Για την ανασύνθεση της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς
του Παναγιώτη Σηφογιωργάκη
Η σημερινή κατάσταση της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αν και θα χρειαστεί στη συνέχεια να αποπειραθούμε να αποσαφηνίσουμε το περιεχόμενο του όρου, δεν εμπνέει κανένα εφησυχασμό, αλλά και καμία απολύτως εμπιστοσύνη στις πολιτικές δυνατότητές της. Η χρόνια κακοδαιμονία του σεκταρισμού και της πολυδιάσπασης, αν και έχουν φανεί ορισμένα πρώτα σημαντικά σημεία υπέρβασής της αναφορικά με ορισμένες κινηματικές διαδικασίες (ιδίως εκείνες που σχετίζονται με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, παρόλο που δεν είναι ενδεικτικές για όλες τις εμπλεκόμενες στην υπόθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δυνάμεις), ακόμη αφαιρούν από την αντικαπιταλιστική αριστερά κάθε δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί προκειμένου να διαδραματίσει έναν αποφασιστικό ρόλο στις διεργασίες του εργατικού, αριστερού και των άλλων κοινωνικών επιμέρους κινημάτων. Σήμερα διεθνώς και σ’ ένα ορισμένο βαθμό και στο δικό μας «εθνικό» επίπεδο συγκεντρώνονται οι όροι για το ξεπέρασμα των ιστορικών αντικειμενικών συνθηκών που στερούσαν τις πιο ριζοσπαστικές (επαναστατικές συγκεκριμένα) τάσεις της αριστεράς από ευκαιρίες για να ξεφύγουν από το μειοψηφικό τους πεδίο απεύθυνσης.
Όμως οι οργανώσεις και τα ρεύματα που θα έπρεπε να αφουγκράζονται αυτές τις νέες δυνατότητες, που προσφέρει η ιστορική περίοδος στην οποία εδώ και πολύ καιρό έχουμε εισέλθει, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τον υποτιθέμενο «πρωτοποριακό» τους ρόλο, αλλά τείνουν να αποτελούν περισσότερο μια δύναμη αδράνειας και ένα παράδειγμα καθυστέρησης, ειδικά σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της συγκρότησης ενός ανταγωνιστικού αντικαπιταλιστικού πόλου που θα μπορέσει να σταθεί απέναντι στη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και τη χρεοκοπία της «παραδοσιακής» ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς.
Τι μπορεί να εννοούμε όταν μιλάμε για αντικαπιταλιστική ανασύνθεση;
Είναι σημαντικό να ομολογήσουμε ότι τέτοιες διεργασίες είναι δυνατό να ερμηνεύονται και εν γένει να αντιμετωπίζονται με πολύ διαφορετικό τρόπο από διαφορετικές πολιτικές τάσεις, ακόμη και στην ορολογία, παρόλο που ο όρος «ανασύνθεση» αρχίζει να υιοθετείται και από πολιτικές ομάδες που μέχρι πριν από λίγο καιρό ούτε ήθελαν να ακούσουν γι’ αυτόν.
Δεν περιαυτολογούμε όταν ισχυριζόμαστε ότι εμείς στην 4η Διεθνή εδώ και καιρό έχουμε προτείνει μια ανάλυση των όρων και των στόχων της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης. Έτσι αυτό αντανακλάται και στο πρακτικό επίπεδο: η 4η Διεθνής, ανεξάρτητα με το ποια είναι γνώμη μας για το α’ ή β’ εγχείρημα, έχει προωθήσει με τον πιο συστηματικό τρόπο πρωτοβουλίες σύγκλισης των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο και όχι μόνο, και δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών στα «αριστερά της αριστεράς».
