Μια τελετουργικά προβλέψιμη κριτική

Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002


του Μάριου Εμμανουηλίδη


[βλέπε στο τέλος της παρούσας ανάρτησης το εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης του Σπάρτακου. Η αρχική κριτική του Φ.Καλογερίδη μπορεί να βρεθεί στο προηγούμενο τεύχος (65) του Σπάρτακου]


Μια τελετουργικά προβλέψιμη κριτική

του Μάριου Εμμανουηλίδη

…οι ιστορικοί έχουν ασχοληθεί

με το να αλλάξουν τον κόσμο.

Το ζήτημα είναι να τον ερμηνεύσουν

E. J. Hobsbawm (1)

Ίσως και να μην χρειαζόταν απάντηση στην κριτική που απηύθυνε ο Φίλ. Καλογερίδης (στο εξής Φ.Κ.) στο βιβλίο μου Αιρετικές διαδρομές. Ο ελληνικός τροτσκισμός και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σπάρτακος, τχ.65, Ιούνιος 2002, 69-73, καθώς για έναν προσεκτικό και καλόπιστο αναγνώστη οι απαντήσεις στα περισσότερα ζητήματα που έθιξε βρίσκονται εντός του βιβλίου. Συνυπολογίζοντας και το ύφος της γραφής, ύφος ενός φλήναφου και επιθετικού «locus communis που φαντασιώνεται» (Marx), ο Φ.Κ. το πολύ να άξιζε μιας επιστολής.

Όμως, επειδή πιστεύω ότι η προσέγγιση του Φ.Κ. είναι παραδειγματική ενός ορισμένου τρόπου ενασχόλησης με την ιστορία του αριστερού κινήματος, αδράχνω την ευκαιρία για να τονίσω κάποια ζητήματα που έθεσα στο βιβλίο και να ξεκαθαρίσω κάποια άλλα, τα οποία, από ότι είχα τουλάχιστον την ευκαιρία να αντιληφθώ, έτυχαν μιας παρανάγνωσης ή πέρα από τις προθέσεις μου πρόσληψης από το προνομιακό αναγνωστικό κοινό του βιβλίου. Ταυτόχρονα, είναι ευκαιρία να ανοίξει μια συζήτηση για κάποια σημαντικά ζητήματα που έθεσε η τροτσκιστική κριτική, αλλά και για τους όρους και τα όρια αυτής της κριτικής, ζητήματα τα οποία ο Φ.Κ. δυστυχώς δεν τα άγγιξε.

Ο Φ.Κ. από την αρχή είναι ξεκάθαρος: πρώτον, με `κατηγορεί’ ότι δεν έχω γνωρίσει σε βάθος τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορούμενης εποχής και ιδιαίτερα τη γέννηση και εξέλιξη του ελληνικού ρεύματος του επαναστατικού μαρξισμού, έτσι ώστε, να μπορέσω να αντιμετωπίσω τις `παγίδες’ του αρχειακού υλικού και να παρουσιάσω με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα, η οποία `ακρίβεια’ είναι και η θετική συμβολή των “ευπρόσδεκτων” (sic) μη-μαρξιστών ερευνητών στους οποίους με ταξινομεί άνευ δεύτερης σκέψης (σ. 69). Σε πρώτο επίπεδο, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε ο Φ.Κ. κρατά για τον εαυτό του, ως μαρξιστής ιστορικός, τη διαλεκτική του γενικού με το ειδικό κατά την ερευνητική διαδικασία, αφήνοντας στους μη μαρξιστές την ευτελή διαδικασία της αναζήτησης της ακρίβειας των ιστορικών γεγονότων είτε για τον Φ.Κ. η ιστορική έρευνα, μαρξιστών, και μη είναι η αναζήτηση του γεγονότος (οπότε σε αυτήν την περίπτωση ας φωνάξει μαζί με τον Houssaye ότι “μας ενδιαφέρουν αποκλειστικά και μόνο τα γεγονότα, τα γεγονότα, τα γεγονότα, που μεταφέρουν αφεαυτά τις διδαχές και τη φιλοσοφία τους” (2) [1900]). Πιθανώς όμως, και να μη συμβαίνει τίποτα από τα δύο!…

Δεύτερον, με `κατηγορεί’ ότι δεν έχω κατανοήσει το προγραμματικό πλαίσιο του επαναστατικού μαρξισμού, που χαρακτηρίζει τη δράση των τροτσκιστικών ομάδων (σ. 69) και ότι δεν κατόρθωσα να κατανοήσω τις θέσεις του Τρότσκι για τον πόλεμο (σ. 73). Όπως αναφέρει, η έλλειψη κατανόησης καθίσταται εμφανής στα σημεία που επιδιώκω να ερμηνεύσω, να συμπερασματολογήσω, να παρέμβω θεωρητικά (σ. 69).
Το ομολογώ· πραγματικά, δεν έχει απομείνει τίποτα από το βιβλίο: ανακρίβεια ιστορικής τεκμηρίωσης και αδυναμία κατανόησης του αντικειμένου· αποτέλεσμα: λάθος συμπεράσματα, λάθος ερμηνείες.

Ι.

Αλλά ας δούμε πως τεκμηριώνει ο Φ.Κ. την άποψή του για την ανακρίβεια των παρουσιαζόμενων ιστορικών γεγονότων ή, όπως γράφει και ο ίδιος, ποιες είναι οι “κριτικές παρατηρήσεις [του] για την ακρίβεια των ιστορικών πληροφοριών” του βιβλίου (σ. 71).(3)

1.Ο Φ.Κ. μπορεί να `δεχτεί’ τον τίτλο του βιβλίου αιρετικές διαδρομές και την άποψή μου περί του τροτσκισμού ως “αιρετικής ιδεολογίας”, μόνο με την ποσοτική έννοια της μειοψηφίας, αφού για τον ίδιο και τους τροτσκιστές, ο τροτσκισμός αντιπροσωπεύει τον πραγματικό Λένιν, τη λενινιστική `ορθοδοξία’ και ο σταλινισμός την άρνησή του (σ. 71).

Δεν ισχυρίζομαι ότι η εικόνα του 20ού αιώνα για τον τροτσκισμό ως ετερόδοξη ερμηνεία του μαρξισμού-λενινισμού ήταν `αληθινή’. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα, ιστορικής σημασίας σήμερα· ήταν όμως πραγματική. Δυστυχώς, στην Ιστορία συμβαίνει μερικές φορές το πραγματικό να μην είναι και το λογικό (ή αυτό που νομίζουμε εμείς ως λογικό) και η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μας να μην ανταποκρίνεται στην αντίληψη που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας, όσο και αν αυτή η αντίληψη είναι τεκμηριωμένη και `αληθινή’. Επιπλέον, η “πρόσληψη” των πολιτικών δυνάμεων από το σύνολο της κοινωνίας, η εικόνα που η ηγεμονική κουλτούρα κατασκευάζει γι’ αυτούς απορρέει από την πολιτική δύναμη των ομάδων, το συσχετισμό δυνάμεων, την έκβαση των διαρκών ιδεολογικoπολιτικών συγκρούσεων.

