του Α. Γ.
Η ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα και οι επικείμενες σύνοδοι των υπουργών που θα πραγματοποιηθούν, με αποκορύφωμα τη σύνοδο κορυφής στη Χαλκιδική θέτουν το φοιτητικό κίνημα και την αριστερά στο χώρο του πανεπιστημίου μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Είναι η πρώτη φορά μετά την έκρηξη του κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που διεθνή διευθυντήρια θα συνέλθουν στην Ελλάδα. Οι φοιτητές, όπως το έχουν κάνει και σε όλο τον κόσμο, καλούνται να δώσουν ένα δυναμικό παρών στις αντίστοιχες κινητοποιήσεις. Η Αριστερά, πρέπει να προσπαθήσει να προωθήσει το νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.
Αξίζει να εξετάσουμε λίγο σύντομα τη γενικότερη κατανομή των δυνάμεων της Αριστεράς στο χώρο του πανεπιστημίου και να περιγράψουμε τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες συνιστώσες της έχουν κινηθεί μέχρι σήμερα. Η μαζικότερη (σε επίπεδο εκλογικής καταγραφής) δύναμη, η ΠΚΣ, ακολουθώντας τη γενικότερη γραμμή του ΚΚΕ, κινείται απομονωμένη (παρά την ύπαρξη και ορισμένων αντίθετων φωνών στο εσωτερικό της), στηρίζοντας την πρωτοβουλία «Θεσσαλονίκη Δράση 2003» η οποία είναι σαφώς ελεγχόμενη από το Κόμμα. Το ΣΕΚ, ως συνήθως, έχει επιλέξει τη συγκρότηση γύρω από τον εαυτό του, συνεργαζόμενο με τις λίγες δυνάμεις που στήριξαν την πρωτοβουλία που είχε δημιουργήσει για τη Γένοβα. Το γεγονός αυτό το καθιστά μάλλον μη καθοριστικό παράγοντα για το φοιτητικό κίνημα και γι’ αυτό δε θα το εξετάσουμε σε αυτό το άρθρο, αν και πρέπει να είμαστε σε επαφή και με αυτούς τους συντρόφους. Η ΔΕΑ, το Ξεκίνημα και η Α/συνέχεια συμμετέχουν, όπως και το Δίκτυο (του ΣΥΝ), στην Πρωτοβουλία για το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ και προωθούν, μέσα από διαφορετικές συχνά οπτικές, τη γείωση του μέσα στο πανεπιστήμιο. Τέλος τα ΕΑΑΚ έχουν αποφασίσει να συγκροτήσουν μια διακριτή πρωτοβουλία με στόχο τη Θεσσαλονίκη, την οποία στηρίζουν, μέσα στο πανεπιστήμιο τουλάχιστον, βασικά (αν όχι μόνο) τα ίδια.
Οι λόγοι που οι διάφορες τάσεις των ΕΑΑΚ αποφάσισαν να μη συμμετέχουν στην πρωτοβουλία για το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ ποικίλλουν, ανάλογα με την πολιτική αντίληψη της κάθε μιας και ανάλογα με την αντίληψή τους για τη διαδικασία οικοδόμησης ενός κινήματος.
Κατ’ αρχάς, υπάρχει μια τάση που κριτικάρει το Φόρουμ σχετικά με το ότι περιλαμβάνει δυνάμεις του ρεφορμισμού και συνεπώς δεν καταφέρνει να δώσει συνολικές απαντήσεις σε θέματα κεντρικού πολιτικού σκηνικού αλλά και σε πιο μερικά. Ακόμα, η συμμετοχή σε αυτό άκρως γραφειοκρατικοποιημένων μορφωμάτων θα αποκλείσει κάθε δυνατότητα «από τα κάτω» συγκρότησης και θα οδηγήσει σε έναν ακόμα συντονισμό σε επίπεδο «κορυφής», κάτι το οποίο σωστά κατά την άποψή μας- δε μας εκφράζει. Θεωρεί λοιπόν αναγκαία τη συγκρότηση ενός διακριτού αντικαπιταλιστικού πόλου, ο οποίος θα υιοθετεί το γνωστό πλέον αντι-ΕΕ, αντι-ΟΝΕ κλπ πλαίσιο και θα προωθεί τη συγκρότηση του κινήματος «από τα κάτω και προς τα αριστερά».
