Κεντρική Επιτροπή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
Αύγουστος 2002
Από την τον περασμένο Ιούλη που άρχισαν οι συλλήψεις των κατηγορούμενων σαν μελών της «17ης Νοέμβρη» το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει πολύ. Το Κράτος και οι συνεργάτες του (ΜΜΕ, πολιτικοί, διάφοροι «παράγοντες» κλπ) προσπαθούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ανάλογη με εκείνη που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ και, μερικά, στη Δ. Ευρώπη την επομένη του χτυπήματος της 11 Σεπτέμβρη 2001. Τα ΜΜΕ αποτελούν το σημαντικότερο μέσο για τη δημιουργία του κλίματος αυτού. Η προπαγάνδα τους επικεντρώνεται στους παρακάτω άξονες :
– Προβολή της εικόνας της παντοδυναμίας των κατασταλτικών μηχανισμών, που πέτυχαν να εξουδετερώσουν μια οργάνωση που δρα για 27 χρόνια κάτω από τη μύτη τους, σε συνδυασμό με την άποψη ότι η αστυνομία πρέπει να δρα απερίσπαστη (δηλαδή ανεξέλεγκτη) εναντίον εκείνων που θεωρεί εχθρούς του Κράτους.
– Προσπάθεια να δικαιολογήσουν τα μέτρα περιορισμού των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών που έχουν υιοθετηθεί (τρομονόμος, αστυνομοκρατία) και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη λήψη και νέων, ακόμη σκληρότερων, μέτρων στην κατεύθυνση αυτή. Τη λογική αυτήν εκφράζουν και οι διάφοροι «συνήθεις προσκεκλημένοι» των ΜΜΕ που προβάλουν απόψεις του τύπου ότι οι κατηγορούμενοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχουν κανένα δικαίωμα (έτσι δικαιολογούν την απομόνωση τους, τη μη ελεύθερη επικοινωνία με τις οικογένειες τους και τους συνηγόρους τους και τη στέρηση τους και από τα δικαιώματα που έχει και ο τελευταίος ποινικός κρατούμενος) και κατηγορούν τους δικηγόρους που έχουν αναλάβει την υπεράσπιση τους. Η άποψη που προπαγανδίζεται είναι «καλύτερα ασφάλεια παρά δημοκρατία».
– Παρουσίαση της Αριστεράς, και ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής, και των κοινωνικών αγώνων σαν «φυτώρια τρομοκρατών» και ηθικά υπεύθυνων για τη δραστηριότητα τρομοκρατικών οργανώσεων σε συνδυασμό με την προσπάθεια δυσφήμισης των κινητοποιήσεων συμπαράστασης σε όσους κατά καιρούς κατηγορήθηκαν άδικα από το Κράτος ότι εμπλέκονται σε τρομοκρατικές δραστηριότητες.
Στα πλαίσια της προπαγάνδας τους αυτής έγινε, από τμήμα των ΜΜΕ, προσπάθεια δυσφήμισης του τροτσκιστικού ρεύματος, παρουσιάζοντας το σαν θετικό στην τρομοκρατία. Για να είναι ξεκάθαρο μια για πάντα : η θέση μας, καθώς και όλων των τάσεων του τροτσκιστικού ρεύματος, ήταν πάντοτε κατηγορηματικά αντίθετη στην πρακτική της ατομικής τρομοκρατίας γιατί η προσπάθεια μας ήταν και είναι να συμβάλλουμε στην ενεργοποίηση των μαζών για τη διεκδίκηση των άμεσων και των ιστορικών τους δικαίων και όχι η ανάθεση της διεκδίκησης αυτής «εργολαβικά» σε κάποιες μικρές και κλειστές ομάδες. Οι δραστηριότητες ατομικής τρομοκρατίας (από «απαλλοτριώσεις» τραπεζών μέχρι φόνους), ξεκομμένες από το μαζικό κίνημα, προκαλούν απώλεια μαχητικών αγωνιστών, που αργά ή γρήγορα θα εξουδετερωθούν από τις Αρχές, νομιμοποιούν στα μάτια των εργαζομένων τα μέτρα περιορισμού των ελευθεριών που παίρνει το Κράτος και, λόγω της κλειστής δομής και της απομόνωσης των οργανώσεων αυτών, παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο διάβρωσης τους από πράκτορες των κρατικών υπηρεσιών. Γι’ αυτό ανέκαθεν η θέση μας απέναντι στους αγωνιστές που εμπλέκονται, με αγαθές προθέσεις, σε δραστηριότητες ατομικής τρομοκρατίας, τους οποίους δεν παύουμε να θεωρούμε αγωνιστές του εργατικού κινήματος που επέλεξαν ένα λανθασμένο και επιβλαβή για το εργατικό κίνημα δρόμο, συνοψίζεται στην ιστορική έκκληση του Τρότσκι «Ακολουθείστε έναν άλλο δρόμο».
