ψυχανάλυσης α) σε ιστορικό επίπεδο: σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, η ίδια βασική ψυχική δομή χαρακτηρίζει τους ανθρώπους όλων των εποχών, και είναι αυτή που καθορίζει τα κοινωνικοϊστορικά φαινόμενα κι όχι το αντίστροφο π.χ η ιδιοκτησία απορρέει από το ένστικτο της επιθετικότητας κι όχι το αντίστροφο. Ειδικά η υποστήριξη ενός έμφυτου και αμετάβλητου ενστίκτου της επιθετικότητας στον άνθρωπο απ’ την μεριά της Ψυχανάλυσης χρησιμοποιήθηκε για τη νομιμοποίηση του αστικού ανταγωνισμού και των πολέμων β) σε διαπολιτισμικό επίπεδο: σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, η ίδια βασική ψυχική δομή χαρακτηρίζει τους ανθρώπους όλων των πολιτισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο οιδιπόδειο σύμπλεγμα που θεωρείται ένα στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης που ισχύει παγκόσμια, σε αντίθεση με τα πορίσματα ανθρωπολογικών ερευνών από επιστήμονες όπως η Μηντ και ο Μαλινόφσκι σε πρωτόγονες φυλές με διαφορετικές μορφές οικογενειακής οργάνωσης απ’ αυτές του δυτικού πολιτισμού, όπου τα παιδιά δεν περνούν από οιδιπόδεια σύγκρουση και γ) σε ταξικό επίπεδο : σύμφωνα με την Ψυχανάλυση, η ψυχική δομή μιας συγκεκριμένης τάξης επεκτείνεται σ’ ολόκληρο το φάσμα της κοινωνίας
3) Αρνείται τον ιστορικό χρόνο έχοντας τη μόνιμη τάση να παραπέμπει αιτιακά τα φαινόμενα του παρόντος στο παρελθόν, τόσο σε ιστορικό (όπου το επεισόδιο με τη δολοφονία του πατέρα από τους γιους και την αρπαγή της εξουσίας αναπαράγεται ως αρχετυπικό πρότυπο συνεχώς στην ανθρώπινη ιστορία) όσο και σε ατομικό επίπεδο (οι ψυχικές συγκρούσεις του παρόντος ανάγονται στα τραύματα της παιδικής ηλικίας)
4) Επικεντρώνεται μονόπλευρα στην οικογενειακή καταπίεση. Η Ψυχανάλυση δεν ενδιαφέρεται για τη σφαίρα της εργασίας, την περιοχή δηλαδή εκείνη μες απ’ τις διαδικασίες της οποίας διαμορφώνεται πρωταρχικά η ψυχολογία των ατόμων. Αποφεύγει μ’ αυτό τον τρόπο να εντάξει και την ίδια την οικογενειακή καταπίεση στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, να αντιληφθεί δηλαδή ότι οι καταπιεστικές οικογενειακές σχέσεις δεν είναι παρά μικρογραφία των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας.
Αυτά όσον αφορά την ψυχαναλυτική θεωρία. Από την άλλη, έχουμε την ψυχαναλυτική πρακτική.
Η Ψυχανάλυση, όντας το «μαύρο πρόβατο» για τις κυρίαρχες επιστήμες και έχοντας εξαρχής μια αμφιταλαντευόμενη-μικροαστική ταξική θέση, υπέκυπτε όλο και περισσότερο στις έξωθεν πιέσεις για κοινωνική ενσωμάτωση. Έτσι, σιγά-σιγά οι αιχμές της κοινωνικής κριτικής του Φρόυντ αποσιωπήθηκαν από τους μεταγενέστερους ψυχαναλυτές, και η Ψυχανάλυση εξελίχθηκε σε μια τεχνοκρατία της ατομικής θεραπείας ασκούμενη από μια εξειδικευμένη ελίτ που αναδεικνύεται μες από μια τυποποιημένη, μακροχρόνια κι εξαντλητική εκπαίδευση.
Η ταξική θέση της ελίτ αυτής είναι ξεκάθαρα μικροαστική και προσδιορίζεται συγκεκριμένα ως θέση «παράσιτου της υπεραξίας», απ’ τη στιγμή που απομυζά από την αστική τάξη ένα μέρος της υπεραξίας που η ίδια η αστική τάξη απομυζά από την εργασία του προλεταριάτου. Οι ψυχαναλυτές λειτουργούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες σε καθεστώς αγοράς και φυσιολογικά ενδιαφέρονται για τη διατήρηση και αύξηση της πελατείας τους, για τη διατήρηση και αύξηση δηλαδή των ψυχικών ασθενειών που υποτίθεται ότι οφείλουν να θεραπεύουν.
