του Χρίστου Ιωνά
Αυτός είναι ο τίτλος του editorial της Rouge, της εβδομαδιαίας εφημερίδας της LCR, της 24ης Ιουλίου, που προβλέπει μια νέα κοινωνική έκρηξη το φθινόπωρο!
Πρέπει να πούμε ότι το δεξί χέρι του Σιράκ, ο Ραφαρέν, πίσω από τις ταρτουφικές του πόζες, κάνει ό,τι μπορεί για να το πετύχει: υιοθετείται το καταστροφικό για τις συντάξεις νομοσχέδιο, επιδεικνύεται η βούληση να διαλυθούν οι δημόσιες υπηρεσίες (σχολείο, ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνία), ανακοινώνονται εν μέσω καλοκαιριού χιλιάδες απολύσεις σε όλους τους τομείς και όλες τις περιφέρειες, χωρίς καμία αντίδραση από τον “καλό κύριο Ραφαρέν” (μια εξαίρεση μόνο: επανακρατικοποιείται μερικώς η εταιρεία ALSTHOM. Πρόκειται για μια προσπάθεια να πληρωθούν τα χρέη της εταιρείας από τα χρήματα του δημοσίου και όχι από τα καημένα τα αφεντικά!). Επιπλέον, ανακοινώνονται φοροελαφρύνσεις για τα υψηλά εισοδήματα και δημοσιοποίηση -θεωρητικά πάντα£ του ετήσιου εισοδήματος των εργοδοτών, που υπολογίζεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Αν προσθέσουμε και μερικές αποτυχίες στην επιτυχημένη παράδοση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, όπως η χαμένη ευκαιρία να ελευθερώσουν μια όμηρο από τα κολομβιανά FARC, εν αγνοία των κολομβιανών και βραζιλιάνικων αρχών, αντιλαμβανόμαστε ότι η μόνη λύση για την κυβέρνηση, ώστε να μπορέσει να αντέξει, είναι να ισχυροποιήσει με ταχύτατους ρυθμούς τον κατασταλτικό μηχανισμό. Μια πρώτη γεύση πήραμε από τη στρατιωτική επιχείρηση ποπυ στήθηκε για τη σύλληψη, στο κτήμα του, του αγρότη συνδικαλιστή µοζέ Μποβέ, στις αρχές Ιουλίου, ο οποίος ελευθερώθηκε ένα μήνα αργότερα, ύστερα από εκατοντάδες διαμαρτυρίες.
Στη Γαλλία, επομένως, επικρατεί ένα παράδοξο: η δεξιά κυβέρνηση, εκλεγμένη από τον Ιούνιο του 2002, παραμένει χωρίς πραγματική αντιπολίτευση, ενώ έχει ήδη δεχτεί μια πολιτική ήττα (την αποτυχία του δημοψηφίσματος στην Κορσική). Και όλα αυτά σε μια χώρα που, μέσα σε ένα χρόνο μόλις, γνώρισε τρεις μοναδικές κινητοποιήσεις: ενάντια στο Λεπέν, στον πόλεμο στο Ιράκ και στο σχέδιο περικοπής των συντάξεων, και μέσα στο καλοκαίρι μια πολύ έντονη σύγκρουση με τους εργαζόμενους στο θέαμα. Οπωσδήποτε σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και δυο σημαντικότατα γεγονότα που συνέβησαν τον Αύγουστο. Από τη μια πλευρά, η τεράστια κινητοποίηση ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, που συγκέντρωσε περισσότερους από 250.000 ανθρώπους στα έρημα οροπέδια του Λαρζάκ (Εβιάν), τόπου μιας αλησμόνητης αντιμιλιταριστικής κινητοποίησης τη δεκαετία του 1970. Από την άλλη, ο φοβερός απολογισμός του καύσωνα (μέχρι τη στιγμή που γράφτηκε το κείμενο, περίπου 10.000 άτομα, κυρίως ηλικιωμένοι και άποροι, έχουν χάσει τη ζωή τους). Τα παραπάνω προβάλλουν ολοφάνερα όχι μόνο το πραγματικό πρόσωπο αυτής της δημαγωγικής δεξιάς, της ανίκανης να αντιδράσει ενάντια σε καταστροφές που πλήττουν την κοινωνία, αλλά και το μέλλον που μας επιφυλάσσει η καπιταλιστική κοινωνία, ένα μέλλον όπου η αναζήτηση του κέρδους αντιτίθεται κάθε μέρα περισσότερο στα συμφέροντα του λαού.
Μας φαίνεται, επομένως, απαραίτητο να ξαναδούμε και να αναδείξουμε τα μαθήματα που πήραμε από τις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών.
Η κινητοποίηση για τις συντάξεις: ανασύνταξη του εργατικού κινήματος
Μέχρι τώρα δεν έχει φανεί, όσο θα έπρεπε, το γεγονός ότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη νίκη του Σιράκ, εκτός από τις συντριπτικές ευθύνες της ρεφορμιστικής αριστεράς, είναι η εδώ και τριάντα χρόνια διαρκής εξασθένιση του εργατικού κινήματος, που συνοδεύτηκε από τη σχεδόν παντελή εξαφάνιση συγκεκριμένων βιομηχανικών τομέων (σιδηρουργία στην ανατολική Γαλλία, τεράστια μείωση του δυναμικού στον πάλαι ποτέ εργατικό προμαχώνα της Ρενώ), την τεράστια ανεργία και το καθεστώς επισφαλούς απασχόλησης που προβληματίζει σήμερα όλους τους εργαζόμενους, με πρώτους τους νέους. Η ανικανότητα του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος, παρά τους αγώνες του, να αντισταθεί στις αδιάκοπες επιθέσεις των εργοδοτών και των κυβερνήσεων, οδήγησε σε πολύ μειωμένη συνδικαλιστική συμμετοχή: μόνο το 10% των εργαζομένων ανήκει σε συνδικάτα, πρόβλημα που αυξάνεται ακόμη αν συνυπολογίσει κανείς τον κατακερματισμό των συνδικάτων [τρεις μεγάλες συνομοσπονδίες (CGT, CFDT, Force Ouvriθre) και πολλές σημαντικές, ανεξάρτητες ομοσπονδίες (FSU, SUD, κ.ά.)]. Μια τέτοια κατάσταση διευκολύνει τις διασπάσεις. Ακριβώς αυτό συνέβη στη διάρκεια της κινητοποίησης: η κυβέρνηση στηρίχθηκε στους επικεφαλείς της CFDT για να περάσει το «μεταρρυθμιστικό» νομοσχέδιό της για τις συντάξεις. Σ’ αυτές τις συνθήκες, ένα από τα πιο ανησυχητικά νούμερα των προηγούμενων εκλογών, πέρα από το νούμερο του Λεπέν, ήταν εκείνο της αποχής (28,4 % συν το 3,4 % των λευκών και των άκυρων ψήφων). Πρόκειται για δείγμα έλλειψης εμπιστοσύνης από μέρους μεγάλης μερίδας μισθωτών, σε ό,τι αφορά την ικανότητα οργανώσεων του εργατικού κινήματος να παράσχει μια εναλλακτική πολιτική αντί του καπιταλισμού. Το μεγάλο στοίχημα της εαρινής κινητοποίησης ήταν η αναβίωση της εμπιστοσύνης των εργατών, εμπιστοσύνη όχι μόνο στην ίδια την κινητοποίηση, αλλά και σε πολλές αντικαπιταλιστικές αρχές.
