Κριτική ψήφος ή καταψήφιση του ΠΑΣΟΚ;

Σπάρτακος 68, Γενάρης 2003


Κριτική ψήφος ή καταψήφιση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές;

του Νίκου Συμεωνίδη

Οι Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές του Οκτώβρη 2002 έφεραν ξανά στην επιφάνεια ένα παλιό και πολυσυζητημένο θέμα: το εάν ψηφίζουμε ή όχι υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ στο Β’ γύρο των εκλογών όταν αυτός αντιπαρατίθεται με υποψήφιο της Ν.Δ.
Θυμίζουμε ότι με την απόφαση της, που δημοσιεύθηκε στο Σπάρτακο Νο 66, η ΟΚΔΕ είχε καλέσει για καταψήφιση των υποψήφιων του ΠΑΣΟΚ και στους 2 γύρους λόγω της αντεργατικής, αντικοινωνικής και σκληρά νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης και με δεδομένη και επίσημα διακηρυγμένη την πρόθεση του κυβερνητικού χώρου να αξιοποιήσει την κάθε ψήφο σε υποστηριζόμενο από αυτήν υποψήφιο σαν απόδειξη έγκρισης και νομιμοποίησης της πολιτικής της.

Η θέση αυτή φάνηκε ότι αποτελούσε μια διαφοροποίηση από παλιότερες θέσεις του ρεύματος μας και, δικαιολογημένα, προκάλεσε συζήτηση και κριτική από συντρόφους τόσο μέσα όσο και έξω από την ΟΚΔΕ. Ο προβληματισμός για το ζήτημα αυτό εντάθηκε μετά τις εκλογές, στη συζήτηση για τα αποτελέσματα τους. Χαρακτηριστική ήταν η άποψη που εκφράστηκε στο άρθρο του Τ. Θανασούλα «Συμπεράσματα από τις εκλογές του Οκτώβρη» στο Σπάρτακο Νο 67. Στο άρθρο αυτό και ειδικότερα στο κεφ. «Το πολιτικό κομφούζιο του δεύτερου γύρου» γίνεται κριτική στην Αριστερά επειδή στο Β’ γύρο, στις περιπτώσεις αναμέτρησης; ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πρότεινε αποχή, λευκό ή άκυρο. Το βασικό του επιχείρημα είναι η ανάγκη να κερδηθούν οι κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ, που θεωρούν την Αριστερά συγγενική δύναμη, ενώ αυτή αδιαφορεί και τις βάζει στην ίδια μοίρα με εκείνες που ακολουθούν τη Ν.Δ..

Θα πρέπει καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι το ζήτημα της ψήφου ή όχι στα ρεφορμιστικά κόμματα δεν αποτελεί για μας ζήτημα αρχής, αλλά τακτικής και εξαρτάται απόλυτα από τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες. Σε πολλές περιπτώσεις, στο παρελθόν, στηρίξαμε με την ψήφο μας υποψήφιους του ρεφορμιστικού χώρου, ΠΑΣΟΚ συμπεριλαμβανομένου, όταν κρίναμε ότι ο χώρος αυτός εξέφραζε μια συγκεκριμένη κοινωνική δυναμική και, κύρια, στα πλαίσια της προσπάθειας μας να προσεγγίσουμε την κοινωνική του βάση. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, όπως στις εκλογές του 1993, φθάσαμε στο να υποστηρίξουμε κατά προτεραιότητα ΠΑΣΟΚ που τότε αποτελούσε το βασικό εκφραστή του κοινωνικού ρεύματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το γεγονός ότι με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1993 σταμάτησε για μία τριετία η νεοφιλελεύθερη επίθεση και κάποια ακραία μέτρα της πάρθηκαν πίσω δικαίωσε την τότε επιλογή μας. Σήμερα το να κερδηθούν οι εργαζόμενοι που εξακολουθούν να επηρεάζονται από το ΠΑΣΟΚ παραμένει ζητούμενο. Το πρόβλημα όμως είναι αν το κάλεσμα για υπερψήφιση των υποψηφίων του χώρου αυτού βοηθάει στην προσέγγιση των κοινωνικών δυνάμεων που επηρεάζει ή, στο σημερινό πλαίσιο, πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Το ΠΑΣΟΚ κυβερνάει εφαρμόζοντας, εδώ και 6 χρόνια, μια πολιτική σκληρής λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και κάθε μορφής αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων. Τα κυβερνητικά του στελέχη έχουν πετάξει κάθε λαϊκίστικο σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο και ταυτίζονται προκλητικά με τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου. Η κυβερνητική διαπλοκή με οικονομικούς κύκλους και η διαφθορά είναι πια οφθαλμοφανείς. Στην εξωτερική της πολιτική η κυβέρνηση έχει ξεπεράσει όλους τους, έστω και δημαγωγικούς και κάλπικους, αντιιμπεριαλισμούς του Α. Παπανδρέου και έχει ταυτιστεί και επίσημα με τις επιλογές του διεθνούς ιμπεριαλισμού.

