Αριστερά και εκλογές

Σπάρτακος 71, Σεπτέμβρης 2003


του Παναγιώτη Σηφογιωργάκη

Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία βρίσκεται υπό τη σκιά των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Το πρόσφατο «πακέτο παροχών» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Σημίτη είναι σαφές ότι αποσκοπεί στην επιβεβαίωση των δεσμών του κυβερνώντος κόμματος με την παραδοσιακή κοινωνική του βάση (εργατική τάξη, αγρότες κ.α.). Το ΠΑΣΟΚ άσκησε μια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική για 8 ολόκληρα χρόνια που περιέλαβε καθοριστικές αναδιαρθρώσεις στρατηγικού χαρακτήρα των εργασιακών σχέσεων και του ασφαλιστικού συστήματος με μακροπρόθεσμες δυσμενείς συνέπειες για το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Άρα οι σημερινές μηδαμινές παραχωρήσεις σε σχέση με την πραγματική απώλεια εισοδήματος των εργαζομένων και την ουσιαστική συρρίκνωση των δικαιωμάτων τους δεν είναι δυνατό να μας αποπροσανατολίσουν: είναι πρωταρχικής σημασίας η καταδίκη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στις ερχόμενες εκλογές, η έκφραση της δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης. Η επίκληση του πραγματικού ορατού ενδεχομένου της επανόδου της δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία (που θα σημάνει προφανώς ένα νέο κύκλο ολομέτωπης επίθεσης στις δυνάμεις της εργασίας για τον οποίο μας προϊδεάζει το διακηρυγμένο πρόγραμμά της εκατοντάδων (!) ιδιωτικοποιήσεων) δεν μπορεί να αποστρέψει το βλέμμα των εργαζομένων από τις ευθύνες της κυβέρνησης των «εκσυγχρονιστών» που έκαναν τα αδύνατα-δυνατά για να τους πείσουν ότι δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά πολιτικής με τη δεξιά. Ωστόσο με το πρόσφατες εξαγγελίες το ΠΑΣΟΚ έχει τη δυνατότητα για άλλη μια φορά να διεκδικήσει τις εργατικές ψήφους στη βάση του «ελάχιστου κακού», μιας «νεοφιλελεύθερης πολιτικής με κοινωνικό πρόσωπο», με το επιχείρημα ότι τελικά η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση θα σηματοδοτήσει μια σοβαρή επιδείνωση της θέση των εργαζομένων. Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά του από τη δεξιά: στηρίζεται στις ελπίδες και επιχειρεί να ενσωματώσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης για να μπορεί να κυβερνά.

Πως μπορεί η αριστερά επιτέλους να μπει ως σφήνα και να κατορθώσει να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία και να την μετατρέψει σε μαχητική διεκδικητική διάθεση; Πως μπορούμε να ορθώσουμε ένα τείχος αντίστασης στον ενδεχόμενο νέο γύρο αντεργατικής επίθεσης από τη δεξιά και ταυτόχρονα να επιτύχουμε την έμπρακτη αποδοκιμασία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που άσκησε και ασκεί το ΠΑΣΟΚ;
Η επίσημη ρεφορμιστική αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΔΗΚΚΙ) επαναλαμβάνει τα παραδοσιακά και πάγια συνθήματά της για «απλή αναλογική» και «υπέρβαση του δικομματισμού». Όμως αυτά ποτέ δε φάνηκαν αρκετά για να πείσουν τους εργαζόμενους να στραφούν μαζικά σε κοινωνικό, συνδικαλιστικό και εκλογικό επίπεδο στην αριστερά παρά την αδιαμφισβήτητη φθορά του ΠΑΣΟΚ από τις αλλεπάλληλες κυβερνητικές του θητείες.

