Κύριο άρθρο
Το μάθημα των γαλλικών εκλογών
της Σύνταξης
Η Γαλλία σύμφωνα με μια παρατήρηση των κλασσικών μαρξιστών αποτέλεσε ένα είδος κοινωνικού πρότυπου εργαστηρίου στην ιστορία της νεώτερης Ευρώπης, στο οποίο εμφανίζονταν στην πιο καθαρή μορφή τους, οι νέες μορφές της ταξικής πάλης πριν αυτές να πάρουν τις πανευρωπαϊκές τους διαστάσεις. Ο Μάης του ’68 αλλά και οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις του ’95 επιβεβαίωσαν αυτόν τον κανόνα στις μέρες μας.
Θα διαπιστώσουμε έτσι και στις μέρες που έρχονται εάν οι τάσεις που διαγράφηκαν έντονα στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές με την άνοδο της γαλλικής άκρας Αριστεράς δεν αποτελούν απλώς μια συγκυριακή επιτυχία αλλά το πρελούδιο για μια νέα περίοδο ανόδου στην ιστορία της ευρωπαϊκής επαναστατικής Αριστεράς και ακόμη περισσότερο προοιωνίζουν μια νέα εποχή για το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα. Οι ενδείξεις που έρχονται από όλες σχεδόν ευρωπαϊκές χώρες τόσο με τα διάφορα επιμέρους εκλογικά αποτελέσματα (π.χ. Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σκωτίας, Αριστερό Μπλοκ της Πορτογαλίας, Σοσιαλιστικές Συμμαχίες της Αγγλίας) όσο και το σπουδαιότερο οι ενδείξεις από τη διάρκεια, την αντοχή και τη νέα ανάπτυξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος μας δίνουν σημαντικά περιθώρια για μια τέτοια ελπίδα.
Όμως και ο συσχετισμός της εκλογικής απήχησης μεταξύ των οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς, όπως εκφράστηκε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, έφερε σε γενική αμηχανία τους πολιτικούς σχολιαστές των αστικών ΜΜΕ και όχι μόνο. Η αναπάντεχη εκλογική απήχηση της LCR (4,5%) δεν μπορεί να αποδοθεί (με τον ευκολοχώνευτο για τα αστικά ΜΜΕ τρόπο), στην ύπαρξη μιας καθιερωμένης και επικοινωνιακά «χαρισματικής» προσωπικότητας όπως στην περίπτωση της LO και της Αρλέτ Λαγκιγιέ. Η απρόσμενη επιτυχία της LCR πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στη μακρόχρονη, επίμονη και συλλογική προσπάθεια των αγωνιστών και αγωνιστριών της μέσα στη δύσκολη περίοδο της υποχώρησης, καθώς έδρασαν με συνέπεια μέσα στα κοινωνικά κινήματα (μετανάστες «χωρίς χαρτιά», άνεργοι, άστεγοι, μαθητές κλπ) και είναι διαρκώς παρόντες σε όλες τις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης και τις φάσεις της ταξικής πάλης.