Ταξική επιλογή εκδηλώνεται και στο επίπεδο της πελατείας των ψυχαναλυτών, καθώς προτιμούνται οι ασθενείς από τα μεσαία και τα ανώτερα οικονομικά στρώματα. Μάλιστα η επιλογή αυτή είναι κρυμμένη πίσω από όρους ψυχοπαθολογίας, αποφεύγονται δηλαδή οι ψυχωτικοί ασθενείς οι οποίοι κατά κανόνα ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και προτιμούνται οι νευρωτικοί, οι οποίοι συνήθως ανήκουν στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις.
Επίσης, η ίδια η θεραπευτική ψυχαναλυτική σχέση είναι μια σχέση εξουσίας. Με διάφορες θεραπευτικές τελετουργίες όπως το ξάπλωμα στον καναπέ, ο ασθενής υποβάλλεται σε μια αναγκαστική παλινδρόμηση στην εποχή που ήταν παιδί και εξαρτάται απόλυτα από τον ψυχαναλυτή-πατέρα, εμπλέκεται δηλαδή σε μια διαδικασία της οποίας τους κανόνες δεν ελέγχει καθόλου και είναι έρμαιο των ερμηνειών του ψυχαναλυτή στα λεγόμενά του.
Από την άλλη, οι ίδιοι οι στόχοι της ψυχαναλυτικής θεραπείας (η άρση, δηλαδή, των ψυχοσεξουαλικών εξαρτήσεων και η επίτευξη ενός ανώτερου επιπέδου αυτονομίας του Εγώ) καθίστανται ουτοπικοί καθώς α) υπερεκτιμάται η δύναμη της γλώσσας και καθοδηγητική αρχή της θεραπείας αναδεικνύεται η ερμηνεία κι όχι η δράση. Η θεραπεία έτσι υποκύπτει σε μια μορφή λεξιμαγείας σύμφωνα με την οποία όταν κάτι λέγεται σημαίνει ότι θεραπεύεται κιόλας, και β) η αυτονομία του Εγώ είναι ένα αστικό ιδανικό που δεν αφορά την πλειοψηφία των κατώτερων στρωμάτων, απ’ τη στιγμή που η όποια ψυχική τους αυτονομία υπονομεύεται στη βάση της από την αντικειμενική κοινωνική τους θέση.
Θα αναφερθώ στη συνέχεια στις κυριότερες προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να συνδυαστεί η ψυχαναλυτική με τη μαρξιστική θεωρία.
Καταρχήν, έχουμε τη λεγόμενη κουλτουραλιστική ψυχανάλυση (Φρομ, Χόρνεϋ, Σάλλιβαν) η οποία άσκησε κριτική στις χοντροκομμένες ανιστορικές γενικεύσεις των πορισμάτων της Ψυχανάλυσης και ανέπτυξε ένα κοινωνικό προβληματισμό λαμβάνοντας υπόψη της την αντικειμενική ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα.
Όμως, αυτό το έκανε λειτουργώντας ψυχαναλυτικά κι όχι μαρξιστικά. Επικεντρώθηκε, δηλαδή, στην ψυχική κατηγορία του Εγώ (που εκπροσωπεί την αρχή της πραγματικότητας, της λογικής και του συμβιβασμού) και οδηγήθηκε στο να γίνει μια κομφορμιστική θεωρία της ψυχικής προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το ότι αναπτύχθηκε στις Η.Π.Α.
Έχουμε στη συνέχεια την εξαιρετικά σημαντική περίπτωση του Βίλχελμ Ράιχ. Ο Ράιχ στις αναλύσεις του καθιστούσε πολύ πιο ξεκάθαρη απ’ ότι ο Φρόυντ τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική και τη σεξουαλική καταπίεση, ενώ άσκησε οξεία κριτική στη φροϋδική αντίληψη του έμφυτου ανθρώπινου ενστίκτου της επιθετικότητας. Επίσης, συνεισέφερε τα μέγιστα στην ανάλυση των υποκειμενικών-ψυχολογικών παραμέτρων της ανόδου του φασισμού στη Γερμανία με το έργο του «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού». Κυνηγημένος, όμως, ως αιρετικός τόσο από το σταλινισμό όσο και από την επίσημη Ψυχανάλυση, κατέληξε σ’ ένα νατουραλιστικό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας που θεωρεί τις εκδηλώσεις της ψυχικής δυσλειτουργίας ως παρεκκλίσεις από ένα συγκεκριμένο πρότυπο φυσιολογικότητας (το πρότυπο του «γενετήσιου χαρακτήρα»), επαναφέρει δηλαδή τη θετικιστική αντί της διαλεκτικής αντίληψης για την ψυχική πάθηση.