Βασικά στοιχεία της ανάλυσης των προϋποθέσεων της ανασύνθεσης κατά τη δική μας άποψη είναι τα εξής:
-
Η τεράστια υποχώρηση της ταξικής συνείδησης και η απαξίωση του σοσιαλισμού στα μάτια εκατομμυρίων μετά τις τραυματικές εμπειρίες του σταλινισμού στην Ανατολή και της διακυβέρνησης από τη σοσιαλδημοκρατία στη Δύση μ’ αποκορύφωμα την πρόσληψη σε παγκόσμιο επίπεδο της κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως τέλους του σοσιαλισμού γενικά σ’ οποιαδήποτε μορφή του και θριάμβου της ανωτερότητας της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Προκειμένου να επανεμφανιστεί η αριστερά σαν μια δύναμη «κοινωνικής απελευθέρωσης» ξανά στο παγκόσμιο κοινωνικό στερέωμα, θα ήταν απαραίτητη μια θεμελιώδης ανασυγκρότησή της με «επανιδρυτικά» χαρακτηριστικά. Εδώ να σημειώσουμε ότι η οποιαδήποτε «επανίδρυση» δεν μπορεί να εννοηθεί σαν ένα άλμα στο ιστορικό κενό. Στην πραγματικότητα δε θα μπορούσε παρά να επαναφέρει και να αξιοποιήσει τις καλύτερες παραδόσεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος των τελευταίων δύο αιώνων, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών των κριτικών και αντιπολιτευόμενων επαναστατικών ρευμάτων απέναντι στο σταλινισμό και τη σοσιαλδημοκρατία.
-
Η ήττα της παγκόσμιας εργατικής τάξης και των συμμάχων της με την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Ανατολή συνέπεσε με το αποκορύφωμα μιας εικοσαετούς νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αντεπίθεσης και αναδιάρθρωσης στη Δύση, που οδήγησαν τη δεκαετία του ’90 σε μια ακόμη σκληρότερη επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων, ακόμη και στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Την ίδια στιγμή ο κύριος όγκος των ηγεσιών των βασικών οργανώσεων της εργατικής τάξης προσχωρούσε σαν μαθητευόμενος μάγος στο στρατόπεδο του νεοφιλελευθερισμού (σοσιαλδημοκρατία, πρώην ΚΚ – ευρωκομμουνιστικά ή μη, ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών ομοσπονδιών). Οι αναφορές στο σοσιαλισμό, ακόμη και σ’ αυτή την ίδια την ταξική πάλη εξαλείφθηκαν επιμελώς, ενώ διάφορα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα (ανταγωνιστικότητα, μείωση του δημόσιου χρέους, εκσυγχρονισμός) υιοθετούνταν αδιακρίτως από τους ηγέτες των κομμάτων της «αριστεράς» και των συνδικάτων. Ένα εξαιρετικό χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες που βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να συμπιέζεται και τους «εκπροσώπους» τους, από την άλλη, ενθουσιασμένους που ανακάλυψαν τις αρετές του καπιταλισμού διανοίχτηκε. Εμφανίστηκε μια πρωτοφανής «αναντιστοιχία» ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό με ιδιαίτερα θύματα τις πιο ασθενείς κατηγορίες των εργαζομένων (ανέργους, κοινωνικά αποκλεισμένους, επισφαλώς απασχολούμενους). Η αποκατάσταση σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης αυτών των μερίδων του προλεταριάτου ήταν ένα σημαντικό καθήκον που φάνηκε να πέφτει αποκλειστικά σχεδόν στους ώμους των μικρών δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
-
Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, η διάλυση ή η σοσιαλδημοκρατικοποίηση των ΚΚ άνοιξαν έναν μεγάλο κενό χώρο στα αριστερά τους για να εκφραστούν η δυσαρέσκεια και η εναντίωση των εργαζομένων στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Προσέφεραν ένα νέο πεδίο πρωτοβουλίας σε πολιτικές τάσεις της λεγόμενης άκρας αριστεράς, που, χωρίς τους βαθιά δομημένους συσχετισμούς ισχύος μέσα στο εργατικό κίνημα του παρελθόντος, μπορούσαν πλέον να προβάλλουν (δικαιολογημένα) σαν όργανο των πιο καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων στρωμάτων του πληθυσμού και να διαδραματίσουν ακόμη σημαντικότερο ρόλο μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα.