Η στάση της LO, να αρνηθεί για άλλη μια φορά τη πρόταση της LCR για κοινή εκλογική καμπάνια των δύο μεγάλων τροτσκιστικών οργανώσεων, ακύρωσε σε μεγάλο βαθμό τη μοναδική δυναμική που δημιουργήθηκε από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών. Μια κοινοβουλευτική επιτυχία της επαναστατικής Αριστεράς παρόμοια με την προηγούμενη των ευρωεκλογών του ’99 (5,1%, πέντε συνολικά ευρωβουλευτές της LO και της LCR) θα τους έδινε σημαντικά πολιτικά και οργανωτικά πλεονεκτήματα. Η προσχηματική στάση της LO απέναντι στην ψήφιση ή όχι του Σιράκ για την απόκρουση του Λεπέν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών, ανάγοντας το θέμα αυτό σε ζήτημα υψίστης αρχής και επαναστατικής συνέπειας, σκόρπισε χωρίς αμφιβολία τη σύγχυση και την απογοήτευση τη στιγμή ακριβώς που η ενότητα στη πράξη θα είχε πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη συνέχεια απέδειξαν πόσο δύσκολη είναι μια κοινοβουλευτική άνοδος των κατακερματισμένων επαναστατικών οργανώσεων μέσα στις συνθήκες της αστικής δημοκρατίας ακόμη και στις ευνοϊκότερες συγκυρίες. Δηλαδή ακόμη και σε περιπτώσεις σαν αυτή του διμήνου που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στις δύο εκλογές: φθορά και αναξιοπιστία των ρεφορμιστικών κομμάτων, ανοιχτή κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης της αστικής τάξης, μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις με κεντρικούς πολιτικούς στόχους (τεράστιες πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις για την απόκρουση του φασισμού). Οι μηχανισμοί χειραγώγησης των λαϊκών στρωμάτων από την αστική τάξη παραμένουν ουσιαστικά αλώβητοι και τα εκβιαστικά διλήμματα λειτουργούν τελικά πάνω στις μικροαστικές προσδοκίες και τις ρεφορμιστικές αυταπάτες των λαϊκών μαζών (πελατειακές σχέσεις, «χρήσιμη» ψήφος κλπ). Η απογοήτευση της εργατικής τάξης οδήγησε ένα μεγάλο τμήμα της στην απολίτικη και ευνοϊκή για την αστική τάξη, στάση της αποχής (εκτοξεύοντας τη συνολική αποχή στο ποσοστό-ρεκόρ 37%). Η αστική τάξη και τα φερέφωνα της πήραν μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Οι αναρχικοί που καλούσαν σε αποχή μπορούν τώρα να θριαμβολογούν για μια ανέξοδη και αμφίβολη «νίκη», χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνονται ούτε τις πολλαπλές αναγνώσεις της αποχής αλλά ούτε και τις άμεσες καταστροφικές συνέπειες στην πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών.
Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε (ασφαλώς όχι για να αυτοπαρηγορηθούμε με τα τόσο γνωστά μετεκλογικά κλισέ των κομματικών γραφειοκρατιών) ότι οι οργανώσεις της γαλλικής επαναστατικής Αριστεράς επιβεβαίωσαν και πάλι μια μαζική και πανεθνική παρουσία με ένα καθόλου ευκαταφρόνητο συνολικό ποσοστό (2,8%) και με μια οριακή αλλά υπαρκτή άνοδο σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του ’97 (2,5%). Η LCR πέρασε στην πρώτη θέση ανάμεσα τους, επιβεβαιώνοντας έτσι τόσο την ορθότητα στην επιμονή της αντισεχταριστικής πολιτικής της, όσο και την οργανωτική της σταθερότητα μετά από τον πρώτο γύρο των προεδρικών.
Η παράλληλη εκλογική άνοδος της γαλλικής Ακροδεξιάς στον πρώτο γύρο των προεδρικών και η σταθεροποίησή της σε ένα σημαντικό ποσοστό στις βουλευτικές αποτελεί φυσικά έναν υπαρκτό κίνδυνο που παραπέμπει πολλούς αστούς σχολιαστές κατευθείαν σε μια αναλογία με την άνοδο του ναζισμού-φασισμού του μεσοπολέμου. Η εύκολη αυτή παραπομπή γίνεται χωρίς να εξετάζονται τα σημαντικά διαφορετικά χαρακτηριστικά των ιστορικών περιόδων (π.χ. γενικευμένη οικονομική κρίση, συνολική στήριξη των ναζιστικών και φασιστικών κομμάτων από τις κεφαλαιοκρατικές και μεγαλοαστικές τάξεις των χωρών τους, αποφασιστικός ρόλος του σταλινισμού μέσα στο εργατικό κίνημα κλπ). Ο επιφανειακός παραλληλισμός των δύο περιόδων παρουσιάστηκε από τα αστικά ΜΜΕ και τους κομματικούς μηχανισμούς της «πληθυντικής» Αριστεράς προκειμένου να κινδυνολογήσουν όψιμα για το «αυγό του φιδιού» και μάλιστα χωρίς να αναφερθούν στις τεράστιες ευθύνες που τους αναλογούν για την καλλιέργεια της ξενοφοβικής και ρατσιστικής φοβίας σε μεγάλα λαϊκά στρώματα όλη την προηγούμενη περίοδο που αποτελεί ασφαλώς τη βασική γενεσιουργό αιτία της σημερινής απήχησης του φασισμού.