Υπερασπίζοντας λοιπόν τα αυτονόητα. Όμως επειδή, όπως αντιλήφθηκα, έγινε αρκετό θέμα για τον τίτλο, αξίζει να σταθώ λίγο περισσότερο στο ζήτημα αυτό.

Ο τίτλος υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο ελληνικός τροτσκισμός στην κατοχική περίοδο όχι μόνο δεν ήταν ηγεμονική πολιτική δύναμη στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος και του έθνους, αλλά αποτελούσε μια εξαιρετικά μικρή, περιθωριακή πολιτική δύναμη. Η αιρετική διαδρομή του τροτσκισμού, η ετερόδοξη θέση του ορίζεται διττά: αφενός σε σχέση με το ΚΚΕ, το οποίο αποτέλεσε το φορέα μιας ορισμένης πρόσληψης του μαρξισμού στην Ελλάδα, μιας πρόσληψης η οποία (για λόγους που ξεφεύγουν των ορίων του άρθρου) έγινε η “ορθόδοξη”, πέρα από τις επιθυμίες του τροτσκισμού -και όχι μόνο, καθώς ήταν η κυρίαρχη, και αφετέρου σε σχέση με την εθνική ιδεολογία-(4) κυρίαρχη ιδεολογία της κατοχικής περιόδου. Έτσι, η ετερόδοξη, αιρετική θέση του τροτσκισμού, η οριακότητά του, ορίζεται σε σχέση με δύο κέντρα: το “σοβιετικό μαρξισμό” και τον εθνισμό. Ταυτόχρονα, ο τίτλος είναι ένα σχήμα λόγου που παίζει με τη δαιμονοποίηση του τροτσκισμού από το σοβιετικό μαρξισμό εν Ελλάδι, ο οποίος επιφύλαξε για τον εαυτό του τη θέση του ιεροεξεταστή της Αριστεράς. Ο τίτλος είναι λοιπόν, μια πραγματικότητα, αλλά και μια ειρωνεία.

2. Για τον Φ.Κ., «σηκώνουν πολύ συζήτηση οι αναφορές του [υποφαινόμενου] για ανάδυση [μέσα από την ιστορική έρευνα] του τροτσκισμού και των τροτσκιστών από τη λήθη της ιστορίας, όπως και η καινοφανής επισήμανσή του πως επειδή ο τροτσκισμός ήταν ένα εξαιρετικά μειοψηφικό ρεύμα δεν έγραψε ιστορία.» (σ. 71). Από τα παραπάνω συνάγει το συμπέρασμα για «την προφανή αντίληψή [μου] πως ιστορία γράφουν μόνο οι πλειοψηφίες ή έστω οι μεγάλες μειοψηφίες [και έχω] άγνοια για τη διάχυση και την υπόγεια διαδρομή των ιδεών στο χώρο της ιστορίας» (σ. 71) και «εξαιρετικά ελλειμματική αντίληψη για το τι είναι ιστορία, πως γράφεται και πως ταξιδεύει η μνήμη στον ιστορικό χρόνο» (σ. 73).

Διαστρεβλώσεις και μαθήματα φιλοσοφίας της ιστορίας άνευ αντικειμένου (και άνευ διδασκάλου). Από τον πρόλογο ήδη μίλησα για τη διάχυση και επιρροή των ιδεών του Τρότσκι και του ελληνικού και διεθνούς τροτσκισμού στην ευρύτερη πολιτική κουλτούρα και σκέψη και την, κατά παράδοξο τρόπο, περιθωριακή και ταυτόχρονα κεντρική θέση του τροτσκισμού στην ιστορία του μαρξισμού.(5) Πως να ερμηνεύσω λοιπόν την `κριτική’ του Φ.Κ.;

Οι φράσεις «οι τροτσκιστές τέθηκαν εκτός ιστορίας» και «[…] ας μη φτιάξανε ιστορία»(6) αποτελούν σχήματα λόγου που εκφράζουν συνοπτικά και με έμφαση αυτό που αναλύεται στο βιβλίο: ότι οι τροτσκιστές στην Κατοχή εν πλήρη συνειδήσει, και όχι (μόνο) ως απόρροια ενός καταθλιπτικά δυσμενούς συσχετισμού πολιτικής δύναμης επέλεξαν να «μην κάνουν διπλωματία με την ιστορία» (Τρότσκι, 1932), «να μην εκμεταλλευτούν το παρόν αλλά να προπαρασκευάσουν το μέλλον» (Τρότσκι, 1937). Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν να βρεθούν έξω από τις συγκρούσεις της κατοχικής συγκυρίας, καθώς αρνήθηκαν ότι υπάρχει κατοχικό ζήτημα,(7) στη βάση όμως του οποίου συγκροτήθηκε η βασική πολιτική διαιρετική τομή, η οποία προσδιόρισε τις πολιτικές ταυτότητες και γύρω από την οποία έλαβαν χώρα οι βασικές πολιτικές συγκρούσεις.

Όσο για την ανάγκη του Φ.Κ. να συζητήσουμε τη φράση «ότι αξίζει να ξαναεπισκεφτούμε τους Έλληνες τροτσκιστές, να τους ανασύρουμε από τη λήθη της ιστορίας, να εμπλουτίσουμε τη μνήμη μας με αυτούς τους καταραμένους, τους αιρετικούς της Αριστεράς»(8) του υπενθυμίζω μόνο την ιστοριογραφική πρακτική ως κίνηση να «καθιστάς φανερό κατιτί» (P. Veyne) και την παρατεταμένη σιωπή της ελληνικής ιστοριογραφίας για τον τροτσκισμό.

