Επιστολή σε έναν(μία) απογοητευμένο(η) αγωνιστή(τρια) του αντιπολεμικού κινήματος
του Gilbert Achcar
14/4/2003
Αγαπητέ(ή) φίλε(η),
Η απογοήτευση που ένοιωσες μαθαίνοντας τα νέα της κατάρρευσης του ιρακινού καθεστώτος δεν μου φαίνεται δικαιολογημένη.
Μπορώ, βέβαια, να την καταλάβω: αυτό που κυρίως σε θλίβει είναι ότι η κατάρρευση αυτή επέτρεψε στα αρπακτικά της Ουώσινγκτον και του Λονδίνου να θριαμβολογούν. Ένας ημι-αποικιακός πόλεμος, κάτω από το ντουέτο Μπους-Μπλερ (ας το ονομάσουμε «Β2» -τους ταιριάζει άλλωστε: είναι το όνομα ενός βομβαρδιστικού!) ενάντια στην εκδηλωμένη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας της παγκόσμιας κοινής γνώμης, σερβιρίστηκε έτσι σαν «απελευθερωτικός πόλεμος» με δημοκρατικά κίνητρα. Πράγματι είναι να εξοργίζεται κανείς!
Αλλά θυμίσου τις προβλψεις που κάναμε εδώ και πολλούς μήνες. Μπορούν να συμπυκνωθούν σε μερικές προτάσεις:
1) Το πιο απλό για τους Β2 θα ήταν η ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, που δεν θα δυσκολευτούν να συντρίψουν. Οι πραγματικές δυσκολίες θα αρχίσουν μετά.
2) Αν δεν διστάζουν να πάνε ενάντια στην κοινή γνώμη είναι επειδή λογαριάζουν στο θέαμα των ιρακινών μαζών, που θα χαροποιούνται απαλλασσόμενες από τον Σαντάμ Χουσεΐν, για να αντιστρέψουν την κοινή γνώμη. Το θέαμα αυτό, πρέπει να το περιμένουμε: είναι αναπόφευκτο, τόσο η μπααθική διχτατορία είναι μισητή -και δικαίως.
3) Οι Β2 είναι τυχοδιώκτες, παίκτες, που στοιχηματίζουν στον πόλεμο επί τη βάση του καλύτερου σεναρίου: στοιχηματίζουν ότι θα μπορέσουν να ιδιοποιηθούν το ουσιαστικό τμήμα του ιρακινού κρατικού μηχανισμού, ιδιαίτερα του στρατού. Βασίζονται στο ότι θα στραφεί ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν και ότι θα έχουν έτσι τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν τη χώρα κάτω από τη δική τους εποπτεία. Όμως, το πιο πιθανόν είναι ότι η επέμβασή τους -που θα αρχίσει με την προσπάθεια να εξοντώσουν τον Σαντάμ Χουσεΐν και να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές του Ιράκ- θα προκαλέσει την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και θα οδηγήσει σε ένα τεράστιο χάος, με αιματηρά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών.
Όλες αυτές οι προτάσεις επιβεβαιώθηκαν. Τίποτα απ’ό,τι έγινε δεν έπρεπε, στην ουσία, να σε εκπλήξει: όλο ήταν προβλεπτό. Ας πάρουμε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών:
1) Η «νίκη»
Αφενός, μια «συμμαχία» αποτελούμενη από την κύρια στρατιωτική δύναμη του κόσμου, που από μόνη της δαπανάει πάνω από το 40% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών, και και από μία μεγάλη υποτακτική δύναμη. Αφετέρου, ένα τριτοκοσμικό κράτος, του οποίου οι ένοπλες δυνάμεις καταστράφηκαν κατά τα δύο τρίτα το 1991, ενώ το υπόλοιπο τρίτο υπέστη τη διάβρωση του καιρού, με ένα εμπάργκο που εμπόδισε τη συντήρηση των υλικών του εν μέσω πολυετούς αφοπλισμού από τον ΟΗΕ. Πώς να εντυπωσιαστεί κανείς, έτσι, που κατέρρευσε το ιρακινό καθεστώς;
Αυτό το ίδιο καθεστώς είχε ήδη υποστεί συντριπτική ήττα το 1991, με την κατάρρευση όλου του μηχανισμού του στο Κουβέιτ και στο Νότιο Ιράκ. Είναι αλήθεια πως, αυτή τη φορά, ο στόχος της Ουώσιγκτον ήταν να πάρει τις πόλεις και να καταλάβει το σύνολο της χώρας: στόχος πιο δύσκολο να επιτευχθεί, βεβαίως. Όμως, ταυτόχρονα, αυτή που αποφάσισε η Ουώσιγκτον να κατακτήσει είναι μια χώρα αφαιμαγμένη, εξαντλημένη μετά από είκοσι χρόνια πολέμους, βομβαρδισμούς και εμπάργκο. Και εχτές, όπως και σήμερα, είναι ένα μπααθικό καθεστώς, εξαιρετικά μισητό από την μεγάλη πλειοψηφία του ιρακινού πληθυσμού, αυτό που βρισκόταν στην ηγεσία της Βαγδάτης: πώς να περιμένει κανείς λαϊκή κινητοποίηση σε αυτές τις συνθήκες!
