ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
Θέσεις για μια επαναστατική μαρξιστική προβληματική στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης
Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στην Κ.Ε. της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος. Η Κ.Ε. ενέκρινε τις βασικές πολιτικές του θέσεις, ενώ, όπως ήταν φυσικό, για το αναλυτικό μέρος του κειμένου (ιδίως όσον αφορά την καταγραφή των τάσεων στην εκπαίδευση) αποδέχτηκε το κείμενο ως μια θεμιτή αλλά πρώτη βάση συζήτησης.
1
Ο ριζοσπαστισμός στον χώρο της εκπαίδευσης σήμερα συνίσταται στην κριτική της υποταγμένης στο κεφάλαιο εκπαίδευσης. Αυτή η υποταγή προσλαμβάνει την μορφή της υπαγωγής στις προτεραιότητες του κεφαλαίου, ώστε η εκπαίδευση να είναι ένας αποδοτικός συντελεστής στην κίνηση και αξιοποίησή του, καθώς και την μορφή της ένταξης της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε οιονεί ή πραγματικές αγορές, εντός δηλαδή του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού.
Υπό αυτές τις συνθήκες η κριτική στη σύγχρονη εκπαίδευση δεν μπορεί να περιοριστεί στην κριτική του ιδεολογικού της ρόλου ή των δυνατοτήτων κοινωνικής κινητικότητας που αυτή ενσωματώνει, αλλά οφείλει να είναι προ πάντων κριτική των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, έτσι όπως αυτές εκφράζονται στην διαμόρφωση μιας ειδικευμένης εργατικής δύναμης, στην παραγωγή μιας αλλοτριωτικής και αλλοτριωμένης διανοητικής εργασίας και στην ιεραρχική κατανομή ρόλων με βάση την κοινωνική διαίρεση της εργασίας. Δεν πρόκειται λοιπόν τόσο για την κριτική της εκπαίδευσης της πολιτικής οικονομίας όσο για την κριτική της πολιτικής οικονομίας της εκπαίδευσης.
2
Οι εξελίξεις στην ελληνική εκπαίδευση δεν είναι παρά πρωτότυπος συνδυασμός παγκόσμιων τάσεων στην εκπαίδευση εν σχέσει με τις γενικές μεταβολές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων. Αυτές οι τάσεις σήμερα φαίνεται να αποτελούν επιμέρους εκφάνσεις δύο εξελίξεων οι οποίες είναι καθοριστικές όσον αφορά την παραγωγή και διάδοση της γνώσης στον ύστερο καπιταλισμό εν γένει και κατά την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που διαδέχθηκε το μεταπολεμικό μακρό κύμα οικονομικής επέκτασης:
Η πρώτη εξέλιξη άρχισε να γίνεται αισθητή ήδη από την δεκαετία του ’60 και θα μπορούσε να συνοψισθεί ως τεχνοκρατική μεταρρύθμιση. Πρόκειται για την υπαγωγή του συνόλου των κοινωνικών πρακτικών με τις οποίες η κοινωνική εμπειρία ανασυγκροτείται ως επιστημονική πρακτική, στην αρχή της αποδοτικότητας, δηλαδή στον καπιταλιστικό λειτουργικό ορθολογισμό. Η δεύτερη εξέλιξη συνδέεται με τις μεταλλαγές του παγκόσμιου καπιταλισμού μετά την κρίση υπερπαραγωγής των τελών της δεκαετίας του ’70, η εμφάνισή της συνέβαλε ενισχυτικά με την ήδη παγιωμένη τεχνοκρατική μεταρρύθμιση, και συνίσταται στην επιχειρηματικοποίηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για την αξιοποίηση της εκπαίδευσης ώστε να καρποφορήσει η διεθνής επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης και η αναδιάρθρωση της ίδιας της παραγωγής, δηλαδή η διεθνοποίηση των δικτύων της εμπορευματικής παραγωγής, η εισαγωγή καινοτομιών ως προς τα μέσα παραγωγής, η οικονομία στην χρήση σταθερού κεφαλαίου, η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας μέσω της υποτίμησης της διαπραγματευτικής ισχύος των μισθωτών και του ελέγχου της εργατικής δύναμης. Αμφότερες οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν μια άμεση και ουσιαστική υπαγωγή της επιστημονικής πρακτικής, της εκπαίδευσης και της έρευνας, στις ανάγκες της
καπιταλιστικής κερδοφορίας, και μπορούν να επιμεριστούν στις ακόλουθες τάσεις:
α) Η εκπαιδευτική διαδικασία προσανατολίζεται στην κατανομή ρόλων βάσει των «τρεχουσών αναγκών της αγοράς», δηλαδή των τρεχουσών πολώσεων της κίνησης και της αξιοποίησης του κεφαλαίου και των κατατμήσεων του αποκεντρωμένου ενδοεπιχειρησιακού καπιταλιστικού προγραμματισμού. Η έμφαση, κατά συνέπεια, μετατοπίζεται από την αναπαραγωγή του αστικού κοσμοειδώλου στην παροχή λειτουργικά αξιοποιήσιμων skills, η οποία διασφαλίζεται από την μαζικοποίηση της εκπαίδευσης και τον ταυτόχρονο διαφορισμό του χώρου της, από την ανάπτυξη μιας ποικιλίας «εφαρμοσμένων» κατευθύνσεων σε επίπεδο εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την διασπορά και τον κατακερματισμό των γνωστικών αντικειμένων.