3. Δέχομαι κριτική διότι υποστηρίζω ότι η ελληνική «Αριστερή Αντιπολίτευση δημιουργήθηκε στα 1923» (σ. 71). Καταρχήν δεν γράφω αυτό ακριβώς· γράφω ότι η «αριστερή αντιπολίτευση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου εμφανίζεται αρχικά με τον Αρχειομαρξισμό. Ιδιαίτερο φαινόμενο διεθνώς, κάνει την εμφάνισή του το 1923 ως μορφωτικός επαναστατικός κύκλος με έντονα ιεραρχική οργανωτική δομή» (Αιρετικές διαδρομές, σ. 31. Στον προσεκτικό αναγνώστη οι διαφορές πιστεύω ότι είναι εμφανείς Με την επιφύλαξη πιθανής λάθους εκτίμησης (καθώς ο Φ.Κ. δεν αναπτύσσει ξεκάθαρα την άποψή του), θεωρεί ότι θα έπρεπε να ανιχνεύσουμε τις ρίζες της Αριστερής Αντιπολίτευσης από το 1918. Στο βιβλίο ασχολούμαι μόνο εν συντομία με τον Μεσοπόλεμο προκειμένου να εντάξω τον αναγνώστη στην ιστορούμενη περίοδο. Μια σημείωση μόνο. Θεωρώ λάθος την ένταξη κάθε `αριστερής διαφωνίας’ στην Αριστερή Αντιπολίτευση, διότι τότε θα διαλυόταν από ένα συγκροτημένο (παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις) σύνολο πολιτικών αναφορών και επιλογών στην ευρεία έννοια της αριστερής διαφωνίας (γι’ αυτό και η επιλογή να γράφω με μικρά κεφαλαία τον όρο αριστερή αντιπολίτευση όταν αναφέρομαι στο «Αρχείο του Μαρξισμού» της δεκαετίας του ’20). Συνεπώς, αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, μπορούμε να μιλάμε για Αριστερή Αντιπολίτευση μόνο όταν το «Αρχείο» και ο «Σπάρτακος» είχαν παγιώσει την πολιτική τους ταυτότητα, και σε συνάρτηση με τις συγκρούσεις στο διεθνές επαναστατικό κίνημα.

4. Η «μεταπλαστική ευκολία των οργανωτικών σχημάτων»(9) αντανακλά διαφοροποιήσεις σε θέματα πολιτικής στρατηγικής και τακτικής αλλά οφείλεται και στις επικοινωνιακές δυσκολίες της κατοχικής περιόδου, τη διαφορετική πολιτική προέλευση των τροτσκιστών, την πολιτική απομόνωση και το «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών» (Freud) (10). Νομίζω είναι ξεκάθαρο. Αλλά ο Φ.Κ. βιάζεται να με κατηγορήσει για ψυχολογική ερμηνεία, μερική προσέγγιση του επαναστατικού μαρξισμού, άγνοια της γέννησης και της εξέλιξης των τροτσκιστικών ομάδων που κρίνονται με υπεριστορικό τρόπο (σ. 71). Απλή περίπτωση διαγωνίου διαβάσματος ή κακόβουλη διάθεση;

5. Ο Φ.Κ. γράφει ότι ένα από τα πιο σημαντικά λάθη του συγγραφέα είναι «πως χρησιμοποίησε άκριτα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκδοση `Τα Αρχεία Τρότσκι για την Ελλάδα’ […] και ότι δεν έλαβε υπόψη του τα άρθρα του Χρ. Αναστασιάδη στο Μαρξιστικό Δελτίο τα οποία και βεβαίως αγνοεί» (σ. 72). Είναι σοβαρή υπόθεση για έναν ιστορικό να τον κατηγορούν για άκριτη χρήση των πηγών και άγνοια σημαντικών τεκμηρίων. Γι’ αυτό πρέπει να λέγεται τεκμηριωμένα και όχι αβασάνιστα και αστήριχτα.

Πρώτον, χρησιμοποιώ μόνο τις πρωτογενείς πηγές που περιέχονται στην έκδοση Τα Αρχεία Τρότσκι για την Ελλάδα και κυρίως αυτές που αφορούν στην ποσοτική δύναμη και κοινωνική σύνθεση του μεσοπολεμικού τροτσκισμού και όχι τις παρατηρήσεις και τις κρίσεις του εκδότη τους. Δεύτερον, η έκδοση αυτή δεν αποτέλεσε πηγή για την κατοχική περίοδο που εξετάζει το βιβλίο, καθώς δεν περιέχει στοιχεία αυτής της περιόδου. Τρίτον, τα άρθρα του Χρ. Αναστασιάδη στο Μαρξιστικό Δελτίο δεν συνιστούν πρωτογενή πηγή, αναφέρονται κυρίως στην περίοδο του Μεσοπολέμου και δεν περιέχουν, έστω, καινούργιο πληροφοριακό υλικό για την εξεταζόμενη περίοδο. Βασικός όρος της ερευνητικής διαδικασίας ήταν να στηριχτώ σχεδόν αποκλειστικά σε πρωτογενές υλικό και όχι σε μεταγενέστερες ερμηνείες. Γιατί τότε θα έκανα μια ιστορία της πρόσληψης του κατοχικού τροτσκισμού. Οι μεταγενέστερες ερμηνείες αποτελούν μια εκ των υστέρων ανάγνωση που υπόκειται στις αλλοιώσεις που επιβάλλουν οι μεταβαλλόμενες πολιτικές καταστάσεις και στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι κατοπινές ενδοτροτσκιστικές διαφωνίες. Αλλά ο Φ.Κ. ας μη προβάλλει αυτές τις διαφωνίες στο βιβλίο.

Η γραφή είναι πολυσήμαντη. Η διαφορική πρόσληψή της αναμενόμενη και θεμιτή. Όμως, ομολογώ ότι δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο να υπερασπίζεσαι πράγματα αυτονόητα ή ζητήματα που ανακύπτουν από μια εντυπωσιακά επιπόλαιη ανάγνωση, τα οποία καταλήγουν εύκολα, χωρίς εμβριθή τεκμηρίωση και χωρίς καμιά φειδώ σε αδολεσχή και αμετροεπή συμπεράσματα. «Καμιά αναστολή ανάμεσα στην κατονομασία και στην κρίση».(11) Σε αυτού του είδους τις κριτικές κάποιοι άλλοι θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους και από κάποιους άλλους ήταν αναμενόμενη. Και σίγουρα όχι στο περ. Σπάρτακος το οποίο έχει αποδείξει ότι βρίσκεται μακριά από ένα κλίμα διανοητικού ναρκισσισμού και σεκταρισμού. 

Αλλά ως εδώ. Αρκετά με `τις παρατηρήσεις για την ακρίβεια των ιστορικών πληροφοριών’ (παρά τις υποσχέσεις η κριτική αφορούσε κυρίως γενικότερα ζητήματα). Νομίζω αρκετά κούρασα τον αναγνώστη.

ΙΙ.

