Ο νόμος για το ασφαλιστικό και τα συνδικάτα

Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002


του Δημήτρη Α. Κατσορίδα

Ο νέος νόμος για το ασφαλιστικό, οι απεργίες της 18/4 και 18/6 και η αυτονομία των συνδικάτων

 

1. Η θέση της κυβέρνησης

Στη διάρκεια των κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό, το 2001, οι ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ είχαν δεσμευτεί ότι δεν θα προσέλθουν στον «κοινωνικό διάλογο» αν δεν διασφαλίζονταν ο ενιαίος, καθολικός και δημόσιος χαρακτήρας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ), η κάλυψη των καταληστευθέντων αποθεματικών και η σταδιακή επαναφορά τους στο ΣΚΑ, καθώς επίσης και η τριμερής χρηματοδότηση.

Στις συναντήσεις της ΓΣΕΕ με το Υπουργείο Εργασίας, η κυβέρνηση επανέφερε με παραλλαγές τις προτάσεις Γιαννίτση.

Συγκεκριμένα, ο νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ προβλέπει, σε γενικές γραμμές, ότι μέχρι το 2032 το ΙΚΑ θα χρηματοδοτείται με ένα ποσό που θα αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται οι άμεσες ανάγκες του ταμείου και να δημιουργηθεί ένα αποθεματικό που θα καλύπτει τα μελλοντικά ελλείμματα. Το αποθεματικό θα δημιουργηθεί αποκλειστικά από ομόλογα που θα χορηγεί το δημόσιο προς το ΙΚΑ, θα αρχίσουν να εκδίδονται από το 2008, θα έχουν σταθερές αποδόσεις 3%, θα είναι δεκαπενταετούς διάρκειας και δεν θα μπορούν να εξοφληθούν από το ΙΚΑ πριν από τη λήξη τους.

Κατά την εξαετία 2003-2008, που θα ισχύει το σημερινό ασφαλιστικό, το δημόσιο θα χρηματοδοτεί το ΙΚΑ με περίπου 3,5 τρισ. δρχ. το χρόνο (1% του ΑΕΠ). Από το 2008 που θα μπει σε εφαρμογή το νέο ασφαλιστικό, μέχρι και το 2032, το δημόσιο θα χρηματοδοτεί το ΙΚΑ με το 1% του ΑΕΠ.

Όμως, ο νέος νόμος της κυβέρνησης δεν απαντά στην τριμερή χρηματοδότηση που έχει θέσει ως έναν από τους ουσιαστικότερους όρους η ΓΣΕΕ.

2. Βασικές αντιρρήσεις επί του νέου νόμου της κυβέρνησης

1ον Μια παρατήρηση: Η διαδικασία μεταρρύθμισης του ΣΚΑ, αν ήθελε να είναι άξια του ονόματός της και να μην είναι αντι-μεταρρύθμιση, θα έπρεπε να ξεκινά καταρχήν από την καταγραφή των κοινωνικών αναγκών που πρέπει να καλυφθούν και μετά να προχωρεί στην κοστολόγησή τους και στον εντοπισμό των πηγών χρηματοδότησης.

2ον Όσον αφορά τη καινούρια θέση της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πατάει σε πήλινα πόδια, καθώς στηρίζεται στην υπόθεση ότι το ΑΕΠ θα συνεχίζει να αυξάνεται τα επόμενα τριάντα χρόνια με υψηλούς ρυθμούς της τάξεως του 3%. Αν αυτή η πρόβλεψη δεν επαληθευτεί, τότε το ποσό που θα κατευθύνεται κάθε χρόνο στα ταμεία θα μειωθεί, εφόσον δεν υπολογίζεται ως απόλυτο μέγεθος, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ.

3ον Τα ομόλογα θα επιβαρύνουν, στο μέλλον, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης και/ άρα θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος, πράγμα το οποίο θα επιβαρύνει, ξανά, τους μισθωτούς.

