Η δίκη της 17 Ν

Σπάρτακος 69, Απρίλης 2003


Μέσα στο θόρυβο του πολέμου στο Ιράκ η δίκη των κατηγορούμενων σαν μελών της ΕΟ 17Ν έφυγε από τα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ. Ωστόσο η δίκη προχωράει και το άρθρο αυτό επιχειρεί να παρουσιάσει τη μέχρι τώρα πορεία της και τα πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν.

των Μ.Π. & Ν.Σ.

Ξεκίνησε στις 3 Μαρτίου η δίκη των φερόμενων ως μελών της ΕΟ 17 Νοέμβρη και μοιραία συνέπεσε η εξέλιξή της με την έναρξη της επίθεσης των ΗΠΑ στο Ιράκ, αλλά και με τις μεγαλειώδεις λαϊκές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Μέσα στις πρώτες τρεις εβδομάδες το δικαστήριο φρόντισε να «απαλλάξει» την δίκη από την ενοχλητική πολιτική της υπόσταση και να δρομολογήσει τη διαδικασία στη βάση των «προδιαγραφών» που αρκετά νωρίς με φωτογραφικό τρόπο είχε φροντίσει να εφοδιάσει την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» η εκτελεστική εξουσία.

Η «δίκη» βέβαια, είχε ξεκινήσει λίγες μέρες πριν με τη διαφήμιση από τα κανάλια των πανάκριβων «ειδικών εφέ» του εξοπλισμού της αίθουσας και ιδιαίτερα του γυάλινου κλουβιού με τα αλεξίσφαιρα τζάμια, που είχε τοποθετηθεί φαίνεται, σύμφωνα με τις τρομολάγνες υποδείξεις των φιλοξενούμενων «ειδικών συνεργατών» των ελληνικών διωκτικών αρχών, σε μια προσπάθεια απαξίωσης και δαιμονοποίησης των κατηγορούμενων. Με την έναρξη της δίκης, κρατούμενοι, συνήγοροι υπεράσπισης αλλά και κάποιοι από την πολιτική αγωγή, ζήτησαν επιτακτικά και πέτυχαν την απομάκρυνσή του υποστηρίζοντας τα αυτονόητα: Ότι η κακόγουστη αυτή «εικαστική» παρέμβαση, παραβίαζε στην πράξη το ήδη από το καλοκαίρι κατασυκοφαντημένο «τεκμήριο αθωότητας», επιχειρώντας να δημιουργήσει συνειρμούς με αντίστοιχες εικόνες από ανάλογες παλαιότερες δίκες στην Ευρώπη, όπως αυτές των Ερυθροταξιαρχιτών. Επρόκειτο για μια εκ προθέσεως «μετάγγιση βαρβαρότητας», όπως πολύ εύστοχα σημείωσε στην αγόρευσή του, ο συνήγορος του Γιωτόπουλου, Γιάννης Ραχιώτης. Κι αυτή ήταν στην ουσία η πρώτη και τελευταία ένσταση που έκανε δεκτή το δικαστήριο, εμπρός στην γενική κατακραυγή, και μάλιστα όχι ομόφωνα.

Ακολούθησε σωρεία άλλων ενστάσεων-αιτημάτων, που απορρίφθηκαν τελικά όλα, με σημαντικότερη την ένσταση για την κακή συγκρότηση του δικαστηρίου, το αίτημα για την τηλεοπτική ή άλλη αναμετάδοση της δίκης, την ένσταση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου λόγω του πολιτικού χαρακτήρα των κρινόμενων εγκλημάτων και το αίτημα για αφαίρεση από τη δικογραφία πράξεων της προδικασίας λόγω ακυρότητάς τους.