Στο μέρος αυτό θα ασχοληθώ με τα ζητήματα που έθεσε η στάση των τροτσκιστών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζητήματα που αφορούν όχι μόνο μια εσωτερική ιστορία του τροτσκισμού αλλά θίγουν γενικότερα ζητήματα της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος.

Κάνοντας μια παρένθεση, σημειώνω ότι το βιβλίο, εκτός από τον κύριο σκοπό ο οποίος ήταν η ανά-δυση της λησμονημένης και περιθωριοποιημένης από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία και την `επίσημη’ Αριστερά ιστορίας του τροτσκισμού είχε ως άδηλο κίνητρο την προσπάθεια ανάδυσης μιας εναλλακτικής μνήμης, η οποία δεν θα κατέληγε στην αυτάρεσκη εξύμνηση μιας `άλλης’ παράδοσης, αλλά θα αποτελούσε μέσο, αρχή, για μια διαφορετική προσέγγιση της ιστορίας της Αριστεράς. Θα αποτελούσε μια θρυαλλίδα για μια εκ των `άκρων’ ανάγνωση της θέσης της Αριστεράς στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Δεν αισθάνομαι ότι πέτυχα κάτι τέτοιο. Ούτε κοίταξα κατάματα το ζήτημα. Εξάλλου αυτό θα είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερης προσπάθειας και υπόκειται του όρους του γενικότερου `κλίματος’. Όμως επαναλαμβανόμενος, σημειώνω ότι μέσα από την περιπτωσιολογία του τροτσκισμού πιστεύω ότι μπορούν να τεθούν οι βάσεις για μια άλλη ανάγνωση τόσο της Αριστεράς και της Κατοχής. Γιατί ο ελληνικός τροτσκισμός τόσο στην περίοδο του Μεσοπολέμου όσο και, περισσότερο δραματικά, στην κατοχική περίοδο έθεσε ζητήματα με έναν γόνιμο τρόπο τα οποία αν χρησιμοποιηθούν ως εφαλτήριο θέτουν σε καίρια κριτική την εικόνα της Αριστεράς στην Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζουμε τα όρια της τροτσκιστικής κριτικής και τις δεσμεύσεις της εποχής. Όλα αυτά όμως, είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης.

Ο Φ.Κ μετά την `γεγονοτολογική ανασκευή’ προχωρά στην κριτική των θέσεων του βιβλίου ο οποίες αφορούν στην κριτική ερμηνεία του τροτσκισμού στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν θα αναφερθώ καθόλου στην κριτική του Φ.Κ. γι’ αυτά τα ζητήματα, καθώς μόνο τα αναφέρει, δείχνοντας την έκπληξή του για ορισμένους όρους [`ουτοπική συνείδηση(;),(σ. 72)] ή κάποιες σκέψεις […υποβάθμιση διαφορών δημοκρατίας και φασισμού (πότε συνέβη αυτό;), (σ. 73)], χωρίς να τεκμηριώνει την κριτική του δηλώνοντας μόνο την ναυτία που του προκαλούν απόψεις οι οποίες ξεφεύγουν των ορίων της (ψευδο)διλημματικής και ηθικολογικής ιστοριογραφίας του, δείχνοντας ταυτόχρονα άγνοια της βιβλιογραφίας γι’ αυτά τα θέματα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευκαιρία να διασαφηνίσω εν συντομία και σχηματικά ορισμένες θέσεις του βιβλίου, οποίες μπορεί να γίνουν αντικείμενο μιας γόνιμης συζήτησης.

1. Η πολιτική πρακτική του τροτσκισμού στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και είναι τεκμηριωμένη ορθολογικά (στη βάση μιας οικονομικής εξήγησης της ιστορίας), περιέχει στοιχεία ουτοπικής συνείδησης.

2. Η τροτσκιστική πρόσληψη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υποβάθμισε τις διαφορές δημοκρατίας και φασισμού με σημαντικές συνέπειες στην επιλεγείσα πολιτική τακτική.

3. Η θέση του τροτσκισμού για την κρίση του επαναστατικού κινήματος ως κρίση της ηγεσίας του είναι προβληματική.

Η ουτοπική συνείδηση δεν είναι η συνείδηση «που έχει χάσει τη θέα της πραγματικότητας» (E. Bloch), που ο προσανατολισμός της είναι εξωπραγματικός. Είναι «η συνείδηση που δεν βρίσκεται σε συμφωνία με το `είναι’ που την περιβάλλει […] και που όχι μόνο `υπερβαίνει την πραγματικότητα’, αλλά και που, καθώς περνά στη δράση, διασπά συνάμα, εν μέρει ή τελείως, την εκάστοτε υφιστάμενη τάξη του είναι».(12) (Τίποτα που έχει να κάνει με ωραίους τρελούς, έμμονους κλπ).

Η ουτοπική συνείδηση του τροτσκισμού στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγκειται στην επιμονή τους (για να μη χρησιμοποιήσω την παρεξηγηθείσα λέξη εμμονή) στο διεθνιστικό προσανατολισμό της δράσης και στην αξία του προλεταριακού διεθνισμού. Μια αξία η οποία εμπεριέχει μια ηθική διάσταση όταν γίνεται βίωμα, όμως δεν είναι αποτέλεσμα μιας αφηρημένης ρομαντικής συνείδησης, αλλά μιας ορθολογικής προσέγγισης (σωστής ή όχι, άλλο ζήτημα) του έθνους και του ρόλου του στον 20ο αιώνα (βλ. Αιρετικές Διαδρομές, σ. 73-74). Η πίστη στην ορθολογικότητα της ιστορίας, ως απαξίωση του ιστορικού ρόλου του έθνους, (σε συνδυασμό με μια ορισμένη ανάγνωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) μπορεί να όπλισε τους τροτσκιστές με τη δύναμη να κρατήσουν ισχυρή τη διεθνιστική συνείδηση, «σημείο τιμής και καρδιάς της επαναστατικής συνείδησης»,(13) αλλά είχε ως αποτέλεσμα και «την παραγνώριση των δυνάμεων που δρουν στην `πραγματική σκηνή της ιστορίας’».(14)

Μπροστά στον πόλεμο με την Ιταλία και στο κλίμα της εποχής ο Πουλιόπουλος ήταν απλά μαχητικός: αντιμετώπισε την κατάσταση ως «ομαδική εθνικιστική ψύχωση», «τεχνητού και απατηλού χαρακτήρα» καθώς «η αστική πατρίδα δεν είναι των εργατών πατρίδα». Παρόμοια και η στάση της ομάδας του Στίνα. Οι τροτσκιστές δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την «αναπόδραστη αυταπάτη» της εθνικής ιδεολογίας της εργατικής τάξης υποβαθμίζοντας την σε `αστικό δηλητήριο’. Το έθνος ως εργαλείο της αστικής τάξης και ο εθνικισμός ως η παθολογία της εργατικής τάξης.

