Γαλλία: 2 μήνες που ταρακούνησαν τη Lutte Ouvrière

Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002


Του Murray Smith

Η Lutte Ouvriere (LO) είναι μια από τις μεγαλύτερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς στην Ευρώπη. Για τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια υπήρξε η μεγαλύτερη από τις τρεις κυριότερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς στη Γαλλία. (1)

Προσέλκυσε ένα σχετικό ενδιαφέρον διεθνώς όταν η υποψήφιά της Arlette Languiller πήρε το 5,3% της ψήφου στις προεδρικές εκλογές το 1995. Ένα ανάλογο αποτέλεσμα επιτεύχθηκε στις ευρωεκλογές του 1999 όταν ο κοινός συνδυασμός LO – LCR ξεπέρασε το 5% και εξέλεξε πέντε ευρωβουλευτές (τρεις από τη LO και δύο από την LCR). Σ’ αυτές τις εκλογές οι συνδυασμοί της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς κέρδισαν σημαντικά ποσοστά ψήφων πρακτικά σχεδόν σε κάθε χώρα της Ε.Ε. Η επιτυχία του συνδυασμού LO – LCR έγινε πλατιά δεκτή ως ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός κόμματος που θα ήταν το γαλλικό αντίστοιχο του Αριστερού Μπλοκ στην Πορτογαλία, του Σκωτσέζικου Σοσιαλιστικού Κόμματος, της δανέζικης Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας και άλλων ανάλογων σχηματισμών. Αν την έβλεπε κανείς από απόσταση, δεν υπήρχε τίποτε το αστείο σ’ αυτή την ιδέα. Ήταν σαφές ότι η LO και η LCR, χωριστά και στην περίσταση αυτή από κοινού, αντλούσαν ψήφους από το ίδιο τμήμα του εκλογικού σώματος με τους νέους σχηματισμούς της ριζοσπαστικής αριστεράς που εμφανίζονταν σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης.

Εντούτοις η ανάδειξη ενός νέου κόμματος μέσα από τον κοινό συνδυασμό δεν ήταν ποτέ στα χαρτιά. Για να καταλάβουμε το γιατί θα έπρεπε να ρίξουμε μια ματιά στη Lutte Ouvriere από κοντά.

H Lutte Ouvriere ιδρύθηκε τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ποτέ δεν εντάχθηκε στην Τέταρτη Διεθνή ή σε οποιαδήποτε άλλη διεθνή, παρότι αποτελεί το κέντρο μιας μινι – διεθνούς, της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης με μικρές ομάδες σε πολύ λίγες χώρες. Αφού διαδραμάτισε ένα καθοριστικό ρόλο στη μεγάλη απεργία της Renault το 1947, η ομάδα κατέρρευσε και ανασυγκροτήθηκε (ως Voix Ouvriere) το 1956 από το Robert Barcia («Hardy»), ο οποίος έκτοτε ηγήθηκε της οργάνωσης. Όπως και οι άλλες ακροαριστερές οργανώσεις η LO άρχισε να στρατολογεί από τη νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση της δεκαετίας του 1960 και αυξήθηκε δραματικά το 1968, όταν, αφού κηρύχθηκε παράνομη, επανεμφανίστηκε ως Lutte Ouvriere.

Η Lutte Ouvriere μπορεί να χαρακτηριστεί ότι λειτουργεί σαν μια σέκτα με τη μαρξιστική έννοια του όρου. Η σέκτα αναζητεί το λόγο ύπαρξης και την πηγή της υπόληψής της, όχι σε ό,τι κοινό έχει με το ταξικό κίνημα, αλλά στο ιδιαίτερο συνθηματικό κώδικα που τη ξεχωρίζει από το ταξικό κίνημα. Σε μια παμφλέτα της του 1983 η LO θέτει το ερώτημα πώς είναι δυνατή η δημιουργία μιας επαναστατικής οργάνωσης και στο οποίο απαντά με τον ακόλουθο τρόπο: «Είναι σ’ αυτό το πρόβλημα, το οποίο παραμένει ανοιχτό για ολόκληρο το τροτσκιστικό κίνημα, όπου η Lutte Ouvriere προτείνει μια διαφορετική απάντηση, πιστεύουμε, από εκείνη που δίνεται από άλλες τάσεις, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους από άλλες απόψεις. Είναι επομένως, στην πραγματικότητα, ακόμη και αν σε πρώτη ματιά φαίνεται αντιφατικό, επειδή είναι τροτσκιστική που η LO υφίσταται παράλληλα και ανεξάρτητα από το υπόλοιπο του τροτσκιστικού κινήματος».(3) Και ποια είναι αυτή η διαφορετική από τις άλλες τάσεις απάντηση; Η παμφλέτα εξηγεί: «Η δική μας επιλογή είναι πρώτα απ’ όλα μια ταξική επιλογή: το προλεταριάτο. Αλλά σε μια εποχή όπου η μικροαστική διανόηση καταλαμβάνει τον κύριο χώρο, όσον αφορά το ριζοσπαστισμό, και όπου το εργατικό κίνημα είναι συνολικά περιορισμένο στις ρεφορμιστικές οργανώσεις, είναι επίσης μια βολονταριστική επιλογή, η οποία υποδηλώνει την άρνησή μας να προσανατολίσουμε τη δραστηριότητα μας πρωτίστως στο χώρο, ο οποίος φαίνεται ότι θα έπρεπε να είναι -και για τόσους πολλούς άλλους είναι- μια τέτοια προτεραιότητα.»