Η περίπου προαναγγελθείσα τύχη αυτών των ενστάσεων, παρά την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, ήρθε να επιβεβαιώσει πανηγυρικά τις βαθύτερες πολιτικές επιλογές που σηματοδοτούν μεταξύ άλλων οι πρόσφατες εξελίξεις «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας»: Βίαιη εναρμόνιση του ποινικού συστήματος της χώρας, με τις πολύ συγκεκριμένες τάσεις αυταρχοποίησης της διεθνούς καταστολής,(1) που με το πρόσχημα του αμερικάνικης έμπνευσης «αγώνα κατά της τρομοκρατίας», στοχεύει να καταπνίξει στην γέννησή της κάθε μορφή δυναμικής αντίστασης, στη βαρβαρότητα που επιφυλάσσουν στη μεγάλη πλειοψηφία των λαών του πλανήτη.

Κάθε απόρριψη ένστασης ήταν ένα ακόμη βήμα προς την παραπάνω κατεύθυνση. Βαθμιαίες οπισθοχωρήσεις πίσω από μια ήδη οριακή γραμμή συναίνεσης σε ένα ταξικό σε κάθε περίπτωση, αλλά φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο: Ένα δίκαιο, που προέβλεπε στοιχειωδώς κάποιες εγγυήσεις/άμυνες απέναντι στους παντοδύναμους μηχανισμούς δίωξης και καταστολής, που έτσι κι αλλιώς έλκουν την καταγωγή τους και το μιλιταριστικό χαρακτήρα τους από τον ιστορικό πυρήνα της βίας της ταξικής σύγκρουσης.

Η πρώτη λοιπόν ένσταση αφορούσε τη σύνθεση του δικαστηρίου, καθώς οι συνήγοροι υπεράσπισης έθεσαν το θέμα της επιλογής δικαστών με κλήρωση από ένα προεπιλεγμένο σώμα με αδιευκρίνιστα κριτήρια, κάτι που αποτελεί κάμψη της «αρχής του φυσικού δικαστή» που απαγορεύει την επιλογή της σύνθεσης του δικαστηρίου ενόψει συγκεκριμένης υπόθεσης.

Το δεύτερο αίτημα που κρίθηκε, αφορούσε την τηλεοπτική μετάδοση της δίκης. Με βάση τον νέο νόμο 3090/02 που ψηφίστηκε μόλις προ μηνός, απαγορεύτηκε για όλες τις δίκες η τηλεοπτική μετάδοση, εκτός αν συναινούν για αυτό (πράγμα που είναι πρακτικά αδύνατο), όλοι οι παράγοντες της δίκης και το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει «δημόσιο συμφέρον». Το δικαστήριο οχυρώθηκε τελικά πίσω από μια τυπική δημοσιότητα της δίκης που έτσι κι αλλιώς υπάρχει αλλά μόνο ως δυνατότητα, και απαγόρεψε την τηλεοπτική μετάδοση, παραδίδοντας έτσι το έργο της ενημέρωσης στην ακραία τρομολαγνική φράξια του τύπου, που μας έχει δώσει ήδη εδώ και μήνες δείγματα γραφής.

Το σημαντικότερο όμως ζήτημα σε αυτήν την πρώτη φάση, ήταν η αμφισβήτηση εκ μέρους του δικαστηρίου του θεσμού του πολιτικού εγκλήματος σε περίοδο δημοκρατίας. Αυτό ήταν στην ουσία το νόημα της απόρριψης της ένστασης αναρμοδιότητας του δικαστηρίου που υπεβλήθη από την υπεράσπιση, με αίτημα την παραπομπή της υπόθεσης στο Μικτό Ορκωτό, από το οποίο δικάζονται με βάση το Σύνταγμα τα Πολιτικά Εγκλήματα.