-
Η ιστορική εμπειρία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος έριξε μια βαριά σκιά αμφιβολίας πάνω από την παραδοσιακή έννοια του «κόμματος» και συγκεκριμένα στο φαινόμενο του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού και της κατάπνιξης της δημοκρατίας. Υπ’ αυτή την έννοια ο τρόπος λειτουργίας των πάλαι ποτέ κομμουνιστικών κομμάτων είναι ιστορικά καταδικασμένος και σε μικρότερο βαθμό αντιμετωπίζεται με καχυποψία σε επίπεδο μικροκλίμακας η μικρή κλασική ακροαριστερή οργάνωση-φρούριο ή αλλιώς οργάνωση πρωτοπορίας (αυτόκλητης κατά κανόνα). Η διαδικασία της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης θα όφειλε να ενσωματώσει την έμφαση στη δημοκρατία, ως απαραίτητο όρο για τη συγκρότηση νέων πολιτικών σχηματισμών με πολυτασική λειτουργία και συμμετοχή μη ενταγμένων μέχρι τώρα σε πολιτικές οργανώσεις αγωνιστών του κινήματος.
Ωστόσο πέρα απ’ όλ’ αυτά τα στοιχεία ανάλυσης που έχουν ήδη ένα παρελθόν πίσω τους, σήμερα μπορούμε να πραγματευόμαστε αυτό το ζήτημα στη βάση ορισμένων πολύ σημαντικών πρακτικών εμπειριών και επιτυχιών που έχουν στο μεταξύ καταγραφεί. Σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες έχουν κάνει την εμφάνισή τους νέοι σχηματισμοί της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με βασικούς συντελεστές, τις περισσότερες φορές, τάσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Το Σκοτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Αριστερό Μπλοκ της Πορτογαλίας, η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία, οι Σοσιαλιστικές Συμμαχίες στην Αγγλία και την Ουαλία αλλά και οι επιτυχίες της Κομμουνιστικής Επαναστατικής Λίγκας στη Γαλλία (που, παρόλο που δεν έχει υπάρξει ένας ενιαίος πόλος της γαλλικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς με συμμετοχή για παράδειγμα της Εργατικής Πάλης της Αρλέτ Λαγκιγιέ, καταγράφεται σαν μια δύναμη που υπηρετεί την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης και παίζει, άλλωστε, καίριο ρόλο στην πρωτοβουλία για τη συνεργασία των δυνάμεων της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής αριστεράς), επιβεβαιώνουν ότι είναι δυνατό να υπάρξει μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική πτέρυγα της αριστεράς με όχι μόνο πρωταγωνιστική συμμετοχή στα κινήματα, αλλά και με τη δυνατότητα να κερδίσει εκπροσώπηση σε εθνικά κοινοβούλια, το ευρωκοινοβούλιο και τοπικά συμβούλια αποκτώντας μια ευδιάκριτη στην κοινωνία θέση και μια σημαντική μερίδα από την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο πολιτικό σύστημα. Αν και όλ’ αυτά είναι κατ’ ουσία σε πρώιμη μόνο φάση και πολύ απέχουν από το να σηματοδοτούν μια συγκλονιστική αλλαγή των ταξικών πολιτικών συσχετισμών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αποτελούν ένα μακρινό όνειρο για τις οργανώσεις και τα ρεύματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα μερικές φορές δεν γίνονται ούτε καν αντιληπτές.