Στην επιχειρηματολογία της κοινοβουλευτικής αριστεράς περί «απλής αναλογικής» και «δικομματισμού» οι εργαζόμενοι/ες τείνουν να βλέπουν με βάση την εμπειρία τους κάτι άλλο από μια ριζοσπαστική κριτική του απατηλού και αυτοαναιρούμενου τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η αστική δημοκρατία: ότι στην πραγματικότητα δεν είναι «ίση» η ψήφος γι’ όλους ή ότι το αστικοδημοκρατικό σύστημα είναι ένα κατά βάση «κλειστό παιχνίδι εναλλαγής» ανάμεσα σ’ ένα κεντροδεξιό και ένα κεντροαριστερό κυβερνητικό συνασπισμό που υπηρετούν αμφότεροι τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης (με τη διαφορά ότι ο τελευταίος στηρίζεται στην εργατική τάξη στη βάση ορισμένων συμβιβασμών και παραχωρήσεων που ποικίλουν ανάλογα με τις δυνατότητες του συστήματος και το επίπεδο της ταξικής πάλης). Η εργατική τάξη δε βλέπει στην αριστερά μια εναλλακτική πρόταση έναντι του σημερινού πολιτικού συστήματος, γιατί πραγματικά η αριστερά αυτή δεν ασκεί κριτική στο «δικομματισμό» από τη σκοπιά κάποιας ριζικής ανακατανομής της εξουσίας, μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, μιας οποιαδήποτε μορφής αυτοκυβέρνησης.

Η εμπειρία της εργατικής τάξης βλέπει τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς σα συμπληρωματικά της σοσιαλδημοκρατίας, που στο όνομα της υπέρβασης του δικομματισμού αναζητούν τη συμμετοχή τους στην καλύτερη περίπτωση στον ένα από τους δύο εναλλασσόμενους συνασπισμούς εξουσίας: αυτόν της κεντροαριστεράς. Η σημερινή αριστερά, αν ποτέ εφαρμοζόταν η απλή αναλογική, και αποκτούσε το ρυθμιστικό ρόλο που τόσο διακαώς επιθυμεί, θα απείχε πολύ από το να φέρει σε κατάσταση κρίσης το πολιτικό σύστημα£ θα χρησιμοποιούσε τη διαπραγματευτική της ισχύ για μια αναβαθμισμένη συμμετοχή σ’ ένα κυβερνητικό συνασπισμό. «Πολυκομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας» θέλει για παράδειγμα ο ΣΥΝ και το ΔΗΚΚΙ και όχι «μονοκομματικές κυβερνήσεις» και πιστεύουμε ότι και το ΚΚΕ αν πιεζόταν στην περίπτωση που ο σχηματισμός κυβέρνησης εξαρτιόταν από την κοινοβουλευτική του ομάδα, εύκολα (ή έστω δύσκολα) θα επανερμήνευε το πρόγραμμά του της «λαϊκής εξουσίας» για να χωρέσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.

Ακόμα περισσότερο η ελληνική εργατική τάξη (οι μισθωτοί/ες εργαζόμενοι/ες, θυμίζουμε, είναι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας) έχει τη σπάνια και ιδιαίτερη εμπειρία τι του μπορεί να σημαίνει η απόκτηση από την επίσημη αριστερά ενός ρυθμιστικού ρόλου στο σχηματισμό κυβέρνησης ως αποτέλεσμα ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος: η παραδοσιακή κομμουνιστική (σταλινική και ευρωκομμουνιστική) αριστερά, ενωμένη στα πλαίσια του πάλαι ποτέ ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όταν κατάφερε το 1989 να αποκτήσει ένα τέτοιο ρυθμιστικό ρόλο, τον χρησιμοποίησε για να συμπράξει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με τη Δεξιά!

Όλα τα παραπάνω μας εισάγουν τελικά και στο περιβόητο, καυτό ζήτημα της «ενότητας της αριστεράς», που συνήθως τίθεται μαζί με τα ζητήματα της «απλής αναλογικής» και της «υπέρβασης του δικομματισμού».

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι με τα προηγούμενα σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε την αξία της καθιέρωσης της απλής αναλογικής ως στοιχειώδους δημοκρατικού αιτήματος. Επίσης η κριτική μας στη ρητορική της επίσημης αριστεράς δεν μας κάνει να προτιμούμε τη διατήρηση του σημερινού δικομματικού πολιτικού συστήματος£ ίσα-ίσα αναγνωρίζουμε ότι οι ζυμώσεις και οι μετατοπίσεις σε κοινωνικό επίπεδο που μπορεί να συνοδεύουν την ενίσχυση των ρεφορμιστικών κομμάτων σε επίπεδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης είναι δυνατό υπό ορισμένους όρους (για μας ένας απ’ αυτούς είναι η παρουσία μιας πολιτικά αυτόνομης και κοινωνικά ευδιάκριτης αντικαπιταλιστικής αριστεράς) να οδηγήσει σε μια σημαντική άνοδο της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης από τη σκοπιά της υπόθεσης της κοινωνικής απελευθέρωσης την οποία θέλουμε να υπηρετούμε. Έτσι αναγνωρίζουμε το ζήτημα της ενότητας της αριστεράς σαν ένα πραγματικό διακύβευμα. Το ζητούμενο και εδώ είναι σε ποια βάση και για ποιο σκοπό πρέπει να επιδιώκουμε την ενότητα της αριστεράς.