Αυτό δεν υποβαθμίζει καθόλου τη θεωρητική και πολιτική σημασία της ταξικής επιμονής στην ανάγνωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Αντίστασης. Η αξία αυτής της προσέγγισης έγινε φανερή στην καθαρότητα και τη διορατικότητα με την οποία οι τροτσκιστές είδαν την πολύπλοκη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Κατοχής και τον «αδιάντροπο εθνικισμό του ΚΚΕ» (Πουλιόπουλος). Επιπλέον, αυτή η στάση (τόσο παραγνωρισμένη και ξεχασμένη) έχει ιδιαίτερη ιστορική σημασία, και μεγαλείο ακόμα, για όλη την ιστορία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί νομίζω, και η βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων αυτό δείχνει, ότι ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που, σε παγκόσμιο επίπεδο, σήμανε το τέλος του διεθνιστικού προσανατολισμού αυτού του κινήματος, την ένταξή του στον εθνικό χωροχρόνο (χωρίς την έλευση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης). Από το 1936 που ο William Lovett έγραψε για λογαριασμό της Working Men’s Association το πρώτο διεθνιστικό κείμενο, με τίτλο Address to the Belgian Working Classes, ως την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος διαμέσου του αντιφασισμού στο εθνικό ιδεώδες ή αλλιώς στην `φαντασιακή εθνική κοινότητα’, ο εθνισμός και ο διεθνισμός συνυπήρχαν άλλοτε αρμονικά άλλοτε αντιφατικά, ως στοιχεία συγκρότησης της ταυτότητας της εργατικής τάξης και της πολιτικής πρακτικής. Από την άποψη της κοινωνικής ιστορίας και όχι της θεωρητικής παραγωγής δεν μπορούμε να τραβήξουμε μια διαχωριστική τομή ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις(15) και οι πολιτικές πρακτικές της εργατικής τάξης και των μορφωμάτων που την εκπροσωπούσαν περιέκλειαν αυτή την αντιφατικότητα (`οι αντιφάσεις λύνονται στην πράξη’!). Όμως, και αυτό είναι ζήτημα μιας μεγάλης συζήτησης, ο διεθνισμός ως κουλτούρα και πολιτική των αντι-συστημικών οργανώσεων και της εργατικής τάξης ηττήθηκε `ολοκληρωτικά’ όχι τόσο το 1914(16) αλλά με την θεσμοποίηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και κυρίως με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ιστορικό συγκερασμό της αντι-φασιστικής ιδεολογίας με το κομμουνιστικό κίνημα..

Η πρόσληψη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τον τροτσκισμό υποτιμούσε τις διαφορές δημοκρατίας και φασισμού με σημαντικές συνέπειες στην επιλεγείσα πολιτική τακτική. Αυτή η άποψη είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και δεν αρκούν εκπλήξεις του είδους «πότε συνέβη αυτό;»): Η στάση είναι κοινή από τον Πουλιόπουλο ο οποίος το 1939 δήλωνε ότι «ο πόλεμος δεν είναι μεταξύ δημοκρατικών και φασιστών αλλά μεταξύ αντίπαλων ιμπεριαλιστών ληστών κάτω από διαφορετική δημαγωγική σκηνοθεσία»(17) ως την εφ. Διεθνιστής (φ. 1, Δεκέμβρης 1942) που θεωρούσε την Κατοχή απλά ως πρόβλημα πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης και απλό επεισόδιο του πολέμου και τον Στίνα που και μετά το τέλος του πολέμου έγραφε στο Εργατικό Μέτωπο (φ. 8, 1946) ότι «η μετατόπιση των μετώπων και η στρατιωτική κατοχή της χώρας όπως και όλης σχεδόν της Ευρώπης απ’ τα στρατεύματα του άξονα, ούτε τον χαρακτήρα του πολέμου μεταβάλλει, ούτε νέες κοινωνικές δυνάμεις δημιουργεί, ούτε τους στρατηγικούς μας σκοπούς και τα βασικά τακτικά μας καθήκοντα αλλάζει».

Όμως, η θεωρητική αναλυτική ευστοχία ή η αποκάλυψη της αστικής μυθολογίας δεν εγγυάται απαραίτητα την πολιτική αποτελεσματικότητας. Η αξία μιας οξυδερκούς και διορατικής πολιτικής ανάλυσης και μάλιστα σε αντίξοες φυσικές και κοινωνικές συνθήκες μπορεί να δείχνει την αξία αυτών των ανθρώπων(18) αλλά, αν δεν αναζητηθούν οι απαραίτητες διαμεσολαβήσεις για το πέρασμα στην πολιτική πράξη, παραμένει γράμμα χωρίς παραλήπτη (τουλάχιστον για την κρίσιμη εποχή, γιατί το γράμμα πάντα βρίσκει τον παραλήπτη του, όπως έγραψε ο Lacan).

Ο Τρότσκι, σε ορισμένα κείμενά του, έδειξε ότι είχε καταλάβει πως η απλοϊκή απόρριψη του εθνικισμού και η καταγγελία της αστικής ιδεολογίας δεν αρκούν για την επιτυχία του επαναστατικού σχεδίου. Το 1940 προσπαθώντας να ορίσει τη πολιτική του στάση ενόψει του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγγραφε για την επιτυχία του 1917: «Η κριτική του ιμπεριαλισμού, του μιλιταρισμού, η άρνηση της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας και ούτω καθεξής ποτέ δεν θα μπορούσε να φέρει τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου στο πλευρό των Μπολσεβίκων».(19) Όμως ο Τρότσκι ήταν αντιφατικός. Ο τόνος είχε ήδη δοθεί: το Μεταβατικό Πρόγραμμα δεν άφηνε και πολλά περιθώρια πολιτικής ευελιξίας καθώς αξίωνε ότι «θα υπερασπίσουμε την πατρίδα ενάντια στους ξένους καπιταλιστές αφού δέσουμε χειροπόδαρα τους δικούς μας καπιταλιστές».20