γ) Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα αναδιοργανώνονται με όρους προσομοίωσης στην ιεραρχική βιομηχανική οργάνωση της εργασίας, μέσα από την ανάδειξη μιας διοικητικής ιεραρχίας, που αναλαμβάνει την επίβλεψη της αποτελεσματικής, ομαλής συνολικής λειτουργίας τους, και την επίταση του κοινωνικού ελέγχου σε εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους (αξιολογήσεις, εντατικοποίηση, εσωτερικοί κανονισμοί), προκειμένου να διασφαλιστεί η πειθάρχηση στον κάθε φορά ρόλο τους καθώς και η παραγωγικότητά τους,
δ) Οι εργασιακές σχέσεις σε επίπεδο εκπαιδευτών (πολλαπλασιασμός συμβασιούχων, επιβολή ελαστικής απασχόλησης, αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης) απορρυθμίζονται, τα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα σε επίπεδο εκπαιδευόμενων (αποσύνδεση πτυχίων από εργασιακά δικαιώματα, διάσπαση τίτλων) παραμερίζονται, ενώ παράλληλα αναδύονται υπηρεσίες διαχείρισης «επαγγελματικού προσανατολισμού», που είναι άμεσα ενταγμένες στο δίκτυο υπηρεσιών των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και μεσολαβούν ανάμεσα στους εκπαιδευόμενους και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις έξω από τα πλαίσια των συλλογικών κοινωνικών δικαιωμάτων.
στ) Η παιδαγωγική, στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, υποσκελίζεται από την έρευνα για την αναζήτηση πρόσφορων στην παραγωγή καινοτομιών, κάτι που αποτυπώνεται στο ολοένα μεγαλύτερο βάρος που αποκτά η εργαλειακή ορθολογικότητα στο διδακτικό περιεχόμενο, στην ραγδαία ανάπτυξη ερευνητικών υποδομών που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και στην μεταστροφή από την βασική έρευνα στην υλοποίηση προγραμμάτων.
ζ) Οι κοινωνικοί πόροι που κατανέμονται στους εκπαιδευόμενους (σίτιση, στέγαση, μεταφορά, συγγράμματα) περιορίζονται, ενώ εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας στους μισθούς των εκπαιδευτών και προγραμματισμοί περικοπών στην χρηματοδότηση της βασικής έρευνας.
η) Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εμπλέκονται αδιαμεσολάβητα στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό μέσα από την ανάπτυξη μεθόδων management και διαφήμισης για την προσέλκυση καταναλωτών των εκπαιδευτικών προϊόντων, την παραχώρηση δικαιωμάτων χρήσης σε επιμέρους ιδιωτικά κεφάλαια και την ιδιωτικοποίηση των λειτουργιών τους.
θ) Συντελείται η υβριδική σύμφυση εθνο-κρατικού οικονομικού και πολιτικού προγραμματισμού με την αναρχία της αγοράς. Αναπτύσσονται εκπαιδευτικά συστήματα, εκτεθειμένα σε συνθήκες αγοράς, στα οποία αποδίδεται καίριος ρόλος στην καταναλωτική επιλογή, οι ίδιοι οι καταναλωτές πληρώνουν (δίδακτρα, ναυλώσεις, κουπόνια κρατικής ενίσχυσης) με γνώμονα έναν οιονεί νόμο προσφοράς-ζήτησης, και οι διοικητικές κρατικές γραφειοκρατίες επωμίζονται το οργανωτικό καθήκον του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κοινωνικού ελέγχου.
ι) Η ταξική πόλωση στην μάζα των εκπαιδευόμενων εντείνεται, τόσο ως προς την κοινωνική καταγωγή όσο και ως προς τον κατοπινό προσανατολισμό, λόγω των μηχανισμών κοινωνικής διαλογής που καθιστούν, σε μεγάλο βαθμό, ανενεργή την δυνατότητα πρόσβασης στις ανώτατες βαθμίδες της εκπαίδευσης για τους γόνους των υποτελών τάξεων, και εν γένει λόγω της παραγωγής μιας ειδικευμένης διανοητικής εργασίας αφενός προορισμένης να υπαχθεί στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου, ενός νέου «ευέλικτου-επιμορφώσιμου» προλεταριάτου, και αφετέρου πρόσφορης να αναλάβει το έργο της ορθολογικής οργάνωσης του ελέγχου της εργατικής δύναμης και όλων των στοιχείων της κοινωνικής παραγωγής, είτε στο εποικοδόμημα είτε στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, μιας ανανεώσιμης αστικής-πέριξ του κράτους- γραφειοκρατίας. Με άλλα λόγια, η μεταβατική κοινωνική κατάσταση των μαθητευόμενων-εργαζόμενων-διανοούμενων διαφοροποιείται, οριζόντια όσο και κάθετα, με όρους κοινωνικής ανταγωνιστικότητας.
κ) Επεκτείνεται η μάζα του εκπαιδευτικού προλεταριάτου, το οποίο απαρτίζεται από εκπαιδευτές, όλων των βαθμίδων, που εκπληρώνουν κοινωνικές λειτουργίες οι οποίες αντικειμενικά επιφέρουν μια σύμπτωση συμφερόντων με την βιομηχανική εργατική τάξη, από εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους που διασπείρονται στις ζώνες εργασιακής περιπλάνησης και ανεργίας, ως στάσιμος σχετικός υπερπληθυσμός της εργατικής τάξης, από μισθωτούς που καταναλώνουν την εργατική τους δύναμη στον τομέα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, εντός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή εν σχέσει με αυτά, και από το τμήμα εκείνο των εκπαιδευόμενων που προορίζεται να προσφέρει την διανοητική του εργασία στην παραγωγή και αξιοποίηση του κεφαλαίου, με όρους πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.