Τα αποτελέσματα των γαλλικών προεδρικών εκλογών επηρέασαν ασφαλώς με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους την ελληνική πολιτική σκηνή και προπαντός τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς.
Η κυβέρνηση θορυβημένη από τις διαδοχικές εκλογικές αποτυχίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αντιμετωπίζει με φανερή και αυξανόμενη νευρικότητα την προοπτική μιας σοβαρής εκλογικής ήττας στις δημοτικές-νομαρχιακές εκλογές του ερχόμενου Οκτωβρίου. Η προσπάθεια ενεργοποίησης για μια ακόμη φορά των λαϊκών αντιδεξιών ανακλαστικών γίνεται ελάχιστα αποτελεσματική καθώς το πρόσωπο των εκσυγχρονιστών έχει πλέον ταυτισθεί στη συνείδηση των μεγάλων λαϊκών στρωμάτων με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και την αυταρχική και αλαζονική διοικητική πρακτική και από την άλλη μεριά με τη δουλική υποταγή στην άρχουσα τάξη και στις ντιρεκτίβες των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Η προώθηση του ασφαλιστικού γίνεται με μεγάλη προσοχή μετά από το περσινό φιάσκο, αλλά οι εσωτερικές τριβές αντανακλούν την αυξανόμενη αγωνία και την γενική πτώση του ηθικού ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη.
Η Δεξιά με συνεχώς αυξανόμενη την αυτοπεποίθησή της προετοιμάζεται για μια «υπεύθυνη» διακυβέρνηση ελαττώνοντας συστηματικά τις δόσεις των λαϊκίστικων υποσχέσεων και προβάλλοντας όλο και περισσότερο το καλά κρυμμένο την προηγούμενη περίοδο νεοφιλελεύθερο πρόσωπο της (βλέπε θέσεις για το ασφαλιστικό και τις εργατικές κινητοποιήσεις). Καθώς οι γαλλικές εκλογές επιβεβαιώνουν τη συντηρητική στροφή ενός μέρους του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος οι ρητορείες για περισσότερη «δημόσια ασφάλεια» και αστυνομικές μεθόδους κοινωνικού ελέγχου κάνουν όλο και πιο συχνή την εμφάνιση τους στις αγορεύσεις και στις εμφανίσεις των δεξιών ηγετών. Η συσπείρωση των ψηφοφόρων της Δεξιάς γύρω από το κόμμα της μελλοντικής νίκης οδήγησε στο μαρασμό το κόμμα του Αβραμόπουλου και δεν αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη άλλων δεξιών ή ακροδεξιών κοινοβουλευτικών κομμάτων στα χνάρια της γαλλικής Ακροδεξιάς.
Όμως το μεγαλύτερο σοκ από τα αποτελέσματα υπέστη χωρίς αμφιβολία η ηγεσία της ελληνικής ρεφορμιστικής Αριστεράς καθώς είδε να καταρρέει το κοντινότερο από κάθε άποψη παράδειγμα κεντροαριστερής συγκυβέρνησης. Το πρότυπο δηλαδή πάνω στα χνάρια του οποίου έλπιζε να πορευθεί για τα επόμενα χρόνια και να γευτεί και αυτή επιτέλους σε μονιμότερη βάση τους καρπούς μιας «προοδευτικής» κυβερνητικής εξουσίας.