Στην πραγματικότητα, δεν είναι η γρήγορη νίκη των αγγλο-αμερικανικών στρατευμάτων που υπήρξε εντυπωσιακή, αλλά μάλλον η αντίσταση που αντέταξαν οι δυνάμεις του καθεστώτος τις πρώτες μέρες της επίθεσης. Ας το θυμηθούμε: τα σχόλια, τις μέρες εκείνες, έτειναν να αμφισβητήσουν την υπόσχεση μιας γρήγορης νίκης. Πολλοί πίστεψαν πως το βάλτωμα που προέβλεπαν το 1991 τελικά θα πραγματοποιείτο. Αλλά αυτό βασίστηκε στην έλλειψη κατανόησης των λόγων που εξηγούν την αντίσταση των πρώτων ημερών. Αυτοί συμπυκνώνονται στο γεγονός πως η χερσαία επίθεση ξεκίνησε ταυτόχρονα με την εντατική καμπάνια εναέριας επιχείρησης, ενώ το 1991 η Ουώσιγκτον είχε υποβάλει τον ιρακινό στρατό σε πάνω από πέντε εβδομάδες τρομακτικού βομβαρδισμού, πριν να χρησιμοποιήσει τα επίγεια στρατεύματά της. Έτσι, οι δυνάμεις του καθεστώτος είχαν ακόμα τη διάθεση να αγωνιστούν όταν άρχισε η χερσαία επίθεση -πολύ περισσότερο απ’ό,τι το 1991, όταν αυτοί που επεβίωσαν των βομβαρδισμών ήταν εξαντλημένοι και αποσβολωμένοι και παραδόθηκαν μαζικά στα στρατεύματα της συμμαχίας.
Οι δυνάμεις του καθεστώτος, όχι άλλοι! Το να συγχέει κανείς αυτό που συνέβη στο Ιράκ με μια αληθινή λαϊκή αντίσταση, το να παίρνει την άμυνα της Βαγδάτης από τις δυνάμεις του καθεστώτος σαν να ήταν η λαϊκή υπεράσπιση της πολυορκημένης Βηρυτού το 1982 από τα ισραηλινά στρατεύματα, είναι σαν να μην καταλαβαίνει καθόλου ούτε τις προοπτικές του πολέμου ούτε και τη φύση της σχέσης μεταξύ του ιρακινού πληθυσμού με το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Το κύριο λάθος στο σχέδιο του Πενταγώνου ήταν, άλλωστε, το ότι οι «ευκαιριακοί» βομβαρδισμοί της πρώτης μέρας της επίθεσης έχασαν το στόχο τους: τον Σαντάμ Χουσεΐν. Και είναι πιθανόν η επιταχυμένη κατάρρευση της άμυνας της Βαγδάτης να προκλήθηκε άμεσα από την εξαφάνιση του επιτελείου του Σαντάμ Χουσεΐν, είτε αυτός σκοτώθηκε από τις βόμβες είτε θεληματικά αποσύρθηκε. Σε μια τόσο συγκεντροποιημένη και προσωποποιημένη διχτατορία, αρκεί να εξοντωθεί ο διχτάτορας για να καταρρεύσει όλο το καθεστώς, όταν υφίσταται μεγάλη πίεση.
2) Η αντίδραση του πληθυσμού
Γιατί να εκπλήσσεται κανείς με την ανακούφιση και τη χαρά του ιρακινού πληθυσμού με την πτώση της διχτατορίας; Ακόμα και εγώ, που ποτέ δεν συμμερίστηκα τη μοίρα του ιρακινού πληθυσμού, αισθάνθηκα πραγματική ανακούφιση μαθαίνοντας το τέλος του καθεστώτος. Η ιρακινή μπααθική διχτατορία ανέβηκε στην εξουσία τον Ιούλιο του 1968, όταν εγώ ήμουν σε πλήρη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, όπως και πολλοί της γενιάς μου, σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Η πρώτη προτεραιότητα του νέου καθεστώτος ήταν να συντρίψει την ιρακινή έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης αυτής, της οποίας ο καταλύτης στην περιοχή ήταν η ήττα των αραβικών καθεστώτων απέναντι στην ισραηλινή επίθεση το Ιουνίο του 1967.