Όλα τα παραπάνω θα συνέβαιναν, βέβαια, ύστερα από αντιπαράθεση με τη ρεφορμιστική αριστερά, καθώς η πρόταση αύξησης των εργάσιμων χρόνων, προκειμένου να πάρει κανείς ολόκληρη σύνταξη, έγινε δεκτή τόσο από το Σιράκ όσο και από το Λιονέλ µοσπέν, τότε πρωθυπουργό, κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής. Πράγματι, το σοσιαλιστικό κόμμα, παρά τις διακηρύξεις του, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, δεν πρόβαλλε ποτέ καμία άρνηση για την αύξηση των εργάσιμων χρόνων από 37,5 σε 40 στο δημόσιο τομέα, ούτε για την κατάργηση των μέτρων Μπαλαντύρ του 1993, που είχαν θεσπίσει την ίδια αύξηση και για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Από την άλλη, ούτε οι επικεφαλείς των συνδικάτων, για να μη μιλήσουμε για τη CFDT, δεν αγωνίστηκαν να πετύχουν 37,5 χρόνια για όλους. Σε μια προκήρυξη, που βγήκε τέλη Ιουνίου, των CGT, FSU και UNSA, το αίτημα αυτό δεν υπάρχει καν! Εννοείται ότι το αίτημα αυτό ήταν και το κύριο σημείο τριβής στους κόλπους του κινήματος. Η πλειοψηφία των μισθωτών το προέβαλλε, αναγκάζοντας έτσι και τους επικεφαλείς των συνδικάτων να το υπερασπίσουν. Από αυτή την άποψη, η προπαρασκευαστική μάχη που δόθηκε τον περασμένο χειμώνα στον τομέα του γκαζιού και του ηλεκτρικού ρεύματος (EDF-GDF), ήταν παραδειγματική (βλ. Σπάρτακος, τ.70).
Σ’ αυτή τη δύσκολη θέση, όπου μια κυβέρνηση «πληθυντικής αριστεράς», για πέντε χρόνια, συντάχθηκε πλήρως με τις απαιτήσεις του φιλελευθερισμού, το πρωταρχικό στοίχημα, τόσο σε συνδικαλιστικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, ήταν η σύνδεση του εργατικού κινήματος με τους διανοούμενους. Αυτό θα γινόταν μέσω της εκ νέου οικειοποίησης με τη ριζοσπαστική κριτική. Αυτό που συνέβη με τον Πιερ Μπουρντιέ, δεν είναι παρά ένα δείγμα της πλατιάς ανάπτυξης αυτής της πρακτικής, σε ό,τι αφορά τις σπουδές και τις συζητήσεις. Παίρνει συγκεκριμένη μορφή δε, στις εργασίες του ιδρύματος Κοπερνίκ, όπου συμμετέχουν τακτικά πολλοί συνδικαλιστές. Πάνω στο θέμα των συντάξεων, οι συζητήσεις είχαν δώσει την ευκαιρία σε ένα ολόκληρο συνδικαλιστικό τομέα να προετοιμαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να απαντήσει στην κυβερνητική προπαγάνδα (η οποία δεν έκανε τίποτα άλλο από το να χειροτερεύει τα επιχειρήματα των ρεφορμιστών): δεν υπάρχει άλλη λύση από το να δουλεύει κανείς περισσότερο, οι συντάξεις κινδυνεύουν, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο είναι σε καλύτερη μοίρα, κ.ο.κ. Αυτή η προπαγάνδα, ενισχυμένη από την εξασθένηση του εργατικού κινήματος, δεν κατάφερε παρ’ όλα αυτά να παίξει τον κατασταλτικό της ρόλο, χάρη στην προετοιμασία που προηγήθηκε (βλ. τις μπροσούρες του Κοπερνίκ, της FSU, της LCR…).
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο συμβολισμό που φέρουν τα ζητήματα της εκπαίδευσης, κλασική αιτία σφοδρών κινητοποιήσεων στη Γαλλία, και τομέας πολιτικά ευαίσθητος σε περιόδους κοινωνικής κρίσης. Οι αγώνες για την εκπαίδευση ήταν πράγματι το κλειδί των κινητοποιήσεων και αυτό για πολλούς προφανείς λόγους: το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο του Ραφαρέν ήταν για τους εκπαιδευτικούς καίριο χτύπημα. Το να δουλεύει κανείς 40 και πλέον χρόνια σε ένα εξαντλητικό επάγγελμα, είναι απαράδεκτο, τόσο για τους νέους, όσο και για τους παλιότερους εκπαιδευτικούς. Επιπλέον, η κυβέρνηση, το φθινόπωρο προώθησε και άλλα σοβαρά μέτρα. Κατάργησε τις θέσεις των επιτηρητών, θέσεις που επέτρεπαν σε χιλιάδες σπουδαστές να έχουν ένα εισόδημα, καλύπτοντας παιδαγωγικές ώρες σε γυμνάσια και λύκεια. Η δεξιά θέλει να αντικαταστήσει αυτούς τους εργαζόμενους, που έχουν δικαιώματα, από 20.000 «βοηθούς», νέους υπό καθεστώς επισφαλούς απασχόλησης (ή φτωχούς συνταξιούχους). ΕΆλλο μέτρο που πάρθηκε ήταν η αποκέντρωση ενός μεγάλου αριθμού υπηρεσιών του τομέα της εκπαίδευσης, μετατρέποντας με αυτό τον τρόπο, 120.000 εργαζόμενους από δημόσιους υπαλλήλους, σε περιφερειακούς υπαλλήλους.
Με τον τρόπο αυτό, έτσι όπως έχει φανεί και σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ανοίγει ο δρόμος του ανταγωνισμού και απειλείται ο δημόσιος χαρακτήρας των υπηρεσιών. Επιπλέον, καμία νέα θέση για εκπαιδευτικούς δεν προβλέπεται από τον επόμενο προϋπολογισμό, παρόλο που οι ανάγκες είναι τεράστιες. Όλοι αυτοί οι λόγοι, επομένως, είναι που οδήγησαν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών να εξαγγείλουν απεργιακές κινητοποιήσεις το φθινόπωρο, οι οποίες δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Αυτό που δεν αντιλήφθηκε η δεξιά και οι νεαροί φιλελεύθεροι αστοί των υπουργείων είναι ότι, σε περίοδο κρίσης, την ώρα όπου οι υποβαθμισμένες συνοικίες αντιμετωπίζουν το κλείσιμο των δημοτικών υπηρεσιών και επιχειρήσεων, το σχολείο είναι το μόνο στοιχείο που απομένει ως «έσχατος κοινωνικός δεσμός». Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μέσα στον αγώνα για την υπεράσπιση των συντάξεων, διεξαγόταν παράλληλα άλλος ένας, ενάντια στα κυβερνητικά σχέδια για το σχολείο. Το γεγονός αυτό υπήρξε και ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της κινητοποίησης: όχι μόνο οι εκπαιδευτικοί βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των διεκδικήσεων, αλλά και πάρα πολλοί γονείς διαδήλωσαν και κατέλαβαν σχολικά κτήρια. Έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Το σχέδιο αποκέντρωσης καθυστέρησε και μια μερίδα από τις υπηρεσίες που κινδύνευαν, παρέμειναν κρατικές.
