του Βαγγέλη Κούταλη
«Καθ’ ήν περίοδον το Κυπριακόν Κράτος θα είναι ανεξάρτητον θα δεσπόζεται υπό των φανατισμένων Ελλήνων Κυπρίων και οιαιδήποτε εγγυήσεις και αν δοθούν εις την μειονότητα, αυτή δεν θα είναι εξησφαλισμένη».
Επιστολή Ε. Αβέρωφ προς τον Γρίβα 26-8-57, Ν. Κρανιδιώτης «Δύσκολα Χρόνια. Κύπρος 1950-1960», Αθήνα 1981, σ. 283.
«Είναι προτιμότερον να ζήσωμεν ανεξάρτητοι, έντιμοι, έστω και πτωχοί, παρά με τα Αμερικανικά δολλάρια και να χάσωμεν την εθνικήν μας ανεξαρτησίαν, γινόμενοι έρμαιον των θελήσεων των δολλαριούχων».
Γ. Γρίβας-Διγενής, «Απομνημονεύματα αγώνος Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959», Αθήνα 1961, σ. 291.
Το ιστορικό πρόβλημα της συγκρότησης ενός κυπριακού κράτους, με αφορμή το «σχέδιο Ανάν», αποκτά ξανά μια θέση στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά χωρίς την άμεση εμπλοκή παραστρατιωτικών ομάδων ή ετοιμοπόλεμων στρατών. Ακόμα περισσότερο, αυτό το πρόβλημα που για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε μία από τις πλέον θερμές εστίες του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού εμφανίζεται αίφνης, μετά από χρόνια μισαλλόδοξης προπαγάνδας και από τις δύο όχθες του Αιγαίου, ως ένα πρόβλημα που αφορά μια θεσμική διευθέτηση ώστε να συμβιώσουν πληθυσμοί με διαφορετικές εθνικές συνειδήσεις, στα πλαίσια ενός κοινού κατοχυρωμένου corpus πολιτικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, και όχι ως μια εκκρεμότητα εθνικών «αλυτρωτισμών».
Πράγματι, στον δημόσιο λόγο της ελληνικής κοινωνίας εισέβαλλαν ξαφνικά οι Τουρκοκύπριοι, οι συγκεκριμένοι άντρες και οι συγκεκριμένες γυναίκες που κατοικούν στην Βόρεια Κύπρο, στη θέση που πάντα καταλάμβανε η αποτρόπαια μορφή του «Τούρκου εισβολέα», μυθικά ανακατασκευασμένη από το έδαφος της πραγματικής ιστορίας ώστε να δικαιώνει, σε συμβολικό και άρα σε ηθικό επίπεδο, την προσδοκία του «Έλληνα απελευθερωτή» και να διαιωνίζει την αποσιώπηση ορισμένων κρίσιμων διαστάσεων της κυπριακής τραγωδίας, στις οποίες αυτός ο «Έλληνας απελευθερωτής» πρωταγωνιστούσε καταστρέφοντας τουρκοκυπριακά χωριά, εισβάλλοντας σε προστατευόμενους θύλακες, δολοφονώντας.
Κατά ένα μέρος, η εξέλιξη αυτή παραπέμπει σε έναν «συνταγματικό συμβιβασμό» και συνάδει με τις προσπάθειες αμοιβαίου «κατευνασμού» που καταβάλλουν οι πολιτικές και κοινωνικές ελίτ στην Ελλάδα, την Τουρκία αλλά και στην ίδια την Κύπρο, σε συντονισμό με τις ΗΠΑ και τις ηγεμονικές δυνάμεις της ΕΕ. Δεν είναι δύσκολο κανείς να συμπεράνει ότι, υπό αυτήν την οπτική γωνία, το πρόβλημα της Κύπρου εξακολουθεί να υποτάσσεται σε προτεραιότητες ξένες προς τους ίδιους τους πληθυσμούς, αλλά προσφυείς στις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που προωθούν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στους πολιτικούς-στρατιωτικούς μηχανισμούς που σήμερα ενεργοποιούνται για να διασφαλίσουν σε κάθε γωνιά της γης την εμπορευματοποίηση του κόσμου με παραδοσιακές σχεδόν μεθόδους ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Ο πρόσφατος διάλογος που «διέρρευσε», και μάλιστα εσκεμμένα, ανάμεσα στον κ. Σημίτη και τον κ. Μπους είναι ενδεικτικός: η ελληνική κυβέρνηση, με κάποια υποκριτικά μισόλογα περί ΟΗΕ και «συμβουλίου ασφαλείας», συντάσσεται με την «αντιτρομοκρατική