λ) Οξύνεται η αντίφαση ανάμεσα στην επίταση της κοινωνικής παραγωγής της γνώσης και την ιδιοποίησή της, ως δυνητικής παραγωγικής δύναμης, από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που αποβλέπουν στην παραγωγή υπεραξίας, καθώς και της αντίφασης ανάμεσα στην διεθνοποίηση της γνώσης και τον εθνο-κρατικό εκπαιδευτικό οικονομικό και πολιτικό προγραμματισμό, γεγονός που εμβάλλει στον χώρο της εκπαίδευσης την κρίση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
μ) Απονομιμοποίειται η ιδεολογία της «ελευθερίας και της αλήθειας», που από τον Διαφωτισμό και μετά συνέδεε την μαζική εκπαίδευση με την καλλιέργεια του πολιτικού αυτεξούσιου και της κοινωνικής υπευθυνότητας. Κατά την παραγωγή, δηλαδή, και την διάδοση της γνώσης οι νεωτερικές, επιστημονικές θεωρίες παύουν να εκλαμβάνονται ως παραδείγματα μιας «ελεύθερης και ωφέλιμης» κοινωνικής πρακτικής και πραγματοποιείται η μεταστροφή από την νεωτερική κοσμοαντίληψη της διάπλασης ιδεωδών και ενιαίων ταυτοτήτων, κατάλληλων για την κανονιστική αναπαραγωγή του δίπολου κοινωνία των ιδιωτών/πολιτική κοινωνία, στην μετανεωτερική πολιτισμική λογική της διάπλασης αρμοδιοτήτων και επιμέρους ταυτοτήτων ώστε να ρυθμίζεται η λειτουργία των δικτύων της γενικευμένης παραγωγής εμπορευμάτων. Αυτό, ανάμεσα στα άλλα, συνεπάγεται επίσης και μια σημαντική αποδυνάμωση των σχέσεων του εργατικού κινήματος με το στρώμα των διανοουμένων.
ν) Το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα γραφειοκρατικοποιείται και εξαντλεί την ιστορική δυναμική του, με τις δομές του, ιδίως αυτές των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων (πανεθνικών) οργάνων, να μετατρέπονται σε συνδιαχειριστικούς βραχίονες (χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ευρώπη είναι η σοσιαλδημοκρατικής αναφοράς – ESIB που είναι μακρύ χέρι της ημικρατικής γραφειοκρατίας της καπιταλιστικής Ευρώπης). Σε πολλές περιπτώσεις επιτελείται ο πλήρης προσεταιρισμός του στο τεχνοκρατικό και κατόπιν επιχειρηματικό πανεπιστήμιο.
ξ) Αναδύεται μια ποικιλία νέων κινημάτων στον χώρο της εκπαίδευσης: θεματικών κινημάτων με επίκεντρο την ταυτότητα φύλου, την φυλετική ή σεξουαλική ταυτότητα, αλλά και το οικολογικό ζήτημα ή τα ανθρώπινα δικαιώματα · κινημάτων στον χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητών ή εκπαιδευτικών, και σε μικρότερο βαθμό σε αυτόν της τριτοβάθμιας, με αφορμή πτυχές των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων · ριζοσπαστικών φοιτητικών κινημάτων που στρέφονται, με λιγότερες ή περισσότερες αμφιταλαντεύσεις, και συχνά καταφεύγοντας σε ήπιες μορφές βίας που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία των πανεπιστημίων (λ.χ. καταλήψεις), ευθέως ενάντια στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο (corporate university), θέτοντας στην ημερήσια διάταξη τόσο την σύνδεση με τον αγώνα της εργατικής τάξης, με την ίδια την ταξική πάλη, όσο και έναν νέο διεθνισμό.
ο) Τα νέα κινήματα στον χώρο της εκπαίδευσης προτάσσουν αυθόρμητα την ανεξάρτητη μαζική δράση, χαρακτηρίζονται από την συγκρότηση αγωνιστικών δικτυώσεων βάσης, υποκείμενων σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες αλλά και διαρθρωμένων έτσι ώστε να διασφαλίζεται η οργανωτική αποτελεσματικότητα τους, και σε ορισμένες περιπτώσεις (με κορυφαία του ριζοσπαστικού Student/Labour κινήματος ενάντια στα sweatshops στην Βόρειο Αμερική) αναπτύσσουν συμμαχίες τόσο με τα άλλα τμήματα του «εκπαιδευτικού» προλεταριάτου (διδακτικό προσωπικό, μισθωτούς στις υπηρεσίες) όσο και με το ίδιο το οργανωμένο εργατικό κίνημα.
3
Το σύνολο σχεδόν αυτών των τάσεων εμφανίζεται και στον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης.
Η τεχνοκρατική μεταρρύθμιση έλαβε τον χαρακτήρα της αναδιοργάνωσης της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε αυτή να δομηθεί ιεραρχικά και βάσει της αρχής της αποδοτικότητας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, στο όνομα μάλιστα του «εκδημοκρατισμού» και με την στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και των σταλινικών («Νόμος Πλαίσιο»), καθώς και τον χαρακτήρα της διάνοιξης ενός εκτεταμένου χώρου «επιμορφώσεων», όπου παρεπιδημεί ένας μεγάλος αριθμός δημόσιων ή ιδιωτικών ιδρυμάτων «τεχνολογικής και επαγγελματικής κατάρτισης».
Οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις δρομολογούνται, με διαδοχικά πακέτα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, σε συνδυασμό με την επανεμφάνιση ενός ιστορικού χαρακτηριστικού της νεοελληνικής εκπαίδευσης, του εθνικιστικού χριστιανικού συντηρητισμού, η οποία έγινε χτυπητή με την μισαλλόδοξη προπαγάνδα κατά του πληθυσμού της Μακεδονίας, αλλά και με δεδομένη την ύπαρξη ενός τεράστιου χώρου φροντιστηριακής ιδιωτικής εκπαίδευσης, συμπληρωματικού σε αυτόν της δημόσιας.
Η επιχειρηματικοποίηση επίσης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μολονότι εξελίσσεται με ασύμμετρο τρόπο και δεν έχει προχωρήσει στον ίδιο βαθμό με τα corporate universities των ΗΠΑ ή της Βρετανίας, αποτελεί μια χειροπιαστή δεσπόζουσα τάση, από την αξιοποίηση των ερευνητικών υποδομών που διαθέτουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ώστε να επιταχυνθεί η τεχνολογική ανανέωση σε επίπεδο καπιταλιστικής παραγωγής, μέχρι τα «γραφεία διασύνδεσης» που εισάγουν τους εκπαιδευόμενους στην σφαίρα της εργασιακής περιπλάνησης και της ευέλικτης εργασίας, παρακάμπτοντας τους συλλογικούς όρους πώλησης της εργατικής τους δύναμης.
Η ανάπτυξη, τέλος, νέων κινημάτων μπορεί να μην προσλαμβάνει την μορφή θεματικών κινημάτων ταυτότητας, γίνεται έκδηλη, ωστόσο, στο κίνημα των μαθητικών καταλήψεων, στις μαχητικές απεργίες των εκπαιδευτικών, και κυρίως στο ελληνικό ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα, το οποίο, αν και ο χρωματισμός του από τον νέο διεθνισμό παραμένει ισχνός και υστερεί ως προς το εύρος των κοινωνικών συμμαχιών του, είναι από τους πλέον μαχητικούς αντιπάλους της υπαγωγής της εκπαίδευσης στο κεφάλαιο, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, διατηρώντας αγωνιστικές δικτυώσεις βάσης (ανεξάρτητα από το κεφάλαιο και το κράτος – σχήματα), που αντικειμενικά αμφισβητούν το οργανωτικό πλέγμα της συνδιαχείρισης, και διαθέτουν μια διόλου ευκαταφρόνητη εμπειρία στην οργάνωση δυναμικών κινητοποιήσεων. Το γεγονός ότι η βαρύτητα των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων, για λόγους που παραπέμπουν στις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας, εξακολουθεί να είναι μεγάλη στα κινήματα αυτά, μολονότι σχετικοποιεί από κάποιες απόψεις τον αυθόρμητο χαρακτήρα τους, δεν τον αναιρεί.
4
Στο μαθητικό κίνημα η πολιτική συνιστώσα που διαδραματίζει καίριο ρόλο στις διαδικασίες του είναι η ΚΝΕ. Όσο και αν αυτό σημαίνει ότι το κίνημα των μαθητών, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εγκλωβίζεται στους ορίζοντες του σταλινικού ρεφορμισμού, δεν παύει να συνεπάγεται όμως και ότι η ίδια η ΚΝΕ, μέσα από την εμπλοκή της στους μαθητικούς αγώνες, αποκτά ένα δυναμικό που προοπτικά δεν είναι αφομοιώσιμο στις οριογραμμές μιας κεντρικής πολιτικής που αντιστοιχεί στην παρακμή της εγχώριας σταλινικής γραφειοκρατίας. Αν συνεκτιμήσουμε επίσης ότι οι δυνάμεις με αναφορά στο ΚΚΕ είναι σημαντικές και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στα συνδικάτα των εκπαιδευτικών, τότε είναι σαφές ότι, παρά τις συγκυριακές δυσχέρειες, για τους επαναστάτες μαρξιστές/τριες η κοινή δράση με αυτές τις δυνάμεις, με βάση συγκεκριμένους στόχους, οφείλει να προτάσσεται σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.
Η κοινή δράση είναι επίσης απαραίτητη και με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις των εκπαιδευτικών που σχετίζονται με τον Συνασπισμό, καθώς και με την νεολαία του, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας δραστηριοποιείται στα πανεπιστήμια. Ως προς την νεολαία, ιδιαίτερα, του Συνασπισμού, η δικτύωση φοιτητικών σχημάτων που διατηρεί («Δίκτυο»-ΔΑΡΑΣ), παρά την εμφανή μετατόπιση του λόγου της και σε ορισμένες περιπτώσεις της πρακτικής της προς τα αριστερά, εξακολουθεί να αποτελεί μια περιορισμένης μαχητικότητας και εμβέλειας συνιστώσα, περισσότερο «παράταξη» παρά κινηματική μορφή, στους κύκλους της οποίας δεσπόζουν οι αυταπάτες για την συνδιαχείριση στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το «ενιαίο φοιτητικό κίνημα», με αποτέλεσμα, σε γενικές γραμμές, τα όποια στοιχεία ριζοσπαστισμού να παραμένουν περιστασιακά ή τουλάχιστον στοιχεία μιας πρωτόλειας και διστακτικής κριτικής, που μόνο με τον απογαλακτισμό από την συνολική ρεφορμιστική «θεσμικά υπεύθυνη» πολιτική του Συνασπισμού θα μπορούσαν να καρποφορήσουν.