Εδώ έχουμε μέσα σε λίγα λόγια τον τρόπο με τον οποίο η Lutte Ouvriere βλέπει τον εαυτό της. Πρώτα απ’ όλα, αντίθετα μ’ «όλες τις άλλες τάσεις», η LO έχει επιλέξει την εργατική τάξη. Δευτερευόντως, υπάρχει η ιδέα ότι η LO πρέπει να καταπολεμήσει την επιβλαβή επιρροή των μικροαστών και να αρνηθεί τον προσανατολισμό προς τους χώρους οι οποίοι κυριαρχούνται απ’ αυτούς.

Μια συνέπεια είναι ότι η LO δεν έχει ποτέ στρατευθεί σε καμπάνιες διεθνούς αλληλεγγύης ή στην οικοδόμηση, για παράδειγμα, του γυναικείου ή αντιρατσιστικού κινήματος. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς ήταν ότι απέφυγε το κίνημα εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζοντας διαδηλώσεις σαν και αυτές στη Γένοβα και τη Βαρκελώνη ως παρεκκλίσεις από την κυρίως ταξική πάλη.

Τρίτον, η άποψη ότι το εργατικό κίνημα κυριαρχείται εντελώς από τις ρεφορμιστικές οργανώσεις. Αν όμως αυτό ίσχυε το 1983, ισχύει πολύ λιγότερο σήμερα, όταν ανοίγονται μπροστά μας δυνατότητες ανασύνθεσης και δημιουργίας νέων κομμάτων.

Αλλά όπως θα δούμε η Lutte Ouvriere δε μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και τις δυνατότητες αυτής της νέας κατάστασης και επιστρέφει στη λογική της οικοδόμησης της δικής της οργάνωσης και της προοπτικής ενός «επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος». Αυτό το κόμμα στην πραγματικότητα θα αποτελεί μια μεγαλύτερη εκδοχή της LO με την προσθήκη δυνάμεων προερχόμενων από ένα ταχύτατα συρρικνούμενο Κομμουνιστικό Κόμμα, προς το οποίο η LO προσανατολίζεται κατά προτεραιότητα σήμερα, συχνά μ’ ένα μάλλον οπορτουνιστικό τρόπο. Για παράδειγμα η LO ποτέ δε ντρεπόταν να διακηρύξει την πιστότητά της προς το τροτσκισμό. Στην παμφλέτα του 1995 «Τι είναι η Lutte Ouvriere;» δηλώνεται καθαρά ότι «η Lutte Ouvriere είναι ένα τροτσκιστικό κόμμα.» Αλλά στο βιβλίο της Arlette Laguiller «Ο κομμουνισμός μου», δημοσιευμένο για την πρόσφατη προεδρική προεκλογική εκστρατεία, η λέξη «τροτσκισμός» εμφανίζεται μόνο μια φορά σε μια βιαστική αναφορά. Όμως ενώ είναι σωστό να μη αφήνουμε το ζήτημα του τροτσκισμού να γίνεται ένα εμπόδιο στη συνεργασία μας μ’ άλλες δυνάμεις, το να μην αναφέρεις καν το θέμα σ’ ένα βιβλίο 170 σελίδων με αποδέκτη κυρίως τα μέλη και τους ψηφοφόρους του KK είναι τουλάχιστον άξιον απορίας.

Οι ιδιομορφίες της LO, οι ξεχωριστοί κώδικές της, πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και δρα, παρά στη θεωρία της. Σ’ αυτό το πεδίο δε διεκδικεί καμία αυθεντικότητα, τονίζοντας συχνά ότι λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1940.