4ον και κυριότερο, η κυβέρνηση παρακάμπτει την τριμερή χρηματοδότηση, όπου το κράτος θα πρέπει να καταβάλει τα 3/9 των συνολικών εσόδων του ΣΚΑ σε σταθερή βάση, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα, το 2003, η συνεισφορά του κράτους στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότηση, μόνο για το ΙΚΑ, σημαίνει 734 δισ. δρχ. περίπου. Όμως, η κυβέρνηση, με βάση το 1% του ΑΕΠ, θα διαθέσει μόνο 470 δισ. Άρα ξεκινάμε, πάλι, με ελλειμματικό τρόπο και ως εκ τούτου θα χρειαστούν, ξανά, στο μέλλον νέες και σκληρότερες παρεμβάσεις (για περισσότερα βλέπε την ανακοίνωση τύπου της Αυτόνομης Παρέμβασης, 16/4/2002 και το άρθρο του Δ. Στρατούλη: «Ασφαλιστικό: Μύθοι και πραγματικότητες», «Αυγή», 17/4/2002). Όμως, η κατάργηση της τριμερούς χρηματοδότησης επιβεβαιώνεται, ουσιαστικά, και από την τροπολογία στο άρθρο 4, παράγραφος 4 του νομοσχεδίου, όπου προστίθεται εδάφιο που αναφέρει ότι από 1/1/2003 δεν ισχύει για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισφορά 10% του κράτους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Ν. 2084/92. Ομοίως δεν ισχύει η ανωτέρω εισφορά για τους κλάδους σύνταξης των ταμείων που εντάσσονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από την ημερομηνία ένταξής τους. Η τροπολογία προστέθηκε στο νομοσχέδιο επειδή προβλέπεται η υπαγωγή των ειδικών Ταμείων στο ΙΚΑ στο πλαίσιο του Ενιαίου Ταμείου Μισθωτών (ΕΤΑΜ), με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί το κράτος να καταβάλλει εισφορά 10% επί των μισθών των νέων τραπεζοϋπαλλήλων και υπαλλήλων των ΔΕΚΟ (Η Ναυτεμπορική, 15/6/2002, σελ. 5).

5ον Η επιδίωξη του Προέδρου της ΓΣΕΕ για θέσπιση ετήσιας ρήτρας αναπροσαρμογής, η οποία θα διασφαλίζει την πλεονασματική λειτουργία του ΣΚΑ, παρέμεινε απλό αίτημα, διότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να δεσμευτεί για την ύπαρξη ρήτρας.

6ον Μέσω του λεγόμενου τρίτου πυλώνα ανοίγεται ο δρόμος στις ιδιωτικές εταιρείες, προκειμένου οι εργαζόμενοι να συμπληρώσουν και να βελτιώσουν τις συντάξιμες αποδοχές τους, εφόσον δεν αναγνωρίζεται η υποχρέωση του κράτους να καλύπτει ανοίγματα (βλέπε ελλείμματα) που θα προκύπτουν από αναπροσαρμογή, δηλαδή αυξήσεις των συντάξεων πέραν της εισοδηματικής πολιτικής.

7ον Η κυβέρνηση δεν αποδέχεται το αίτημα των συνδικάτων για σύνδεση του ζητήματος χρηματοδότησης του ΣΚΑ με τη φορολογική μεταρρύθμιση, από την οποία θα μπορούσαν να προκύψουν οι αναγκαίοι πόροι για την χρηματοδότηση.

8ον Κανείς δεν διευκρινίζει τι θα γίνει μετά το 2008 (τότε που θα τεθεί σε εφαρμογή το νέο ασφαλιστικό σύστημα, δηλαδή το Ενιαίο Ταμείο Μισθωτών-ΕΤΑΜ), όταν θα ενταχθούν στο ΙΚΑ ταμεία όπως της ΔΕΗ και του ΝΑΤ, τα οποία έχουν ελλείμματα της τάξεως των 400 δισ. δραχμών. Επιπρόσθετα, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση μιλάει για χρηματοδότηση του ΙΚΑ με το 1% του ΑΕΠ, σήμερα, το 2002, τα ταμεία που είναι έξω και σχεδιάζεται να ενταχθούν στο Ενιαίο Ταμείο, έχουν ελλείμματα που ξεπερνούν το 1,2% του ΑΕΠ (βλέπε συνέντευξη του Γ. Μανώλη στην «Εποχή», 14/4/2002).

Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι το 65% των συνταξιούχων λαμβάνουν 130.000 δρχ. σύνταξη, όταν 30 τρισεκατομμύρια έχουν κλαπεί από τα ταμεία των εργαζομένων, από τα οποία 22 τρισ. είναι τα αποθεματικά του ΙΚΑ που αφαιρέθηκαν το 1950 μέχρι σήμερα, 691 δισ. οι οφειλές για τριμερή χρηματοδότηση, 1,5 τρισ. οι βεβαιωμένες εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ, 1 τρισ. ετησίως εισφοροδιαφυγή των εργοδοτών, 1,7 τρισ. τα χαμένα στο χρηματιστήριο κ.ό.κ.

Όλ’ αυτά παραγράφονται από την κυβέρνηση.