Η αντάρτικη εστία που ξεκίνησε στο Νότιο Ιράκ από τον γκεβαριστή Khaled Ahmed Zaki, καθώς και η αριστερή διάσπαση του ιρακινού κομμουνιστικού κόμματος, συνετρίβησαν αλύπητα από το καθεστώς τρομοκρατίας που εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Πολύ γρήγορα, οι νέοι πραξικοπηματίες απέκτησαν τη φήμη τους ως το πιο άγριο καθεστώς της περιοχής: οι ιρακινοί αγωνιστές ήξεραν ότι ήταν καλύτερο να πεθάνουν συγκρουόμενοι με τις δυνάμεις του καθεστώτος, με τα όπλα στα χέρια, παρά να πιαστούν και να πεθάνουν σε βασανιστήρια αξεπέραστα από αγριότητα. Το μπααθικό καθεστώς συνέτριψε στο αίμα και στη φρίκη την ιρακινή αριστερά, την πιο σημαντική συνιστώσα της αραβικής αριστεράς. Συνέβαλε έτσι, με τον τρόπο του, στο να προετοιμάσει το έδαφος για την ηγεμονία του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην περιφερειακή λαϊκή αμφισβήτηση. Από όλους τους διχτάτορες που έχουν συγκριθεί με τον Χίτλερ, εδώ και μισόν αιώνα, συνήθως με χονδροειδώς καταχρηστικό τρόπο και μάλλον για προπαγανδιστικούς λόγους, αυτός που μοιάζει περισσότερο με το πρωτότυπο είναι ασφαλώς ο Σαντάμ Χουσεΐν: όχι μόνο από την άποψη των εσωτερικών χαρακτηριστικών του καθεστώτος -χωρίς μια ιδεολογικά κινητοποιημένη λαϊκή βάση- αλλά και από την άποψη της επεκτατικής βούλησης, τραβηγμένης από μια μεγαλομανιακή τύφλωση.
35 χρόνια περίμενα και έλπιζα την πτώση αυτού του απεχθέστατου καθεστώτος! Ανακουφίστηκα έτσι που έμαθα την πτώση του. Όπως και εκατομμύρια Ιρακινοί και Ιρακινές. Όμως, ούτε η ανακούφιση του ιρακινού πληθυσμού δεν ήταν εντυπωσιακή: ήταν επίσης προβλέψιμη. Αυτό που ήταν εντυπωσιακό, τουλάχιστον για την Ουώσιγκτον και για το Λονδίνο, είναι η χλιαρότητα, συχνά συνοδευμένη από εχθρότητα, της υποδοχής που επεφύλαξε στα στρατεύματά τους ο αραβικός ιρακινός πληθυσμός -ακόμα και στο σιιτικό Νότο που τον νόμιζαν δικό τους.
Ούτε αυτό δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Αυτό που η Ουώσιγκτον και το Λονδίνο δεν είχαν καταλάβει είναι πως ο πληθυσμός αυτός, που έχει τόσους λόγους να μισεί τον Σαντάμ Χουσεΐν, έχει ακόμα περισσότερους να τους μισεί αυτούς: οι Ιρακινοί θυμούνται τον τρόπο με τον οποίο η συμμαχία τους παρέδωσε στον Σαντάμ Χουσεΐν το 1991. Ακόμα υφίστανται τις επιπτώσεις δώδεκα χρόνων γενοκτονικού εμπάργκο, που επέβαλαν η Ουώσιγκτον και το Λονδίνο, με τη συνενοχή των εταίρων τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Και δεν θα μπορούσαν να υποδεχτούν σαν απελευθερωτές τις ΗΠΑ, τον κύριο καταπιεστή της περιοχής και σπόνσορα του Κράτους του Ισραήλ, μαζί με τον προηγούμενο Βρετανό αποικιοκράτη, που τόσο απεχθείς μνήμες έχει αφήσει.