εκστρατεία» που πρόκειται να πλήξει, για άλλη μια φορά, τους πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας, αρκεί σε αντάλλαγμα ο κ. Μπους να «πιέσει» την τουρκοκυπριακή ηγεσία να αποδεχθεί τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Η Κύπρος «μας» για το Ιράκ «τους» · μια ικανοποιητική και αμοιβαία «εξυπηρέτηση». Μόνο που αυτός ο κυνισμός – μιας ολιγόλεπτης τηλεφωνικής συνομιλίας την οποίαν οι image makers δημοσιοποιούν κρίνοντας ότι το περιεχόμενό της φανερώνει «επιδέξιους» πολιτικούς χειρισμούς, ικανούς να κερδίσουν την επιδοκιμασία μας – εκτός από το να κουρελιάζει, με συνοπτικές διαδικασίες, κάθε φιλελεύθερη, δημοκρατική παράδοση στις κοινωνίες μας (οι πληθυσμοί του Ιράκ και των γύρω χωρών, που εντός ολίγου θα δεχθούν την «επίσκεψη» των βομβαρδιστικών της «διεθνούς κοινότητας», όπως και αυτοί της Κύπρου, δεν αποτελούνται φαίνεται από πολίτες αλλά από εύχρηστες, αναλώσιμες μάζες), αποσαφηνίζει επίσης και τον προσανατολισμό που οι ελληνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές ελίτ μοιράζονται με τις αντίστοιχες βορειοαμερικάνικες: πολιτικές διευθετήσεις, στην πλάτη των ίδιων των πληθυσμών, είτε με τα όπλα είτε με την μεσολάβηση «διεθνών παραγόντων», τις οποίες καταστρώνουν διεθνοποιημένα γραφειοκρατικά επιτελεία στο όνομα της απρόσκοπτης λειτουργίας του «new brave world», δηλαδή της απρόσκοπτης παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων από την Λευκωσία μέχρι την Βαγδάτη. Η ιστορική κατάντια των σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών, όπως αυτή του κ. Σημίτη, δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη – από τον κυνισμό του «εκσυγχρονισμού», που παραμέρισε κάθε σοσιαλιστική παράδοση στο όνομα της αγοράς, στον εκσυγχρονισμό του κυνισμού, που απογυμνώνει τις διεθνείς σχέσεις από κάθε φιλελεύθερο-δημοκρατικό πρόσχημα. Σε καμιά κοινωνία, ωστόσο, δεν υπάρχουν μόνο τραπεζίτες, στρατηγοί, γραφειοκράτες, κυνικοί σοσιαλδημοκράτες ή νεοφιλελεύθερα «γεράκια» · ούτε όλες οι δυνατότητες εξαντλούνται στις συναλλαγές και τις διαβουλεύσεις τους, οι οποίες, εξάλλου, και γι’ αυτό αρκεί μονάχα να σκεφθούμε το νωπό ναυάγιο της Χάγης, μπορούν να αποτύχουν ακόμα και με τα δικά τους μέτρα και σταθμά.
Η ξαφνική ανακάλυψη των Τουρκοκυπρίων είναι κάτι που κατά κύριο λόγο προέκυψε από την απροσδόκητη εμφάνιση των ίδιων των Τουρκοκυπρίων εργατών, διανοουμένων και νέων στους δρόμους των πόλεων της Βόρειας Κύπρου, από τις μαζικές κινητοποιήσεις ενός καταπιεσμένου πληθυσμού που στην πραγματικότητα ξαναθέτει το πρόβλημα της Κύπρου με όρους δημοκρατικής συγκρότησης ενός πολυεθνικού κράτους, και όχι με όρους «εθνικής ολοκλήρωσης» ή ιμπεριαλιστικής ευταξίας. Σε μια εποχή όπου τα μέλη μιας κοινωνίας δεν υποστασιοποιούνται παρά ως «καταναλωτές» και αναλώσιμοι υπήκοοι μπλεγμένοι σε «απροσδιόριστες» κατανομές ισχύος και «ανεξακρίβωτα» δίκτυα εξουσίας, όπου η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η αυταρχική αναδόμηση των διεθνών και εθνικών θεσμών συμφύονται με τις εθνικιστικές αναδιπλώσεις και τον φονταμενταλιστικό κυνισμό, κάποιες χιλιάδες κάτοικοι ενός νησιού, στα όρια της Ευρώπης και των Βαλκανίων, αξιώνουν, μέσα από συλλογικούς αγώνες, και πάλι την ιδιότητα του πολίτη.