Τέλος, έχουμε την προσπάθεια της σχολής της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Μαρκούζε), κυρίως μεταπολεμικά, να εδραιώσει τη συνεργασία Ψυχανάλυσης και Μαρξισμού στη βάση ενός αστικού καταμερισμού εργασίας σύμφωνα με τον οποίο η Ψυχανάλυση χρίζεται αρμόδια για τη μελέτη του ατόμου και ο Μαρξισμός για τη μελέτη της κοινωνίας. Μια προσπάθεια που, παρά τις θετικές της συνεισφορές, κατέληξε κι αυτή όπως και οι υπόλοιπες στον ακρωτηριασμό της μαρξιστικής σκέψης με την αποκλειστική αντιμετώπισή της σαν ένα είδος επαναστατικής Κοινωνιολογίας.
Το κοινό σημείο της αποτυχίας όλων αυτών των προσπαθειών είναι το γεγονός ότι επιχείρησαν να εγκαθιδρύσουν μια άμεση, απευθείας σχέση ανάμεσα στην Ψυχανάλυση και τον Μαρξισμό αναγορεύοντας την Ψυχανάλυση σε μόνη αρμόδια επιστήμη για τη μελέτη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Έτσι, εστίασαν μονόπλευρα την προσοχή τους στην οικογενειακή καταπίεση ακολουθώντας σ’ αυτό το σημείο τον ίδιο το Φρόυντ αγνοώντας την επίδραση των διαδικασιών της καπιταλιστικής παραγωγής στην καταπίεση και διαστρέβλωση των ενστίκτων.
Το πιο σημαντικό είναι πως δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τον ταυτόχρονα ενιαίο και αντιφατικό χαρακτήρα της ψυχαναλυτικής θεωρίας, το γεγονός δηλαδή ότι οι ίδιες βασικές αντιφάσεις διατρέχουν το σύνολο των ψυχαναλυτικών κατηγοριών. Η παράδοξη θέση της Ψυχανάλυσης έγκειται στο ότι είναι μια θεωρία η οποία αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει σε γενικές γραμμές σωστά το αντικείμενό της, χωρίς ταυτόχρονα να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ποιο είναι το αντικείμενο αυτό, συγχέει δηλαδή μονίμως τον αστό με τον άνθρωπο γενικά. Η παράδοξη και αντιφατική αυτή θέση μεταφέρεται αναγκαστικά και στους επίδοξους μελετητές της Ψυχανάλυσης στο γεγονός ότι οι από κάθε άποψη σημαντικές ανακαλύψεις του Φρόυντ δεν μπορούν να ανευρεθούν πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στη λανθασμένη κατανόηση που είχε ο ίδιος ο Φρόυντ γι’ αυτές.
Τελειώνοντας, ολ’ αυτά έχουν εξαιρετική σημασία στην εξέταση του ζητήματος που πραγματικά αξίζει να μας απασχολεί, το κατά πόσο δηλαδή η Ψυχανάλυση είναι σε θέση να συνεισφέρει στη θεμελίωση μιας υλιστικής θεωρίας του υποκειμένου, μιας υλιστικής Ψυχολογίας.
Η απάντηση είναι πως ναι, τα πορίσματα της Ψυχανάλυσης είναι δυνατόν να συμβάλλουν σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα, όχι όμως αυτούσια. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο να προβούμε πρώτα σε κάποιες κρίσιμες θεωρητικές και μεθοδολογικές διευθετήσεις:
1) να κοινωνικοποιηθούν και ιστορικοποιηθούν οι φροϋδικές ανακαλύψεις. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να περάσουμε από μια άποψη που εξετάζει την ψυχική παθολογία του ατόμου στο πλαίσιο μιας ρητά ή άρρητα υγιούς κοινωνίας, σε μια οπτική της καπιταλιστικής κοινωνίας συνολικά ως ασθένειας και στην ακόλουθη διερεύνηση των ψυχικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα άτομα ζώντας σε μια άρρωστη κοινωνία.
2) να αποκατασταθεί η αντίληψη της καπιταλιστικής κοινωνίας ως ενιαίου συνόλου, καθώς και η ορθή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους πρωτογενείς και τους δευτερογενείς παράγοντες της καταπίεσης και διαστρέβλωσης των ενστίκτων, να αναγνωριστεί δηλαδή το πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής ως η κοινωνική περιοχή εκείνη που θέτει τους όρους για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης ψυχολογίας. Οι όροι για την εσωτερίκευση των αστικών κοινωνικών σχέσεων τίθενται πρωταρχικά στο πεδίο της παραγωγής κι από κει διαχέονται στην κοινωνία και τα άτομα με τη μεσολάβηση διαφόρων αστικών θεσμών ( οικογένεια, σχολείο, εκκλησία ), ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην προσωπική ζωή των ατόμων η κίνηση αυτή εμφανίζεται συνήθως αντεστραμμένη ( πρώτα έρχονται σ’ επαφή με την οικογένεια και τους εκπαιδευτικούς θεσμούς ). Το πλήρες νόημα της καταπίεσης των θεσμών αυτών, όμως, δεν αποκαλύπτεται παρά με την είσοδο των ατόμων στην καπιταλιστική παραγωγή.
[…] Για μια επαναστατική κριτική του φροϋδισμού […]