Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ
του Φρανσουά Βερκάμεν *
Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ) που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία τον Νοέμβριο του 2002 αποτελεί ένα ορόσημο για την ιστορία του κινήματος των εργαζομένων. Πριν από οποιαδήποτε αναλυτική εκτίμηση, πρέπει να αναγνωρίσουμε την κλίμακα αυτού του γεγονότος: οι 65.000 άνθρωποι που για τρεις ημέρες (7-9 Νοεμβρίου) γέμισαν το «Fortezza Da Basso» (το «Φρούριο από τα κάτω» -κατάλληλο όνομα για την περίσταση!) οι πάνω από 400 χώροι συζήτησης, μια αφθονία κειμένων, άρθρων, βιβλίων, φυλλαδίων και προκηρύξεων, ένα πλήθος άτυπων ανταλλαγών και δικτύωσης· προτάσεις, ενέργειες, εκστρατείες. Το ΕΚΦ: μια χαρούμενη έκθεση, ένα λαϊκό πανεπιστήμιο, μια ιδρυτική συνάθροιση, μια διεθνής και διεθνιστική κοινότητα, ένα νέο κίνημα που οργανώνεται: μια ιλιγγιώδης γέννηση γεμάτη από θριαμβευτική ενέργεια. Η διαδήλωση: μια αξέχαστη επίδειξη δύναμης, μια έμπνευση προς την ουτοπία και μια νεολαία που κρατάει τη λαβή της πολιτικής. Χιλιάδες πικέτες, πανό και κόκκινες σημαίες· ένα εκατομμύριο φωνές που εξέφρασαν την αντίθεσή τους στον πόλεμο, και πέρα από αυτόν η επιθυμία τους για έναν άλλο κόσμο και μια άλλη Ευρώπη, μια άλλη ζωή για ολόκληρο τον πλανήτη. Αλλά όχι χωρίς ανησυχίες: η χαρούμενη προοπτική «ενός άλλου κόσμου και της μιας άλλης Ευρώπης» επισκιάστηκε από τον πόλεμο που προετοιμάζεται και την οικονομική καταστροφή που επίκειται και την αφόρητη ανευθυνότητα των κυρίαρχων τάξεων που δε διστάζουν να καταστείλουν, να φυλακίσουν και να σκοτώσουν.
Η μάχη για τη Φλωρεντία
Πριν μιλήσουμε για το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ (ΕΚΦ), θα πρέπει να δούμε την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων μέχρι τη διαδήλωση το Σάββατο το απόγευμα, ο κίνδυνος της βίαιης καταστολής «αλά Γένοβα» ήταν ορατός. Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είχε απαιτήσει και είχε επιτύχει την αναστολή της συμφωνίας του Schengen από τις άλλες κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.): τη δυνατότητα αποκλεισμού πρόσβασης των αλλοδαπών στο ιταλικό έδαφος. Μετά έγινε προσπάθεια το ΕΚΦ «να ακυρωθεί» ή «να αναβληθεί» για μερικές εβδομάδες, κατόπιν «να μεταφερθεί» σε μια άλλη πόλη εκτός Φλωρεντίας. Όσο πλησίαζε η «μοιραία» ημερομηνία, τόσο περισσότερο εντεινόταν η εκστρατεία ποινικοποίησης που ενορχηστρωνόταν από την κυβέρνηση Berlusconi. Το γεγονός ότι η «Corriere della Sera», που θεωρείται ως η σοβαρότερη εφημερίδα της Ιταλίας, άνοιξε τις σελίδες της σε μια υστερική επίθεση της Oriana Fallaci η οποία εμπλέκει όλους τους εφιάλτες του «δυτικού πολιτισμού» (Ισλάμ, τρομοκρατία, Black Block, επιστροφή του κομμουνισμού, κατάληψη της Φλωρεντίας: ιστορική πρωτεύουσα του δυτικού πολιτισμού) ήταν ένα σημάδι του κατασταλτικού σεναρίου που προπαγανδιζόταν ανοιχτά. Όπως ήταν οι διώξεις εναντίων 40 ακτιβιστών για τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις στη Νάπολη τον Απρίλιο του 2001 και τη Γένοβα τον Ιούλιο του 2001 (βάσει ενός νόμου της εποχής Μουσολίνι περί «δημιουργίας ανατρεπτικής οργάνωσης»)!
Η προσπάθεια να πνιχτεί αυτό το πολύ δημοφιλές κίνημα μέσω νομικών ή κατασταλτικών μέσων δεν πέτυχε. Ως εκ τούτου, χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση: να ενσωματώσει ή να συνεργαστεί με το κίνημα, μέσω των οργανώσεων της σοσιαλδημοκρατίας και των κρατικών οργανισμών.