Οι παλινδρομήσεις του Τρότσκι προς το τέλος της ζωής του ήταν κάτι περισσότερο από το αποτέλεσμα της πολιτικής, φυσικής αλλά και της προσωπικής απομόνωσής του. (Οι παρακάτω παρατηρήσεις πρέπει να εκληφθούν υπόθεση έρευνας).
Στα γραφτά του Τρότσκι για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα τέλη της δεκαετίας του ’30 παρατηρείται μια μεταστροφή σε σχέση με τα κείμενά του για την Γερμανία. Αυτή η μεταστροφή, οι συνέπειες της οποίας ανιχνεύονται στην πολιτική πρακτική των τροτσκιστών στον πόλεμο, έχει να κάνει με την πίστη του Τρότσκι ότι η αστική δημοκρατία βρίσκεται σε αξεπέραστη κρίση, η οποία δεν θα ξεπεραστεί με τον πόλεμο. «Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, δημοκρατία έχει οριστικά και ολοκληρωτικά εξαντληθεί ή για να το θέσουμε αλλιώς, ο ιμπεριαλισμός έχει αναπτύξει τις κοινωνικές αντιφάσεις σε τέτοιο βαθμό που ασφυκτιά από το δημοκρατικό πλαίσιο και γι’ αυτό η δημοκρατία που έμοιαζε αιώνια, μόνιμη και η ανώτερη μορφή κυβερνητικής μορφής καταρρέει από χώρα σε χώρα».(21) Στην απόφαση του Έκτακτου Συνεδρίου της 4ης Διεθνούς τον Μάιο του 1940 αναφέρεται ότι «ο πόλεμος δεν θα σταματήσει το προτσές της μεταμόρφωσης των δημοκρατιών σε δικτατορίες». Αυτή η αντίληψη σε συνδυασμό με τη άποψη ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται στο στάδιο της γενικής παρακμής είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ως σημείο κρίσης, ως σημείο αποκάλυψης της αλήθειας της ιστορικής αποστολής του προλεταριάτου: Η επανάσταση θα νικούσε, και αν δεν γινόταν αυτό, ο κόσμος θα είχε μόνο μια επιλογή: τη βαρβαρότητα του φασισμού.

Ταυτόχρονα, αυτή η πιθανότητα θα έδειχνε τα όρια της μαρξιστικής πίστης στην απελευθερωτική δύναμη του προλεταριάτου.(22) Η ορθολογικότητα της Ιστορίας έπρεπε να αποκαλυφθεί. Το ουσιαστικό, κρίσιμο, μοναδικό δίλημμα της ιστορίας έφτασε σε μια κρίσιμη και αποφασιστική στιγμή: σοσιαλισμός ή καπιταλισμός στη φασιστική του μορφή. Αυτό έδωσε έναν τόνο απολυτοποίησης των ταξικών συγκρούσεων και υποβάθμισης των μη-ταξικών διαστάσεων.

Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Και απόντος του Τρότσκι, οι τροτσκιστές δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν τα νέα περίπλοκα ζητήματα που έθετε ο πόλεμος, ο οποίος προκάλεσε ολοκληρωτική κινητοποίηση του κράτους και της κοινωνίας, σε πρωτοφανή κλίμακα. Μια νέα, πιο ευέλικτη μορφή δεν θα σήμαινε αναγκαστικά το γλίστρημα στην πολιτική των λαϊκών μετώπων αλλά την αναγνώριση της ανάγκης μιας νέας διαλεκτικής ανάμεσα στο εθνικό και το διεθνικό, το πολιτικό και το πολεμικό (προφανώς δεν ξεχνάμε τη συνέχεια αυτών των δύο, σύμφωνα με την κλασική ρήση του Clausewitz αλλά και την αντιστροφή του Foucault).(23)

Νομίζω ότι παρασυρόμενος εκμεταλλεύτηκα κατά πολύ τη φιλοξενία του περιοδικού· θα προσπαθήσω να είμαι εντελώς σχηματικός ση συνέχεια.

Το τρίτο ζήτημα αφορά το ρόλο της ηγεσίας του επαναστατικού κινήματος. Στη βάση της τροτσκιστικής προβληματικής για την ηγεσία της εργατικής τάξης βρίσκεται η άποψη ότι η σχέση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσώπων δεν είναι σχέση αντανάκλασης.(24) Αυτή η θέση έδωσε τη βάση για την ερμηνεία της κρίσης του επαναστατικού κινήματος του Μεσοπολέμου ως κρίση της ηγεσίας του: πάγια άποψη σε όλη τη διαδρομή του τροτσκισμού που λειτουργούσε ως πρώτη αιτία των αποτυχιών του επαναστατικού κινήματος. Το κόμμα ως καρτεσιανό Υποκείμενο.

Η θέση αυτή είναι προβληματική διότι αν, όπως υποστηρίζει ο Πουλιόπουλος στα 1940, παρά την κατάρρευση των αντικειμενικών όρων της κυριαρχίας του καπιταλισμού, ο καπιταλισμός στέκει ακόμα· αν, όπως γράφει ο Τρότσκι, επίσης στα 1940, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί παραπέρα και έφτασε στα όριά του αλλά ακόμα επιζεί. Αν γι’ αυτό φταίει μια κλίκα σταλινικών προδοτών, τότε η Ιστορία καθίσταται ακατανόητη εκτός και αν η Ιστορία είναι η ιστορία των ηρώων, των βασιλιάδων, των ηγετών και των παθητικών μαζών. Πάντως σε αυτήν την περίπτωση, ο μαρξισμός θα έχει πάει περίπατο.

Η ιστορία του τροτσκισμού δεν έχει γραφεί ακόμα. Είναι ανάγκη η ιστορία του να συνδεθεί με την κοινωνική ιστορία· επιπλέον, η εκ των ορίων θέση του μπορεί να χρησιμεύσει σαν εφαλτήριο για μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Αλλά, ο καλύτερος τρόπος να ασχολείσαι με την ιστοριογραφία δεν είναι υπεράσπιση a priori βεβαιοτήτων. Η διαδικασία συγκρότησης της ιστορικής μνήμης του τροτσκιστικού παρελθόντος πρέπει να πάρει διαζύγιο από την ηθικολογία και το μελόδραμα, από την αγωνία της ιστορικής επιβεβαίωσης, την επίμονη αναζήτηση των ίδιων ριζών με παράλληλο αποκλεισμό άλλων τάσεων του τροτκιστικού κινήματος (κάτι που περιστέλλει τη γόνιμη συγκρουσιακότητα στο εσωτερικό του τροτσκισμού). Εν μέρει είναι κατανοητή αυτού του είδους η ιστοριογραφική πρακτική· η μνήμη είναι νωπή, ζώσα και αγωνιστική· το `ένδοξο’ παρελθόν, οι ανηλεείς διώξεις. Όμως, η ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος δεν πρέπει να «διεκδικεί την επιστροφή στους θρύλους, στις διηγήσεις ενός ηρωικού και εξιδανικευμένου παρελθόντος […]. Το ζητούμενο είναι μια κριτική ανάλυση που δεν θα είναι ούτε ρητορική ούτε παθιασμένη»(25). Μια ιστορία μη-αξιολογική, μη άμεσα αγωνιστική, μια ιστορία που δεν θα είναι ηθικολογία και παιδαγωγική.