5
Στο ελληνικό φοιτητικό κίνημα, η κατεξοχήν έκφραση του ριζοσπαστισμού είναι τα ΕΑΑΚ. Για πάνω από μια δεκαετία παραμένουν η μόνη αξιόμαχη και σχετικά μαζική πανεθνική δικτύωση ανεξάρτητων αγωνιστικών σχημάτων, με σαφή αντικαπιταλιστική αναφορά, πολυτασική, με συγκριτικά περισσότερους βαθμούς ελευθερίας για την σοβαρή πολιτική διαφωνία από οποιαδήποτε άλλη συνιστώσα της «φοιτητικής αριστεράς», αν και μαστίζεται από ένα οργανωτικό χάος το οποίο εκτρέφει συχνά την πολιτική αυθαιρεσία, αρκετά γειωμένη στις κοινωνικές αντιπαραθέσεις που χαρακτηρίζουν τον χώρο του πανεπιστημίου, με επεξεργασίες που, παρά την υπεραριστερή πολλές φορές σύγχυση που τις χρωματίζει, συλλαμβάνουν το μέγεθος και την ποιότητα των αλλαγών που συντελούνται στην εκπαίδευση, και με μια σημαντική διαθεσιμότητα για ανεξάρτητη μαζική δράση.
Στην πραγματικότητα, τα ΕΑΑΚ αποτελούν συνέχεια του φοιτητικού ριζοσπαστισμού που αναδείχθηκε στην δεκαετία του ’80, μέσα από τις τότε «Συσπειρώσεις», που μόνο αυτές αντιστάθηκαν στην τεχνοκρατική μεταρρύθμιση κατανοώντας ότι πίσω από τον μανδύα του «εκδημοκρατισμού» δεν κρυβόταν παρά ο «αστικός εκσυγχρονισμός» σε επίπεδο εκπαίδευσης. Οι οργανωμένες, επιπλέον, πολιτικές δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό τους (Νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, ΑΡΑΣ, Συσπειρώσεις, Αριστερή Κίνηση Πάτρας), παρά την ευθύνη που μπορεί να τους καταλογίσει κανείς για τα τακτά φαινόμενα πολιτικής αυθαιρεσίας, είναι κατά κύριο λόγο δυνάμεις που αναπτύχθηκαν κατά την εξελικτική πορεία αυτού του φοιτητικού ριζοσπαστισμού, και σε στενή συνάφεια μαζί του, εξού και οι συνήθεις γενικεύσεις των εμπειριών από τους φοιτητικούς αγώνες σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, που σε πολλές περιπτώσεις τροφοδοτούν τον αριστερισμό τους. Πρόκειται, επίσης, για πολιτικές δυνάμεις που προέκυψαν ως αριστερές διασπάσεις του σταλινισμού, συναρθρώνοντας τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό του φοιτητικού ριζοσπαστισμού με μια εν γένει αντισταλινική υπεραριστερή πολιτική, μολονότι αυτή η πολιτική δεν κατατείνει στον συγκεκριμένο διεθνισμό ή διατηρεί και εθνοκεντρικές επιβιώσεις. Η ενδημική τους σχέση με τον φοιτητικό ριζοσπαστισμό, σε κάθε περίπτωση, διασφαλίζει τον μη εκφυλισμό των ΕΑΑΚ, μιας «ενιαίας ανεξάρτητης αριστερής κίνησης», σε μια ακόμα αριστερή «φοιτητική συνδικαλιστική παράταξη» δεσμευμένη στην συνδιαχείριση και τον πολιτικό κρετινισμό της εκλογικής αντιπροσώπευσης.
Ακόμα και αν σήμερα η πολιτικο-συνδικαλιστική αυτή δικτύωση προβαίνει σε μια σεκταριστική αναδίπλωση όσον αφορά το διεθνές κοινωνικό κίνημα, απέχοντας από τα Κοινωνικά Φόρουμ, συνιστά τον αντικαπιταλιστικό πόλο στα ελληνικά πανεπιστήμια, το πεδίο όπου οι αντικαπιταλιστικές διαθέσεις, οι οποίες φύονται αντικειμενικά στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, βρίσκουν την υποκειμενική ριζοσπαστική τους αποτύπωση, και επομένως οι επαναστάτες μαρξιστές/τριες δεν μπορούν παρά να συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν, επιδιώκοντας τόσο την πολιτική και οργανωτική της ενίσχυση όσο και την εμβάθυνση του ριζοσπαστισμού της.
Οποιοδήποτε σενάριο περί επικείμενης αποδυνάμωσης ή διάλυσης των ΕΑΑΚ δεν αποτελεί σοβαρό λόγο περί του εναντίου, αφενός γιατί καμιά εναλλακτική φοιτητική ριζοσπαστική συσπείρωση δεν θα μπορεί να αναδειχθεί χωρίς να αξιοποιήσει τα οργανωτικά και πολιτικά κεκτημένα των ΕΑΑΚ, και αφετέρου γιατί μια αποδυνάμωση ή διάλυσή τους το πιθανότερο είναι ότι, στις δεδομένες συνθήκες, όπου τα ανεξάρτητα ριζοσπαστικά σχήματα εκτός ΕΑΑΚ είναι ελάχιστα και κάθε άλλο παρά αναπτυσσόμενα, θα σηματοδοτούσε μια σοβαρή υποχώρηση του ριζοσπαστισμού στα ελληνικά πανεπιστήμια, αν όχι μια ρήξη της συνέχειάς του.