Η αντίληψη ότι δεν έχουμε θέση σε συλλογικότητες στις οποίες συμμετέχουν ρεφορμιστικά ρεύματα αδυνατεί να αντιληφθεί τις συνθήκες οικοδόμησης ενός κινήματος γενικά, αλλά και του «Αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος ειδικότερα. Ελάχιστα κινήματα μέσα στην ιστορία ( αν υπάρχει κανένα ) έχουν εξ’ αρχής αποκτήσει έναν συνειδητό και ξεκάθαρο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Απεναντίας, όλα τα κοινωνικά κινήματα συγκροτούνται στη βάση ορισμένων ειδικότερων αξόνων. Καθήκον των επαναστατών είναι να προσπαθούν να συνδέσουν τους άξονες αυτούς με ένα γενικότερο πλαίσιο και να δώσουν στο κίνημα (το οποίο συχνά μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτούς) μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δεν έχει αποκτήσει ακόμα έναν τέτοιο προσανατολισμό, πράγμα αναμενόμενο αν αναλογιστούμε και την υποχώρηση της ταξικής συνείδησης τις δεκαετίες `80-’90. Είναι λοιπόν φανερό ότι η Ριζοσπαστική Αριστερά δύναται και επιβάλλεται- να συνυπάρξει με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού μέσα στο κίνημα, προκειμένου να πετύχει τη μαζικοποίησή του. Μόνο έτσι το κίνημα, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, μπορεί να οδηγηθεί σε κάποιες μερικές έστω- νίκες.
Παράλληλα όμως, πρέπει να επιδιώξει την πολιτική της ηγεμονία στους κόλπους του κινήματος, ώστε να προσπαθήσει να του δώσει τον προσανατολισμό που επιθυμεί. Η αντίληψη που θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή μας την υιοθέτηση ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, αντικατοπτρίζει μια γραμμική αντίληψη για την οικοδόμηση ενός κινήματος που είτε θεωρεί δεδομένη τη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου, είτε αποκλείει όσους δεν έχουν αποκτήσει ένα υψηλό ταξικό φρόνημα.
Κάτι τέτοιο, πέρα από το ότι δεν αντιστοιχεί στην ιστορική πραγματικότητα, δε συμβαδίζει ούτε με τον τρόπο με τον οποίο έχει αναπτυχθεί το κίνημα αυτό σε όλο τον κόσμο. Η μαζικότητα που απέκτησε από τη Γένοβα και μετά δε θα είχε επιτευχθεί αν δεν είχε υπάρξει η συμμετοχή και των δυνάμεων του ρεφορμισμού. Από εκεί και πέρα, η Ριζοσπαστική Αριστερά μπολιάζει το κίνημα με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά και προσπαθεί να αναπτύξει διαδικασίες συντονισμού σε επίπεδο βάσης. Το κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση μπορεί να υπάρξει και χωρίς εμάς. Η συμμετοχή μας ή μη και ο συντονισμός μας με άλλες συνιστώσες που το στηρίζουν θα συντελέσει στο κατά πόσο το κίνημα θα αποκτήσει ίσως όχι άμεσα και πάλι- έναν διαφορετικό και πιο αριστερό προσανατολισμό και τελικά θα θέσει τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής συνείδησης που θα γειώνεται σε υπαρκτά στρώματα της κοινωνίας.
Αυτός είναι και ένας ακόμη ρόλος που καλείται να διαδραματίσει το Φόρουμ. Να αποτελέσει δηλαδή ένα χώρο συζήτησης και αντιπαράθεσης των διαφόρων τάσεων του κινήματος. Σε αυτή τη βάση, τα ΕΑΑΚ ίσως θα έπρεπε να επανεξετάσουν τη συμμετοχή τους στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, αφού αυτή θα μπορούσε και να άρει την περιχαράκωσή μας από το υπόλοιπο κίνημα και να μας φέρει σε επαφή με έναν ευρύτερο κόσμο. Παράλληλα, θα μπορούσε να έχει μια θετική επίδραση και σε ορισμένες άλλες συνιστώσες τη Άκρας Αριστεράς που συμμετέχουν στο Φόρουμ και να θέσει τις βάσεις για τη συνεργασία μας και μετά τη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την αντίληψη ότι το κίνημα πρέπει να γειώνεται μέσα από εμάς.
Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να μπούμε μέσα στο κίνημα και να θέσουμε την αντίληψή μας, ώστε να αποτελέσουμε σημείο αναφοράς για έναν όσο το δυνατό ευρύτερο κόσμο. Άλλωστε, η συμμετοχή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στο Φόρουμ κάθε άλλο παρά αρνητική είναι. Σαφώς και θέλουμε ένα ακηδεμόνευτο εργατικό κίνημα και επιθυμούμε την αυτενέργεια των μαζών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι αυτά τα ρεφορμιστικά και γραφειοκρατικοποιημένα συνδικάτα ήταν που έφεραν 150.000 κόσμο στους δρόμους ενάντια στο Ασφαλιστικό, άσχετα αν μετά ξεπούλησαν το θέμα. Συνεπώς, αυτά αποτελούν ακόμα σημείο αναφοράς για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Οι διαδικασίες βάσης αναπτύσσονται σταδιακά μέσα από τη συμμετοχή σε κινήματα και μέσα από την ένταση της ταξικής πάλης και όχι από τη μια στιγμή στην άλλη, επειδή και μόνο βρέθηκαν ορισμένοι φωτισμένοι επαναστάτες που έδειξαν το δρόμο. Το κατά πόσο το Φόρουμ, ως χώρος συντονισμού των διαφόρων συνιστωσών του κινήματος, θα αποκτήσει διαδικασίες βάσης είναι ένα στοίχημα που καλούμαστε να κερδίσουμε. Και τα ΕΑΑΚ, τουλάχιστον μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου, μπορούν να το κάνουν καθώς διαθέτουν τόσο το συσχετισμό δυνάμεων όσο και την κινηματική εμπειρία.
Υπάρχει η αντίληψη ότι η έλλειψη συντονισμού ακόμα και ανάμεσα στις δυνάμεις της Άκρας Αριστεράς καθιστά κάθε προσπάθεια παρέμβασης στο Φόρουμ καταδικασμένη να αποτύχει. Κατ’ αρχάς στο φοιτητικό χώρο αυτό είναι άτοπο, αφού τα ΕΑΑΚ είναι μια πολύ σημαντική συνιστώσα του φοιτητικού κινήματος. Από εκεί και πέρα, η ένταξη στο Φόρουμ και ο συντονισμός μπορούν να εξελιχθούν παράλληλα, δεν είναι απαραίτητο η Άκρα Αριστερά να ενταχθεί ενιαία σε αυτό.
Ορισμένα σχόλια πρέπει να γίνουν όμως και για τη στάση κάποιων δυνάμεων της Άκρας αριστεράς που συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία για το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ). Κατ’ αρχάς, αξίζει να σημειώσουμε την εμμονή των δυνάμεων αυτών να μη συμμετέχουν στα ΕΑΑΚ. Τα κριτικάρουν ως «φοιτητοκεντρικά» ή ως σεκταριστικά και προτιμούν να υιοθετούν έναν αφηρημένο πολιτικό λόγο χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες αντιθέσεις που γεννιούνται μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου ή ακόμα και να συνεργάζονται με το ΣΥΝ. Το γεγονός αυτό, λόγω του χάσματος που χωρίζει το ΣΥΝ από το δικό μας πολιτικό χώρο, καθιστά ακόμα πιο προβληματική την άρθρωση ενός σοβαρού πολιτικού λόγου. Ο διεθνισμός αποκτά ένα σχεδόν ανθρωπιστικό και ιδεαλιστικό περιεχόμενο, οι διεθνείς διαδηλώσεις γίνονται σχεδόν αυτοσκοπός, το γενικό δε συνδέεται με το μερικό. Είναι αδιανόητο να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους φοιτητές να έρθουν στη Θεσσαλονίκη αν δεν αναλύσουμε το πώς η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ επιδρά και συνδέεται με τις συνθήκες που αυτοί βιώνουν στο Ελληνικό πανεπιστήμιο.