Επιτυχίες (και αδυναμίες) της κινητοποίησης
Φαινομενικά, ο Ραφαρέν και ο υπουργός του Φιγιόν, κέρδισαν στο θέμα των συντάξεων. Η δεξιά πέρασε μπροστά, αφήνοντας πίσω της τα κοινωνικά κεκτημένα. Αρκεί κανείς να αναφέρει τα κυνικά και προκλητικά λόγια του επικεφαλής των γάλλων εργοδοτών, του βαρόνου Ερνέστ-Αντουάν Σεγιέρ ντε Λαμπόρντ, στην εφημερίδα Μοντ, 2 Ιουλίου: «Επιβάλλεται η ανάγκη μεταρρύθμισης των μεγάλων κοινωνικών συστημάτων, με πρώτο και καλύτερο τις συντάξεις. Η κυβέρνηση, σύμφωνη με τη μέθοδο που ακολουθεί, έχει κάνει προόδους. Έχει χαράξει το περίγραμμα των μεταρρυθμίσεων, σε μια μακρά περίοδο, πράγμα που προκάλεσε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Υποστήριξε τη θέση της με ψυχραιμία, μέχρι να κοπάσει η θύελλα και μέχρι να ψηφιστεί το νομοσχέδιο από τη βουλή. Για πρώτη φορά, εδώ και δεκαετίες, η επιθυμία για μεταρρυθμίσεις από μέρους της κυβέρνησης, την φέρνει αντιμέτωπη με ένα πλήθος αρνήσεων και εμποδίων, ένα πλήθος αρνητικών, συνδικαλιστικών και ακραίων αντιδράσεων. Πρόκειται για μια νέα σελίδα της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας μας». Αυτός ο άνθρωπος, γνωστός για τις απόλυτες και ακραίες θέσεις, πίσω από τα ψεύδη που ξεστομίζει (καμία διαπραγμάτευση δεν υπήρξε για τις συντάξεις!), δείχνει ολοκάθαρα τον κίνδυνο που υπάρχει στο εξής: η επίθεση εναντίον των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι πραγματικά θέμα πολιτισμού πια στη Γαλλία. Παρ’ όλα’ αυτά, το παράδοξο είναι ότι στο θέμα των συντάξεων, η κινητοποίηση είχε επιτυχία, πράγμα που μας επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί, ακόμη και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, οι επικεφαλείς των συνδικαλιστών θεωρούν ότι «η σελίδα δε γύρισε» (FSU).
Η πρώτη νίκη ήταν η γενική απεργία στον τομέα της εκπαίδευσης. Βασίστηκε στους άξονες που αναφέραμε πιο πάνω (συντάξεις και σχολεία). Κάποιοι εκπαιδευτικοί έκαναν επαναλαμβανόμενες απεργίες για περισσότερους από δυο μήνες, και για πολλές εβδομάδες, περισσότεροι από το 60% των εκπαιδευτικών απέργησαν. Ο «φιλόσοφος» υπουργός Λυκ Φερί, αυτοαποκαλούμενος ειδήμων, δεν χαίρει σήμερα καμιάς εκτίμησης, παρά την προστασία που του παρείχε ο Σιράκ, ο οποίος έχει περί πολλού τους υπουργούς που δεν ανήκουν σε κόμματα της δεξιάς! Αυτό που συνέβη κυρίως, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι είχε συμβεί το 1995, είναι ότι οι εκπαιδευτικοί συνειδητοποίησαν βαθύτερα τον προλεταριακό χαρακτήρα της κατάστασής τους (εργασία, μισθοί) και εκδηλώθηκε πολύ έντονα η επιθυμία να αποκτήσουν δεσμούς με τους υπόλοιπους μισθωτούς, στη βάση των παραδοσιακών εκπαιδευτικών αγώνων (σημασία γενικής συνέλευσης), και με ρόλο-κλειδί για το βασικό σωματείο τους, το FSU, στο οποίο παρεμβαίνει μια επαναστατική συνδικαλιστική τάση, η Εκόλ Εμανσιπέ (Χειραφετημένο Σχολείο). Η δράση της τάσης αυτής ήταν εκείνη που οδήγησε την FSU να καλέσει τόσο νωρίς τις επαναλαμβανόμενες απεργίες. Σημαντική λεπτομέρεια: η νέα γενιά ήταν αυτή που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις και τα μπλοκ των εκπαιδευτικών ήταν από τα πιο δυναμικά στις πορείες. Οι εκπαιδευτικοί και η FSU έπαιξαν ένα ρόλο-κλειδί στην εξάπλωση της απεργίας και σε άλλους τομείς, οργανώνοντας γενικές συνελεύσεις, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί κλάδοι εργαζομένων, σε πολλές πόλεις. Η αγωνιστικότητα αυτή αντιμετωπίστηκε πολλές φορές με δυσφορία από τους γραφειοκράτες των τοπικών γραφείων της CGT, καθώς δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους εκπαιδευτικούς, που ήταν αποφασισμένοι να επεκτείνουν τον αγώνα τους στις «δικές τους» επιχειρήσεις.
Όλο αυτό το κλίμα κάνει την κυβέρνηση να ανησυχεί ιδιαίτερα. Μόλις ανακοίνωσε ύστερα από μια περίοδο δισταγμού, αύξηση (ανεπαρκή) του προϋπολογισμού. Η γαλλική δεξιά, όμως, αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος της αγανάκτησης που έρχεται από τα σχολεία. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Ραφαρέν ετοιμάζει εθνικό διάλογο για την εκπαίδευση, καθώς ο Σιράκ επιθυμεί μια «μεγαλειώδη εθνική συμφιλίωση»! Στον πύργο του στο Πουατού, ο άρχων Ραφαρέν βρίσκεται έτη φωτός από την πραγματικότητα και η προφανής εμμονή του είναι να συμμορφώσει το σχολείο με τις επιταγές της αγοράς, έτσι όπως ο συνένοχός του Μπερλουσκόνι τις έθεσε: αγγλικά, ίντερνετ, επιχειρήσεις. Όπως και αν έχει, η απάντηση στο -στάχτη στα μάτια- εγχείρημα αυτό, θα συζητηθεί με το άνοιγμα των σχολείων. Έχουν συγκληθεί γενικές συνελεύσεις, σε όλα τα σχολεία, από την πρώτη κιόλας μέρα μαθημάτων, και έχουν εξαγγελθεί απεργίες.
Μια ακόμη επιτυχία ήταν η έναρξη γενικών απεργιών σε μερικές περιοχές. Παρά τις πολλές δυσκολίες, πολλές περιοχές ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (και για άλλα θέματα, πέρα από τις συντάξεις). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιοχή της Μασσαλίας, αλλά και οι νοτιοανατολικές περιοχές, το Κλερμόν-Φεράν, η Νορμανδία (στις 26 Ιουνίου, στο τέλος των κινητοποιήσεων, στη Χάβρ διαδήλωσαν 20000 άτομα!) Στη Ρεϋνιόν (αποικία που έγινε διαμέρισμα) η κατάσταση έμοιαζε με εξέγερση!