6
ι πολιτικές δυνάμεις που σήμερα συμμετέχουν στα Κοινωνικά Φόρουμ και ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται στον χώρο της εκπαίδευσης, με μόνες εξαιρέσεις ίσως τους εκπαιδευτικούς και την νεολαία του Συνασπισμού και σε ορισμένες περιπτώσεις (Πανεπιστήμιο Πάτρας) τα Αριστερά Σχήματα (ΚΟΕ), καταλαμβάνουν μια μικρής εμβέλειας ή περιθωριακή θέση στους αγώνες των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων και διαθέτουν μια εξίσου ισχνή απεύθυνση. Στην περίπτωση μάλιστα της διεθνιστικής αριστεράς (ΔΕΑ, ΣΕΚ, Ξεκίνημα, ΟΚΔΕ/Εργατική Πάλη) δεν πρόκειται παρά για τον ρόλο ενός θορυβώδους κομπάρσου, με μεγάλες, κατά τ’ άλλα, φιλοδοξίες. Η κριτική επίσης που αυτές οι δυνάμεις ασκούν στα ΕΑΑΚ και την ριζοσπαστική αριστερά στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι άλλοτε κριτική που αντιστοιχεί σε μια περισσότερο αμβλεία συνείδηση (όπως φαίνεται από τις εξαιρετικά φτωχές και κοινότοπες αναλύσεις για την εκπαίδευση, που θα μπορούσαν κάλλιστα να εφαρμοστούν και στην δεκαετία του ’60) και άλλοτε σε μια σαφώς λιγότερο μαχητική τοποθέτηση.
Έτσι, τα ΕΑΑΚ επικρίνονται γιατί δεν σέβονται επαρκώς τα «όργανα» του φοιτητικού συνδικαλισμού και διαδικασίες, που ακυρώνουν οποιαδήποτε εκδοχή δημοκρατικής εκπροσώπησης, όπως το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο», γεγονός που φανερώνει ότι οι δυνάμεις αυτές αγνοούν την ταξική πόλωση στο εσωτερικό της εκπαίδευσης, αλλά και τον ρόλο της συνδιαχείρισης στο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Όταν όμως λ.χ. το 1995 αυτό το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο» σχεδίαζε να περάσει ψήφισμα του «ενιαίου φοιτητικού κινήματος» – στήριξης του ελληνικού ιμπεριαλισμού για την Μακεδονία, πλάι σε ένα νέο εντελώς γραφειοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας των συλλόγων (νέο καταστατικό της ΕΦΕΕ) οφείλουμε, αφήνοντας κατά μέρος τα μισόλογα, να παραδεχθούμε ότι τα ΕΑΑΚ δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διαλύσουν αυτό το συνέδριο, έστω και δια της βίας, που απειλούσε να δεσμεύσει κάθε φοιτητή/τρια στις αποφάσεις ενός συνδιαχειριστικού γραφειοκρατικού προσωπικού, χωρίς καμιά δημοκρατική συζήτηση ή εξουσιοδότηση.
Τα ΕΑΑΚ επίσης επικρίνονται γιατί συχνά προκρίνουν μορφές αγωνιστικής αυτοοργάνωσης, μια κριτική που ενώ φαινομενικά μοιάζει ως μια θεμιτή κριτική υπεραριστερών διαβημάτων, στην πραγματικότητα κρύβει σοβαρούς δισταγμούς για την ανάληψη αποφασιστικών πρωτοβουλιών εναντίωσης που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και δεν εγγράφονται στις θεσμίσεις της «κανονικότητάς» τους. Ως προς αυτό, αρκεί κανείς να αναλογιστεί για ποιους φοιτητικούς αγώνες θα μιλάγαμε σήμερα αν τα ΕΑΑΚ δεν προωθούσαν συντονιστικά καταλήψεων ή αγωνιστικές πρωτοβουλίες σε επιμέρους περιπτώσεις με πραγματικά αποτελέσματα, οσοδήποτε μικρά.
Μια άλλη, ιδιαίτερα δημοφιλής για οργανώσεις όπως η ΔΕΑ και η ΚΟΕ, επίκριση είναι ότι η δράση των ΕΑΑΚ στα Πανεπιστήμια είναι κατά κύριο λόγο «συντεχνιακή», μιας και αναλώνεται σε «ζητήματα σχολής» ή γενικά ζητήματα εκπαίδευσης και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τα γενικότερα πολιτικά καθήκοντα. Πρόκειται, όμως, για μια κριτική της οποίας οι προϋποθέσεις συνεπάγονται ότι τελικά η ανάπτυξη του φοιτητικού ριζοσπαστισμού γίνεται με μια «υποκίνηση από έξω», ότι ανάγεται σε μια αφομοίωση αφηρημένων πολιτικών συνθημάτων, ως αποτέλεσμα μιας καθημερινής προπαγάνδας με όρους οργανωτικού φετιχισμού, συνθημάτων ικανών ενδεχομένως να εξάρουν την αγωνιστική επαγρύπνηση, αλλά σε καμιά περίπτωση πρόσφορων για να επιτευχθεί μια αλληλοτροφοδότηση ανάμεσα στις συγκεκριμένες μορφές εναντίωσης, στην αντίσταση στην υπαγωγή της εκπαίδευσης στο κεφάλαιο, και την επαναστατική πολιτική. Η επαναστατική συνείδηση αναπτύσσεται πάνω στις αντικειμενικές κοινωνικές αντιθέσεις που διαπερνούν και πολώνουν το πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και καμιά καλλιέργειά της δεν είναι νοητή αν δεν γειωθεί σε αυτές, αποτελώντας μια πραγματική απόρροια εμπειρίας και έναν επίκαιρο, χρήσιμο, για την καθημερινή πάλη, προσανατολισμό. Από την άλλη πλευρά, είναι κάπως οξύμωρο να κατηγορεί κανείς τα ΕΑΑΚ ταυτόχρονα και για «συντεχνιακή» νοοτροπία και για αριστερισμό. Το γεγονός ότι τα σχήματα των ΕΑΑΚ είναι αυτά που, όταν πρόκειται για την κλιμάκωση ενός αγώνα, τηρούν την πιο αποφασιστική στάση μέσα στις συνελεύσεις ενάντια στα μπλοκ «αντικατάληψης» και την εχθρότητα των «μέσων φοιτητών» προς κάθε δυναμική, με πολιτικές προεκτάσεις, κινητοποίηση, αρκεί για να αποδείξει ότι η κριτική περί «συντεχνιακής» παρέμβασης στερείται σοβαρότητας.
