του Χρήστου Ιωνά
Η εφημερίδα Le Monde είναι πάντα στη Γαλλία απαραίτητη: τόσο για τις αναλύσεις της, χρήσιμες για την εργοδοσία αλλά και για τους αγωνιστές εργαζόμενους, όσο και για την άποψή της για τη δημοσιογραφική ηθική, την οποία και υποστήριξαν οι διαδοχικοί διευθυντές της, όπως και σήμερα απεικονίζεται από τον αρχισυντάκτη της, Edwy Plenel, τα βιβλία του οποίου ασφαλώς τα συνιστάμε ανεπιφύλακτα. Δεν θα μπορούσε κανείς να πει τα ίδια και για την εφημερίδα Liberation, της οποίας η ανοιχτά αριστερίστικη προέλευση έχει μεταλλαχτεί σε ένα είδος αδύναμης κυνικής ηθικής. Αλλά μόλις διευκρινιστούν αυτά, πρέπει αμέσως να διευκρινιστεί και κάτι άλλο: βασικά, η Le Monde είναι μια εξαίρετη πυξίδα του πολιτικού προσανατολισμού της οικονομικά και διανοητικά φιλελεύθερης αστικής τάξης, γαλλικής όπως και ευρωπαϊκής, και τόσο οι ανησυχίες της όσο και τα λάθη της (το πιο γνωστό, μόλις πριν το Μάη του 1968: «Η Γαλλία βαριέται», η Γαλλία σε ένα είδος τέλους της ιστορίας χωρίς -τότε- θεωρητικοποίηση!) μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα! Από την άποψη αυτήν, η Le Monde δεν έχει και μεγάλη σχέση με την κυβέρνηση Raffarin, της οποίας η αντιδραστική όψη είναι τόσο πιο ανυπόφορη όσο και ο γλοιώδης της λόγος απαξιώνει λέξεις τόσο δυνατές όπως «ανθρωπισμός»… για να μπορέσει στην πράξη να επιτεθεί, σήμερα, σε τόσο στοιχειώδη δικαιώματα όσο το δικαίωμα των φτωχών στην ιατρική περίθαλψη! Όχι, η le Monde εγγράφεται στην οπτική ενός αστικού κόσμου, ασφαλώς ουτοπικού, αλλά που μεταφράζει αρκετά καλά την αντίληψη για τους πραγματικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Έτσι, το δηλητηριώδες άρθρο που δημοσίευσε η εφημερίδα, αμέσως μετά το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Φλωρεντίας, δεν μπορούσε παρά να δώσει ευχαρίστηση, αφού η δημοσιογράφος ανησυχούσε ανοιχτά για το βάρος της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κίνημα, μετά βίας παραμορφωμένη μετάφραση του προβλήματος της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία πλέον αναγκάζεται να συμμετέχει στο κίνημα, έστω και αν όχι για να την συγχαρούν!
Το πρόσφατο άρθρο ενός από τους αρχισυντάκτες της, του Bernard Le Gendre, στο τεύχος της 14/12/2002, ανήκει σε αυτά τα άρθρα «προσανατολισμού» που τείνουν να αποδείξουν, εάν χρειάζεται, πως οι μεγάλες εθνικές και διεθνείς κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων είναι τελικά απαραίτητες… Πράγμα που ασφαλώς δεν ήταν στους στόχους του δημοσιογράφου. Με τίτλο «Συνδικαλιστική αθλιότητα, αθλιότητα της αριστεράς», το άρθρο περιγράφει πολύ ωραία ορισμένες από τις βασικές τάσεις του γαλλικού εργατικού κινήματος: πολύ χαμηλή συνδικαλιστικοποίηση, απόσυρση του εργατικού κινήματος από τις λαϊκές συνοικίες, που αφήνει χώρο για τη δημαγωγία ενός Λε Πεν ή και σε άλλους φασίστες. Δεν διαφωνούμε με τη διαπίστωση αυτήν και θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέσουμε και το εξής: στη Γαλλία υπάρχει τώρα, ιδιαίτερα μετά τις προεδρικές εκλογές, μια κούρσα ταχύτητας, ανάμεσα στις οργανώσεις του εργατικού κινήματος, από τη μια, και στο Εθνικό Μέτωπο, από την άλλη, για την οργάνωση και τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος, ακόμα περισσότερο καθώς η πολιτική Ραφαρέν, με τον υπερ-μπάτσο υπουργό του, Σαρκοζύ, δεν μπορεί παρά να αναπτύξει χώρο για τον Λε Πεν και τους διαδόχους του.