Για μας το πολιτικό σχέδιο της ενότητας του ΚΚΕ, του ΣΥΝ και του ΔΗΚΚΙ (με συμμετοχή κιόλας εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων) στη βάση του σημερινού προγράμματος οποιουδήποτε εξ αυτών των κομμάτων ή στη βάση της κοινής πάλης κατά του «δικομματισμού» είναι μακροπρόθεσμα επιζήμιο για την εργατική τάξη. Είτε ως «λαϊκή εξουσία» (η επιδίωξη του ΚΚΕ η οποία είναι βέβαια το «μάξιμουμ» απ’ αυτά που προτάσσει η επίσημη αριστερά), όπου η εργατική τάξη θα εγγυάται την καπιταλιστική ιδιοκτησία της μικροαστικής τάξης ή θα καλείται να υποκύψει στην εξουσία μιας νέας κρατικής γραφειοκρατίας, είτε ως οικοδόμηση μιας ισχυρής (και στρατιωτικά) Ευρώπης απέναντι στην μονοκρατορία των ΗΠΑ στην οποία οι εργαζόμενοι\ες μπορούν να προσβλέπουν για την ύπαρξη ενός ανεπτυγμένου κράτους πρόνοιας, ένα κοινό πολιτικό σχέδιο της αριστεράς θα προϋπόθετε την υποταγή των συμφερόντων των εργαζομένων σ’ εκείνα αλλότριων τάξεων.

Το να πιστεύουμε, σήμερα, ότι μπορούμε απεναντίας να ενώσουμε αυτά τα κόμματα στη βάση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος (του δικού μας, ας πούμε) είναι εξωπραγματικό και αφελές ακόμα και για γενική προπαγανδιστική χρήση.
Για μας η ενότητα των αριστερών κομμάτων εντάσσεται στο στόχο της γενικότερης ενότητας του εργατικού κινήματος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στους αμυντικούς και διεκδικητικούς αγώνες. Η κοινή δράση των κομμάτων αυτών είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναχαίτιση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, την οικοδόμηση του αντιιμπεριαλιστικού και αντιπολεμικού κινήματος, την πάλη για το 35ωρο, τον αγώνα ενάντια στους διεθνείς θεσμούς οικονομικής εξουσίας (ΔΝΤ, ΠΟΕ κτλ) στα πλαίσια του διεθνιστικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Η ενότητα όλων των δυνάμεων του εργατικού κινήματος είναι αναγκαία για να αποτρέπουμε τις επιθέσεις του ταξικού εχθρού και για την επίτευξη των διεκδικήσεων για τις οποίες το ζωντανό και πραγματικό εργατικό και ευρύτερο κοινωνικό κίνημα αγωνίζεται. Αυτή η συνθήκη επιτρέπει στη κοινωνική βάση των παραδοσιακών κομμάτων της εργατικής τάξης που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του οργανωμένου εργατικού κινήματος να ριζοσπαστικοποιηθεί και δυνητικά να έρθει σε ρήξη με τις κομματικές της ηγεσίες στη βάση της αγωνιστικής της εμπειρίας.

Τα εκλογοθηρικά μαγειρέματα κάτω από τη θολή επίκληση της υπέρβασης του δικομματισμού προετοιμάζουν τον επόμενο κύκλο ηττών, αίσθησης χρεοκοπίας και αποστασιοποίησης στην περίπτωση που μια ανταγωνιστική «αριστερά της αριστεράς» δεν αποτελεί μια κοινωνικά μάχιμη και αναγνωρίσιμη εναλλακτική προοπτική για το κίνημα των καταπιεζομένων.

Η αντιφατική εμπειρία σε Ιταλία και Γαλλία των κυβερνήσεων της πληθυντικής αριστεράς (του ονείρου του ΣΥΝ και του ΔΗΚΚΙ και ίσως του εφιαλτικού φαντάσματος που θα στοιχειώσει το ΚΚΕ την κατάλληλη στιγμή) δείχνει ότι η χρεοκοπία των κεντροαριστερών συνεργασιών οδηγεί στην επανανομιμοποίηση της δεξιάς ως κυβερνητικής διεξόδου μ’ αποτέλεσμα μια μείζονα επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και ταυτόχρονα τη σημασία της ύπαρξης ενός ενεργού και αντικαπιταλιστικού πόλου για την ύπαρξη ισχυρών κοινωνικών αντιστάσεων σ’ αυτή την επίθεση.

ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Οι εγχώριες δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς φαίνεται δυστυχώς ότι πολώνονται σε δύο διαμετρικά αντίθετες και εξίσου, κατά τη γνώμη μας, αδιέξοδες κατευθύνσεις: από τη μία ο βασικός κορμός των οργανώσεων και των αγωνιστών/τριών που συγκρότησαν το προηγούμενο διάστημα την «Πρωτοβουλία Αγώνα» εμμένει στο ξαναζέσταμα των αποτυχημένων εγχειρημάτων σεκταριστικής περιχαράκωσης τύπου ΜΕΡΑ. Η τελετουργική καταγγελία του ρεφορμισμού και η αυτοπροπαγάνδιση αποτελούν γι’ αυτή την τάση το μοναδικό μέσο για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μέσα στο εργατικό κίνημα. Το αποτέλεσμα είναι η κοινωνική απομόνωση της άκρας αριστεράς στη συγκεκριμένη περίπτωση να παίρνει τον ειδικό τόνο της αυτοαπομόνωσης.

Από την άλλη ορισμένες οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που συμμετείχαν ενεργά στην οικοδόμηση προσφάτως του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ εξετάζουν το ενδεχόμενο της κοινής εκλογικής καθόδου με το ΣΥΝ στη βάση του απολογισμού της εμπειρίας του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και της αναγνώρισης της αναγκαιότητας να υπάρξει μια «πολιτική έκφραση και καταγραφή του».

Αυτός ο τελευταίος προβληματισμός έχει πάρει τουλάχιστο δύο διαφορετικές εκφράσεις που όμως πρακτικά συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα: η δημόσια πρωτοβουλία της ΚΟΕ (πρώην Α/Συνέχεια) με το Μανόλη Γλέζο (υποψήφιο που υποστηρίχτηκε από το ΣΥΝ και τους συμμάχους του στις προηγούμενες νομαρχιακές εκλογές για την υπερνομαρχία Αθηνών) για την «ενότητα της αριστεράς» και την «έμπρακτη καταδίκη του δικομματισμού» είναι εύγλωττη. Η υιοθέτηση των χειρότερων κοινοτοπιών της παραδοσιακής αριστεράς, των πιο ασαφών και αμφιλεγόμενων στόχων σε μια πολιτική πρωτοβουλία που ως μοναδικό αποδέκτη στην αριστερά μπορεί να έχει το ΣΥΝ μετατρέπει αυτή την «αντιρεβιζιονιστική» οργάνωση σ’ ένα άξιο «δελαπατρίδη της παναριστεράς». Η ακροβασία από τα καθαρά ΜΛ-μέτωπα (όπου οργανώσεις σαν το ΝΑΡ δεν είχαν θέση διότι δεν πληρούσαν τις Μ-Λ προδιαγραφές) δια μέσου του Φόρουμ στην «ενότητα της αριστεράς» με το Μανόλη Γλέζο είναι δείγμα του «εμπειρισμού» αυτής της οργάνωσης.

Από την άλλη η ΔΕΑ εξετάζει την προοπτική της εκλογικής συνεργασίας με το ΣΥΝ στα πλαίσια ενός προβληματισμού που μας είναι πιο συγγενής: αυτόν της συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ορισμένοι σύντροφοι θεώρησαν ότι σε προηγούμενο άρθρο μας καταφέραμε ένα «χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη» αποδίδοντας στη ΔΕΑ μιας δίχως όρους και αρχές προσέγγιση με το ΣΥΝ. Αυτό μένει να αποδειχτεί στην πράξη. Όταν φτάσει η κατάλληλη στιγμή, θα αναγνωρίσουμε το σφάλμα μας και θα απολογηθούμε στους συντρόφους. Με τα σημερινά δεδομένα θεωρούμε ότι δε διαπράττουμε κάποιο λάθος.

Σε καίρια ζητήματα που η ΔΕΑ θεωρεί ως όρους συνεργασίας όπως οι «κεντροαριστερές συνεργασίες» και η στάση απέναντι στο «σχέδιο μιας ιμπεριαλιστικής και μιλιταριστικής Ευρώπης ικανής να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ» ο ΣΥΝ, «παρά την εμπειρία του Φόρουμ» δεν έχει δεσμευτεί σε τίποτε και κατά τη γνώμη μας ούτε πρόκειται να δεσμευτεί. Η τελική εκλογική συνεργασία μαζί του δεν μπορεί παρά να είναι δίχως όρους.