Τι θα μπορούσε να σημαίνει η αντικαπιταλιστική ανασύνθεση στην Ελλάδα;
Κατ’ αρχήν θα ήταν απαραίτητο να τονίσουμε ότι τα προβλήματα της ελληνικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας επαρχιώτικης εν γένει εθνικής νοοτροπίας αλλά καθαρά ιστορικών συνθηκών και ιδιαίτερων πολιτικών συσχετισμών. Αυτό δε σημαίνει ότι τα πάντα είναι και πρωτότυπα και μοναδικά σε σχέση με την ελληνική αντικαπιταλιστική αριστερά· για παράδειγμα σεκταρισμός και πολυδιάσπαση υπήρξαν και υπάρχουν κι αλλού. Έτσι παίρνοντας τις αποστάσεις από συμμετρικές χυδαίες αντιλήψεις (πότε δε θα γίνουμε Ευρώπη! ή, αντίστροφα, σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει τέτοιο αντιϊμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό κίνημα που υπάρχει στην Ελλάδα)πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα ιταλικό, ισπανικό ή γαλλικό μοντέλο, για να αναφέρουμε ορισμένες χώρες με σημαντικά κοινωνικά κινήματα και κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια, όπως και από την άλλη δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιδεικνύεται στενοκεφαλιά και να μην εξετάζεται αυτό που πραγματικά έχει ήδη επιτευχθεί σε διάφορους τομείς από τα κινήματα των εν προκειμένω χωρών. Αν πρόκειται για εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο που πρέπει να προσαρμοστούν στο εθνικό πλαίσιο ή αν είναι εγχώριες διεργασίες με διεθνή αντίκτυπο είναι απλά ζήτημα σκοπιάς, χρήσιμο να το συζητάμε, φτάνει να μην οδηγούμαστε σε σχολαστικισμό.
Στην πραγματικότητα το ζήτημα της ανασύνθεσης έχει τεθεί ήδη στην ελληνική ριζοσπαστική αριστερά, αν και όχι με σαφείς όρους. Μπορούν να παρατεθούν δύο αντίθετα, υπαρκτά παραδείγματα, αν και υπήρξαν και άλλες πρωτοβουλίες που όμως εξέπνευσαν γοργά: Η «Μαχόμενη Αριστερά» και το «Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς», που τη διαδέχτηκε, θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ένα πρώτο ψηλάφημα προς αυτή τη κατεύθυνση εκ μέρους ορισμένων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς με βασική συνιστώσα το ΝΑΡ. Από την άλλη προβάλλει ο πιο πρόσφατος «Χώρος Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» που συγκεντρώνει έναν αριθμό οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς σε συνεργασία με το Συνασπισμό, του οποίου η συμμετοχή προφανώς είναι καθοριστική. Μερικές από τις τάσεις που συμμετέχουν στο «Χώρο» εκτιμούν ότι αποτελεί το πρόπλασμα ή την πρώτη φάση μιας δυνητικής ανασύνθεσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι σημειολογικές διαφορές («Μαχόμενη», «Μέτωπο» από τη μία, «Χώρος», «Διάλογος» και «αριστερά» χωρίς το επίθετο «ριζοσπαστική» από την άλλη) είναι ενδεικτικές της διαφορετικής πολιτικής έμφασης.
Στην πραγματικότητα τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι μεν για τους δε ισχύουν απόλυτα. Το ΜΕΡΑ (Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς) απορρίπτεται από τις δυνάμεις που μετέχουν στο «Χώρο» ως ένα σεκταριστικό μόρφωμα γύρω από το ΝΑΡ που αρνείται όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο (για παράδειγμα στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα) ουσιαστικά την κοινή δράση με τη ρεφορμιστική αριστερά συρρικνώνοντας το πεδίο δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην αφηρημένη αντικαπιταλιστική προπαγάνδα. Η παροιμιώδης επιμονή του ΝΑΡ (κυρίως) στο «πλαισίο» ή τη «στρατηγική» έχει δημιουργήσει την πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατός κανένας απολύτως συντονισμός μαζί του, εφόσον για οποιαδήποτε κοινή κινηματική πρωτοβουλία, προαπαιτείται ταυτόχρονη αποκήρυξη «ΝΑΤΟ, Ε.Ε, Κεφαλαίου», «πτώση της κυβέρνησης Σημίτη» και «καταγγελία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας». Έτσι οι δυνάμεις αυτές απομακρύνονται από την προοπτική ενός αντικαπιταλιστικού πόλου, ανταγωνιστικού προς τα δύο κόμματα της κοινοβουλευτικής αριστεράς μαζί με το ΜΕΡΑ με το φόβο ότι ένα τέτοιο εγχείρημα θα ασφυκτιούσε μέσα στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα του σεκταρισμού.