Πρέπει να βγάλουμε ένα σπουδαίο μάθημα για τις επόμενες συναντήσεις του ΕΚΦ: το να υπάρχει, να συναντιέται και να διαδηλώνει ως ευρωπαϊκό κίνημα θα είναι μια δοκιμή της δύναμής του. Ο εξευρωπαϊσμός των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων θα πραγματοποιηθεί προφανώς ενάντια στις κυβερνήσεις της Ε.Ε., που είναι και η πραγματική ένδειξη γι το πώς πραγματικά σκέφτονται όταν μιλούν για τη «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ένα πραγματικά ευρωπαϊκό κίνημα
Η συνάντηση της Φλωρεντίας σήμανε αναμφισβήτητα τη γέννηση ενός νέου ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος. Το ΕΚΦ ήταν πραγματικά ευρωπαϊκό στη σύνθεση, την ηγεσία, την επεξεργασία, τα θέματα, τον κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό του, καθώς επίσης και στην ποικιλομορφία των επιτροπών, των οργανώσεων και των κινημάτων του. Οι προηγούμενες αντι-σύνοδοι είχαν συγκεντρώσει βεβαίως συμμετέχοντες από όλες τις χώρες της Ε.Ε., αλλά ήταν η φιλοξενούσα χώρα που είχε αναλάβει κατά ένα μεγάλο μέρος την πρωτοβουλία και τον όγκο της οργάνωσης, την ημερήσια διάταξη, τη συμμετοχή, τα καθήκοντα ομιλίας, κ.ά. Κατά συνέπεια, η πολύ επιτυχημένη αντι-σύνοδος στο ισπανικό κράτος (στις αρχές του 2002), με τις μαζικές διαδηλώσεις της (200.000 στη Βαρκελώνη) ήταν έντονα επηρεασμένη από το εθνικό-περιφερειακό πλαίσιο -με μικρή παρουσία ξένων αντιπροσωπειών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η συνάντηση στη Φλωρεντία δεν ήταν μια «αντι-σύνοδος», αλλά η πρώτη συνεδρίαση του ΕΚΦ. Και ήταν το αποτέλεσμα μιας μακριάς προετοιμασίας και συστηματικής εργασίας από τον Μάρτιο του 2002 και μετά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, συγκεντρώνοντας τη τεχνογνωσία και τη δύναμη του κινήματος που έχει συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ένας πραγματικός «ευρωπαϊκός συντονισμός» ξεκίνησε έτσι μέσω μιας διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ διαφόρων κινημάτων και ακτιβιστών. Συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες, τη Βιέννη, τη Θεσσαλονίκη, τις Βρυξέλλες πάλι, τη Ρώμη, τη Βαρκελώνη και τη Φλωρεντία. Το Internet επέτρεψε σε όλους τους ενδιαφερόμενους να επικοινωνήσουν, να επηρεάσουν και να παρέμβουν.
Παράλληλα, η ιταλική συντονιστική επιτροπή πραγματοποίησε μια άψογη εργασία σε πολιτικό, οργανωτικό και υλικοτεχνικό επίπεδο. Πάνω απ’ όλα σήμανε μια συναίνεση, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι πλαδαρή στον κίνδυνο της μη-εφαρμογής των αποφάσεων. Χωρίς τη δύναμη των ιταλικών συντρόφων -που βασίζεται στην ασύγκριτη άνοδο της κινήματος σε εκείνη την χώρα και την εμπειρία τους- δεν θα είχε υπάρξει ΕΚΦ σε αυτήν την κλίμακα, το βάθος και την εθνική ή ευρωπαϊκή σημασία.
Ούτε θα ήταν δυνατό χωρίς τη συμμετοχή, από την αρχή, των μη-ιταλικών κινημάτων.