Ακόμα και το επιχείρημα ότι μπορεί κανείς να συνεργαστεί στις εκλογές με το ΣΥΝ διατηρώντας το δικό του πρόγραμμα δεν είναι πειστικό. Είναι ανώφελο σε μια κεντρική πολιτική εκλογική συνεργασία να επικαλείται μια μικρή οργάνωση το δικό της πρόγραμμα. Αυτό εκ των πραγμάτων είναι εξαφανισμένο και μόνο το εκλογικό πρόγραμμα του μεγαλύτερου κόμματος, εν προκειμένω του ΣΥΝ, μπορεί να καταγραφεί.

Το κυριότερο όμως πρόβλημα για μας είναι η διαστρεβλωμένη και χυδαία ερμηνεία των διεργασιών της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως μιας προσπάθειας γενικά ενότητας επαναστατών και ρεφορμιστών.

Για μας πρόκειται για ένα εγχείρημα που φέρνει κοντά τις επαναστατικές οργανώσεις της αριστεράς με τις νέες ριζοσπαστικές πρωτοπορίες που προκύπτουν από τα σύγχρονα κινήματα (που δεν κουβαλούν την ιστορική σκουριά από τις ήττες των προηγούμενων γενιών αλλά και δεν έχουν ακόμη ένα συνολικό σχέδιο κοινωνικής αλλαγής) και εκείνες τις τάσεις από τα παραδοσιακά κόμματα της εργατικής τάξης που βρίσκονται σε τροχιά ρήξης με το ρεφορμισμό. Ο στόχος της ανασύνθεσης είναι στόχος αλλαγής των συσχετισμών μέσα στην αριστερά και το εργατικό κίνημα υπέρ των επαναστατών.

Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη πολιτικά αυτόνομων από τη σοσιαλδημοκρατία και το ρεφορμισμό σχηματισμών, κομμάτων της ανεξάρτητης ταξικής πάλης.
Οι διαχωριστικές γραμμές που έχει κατακτήσει η ευρωπαϊκή αντικαπιταλιστική αριστερά υποτυπώνουν και παραπέμπουν σ’ αυτόν που έχει ανοιχτά μάτια σε πιο κλασικές διαχωριστικές γραμμές.

Το μέτωπο ενάντια στην ιμπεριαλιστική Ευρώπη (όπως καταγράφεται στη Διακήρυξη της Συνδιάσκεψης στην Αθήνα τον τελευταίο Ιούνη της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) δεν επιδέχεται παρερμηνείες£ είναι η απόλυτη γραμμή οριοθέτησης με δυνάμεις σαν το Συνασπισμό.

Η επιδίωξη της αυτοτελούς και διακριτής από το Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα πανευρωπαϊκής εκλογικής καθόδου των σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όπως καταγράφεται στην ίδια διακήρυξη είναι επίσης καθαρή.

Η ΟΚΔΕ αγωνίζεται ακολουθώντας το δύσκολο δρόμο της αργής και μακροπρόθεσμης οικοδόμησης μιας πολυτασικής, ανταγωνιστικής, πολιτικά ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Για μας η κρίσιμη μάζα γι’ αυτό το εγχείρημα βρίσκεται στις διεθνιστικές οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που βρέθηκαν στην πρωτοπορία του νέου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος στη χώρα μας και έδρασαν στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του Ελλην. Κοινωνικού Φόρουμ. Πρέπει να συναντηθούμε με δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα πειστούν να έρθουν σε ρήξη με το σεκταρισμό και τις τάσεις εκείνων των ρεφορμιστικών κομμάτων που θα βρεθούν σε τροχιά αμφισβήτησης του ρεφορμισμού σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να ενώσουμε τις προσπάθειες μας, να αλλάξουμε την πολιτική φυσιογνωμία της παρέμβασής μας, να δικτυωθούμε σε πανελλαδικό επίπεδο με αδιαπραγμάτευτα στοιχεία μας, την ενωτική μας δράση στους αγώνες, την πολιτική μας αυτονομία στο κίνημα.

Παναγιώτης Σηφογιωργάκης


Σπάρτακος 71, Σεπτέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3378

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s