Αυτό είναι που μείωσε σημαντικά τις εκδηλώσεις χαράς του ιρακινού πληθυσμού. Και μάλιστα η Ουώσιγκτον χρειάστηκε να καταφύγει στα τεχνάσματα της προπαγάνδας για να δώσει την εντύπωση πως τα στρατεύματα της αγγλο-αμερικάνικης συμμαχίας τα υποδέχεται ο πληθυσμός ως «απελευθερωτικά». Εάν κάποιος τα υποδέχτηκε έτσι είναι κυρίως οι πλιατσικολόγοι, αυτοί που είχαν κάθε λόγο να βρίσκουν τον «Bush very good», με το πλιάτσικό τους αγκαλιά, αυτοί των οποίων ακριβώς τα ένστικτα «απελευθέρωσαν» τα στρατεύματα κατοχής με διαταγή του επιτελείου, που πίστευε πως έτσι θα μπορούσε να προφυλαχτεί από τη λαϊκή εχθρότητα, τελικά όμως έτσι αυξάνοντάς την ακόμα περισσότερο (το μόνο δημόσιο κτίριο που προστατεύτηκε ισχυρά στη Βαγδάτη ήταν το υπουργείο πετρελαίου, όπως ακριβώς και οι μόνες περιοχές του Ιράκ που «εξασφαλίστηκαν» είναι οι πετρελαιοπηγές). Η νέα εισβολή έγινε υπεύθυνη για τη νέα λεηλασία της Βαγδάτης, που θα μείνει στην ιστορική μνήμη σαν το σύγχρονο ισοδύναμο της λεηλασίας της Βαγδάτης τον 13ο αιώνα, κατά την μογκόλικη επιδρομή.
Το μόνο τμήμα του πληθυσμού του Ιράκ που συμμάχησε με τα στρατεύματα κατοχής και που εκδήλωσε μαζικά τη χαρά του με την παρουσία τους είναι ο κούρδικος πληθυσμός. Επαναλαμβανόμενη μυωπία των ηγεσιών του ιρακινού Κουρδιστάν που τόσο η μία όσο και η άλλη τόσο συχνά βασίστηκαν σε πολύ κακούς συμμάχους: στο Ισραήλ, στο Σάχη του Ιράν, στην τούρκικη εξουσία, στους Ιρανούς μουλάδες, και ακόμα και στον Σαντάμ Χουσεΐν! Δεν είχαν τη ευφυία να αποφύγουν να μπλεχτούν με μια κατοχική δύναμη που είναι καταδικασμένη να γίνει το αντικείμενο εχθρότητας του αραβικού ιρακινού πληθυσμού, ο οποίος είναι και ο μόνος σύμμαχος που μετράει αληθινά για το μέλλον του ιρακινού Κουρδιστάν. Θα ήταν καταστροφικό για το μέλλον αυτό οι κούρδικες ηγεσίες να επιβεβαιώσουν την εικόνα τους σαν αφωσιωμένοι εταίροι των κατοχικών δυνάμεων. Οι τελευταίες δεν έχουν καμία πρόθεση να υπερασπίσουν το δικαίωμα του κούρδικου λαού για αυτοδιάθεση και δεν θα διστάσουν να θυσιάσουν τους Κούρδους του Ιράκ, αν το χρειαστούν, για να μπορέσουν να ισχυροποιήσουν τον έλεγχό τους στη χώρα.
3) Έλεγχος του Ιράκ και παγκόσμια κυριαρχία
Οι μικροί πλιατσικολόγοι στις πόλεις του Ιράκ έχουν ήδη περιπλέξει το έργο των μεγάλων πλιατσικολόγων των κατοχικών δυνάμεων. Κάθε μέρα που περνάει επιβεβαιώνει δύσκολο θα είναι για τους Β2 να ελέγξουν το Ιράκ, απέναντι σε έναν πληθυσμό που τους σιχαίνεται εγκαρδίως. Και δεν είναι ο απατεώνας Ahmed Chalabi και οι μερικοί μισθοφόροι του, που τους φέρνουν στα μπαγκάζια τους οι ΗΠΑ, που θα αλλάξει την κατάσταση αυτή.
