Α.Γ.
Οι φετινές φοιτητικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε μια συγκυρία που παρουσίαζε ευκαιρίες, στο επίπεδο των αντικειμενικών συνθηκών τουλάχιστον, για μια αξιόλογη ανάπτυξη κινηματικών διαδικασιών και μια αύξηση των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς γενικά, αλλά και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Ρ.Α.) ειδικότερα. Έτσι, η συγκυρία χρωματίστηκε βασικά από τα ακόλουθα στοιχεία:
- Τη συνέχιση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης, γεγονός που οδηγεί τόσο σε ανακατατάξεις μεταξύ των επιχειρήσεων (κλείσιμο εταιρειών, συγχωνεύσεις κλπ) όσο και στην ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και διενέξεων. Παράλληλα, το κεφάλαιο επιδίδεται σε μια σφοδρή επίθεση ενάντια στα κεκτημένα του εργατικού και ευρύτερου λαϊκού κινήματος. Το στοιχείο αυτό, δημιουργεί τις συνθήκες για την ένταση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο (με την προϋπόθεση της ύπαρξης και των υποκειμενικών συνθηκών βέβαια).
- Την κλιμάκωση του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» που φέτος εκδηλώθηκε με την απρόκλητη εισβολή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στο Ιράκ. Το γεγονός αυτό, πυροδότησε ένα μαζικότατο αντιπολεμικό κίνημα, το οποίο μάλιστα συμπύκνωσε σε ένα βαθμό και τη γενικότερη αγανάκτηση των λαϊκών στρωμάτων για τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Το ξέσπασμα του κινήματος αυτού αποτελεί μια ένδειξη της έντασης της ταξικής πάλης που αναφέραμε παραπάνω.
- Την ένταση της «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» στην Ελλάδα, γεγονός που σήμανε μια σημαντική επίθεση του αστικού κράτους ενάντια στις δημοκρατικές ελευθερίες και μια ένταση της κρατικής καταστολής.
- Τέλος, την ατολμία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο να προωθήσει αντιδραστικά μέτρα στο χώρο της εκπαίδευσης, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί τόσο από τη γενικότερη φθορά του ΠΑΣΟΚ, όσο και από την ύπαρξη του αντιπολεμικού κινήματος που θα μπορούσε σχετικά εύκολα να μεταμορφωθεί σε κίνημα ενάντια στην αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου.
Στο χώρο της φοιτητικής Ρ.Α., διαμορφώθηκαν φέτος δύο βασικά μπλοκ. Το πρώτο (και σαφώς μαζικότερο) είναι αυτό που απαρτίζεται από τα ΕΑΑΚ και από κάποια φιλικά προς αυτά σχήματα. Η συνιστώσα αυτή, συσπειρώθηκε κυρίως γύρω από την «Πρωτοβουλία Αγώνα Θεσσαλονίκη 2003» και, στο μεγαλύτερο μέρος της, μέσα από αυτή συμμετείχε και στις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις. Το δεύτερο μπλοκ είναι αυτό που συμμετέχει στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ) και εκφράζεται κυρίως από την Α\συνέχεια (πλέον ΚΟΕ) και τη ΔΕΑ. Με τις δύο αυτές συνιστώσες θα ασχοληθούμε και στη συνέχεια, αφού πέραν του ότι είναι οι μαζικότερες, συγκεντρώνουν και τα πιο αξιόλογα χαρακτηριστικά που αν συνδυάζονταν και εμπλουτίζονταν θα μπορούσαν να δώσουν μια αντικαπιταλιστική προοπτική στο φοιτητικό κίνημα.
Ξεκινώντας από τα ΕΑΑΚ, θα είχαμε να παρατηρήσουμε τη διατήρηση των εκλογικών τους ποσοστών σε Πανελλαδικό επίπεδο. Αν λάβουμε υπ’ όψιν τη συγκυρία όπως αυτή σκιαγραφήθηκε παραπάνω, αυτό κάθε άλλο παρά επιτυχία μπορεί να χαρακτηρισθεί. Κάτι τέτοιο καθίσταται πιο σαφές αν συγκριθεί με τη σημαντική άνοδο της ΠΚΣ στις εκλογές. Η Πανσπουδαστική κατάφερε να αξιοποιήσει μερικώς έστω το αντιπολεμικό κίνημα ώστε να κερδίσει σημαντικά τις εντυπώσεις ως μια συνεπής αντιιμπεριαλιστική δύναμη. Σε αυτό συνέβαλλαν:
- Η σύνδεση του ΚΚΕ με εργατικά στρώματα, γεγονός που της επέτρεψε να κατηγορήσει τα ΕΑΑΚ ότι απομονώνουν το φοιτητικό από το εργατικό κίνημα.