Ας θυμηθούμε μερικά μόνο από τα «κατορθώματα» της κυβέρνησης το 2002: το Ασφαλιστικό, η άγρια συμπίεση των εισοδημάτων των εργαζομένων μέσω ενός χωρίς προηγούμενο κύματος ακρίβειας που οι κυβερνητικοί υπάλληλοι που υπολογίζουν τον τιμάριθμο κάνουν ότι δεν βλέπουν, η παράδοση των υπολειμμάτων του περιβάλλοντος της Αττικής βορά στην ιδιωτική κερδοσκοπία στα πλαίσια των μεγάλων και των ολυμπιακών έργων, η αποστολή ελληνικού στρατού για να συμμετέχει στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατοχής του Αφγανιστάν και η επίθεση ενάντια στις ατομικές ελευθερίες των πολιτών μέσω της «επιχείρησης για την πάταξη της τρομοκρατίας».

Όλα αυτά τα έχουν συνειδητοποιήσει ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού καθώς και το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών δυνάμεων που ακολουθούσαν παραδοσιακά το ΠΑΣΟΚ, ελπίζοντας ότι αυτό, κάποια στιγμή, θα αποτελέσει το όχημα τους; για ένα καλύτερο αύριο. Τώρα πια οι ελπίδες έχουν επίσημα διαψευσθεί. Έτσι πολλοί από αυτούς εγκαταλείπουν το ΠΑΣΟΚ στρεφόμενοι οπουδήποτε αλλού, ακόμη και στη Ν.Δ. σαν λύση απελπισίας, αλλά και όσοι παραμένουν ψηφοφόροι του χώρου αυτού το κάνουν από αδράνεια, ελλείψει κάποιου άλλου υγιέστερου και αξιόπιστου στα μάτια τους χώρου. Η οργανωμένη βάση του ΠΑΣΟΚ έχει, σε μεγάλο βαθμό, αδρανήσει και οι κομματικές του οργανώσεις έχουν ουσιαστικά πάψει να λειτουργούν. Όλοι έχουμε παρατηρήσει ότι όταν κάνουμε κριτική για την κυβερνητική πολιτική σε εργαζόμενο οπαδό, ακόμη και μέλος, του ΠΑΣΟΚ το πιθανότερο είναι αυτός να εκφραστεί ακόμη επικριτικότερα από εμάς για αυτήν.

Σήμερα το όποιο κίνημα αναπτύσσεται για τα εισοδήματα, τις συντάξεις, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, για την προστασία του περιβάλλοντος, ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό κλπ έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική. Πως λοιπόν μπορεί κάποιος σήμερα να καλέσει τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε ένα οποιοδήποτε από τα κινήματα αυτά να ψηφίσει, κριτικά έστω, ΠΑΣΟΚ. Δίκαια η θέση αυτή θα θεωρηθεί ότι αντιφάσκει με τη ζωντανή πραγματικότητα που όλοι βιώνουν. Από την άλλη το μη κάλεσμα για υπερψήφιση του ΠΑΣΟΚ δεν αποκόπτει αυτό τον κόσμο από τους εργαζόμενους εκείνους που εξακολουθούν να το ψηφίζουν, γιατί, όπως εξηγήθηκε παραπάνω και ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει, οι δυσμενείς συνέπειες της πολιτικής του είναι πιά ορατές και από τους εργαζόμενους αυτούς.

Αντίθετα η υπερψήφιση του ΠΑΣΟΚ από τμήματα της Αριστεράς, σήμερα, βοηθάει την ηγεσία του να διατηρεί τον έλεγχο της στην όποια εργατική κομματική βάση της έχει απομείνει. Αυτό γιατί ενισχύει το τελευταίο επιχείρημα που της έχει απομείνει ότι παρά τα αρνητικά της στοιχεία η πολιτική που ασκεί αποτελεί το μόνο δρόμο. Η κριτική έστω υπερψήφιση τους από την αριστερά προβάλλεται σαν έμπρακτη αποδοχή από αυτήν της αναγκαιότητας των κυβερνητικών επιλογών. Χαρακτηριστικό που πρέπει να προσεχθεί είναι επίσης και η αρνητική αντιμετώπιση από τη βάση του ΠΑΣΟΚ όσων πολιτικών της αριστεράς (Δαμανάκη κλπ.) δοκίμασαν να το προσεγγίσουν, στα πλαίσια της Κεντροαριστεράς, γιατί αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικοί αυτοί δεν αποτελούν παρά δεκανίκια του Σημίτη για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής.

Επομένως η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ δεν βοηθάει τη βάση του να ριζοσπαστικοποιηθεί και να ξεπεράσει την ηγεσία της ούτε την φέρνει πλησιέστερα στην αριστερά, ακριβώς το αντίθετο. Αντίθετα είναι σήμερα απολύτως εφικτό να εξηγηθεί στους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ γιατί δεν μπορούμε να το υπερψηφίσουμε χωρίς αυτοί να θεωρήσουν τη θέση μας αυτή σαν εχθρική ενέργεια απέναντι τους. Λογικές του τύπου ότι «αν θέλουν τις ψήφους μας πρέπει και να τις αξίζουν» μπορούν να βρουν απήχηση και να βοηθήσουν ιδεολογικά εκείνους που παραμένουν εγκλωβισμένοι στο ΠΑΣΟΚ πολύ περισσότερο από την όποια, κριτική έστω, υπερψήφιση του, που απλά βοηθάει στο να παρατείνεται το αδιέξοδο τους.

Ν.Συμεωνίδης

Δεκέμβρης 2002


Σπάρτακος 68, Γενάρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3175

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s