Γίνεται όλο και σαφέστερο ότι στη δίκη αυτή ολόκληροι τομείς της δικαιοσύνης (ιδιαίτερα όσοι είχαν εμπλοκή με την προανάκριση της), της αστυνομίας (η ηγεσία της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας), αλλά η ίδια η κυβέρνηση έχουν επενδύσει πάρα πολλά για το μέλλον τους. Όλοι αυτοί ενδιαφέρονται να δώσουν την εικόνα ότι εξαρθρώθηκε η γνωστότερη τρομοκρατική οργάνωση στην Ελλάδα. Δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το εάν εκείνοι που δικάζονται έχουν ή δεν έχουν σχέση με την οργάνωση αυτή. Ούτε εξεγείρεται το αίσθημα δικαιοσύνης τους από το γεγονός ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τους ανθρώπους που δικάζονται δεν υπάρχει κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Οι προαγωγές των μεν, τα γαλόνια των δε και η πολιτική καριέρα των τρίτων κρέμονται από το αν το Δικαστήριο αυτό θα κρίνει ότι εκείνοι που κάθονται στο εδώλιο είναι η ΕΟ17Ν. Ήταν πολύ χαρακτηριστική η οργισμένη αντίδραση της κυβέρνησης όταν ο πρέσβης των ΗΠΑ δήλωσε ότι έχει συλληφθεί μόνο ο επιχειρησιακός κλάδος της οργάνωσης αυτής. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κόντεψε να γίνει πιο αντιαμερικανός και από το ΚΚΕ.

Σαν συνέπεια της προσπάθειας των μηχανισμών αυτών να δημιουργήσουν την εικόνα της εξάρθρωσης της ΕΟ17Ν είναι και η λυσσαλέα προσπάθειά τους για την παρουσίαση του Α. Γιωτόπουλου σαν αρχηγού της. Χρειάζονται την καταδίκη του επειδή είναι ο μόνος από τους κατηγορούμενους που μπορεί να παρουσιαστεί στην Κοινή Γνώμη σαν αρχηγός. Αν δεν καταδικαστεί, ακόμη και με καταδίκη όλων των υπόλοιπων, θα είναι ξεκάθαρο ότι η ηγεσία της ΕΟ17Ν δεν έχει συλληφθεί. Επειδή μάλιστα δεν έχουν φέρει, μέχρι σήμερα, κανένα στοιχείο για τη συμμετοχή του στην οργάνωση αυτή, βλέπουμε τον Εισαγγελέα να προσπαθεί να «πείσει» τους μάρτυρες να τον αναγνωρίσουν σαν μέλος της ομάδας που έκανε διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες. Μέχρι τώρα οι προσπάθειες του δεν καρποφόρησαν, αλλά δεν ξέρουμε τι κρύβει η συνέχεια της δίκης.

Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι έχουμε να κάνουμε με μια δίκη με φανερές πολιτικές σκοπιμότητες και ότι αντικειμενικά υπάρχει ένα κλίμα που πιέζει ασφυκτικά τους δικαστές προς την κατεύθυνση της καταδίκης των κατηγορούμενων. Αυτό είναι ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα γιατί είναι μια απειλή προς κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για τα δικαιώματά του, ότι το κράτος είναι σε θέση όποια στιγμή το θελήσει να του φορτώσει διάφορα αδικήματα, ακόμη και αν δεν έχει κανένα στοιχείο ότι τα διέπραξε.

Ακόμη και σήμερα που ο απόηχος του πολέμου, αλλά και του αντιπολεμικού κινήματος σκεπάζουν όσα γίνονται στη δίκη αυτή, όλο και περισσότεροι εκφράζουν το ερώτημα αν έχουμε να κάνουμε με μια «δίκαιη δίκη» όπως είχε υποσχεθεί ο Σημίτης. Στο φως όλων των παραπάνω το αίτημα του σεβασμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων του οποιουδήποτε γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ.

Μ.Π. & Ν.Σ.

Απρίλης 2003

(1) Συνθήκη Σέγκεν, Ευρωπόλ, νόμος για το ηλεκτρονικό φακέλωμα, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, κλπ.


Σπάρτακος 69, Απρίλης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3206

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s