Περισσότερο από όλους μουδιασμένη βγήκε η ηγεσία του Συνασπισμού μετά από την παταγώδη αποτυχία των άμεσων ευρωπαϊκών αναφορών της (τη δεύτερη μάλιστα στη σειρά μετά από την ιταλική Ελιά). Η ηγεσία του ΣΥΝ μετά από αυτό προσπαθεί να υποδυθεί με ένα τρόπο που δεν της ταιριάζει και φυσικά ελάχιστα πείθει μια δήθεν αριστερή στροφή προς τα κοινωνικά κινήματα. Η συμμετοχή τμημάτων του μηχανισμού της και της νεολαίας της στο αντιπαγκοσμιοποιητικό το προηγούμενο χρονικό διάστημα, της δίνει ένα τυπικό άλλοθι για να προβάλλει μια σχετική «κινηματική» ρητορεία. Όμως η πραγματική πολιτική πρακτική της ακόμη και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο (π.χ. δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ ή ακόμη και τη Δεξιά με αποκλειστικά μικροκομματικά κριτήρια) όχι μόνο ακυρώνουν αυτή την «κινηματική» ρητορεία αλλά επιβεβαιώνουν την ολοκληρωτική αδυναμία των υποταγμένων ρεφορμιστών να συνδεθούν με (και πολύ περισσότερο να εκφράσουν) το πνεύμα της κοινωνικής αντίστασης και της νεολαιίστικης εξέγερσης.
Το ΚΚΕ ασφαλώς αμήχανο από τη γενική κατρακύλα των σταλινικών αδελφών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη που επιβεβαιώθηκε και από την πτώση του γαλλικού ΚΚ οχυρώθηκε πίσω από τις διαφορές τακτικής που το χωρίζουν από αυτά. Το ΚΚΕ καθώς δε συμμετέχει αλλά και δεν στοχεύει άμεσα σε μια συμμετοχή στη κεντρική διακυβέρνηση, προσπαθεί να προβάλλει σαν μια ασυμβίβαστη επαναστατική δύναμη που υπερασπίζεται σταθερά τα συμφέροντα των εργαζομένων. Το γεγονός ότι η εικόνα του ταξικά αδιάλλακτου κόμματος ακυρώνεται εκατοντάδες φορές στη καθημερινή πρακτική του στους δήμους, στα συνδικάτα, στα κοινωνικά κινήματα, στους μετανάστες, δεν εμποδίζει, η ρητορεία της ηγεσίας ,να εξακολουθεί να κερδίζει ή τουλάχιστον να συγκρατεί ακόμη ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Η τακτική του κόμματος απέναντι στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα αντανακλά την αυξανόμενη αγωνία και ανασφάλεια της ηγεσίας. Προσπαθεί έτσι να στήσει το δικό της ξεχωριστό πραγματικά επαναστατικό «κίνημα», «ΔΡΑΣΗ για τη Θεσσαλονίκη του 2003», μακριά από τους ρεφορμιστές συνδικαλιστές (!) αλλά στην πραγματικότητα μακριά από τη γέννηση του καινούργιου, ορμητικού κλίματος της εξέγερσης του αντιπαγκοσμιοποιητικού, που θα διαβρώσει αργά ή γρήγορα τις γραμμές του με το γόνιμο πνεύμα της κριτικής και της αμφισβήτησης της αποστεωμένης γραφειοκρατικής του ηγεσίας.