Γενικά, μπορούμε να προβούμε σε τρία συμπεράσματα:
- 1. αντίθετα από ότι ειπώθηκε, ούτε η κυβέρνηση ούτε προφανώς κάποιοι γραφειοκράτες ήθελαν να φανεί ότι η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις δεν προερχόταν μόνο από τους εργαζόμενους του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Οι εκτιμήσεις δίνουν 60% για το δημόσιο και 40% για τον ιδιωτικό.
- 2. Από τη στιγμή που οι επικεφαλείς των συνδικάτων συνέλαβαν αυτή την τακτική σαν μέσο αποφυγής της γενικής απεργίας, οι εκκλήσεις για μέρες δράσης ανά μία εβδομάδα ως ένα σημείο ενίσχυσαν την κινητοποίηση. Ενώ στις 6 Μαΐου ο τύπος έβλεπε μια κινητοποίηση ασθενή , στις 13 είδε 2 εκατομμύρια διαδηλωτών και μια απεργία σπάνιας δυναμικής και στις 25 Μαΐου ένα τεράστιο πλήθος. Τον Ιούνιο οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και μπορούμε να πούμε ότι μέχρι τα μέσα του μηνός η γενική απεργία φαινόταν ακόμα ισχυρή. Παραδόξως, οι επικεφαλείς των συνδικάτων δεν υπέστησαν της συνέπειες της βούλησης τους να σπάσουν την απεργία!
- 3. Σε πολλές περιοχές, ξεκίνησε να λειτουργεί ο συντονισμός ανάμεσα σε κλάδους, προκειμένου να διασφαλιστεί ενωτικός έλεγχος στους αγώνες των εργαζομένων. Μετά την προσωρινή παύση της κινητοποίησης, έμειναν πολλές δομές έτοιμες για τις κινητοποιήσεις του φθινοπώρου.
Ένα γεγονός που ενίσχυσε την κινητοποίηση, επιπρόσθετα με την ανάπτυξη του ριζοσπαστικού λόγου, είναι ότι, καθ’ όλη τη διάρκειά της και απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα και το ρεφορμιστικό κρετινισμό, πραγματοποιήθηκε στη βάση εξηγήσεων και συζητήσεων για θέματα οικονομικά και πολιτικά. Υπήρξαν επιδράσεις από τα κείμενα του Ρενέ Πασέ, που υποστηρίζει ότι μπορούμε και οφείλουμε να φορολογήσουμε τα υψηλά εισοδήματα και να αυξήσουμε το μερίδιο των μισθών επί του εθνικού προϊόντος, ώστε να λυθεί το θέμα των συντάξεων, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό, ότι οι πραγματικές ανισότητες δεν βρίσκονται μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά στην καρδιά του ιδιωτικού, κ.ο.κ. Σε γενικές γραμμές, όλα τα κείμενα υπογραμμίζουν τη ρήξη που θα γεννούσε η επιβολή της μεταρρύθμισης και την ανάγκη να αναγκαστεί να πληρώσει η εργοδοσία. Κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης, οι διαδηλώσεις είχαν στόχο τα τοπικά γραφεία της MEDEF, πράγμα που οδήγησε σε συλλήψεις αγωνιστών από τα συνδικάτα. Απέναντι στην εντυπωσιακή καμπάνια των ΜΜΕ, δίκτυα όπως η Acrimed, μετέδωσαν κριτικές αναλύσεις που κυκλοφόρησαν ευρέως.
Πάνω απ’ όλα όμως, η κινητοποίηση ήταν η ευκαιρία ανάκαμψης της εμπιστοσύνης στη συνδικαλιστική δράση. Παράδοξη επίπτωση, καθώς καμία συνδικαλιστική ηγεσία δεν ήθελε να καταπολεμήσει ολομέτωπα τη μεταρρύθμιση των συντάξεων και η τακτική ήταν μάλλον μια τακτική εξάντλησης. Έτσι, στις 19 Ιουνίου, τότε που τα πράγματα είχαν πλέον όλα παιχτεί, ο ηγέτης της CGT, Μπερνάρ Τιμπώ, δήλωνε: «Είναι ένα μήνυμα διάρκειας, που συνεχίζουμε με διάφορες πρωτοβουλίες. Η μεγάλη εθνική συνεννόηση παίρνει μορφή. Το νομοσχέδιο αυτό απορρίπτεται από την πλειοψηφία και, στις ερχόμενες ημέρες, θα το αποδείξουμε». Μια τέτοια δήλωση, τη στιγμή που το κίνημα γνώριζε κάμψη, θα μπορούσε να πλήξει το κύρος του Τιμπώ! Όμως, εκτός από τους ριζοσπάστες αγωνιστές, κανείς δεν του το καταλόγισε.
Αντίθετα: στις 21 Ιουνίου, μία δημοσκόπηση δείχνει πως το 56% των Γάλλων έκριναν ευνοϊκά τις απεργίες και τις διαδηλώσεις που γίνονταν και η κοινή γνώμη παρέμενε πιο ευνοϊκή προς τις συνδικαλιστικές λύσεις απ’ ό,τι στις κυβερνητικές! Για αυτό, υπάρχουν δύο εξηγήσεις: πρώτα-πρώτα, η συνέχεια των δηλώσεων Τιμπώ: «Κανείς να μη σκεφτεί πως όταν υιοθετηθεί το κείμενο θα εγγραφεί σε μάρμαρο. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την ικανότητα του κοινωνικού κινήματος να ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους, ακόμα και αν δεν ταιριάζει με το ημερολόγιο της κυβέρνησης». Έπειτα, ένας από τους λόγους που εξηγεί τη μαχητική αυτή δήλωση, είναι ότι εδώ και πολύ καιρό τα συνδικάτα δεν είχαν ξαναδράσει ενωμένα. Και αυτό κάτω από την πίεση των εργαζομένων που πραγματικά επέβαλαν την ενότητα, με απειλή εγκατάλειψης! Έτσι, η ηγεσία της CFDT, που είναι ανοιχτά υπέρ της εργοδοσίας, πληρώνει πολύ ακριβά την προδοσία της με την έγκριση που έδωσε στο σχέδιο Ραφαρέν: σωματεία ολόκληρα εγκαταλείπουν την CFDT ή το σκέφτονται (όπως η Ομοσπονδία Συγκοινωνιών και Μεταφορών, που έχει κάπου 56.000 μέλη). Και για πρώτη φορά από πολύ καιρό τίθεται ίσως το ζήτημα της συνδικαλιστικής ενοποίησης, που είναι ένας παράγων κλειδί για τους μέλλοντες αγώνες. Η δομή που κάποτε ήταν απλώς πρόταση της Εκόλ Εμανσιπέ, δηλαδή ενωτικές επιτροπές σύνδεσης μεταξύ συνδικάτων, τίθεται σήμερα συγκεκριμένα: τα συνδικάτα που εγκαταλείπουν τη CFDT δεν έχουν κάποιο λόγο να μπουν στην FSU και όχι στη CGT ή στα SUD. Και εδώ ο συνδικαλισμός των καθηγητών μπορεί να παίξει ρόλο κλειδί. Η FSU έχει κληρονομήσει τον «αυτόνομο» συνδικαλισμό, δηλαδή αυτόν που είχε αρνηθεί, κατά τη συνδικαλιστική διάσπαση του 1947, να διαλέξει μεταξύ της τότε σταλινικής CGT και της αγρίως αντικομουνιστικής Φορς Ουβριέρ (Force Ouvrière). Ο στόχος της ομοσπονδίας των καθηγητών τότε ήταν σαφής: να δουλέψει για τη συνδικαλιστική επανενοποίηση πάνω σε ταξικές βάσεις. Πάνω από 50 χρόνια αργότερα, ίσως έχει έρθει η στιγμή: το ρεύμα της Εκόλ Εμανσιπέ, που είναι μια επαναστατική συνδικαλιστική τάση, και δεν καθοδηγείται από κάποιο κόμμα (αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει με τις παρατάξεις στην Ελλάδα) κάνει προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, σε ένα πολύ πιο ευνοϊκό πλαίσιο.