Χρειαζόταν μια περιεκτική, συχνά επίμοχθη, προσέγγιση για «να εξευρωπαϊσθεί» το σχέδιο του ΕΚΦ. Κατάφερε να δημιουργήσει μια συμμετοχική διεθνής δυναμική. Γύρω στις 20.000 ήταν εκείνοι που παρευρέθηκαν στο Φόρουμ και προήλθαν από κάποια χώρα εκτός Ιταλίας. Ήταν κάτι απροσδόκητο, επειδή εάν είναι εύκολο να οργανωθεί ένα πάνελ ομιλητών από διάφορες χώρες, δεν ισχύει το ίδιο για το ακροατήριο. Πράγματι, στις συζητήσεις (διαλέξεις, εργαστήρια κ.ά.), υπήρξε μια μεγάλη «εθνική» ποικιλομορφία (ήταν προφανές ακόμα από τα ακουστικά των συμμετεχόντων και τους θαλάμους για τους μεταφραστές). Ήταν επίσης προφανές από το πολιτικό υλικό που κυκλοφόρησε μαζικά σε κάθε γλώσσα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Δύο αδυναμίες ήταν φανερές. Πρώτα, το ΕΚΦ ήταν ουσιαστικά μια υπόθεση της «λατινικής Ευρώπης» που αντισταθμίστηκε ως ένα ορισμένο βαθμό από μια εξαιρετική αντιπολεμική κινητοποίηση από τη Μεγάλη Βρετανία και μια ισχυρή και αντιπροσωπευτική παρουσία από άλλες χώρες. Η γεωγραφική απόσταση δεν ήταν ο μόνος λόγος. Η νεολαιίστικη και κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση είναι ακόμα πολύ άνιση στην Ευρώπη. Ακόμα και στην ταραχώδη ζώνη της νότιας Ευρώπης, η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα αλλά και το επίπεδο του «κινήματος» δεν είναι ίδια· η Ιταλία και η Ελλάδα είναι οι πιο προχωρημένες.
Δεύτερον, υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη μιας πολιτικής-προγραμματικής θέσης απέναντι στην Ε.Ε. Είναι εντυπωσιακό ότι δεν υπάρχει ακόμα οποιαδήποτε προγραμματική «κοινή αίσθηση» σε σχέση με την Ε.Ε. όπως υπάρχει σε σχέση με τον παγκοσμιοποιήμενο καπιταλισμό και τους θεσμούς του. Ο τρόπος της αντιπαράθεσης, με μια πληθώρα ομιλητών απαίτηση για ένα εθνικό και ιδεολογικό πλουραλισμό- δεν ευνόησε ούτε την ανταλλαγή των απόψεων μεταξύ των ομιλητών αλλά ούτε και την παρέμβαση από τους συμμετέχοντες. Εντούτοις, αυτό είναι μόνο η αρχή. Αυτό που έχει επιτευχθεί είναι μια πρώτη δόμηση του κινήματος, μια σπάνια συνοχή, η θέληση για συνέχεια, μια ήδη συγκεκριμενοποιημένη προοπτική των ενεργειών και των δράσεων που μπορεί να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη.
Οι κίνδυνοι της ευρωπαϊκής ταυτότητας
Όλες οι οργανωτικές προσπάθειες στον κόσμο (και την Ευρώπη!) είναι μάταιες εάν δεν υπάρχει ένα ισχυρό επίπεδο πολιτικής πεποίθησης. Η «ευρωπαϊκή» ταυτότητα (συνείδηση) είναι βεβαίως γεννημένη μέσω μιας τυχαίας και συχνά παράδοξης διαδικασίας, αλλά κάτω από τους καλύτερους πιθανούς οιωνούς: κινητοποίηση από κάτω «για μια άλλη Ευρώπη», ρήξη με την Ε.Ε., τα ιδρύματα και την πολιτική της. Οι ήττες του παραδοσιακού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος στις δεκαετίες του ’80 και ’90, τα 20 έτη σχεδόν συνολικής νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας πάνω στην κοινωνία και τους κρατικούς θεσμούς και η ενεργός συνενοχή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας έχουν υπονομεύσει την παραδοσιακή σοσιαλιστική δραστηριότητα. Εκτός από αυτήν την παράδοση -που είναι περισσότερο από έναν αιώνα παλιά- τα «νέα» κινήματα, αδύνατα αλλά συμβολικά και μερικά νομιμόφρονα (όπως τη κίνημα για την ακύρωση του χρέους του Τρίτου Κόσμου ή τις Ευρωπορείες ενάντια στην ανεργία) έχουν ξαναδώσει αξία στην κοινωνική δράση και την κριτική σκέψη, ενώ την ίδια στιγμή ένα κομμάτι ενεργούς νεολαίας γοητεύεται από τα θέματα της οικολογίας και της βοήθειας στον Τρίτο Κόσμο.