Από την άλλη, το επιχείρημα είναι ότι ο «Χώρος» δεν είναι παρά ένα σχήμα που εξυπηρετεί τα εκλογικά σχέδια του Συνασπισμού, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής του δύναμης εν όψει πιθανών σεναρίων κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη βελτίωση της εικόνας έξωθεν καλής μαρτυρίας του μας βρίσκει σύμφωνους.
Αυτό όμως που αληθεύει και για τα δύο σχήματα είναι ότι ουσιαστικά περιορίζονται σ’ επίπεδο ηγεσιών (αυτό ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για το Χώρο που δεν έχει καμία απολύτως κινηματική παρουσία και είναι απλά ένα διαβούλιο εκπροσώπων ορισμένων εξωκοινοβουλευτικών ομάδων με εκπροσώπους του Συνασπισμού), ποδηγετούνται από τις οργανώσεις, δεν έχουν καμία ιδιαίτερη εσωτερική ζωή.
Το ΜΕΡΑ αποτελεί μια εξαιρετικά μικρή συσπείρωση σε σχέση με τις υπαρκτές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ο ηγεμονισμός και ο σεκταρισμός του ΝΑΡ έχουν απομακρύνει το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας μ’ άλλες σημαντικές αριθμητικά οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όμως ο σεκταρισμός δεν μπορεί να προσφέρει δικαιολογία για τον οπορτουνισμό. Η συνεργασία με το Συνασπισμό με τους όρους του «Χώρου Διαλόγου και Κοινής Δράσης» ή, στη χειρότερη περίπτωση, με «συμφωνίες-πακέτο» που περιλαμβάνουν εκλογική συνεργασία, κοινές συνδικαλιστικές παρατάξεις και ενιαία φοιτητικά σχήματα δε συγκεντρώνει κανένα από τα στοιχεία που θα την μετέτρεπαν σε «αντικαπιταλιστική ανασύνθεση».
Αναζήτηση αιτιών
Η βασική αιτία για την κατάσταση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην Ελλάδα δε βρίσκονται μόνο στην ίδια, αλλά κυρίως εξαρτώνται από μια απαραγνώριστη αντικειμενική κατάσταση: την παρουσία δύο κοινοβουλευτικών κομμάτων με συντριπτική υπεροχή στα πλαίσια της Αριστεράς. Όταν στην Ελλάδα μιλάει κανείς γι’ αριστερά, εννοεί το ΚΚΕ και το Συνασπισμό και τίποτε άλλο, πέρα από ορισμένους επαΐοντες. Η «αναχρονιστική» (είναι το μόνο εναπομείναν ισχυρό, «σταλινικό» σκληρό ΚΚ της Ευρώπης) ηγεμονία του ΚΚΕ είναι καταθλιπτική με όρους κινητοποίησης. Από την άλλη ο Συνασπισμός έχει στη λογική του μικρότερου κακού την υποστήριξη πολλών αριστερών που διαφωνούν με την μονολιθικότητα του ΚΚΕ.
Η πραγματικότητα αυτή ασκεί εκ των πραγμάτων πίεση στις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η σεκταριστική περιχαράκωση είναι η δοκιμασμένη λύση που εκπροσωπεί το ΜΕΡΑ. Το ΝΑΡ, που προέκυψε από τη μείζονα διάσπαση της ΚΝΕ, συγκέντρωνε τους όρους για μια ανασύνταξη της ριζοσπαστικής αριστεράς γύρω του την εποχή που η παραδοσιακή αριστερά βρισκόταν στο ναδίρ της. Όμως η αιώρηση στις σφαίρες της «κομμουνιστικής απελευθέρωσης», η άρνηση οποιασδήποτε ουσιαστικής ενωτικής τακτικής, η καταφυγή στην «επαναστατική καθαρότητα» για να αποτιναχθεί το βάρος μιας σταλινικής κληρονομιάς και να εξορκιστεί ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας μιας εποχής, έδωσαν όλο το χώρο στο ΚΚΕ να εμφανιστεί ως μοναδική αριστερή δύναμη που με συνέπεια υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων ενάντια στο «Μάαστριχτ» και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης. Δε λέμε ότι ήταν δυνατό να γίνει κανείς ΚΚΕ στη θέση του ΚΚΕ στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 αλλά ότι ήταν δυνατό να μην περιορίζεται στο να μετρά μερικές χιλιάδες ψήφους στις εκλογές.