Η κάθετη διαφωνία μας, σαν επαναστάτες Μαρξιστές, με την ατομική τρομοκρατία δεν μας κάνει να παραβλέπουμε την ύπαρξη της κρατικής τρομοκρατίας που ασκείται πολύ ευρύτερα μέσα στην κοινωνία, έχει πολύ περισσότερα θύματα από την ατομική τρομοκρατία και λειτουργεί για να προασπίζει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Μας μιλούν για τα θύματα της ατομικής τρομοκρατίας αλλά ξεχνούν τους 6, μέχρι σήμερα, νεκρούς εργάτες στο εργοτάξιο κατασκευής του Ολυμπιακού Χωριού, τους νεκρούς από την κατάρρευση της γέφυρας στην Αττική Οδό και εκείνους των εργασιακών ατυχημάτων στη Βιομηχανία και στη Ναυπηγοεπισκευαστική, θύματα στο βωμό του κέρδους. Αποσιωπούν τα θύματα της αστυνομικής βίας, τους νεκρούς από τις «τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις» των όπλων των αστυνομικών που είναι πολλαπλάσιοι από τα θύματα της ατομικής τρομοκρατίας. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις, που οι ένοχοι είναι γνωστοί στις Αρχές, κανείς δεν καταδικάστηκε και δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Έφτασαν στο σημείο να κατηγορούν τους τρομοκράτες ότι δεν σέβονται τη διαφορετική άποψη εκείνοι που ξυλοφόρτωσαν και επιστράτευσαν τους Ναυτεργάτες; όταν «τόλμησαν» να απεργήσουν, που συνέλαβαν εκείνους που εξέφρασαν δημόσια τη διαφωνία τους με την ανάληψη από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που έπνιξαν την Αθήνα στα δακρυγόνα για να διαλύσουν μια διαδήλωση διαμαρτυρίας για την επίσκεψη του Κλίντον. Είναι σαφές ότι η «ελευθερία» που υπερασπίζουν αφορά μόνο όσους συμφωνούν μαζύ τους και κανέναν άλλο. Όταν λοιπόν βγαίνουν να καταγγείλουν την ατομική τρομοκρατία οι εκφραστές της κρατικής τρομοκρατίας δίκαια μπορούμε να σχολιάσουμε «κοίτα ποιος μιλάει».
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε τη σύλληψη με κατηγορίες σχετικές με την υπόθεση της «17ης Νοέμβρη» του Θεολόγου Ψαραδέλλη, γνωστού αγωνιστή του εργατικού και του αντιδικτατορικού κινήματος που για πολλά χρόνια δρούσε οργανωμένα στο πολιτικό μας ρεύμα. Εκείνο που, όπως όλοι, γνωρίζουμε για την περίπτωση του είναι ότι υπήρξε πάντοτε αγωνιστής που δρούσε δημόσια, στο φως της ημέρας.
Με ιδιαίτερη ανησυχία βλέπουμε προσπάθειες εμπλοκής, σε υποθέσεις τρομοκρατίας, ανθρώπων που έχουν ήδη αθωωθεί από τα δικαστήρια για τις σχετικές υποθέσεις και δεν έχει προκύψει κανένα νέο στοιχείο σε βάρος τους, στα πλαίσια μιας προσπάθειας, μέσω της καταδίκης τους, με κάθε μέσον και τρόπο, να δυσφημισθεί το κίνημα αλληλεγγύης στους ανθρώπους αυτούς.
Αλλά και γενικότερα βλέπουμε να προετοιμάζεται το έδαφος για την θέσπιση νέων νόμων που θα περιορίζουν, ακόμη περισσότερο, τις ελευθερίες των πολιτών και ιδιαίτερα εκείνων που διεκδικούν τα δικαιώματα τους. Ήδη ο αντιτρομοκρατικός έχει εισάγει μια διεύρυνση της έννοιας «τρομοκρατία» περιλαμβάνοντας σε αυτήν και καταλήψεις κτιρίων και ανοιχτών χώρων και άλλες μορφές μαζικής πάλης. Συζητείται ήδη η τροποποίηση του με ποινικοποίηση και της όποιας έκφρασης γνώμης που θα θεωρηθεί από τις Αρχές σαν ευνοϊκή για την τρομοκρατία. Έτσι, π.χ., οι κινητοποιήσεις αλληλεγγύης σε κάποιον κατηγορούμενο για τέτοια αδικήματα ή η δημοσίευση μιας προκήρυξης τρομοκρατικής οργάνωσης θα αποτελούν, από μόνα τους, ποινικά αδικήματα.
Είναι αναγκαία, περισσότερο από ποτέ, η οργάνωση εκστρατείας υπεράσπισης εκείνων από τους «συνήθεις ύποπτους» που βρίσκονται πάλι στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών γιατί, πέρα από το ηθικά απαράδεκτο της καταδίκης τους, θα δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο όπου η αστυνομία θα μπορεί να προκαλέσει την καταδίκη οποιουδήποτε επιθυμεί χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών δικονομικών εγγυήσεων. Η εκστρατεία αυτή θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για μια γενικότερη καμπάνια υπεράσπισης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων απέναντι σε κάθε απόπειρα περιστολής τους, σε μια προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος αντιτρομοκρατικής υστερίας και ποινικοποίησης της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Αύγουστος 2002
[…] […]