Συγχρόνως, από τις αρχές του ’90 έχουν ξεκινήσει κινητοποιήσεις, σε μια περιορισμένη κλίμακα, να αμφισβητούν το ρόλο των διεθνών οικονομικών ιδρυμάτων. Μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις (ειδικότερα οι τεράστιες γενικές απεργίες στο Βέλγιο, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα) δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά παρά τον ογκώδη και αγωνιστικό χαρακτήρα τους, το εργατικό κίνημα έχει χάσει τα προωθητικά και ελκυστικά χαρακτηριστικά του σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Οι μαζικές απεργίες στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1995 ήταν ένα πολιτικό σημείο καμπής σε εκείνη την χώρα, αλλά με μικρό ευρωπαϊκό αντίκτυπο, εκτός από τα πολιτικοποιημένα κομμάτια της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι Ευρωπορείες ενάντια στην ανεργία -μια γαλλική πρωτοβουλία – έφεραν ανθρώπους από όλη την Ευρώπη στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στο Άμστερνταμ τον Ιούνιο του 1997 και προώθησαν το πρώτο πραγματικά ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα της νέας περιόδου. Ένα «νέο» κοινωνικό ζήτημα προέκυψε στην πλούσια Ευρώπη, που αφορούσε άμεσα τους όρους ύπαρξης των φτωχότερων στρωμάτων. Έβαλε τη βάση για την οικοδόμηση του ΕΚΦ. Αλλά παρέμεινε περιθωριοποιημένο με δύο έννοιες: το εργατικό κίνημα, κάτω από το βάρος της σοσιαλδημοκρατίας, ήταν εκτός διαδικασιών (στην πραγματικότητα ήταν ανοιχτά εχθρικό) και οι τα ακτιβίστικα κομμάτια του οικολογικού κινήματος και τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου επικέντρωσαν τις προσπάθειες τους ενάντια στα διεθνή ιδρύματα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ). Έτσι, το ευρωπαϊκό «κέντρο» ήταν κατά πολύ το πιο ενεργό και οργανωμένο, αλλά ήταν έξω από την Ευρώπη όπου το νέο κίνημα συγχρονίστηκε με την παγκόσμια φαντασία: οι συγκρούσεις στο Σιάτλ (Νοέμβριος 1999) και τα Κοινωνικά Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε (στις αρχές του 2001 και το 2002).
Από «την αντι-παγκοσμιοποίηση» στην Ευρώπη
Παραδόξως, όταν το κίνημα στην Ευρώπη αντέδρασε στο Σιάτλ επέλεξε ως μέτωπο πάλης την «παγκοσμιοποίηση» και αγνόησε κατά ένα μεγάλο μέρος την Ε.Ε. (το ρόλο της, την πολιτική της κ.ά.) και ακόμα κι αν υπήρξαν διαδηλώσεις και συνεδριάσεις στις συνόδους κορυφής της Ε.Ε. της Λισσαβόνας, της Νίκαιας και του Γκέτεμπουργκ, εξάντλησαν την προβληματική τους σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση. Η πραγματική μάχη ίδρυσης της κινήματος στην ευρωπαϊκή ήπειρο συνδέθηκε με μια συνεδρίαση των G7+1. Η σύγκρουση στη Γένοβα (επιδιωκόμενη, προγραμματισμένη και εφαρμοσμένη από τον Μπερλουσκόνι) τον Ιούλιο του 2001 θα χαρακτηρίζει για πάντα τη συνείδηση των νέων του κινήματος.
Πρώτα, από την προσπάθεια να καταστείλουν τους τελευταίους μέσω μορφών κρατικής βίας ανεπανάληπτων τα τελευταία 25 έτη. Η ηθική νίκη που σημειώθηκε διαδόθηκε σε όλη την ήπειρο πέρα από τα ενεργά και πολιτικοποιημένα στελέχη του κινήματος. Εντούτοις, έγινε γνωστό και κάτι άλλο: οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. εφαρμόζουν πολιτικές που επιτίθενται στους όρους διαβίωσης των ανθρώπων στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Η προβληματική της Ε.Ε. ως υπερεθνικό κράτος μετασχηματίζει το κίνημα. Πρώτα επειδή στην Ιταλία, και μόνο εκεί υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αναπτύχθηκε μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ του «κινήματος των κινημάτων» και του παραδοσιακού εργατικού και το τελευταίο οδηγήθηκε στη συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες. Δεύτερον, το νέο κοινωνικό κίνημα και το κλασικό συνδικαλιστικό κίνημα ωθούνται στις διαδηλώσεις ενάντια στην Ε.Ε. Στις Βρυξέλλες, τον Δεκέμβριο του 2001, υπήρξαν 20.000 άνθρωποι στο δρόμο και η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) κινητοποίησε 60.000 εργαζομένους την προηγούμενη ημέρα.
Το κίνημα επέζησε μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, παρά τον οδοστρωτήρα των ΜΜΕ «μην διαδηλώνετε ή μην ζητάτε αυξήσεις όταν είμαστε στον πόλεμο» ή όταν «απειλείται η δύση από τους βαρβάρους»! Στην Ισπανία την Άνοιξη του 2002 έγιναν εντυπωσιακές διαδηλώσεις -όλες κάτω από την απειλή της βίαιης καταστολής. Στη Βαρκελώνη, ήμασταν 200.000! Και η πυξίδα του κινήματος δεν ήταν λάθος προσανατολισμένη, δεδομένης της μεγάλης επιτυχία της εικοσιτετράωρης γενικής απεργίας και του γεγονότος ότι το ισπανικό συνδικαλιστικό κίνημα τόλμησε να την καλέσει.