Η Lutte Ouvriere είναι οργανωμένη μ’ ένα εξαιρετικά αυστηρό και συνωμοτικό τρόπο. Δεν έχει δημόσια γραφεία, περίτεχνες προφυλάξεις ασφαλείας περιβάλλουν τις εσωτερικές της συναντήσεις, ψευδώνυμα είναι σε καθολική χρήση κτλ. Δημοσίευσε τον κατάλογο των μελών της κεντρικής της επιτροπής για πρώτη φορά έπειτα από το περυσινό της συνέδριο, χωρίς αμφιβολία αντιδρώντας στο γεγονός ότι βρίσκεται ολοένα και περισσότερο κάτω από το αδιάκριτο φως των ΜΜΕ. Σ’ ένα αφιέρωμα στην οργάνωση που κυκλοφόρησε από την ημερήσια εφημερίδα Le Monde (14/3/02), η LO ισχυριζόταν ότι έχει 7500 μέλη. Στην πραγματικότητα είναι οργανωμένη μ’ ένα εξαιρετικά ελιτίστικο τρόπο σε ομόκεντρους κύκλους ανάλογα με το βαθμό πολιτικής στράτευσης και κατανόησης της πολιτικής της Lutte Ouvriere. Η οργάνωση έχει μόλις περίπου 1000 πλήρη μέλη (εκείνα που έχουν δικαίωμα ψήφου στις συνδιασκέψεις).

Τα μέλη της LO στους χώρους εργασίας παίζουν ένα καθοδηγητικό και συχνά παραδειγματικό ρόλο στους αγώνες. Αλλά η οργάνωση καθεαυτή είναι ουσιαστικά προπαγανδιστική, όπως και η ίδια δε διστάζει να παραδεχθεί. Στην παμφλέτα «Τι είναι η Lutte Ouvriere;», κάτω από τον τίτλο «Οι δραστηριότητες μας» διαβάζουμε: «Αυτές είναι απλά δραστηριότητες προπαγάνδας και στρατολόγησης. Όσο συνεχίζεται η προπαγάνδα, παράλληλα με την έκδοση φυλλαδίων κατά χώρους δουλειάς οργανώνουμε όσο μπορούμε τακτικά πολιτικές συναντήσεις για μαρξιστική εκπαίδευση.» Στην πραγματικότητα η Lutte Ouvriere εκδίδει μερικές εκατοντάδες δελτίων κατά χώρους δουλειάς, πάντα με την ίδια μορφή: η μία πλευρά περιλαμβάνει το κύριο άρθρο του εβδομαδιαίου τεύχους του δελτίου, η άλλη καταγίνεται με ζητήματα που σχετίζονται με το χώρο δουλειάς. Κάθε δελτίο εμφανίζεται ανά δεκαπενθήμερο, κανονικά με ακρίβεια ρολογιού. Όσον αφορά τη στρατολόγηση, παρά τον ισχυρισμό της ότι αποτελεί μια «προλεταριακή τάση», η LO αφιερώνει τη μεγαλύτερη προσοχή της στη στρατολόγηση νέων ανθρώπων, συχνά με μικροαστικό υπόβαθρο. Η κοινωνική της σύνθεση, ιδιαίτερα εκείνη του σκληρού πυρήνα της, δεν είναι στην πραγματικότητα διαφορετική και περισσότερο προλεταριακή απ’ ό,τι εκείνη των άλλων οργανώσεων της άκρας αριστεράς.

Στην ίδια παμφλέτα διαβάζουμε: «Προπαγανδιστική δραστηριότητα επίσης διεξάγεται βεβαίως και με τη συμμετοχή στις προεκλογικές εκστρατείες» – προσθέτοντας ότι «από το 1973 έχουμε κατεβάσει υποψήφιους σ’ όλες τις κοινοβουλευτικές, προεδρικές, δημοτικές εκλογές· οπουδήποτε μπορούσαμε.»

Και είναι πράγματι στο εκλογικό πεδίο που η LO έχει επιτύχει τη μεγαλύτερη απήχηση και έγινε γνωστή σ’ εθνικό επίπεδο -είναι κάπως ειρωνικό αυτό- καθώς η οργάνωση τακτικά εξηγεί ότι οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτε.