Το πρόβλημα των ΗΠΑ είναι -πολύ περισσότερο απ’ό,τι στη Γερμανία ή στην Ιαπωνία μετά το 1945, όπου έβαλαν σε δουλειά ολόκληρα τμήματα της κρατικής μηχανής του παλιού καθεστώτος (ακόμα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, στην Ιαπωνία)- ότι δεν θα βρουν σαν φερέγγυα εργαλεία στο Ιράκ παρά μόνο όσους επιπλεύσουν από το μηχανισμό του Σαντάμ Χουσεΐν. Μόνο οι υπεύθυνοι του παλαιού καθεστώτος έχουν, σε ικανοποιητικό αριθμό, την απαραίτητη ηθική χαμηλοπρέπεια για να τεθούν με αφωσίωση στην υπηρεσία του κατακτητή. Μόνο αυτοί είναι διαθέσιμοι για να υπηρετήσουν τα νέα αφεντικά της χώρας με τόση ζέση ώστε ταυτόχρονα να σώσουν το τομάρι τους και να ικανοποιήσουν και τη δίψα τους για εξουσία. Αυτό θα κάνει την κατοχή ακόμα πιο μισητή στα μάτια της μεγάλης μάζας του ιρακινού λαού.
Επεκτείνοντας ακόμα περισσότερο την παρουσία τους στην αραβική περιοχή, οι ΗΠΑ «υπερ-εκθέτουν» τα στρατεύματά τους. Το μίσος που προκαλούν στο σύνολο των χωρών στη Μέση Ανατολή και, ακόμα πιο πέρα, στο σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου, τό’χουν πληρώσει κατακέφαλα και επανειλημμένως -η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 είναι απλώς η πιο θεαματική και θανατηφόρα εκδήλωση αυτού του μίσους, ώς τώρα. Η κατοχή του Ιράκ θα έχει για συνέπεια να εντείνει ώς τα άκρα το γενικό συναίσθημα: θα επιταχύνει το σάπισμα της περιφερειακής τάξης που συντηρεί η Ουώσιγκτον. Δεν θα υπάρξει pax americana, αλλά μάλλον ακόμα ένα βήμα περισσότερο στην κατηφόρα προς τη βαρβαρότητα, τη μεγάλη βαρβαρότητα της Ουώσιγκτον και των συμμάχων της να συντηρεί ταυτόχρονα την αντι-βαρβαρότητα του θρησκευτικού φανατισμού -και αυτό, όσο δεν θα αναδύονται νέες προοδευτικές δυνάμεις σε αυτή την περιοχή του κόσμου.
Το σχέδιο της οικοδόμησης με τη βία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας κάτω από την κυριαρχία των ΗΠΑ είναι αναπόφευκτα καταδικασμένο σε αποτυχία. Από την άποψη αυτήν, η Ουώσιγκτον έχει ήδη υποστεί σοβαρά πολιτικά πλήγματα, αντίθετα από την εντύπωση που μπορεί να αφήνει προσωρινά η στρατιωτική της νίκη στο Ιράκ. Ποτέ από το τέλος του ψυχρού πολέμου η ηγεμονία των ΗΠΑ δεν υπήρξε τόσο αμφισβητούμενη στον κόσμο, ποτέ η συναίνεση γύρω από την ηγεμονία αυτήν δεν ήταν τόσο εξασθενημένη. Αυτό συμβαίνει και στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων: η γκρίνια και η ανταρσία κρατών που θεωρούνταν έμπιστοι σύμμαχοι από την Ουώσιγκτον ποτέ δεν υπήρξαν τόσο μεγάλες. Ακόμα και η τούρκικη εξουσία αρνήθηκε να περάσουν τα αμερικάνικα στρατεύματα από τα εδάφη της. Η Ουώσιγκτον δεν κατάφερε να την εξαγοράσει, όπως δεν κατάφερε να εξαγοράσει ούτε και ακετά μέλη από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έτσι ώστε να έχει τις εννιά ψήφους για τον πόλεμό της ενάντια στο Ιράκ!
Βέβαια, τα σημερινά κράτη δεν είναι φερέγγιοι σύμμαχοι του αντιπολεμικού κινήματος και δεν είναι ούτε καν σύμμαχοι σκέτα -ιδιαίτερα όταν, όπως η Γαλλία και η Ρωσία, τα ίδια συμπεριφέρονται, στη δική τους αυτοκρατορική αυλή, με τους εξίσου βάναυσους και μισητούς τρόπους που χρησιμοποιούν και οι ΗΠΑ. Αλλά αυτή η κακοφωνία στο σύστημα των συνδεδεμένων κρατών μέσα στην αυτοκρατορία που κυριαρχεί η Ουώσιγκτον, αντικατοπτρίζει με τον τρόπο της το άλλο μεγάλο πλήγμα που έχει υποστεί το αυτοκρατορικό σχέδιο. Είναι, βέβαια, η ανάδυση αυτής της άλλης υπερδύναμης που είναι η παγκόσμια κοινή γνώμη, όπως το περιέγραψε η New York Times, μετά τις διαδηλώσεις της 15ης Φεβρουαρίου του 2003, πρώτη παγκόσμια μέρα λαϊκής κινητοποίησης σε όλη την ιστορία. Η παγκόσμια κοινή γνώμη -ή καλύτερα το πραγματικό κίνημα που είναι το αντιπολεμικό κίνημα, γιατί οι δημοσκοπήσεις δεν διαδηλώνουν.