Από την άλλη ο Συνασπισμός επιβίωσε το ίδιο χρονικό διάστημα με τη σκανδαλώδη υποστήριξη του πολιτικού συστήματος και των μεγάλων ΜΜΕ. Ο ρόλος του σ’ ολόκληρη τη δεκαετία υπήρξε εκείνος του υπεραμύντορα του πεφωτισμένου ευρωπαϊσμού, της αριστερής πτέρυγας του «εκσυγχρονισμού», του φύλακα της τιμής των κοινοβουλευτικών θεσμών με σαφή προσανατολισμό προς την κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ασκώντας, μέχρι να γίνει αυτό κατορθωτό, «προγραμματική αντιπολίτευση» και προβάλλοντας κόντρα στην αντίληψη των μονοκομματικών κυβερνήσεων τα πρότυπα των κυβερνήσεων της πλουραλιστικής αριστεράς της Γαλλίας και του της «Ελιάς» της Ιταλίας. Βέβαια ολόκληρο αυτό το διάστημα ήταν ενεργή μια αντινεοφιλελεύθερη τάση μέσα στο Συνασπισμό (Αριστερό Ρεύμα) η οποία αμφιταλαντευόταν μεταξύ της αποκατάστασης της ενότητας της αριστεράς στα πρότυπα του παλιού ενιαίου Συνασπισμού (συμμαχία με το ΚΚΕ) και της σύγκλισης με το αριστερό ΠΑΣΟΚ. Έτσι λοιπόν σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ένα σημαντικό ρεύμα μέσα στο Συνασπισμό που να χαράξει μια στρατηγική που να υπερβαίνει την «κεντροαριστερά». Η εκλογική συνεργασία του Συνασπισμού με τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και, κυρίως, η ενεργητική συμμετοχή του στο διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα αποτελούν πράγματι μια τομή σε σχέση με την πρόσφατη πρακτική αυτού του κόμματος. Πλέον μπορούμε να ομολογήσουμε ότι ο Συνασπισμός μετέχει ενεργά στα κινήματα. Αρκεί όμως αυτό για να χαρακτηριστεί ως αντικαπιταλιστικό κόμμα συνολικά ή εν μέρει αναφερόμενοι σε κάποια από τις τάσεις του;
Στην πραγματικότητα, παρά μια ασαφή διάχυτη αντίληψη σ’ ένα μέρος των αγωνιστών και αγωνιστριών της βάσης του μ’ εμπειρία, πρωτίστως, από τις μεγάλες διαδηλώσεις του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, ο Συνασπισμός όχι μόνο δεν είναι αντικαπιταλιστικό, αλλά μάλλον είναι το πιο «φιλοκαπιταλιστικό» κόμμα της Αριστεράς. Είναι αναπόσπαστο μέρος του σημερινού πολιτικού συστήματος, ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός εξαρτημένος από τον κρατικό προϋπολογισμό και όσο παραμένει κάτι τέτοιο η εμφάνιση στο εσωτερικό του ακόμη και μιας μειοψηφικής τάσης με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αποτελεί μια αρκετά μακρινή προοπτική.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι στην παρούσα φάση μια αντικαπιταλιστική ανασύνθεση της ελληνικής αριστεράς με τμήματα του Συνασπισμού, πόσο μάλλον το Συνασπισμό στο σύνολό του, αποτελεί ευσεβή πόθο.