Συνδέουν το αίτημα της εθνικής τους αυτοδιάθεσης με το πρόταγμα μιας πολυεθνικής πολιτικής κοινωνίας και μετατρέπουν αυτό το πρόταγμα σε αιχμή για την ικανοποίηση ριζικών αναγκών, για την ίδια την πολιτική και κοινωνική τους υπόσταση. Αν ο Ντενκτάς βρήκε έναν αξιόμαχο αντίπαλο στο αυταρχικό καθεστώς του, οι διεθνοποιημένες γραφειοκρατίες και οι οικονομικές ελίτ της περιοχής βρήκαν έναν αστάθμητο παράγοντα μπροστά τους, μια παράμετρο που δεν μπορεί να στριμωχτεί με ευκολία στις εξισώσεις τους.
Το κίνημα των Τουρκοκύπριων, όπως κάθε κίνημα στα πρώτα του βήματα, συνδυάζει την ζωντάνια με την αφέλεια. Θα μπορούσαμε ίσως να του καταλογίσουμε ότι, προς το παρόν, διαπνέεται από ορισμένες αυταπάτες. Οι καιροί που διανύουμε δεν είναι πρόσφοροι για να πιστεύει ακόμα κανείς λ.χ. ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοεί γενικά δημοκρατικές εξελίξεις, μολονότι είναι αλήθεια ότι στα πλαίσια της παρέχονται ορισμένες δημοκρατικές εγγυήσεις που για την στρατοκρατούμενη Βόρεια Κύπρο είναι σήμερα αδιανόητες. Η πολιτική συγκρότηση της Ε.Ε. στην πραγματικότητα δεν συνιστά τίποτα παραπάνω από την διεθνική συνάρθρωση ημικρατικών γραφειοκρατιών που δεν κόπτωνται ούτε καν για την ίδια την δημοκρατική τους νομιμοποίηση (έτσι λ.χ. προκύπτει το «οξύμωρο» ενός Συντάγματος χωρίς δημοκρατικά εκλεγμένη Συντακτική Συνέλευση!!), αλλά είναι αρκετά αποτελεσματικές στην προώθηση της Ευρώπης-φρουρίου, της Ευρώπης των σιωπηλών, ένοχων μέχρι αποδείξεως του εναντίου «πολιτών» και της Ευρώπης-αγοράς. Για τους Τουρκοκύπριους, σε αυτές τις συνθήκες, αυτό που επιφυλλάσσεται είναι προπάντων αυτό που και σήμερα συμβαίνει «στα κρυφά», πίσω από τις συνοριακές γραμμές στην Κύπρο, δηλαδή η αξιοποίησή τους ως φτηνό εργατικό δυναμικό, καθώς και ό,τι, συχνά χωρίς προσχήματα, αποκαλύπτουν οι σχεδιασμοί «κορυφής», δηλαδή ψαλιδισμένες δημοκρατικές εγγυήσεις πλάι σε έναν διεθνοποιημένο αυταρχισμό. Αυτή η διαπίστωση ασφαλώς δεν σημαίνει ότι το κίνημα των Τουρκοκυπρίων οφείλει να εγκαταλείψει τον στόχο της επαναπροσέγγισης με την κοινότητα των Ελληνοκυπρίων, με αφορμή την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. · σημαίνει όμως ότι για την δημοκρατική συγκρότηση ενός κράτους στην Κύπρου οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ της καπιταλιστικής Ευρώπης αποτελούν κάθε άλλο παρά αξιόπιστους αρωγούς. Η ένταξη στην Ε.Ε. δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την ανατροπή του Ντενκτάς και την απαλλαγή από την άμεση κυριαρχία των στρατοκρατών, ανοίγει επίσης τον δρόμο για την επαναθεμελίωση δεσμών ανάμεσα σε Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους, και την διεκδίκηση ορισμένων βασικών δικαιωμάτων, αλλά δεν πρόκειται να εκπληρώσει τους όρους μιας δημοκρατικής πολιτειακής συγκρότησης, αν ακόμα αυτές οι λέξεις σημαίνουν κάτι που να παραπέμπει στις έννοιες της πολιτικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αυτές οι αυταπάτες θα μπορούσαν ίσως να μας κάνουν σκεπτικούς αλλά επουδενί δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι το κίνημα των Τουρκοκυπρίων δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση από το εργατικό κίνημα της άλλης όχθης τους Αιγαίου. Η διεθνής αλληλεγγύη της εργατικής τάξης και των κοινωνικών κινημάτων έχει αποδείξει, τα τελευταία χρόνια, με αδιάσειστο τρόπο, την σημασία της ως μοναδικό πλέον έδαφος όπου η έννοια του «πολίτη» προσλαμβάνει το αυθεντικό ιστορικό της περιεχόμενο. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, θα μπορούσε να γονιμοποιήσει τον στόχο της δημοκρατικής πολιτειακής συγκρότησης, μέσα από την ανάδειξη διεθνικών μορφών μιας αφυπνισμένης κοινωνίας των πολιτών, που δεν θα εναποθέτει τις τύχες της στα διεθνοποιημένα κέντρα της κυριαρχίας, αλλά θα διανοίγει τον δρόμο για μια πολυεθνική, δημοκρατική λύση. Στην Ελλάδα, ωστόσο, το κέντρο βάρους του δημόσιου λόγου της Αριστεράς, του πολιτικού εκφραστή του εργατικού κινήματος, εξακολουθεί να βρίσκεται μακριά από μια τέτοια προοπτική. Το κίνημα των Τουρκοκύπριων επισκιάζεται είτε από μια έμφαση στους διπλωματικούς χειρισμούς, που υποδηλώνει μια εμπιστοσύνη στους «θεσμούς» της καπιταλιστικής Ευρώπης, είτε από συνωμοσιολογικές γεωπολιτικές αναλύσεις, οι οποίες υποκαθιστούν στην πραγματική ιστορία μια μυθοποιητική διάζευξη «κακού ξένου παράγοντα»/ «φτωχής πλην τίμιας Ελλάδας». Αυτές οι τελευταίες φαίνεται να δίνουν και τον τόνο, σε συνάφεια με την καταγγελία των «σχεδίων Ανάν», στο όνομα, κατά κύριο λόγο, της εκχώρησης «εθνικών ελληνικών δικαιωμάτων» σε επίβουλα «υπερεθνικά κέντρα». Η αποτυχία μάλιστα των διαβουλεύσεων της Χάγης ερμηνεύεται, από κόμματα όπως το ΔΗΚΚΙ και το ΚΚΕ, ως μια ακόμα ένδειξη της χρεοκοπίας της πολιτικής των «υποχωρήσεων» (εννοείται από τις πάγιες «εθνικές» ελληνικές θέσεις), αν όχι ως χρεοκοπία της επαναπροσέγγισης των δύο κοινοτήτων γενικά.
Ποιες είναι αυτές οι «υποχωρήσεις»; Προπάντων η αναγνώριση από την ελληνική κυβέρνηση της κοινότητας των Τουρκοκυπρίων ως πολιτικής οντότητας. Γιατί οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί πρέπει να αποτραπούν; Μα γιατί, σε τελευταία ανάλυση, εγκυμονούν κινδύνους για την ελληνική «εθνική κυριαρχία» στο Αιγαίο και αμφισβητούν την «αυτοδιάθεση» της Κύπρου, δηλαδή των Ελληνοκυπρίων. Η κριτική, με άλλα λόγια, των ιμπεριαλιστικών στρατηγημάτων, αντί να γίνεται ριζοσπαστική, αντί να αφορμάται από τους αγώνες των ίδιων των καταπιεσμένων πληθυσμών, προτάσσοντας κοινωνικές ανάγκες και πολιτικά δικαιώματα, κατατείνει σε απολογητική της «παλιάς-καλής» στρατηγικής του ελληνικού εθνικισμού, μιας και βασίζεται στην ίδια με αυτόν παραδοχή: ένα «ανεξάρτητο» κράτος στην Κύπρο πρέπει να είναι «ενιαίο» και «λειτουργικό» ως έθνος-κράτος. Αυτό σημαίνει, για να μιλήσουμε με ακριβείς όρους, ότι η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία ενός τέτοιου κράτους πρέπει να βρίσκεται στην αποφασιστική ευχέρεια της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας και αντίστοιχα, η τουρκοκυπριακή μειονότητα να μην «υπερεκπροσωπείται», δηλαδή, να είναι στην ουσία αποκλεισμένη από την πολιτική εξουσία. Έτσι, η δεσπόζουσα στάση για το πρόβλημα της Κύπρου στην ελληνική Αριστερά, αναπαράγει – πλάι στους λαϊκούς μύθους της «προδομένης από ξένους και ντόπιους Ελλάδας», αυτό το κατάλοιπο του μεγαλοϊδεατισμού που εξακολουθεί να δικαιώνει την εγχώρια εθνικιστική ψευδή συνείδηση – μια πολιτική της οποίας ο πυρήνας, περί μιας Κύπρου έθνους-κράτους (μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης» μικρής Ελλάδας), ενέπνεε την στρατηγική όλων σχεδόν των