Στις προεδρικές εκλογές του 1974, η LO παρουσίασε για πρώτη φορά την Arlette Laguillet, η οποία έχει μόλις πριν από λίγο καιρό καθοδηγήσει μια απεργία εννέα εβδομάδων στην τράπεζα Credit – Lyonnais. Χαρισματική ομιλήτρια, έκτοτε κατεβαίνει συνεχώς υποψήφια και έχει γίνει για το κοινό η προσωποποίηση της LO. Αλλά η εκλογική επιτυχία παρέμενε περιορισμένη μέχρι το 1995. Το αποτέλεσμα αυτής της χρονιάς ήταν καθαρά μια αντανάκλαση της ανερχόμενης μαχητικότητας της εργατικής τάξης και μια πρόγευση του μαζικού απεργιακού κινήματος το Νοέμβρη – Δεκέμβρη εκείνου του χρόνου. Αλλά ήταν επίσης μια επιβράβευση για τη συνέπειά της, για το γεγονός ότι η οργάνωση κατέβαινε στις εκλογές για πάνω από είκοσι χρόνια, πάντα με το ίδιο αντικαπιταλιστικό μήνυμα, εκφρασμένο με απλή, συγκεκριμένη, αν και κάπως παλαιομοδίτικη γλώσσα, κατανοητό από τους συνηθισμένους ανθρώπους και για την απερίφραστα ανεξάρτητη στάση της σε σχέση με το κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό κόμμα. Μια καινοτομία της καμπάνιας του 1995 ήταν η προώθηση ενός σχεδίου έκτακτων αναγκών: μια σειρά απλών αντικαπιταλιστικών μέτρων (όπως το αίτημα για απαγόρευση των απολύσεων) το οποίο είχε απήχηση και έχει στη συνέχεια υιοθετηθεί πλατιά και από άλλους στην αριστερά. 

Στις περιφερειακές εκλογές του 1998 τόσο η LO, όσο και η LCR κατέγραψαν καλά αποτελέσματα και εξέλεξαν τοπικούς συμβούλους (είκοσι η LO, δύο η LCR). Η επακόλουθη συμφωνία διεξαγωγής μιας κοινής καμπάνιας για τις ευρωεκλογές του 1999 ήρθε σαν μια έκπληξη για πολλούς ανθρώπους. Στο όχι και τόσο πρόσφατο παρελθόν, μεταξύ του 1977 και του 1985, οι δύο οργανώσεις είχαν συνεργαστεί σε τακτική βάση σε προεκλογικές εκστρατείες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 λάμβαναν χώρα κοινές συνεδριάσεις των τοπικών τους οργανώσεων, ενώ ετήσιες γιορτές οργανώθηκαν το 1983, 1984 και 1985 από τις δύο οργανώσεις. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου η LO συνδύαζε την κοινή δουλειά με την τακτικά επαναλαμβανόμενη διευκρίνιση ότι η ύπαρξη ξεχωριστών οργανώσεων ήταν δικαιολογημένη και στη πράξη θα αποδεικνυόταν ποια από τις δύο είχε δίκιο. Το 1986 η LO διέκοψε τις σχέσεις συνεργασίας με την LCR και μπήκε σε μια μακρά περίοδο εξαιρετικής απομόνωσης σκοπεύοντας να αποδείξει έμπρακτα την εγκυρότητα της δικής της προσέγγισης.

Στη διάρκεια των πρόσφατων ετών την κοινή δράση με την LCR υπεράσπιζε μόνο η «Etincelle» («Σπίθα» – φράξια της LO (4)). Εκείνοι και εκείνες που είδαν την καμπάνια του 1999 ως ελπιδοφόρο σημάδι, την απαρχή μιας λιγότερο σεκταριστικής στάσης από την πλευρά της LO, επρόκειτο να απογοητευθούν καθώς η οργάνωση επανέκαμψε γρήγορα στη σεκταριστική γραμμή της. Ήδη από το 1995 η Arlette Laguiller είχε αντιδράσει στην εκλογική της επιτυχία απευθύνοντας ένα κάλεσμα για τη δημιουργία ενός νέου εργατικού κόμματος. Το κάλεσμα είχε μια ορισμένη απήχηση, αλλά η ηγεσία της LO γρήγορα έθαψε την ιδέα (5). Ο κλειστός χαρακτήρας της οργάνωσης κάνει οποιοδήποτε σοβαρό προσανατολισμό στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός νέου κόμματος, ο οποίος θα απαιτούσε αναγκαία συνεργασία μ’ άλλες δυνάμεις, άκρως επικίνδυνο για την ηγεσία της LO. Είναι εξαιρετικά περιφρονητική απέναντι σ’ οποιαδήποτε συζήτηση περί ανασύνθεσης. Η διακήρυξη των υποψηφίων της LO στις 31 Μαΐου συνοψίζει αυτήν τη περιφρόνηση: «Αυτό που οι εργαζόμενοι χρειάζονται δεν είναι μια «ανασύνθεση» της αριστεράς προκειμένου να εξαπατά καλύτερα τους εργάτες, αλλά ένα κόμμα το οποίο πραγματικά υπερασπίζεται τα πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα των εργατών, ένα κόμμα που θα ήταν αυτό που το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι πια.». Προφανώς δεν περνάει καν από τη σκέψη της ηγεσίας της LO ότι αυτό το κόμμα θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ανασύνθεσης παρά απλά η μεγαλύτερη έκδοση της οργάνωσής τους.