Τα όρια του κινήματος
Το κύριο όριο, είναι προφανώς η αποτυχία μιας αληθινής γενικής απεργίας που θα ήταν το μόνο μέσον για να αναγκαστεί μια τέτοια κυβέρνηση να υποχωρήσει. Όμως, όπως το έλεγαν πολλοί, η απεργία αυτή ήταν δυνατή, κυρίως μετά την επιτυχία της ημέρας δράσης της 13ης Μαΐου. Γιατί δεν πέτυχε; Ας αναφέρουμε μερικούς παράγοντες:
– Ο ρόλος των συνδικαλιστικών ηγεσιών και θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε διαφορετικούς λόγους για κάθε συνδικάτο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η ηγεσία της CGT έστειλε στις 14 Μαΐου τους γραφειοκράτες της να σταματήσουν την απεργία, που επεκτεινόταν στους σιδηροδρομικούς και στους εργαζομένους του μετρό, μετά από την τρομερή κινητοποίηση της 13ης Μαΐου. Συνολικά, η κύρια ευθύνη φρένου στο κίνημα ανήκει, εξαιτίας της δύναμής της, στην CGT, της οποίας το πρόσφατο συνέδριο άφησε να διαφανεί δυσαρέσκεια. Ποιόν προσανατολισμό να πάρει αυτό το συνδικάτο που τόσο καιρό ήταν απλώς ιμάντας μεταβίβασης του Κομμουνιστικού Κόμματος και που σήμερα βρίσκεται «ορφανό», τη στιγμή που οι εργαζόμενοι απαιτούν να ξεκινήσει την κινητοποίηση ενάντια στο φιλελευθερισμό;
– Η έλλειψη προετοιμασίας πολλών συνδικάτων για τέτοια κινητοποίηση. Ο φαταλισμός, που έλεγε ότι μετά την εκλογική ήττα του 2002 θα χρειαζόταν καιρός για ανάκαμψη, είχε εσωτερικευτεί και πολλοί συνδικαλιστές, που είχαν συνείδηση της σοβαρότητας των σχεδίων Ραφαρέν, δεν πίστεψαν στις δυνατότητες μιας μαζικής κινητοποίησης.
– Πολλοί αγωνιστές σε όλες τις περιφέρειες υπογράμμιζαν τις αντικειμενικές δυσκολίες των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα να ξεκινήσει μακρόχρονες κινητοποιήσεις «χωρίς εγγυήσεις».
– Σε πολιτικό επίπεδο, μόνο η LCR στήριξε από πολύ νωρίς την ανάγκη της γενικής απεργίας. Τα ρεφορμιστικά κόμματα ήταν προφανώς εναντίον της, όπως και η Lutte Ouvriθre, όπως φάνηκε και από τη συζήτηση στην ετήσια γιορτή της. Ακόμα και αν το σύνθημα ήταν πλειοψηφικό στις διαδηλώσεις, η έλλειψη πολιτικής του στήριξης βάρυνε επομένως σε βάρος της υιοθέτησης της μορφής αυτής αγώνα.
Το κίνημα γνώρισε πολλές γενικές συνελεύσεις, αλλά δεν κατάφερε να αναπτύξει μια αυτοοργάνωση από τη βάση ως την κορυφή σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον (εκτός αν είναι και ένας από τους λόγους που το εξηγεί), υπήρξαν προβλήματα αντιπροσωπευτικότητας, με εξαίρεση ορισμένων μόνο περιοχών. Αυτή ήταν και η μία από τις συζητήσεις μεταξύ LO και LCR, καθώς η LCR ήθελε οι μετέχοντες στις περιφερειακές και εθνικές Γενικές Συνελεύσεις να είναι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, ενώ η LO ήθελε όλος ο κόσμος να μπορεί να συμμετέχει στις Συνελεύσεις, είτε έχοντας εντολή είτε ατομικά. Κατά βάθος, αυτό παραπέμπει στις διαφορετικές αντιλήψεις για τη μαζική δουλειά. Η LCR θέλει το κίνημα να αποκτήσει δημοκρατικά εργαλεία για να γίνει πιο αποτελεσματικό και να κερδίσει -πολύ περισσότερο τώρα που τα συνδικάτα είναι πιο ανοιχτά στις μορφές αυτοοργάνωσης, ενώ η LO χρησιμοποιεί το κίνημα για να προσπαθήσει να ενισχυθεί η ίδια προβάλλοντας το «επαναστατικό προφίλ»!
Άλλος περιορισμός είναι το γεγονός ότι ενώ η εκπαιδευόμενη νεολαία ήταν στην πρωτοπορία ενάντια στον Λε Πεν και ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ, εδώ βρέθηκε σχεδόν απούσα. Οι νέοι δεν έκαναν το συσχετισμό με το ζήτημα αυτό, παρόλο που είναι ένα ζήτημα που αφορά το μέλλον (έστω και μακροχρόνιου!) και που εγγράφεται πλήρως στην πάλη ενάντια στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ωστόσο, η εκπαιδευόμενη νεολαία κινητοποιείται πολύ γερά ενάντια στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, έστω και αν αυτό είναι λιγότερο έντονο στη Γαλλία απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Υπάρχει επομένως εδώ μια αδυναμία, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι επιτροπές νέων των συνδικάτων έχουν πολύ δουλειά ακόμα να κάνουν για να κερδίσουν μέλλοντες αγωνιστές.
Τέλος, βέβαια, είναι η απουσία πειστικής πολιτικής εναλλακτικής προοπτικής (100%) αριστερά που βάρυνε στο κίνημα, αντίθετα από αυτά που διηγούνται οι δημοσιογράφοι όταν θέλουν να δείξουν ότι οι νέοι εργαζόμενοι, καχύποπτοι με τις οργανώσεις, κινητοποιήθηκαν κυρίως επειδή δεν ήταν «πολιτική»! Από την μια πλευρά, αυτό πάει τελείως ενάντια στην αυξανόμενη εμπιστοσύνη που διαπιστώνουν τα συνδικάτα, των οποίων η σχέση με την πολιτική είναι γνωστή. Από την άλλη, η εμπλοκή της κυβέρνησης στο ζήτημα των συντάξεων το έκανε άμεσα πολιτικό. Και εξάλλου, ξέρουμε από την εμπειρία ότι το ξεκίνημα μιας γενικής απεργίας διευκολύνεται όταν η ενδεχόμενη θεσμική κρίση μπορεί να οδηγήσει σε κυβερνητική λύση. Όμως, από την άποψη αυτήν, είμαστε στο επίπεδο μηδέν της ρεφορμιστικής αριστεράς και ο κίνδυνος θα μπορούσε για ορισμένους να είναι να ενισχυθεί η δεξιά από μια επιτυχία ενάντια στους εργαζομένους, πράγμα που δεν είναι η περίπτωση, όπως είπαμε, αλλά που παραμένει δυνατόν, όπως το λέει και ο βαρόνος Σεγιέρ. Όλες αυτές οι συνθήκες βάρυναν ενάντια σε μια πιο μαζική στράτευση των εργαζομένων στη σύγκρουση με την κυβέρνηση Σιράκ-Ραφαρέν.