Είναι οι «δικές μας» κυρίαρχες τάξεις, τα νεοφιλελεύθερα και σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα που έχουν διδάξει το κίνημα πώς και γιατί να μετασχηματίσει το ευρωπαϊκό κίνημα αντι-παγκοσμιοποίησης σε ένα κίνημα πάλης και αγώνα στις χώρες μας και ενάντια στην Ε.Ε. Η συγκεκριμένη ευρωπαϊκή ταυτότητα του κινήματος σφυρηλατήθηκε μέσα από μια σειρά αγώνων για να γεννηθεί και να επιζήσει. Η απόφαση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (ΠΚΦ) τον Ιανουάριο του 2002 στο Πόρτο Αλέγκρε να οργανώσει τα «περιφερειακά» Φόρουμ αποδείχτηκε επίκαιρη.
H ανακάλυψη της Ε.Ε.
Στην προσπάθειας αποκέντρωσης του ΠΚΦ προς διαφορετικές ηπείρους, σε αυτήν την περίπτωση την Ευρώπη, το Κοινωνικό Φόρουμ άλλαξε τη φύση του: από ένα κίνημα προπαγάνδας, έγινε ένα ενεργό κίνημα παρέμβασης, παράλληλα με άλλα, στην καθημερινή ζωή των εργαζομένων, της νεολαίας, των γυναικών, των μεταναστών με όλες τις συνέπειες που απορρέουν. Η πρώτη περίπτωση ήταν το Ιταλικό Κοινωνικό Φόρουμ (στη Γένοβα). Ξαφνικά, έγινε το κέντρο στην Ευρώπη για την αναγέννηση του εργατικού και κοινωνικού κινήματος συνολικά. Πολύ γρήγορα μετά από τα γεγονότα τον Ιούλιο του 2001, το Ιταλικό Κοινωνικό Φόρουμ διαδόθηκε και ρίζωσε σε εκατοντάδες πόλεις και δήμους σε ολόκληρη τη χώρα, δημιουργώντας δεσμούς και συγκλίσεις μεταξύ των πυρήνων των κινημάτων, συμμετέχοντας και ενισχύοντας διάφορες αγώνες: αντιπολεμικό, αντι-αυταρχικό, για τα πολιτικά δικαιώματα, εργατικό. Έχει εξελιχθεί σε ένα πραγματικό κέντρο και πολιτικό εργαστήριο για ολόκληρη την ήπειρο. Είναι μόνο του, προς το παρόν, όσον αφορά την κλίμακα και το βάθος του. Αλλά η τάση είναι η ίδια παντού: το ΕΚΦ και τα κινήματά του έχουν δεθεί με τους ιστούς της κοινωνίας.
Ακριβέστερα, το «κίνημα των κινημάτων» όπως ονομάζεται- αντιμετωπίζει το κοινωνικό ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας της πλειοψηφίας του πληθυσμού καθώς και το πολιτικό ζήτημα των μέσων με τα οποία μπορούν να επιβληθούν αλλαγές στις κρατικές και θεσμικές δομές. Είναι μια προβληματική άλλων διαστάσεων και τάξης. Αυτή η μετάβαση είναι περίπλοκη: το «κίνημα» καθ’ αυτόν δεν είναι έτοιμο (ακόμα κι αν οι ηγέτες και τα ενεργά στελέχη είναι)· και «τα κινήματα» που συνθέτουν «το κίνημα» είναι ακόμα λιγότερο, λόγω της ανομοιογένειάς τους (από την άποψη των θεματικών, της οργάνωσης, της λειτουργίας, της συμπεριφοράς, των άμεσων και θεμελιωδών στόχων, των δεσμών με την κοινωνία, την κοινωνιολογική σύνθεση, την υλική βάση κ.ά.): μεγάλες/επιδοτούμενες και μικρές/αυτάρκεις NGOs, τα κινήματα για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, Διεθνής Αμνηστία, ARCI (ιταλική πολιτιστική ένωση καθολικής προέλευσης, με ένα εκατομμύριο μέλη), τα κοινωνικά κέντρα, συνδικαλιστικές ενώσεις. Μετατρέπεται σε μια πραγματικά διαλεκτική σύνθεση. Τυπικά, «το κίνημα» -γενικώς- δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από το σύνολο των επιμέρους κινημάτων. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται και ενισχύεται από συντρόφους και ενεργά στελέχη που είναι έντονα δραστήρια και που δεσμεύουν στην πραγματικότητα το «συγκεκριμένο κίνημα τους». Ταυτίζονται συχνά «διαισθητικά» με τις ισχυρές προγραμματικές ιδέες («ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», «ο κόσμος δεν είναι για πούλημα») και τις μεγάλης κλίμακας πρωτοβουλίες (όπως την έκκληση των κοινωνικών κινημάτων). Με άλλα λόγια, ασκούν την πολιτική με την κυριολεκτική έννοια του όρου: όλα τα βασικά ζητήματα της κοινωνικής ζωής προσεγγίζονται.