- Η ύπαρξη του μαθητικού της ΚΝΕ, το οποίο κατάφερε να συντονίσει τις κινητοποιήσεις ορισμένων σχολείων, θέτοντας και τις βάσεις για τη μελλοντική περαιτέρω ανάπτυξη της ΠΚΣ.
- Η παρουσίασή της ως μιας αντιιμπεριαλιστικής δύναμης πιο μαζικής και πιο αξιόπιστης από τα ΕΑΑΚ (αλλά και ριζοσπαστικότερης του Φόρουμ), η οποία μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των πορειών και, μέσα από τη μαζικότητά της, να προβάλλει σημαντικότερες αντιστάσεις απέναντι στον ιμπεριαλισμό.
Το πρώτο στοιχείο απλά αναδεικνύει την ανάγκη για την ανασύνθεση της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και τη δημιουργία ενός φορέα που θα συντονίζει τις δραστηριότητες της στους διάφορους κοινωνικούς χώρους. Η ενιαία δράση αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη δεσμών με εργατικά στρώματα, δεδομένων των μικρών δυνάμεων που διαθέτουμε. Παράλληλα όμως, και σε συνδυασμό με το τρίτο στοιχείο, επαναφέρει την τακτική του Ενιαίου Μετώπου με δυνάμεις του ρεφορμισμού ως μια πρακτική που θα πρέπει να επανεντάξουμε στο οπλοστάσιό μας. Η τακτική αυτή βέβαια δε μπορεί να αποτελεί πανάκεια, αλλά να χρησιμοποιείται υπό ορισμένους όρους και πάνω σε συγκεκριμένους άξονες. Το δεύτερο στοιχείο που δυνάμωσε τις κινητοποιήσεις της ΠΚΣ, φανερώνει μια σημαντικότατη έλλειψη των ΕΑΑΚ. Αυτή δεν είναι άλλη από την παντελή έλλειψη γείωσης μέσα στα σχολεία, τον άλλο μεγάλο χώρο της εκπαίδευσης. Ο χώρος αυτός, συγκινείται από θέματα όπως ο πόλεμος ή η καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων αλλά και διεξάγει ενίοτε σφοδρούς αγώνες απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές (βλ. Κινητοποιήσεις ενάντια στο νόμο Αρσένη κλπ). Οι αγώνες αυτοί, μπορούν να οδηγήσουν στη ριζοσπαστικοποίηση σημαντικών τμημάτων νεολαίας. Η παρέμβασή μας ως ΕΑΑΚ στο χώρο του σχολείου, η προώθηση του μαθητικού συνδικαλισμού και, πιθανώς, η δημιουργία μαθητικών σχημάτων (με σεβασμό πάντα στις ιδιαιτερότητες του σχολικού χώρου και όχι ως μηχανιστική αντιγραφή των φοιτητικών σχημάτων) αφ’ ενός θα ενθαρρύνει αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση δίνοντάς της πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, αφ’ ετέρου θα προσφέρει στα ΕΑΑΚ τη δυνατότητα να εμπλουτίζονται καλύτερα με νέους αγωνιστές, όταν κάποιοι από αυτούς τους μαθητές θα περνούν στο πανεπιστήμιο.
Τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν, μερικώς μόνο βέβαια, τη μέτρια επίδοση των ΕΑΑΚ σε εκλογικό αλλά και κινηματικό επίπεδο. Η πλήρης περιχαράκωση των ΕΑΑΚ από πραγματικά μαζικά κοινωνικά στρώματα, κυρίως από τους μισθωτούς εργαζόμενους, κατά τη διάρκεια των κινηματικών διαδικασιών (βλ. Ξεχωριστές προσυγκεντρώσεις στην πλατεία Κολοκοτρώνη), ως αποτέλεσμα και της ανυπαρξίας του χώρου της Ρ.Α. στα περισσότερα συνδικάτα, οδήγησε στην απομόνωσή τους και στην προβολή μιας σχεδόν γραφικής εικόνας, σε όσους τουλάχιστον αντιλήφθηκαν την ύπαρξή μας στις πορείες. Αν είχαμε προβάλλει ένα πιο ενωτικό πρόσωπο, πραγματοποιώντας π.χ. κοινές πορείες με το ΕΚΦ, θα είχαμε καταφέρει να χτυπήσουμε το σεκταρισμό του ΚΚΕ αλλά και να έρθουμε σε επαφή με τους μαζικότερους φορείς που στήριξαν το κίνημα, κερδίζοντας πιθανώς ένα τμήμα τους με το μέρος μας. Η λογική του ενιαίου μετώπου δεν προϋποθέτει καμία έκπτωση ως προς το περιεχόμενο του πολιτικού μας λόγου, απλά μας φέρνει εκεί που χτυπά η καρδιά του κινήματος, εκεί που συγκεντρώνονται πραγματικά μαζικά κοινωνικά στρώματα. Ακόμα και αν μπορούν να υπάρχουν ενστάσεις για μια ενδεχόμενη συμμετοχή μας στο ΕΚΦ, δε μπορεί να υπάρξει καμιά επιχειρηματολογία που να στηρίξει με βάσιμο τρόπο τις χωριστές πορείες της «Πρωτοβουλίας Αγώνα».
Ταυτόχρονα, τα ΕΑΑΚ δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν την τρομοϋστερία, προσπαθώντας να οικοδομήσουν κίνημα ενάντια στη κρατική τρομοκρατία. Επέδειξαν, με λίγες εξαιρέσεις, μια εξαιρετική ατολμία στο συγκεκριμένο θέμα, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη ιδιαίτερα ριζοσπαστικού πολιτικού λόγου. Αντί να διαλύσουν τον αντιτρομοκρατικό λόγο των κάθε λογής δεξιών η σοσιαλφιλελεύθερων και να εκμηδενίσουν την πρακτορολογία του ΚΚΕ, αναδεικνύοντας θέματα υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών και αντίστασης στην κρατική τρομοκρατία, προτίμησαν να αρθρώσουν ένα φοβισμένο λόγο που έμενε απλά στην υπεράσπιση του συντρόφου Γιάννη Σερίφη, επενδύοντάς τον με λίγες αντικαπιταλιστικές ρητορείες (τα περισσότερα σχήματα τουλάχιστον). Τέλος, ως ΕΑΑΚ, υποβαθμίσαμε τον πολιτικό διάλογο στο εσωτερικό μας. Η τακτική που ακολουθήσαμε στις εκλογές και για τη Θεσσαλονίκη, ήρθε μάλλον ως αποτέλεσμα του προϋπάρχοντος συσχετισμού δύναμης μεταξύ των διαφόρων τάσεων των ΕΑΑΚ, παρά ως αποτέλεσμα πολιτικής αντιπαράθεσης και σύνθεσης. Το γεγονός αυτό κατέστησε προβληματική τη διατύπωση θέσεων για διάφορα θέματα.
Ο χώρος των ΕΑΑΚ λοιπόν, καλείται να ανασυνταχθεί με προοπτική τη Θεσσαλονίκη αλλά και όσα ακολουθούν. Καλείται να ξεπεράσει την κρίση στο εσωτερικό του και να επαναπροωθήσει τον πολιτικό διάλογο και την επιμόρφωση του κόσμου που τα στηρίζει. Καλείται να αξιοποιήσει την τακτική του ενιαίου μετώπου, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, αλλά και να διεξάγει όσες μάχες χρειαστεί μόνος του. Καλείται να ξεπεράσει το σεκταρισμό του και να δυναμώσει τον πολιτικό του λόγο. Μόνο αν ξεπεράσουμε τα κολλήματα του παρελθόντος, οι αγώνες του μέλλοντος θα είναι νικηφόροι, όπως υπήρξαν και παλαιότερα.