Σε μια περίοδο που η ιδέα και η αναγκαιότητα ενός νέου κόμματος, στις οποίες συνηγορεί μεταξύ άλλων και η LCR, κερδίζει μέρα με τη μέρα ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή, ακόμη και μια κοινή εκστρατεία θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι τόσο γιατί επανέκαμψε στην παραδοσιακή της γραμμή μετά την καμπάνια του 1999, αλλά γιατί καταρχήν κατέληξε σε μια τέτοια συμφωνία. Φαίνεται ότι το κίνητρο ήταν λιγότερο η επιθυμία για ενότητα απ’ ό,τι ο υπολογισμός ότι μια συμμαχία ήταν αναγκαία για να ξεπεραστεί το όριο του 5%, προϋπόθεση για την εκλογή ευρωβουλευτών και την απόσβεση του οικονομικού κόστους της καμπάνιας από το κράτος. Επίσης μπορεί να σκέφθηκαν ότι μιας και η LCR, καθώς έβγαινε τότε από μια μακρά περίοδο δυσκολιών, αποτελούσε το πιο αδύναμο συνέταιρο της επιχείρησης, το ρίσκο θα ήταν μικρό. Εντούτοις η LCR βγήκε από την καμπάνια ενισχυμένη και πιθανόν κέρδισε απ’ αυτήν περισσότερα απ’ ό,τι η LO, κάτι που η ηγεσία της LO βεβαίως κατενόησε. Όταν η Λίγκα πρότεινε μια συμμαχία για τις δημοτικές εκλογές του 2001, βρήκε απέναντί της τη δριμεία άρνηση της LO. Αλλά για πρώτη φορά τα αποτελέσματα των δύο οργανώσεων ήταν συγκρίσιμα, μολονότι η LO τα πήγε πάλι ελαφρώς καλύτερα.

Για τις προεδρικές εκλογές του 2002, η LCR πρότεινε ξανά μια κοινή καμπάνια και προσφέρθηκε να δεχθεί την Arlette Laguiller ως υποψήφια. Η κύρια δικαιολογία που η LO χρησιμοποίησε για να αρνηθεί μια κοινή καμπάνια το 2001 -το γεγονός ότι η LCR είχε μια πολιτική υποστήριξης της επίσημης αριστεράς στο δεύτερο γύρο των εκλογών- δεν ήταν πλέον διαθέσιμη, αφού η LCR είχε στο μεταξύ αλλάξει την πολιτική της. Ακόμη και έτσι η πρόταση της LCR αντιμετώπισε την άμεση άρνηση. Μετά απ’ αυτό που ήταν πιθανόν η δυσάρεστη έκπληξη των καλών δειγμάτων της LCR στις δημοτικές εκλογές, η ηγεσία της LO ήταν σίγουρη ότι οι προεδρικές εκλογές, με τη Laguiller σαν υποψήφια, θα αποκαθιστούσαν την ισορροπία δυνάμεων προς όφελός της. 

Οι περισσότεροι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένης της LCR, πίστεψαν ότι είχε δίκιο (σημ: ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα αποκαθιστούσε την ισορροπία δυνάμεων) γι’ αυτό. Η LO εγκαινίασε την πέμπτη προεδρική προεκλογική εκστρατεία της Arlette Laguiller, γεμάτη απ’ αυτό που φαινόταν ως εντελώς δικαιολογημένη αυτοπεποίθηση. Η υποψήφια είχε οικοδομήσει μια συμπαγή εικόνα κύρους. Πράγματι, ήταν η μόνη πολιτική φυσιογνωμία στη Γαλλία που θα μπορούσε στιγμιαία να αναγνωρισθεί απ’ όλους με το μικρό της όνομα. Η LO διεξήγαγε μια δαπανηρή προεκλογική εκστρατεία με τη σιγουριά ότι θα εξασφάλιζε την κρατική αποζημίωση, όταν η Arlette θα καθάριζε το 5%. Σε μια ορισμένη στιγμή βρισκόταν στο 11% σύμφωνα με τα γκάλοπ. Ο υποψήφιος της LCR, Olivier Besancenot, ήταν τελείως άγνωστος στο ξεκίνημα της προεκλογικής εκστρατείας και μέχρι κάνα δυο εβδομάδες πριν από τον πρώτο γύρο πιστωνόταν με από O,5 μέχρι 1%. Αλλά βεβαίως δεν ήταν αυτή η έκβαση των πραγμάτων την 21η Απριλίου. Η άκρα αριστερά πήρε παραπάνω από 10%, αλλά με ποσοστό 4,3 ο Olivier Besancenot δεν ήταν μακριά πίσω από το 5,7% την Arlette. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο ένα αποφασιστικό ξέσπασμα της άκρας αριστεράς αλλά και μια σημαντική νίκη της LCR και στην πραγματικότητα ένα βήμα πίσω για τη LO, η οποία μόλις που τα κατάφερε καλύτερα από το 1995.