Με αυτήν την έννοια, το γόνιμο σκέλος της κριτικής στα ΕΑΑΚ, αυτό που έχει να κάνει με τον σεκταρισμό τους, που αποτρέπει την συμμετοχή στα Κοινωνικά Φόρουμ, και με την υπεραριστερή τους φρασεολογία, που εμφανίζει τον αντικαπιταλισμό ως προϋπόθεση δράσης και «ιδιαίτερο σύνθημα αναγνώρισης» αντί για ζητούμενο συγκεκριμένων κοινωνικών αντιπαραθέσεων, μένει μετέωρο, ακριβώς γιατί συνολικά η κριτική δεν συνεκτιμά τα οργανωτικά και πολιτικά κεκτημένα των ΕΑΑΚ, που εξηγούν και την μαζική τους απεύθυνση και τον ακόμα πρωταγωνιστικό τους ρόλο.
7
Συγκεφαλαιώνοντας, μια κατάλληλη στρατηγική για τους επαναστάτες μαρξιστές/τριες, αν πράγματι θέλουν να αποτελέσουν συνείδηση του πραγματικού κινήματος που αμφισβητεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται σε έναν ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο, φαίνεται να περιλαμβάνει τους εξής άξονες:
α) Είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ η πρωταγωνιστική συμμετοχή, με την αντίστοιχη οργανωτική και πολιτική διαθεσιμότητα, στα κινήματα που αναδύονται στον χώρο της εκπαίδευσης. Αυτό σημαίνει ενεργό εμπλοκή στις φοιτητικές ανεξάρτητες αγωνιστικές συσπειρώσεις, που στην Ελλάδα διαθέτουν την πανεθνική τους δικτύωση, τα ΕΑΑΚ, στα κινήματα των μαθητών και των εκπαιδευτικών, και εν γένει σε κάθε απόπειρα ανεξάρτητης μαζικής δράσης είτε αυτή αφορμάται από υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές είτε όχι.
β) Η εναντίωση σε όλες τις πλευρές της τεχνοκρατικής μεταρρύθμισης, των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και συνολικά της υπαγωγής της εκπαίδευσης στο κεφάλαιο, αποτελεί ένα αφετηριακό σημείο. Σε αυτήν την εναντίωση, που χρειάζεται να ενισχύεται συστηματικά, μπορούν να βασιστούν συγκεκριμένες μεταβατικές διεκδικήσεις, με σαφή ταξικό, ριζοσπαστικό προσανατολισμό, απαντώντας σε επίκαιρα, συγκεκριμένα διακυβεύματα με γνώμονα τις κοινωνικές αντιθέσεις στον χώρο της εκπαίδευσης, καλλιεργώντας τις αντικειμενικές αντικαπιταλιστικές διαθέσεις σε υποκειμενική επαναστατική συνείδηση.
γ) Η σύγκλιση των τμημάτων που απαρτίζουν το προλεταριάτο της εκπαίδευσης φαίνεται να είναι μια σημαντική παράμετρος για την ίδια την ισχύ των κινημάτων. Οι επαναστάτες μαρξιστές/τριες δεν μπορούν παρά να προτείνουν, όπου αυτό είναι εφικτό, συμμαχίες ανάμεσα στους αγωνιζόμενους φοιτητές/τριες, τους μισθωτούς των υπηρεσιών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και το διδακτικό προσωπικό που τα κοινωνικά του συμφέροντα τείνουν να συμπίπτουν με αυτά της εργατικής τάξης. Στα ελληνικά πανεπιστήμια, ωστόσο, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι υπάρχουν ορισμένα σημαντικά εμπόδια για την σύμπραξη του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος με το εκπαιδευτικό προσωπικό. Αυτά οφείλονται στο ότι ένα μεγάλο τμήμα των διδασκόντων και των ερευνητών εμπλέκεται άμεσα στις διοικητικές υποθέσεις, κάτι που είναι απόρροια της σύμπτωσης της τεχνοκρατικής μεταρρύθμισης, στην Ελλάδα, με τον «εκδημοκρατισμό» των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
δ) Με αφετηρία την αντίσταση στην υπαγωγή των προγραμμάτων σπουδών στις προτεραιότητες του κεφαλαίου μπορεί να αναπτυχθεί μια αντι-εκπαίδευση και αντι-προπαγάνδα, η οποία θα απονομιμοποιεί την κυρίαρχη ιδεολογία της εργαλειακής ορθολογικότητας και την μετανεωτερική πολιτισμική λογική, στοιχειοθετώντας με επιστημονικό τρόπο την επικαιρότητα της κοινωνικής επανάστασης και αναδεικνύοντας μια αποκαθαρμένη από την νεωτερική κοσμοαντίληψη «μεγάλη αφήγηση» της κοινωνικής χειραφέτησης. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι επιπλέον κρίσιμη και η συστηματική κριτική του εθνικισμού, του ρατσισμού και του σεξισμού, στον βαθμό που διαπνέουν τον κυρίαρχο επιστημονικό λόγο και τις εκπαιδευτικές πρακτικές.