Οι δυνάμεις που στηρίζουν το Φόρουμ και δε συμμετέχουν στα ΕΑΑΚ δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με ενιαίο τρόπο. Η Α\συνέχεια και ο φοιτητικός της βραχίονας, τα Αριστερά Σχήματα, διατήρησαν την πάγια τακτική τους και κατέβηκαν μόνα τους στις εκλογές, σημειώνοντας μάλλον ισχνά ποσοστά. Η εμμονή των συντρόφων αυτών στη μη συμμετοχή τους στα ΕΑΑΚ και στα αυτόνομα εκλογικά κατεβάσματα δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από το να βρισκόμαστε σε επικοινωνία μαζί τους και από το να προσπαθήσουμε να τους πείσουμε να έρθουν μαζί μας.
Πιο μεγάλο ενδιαφέρον για ανάλυση παρουσιάζει η ΔΕΑ, με την έννοια ότι με τις πρακτικές της Α\συνέχειας έχουμε ασχοληθεί και στο παρελθόν. Στις τελευταίες φοιτητικές εκλογές, η ΔΕΑ εγκατέλειψε την τακτική των «κομματικών» κατεβασμάτων και προσπάθησε να συγκροτήσει συσπειρωτικά σχήματα μαζί με τις μικρές δυνάμεις του Συνασπισμού και λίγους ανένταχτους αγωνιστές. Τα σχήματα αυτά, αν και πολύ μικρά, κατάφεραν σε ορισμένες περιπτώσεις να μαζέψουν λίγες ψήφους (π.χ. Ηλεκτρολόγοι Αθήνας). Ο πολιτικός τους λόγος εξακολούθησε να κινείται στο ίδιο κλίμα με πριν, αν και μετριάστηκαν πολύ οι αντικαπιταλιστικές εξάρσεις τύπου ΣΕΚ. Έτσι, τα κύρια θέματα ενασχόλησής τους ήταν αφ’ ενός η προετοιμασία της διαδήλωσης της Θεσσαλονίκης και αφ’ ετέρου ορισμένα επίκαιρα θέματα, όπως οι φασιστικές επιθέσεις που σημειώθηκαν φέτος, η προπαγάνδιση της ενότητας της Αριστεράς για τις διαδηλώσεις ενάντια στις συνόδους των ομοειδών Υπουργών κλπ. Βλέπουμε δηλαδή, ότι τα θέματα τα οποία θίγουν τα σχήματα στα οποία συμμετέχει η ΔΕΑ συμπίπτουν, σε γενικές γραμμές, με τα θέματα τα οποία αγγίζει το Φόρουμ. Παράλληλα, προκειμένου να μαζικοποιήσει αυτά τα σχήματα, συνεργάζεται εν πολλοίς με τις ίδιες δυνάμεις οι οποίες απαρτίζουν τους «Φοιτητές του ΕΚΦ».
Τα παραπάνω, δε μπορεί παρά να αντικατοπτρίζουν και την αντίληψη της ΔΕΑ σχετικά με το φοιτητικό συνδικαλισμό, αλλά και με το ίδιο το Φόρουμ, στο χώρο του πανεπιστημίου. Η αντίληψη αυτή, τείνει να παραγκωνίσει τις ιδιαίτερες αντιφάσεις που γεννά η δομή του πανεπιστημίου στο σύγχρονο καπιταλισμό και των οποίων τις επιπτώσεις υφίσταται το φοιτητικό σώμα. Παράλληλα, αντιλαμβάνεται το Φόρουμ ως μια οντότητα η οποία θα μπορούσε αυτούσια σχεδόν να παρέμβει σε συνδικαλιστικό και σε πολιτικό επίπεδο. Και τα δύο στοιχεία είναι ιδιαίτερα προβληματικά αλλά και επικίνδυνα για το μέλλον του Φόρουμ.