Το κίνημα των εργαζομένων του θεάματος: μια εξαιρετική κοινωνική κρίση
Η απόδειξη της διατηρούμενης μαχητικότητας μπορεί να ειδωθεί και στη σύγκρουση που ξεκίνησε τέλος Ιουνίου ανάμεσα στους καλλιτέχνες και στην κυβέρνηση, σε σχέση με την κατάσταση των «εργαζομένων του θεάματος», δηλαδή όλων των εργαζομένων στα θεάματα, καλλιτέχνες, τεχνικούς, που μεταξύ δύο παραγωγών, δύο θεαμάτων, βρίσκονται στην ανεργία. Έως τώρα, μια συμφωνία τους επέτρεπε να επιβιώνουν περίπου χάρη στα επιδόματα ανεργίας, ακόμα και αν το σύστημα δεν ήταν ικανοποιητικό, καθώς πολλοί εργοδότες (κυρίως στα οπτικοακουστικά) έκαναν κατάχρηση των έκτακτων, αντί να έχουν συμβόλαια αόριστης διάρκειας. Όμως, ο εργοδότης, και πάλι το MEDEF του βαρόνου Σεγιέρ, βρίσκει ότι το να δίνονται επιδόματα ανεργίας αποτελεί μείωση των κερδών του! Έτσι, αντί να πάμε προς βελτίωση της θέσης αυτών των χιλιάδων εργαζομένων στα θεάματα, το MEDEF υπέγραψε με τη CFDT, που είναι απολύτως μειοψηφική στον κλάδο, μια συμφωνία που σημαίνει, αν εφαρμοζόταν, ότι θα αφαιρεθεί το δικαίωμα στην ανεργία από χιλιάδες εργαζομένους. Η CGT, που είναι πλειοψηφική στους εργαζόμενους στα θεάματα, εκτιμάει ότι το ένα τρίτο του επαγγέλματος θα απειλούταν άμεσα να μην μπορεί να ζήσει από το επάγγελμά τους. Ωραία απεικόνιση των λόγων του Σιράκ για τη «γαλλική πολιτιστική εξαίρεση». Στην πραγματικότητα, και εδώ, πρόκειται για την υποταγή στην εμπορευματοποίηση της κουλτούρας, με την προτεραιότητα να δίνεται στις τηλεοπτικές υπερπαραγωγές του τύπου «ριάλιτι σόου».
Μπροστά στο πείσμα της εργοδοσίας και στις δηλώσεις αδυναμίας του υπουργού πολιτισμού, οι εργαζόμενοι κινητοποιήθηκαν ανεβαίνοντας μάλιστα και ένα σκαλοπάτι παραπάνω από το κίνημα για τις συντάξεις, στο οποίο εξάλλου πολλοί είχαν συμμετάσχει: κάλεσαν αμέσως για ανανεώσιμη απεργία, με τη συγκρότηση πολλών οργάνων αυτοοργάνωσης. Ταυτόχρονα έθεσαν το κρίσιμο θέμα: το σημερινό σύστημα επέτρεψε πράγματι εδώ και 50 χρόνια (οι πρώτες συμφωνίες ήταν από το Λαϊκό Μέτωπο του 1936) μια πολιτιστική παρουσία σε όλο το έδαφος της Γαλλίας και η εφαρμογή της εργοδοτικής συμφωνίας θα έβαζε τέλος στην κατάσταση αυτήν, που επέτρεψε σε όλους τους δήμους, ακόμα και στους μικρούς, να προχωρούν σε πολιτιστικές δραστηριότητες, που αποτελούν και οικονομικές πηγές, κυρίως στην καλοκαιρινή περίοδο, όπου η έντονη πολιτιστική ζωή προσελκύει πολλούς τουρίστες από τη Γαλλία ή το εξωτερικό.
Για να υπερασπιστούν το δικαίωμα αυτό στον πολιτισμό, οι εργαζόμενοι του θεάματος ξεκίνησαν έτσι ένα πραγματικά δραματικό κίνημα, αφού η απεργία στα θεάματα σημαίνει την αφαίρεση της δυνατότητας να αναγνωριστεί το ταλέντο και η δημιουργικότητα. Τεράστιες συγκινητικές διαδηλώσεις έγιναν, έντονες συζητήσεις επίσης, συγκρούσεις ξέσπασαν ακόμα και στο εσωτερικό της CGT-θεάματα, που ήταν πολύ καχύποπτη απέναντι στην αυτοοργάνωση. Αλλά το αποτέλεσμα είναι η, ιστορική, ακύρωση ορισμένων πολύ φημισμένων φεστιβάλ, όπως της Αβινιόν ή του Αιξ εν Προβένς, καθώς και το ξέσπασμα συμβολικά πολιτικών συγκρούσεων, όπως στην περιοχή της βαρόνης Σιράκ, που μπόρεσε να επιβάλει με την αστυνομία της τη δική «της» συναυλία με τραγουδιστή τον Τζόνι Χάλιντεϋ, έναν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που υποστηρίζουν το Σιράκ, αν και αναγκάστηκε να ακυρώσει όλη τη συνέχεια του φεστιβάλ. Ως τώρα, η κινητοποίηση συνεχίζεται: εκατοντάδες γνωστοί καλλιτέχνες απαιτούν από την κυβέρνηση να μην αναγνωρίσει τη συμφωνία MEDEF-CFDT. Στο βάθος, η κινητοποίηση αυτή παραπέμπει σε ένα θέμα πολιτιστικού κεκτημένου, όπως το έγραφε στη Λε Μοντ, 17/7/2003, ένας παραγωγός τηλεόρασης, ο µακ Μουρικάν: «Τί καταστροφή, εάν όλα αυτά τα χιλιάδες σημεία πολιτιστικής ζωής στη χώρα έβαζαν τέλος στις δραστηριότητές τους! Τί νόημα θα είχε να μιλήσει κανείς για διαχείριση των περιοχών εάν ταυτόχρονα ήταν αδύνατον να υπάρξουν όλες αυτές οι στιγμές και οι ανακαλύψεις που άλλαξαν το πρόσωπο της γαλλικής επαρχίας;»
Ήδη έγιναν και άλλες κινητοποιήσεις τον Αύγουστο: Η συγκέντρωση πάνω από 250.000 αγροτών, αγωνιστών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, καθηγητών, συνδικαλιστών, νέων, στην περιοχή του Μοζέ Μποβέ, στο οροπέδιο του Λαρζάκ, είναι σημαντικό πολιτικό γεγονός: Όπως το έλεγε η Confederation Paysanne, η συγκέντρωση αυτή «δεν συνδέει απλώς τα κοινωνικά κινήματα Άνοιξης και Φθινοπώρου: αποτελεί πλήρες τους μέρος»! Και το γεγονός αυτό ανησυχεί πολύ τους διάφορους τομείς της αστικής τάξης, γιατί δείχνει ξεκάθαρα, τη μαζική δύναμη που συγκροτείται στη βάση καθορισμένων κινητοποιήσεων στη χώρα αυτήν όπου ο πιο σημαντικός υπουργός είναι ο υπουργός αστυνομίας, ο πολύ αστός Νικολά Σαρκοζύ, ο οποίος και θέλει να κερδίσει τη δεξιά στο χώρο των ιδεών του Λε Πεν.