ε) Ο χαρακτήρας των μορφών «συνδιοίκησης» στην εκπαίδευση, ως μορφών ιεραρχικής οργάνωσης, συνδιαχείρισης της καταπίεσης και συνευθύνης στην υποταγή στο κεφάλαιο, πρέπει να αποκαλύπτεται, ώστε να μην παραχωρείται έδαφος για αυταπάτες σχετικά με την χρησιμότητα της συμμετοχής σε αυτά, και παράλληλα είναι σημαντικό να προτάσσεται, μέσα από την αγωνιστική αυτοοργάνωση, η δυνατότητα της αυτοδιαχείρισης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, συμπληρωματική της αυτοδιαχείρισης της οικονομίας και όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής.
στ) Σε συνθήκες ενιαίου συνδικαλισμού, στην περίπτωση των εκπαιδευτικών των κατώτερων βαθμίδων, οι επαναστάτες μαρξιστές/τριες είναι σαφές ότι πρέπει να ενισχύουν τις αριστερές, αντιγραφειοκρατικές τάσεις, που στην Ελλάδα λ.χ. εκφράζονται από τις «Συσπειρώσεις-Παρεμβάσεις», χωρίς βέβαια να υποτιμούν την σημασία της κοινής δράσης με κάθε διαθέσιμη να αγωνιστεί συνιστώσα. Στην περίπτωση των φοιτητικών συλλόγων, όμως, χρειάζεται επιπλέον να συμβάλλουν ώστε οι υπάρχουσες πολιτικο-συνδικαλιστικές δυνάμεις να εκφράζονται ως μορφές εκπροσώπησης ανταγωνιστικών κοινωνικών συμφερόντων, αλλά και να προτρέπουν, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κλιμάκωση των αγώνων, στην υπερκέραση των ενιαίων συλλόγων από επιτροπές αγώνα και γενικά από μορφές αγωνιστικής αυτοοργάνωσης (όπως λ.χ. τα συντονιστικά καταλήψεων). Ένα από τα πλέον διαδεδομένα σφάλματα στα οποία υποπίπτουν τμήματα της φοιτητικής αριστεράς είναι η προβολή της μαρξιστικής αντίληψης για τον ενιαίο εργατικό συνδικαλισμό στον χώρο της εκπαίδευσης, η οποία συγκαλύπτει την ταξική πόλωση στην μάζα των εκπαιδευόμενων (και ιδίως των μαθητευόμενων-εργαζόμενων-διανοούμενων), μετατρέποντας την υπεράσπιση του ενιαίου φοιτητικού συνδικαλισμού, ακόμα και στις εκ των πραγμάτων συνδιαχειριστικές δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες (στην Ελλάδα λ.χ. «Πανσπουδαστικό»-ΕΦΕΕ) δομές του, από ζήτημα τακτικής εκτίμησης που στην πραγματικότητα, είναι σε ζήτημα αρχής.
ζ) Η συνάρθρωση των αγώνων στην εκπαίδευση με την ταξική πάλη και τον ιστορικό αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, στις συγκεκριμένες πάντα εκφάνσεις που αυτός προσλαμβάνει, είναι κάτι που καμιά ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση δεν μπορεί να παρακάμψει. Περισσότερο από ό,τι το γνωστό σύνθημα «φοιτητές-εργατιά, μια φωνή και μια γροθιά» υποβάλλει, χρειάζεται να επιτευχθεί ο εδραίος συντονισμός των κινημάτων του προλεταριάτου της εκπαίδευσης με την βιομηχανική εργατική τάξη, στην βάση της σύμπτωσης κοινωνικών συμφερόντων, και όχι απλώς στη βάση μιας «προοδευτικής» ιδεολογίας.
η) Ο νέος διεθνισμός, για να πάψει να είναι μια αφηρημένη επίκληση, πρέπει να γονιμοποιηθεί στο έδαφος των ίδιων των κοινωνικών αντιπαραθέσεων στην εκπαίδευση, με την ανάδειξη του ριζοσπαστισμού σε αυτό το έδαφος ως μιας εν τέλει κριτικής των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, κριτικής που αναλογεί σε μια παγκόσμια ολότητα, στο διεθνές πλέγμα της κυριαρχίας. Στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικής σημασίας η σύνδεση του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος με το διεθνές κοινωνικό κίνημα, και πιο συγκεκριμένα ο διεθνιστικός χρωματισμός των ΕΑΑΚ, ενώ όχι μικρότερης σπουδαιότητας είναι και η κριτική στον στείρο αντιευρωπαϊσμό που φαίνεται να κυριαρχεί σε αυτά, με την παράλληλη ανάδειξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος, ως πραγματικού αντιπάλου της καπιταλιστικής Ευρώπης. Όσον αφορά τις δυνάμεις του Φόρουμ, πρέπει να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους από τις άγονες και πολιτικά ιδιοτελείς προσπάθειες «παραταξιοποίησής» του στον κινηματικό συντονισμό, μέσα από καμπάνιες που θα συνδέουν τον ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα με τους κοινωνικούς αγώνες στην ελληνική εκπαίδευση.
θ) Η πολεμική, τέλος, στις δυνάμεις που εκφράζουν την συνδιαχείριση και στις ρεφορμιστικές αντιλήψεις πρέπει να συνδυάζεται με την αδιάλλακτη κριτική στον σεκταρισμό και την υπεραριστερή πολιτική, είτε πρόκειται για την άρνηση της κοινής δράσης όλων των αγωνιζόμενων τμημάτων εκπαιδευτών ή εκπαιδευόμενων είτε πρόκειται για την μετατροπή του «αντικαπιταλισμού» σε «σύνθημα αναγνώρισης» και αφηρημένη προϋπόθεση δράσης.
[…] Θέσεις για μια επαναστατική μαρξιστική προβληματική σ… […]