Αποτελούν ντε φάκτο «πολιτικές οντότητες» («πολιτικά υποκείμενα» όπως οι λένε Ιταλοί) που δραστηριοποιούνται με όλα τα δημόσια θέματα, πέρα από τις εκλογές και τα πολιτικά κόμματα. Αλλά δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες: οι δεσμοί μεταξύ των κινημάτων και των πολιτικών (κόμματα και κυβερνήσεις) είναι πολλαπλάσιες και συνεχείς. Και οι περισσότεροι «αντικομματικοί» παράγοντες του κινήματος δεν είναι αντίθετοι στην πραγματοποίηση επαφών σε «ατομική βάση» και «χωρίς την δέσμευση του κινήματος» (sic!) με τον κόσμο των πολιτικών.
Πιο περίπλοκη ακόμα είναι η έκρηξη «της κοινωνίας των από κάτω» που βρίεκται ενωπίον ενός κινήματος που αναπτύχθηκε «από τα πάνω», συχνά ξεκινώντας από μικρούς πυρήνες, γύρω από καθορισμένα θέματα και ομάδες εργασίας και με μια ορισμένη νοοτροπία που συμβαδίζει με όλα αυτά. Ο Μπερτινότι, γραμματέας της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, λέει σωστά ότι «το κίνημα» είναι ιδιαίτερα «αυτοδιοικούμενο»: η πρακτική προτεραιότητά του είναι η ανάπτυξη και η ενίσχυσή του. Συμπυκνώνεται στη διαδικασία δημιουργίας ενός νέους κοινωνικοπολιτικού κινήματος. Ο βασικές συνιστώσες έχουν αυτήν ακριβώς την προτεραιότητα: τον έλεγχο των εσωτερικών αντιφάσεων, δηλαδή την ενότητα του κινήματος. Δεν είναι τεχνητό γιατί ενσωματώνει τα ιδιαίτερα κέρδη που έχουν κάνει το κίνημα να είναι ένας πολιτικός παράγοντας πρώτου επιπέδου σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά η αναπόφευκτη ανάγκη για άμεση παρέμβαση στην κοινωνία, «σε καθημερινό επίπεδο», αναδεικνύει και τα ερωτήματα γύρω από τη στρατηγική, την τακτική και τα αιτήματα. Η τάξη των μισθωτών με τους αγώνες, τις κινητοποιήσεις, τις διεκδικήσεις και τις οργανώσεις της μπαίνει σε κίνηση. Υπενθυμίζει στο «κίνημα» που, ξεκινώντας από το Σιάτλ και τη Γένοβα, έχει σπάσει το ιστορικό αδιέξοδο του κινήματος των εργαζομένων, ότι χωρίς μια πλειοψηφική κοινωνική δύναμη δεν μπορεί να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης με την κυρίαρχη τάξη και το κράτος της. Ακόμα περισσότερο: το «κίνημα» χρειάζεται βοήθεια προκειμένου να αντιληφθεί τις διεκδικήσεις του. Η συνάντηση μεταξύ του «κινήματος των κινημάτων» και του «πραγματικού κινήματος» των μισθωτών θα αναδιοργανώσει το κοινωνικό κίνημα συνολικά σε μια αντικαπιταλιστική, διεθνιστική, φεμινιστική και οικολογική βάση.
Ριζοσπαστική αριστερά εναντίον σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς
Μιλώντας πολιτικά, η Φλωρεντία ήταν το θέατρο μιας σύγκρουσης, που είχαμε να δούμε από το 1968, μεταξύ της ριζοσπαστικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Η δεύτερη συνάντηση του ΠΚΦ στο Πόρτο Αλέγκρε (Ιανουάριος 2002) είχε διακηρύξει: η κοινωνική δημοκρατία δεν μπορεί να συνεχίσει να αγνοεί «το κίνημα». Η εμφάνιση των πολιτικών ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς στη Βραζιλία ήταν μια πρώτη προσπάθεια επαναπροσέγγισης με στόχο την ανάκτηση της αξιοπιστίας, ειδικότερα μεταξύ της νέας γενιάς.