Παράλληλα, η ιδέα να συγκροτηθούν φοιτητικές επιτροπές του ΕΚΦ, ενέχει ορισμένους κινδύνους. Κατ’ αρχάς τίθεται το ερώτημα του ποιος θα είναι ο ρόλος αυτών των επιτροπών και η σχέση τους τόσο με τα ήδη υπάρχοντα σχήματα όσο και με τις Γενικές Συνελεύσεις, το χώρο που χτυπά η καρδιά της πολιτικής δραστηριότητας (τουλάχιστον για την Αριστερά). Η πολυσυλλεκτικότητα του Φόρουμ αποκλείει το μετεξελιχθούν οι «Φοιτητές του ΕΚΦ» σε ένα νέο δίκτυο σχημάτων ή μια νέα παράταξη με μόνιμη παρουσία. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα ήμασταν αναγκασμένοι να αφαιρέσουμε σχεδόν κάθε ίχνος πολιτικής από το λόγο μας και δε θα μπορούσαμε να πάρουμε θέση για μια σειρά σημαντικών θεμάτων λόγω των διαφωνιών που θα υπήρχαν. Τελικά, οι «Φοιτητές του ΕΚΦ» θα ήταν καταδικασμένοι να φυτοζωούν. Δε νοείται λοιπόν η διάλυση των ήδη υπαρχόντων σχημάτων με σκοπό την ένταξη σε «σχήματα Φόρουμ». Συνεπώς, και αφού τα ήδη υπάρχοντα σχήματα θα εξακολουθήσουν να δρουν, δεν είναι δυνατή η συμμετοχή των «Φοιτητών του ΕΚΦ» στις Γενικές Συνελεύσεις. Άλλωστε, το Φόρουμ μπορεί να έχει θέση για πολύ περιορισμένα ζητήματα λόγω των σημαντικότατων αποκλίσεων στο εσωτερικό του.
Θα σκεφτόταν λοιπόν κανείς ότι το κάλεσμα για τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να γίνει από το Φόρουμ και όχι από τις Γενικές Συνελεύσεις. Κάτι τέτοιο θα ήταν άστοχη επιλογή. Οι φοιτητές εμπιστεύονται πολύ περισσότερο τους συλλόγους τους, παρά κάποιο σχηματισμό που εμφανίζεται απ’ έξω, με ανάλογο τρόπο όπως οι εργαζόμενοι εμπιστεύονται τα συνδικάτα. Οι επιτροπές του Φόρουμ μπορούν να αναλάβουν τέτοιο ρόλο μόνο σε σχολές με παραδοσιακά αντιδραστική κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας πάντα ότι αυτή δεν είναι παρά μια λύση ανάγκης.
Ποιος είναι ο ρόλος που μπορεί να αναλάβουν οι «Φοιτητές του Φόρουμ»; Μάλλον ένας ρόλος προπαγάνδισης της διαδήλωσης και των λοιπών κινητοποιήσεων στο δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Επίσης, η προσπάθεια συντονισμού των διαφόρων δυνάμεων της Αριστεράς με τη διοργάνωση ανοιχτών συζητήσεων στις οποίες θα καλούνται όλοι και θα μπορούν να συγκρουστούν οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις. Πρέπει να διαθέτει μια χαλαρή δομή, η οποία θα επιτρέπει σε όσους συμμετέχουν σε άλλες πολιτικοσυνδικαλιστικές κινήσεις να κινούνται ελεύθερα. Μπορεί λοιπόν να έχει έναν χαρακτήρα κυρίως προπαγανδιστικό και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιχειρήσει να υποκαταστήσει τόσο συνδικαλιστικές κινήσεις, όσο και μαζικούς φορείς.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθούμε και σε μια καθόλου ευχάριστη πραγματικότητα που βιώνουμε και που ενδέχεται να βιώσουμε και στη Θεσσαλονίκη, αυτή της διάσπασης των κινηματικών διαδικασιών. Θα είναι τραγικό σε μια τόσο σημαντική στιγμή για το εργατικό και φοιτητικό κίνημα στη Ελλάδα να γίνουν δύο ή και περισσότερες ξεχωριστές πορείες στις οποίες θα συμμετέχουν διαφορετικοί πολιτικοί χώροι. Είναι απαραίτητο να υπάρξει τουλάχιστον μια κοινή πορεία. Κανονικά το ρόλο αυτό θα τον αναλάμβανε το ΕΚΦ. Όμως, η μη συμμετοχή σε αυτό σημαντικών συλλογικοτήτων, όπως τα ΕΑΑΚ αλλά και το ΚΚΕ, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για έναν περαιτέρω συντονισμό όλων των κινήσεων που έχουν σχηματιστεί με προοπτική τη Θεσσαλονίκη. Έτσι στο πανεπιστήμιο, και αφού όπως είπαμε το κάλεσμα για τη διαδήλωση θα πρέπει να γίνει από τις Γενικές Συνελεύσεις, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των Φοιτητικών Συλλόγων που θα έχουν αποφασίσει να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις με αφορμή την Ελληνική προεδρία στην ΕΕ.