Επιπλέον, λόγω της αύξησης της ανεργίας και της εισφοροδιαφυγής από την ανασφάλιστη εργασία, κυρίως των μεταναστών, η οποία υπολογίζεται σε 1 τρισ. δρχ. το χρόνο, ο συνολικός αριθμός των ασφαλισμένων του συστήματος μειώνεται αντί να αυξάνεται σταδιακά. Εκτός αυτών, η αυξημένη παραοικονομία (υπολογίζεται στο 30% του ΑΕΠ, το οποίο παραμένει αδήλωτο) αφήνει εκτός εθνικών λογαριασμών ΑΕΠ 22 τρισ. δρχ. το χρόνο. Εν τω μεταξύ η αναλογιστική μελέτη του ΙΝ.Ε/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στηρίχτηκε σε ΑΕΠ 42 τρισ. δρχ., ενώ το συνολικό ΑΕΠ (δηλαδή το δηλωμένο και το αδήλωτο μαζί) προσεγγίζει τα 64 τρισ. δρχ.

3. Ξανά, για την αυτονομία των συνδικάτων

Όμως, για όλ’ αυτά, η κυβέρνηση και το μακρύ της χέρι στα συνδικάτα, η ηγετική ομάδα της ΠΑΣΚΕ, σφυρίζουν αδιάφορα.

Αν υποθέσουμε ότι συναινούσαν τα συνδικάτα στο νέο νόμο, όπως ήθελε η πλειοψηφία της ΠΑΣΚΕ, τότε χαρίζονται όλα τα χρέη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στο μέλλον οποιαδήποτε κυβέρνηση αντιμετωπίσει πρόβλημα με τη χρηματοδότηση του ΣΚΑ, θα επικαλείται ότι έχουν συμφωνήσει και τα συνδικάτα.

Ταυτόχρονα, οι απεργίες της 18/4/2002 και της 18/6/2002 που διοργανώθηκαν η μεν πρώτη από 45 Εργατικά Κέντρα (από τα 60) και ορισμένες Ομοσπονδίες και η δεύτερη από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, επανέφεραν στο προσκήνιο το θέμα της αυτονομίας των συνδικάτων από το κράτος, τα κόμματα και την εργοδοσία.

Διότι, τα κεντρικά στελέχη της ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ, εγκαταλείποντας τις θέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν τις απεργίες για το ασφαλιστικό, πιέζοντας τους εργαζόμενους να μην υλοποιήσουν τις αποφάσεις των συνδικάτων, επειδή κατά τη γνώμη των κυβερνητικών συνδικαλιστών, τα συνδικάτα δεν συμπεριφέρονται «πολιτικά ορθώς», δηλαδή σύμφωνα με το τι συμφέρει το κυβερνών κόμμα.

Αυτό φάνηκε και από τις αποκαλύψεις που έκανε το μέλος της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ και της διοίκησης της ΓΣΕΕ, Μαρία Φραγκιαδάκη (βλέπε «Αυγή», 14/4/2002), αλλά και από τα τεκταινόμενα στο Εργατικό Κέντρο Αθήνας, κατά τη διάρκεια της πρώτης απεργίας, όπου σύμφωνα με δημοσίευμα, πάλι, της «Αυγής» (17/4/2002), η ΠΑΣΚΕ προσπαθούσε να εμποδίσει την οργάνωση της κινητοποίησης, απαγορεύοντας ακόμη και την έκδοση σχετικής ανακοίνωσης, αλλά και την προώθηση διαφημιστικής καμπάνιας.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι παρά τις πιέσεις που δέχτηκαν πολλά στελέχη της ΠΑΣΚΕ να ταχθούν κατά της πρώτης απεργίας, σε αρκετές περιπτώσεις οι αποφάσεις ελήφθησαν ομόφωνα, δηλαδή και με την ψήφο των εργαζομένων που πρόσκεινται στην ΠΑΣΚΕ (π.χ. Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων, Κέρκυρας, Κιλκίς, Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων κλπ.). Ανάλογες πιέσεις εξάσκησε η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ και στην απεργία της 18/6/2001, την οποία προκήρυξε η ΓΣΕΕ.

Από τα προαναφερθέντα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τίθεται, ξανά, το ζήτημα της αυτονομίας των συνδικάτων, το οποίο, όπως λέει ο Π. Κλαυδιανός (Αυγή, 16/4/2002, σελ. 1), είναι αναγκαίο να ανοίξει, πάλι, τώρα, όχι ως ένας λειτουργικός – δεοντολογικός όρος, «αλλά ως αναγκαία προϋπόθεση για αποτελεσματική δράση, για ευόδωση των στόχων τους».

Δημήτρης Κατσορίδας


Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3079


There are 2 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s