ελληνικών κυβερνήσεων, από τη δεκαετία του ’50 και μετά, (συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της χούντας) με τα γνωστά τραγικά επακόλουθα. Δεν πρόκειται για έναν ριζοσπαστικό αντιϊμπεριαλισμό, αλλά για μια εθνικιστική αναδίπλωση η οποία συνοδεύεται από ευχές για την «ειρήνη στο νησί» και από μια αφηρημένη αντιδυτική ρητορεία, όχι και αρκετά διαφορετική από αυτήν που κατά περιόδους ανέπτυσσε και ένας παραστρατιωτικός όπως ο Γρίβας, που βεβαίως δεν είχε ανάλογους «φιλειρηνικούς» ενδοιασμούς όταν οργάνωνε, με την συνδρομή του ίδιου του ελληνικού κράτους, δολοφονίες Τουρκοκύπριων γυναικόπαιδων και Ελληνοκύπριων αριστερών. Σε αυτό τον φόντο, προφανώς, οι συγκεκριμένοι αγωνιζόμενοι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν θέση, ή τουλάχιστον δεν έχουν τόσο περίοπτη θέση όσο άλλοι, φιλέλληνες, «αντιϊμπεριαλιστές» των Βαλκανίων, όπως οι χασάπηδες Κάρατζιτς, Μπλάντιτς, Μιλόσεβιτς, προς τους οποίους ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού οργανωμένου εργατικού κινήματος παρείχε την αμέριστη αλληλεγγύη του.
Η συμβίωση διαφορετικών εθνοτήτων σε μια πολιτική κοινωνία αποτελεί ένα πρόβλημα που ιστορικά αποδείχθηκε ιδιαίτερα οξύ στην περίπτωση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός των τελών του 18ου αιώνα, με κύριο εκφραστή του τον Ρήγα, είχε επιχειρήσει να κόψει αυτόν τον γόρδιο δεσμό υποτυπώνοντας μια republique εδραιωμένη στην πολιτική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, που στην χερσόνησο του Αίμου θα προσλάμβανε την μορφή μιας πολυεθνικής ομοσπονδίας. Όταν ο διαφωτισμός στην Νοτιοανατολική Ευρώπη εκτοπίστηκε από τον εθνικισμό των εκμεταλλευτριών τάξεων, που εποφθαλμιούσαν επιπλέον χώρο για την εθνική κυριαρχία τους, αυτή η άκρη του νήματος πέρασε στα χέρια του εργατικού κινήματος, για να αναδειχθεί έτσι το όραμα μιας Σοσιαλιστικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας, λίγα μόλις χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τότε που ακόμα οι καταπιεσμένοι των Βαλκανίων μπορούσαν να ελπίζουν ότι οι αλληλοσφαγές και το εθνικιστικό μίσος κάποτε θα παραχωρούσαν οριστικά την θέση τους στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη. Σήμερα, που οι παλιές αυτές ελπίδες δοκιμάστηκαν σκληρά και ο κυνισμός εξακολουθεί να πλανάται πάνω από τα συρματοπλέγματα των συνόρων, σε ένα νησί άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία των Βαλκανίων, ένας καταπιεσμένος πληθυσμός, το τουρκοκυπριακό προλεταριάτο, διεκδικεί ξανά την δυνατότητα να ελπίζει. Η ελληνική Αριστερά, αντίθετα, στην πλειοψηφία της, διεκδικεί ένα μερίδιο «εθνικής ευθύνης», βυθισμένη σε μια λήθη της ίδιας της ιστορίας, η οποία ακριβώς φτιάχτηκε από διεθνιστικούς αγώνες στη βάση ριζικών αναγκών, από εξεγέρσεις ενάντια στην καταπίεση, και από οράματα πολυεθνικού συγχρωτισμού. Με αυτήν την έννοια, το κίνημα των Τουρκοκύπριων δεν αποτελεί μονάχα ένα έναυσμα για να ξαναθυμηθούμε στα Βαλκάνια την διεθνή αλληλεγγύη, τώρα που αυτή αναζωπυρώνεται σε όλον τον πλανήτη, αλλά και μια ευκαιρία να ανακαλέσουμε στο προσκήνιο των συγκεκριμένων ιστορικών προβλημάτων τις ριζοσπαστικές παρακαταθήκες της βαλκανικής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας.
[…] Ο αγώνας των Τουρκοκυπρίων και η ελληνική αριστερά […]