Στη δεκαετία του 1990, μπορούσε κανείς να νομίσει πως το κίνημα αυτό ήταν καταδικασμένο να μην ξεπεράσει το κατώφλι μιας ασήμαντης αδυναμίας. Θεωρήθηκε πως τα κεκτημένα της περιόδου του Βιετνάμ είχαν στην ουσία ενταφιαστεί, ιδιαίτερα καθώς η Ουώσιγκτον είχε βγάλει τα κύρια μαθήματα και τα εφάρμοζε στους νέους της πολέμους, ξεκινώντας από τον Παναμά (1989). Όμως, από το φθινόπωρο του 2002, βρεθήκαμε μπροστά στην ακατάπαυστη άνοδο ενός νέου αντιπολεμικού κινήματος, που γήγορα ξεπέρασε τα ιστορικά ρεκόρ σε πολλές χώρες και που έφτασε να περιλαμβάνει και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Αυτό το γεγονός είναι εξαιρετικά κεφαλαιώδες, γιατί η πιο κρίσιμη κινητοποίηση είναι, προφανώς, αυτή που γίνεται μέσα στις ΗΠΑ: το αντιπολεμικό κίνημα εκεί δεν έφτασε ακόμα το επίπεδο του απώγειου των χρόνων του Βιετνάμ, αλλά έχει ήδη τη σημαντική τιμή να έχει αγγίξει ένα μαζικό επίπεδο, παρά τον τραυματισμό της 11ης Σεπτεμβρίου και την εκμετάλλευσή του από την κυβέρνηση Μπους.
Οι καλο-επιλεγμένες εικόνες της υποτιθέμενης «απελευθέρωσης» του Ιράκ, οι σκηνοθεσίες του Πενταγώνου, εντυπωσίασαν πολλούς από τους αγωνιστές του αντιπολεμικού κινήματος. Αλλά κάθε μέρα που περνάει δείχνει σε ποιό βαθμό το αντιπολεμικό κίνημα είχε δίκιο. Οι αμέτρητοι θάνατοι, οι μαζικές καταστροφές, η λεηλασία του εθνικού πλούτου, αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο αντίτιμο που επιβάλλεται στον ιρακινό λαό για μια «απελευθέρωση» που οδηγεί σε ξένη κατοχή. Το βάλτωμα της Ουώσιγκτον -σε μια χώρα που δεν μπορούν να κρύψουν από τα μάτια του κόσμου, όπως το έκαναν ώς τώρα με το Αφγανιστάν, που σήμερα είναι πιο χαοτικό από ποτέ- θα επιτρέψει στο αντιπολεμικό κίνημα να ξανα-εκτιναχτεί σε νέες κορυφώσεις.
Η θεαματική ανάπτυξη του κινήματος αυτού, με τη σειρά του, ήταν δυνατή μόνο επειδή στηρίχτηκε σε τρία χρόνια ανάπτυξης του παγκόσμιου κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που γεννήθηκε στο Σιάτλ. Οι δύο αυτές διαστάσεις θα συνεχίσουν να αλληλοτροφοδοτούνται αμοιβαίως και να ενισχύουν τη συνείδηση του γεγονότος ότι ο νεοφιλελευθερισμός και ο πόλεμος είναι οι δύο πλευρές του ίδιου συστήματος κυριαρχίας -που πρέπει να ανατραπεί.
14 Απριλίου 2003
Gilbert Achcar
Ο Gilbert Achcar, καθηγητής και συνεργάτης της Monde Diplomatique, έχει επανειλημμένως γράψει για την κατάσταση στην περιοχή, όπως π.χ. στα βιβλία του: Σύγκρουση Βαρβαροτήτων, εκδόσεις Complexe, Βρυξέλλες, 2002, και Πυρακτωμένη Ανατολή, που πρόκειται να εκδοθεί το Σεπτέμβριο του 2003 στις εκδόσεις Page deux, Λωζάνη.
[…] Επιστολή προς έναν(μία) απογοητευμένο(η) αγωνιστή(τρια)… […]