Αλλιώς η (κατά Φ.Κ) ιστορία του επαναστατικού μαρξισμού του «δεν είναι τίποτα περισσότερο από κύμβαλον αλαλάζον», όπως έγραψε ο F. Mehring.26

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Hobsbawm E., «History and Illusion», New Left Review, 220(1996), 125.

2. Παρατίθεται στο Novick P., That Noble Dream. The `Objectivity Question’ and the American Historical Profession, Cambridge University Press, Cambridge 1994, σ. 37.

3. Σημειώνω, ότι προφανώς δεν νομιμοποιούμαι να απαντήσω για το μέρος εκείνο της βιβλιοκριτικής που αφορά στον Pierre Broue.

4. Παρόμοια, πιο γραφική, αλλά και με παρεξηγήσιμες συμπαραδηλώσεις είναι η πρόσληψη του τίτλου σε μια μπροσούρα που δημοσιεύθηκε επ’ ευκαιρίας του βιβλίου: «Ο συγγραφέας θεωρεί τους αγωνιστές με τους οποίους ασχολείται […] λίγο-πολύ στον κόσμο τους. Άλλωστε αυτό υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου `Αιρετικές Διαδρομές’ , δηλαδή κάτι σαν τους ιεχωβάδες. Εκτός αν θεωρεί τον σταλινισμό σαν τη μαρξιστική ορθοδοξία», Μπόλαρης Λ., Τρότσκι και τροτσκιστές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Ενότητα, Αθήνα 2002, σ. 3. Η κριτική του Μπόλαρη διαπνέεται από την ίδια στάση έναντι της λειτουργίας της ιστοριογραφίας αλλά είναι πιο μαχητική σε σχέση με την κριτική του Φ.Κ. 

5. Εμμανουηλίδης Μ., Αιρετικές διαδρομές. Ο ελληνικός τροτσκισμός και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Φιλίστωρ, Αθήνα 2002, σ. 23.

6. Ολόκληρη η φράση έχει ως εξής: «αν η ιστορία φτιάχνεται με αίμα, όπως λέγεται, τέτοιο έδωσαν πολύ οι τροτσκιστές κι ας μη φτιάξανε ιστορία», ό.π., σ. 27.

7. Επιστολή ΚΚΔΕ προς ΔΚΚΕ, Αρχείο Χρ. Αναστασιάδη, κιβ. 35, φακ 415.

8. Εμμανουηλίδης Μ., ό.π., σ. 27.

9. Νούτσος Π., Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, τ. ΓΕ (1926-1955), ό.π., σ. 118.

10. Εμμανουηλίδης Μ., ό.π., σ. 40.

11. Μπαρτ Ρ,, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, Ράππα, Αθήνα 1983, σ.29.

12. Μανχάιμ Κ., Ιδεολογία και ουτοπία, Γνώση, Αθήνα 1997, σ.232.

13. Μπαλιμπάρ Ε., «Ποιος κομμουνισμός, μετά τον κομμουνισμό;», Ο Πολίτης, τχ. 64(1999), 37

14. Ό.π., 37.

15. Hobsbawm, E.J., «Working-Class Inernationalism», στο F. van Holthoon – M. van der Linden (eds.), Internationalism in the Labour Movement, 1830-1940, I, E.J. Brill, Leiden 1988, σ. 3-16.

16. Έρευνες των τελευταίων χρόνων δείχνουν ότι η πατριωτική στάση της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών οργάνων της ήταν εν πολλοίς μύθος – εξαιρώντας βέβαια τα πολιτικά κόμματα και την περίπτωση της γαλλικής CGT, βλ. ενδεικτικά Thorpe W., «The European Syndicalists and War, 1914-1918», Contemporary European History, 10.1(2001), 1-24.

17. Πουλιόπουλος Π., «Ο πόλεμος που έρχεται και τα καθήκοντα των κομμουνιστών στην Ελλάδα» [1939], Τα λαϊκά μέτωπα, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, Αθήνα 1997, σ. 26.

18. Ο εξαίρετος Μανόλης Λαμπρίδης συμπυκνώνει σε μια φράση το ίχνος των τροτσκιστών: «[…] μια στάση διαφορετική, ανεξάρτητη κριτική σκέψη, αντιδογματική, εναντίον του ρεύματος, εις πείσμα όλων των εξοντωτικών συνθηκών»: Αντιδεοντολογικά, Έρασμος, Αθήνα 1982, σ. 11.

19. Trotsky L., «Bonapartism, Fascism and War» [1940], The Struggle against Fascism in Germany, Pathfinder Press, Νέα Υόρκη 1977, σ. 446.

20. Τρότσκι Λ., Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της Τέταρτης Διεθνούς (Μεταβατικό Πρόγραμμα), Αλλαγή, Αθήνα 1985, σ. 33.

21. Trotsky L., «Petty-Bourgeois Democrats and Moralizers» [1938, unfinished writings and fragments], Writings of Leon Trotsky. Supplement (1934-1940), Pathfinder Press, Νέα Υόρκη 1979, σ. 865.

22. Trotsky L., «The U.S.S.R. in War», The New International, 11(1939), 325-332.Επίσης, Τρότσκι Λ., Στην υπεράσπιση του μαρξισμού, Αλλαγή, Αθήνα 1980.

23. Για πολλά από τα εξεταζόμενα προβλήματα, βλ. το σημαντικό άρθρο του Γαβριηλίδη Α., «Η συνέχιση του εμφυλίου με άλλα μέσα», μέρος β’, Θέσεις, τχ.71(2000), 11-57.

24. Βλ. Trotsky L., «The Class, the Party and the Leadership», στο Cliff T., Hallas D., Harman C., Trotsky L., Party and Class, Pluto Press, Λονδίνο χ.χ, σ.67-78.

25. Haupt G., «Για την ιστορία του εργατικού κινήματος», Πολίτης, τχ.14(1997), 58.

26. Παρατίθεται στο Haupt G, ό.π., 62.

Όσο για την πρόσκληση συζήτησης, στα τέλη του Οκτώβρη θα γίνει παρουσίαση-συζήτηση με αφορμή το βιβλίο με ομιλητές τους Γιάννη Μηλιό, Σάββα Μιχαήλ και Παναγιώτη Νούτσο. Αν οι φίλοι του «Σπάρτακου» θελήσουν να παρατείνουμε τη συζήτηση ασφαλώς και αποδέχομαι την πρόσκληση.


Εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης του Σπάρτακου στο άρθρο του Μάριου Εμμανουηλίδη «Μια τελετουργικά προβλέψιμη κριτική«, Σπάρτακος 66.

Λάβαμε και δημοσιεύουμε την επιστολή του Μάριου Εμμανουηλίδη στο άρθρο του σ. Φ. Καλογερίδη, που δημοσιεύθηκε στον προηγούμενο Σπάρτακο Νο 65 με τίτλο «Για την ιστορία του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος στην κατοχή». Το άρθρο του σ. Φ. Καλογρίδη ήταν μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Μ. Εμμανουηλίδη «Αιρετικές Διαδρομές», που μελετά την ιστορία του τροτσκιστικού ρεύματος στο μεσοπόλεμο και την κατοχή.

Ένας από τους βασικότερους λόγους της ύπαρξης του περιοδικού μας είναι να υπερασπίζεται τη μαρξιστική επαναστατική παράδοση και να βοηθά στην ανάπτυξη του διαλόγου μέσα στις γραμμές του ρεύματος μας. Οπωσδήποτε o αγώνας για την επιβίωση που κάνει το ρεύμα μας από τη γέννηση του αντιμετωπίζοντας εκτός των άλλων τη διαρκή πολεμική από αστούς, σοσιαλδημοκράτες, σταλινικούς ή αναρχικούς θεωρητικούς είναι συνυφασμένος με την προσπάθεια για την παραπέρα επεξεργασία των βασικών μας προγραμματικών αρχών αλλά και την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας. Εμείς πιστεύουμε ότι το καθήκον αυτό ανήκει πρωταρχικά σε όσους υπερασπίζονται τη παράδοση του επαναστατικού μαρξισμού όχι μόνο θεωρητικά ή περιστασιακά αλλά σε μια διαρκή πολιτική βάση και επομένως με μια καθημερινή πολιτική στάση ζωής.

Η δημοσίευση του κειμένου του Μ. Εμμανουηλίδη, αν και θεωρούμε ότι ξεφεύγει ουσιαστικά από τους παραπάνω στόχους του περιοδικού μας και έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις τόσο για το επιθετικό και προσβλητικό σε προσωπικό επίπεδο ύφος της απάντησης όσο και για τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται, γίνεται για τους εξής λόγους: α) Το γεγονός ότι το βιβλίο παρουσιάσθηκε και σχολιάσθηκε εκτενώς στο προηγούμενο τεύχος μας δημιουργεί μια σχετική δέσμευση γενικότερης δημοκρατικής συμπεριφοράς, β) Ο τροτσκισμός δέχεται την τελευταία περίοδο μια γενική επίθεση διαστρέβλωσης και παραποίησης (όχι τυχαία πιστεύουμε) των θέσεων του στην οποία δεν συμμετέχουν μόνο οι ανιστόρητοι και θρασείς δημοσιογράφοι των αστικών ΜΜΕ αλλά και ακαδημαϊκοί που προσεγγίζουν την ιστορία του εργατικού κινήματος προσπαθώντας να το ερμηνεύσουν και να το κατηγοριοποιήσουν είτε μέσα από το φακό του αποστασιοποιημένου φυσιοδίφη ερευνητή είτε παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στις -κυρίαρχες όλη τη προηγούμενη περίοδο- πολιτικές παρωπίδες και προκαταλήψεις της σταλινικής αριστεράς. 

Η συζήτηση επομένως παρόλο που κινδυνεύει να πάρει διαστάσεις πολύ πέρα από τα πλαίσια και τις δυνατότητες της έκδοσής μας πρέπει να βρει το χώρο της, προκειμένου να βοηθήσει στην ανάδειξη τόσο της ιστορικής αλήθειας όσο και τη δραματική επικαιρότητα της ανάγκης για μια νέα σύνδεση της μαρξιστικής θεωρίας με την πράξη. Η αναλυτική απάντηση του συντρόφου μας Φ. Καλογερίδη θα ακολουθήσει στο επόμενο τεύχος του Σπάρτακου. Ωστόσο πολύ επιγραμματικά πρέπει να επισημάνουμε τα εξής σημεία της επιστολής:

1. Αναφέρει ότι οι τροτσκιστές υποβάθμισαν τις διαφορές δημοκρατίας και φασισμού, κάτι που είναι τελείως αναληθές και δεν έχουμε παρά να τον παραπέμψουμε στα κείμενα του Τρότσκι (π.χ. για τη Γερμανία). Εκείνο που πάντα έλεγαν οι τροτσκιστές είναι ότι ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται με συμμαχίες με αστικές πολιτικές δυνάμεις (λαϊκά μέτωπα) που υποτάσσουν το εργατικό κίνημα σε αστικές πολιτικές ηγεσίες. Δεν εισακούστηκαν και τα αποτελέσματα ήταν καταστρεπτικά για τους εργαζόμενους.

2. Θεωρεί την αντιμετώπιση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από τους τροτσκιστές «ουτοπική» γιατί παρέμειναν σταθεροί στον προλεταριακό διεθνισμό ενώ, κατά την άποψή του, έπρεπε να αποδεχθούν και στοιχεία εθνικοπατριωτισμού για να «παραμείνουν μέσα στο πολιτικό παιχνίδι». Νομίζουμε ότι τόσο τα αποτελέσματα της αποδοχής στοιχείων εθνικοπατριωτισμού από το ΚΚΕ είναι οφθαλμοφανώς τραγικά, για το ίδιο και για το κίνημα, αλλά και ότι σήμερα, σε συνθήκες καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, ζούμε, για άλλη μια φορά, τη χρεοκοπία όλων των εθνικοπατριωτικών ιδεολογιών και την αναγκαιότητα του διεθνισμού. Επομένως και σε αυτό ο τροτσκισμός δικαιώνεται.

3. Διαφωνεί με την άποψη του τροτσκιστικού ρεύματος ότι η κρίση του επαναστατικού κινήματος είναι κύρια κρίση ηγεσίας. Νομίζουμε ότι οι δεκάδες περιπτώσεις, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, που εξαιρετικά ώριμες για κοινωνική αλλαγή συνθήκες δεν καρποφόρησαν λόγω των αδυναμιών, των συμβιβασμών ή των προδοσιών εκείνων που το κίνημα θεωρούσε ηγέτες του αποτελούν μια συντριπτική επιβεβαίωση της ορθότητας της άποψης αυτής.

Η Σύνταξη του Σπάρτακου


Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3064


There are 2 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s