Από πολλές απόψεις το ύφος των δύο εκστρατειών συνοψιζόταν καλά από τα κεντρικά τους συνθήματα. LO: «Πάντα στο στρατόπεδο των εργατών»· LCR: «Οι ζωές μας αξίζουν παραπάνω απ’ τα κέρδη τους». Η LO διεξήγαγε μια καμπάνια που ήταν καλή με τον τρόπο της, αντικαπιταλιστική, καθαρά στο πλευρό των εργατών, καμία επ’ αυτού αμφιβολία. Η καμπάνια της LCR ήταν περισσότερο επικεντρωμένη σε αγώνες, όπως σ’ εκείνους των νέων εργαζομένων σε αλυσίδες φαστ-φουντ, στο κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Οι αγώνες του σήμερα συνδέονταν με τη σοσιαλιστική κοινωνία του αύριο. Και ιδιαιτέρως στις τελευταίες φάσεις της καμπάνιας, προβαλλόταν συστηματικά η ανάγκη ενός νέου κόμματος. Από τη στιγμή που ο Olivier Besancenot απέκτησε πρόσβαση στο μαζικό τηλεοπτικό ακροατήριο στη διάρκεια της επίσημης προεκλογικής εκστρατείας των τελευταίων δύο εβδομάδων, η καμπάνια του απογειώθηκε όχι μόνο χάρη στη σημαντική προσωπική του ικανότητα αλλά εξαιτίας της συνοχής εκείνων τα οποία έλεγε. Όντως είναι πιθανόν, αν η προεκλογική εκστρατεία είχε κρατήσει δύο εβδομάδες παραπάνω, να είχε ξεπεράσει την Arlette. H «Etincelle», φύλλο της φράξιας της LO, έγραψε ότι το αποτέλεσμα του ποσοστού του Besancenot «αντιπροσωπεύει μια αξιοσημείωτη επιτυχία για την LCR, ακόμη κι αν επετεύχθη πάνω στη βάση του προγράμματος της LO» (5). Αυτό είναι και δεν είναι αλήθεια. Η εκστρατεία της LCR πήρε ό,τι το καλύτερο από το πρόγραμμα της LO, την καθαρή γραμμή του ταξικής ανεξαρτησίας και ειδικά ανεξαρτησίας από την επίσημη αριστερά. Αλλά προσέθεσε ένα περιεχόμενο που ήταν πολύ ευρύτερο και μεγαλύτερης δυναμικής.

Η ανάλυση των αποτελεσμάτων από τη LO ήταν ότι το εκλογικό σώμα που την ψηφίζει ήταν σταθερό και ότι η LCR απέκτησε πια ένα «δικό της» εκλογικό σώμα ψηφοφόρων – δηλ. ότι τα δύο σώματα ψηφοφόρων ήταν ξεχωριστά. Στο φύλλο της 26 ης Απριλίου της εβδομαδιαίας «Lutte Ouvriere» ο Georges Kaldy, ένας από τους κεντρικούς ηγέτες της οργάνωσης, έγραφε για «την ύπαρξη ενός σημαντικού εκλογικού σώματος της LCR» και για «διάφορους ακροαριστερούς υποψηφίους που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές πολιτικές και απευθύνονται σε διαφορετικούς χώρους». Ξανά αυτό είναι και δεν είναι αλήθεια. Καταρχήν θα ήταν δείγμα έλλειψης σύνεσης και για τις δύο οργανώσεις να θεωρούν ότι αυτή τη στιγμή έχουν «δικό τους» ένα σταθερό τμήμα του εκλογικού σώματος που τις ψηφίζει. Η LCR αναμφίβολα προσελκύει μια ψήφο που προέρχεται κάπως περισσότερο από τη νεολαία (10% των ψηφοφόρων ηλικίας 18-24 ψήφισαν LCR, έναντι 6% που ψήφισε τη LO) και είναι λιγότερο περιορισμένο στους παραδοσιακούς τομείς της εργατικής τάξης. Αλλά, βασικά, οι δύο οργανώσεις απευθύνονται στο ίδιο ακροατήριο, εκείνους και εκείνες που έχουν χάσει εξ’ ολοκλήρου τις ψευδαισθήσεις τους για την επίσημη αριστερά και αναζητούν μια εναλλακτική επιλογή.