Η Φλωρεντία πήγε περαιτέρω: το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα, η ΣΕΣ και αρκετά από τα συνδικάτα της «απαίτησαν» να συμμετάσχουν. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους κανόνες του ΕΚΦ, οργάνωσαν διάφορους χώρους συζήτησης, συμμετείχαν στις μεγάλες αντιπαραθέσεις με τα αριστερά συνδικαλιστικά ρεύματα, και έστειλαν αντιπροσωπείες στη μαζική διαδήλωση. Η CGIL, το βασικό ιταλικό συνδικάτο, ζήτησε να συμμετάσχει με 200.000 μέλη της στη διαδήλωση, και συνέβαλε στην πραγματοποίησή της! Κορυφαία συνδικαλιστικά στελέχη από τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, τη Γερμανία και το Βέλγιο συμμετείχαν είτε εκπροσωπώντας τις οργανώσεις τους είτε ήρθαν με δική τους πρωτοβουλία.
Επιπλέον, η πολιτική πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας ζήτησε να συμμετέχει στην κεντρική εκδήλωση (5.000 συμμετέχοντες) όπου «οι αντιπρόσωποι των κοινωνικών κινημάτων συζητούν με τα πολιτικά κόμματα», στην οποία εκπροσωπήθηκε κάθε ευρωπαϊκό ρεύμα: Besancenot (LCR, Γαλλία, αντικαπιταλιστική αριστερά), Elio di Rupo (PS, γαλλόφωνος Βέλγος, σοσιαλδημοκράτης), Rosy Bindy (χριστιανική αριστερά), Bertinotti (Κομμουνιστική Επανίδρυση), ένας γερμανός εκπρόσωπος των Πρασίνων, ο Cassen (ATTAC) και ο Nineman («Globalize Resistance») κ.ά.
Δύο παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν. Πρώτον, κάτι χωρίς προηγούμενο: η ριζοσπαστική αριστερά (με την ευρύτερη έννοια του όρου) έχει -στην πολιτική συζήτηση και στους δρόμους- επιβάλει ένα «ενιαίο μέτωπο» απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, που παραμένει πλειοψηφία στο εργατικό κίνημα. Αυτό αποτελεί μια πραγματική νίκη, αντίθετα προς αυτό που τα αριστερίστικα ρεύματα σκέφτονται (επιθυμούν να αποκλείσουν τους σοσιαλδημοκράτες από το ΕΚΦ). Οι άνθρωποι έκαναν τα πάντα για να μποϊκοτάρουν και να χτυπήσουν το κίνημά μας. Όταν οι σοσιαλδημοκράτες κυριαρχούσαν στις κυβερνήσεις και τους θεσμούς της Ε.Ε., μεταξύ του 1998 και του 2001, προσπάθησαν να σταματήσουν τις ευρωπαϊκές διαδηλώσεις. Ο µοσπέν, ο Ντ’ Αλέμα και άλλοι έκλεισαν τα σύνορα. Επέτρεψαν στην αστυνομία να πυροβολήσει διαδηλωτές (Γκέτεμποργκ)· το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Υπουργών Εσωτερικών κατάρτισε σχέδια για να συντρίψει τo κίνημα στις αρχές του 2001 (που εφαρμόστηκαν στη Νάπολη, το Γκέτεμπουργκ, τη Γένοβα). Και στη Φλωρεντία αναγκάστηκαν να έρθουν για να προτείνουν τίμιες τροποποιήσεις!
Το πιο σημαντικό για το μέλλον είναι ότι ερχόμενοι στο ΕΚΦ οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες (πολιτικοί και συνδικαλιστές) δεν θα μπορούσαν πλέον να αποτρέψουν τους μαχητές «τους» από το να πάρουν μέρος επίσης. Κι αυτό αφορά και τα συνδικάτα, όπου η προοπτική μιας «ευρωπαϊκής συνδικαλιστικής αριστεράς» αγγίζει πολλούς ακτιβιστές στη μειονότητα της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας τους. Έτσι, η μάχη μεταξύ μιας ενισχυμένης ριζοσπαστικής αριστεράς και μιας σοσιαλφιλελεύθερης αριστεράς με αποδυναμωμένη ηγεμονία, τίθεται στην ημερήσια διάταξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι θεμελιώδες. Είναι άμεσα σχετικό. Με τον πιθανό πόλεμο ενάντια στο Ιράκ, την οικονομική ύφεση, με δεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και μερικές σοσιαλφιλελεύθερες (Μπλαιρ, Σρέντερ, Σουηδία, Ελλάδα) το πολιτικό ξεκαθάρισμα θα προχωρήσει γρήγορα, συμπεριλαμβανομένων των αγώνων στους «δρόμους». Σε μια τέτοια συγκυρία, και μ’ αυτό το συσχετισμό δυνάμεων, η πάλη για την ανασυγκρότηση του εργατικού και κοινωνικού κινήματος σε μια αντικαπιταλιστική βάση είναι στην ημερήσια διάταξη.