Ένα θέμα ουσίας: η οικοδόμηση μιας αληθινά αριστερής εναλλακτικής προοπτικής
Όσο μικρός και να είναι, και ακόμα και παίρνοντας υπόψη μας τις προβολές των ΜΜΕ, ο ρόλος της LCR είναι προφανής: οι σύντροφοί μας έχουν στρατευτεί πλήρως στις κινητοποιήσεις αυτές και το «κοινωνικό αντίβαρο» των εκλογών της 21 Απριλίου αντικατοπτρίζει καλά το «φαινόμενο Μπεζανσενό», αλλά είναι προφανές ότι οι αγωνιστές που βρίσκονται στην πηγή των κινητοποιήσεων ξεπερνούν κατά πολύ την περιφέρεια του γαλλικού τμήματος της 4ης Διεθνούς -και ευτυχώς! Αλλά, είτε με τις επαφές κατά τις κινητοποιήσεις για τις συντάξεις, είτε με τον πρόεδρο των εμπόρων της Αβινιόν, που κατακεραυνώνει στη Λε Μοντ τους εργαζόμενους αγρότες φίλους του µοζέ Μποβέ και τους φίλους του Μπεζανσενό, ή ακόμα και ο ηγέτης της CFDT, που ήθελε να εξηγήσει την κρίση της συνομοσπονδίας του με τη δράση των μελών της LCR (ξεχνώντας το γεγονός ότι ακόμα και οι τομείς που ενέκριναν την ηγεσία του συνδικάτου στην μπαλαντυρική του, μετά ζυπεϊστική, κατόπιν ζοσπενική και τέλος ραφαρενική του πορεία, βρίσκονται σήμερα θυμωμένοι ενάντια στον ηγέτη τους Σερέκ!), στοιχεία θα μπορούσαν να βρεθούνε για την αποκάλυψη μιας «τροτσκιστικής συνομωσίας», συνηθισμένη ανάλυση από την άκρα δεξιά ως μερικούς τομείς της ρεφορμιστικής αριστεράς (Nouvel Observateur!)! Η πραγματικότητα είναι πιο απλή.
Εάν υπάρχει βαθιά σύνδεση ανάμεσα στη δραστηριότητα της LCR και στις κινητοποιήσεις, αυτό οφείλεται ταυτόχρονα στο ξεκαθάρισμα του αριστερού πολιτικού τοπίου στον παραδοσιακά ανοιχτό χαρακτήρα της LCR, που σήμερα μεταφράζεται σε μια σημαντική διόγκωση της οργάνωσης. Πρέπει όμως να αποκλειστεί κάθε θριαμβευτισμός: από τη μια γιατί η απόρριψη της πολιτικής οργάνωσης παραμένει σημαντικό χαρακτηριστικό στη χώρα και έπειτα γιατί η κατάσταση αυτή αναθέτει, περισσότερο από ποτέ, ευθύνες στην LCR που συνεπάγονται ταυτόχρονα μετριοφροσύνη και τόλμη! Πράγματι στο βάθος, η κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου. Η LCR δεν είναι ο πυρήνας του μελλοντικού επαναστατικού κόμματος, που θα αναπτυχθεί με συσπειρώσεις από διάφορες οργανώσεις και από τμήματα οργανώσεων. Αλλά ακριβώς η περίοδος είναι πρόσφορη εν μέρει για τέτοια ανοίγματα, πάνω στη βάση της κρίσης αδυναμίας της ρεφορμιστικής αριστεράς και προφανώς δεν είναι εύκολο να βρεθεί η σωστή απάντηση στις δύο προτάσεις που έγιναν πρόσφατα στην LCR και που θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιτρέψουν να περάσει σε ανώτερο στάδιο ο σχηματισμός μιας αριστερής συσπείρωσης.
Από τη μια πλευρά είναι οι δύο επιστολές που έστειλε, ύστερα από πολλά χρόνια, η LO στην LCR. Οι επιστολές αυτές, που έχουν για στόχο να προτείνουν τις προϋποθέσεις για κοινές υποψηφιότητες στις περιφερειακές και ευρωπαϊκές εκλογές του 2004, μεταφράζουν με το στυλ τους την πολιτική οπισθοδρόμηση της LO, που έχει κλειστεί στο δικό της πύργο και στην πεποίθησή της ότι η έκκληση να καταψηφιστεί ο Λε Πεν το Μάιο του 2002 είναι μια ταξική προδοσία, ενώ ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε ένας Λε Πεν με 30% ή και παραπάνω ήταν προφανής για όλους τους αντιφασίστες αγωνιστές που μοίρασαν προκηρύξεις μεταξύ των δύο γύρων των προεδρικών εκλογών και που είδαν να τους απειλούν οι εκλογείς του Λε Πεν, οι οποίοι αισθάνονταν ήδη ισχυροί. Φράσεις όπως «με την ευκαιρία αυτήν, τεθήκατε μέσα στο ρεύμα της σιρακικής πλειοψηφίας» δεν είναι μόνο ηλίθιες, αλλά και μεταφράζουν την παντελή απουσία της LO από την τεράστια αντιφασιστική λαϊκή κινητοποίηση που διεξήχθη στα τέλη Απριλίου αρχές Μαΐου 2002 με την σαφή συνείδηση ότι καλύτερα, στις συνθήκες αυτές, να περάσει ο «κλέφτης» (Σιράκ, για τον οποίο βαραίνουν πολλές υποψίες χρηματικών παραβιάσεων) παρά να ενισχυθεί ο βασανιστής (ο Λ Πεν, στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας). Η κινητοποίηση αυτή, καθώς και οι κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ και για τις συντάξεις αρκούν να δείξουν πως η LO δεν έχει αληθινά καταλάβει τί γίνεται στους νέους και στους εργαζόμενους. Αλλά ακόμα και αν θα μπορούσαμε να σχολιάζουμε για ώρες την περιφρόνηση της LO για τον αγώνα ενάντια στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση («δεν θα κάνουμε την απολογία των ιδεών των διαφόρων ρεφορμιστών θεωρητικών της αντιπαγκοσμιοποίησης», λέει η LO στη δεύτερη επιστολή της), η οργάνωση αυτή είναι η μόνη που συναντάει η LCR αρκετά κοντά στις δικές της θέσεις στους περισσότερους αγώνες -και αυτό είναι καθοριστικό.