Τελικά τα αποτελέσματα και των δύο οργανώσεων επισκιάστηκαν από τον περιορισμό στον πρώτο γύρο του Lionel Jospen και το πέρασμα στο δεύτερο του ηγέτη του Εθνικού Μετώπου Jean-Marie Le Pen, καθώς και από τις τεράστιες κινητοποιήσεις εναντίον του Εθνικού Μετώπου μεταξύ των δύο γύρων.

Η ανάλυση από τη LO του αποτελέσματος της άκρας δεξιάς επρόκειτο να υποβαθμίσει εντελώς τη σημασία του, επιμένοντας στο γεγονός ότι η αύξηση των ψήφων του ήταν πολύ περιορισμένη, ότι ο Le Pen πέρασε στο δεύτερο γύρο λόγω της εκλογικής κατάρρευσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ότι δεν υπήρχε φόβος φασισμού. Αυτό είναι βεβαίως απόλυτα αληθινό. Παρ’ όλα αυτά ακόμη και το γεγονός της διατήρησης της άκρας δεξιάς σε ποσοστό κοντά στο 20% δε μπορεί να παραβλεφθεί και οι ιδέες της πρέπει να καταπολεμηθούν. Και το γεγονός ότι, ένα μεγάλο μέρος απ’ όσους και όσες, στην πλειοψηφία τους νέοι και νέες, στις μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις, υπερέβαλαν τον πραγματικό κίνδυνο, αυτό δε μειώνει σε τίποτε τον τεραστίως θετικό χαρακτήρα αυτών των διαδηλώσεων – κάτι που φαίνεται να διαφεύγει από τη LO. 

Ανάμεσα στους δύο γύρους συσσωρεύτηκε πίεση για μια ψήφο στο Chirak προκειμένου να επιβληθεί μια ηχηρή ήττα στο Le Pen. Αυτή η πίεση προήλθε τόσο από το πολιτικό κατεστημένο, όσο και από τους διαδηλωτές και τους ψηφοφόρους της αριστεράς και της άκρας αριστεράς. Τα γκάλοπ δείχνουν ότι 70 – 80% εκείνων που ψήφισαν Besancenot και Laguiller στον πρώτο γύρο, ψήφισαν Chirak στο δεύτερο.

Οι αντιδράσεις της LO και της LCR ήταν αρκετά διαφορετικές. Μετά από κάποιο δισταγμό η LCR κάλεσε για «ψήφο ενάντια στο Le Pen», η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει λευκή ψήφο, αλλά έγινε πλατιά και σωστά αντιληπτή σαν επιτρεπόμενη ψήφος στο Chirak. Ταυτόχρονα η LCR ήταν αρκετά καθαρή σχετικά με το τι αντιπροσώπευε ο Chirak και το κεντρικό της σύνθημα στις πορείες ήταν «20 χρόνια αντικοινωνικών πολιτικών, 20% ποσοστό για το Le Pen», επισημαίνοντας έτσι τις ευθύνες των κυβερνήσεων τόσο της δεξιάς, όσο και της αριστεράς. 

Επίσης μετά από κάποιο ελαφρύ δισταγμό η LO επέλεξε να κινητοποιηθεί έντονα εναντίον μιας ψήφου στο Chirak. Το γεγονός αυτό έβαλε την οργάνωση σε μια θέση μετωπικής αντιπαράθεσης με τη μάζα των διαδηλωτών εναντίον του Εθνικού Μετώπου κάνοντας το ζήτημα της ψήφου μια γραμμή διαίρεσης μέσα στο κίνημα. Τα μπλοκ της LO, ακόμη και με την πλατιά σεβαστή Arlette επικεφαλής τους, γιουχαΐζονταν στις διαδηλώσεις.

Αυτή η διαφορά πάνω στο ζήτημα της ψήφου στο Chirak παρείχε στη LO τη δικαιολογία που χρειαζόταν προκειμένου να αρνηθεί την πρόταση της LCR για μια συμφωνία σχετικά με τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Το αποτέλεσμα ήταν οι δύο οργανώσεις να κατέβουν χωριστά. Η LO παντού, η LCR στα δύο τρίτα των εκλογικών περιφερειών. Στο συνολικό πλαίσιο μιας λίγο σκυθρωπής και απολίτικης προεκλογικής εκστρατείας, πολλοί και πολλές που είχαν ψηφίσει LO ή LCR στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών είτε απείχαν, είτε επέλεξαν να ψηφίσουν την επίσημη αριστερά για να περιορίσουν το εύρος της προσδοκώμενης νίκης της δεξιάς. Αλλά μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η LCR πήρε για πρώτη φορά περισσότερους ψήφους (328.000) από τη LO (304.000).