Εκείνες οι δυνάμεις που «βαφτίζουν» το Συνασπισμό αντικαπιταλιστικό κόμμα, ουσιαστικά, είτε προετοιμάζουν την ενσωμάτωσή τους σ’ αυτόν, είτε αποβλέπουν σε μια στενόμυαλη και αντιφατική ως προς τα κίνητρά της συνεργασία μαζί του στο όνομα της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης.
Τα βασικά επιχειρήματα, που προβάλλονται, περιλαμβάνουν την ανάδειξη της δυναμικής πλευράς (ριζοσπαστικοποίηση) των εξελίξεων στη βάση του Συνασπισμού, την αλληλεπίδραση με τα «αντικαπιταλιστικά ρεύματα» στο εσωτερικό του Συνασπισμού, την «πίεση» στην ηγεσία του κτλ. Όλα αυτά είναι απολύτως αναγκαία. Ωστόσο το ζήτημα είναι με ποιους όρους μπορούν να γίνουν. Μια πολυδιασπασμένη αντικαπιταλιστική αριστερά έχει ελάχιστες πιθανότητες να ασκήσει αποτελεσματική επίδραση. Μερικές μάλιστα από τις οργανώσεις που υιοθετούν αυτή την άποψη στερούνται παντελώς οποιασδήποτε διεισδυτικότητας και αξιοπιστίας στη βάση του Συνασπισμού, που δε συγκινείται από το μαχητικό, πλην όμως πατερναλιστικό προπαγανδιστικό στυλ πολιτικής παρέμβασής τους. Γενικώς η άκρα αριστερά στο στυλ της σέκτας δεν μπορεί να ελπίσει σε σημαντική πολιτική επιρροή στη βάση των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς, όσες «συμφωνίες-πακέτο» κι αν προσφέρει. Οι μηχανισμοί ενσωμάτωσης (και τέτοιοι είναι τα κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς) έχουν μια πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να χειραγωγούν και να χρησιμοποιούν ακόμη και γνήσιες εκφράσεις ριζοσπαστικοποίησης. Στην πραγματικότητα ο Συνασπισμός διαθέτει εκείνη την ελαστικότητα και ευελιξία που ακριβώς δε διαθέτουν οι επίδοξοι σύμμαχοί του.
Καμία αλλαγή συσχετισμών στην ελληνική αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ενότητα των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς και τη δημιουργία ενός ελκυστικού ανταγωνιστικού πόλου απέναντι στη σταλινική σκουριά του ΚΚΕ και το χαμαιλεοντισμό της «αριστερής» πτέρυγας της Σοσιαλδημοκρατίας, που είναι ο Συνασπισμός.
Η συγκρότηση ενός πολυτασικού, δημοκρατικού, διεθνιστικού και ταξικά συνεπούς πολιτικού σχηματισμού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι ο απαραίτητος όρος για την υποδοχή ρευμάτων από τα κοινοβουλευτικά κόμματα της αριστεράς που θα βρεθούν σε τυχόν τροχιά ρήξης με το ρεφορμισμό.
Ένας τέτοιος σχηματισμός δεν απαιτεί «επαναστατική καθαρότητα», αλλά αλλάζει τους συσχετισμούς μέσα στην ελληνική αριστερά υπέρ των επαναστατών και επαναστατριών.
Βασικός όρος για την πραγματοποίησή του είναι η υπέρβαση, από τη μια, της σεκταριστικής περιχαράκωσης που έχει αποτυπωθεί στο εγχείρημα του ΜΕΡΑ και η εγκατάλειψη, από την άλλη, της δορυφοροποίησης τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς γύρω από το Συνασπισμό. Δυνάμεις που είχαν προσανατολιστεί στη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα πρέπει να συναντηθούν ξανά σε μια προσπάθεια συγκρότησης μιας νέας αντικαπιταλιστικής αριστεράς που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κινήματος. Τα οργανωτικά στεγανά και διαχωρισμοί που στην πλειοψηφία τους είναι ιστορικά ξεπερασμένα, θα χρειαστεί να αμφισβητηθούν στα σοβαρά.
[…] Για την ανασύνθεση της ελληνικής αντικαπιταλιστικής α… […]