Από την άλλη πλευρά, η LCR προσκλήθηκε να συμμετάσχει στις συναντήσεις Ραμαλώ, από το όνομα του παρισινού καφενείου όπου έγινε η πρώτη συνάντηση, στις 10 Ιουνίου, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί πολιτικοί υπεύθυνοι και αγωνιστές του κοινωνικού κινήματος: κομμουνιστές επανιδρυτές, πλειοψηφικό ρεύμα των Πράσινων, «για μια νέα αριστερά» (ρεύμα του ΣΚ), αγωνιστές των SUD, του ATTAC, του Κοπερνίκ ή άλλων συνδικάτων και συλλόγων σαν άτομα. Ένας από την ηγεσία της LCR ήταν παρών ως παρατηρητής. Το σχέδιο της συσπείρωσης αυτής είναι διπλό: από τη μια, υπάρχει ο στόχος να δημιουργηθεί μια πολιτική διέξοδος που να είναι σαφώς αριστερά για τους αγώνες, καθώς η ανάλυση της διάστασης ανάμεσα στην κοινωνική αριστερά και στην πολιτική αριστερά είναι πλούσια. Αλλά επίσης, από την πλευρά ορισμένων (και ο τύπος έχει ήδη υπογραμμίσει την έμφαση σε αυτή την πλευρά), υπάρχει και ένας στόχος να ξαναφτιαχτεί μια πληθυντική αριστερά λίγο λιγότερο δεξιά! Οι πολύ γρήγοροι ρυθμοί (υιοθέτηση ενός κειμένου με δημοσίευση υπογραφών) μοιάζουν να αποδεικνύουν ότι είναι ο εκλογικίστικος προσανατολισμός αυτός που επικρατεί, ενώ η οικοδόμηση μιας πολιτικής διεξόδου για τους αγώνες προϋποθέτει μαζική συζήτηση, σε εθνική κλίμακα, όπως η LCR ή το ΚΚΓ την ξεκίνησαν με την οργάνωση φόρουμ, των οποίων η πρακτική αποδεικνύει τη δυσκολία (επιτυχία σε ορισμένες πόλεις), εξαιτίας της διατηρούμενης καχυποψίας για την πολιτική οργάνωση. Μοιάζει επομένως προφανές ότι δεν πρέπει να καούν τα στάδια.
Στις συνθήκες αυτές, η ηγεσία της LCR αποφάσισε να μην συμμετάσχει στις συνάξεις αυτές, παρόλο που δέχτηκε να συμμετάσχει σε δημόσιες συζητήσεις που θα οργανώσει η δομή αυτή στο μέλλον. Υπάρχει μια συζήτηση μέσα στην LCR (βλ. Rouge της 17 Ιουνίου), με ορισμένους συντρόφους να εκτιμούν ότι η ηγεσία της LCR κινδυνεύει να παρουσιαστεί με σεκταριστικά αντανακλαστικά, ενώ θα ήταν δυνατόν να συμμετάσχει ως παρατηρητής σε μία πρωτοβουλία που, στο βάθος, αντιστοιχεί στις ανησυχίες της LCR. Όπως και να είναι αυτό, οι συζητήσεις γύρω από την πρωτοβουλία δείχνουν ταυτόχρονα την ανάδυση ουσιαστικών συζητήσεων στη γαλλική αριστερά αλλά και τη δυσκολία να διατυπωθεί μια σαφής οργανωτική απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η γαλλική αστική τάξη και οι υπερασπιστές της εκφράζουν κατά τις τελευταίες εβδομάδες μια πολύ ωραία ομοφωνία στην ανησυχία τους απέναντι στην αυξημένη ακροαματικότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς, έστω και με ποικίλες στάσεις: προφανώς, ο εκφραστής της εξασθενημένης κυβέρνησης Ραφαρέν παίζει απλώς το ρόλο του όταν αναφέρεται σε όλους τους εξτρεμισμούς (ο στόχος είναι να γίνει σύγχυση μεταξύ Ολιβιέ Μπεζανσενό και Μπεν Λάντεν!), αλλά επίσης βλέπουμε να ανησυχεί πολύ και η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος: ο γενικός γραμματέας του, Φρανσουά Ολάντ, αντιτάσσει την υπευθυνότητα της αριστεράς (τον εαυτό του!) στους αριστεριστές που δεν είχαν (ακόμα, διευκρινίζει) το κουράγιο να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες, ενώ ένας άλλος ηγέτης του, ο γερουσιαστής Ανρί Βεμπέρ, ο οποίος ήταν εξάλλου και ένας από τους παλιούς ιδρυτές της LCR (και τα κείμενά του της εποχής ήταν εξαίρετα!), γράφει: «Ρήξη με τον καπιταλισμό; Αλλά με τί μπορεί να αντικατασταθεί, εάν αρνηθούμε τη σοσιαλδημοκρατική λύση της οικονομίας της αγοράς; Η μεγάλη αδυναμία της αριστεράς της αριστεράς είναι η θεωρητική και προγραμματική της ένδεια» (Le Monde, 22/8/2003). Στην πραγματικότητα, το δράμα του Βεμπέρ είναι ότι όλο και περισσότεροι νέοι και εργαζόμενοι δυσκολεύονται να διακρίνουν σε τί η σοσιαλδημοκρατία φέρνει την ελάχιστη λύση και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει για κύριο πρόβλημα σήμερα να προσπαθήσει να πάρει ορισμένες αποχρώσεις ριζοσπαστικής αριστεράς καταγγέλλοντάς την ταυτόχρονα. Άσκηση στην οποία εξασκείται σε ένα βαθμό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και, πράγμα που είναι πιο σοβαρό, ο νέος πρόεδρος του ATTAC, µακ Νικονόφ, ο οποίος συγχέει τη συμμετοχή του στο ΚΚΓ με τη θέση του στον σύνδεσμο αυτόν, καταγγέλλοντας (με αμαλγάματα, αλλά και κυρίως χωρίς καμία εντολή να εκφράζεται έτσι) τον αριστερισμό που θα απειλούσε το ATTAC. Και αυτό με κίνδυνο να διασπάσει την οργάνωση αυτήν, της οποίας ο ρόλος είναι καθοριστικός στις σημερινές συζητήσεις της αριστεράς. Η δημιουργία μιας τέτοιας καμπάνιας, θα μπορούσε να είναι ακόμα και ευχάριστη, γιατί είναι το σημάδι πως το αντιδραστικό σύστημα αισθάνεται απειλούμενο. Αλλά κινδυνεύει κυρίως να καταστήσει ακόμα πιο δύσκολες τις συνθήκες ενότητας στους αγώνες.
Όλα τα ζητήματα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο του Συνεδρίου της LCR, το οποίο έπρεπε να γίνει τον Ιούνιο, αλλά μετατέθηκε στο Φθινόπωρο, καθώς η κοινωνική κινητοποίηση ήταν προφανώς η προτεραιότητα τον Μάιο-Ιούνιο! Ερώτημα για το Σεπτέμβρη: το συνέδριο θα γίνει άραγε εάν οι αγώνες ξαναξεκινήσουν σε αυτό το θερμό φθινόπωρο που προανάγγειλε ο µοζέ Μποβέ στη συγκέντρωση του Λαρζάκ;!
Χρίστος Ιωνάς
Αύγουστος 2003
[…] Γαλλία: «Μυρίζει θύελλα» […]
[…] Christos Ionas, Spartakos 71 Sept.2003 [le même en grec] […]