Αντίθετα, εκεί όπου η Le Monde δείχνει τα όριά της, είναι στις προοπτικές: σε πρώτη ανάγνωση, δεν βλέπεις προοπτικές! Ξαναδιαβάζοντας, ωστόσο, μπορείς να βρεις δυο-τρεις, που διατυπώνονται υπό μορφή λύπης, αλλά όχι και χωρίς εμβέλεια. Η πρώτη είναι η λύπη που το εργατικό κίνημα στη Γαλλία εξακολουθεί να κινείται στο πνεύμα της Συνθήκης της Αμιέν του 1906, η οποία ακριβώς σημαδεύει την οργανωτική οριοθέτηση μεταξύ κόμματος και συνδικάτου. Αυτό δεν διευκολύνει το ρίζωμα ούτε του ενός ούτε του άλλου, λέει ο δημοσιογράφος, «αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στη Γερμανία και στη Μεγάλη Βρετανία όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η σοσιαλδημοκρατία αλληλοστηρίζονται χωρίς κόμπλεξ». Μια απάντηση στην κρίση του εργατικού κινήματος με τη χρήση των γερμανικών και αγγλικών μοντέλων (ξεχνώντας εξάλλου την ήδη πρακτική αμφισβήτηση αυτής της αυτόματης σχέσης στην Αγγλία), να τι θα κινητοποιήσει πλατιά στη Γαλλία, όπου οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες μάλιστα εκδιώχτηκαν από τις πρόσφατες διαδηλώσεις για την υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών! Άλλο πράγμα θα ήταν να επικρίνει κανείς τη συνδικαλιστική διασπορά: ο πολλαπλασιασμός των συνδικάτων είναι προφανώς ένας από τους παράγοντες της κρίσης και είναι επείγον να πάμε προς συνδικαλιστική ενοποίηση με δικαίωμα τάσεων.
Δεύτερο «λυπηρό» σημείο: «Η κατάπτωση του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι περισσότερο επιζήμια ακόμα για την αριστερά. Το PCF οργάνωνε τον κόσμο της εργασίας δίνοντας ένα νόημα στους αγώνες του». Θα μπορούσαμε και να ονειρευόμαστε, όταν ξέρουμε τα περίφημα αντι-κομμουνιστικά άρθρα της Le Monde στις δεκαετίες του ’50 και του ’60! Αλλά αυτό εκφράζει αρκετά καλά το αδιέξοδο αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί -ελλείψει καλύτερου όρου- ως αστικο-ρεφορμιστική αριστερά, αδιέξοδο που συμμερίζονται άλλωστε ορισμένοι και στην άκρα αριστερά, όπως π.χ. η Lutte Ouvriere, που συχνά εκφράζει τον ίδιο τύπο «λυπηρών διαπιστώσεων» απέναντι στην εξασθένιση του PCF, όσο η επαναστατική ανάκαμψη δεν είναι ακόμα έτοιμη! Ο Λε µένρ και η Αρλέτ Λαγκιγιέ συμμερίζονται τον ίδιο ιδεαλισμό, καθώς ονειρεύονται και οι δύο έναν ελεγχόμενο θάνατο του PCF: για τους ρεφορμιστές της Le Monde, το PCF θα ενσωματωνόταν έτσι μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, για την LO, η ηγεσία του κόμματος αυτού θα τοποθετούσε ευγενικά την Αρλέτα στην πολιτική ηγεσία της εργατικής τάξης. Σε αυτό, προφανώς, και οι δύο αυταπατώνται γερά. Πράγματι, όχι μόνο το PCF, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις του σταλινισμού του, είναι αποκλειστικά το ίδιο υπεύθυνο για την κατάρρευσή του (με τον ίδιο τρόπο που αυτό ισχύει και για τα εργατικά κράτη), αλλά και επιπλέον πρέπει να δει κανείς ότι αυτό έγινε μέσα σε ένα εθνικό και διεθνές πλαίσιο, όπου η επαναστατική αριστερά μπόρεσε, εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια, να δώσει απαντήσεις που κατάφεραν να της δώσουν μια φερεγγυότητα (υποστήριξη των επαναστάσεων στην Κεντρική Αμερική, ανυποχώρητη πάλη από την αρχή ενάντια στην άκρα δεξιά, προτάσεις για ενωτική πάλη ενάντια στην ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια, …), αλλά και τη δυνατότητα να ανοίξει πραγματικές συζητήσεις με τους αγωνιστές του PCF. Για το επόμενο συνέδριο του κόμματος αυτού, ο ένας από τους άξονες συζήτησης που επέβαλε το ονομαζόμενο «ανανεωτικό» ρεύμα είναι η κοινή δράση με το κοινωνικό κίνημα και με τη ριζοσπαστική αριστερά. Είναι προφανές, για κάθε εργαζόμενο αγωνιστή, ότι τέτοιες συζητήσεις, που ήταν αδύνατες πριν από δέκα χρόνια, πρέπει να καταλήξουν στην ανοικοδόμηση μιας αληθινής αριστεράς στη Γαλλία, με στόχους -μεταξύ άλλων- να επαναπλεκούν τα δίκτυα αλληλεγγύης, που σήμερα λείπουν, ανάμεσα στους εργαζόμενους, τους νέους, τις γυναίκες, τους μετανάστες, μέσα στις συνοικίες και στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, διαβάζοντας τη Le Monde, τίποτα από όλα αυτά δεν διαγράφεται: η απελπισία μοιάζει να αντικαθιστά τις ωραίες ευχές του δημοσιογράφου!