Η δημιουργία «σχημάτων Φόρουμ» με αυτοτελή συνδικαλιστική και πολιτική παρουσία είναι αδύνατη για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, η αντίληψη του Συν για το πανεπιστήμιο, μια κατά βάση ακαδημαϊστική αντίληψη, κάθε άλλο παρά αφήνει περιθώρια για τη χάραξη μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής από τα σχήματα στα οποία αυτός συμμετέχει. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι τα σχήματα αυτά δε θα δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην κριτική του πανεπιστημίου, είναι καταδικασμένα να αποτύχουν, αφού η ιστορία έχει δείξει ότι δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί οποιαδήποτε πολιτικοσυνδικαλιστική κίνηση σε κάποιο χώρο, αν δε θέτει στην ημερήσια διάταξή της και την κριτική του ίδιου του χώρου αυτού. Και αν υποθέσουμε ότι για τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε μια κοινή βάση, κατά πόσο αυτό θα είναι εφικτό στο θέμα π.χ. της αξιολόγησης η οποία πλησιάζει; Επιπλέον, αν υποθέσουμε ότι το Φόρουμ φιλοδοξεί να συσπειρώσει όλες τις συνιστώσες της αριστεράς (όπως και θα έπρεπε να κάνει), κατά πόσο είναι δυνατό να δημιουργηθούν σχήματα Φόρουμ στα οποία θα συνυπάρχουν η ΠΚΣ, τα ΕΑΑΚ και τόσοι άλλοι; Ποια θα είναι η πολιτική αντίληψη που θα πρυτανεύει; Γιατί είναι τουλάχιστον αφελές να περιμένουμε ότι ο διάλογος στο εσωτερικό του Φόρουμ θα είναι εντελώς ανοικτός και ειλικρινής, ούτε και τώρα είναι άλλωστε. Και τελικά, ποιος θα μπορούσε τόσο εύκολα να ζητήσει από δύο δυνάμεις που εκπροσωπούν το 25% περίπου των φοιτητών να διαλύσουν εν μία νυκτί τα σχήματά τους για να ενωθούν με το ΣΥΝ;
Τελικά, αυτό που πρέπει να αντιληφθούμε είναι ότι το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ δε μπορεί να αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά (και δεν είναι αυτός ο αρχικός σκοπός του άλλωστε). Η ανομοιογένεια των δυνάμεων που το απαρτίζουν και τα μικροκομματικά συμφέροντα που υπεισέρχονται στο εσωτερικό του απαγορεύουν τη μετεξέλιξή του σε κόμμα, συνδικαλιστικό φορέα ή οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Κάθε τέτοιο μόρφωμα, προκειμένου να μπορέσει να απαντήσει στα συγκεκριμένα πολιτικά ερωτήματα που θέτει κάθε συγκυρία έχει ως προϋπόθεση ένα μίνιμουμ πολιτικής συμφωνίας το οποίο το Φόρουμ δε μπορεί και δε θα έπρεπε να το απασχολεί τόσο να αποκτήσει. Το ΕΚΦ δεν πρέπει να προσπαθεί να υποκαταστήσει τα ήδη υπάρχοντα πολίτικοσυνδικαλιστικά σχήματα, αλλά μάλλον να συντονίσει τις όποιες ενιαιομετωπικές κινήσεις θα υπάρξουν μεταξύ αυτών των σχημάτων. Αυτή είναι και η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Κάθε προσπάθεια βαθέματος της πολιτικής συμφωνίας στο εσωτερικό του, μάλλον θα σημάνει και το τέλος του.
Αντιθέτως, η ΔΕΑ (και η Α\συνέχεια) θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, να συντονιστούν πολιτικά και οργανωτικά με τα ΕΑΑΚ, τα οποία έχουν μια πολύτιμη εμπειρία φοιτητικών αγώνων αλλά και μια αξιόλογη μαζικότητα. Παράλληλα, οι εμπειρίες της ΔΕΑ από το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την ενιαιομετωπική δράση θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ευεργετικά για τα ΕΑΑΚ, ενισχύοντας τις υπαρκτές αντισεκταριστικές φωνές στο εσωτερικό τους.
Δυστυχώς η διεθνής διαδήλωση της Θεσσαλονίκης δε βρίσκει το ελληνικό εργατικό και φοιτητικό κίνημα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Τα λάθη της Αριστεράς σε επίπεδο τακτικής δεν δημιουργούν και τους καλύτερους οιωνούς. Όμως η Θεσσαλονίκη δεν είναι παρά ένας σταθμός για το κίνημα. Η περίοδος όπως τη σκιαγραφήσαμε στην αρχή αφήνει περιθώρια για ανάπτυξη σημαντικών κινηματικών διαδικασιών στο επόμενο διάστημα, μέσα στις οποίες η Αντικαπιταλιστική Αριστερά θα πρέπει να δοκιμάσει την τακτική της και να βγάλει τα συμπεράσματά της για το μέλλον.
[…] Με αφορμή τις φοιτητικές εκλογές […]