Οι εκλογικές οπισθοχωρήσεις για τη LO σε προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές είναι εξαιρετικά σημαντικές. Πολλοί και πολλές απ’ αυτούς και αυτές που ψήφιζαν LO προηγουμένως επειδή ήταν η μόνη αξιόπιστη δύναμη στ’ αριστερά της επίσημης αριστεράς, τώρα γνωρίζουν ότι αυτό δεν είναι πλέον αλήθεια. Και η LO πληρώνει αναμφίβολα το τίμημα για το σεκταρισμό της, γενικά και ειδικά για τη στάση της μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών.

Αναπόφευκτα, ακόμη και σε μια οργάνωση τόσο κλειστή, όσο η LO, αυτή η κατάσταση θα προκαλέσει αμφισβήτηση και διαφωνίες. Αυτές δεν πρόκειται να περιοριστούν στη φράξια της «Etincelle», που είναι πλέον πεπεισμένη περισσότερο παρά ποτέ ότι έχει δίκιο να υποστηρίζει την υιοθέτηση από τη LO μια ενωτικής προσέγγισης, ειδικά σε σχέση με την LCR. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Αρλ, πόλη του γαλλικού νότου, μια ομάδα μελών της LO έφυγε και προσχώρησε στην LCR. Αυτοί μπορεί να μην είναι οι τελευταίοι.

Το ζήτημα της ενότητας μ’ άλλες δυνάμεις της αριστεράς και το ζήτημα του νέου κόμματος δεν πρόκειται να απομακρυνθούν. Αλλά στην ερχόμενη περίοδο αυτά τα ζητήματα δε θα τεθούν στο εκλογικό επίπεδο, αλλά στο πλαίσιο της αντίστασης της εργατικής τάξης στις επιθέσεις του Chirak και του Raffarin. Η LO με δυσκολία θα τα υπεκφύγει. Οι τωρινές δυσκολίες της δείχνουν ότι πλέον εκείνες οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς, ακόμη και οι μεγαλύτερες απ’ αυτές που τοποθετούν τα δικά τους συμφέροντα πάνω από εκείνα του κινήματος ως συνόλου και βλέπουν τη δική τους οικοδόμηση σαν αυτοσκοπό, είναι ανίκανες να αρθούν στο ύψος των προκλήσεων της περιόδου και πρόκειται να πληρώσουν ένα τίμημα γι’ αυτό.

Murray Smith

Σημειώσεις

1. Οι άλλες δύο είναι η Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (LCR – γαλλικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς) και το Κόμμα των Εργατών (PT).

2. Marx στο Sweitzer, 13 Οκτωβρίου 1868, στο «Η Πρώτη Διεθνής και μετά»

3. Lutte Ouvriere dans le mouvement Troskyste δημοσιευμένη από τη Lutte Ouvriere.

4. Πρόκειται για μια δημόσια φράξια της LO μ’ επικεφαλής ιστορικούς ηγέτες της. Σ’ αντίθεση με τη γενική απουσία οργανωμένης δημοκρατικής συζήτησης στη LO, η φράξια έχει το δικαίωμα σε μια στήλη στην εβδομαδιαία Lutte Ouvriere και στην ημερήσια Lutte de Classe. Η ανάποδη όψη ωστόσο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των μελών της είτε έχουν διαγραφεί, είτε δεν τους έχει ποτέ επιτραπεί να γίνουν μέλη. Αυτοί που είναι μέλη δεν είναι μέρος της κανονικής εσωτερικής οργάνωσης. Η φράξια έχει τους δικούς της πυρήνες και τα δικά της εργοστασιακά δελτία. Στα ετήσια συνέδρια της LO δε λαμβάνει πάνω από το 3% των ψήφων.

5. Εκείνα τα μέλη της LO που πήραν το κάλεσμα υπερβολικά σοβαρά στη συνέχεια διαγράφτηκαν από την οργάνωση. Περιελάμβαναν την πλειοψηφία των μελών στη Ρουέν και το Μπορντώ. Εκείνοι που διαγράφτηκαν σχημάτισαν την οργάνωση Voix de Travailleurs, η οποία εντάχθηκε στην LCR τον Ιούνη του 2000.


Σπάρτακος 66, Σεπτέμβρης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3082


There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s