Άλλωστε, μιλώντας για κοινωνικά κινήματα και για «άκρα αριστερά», ο Le Gendre γράφει: «Όμως ο ριζοσπαστισμός των κινημάτων αυτών, που εξηγεί και τη δύναμή τους, δεν ταιριάζει με τις ανησυχίες της βαθιάς Γαλλίας, με την οποία το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα έχασαν την επαφή». Είναι σαν να ξεχνάει γρήγορα το 10% που πήραν οι Besancenot και Laguillier στις προεδρικές εκλογές, την ίδια στιγμή που ο Σιράκ δεν πήρε ούτε 19%. Και είναι ακόμα σα να ξεχνάει επίσης γρήγορα ότι το τεράστιο ποσοστό αποχής, που συνεχίζει να επιβεβαιώνεται σε όλες τις τμηματικές εκλογές, ισχύει επίσης και για τη δεξιά (εάν μείνουμε στα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών της 21ης Απριλίου, καθώς ο δεύτερος γύρος λειτούργησε σαν ανάχωμα στον Λε Πέν, τότε ο Σιράκ εκλέχτηκε από το 12% των Γάλλων!). Επομένως, η ήδη πολύ αντιδραστική έννοια της «βαθιάς Γαλλίας» είναι και τελείως λαθεμένη: αυτό που διακυβεύεται, και το οποίο ισχύει επίσης και για τη δεξιά, είναι το να ξανα-αποκτήσει φερεγγυότητα η πολιτική δράση -η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι εδώ απλώς μια ένδειξη. Στην πραγματικότητα, είναι κυρίως με την ανάπτυξη όλων των δυνατών μορφών δημοκρατικής δράσης, είτε για την υπεράσπιση ενός σχολείου που απειλείται με κλείσιμο είτε με εθνικές διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ είναι και με ευρωπαϊκές κοινωνικές κινητοποιήσεις, που το δημοκρατικό συναίσθημα μπορεί να ενισχυθεί. Και από την άποψη αυτήν, χωρίς να πέσουμε σε μια ηλίθια αισιοδοξία, δεν μπορούμε παρά να καταδικάσουμε το ύφος του άρθρου του Le Gendre: Πρώτον, γιατί οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις της αστικής τάξης δείχνουν μια έντονη συμπάθεια για τους σημαντικούς αγώνες: ενάντια στα μεταλλαγμένα, υπεράσπιση των άστεγων, δικαίωμα στην υγεία και στη σύνταξη. Δεύτερον, επειδή υπάρχει, νομίζουμε, ένα ορισμένο ενδιαφέρον για τη συμμετοχική δημοκρατία, έννοια που μάλιστα έχει αναπτύξει ως και η δεξιά, το οποίο αποδεικνύει πως τα πράγματα προχωρούν στο χώρο αυτόν: σε μας εναπόκειται να κάνουμε τα πάντα για να μην ιδιοποιηθεί το κεκτημένο αυτό η αστική τάξη, της οποίας είναι κατανοητός ο φόβος! Τότε, ναι, χωρίς αυταπάτες -αρκεί να δει κανείς το μικρό αριθμό των αντιπολεμικών διαδηλωτών στη Γαλλία, τη στιγμή αυτήν-, αλλά παίρνοντας υπόψη τις βαθύτερες εξελίξεις που σημειώνονται, πρέπει τελικά να ευχηθούμε το πέρασμα σε ανώτερη ταχύτητα των τάσεων που αποκαλύφθηκαν ήδη από το Δεκέμβρη του 1995 και που ονομάζονται -για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο ενός πολυσυζητούμενου βιβλίου- επέκταση του χώρου των αγώνων! Αυτό είναι μια ευχή για τη χρονιά που έρχεται, έστω και αν συνεχίσουμε να διαβάζουμε παθιασμένα ως και τη Le Monde!
Χρήστος Ιωνάς
31/12/2002