Η προοπτική…
Για τη ριζοσπαστική (πολιτική και κοινωνική) αριστερά, η πρώτη προτεραιότητα είναι να αναδιπλωθεί μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία, ξεκινώντας από το ΕΚΦ: οι καμπάνιες, οι πρωτοβουλίες, τα δίκτυα και τα συντονιστικά. Παράλληλα με το αντιπολεμικό κίνημα, μια καμπάνια για τα κοινωνικά δικαιώματα βρίσκεται στις προτεραιότητες για τον τερματισμό της συνεχιζόμενης νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Είναι ένα μεγάλο πολιτικό θέμα γιατί μια τέτοια καμπάνια, σε κάθε χώρα της Ευρώπης, ανοίγει ένα κοινό δρόμο κοινωνικής δράσης. Ο αγώνας για τα δικαιώματα είναι πρόκληση για όλα τα κόμματα, ιδιαίτερα τους σοσιαλδημοκράτες και τις κυβερνήσεις, υποχρεώνοντάς τους να πάρουν θέση. Επίσης θέτει το θέμα της σχέσης με την Ε.Ε., ως κρατική δομή, και την υποχρέωση του κινήματος να προσδιορίζει ένα πρόγραμμα που σχετίζεται με όλα τα ζητήματα μιας ευρωπαϊκής διεθνιστικής εναλλακτικής λύσης.
Η Ε.Ε. έχει περάσει σε μια νέα ιμπεριαλιστική νεοφιλελεύθερη επίθεση έως τον Ιούνιο του 2004 (ημερομηνία των επόμενων ευροεκλογών). Γεγονός που θα οδηγήσει σε μια σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων· ακριβέστερα θα ωθήσει τα δεύτερα να εμπλακούν στα πολιτικά ζητήματα.
Στη βάση αυτών των προσπαθειών για συντονισμό η επαναστατική αριστερά θα πρέπει να δει το δρόμο για την οικοδόμησή της. Εάν η ανάλυση είναι σωστή, η κρίση του σοσιαλφιλελεύθερου προγράμματος (που παραμένει η κύρια γραμμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας) θα απελευθερώσει ζωντανές δυνάμεις που είναι εγκλωβισμένες στους σοσιαλδημοκράτες, τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες και τα συναφή αριστερά κόμματα (ΚΚ και Πράσινοι). Το «κίνημα των κινημάτων» μπορεί να γίνει η αιχμή του δόρατος, ο πόλος έλξης και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την πολιτική αυτή δυναμική πρωτίστως στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Όμως δεν πρέπει να παρανοήσουμε το στάδιο στο οποίο είμαστε. Είναι μια ενδιάμεση κατάσταση που απαιτεί ενδιάμεσες λύσεις. Εάν η επαναστατική αριστερά ψάχνει δικαιολογημένα να ενδυναμωθεί, δεν θα πρέπει αυτό να την αποκόψει από τις δυνατότητες που έχει για να περάσει σε ένα νέο επίπεδο. Το πρώτο βήμα είναι η αναγέννηση και η δόμηση της συνδικαλιστικής/κοινωνικής αριστεράς άμεσα και σε διεθνές επίπεδο. Δεύτερον, θα πρέπει να προσφέρει ένα πολιτικό πλαίσιο προσαρμοσμένο στους «νέους» αγωνιστές και στενά συνδεδεμένο με τη συνείδησή τους, τη δεκτικότητα, την κουλτούρα και τη συμπεριφορά τους. Εν συντομία, μια «πολιτική εκπαίδευση» αντικαπιταλιστική και πλουραλιστική που καταλαμβάνει το κέντρο βάρους. Τρίτον, έχοντας υπόψη την απέχθεια αρκετών συμμετεχόντων στα κοινωνικά κινήματα απέναντι στα ριζοσπαστικά πολιτικά κόμματα, θα πρέπει να προτάξουμε εκλογικές καμπάνιες που εξασφαλίζουν μια ουσιαστική συμμετοχή. Αυτό σημαίνει ότι τα υπάρχοντα κόμματα αποκηρύσσουν κάθε ηγεμονική μυθοπλασία και συμμετέχουν σε ισότιμη βάση σε οργανωτικές φόρμουλες κατάλληλες για να επιτευχθεί η κοινή δράση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά.
François Vercammen
* Ο Φρανσουά Βερκάμεν είναι μέλος της Ενιαίας Γραμματείας της Τέταρτης Διεθνούς.