Η κατακερματισμένη ελληνική άκρα Αριστερά στην πλειοψηφία της δείχνει ανίκανη να αντιδράσει και να προχωρήσει στις πρωτοβουλίες που αντιστοιχούν στις περιστάσεις. Αυτό είναι για μας σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο για την πανσπερμία της σταλινικής ή σταλινογενούς Αριστεράς, που προσπαθούν μονίμως εδώ και χρόνια να προτάξουν τις προγραμματικές συμφωνίες ή διαφωνίες τους πριν από την ανάληψη της παραμικρής κινηματικής συμφωνίας και αναπαράγοντας στην πραγματικότητα τη μιζέρια και τις μικροαστικές φοβίες των μικροηγεσιών τους. Όμως είναι πραγματική έκπληξη η επιμονή στο σεχταρισμό της διεθνιστικής οργάνωσης του ΣΕΚ, που όχι μόνο δε φαίνεται να μαθαίνει απολύτως τίποτε από την ανάπτυξη του παγκόσμιου κινήματος στο οποίο συμμετέχει ενεργά αλλά να έρχεται και σε μια πλήρη αντίφαση με την ίδια την ιστορία και την πρακτική της, όταν καταγγέλλει σαν «δεξιά διάσπαση» την ίδρυση του Κοινωνικού Φόρουμ!
Η ίδρυση ενός Κοινωνικού Φόρουμ για τη Θεσσαλονίκη 2003 θα αποτελέσει ένα τεράστιο βήμα (και ταυτόχρονα ένα διακύβευμα) για την προώθηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού και κατ’ επέκταση για την ανασυγκρότηση της διεθνιστικής επαναστατικής Αριστεράς. Είναι απόλυτα θεμιτό (και επιθυμητό) το κίνημα και το Φόρουμ να είναι ανοιχτό σε όλα τα κόμματα και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Κανένα κριτήριο προγραμματικό ή πολιτικό (ή ρεφορμιστικό ή επαναστατικό) δεν είναι δυνατόν να τεθεί σαν προαπαιτούμενο στη συγκρότηση ενός τέτοιου μετωπικού σχήματος μέσα στο οποίο πρέπει να δοθεί η μάχη για το σεβασμό της ταξικής αυτονομίας, της αμεσο-δημοκρατικής λειτουργίας και οπωσδήποτε για την επικράτηση των επαναστατικών και διεθνιστικών αντιλήψεων. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ή να προδιαγράψει την έκβαση αυτής της μάχης. Κανένας όμως δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ίδιο το κίνημα στήνοντας το παράλληλο, «καθαρό», «επαναστατικό» ιδιόκτητο κινηματάκι ή ακόμη και την ιδιόκτητη κινηματάρα του αγνοώντας ή περιφρονώντας τις μέχρι σήμερα θεσμοθετημένες συλλογικότητες της εργατικής τάξης (συνδικάτα, κόμματα, οργανώσεις) με όλες τις υπαρκτές στρεβλώσεις, αυταπάτες, ρεφορμισμούς, άθλιες γραφειοκρατίες που μπορεί να κουβαλάνε. Όποιος περιφρόνησε ή αγνόησε την κίνηση, την έκφραση και το επίπεδο ανάπτυξης της συνείδησης των μαζών το πλήρωσε αργά ή γρήγορα. Όποιος σήμερα επαναλαμβάνει μονότονα τα ίδια και τα ίδια λάθη μπορεί να χαρακτηρισθεί το λιγότερο σαν ανιστόρητος.
Το κοινωνικό Φόρουμ για τη Θεσσαλονίκη του 2003 που προσπαθούν να στήσουν ένα μέρος των οργανώσεων της ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς ανάμεσα στις οποίες και η ΟΚΔΕ, στο βαθμό που θα μείνει ανοιχτό σε κάθε ταξική έκφραση, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς προγραμματικά προαπαιτούμενα, με αμεσο-δημοκρατικές αρχές λειτουργίας αλλά και στο βαθμό που θα αποκτήσει μια μαζική συμμετοχή, θα αποτελέσει ακριβώς την απάντηση του νέου που γεννιέται στις αγκυλωμένες και παραμορφωμένες σταλινικές επιβιώσεις του παρελθόντος.
[…] Κύριο άρθρο […]