Ιταλία: Κοινωνικοί αγώνες και Επανίδρυση

Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002


  • Άνοδος των κοινωνικών αγώνων και η αριστερή στροφή της Επανίδρυσης, του Livio Maitan
  • 5o Συνέδριο της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης: «Η αριστερή στροφή», του Φάουστο Μπερτινότι
  • 13 εκατομμύρια απεργούν ενάντια στο Μπερλουσκόνι, της Flavia D’ Angeli

Άνοδος των κοινωνικών αγώνων και η αριστερή στροφή της Επανίδρυσης

Το Πέμπτο Συνέδριο του Ιταλικού Κόμματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC) που έλαβε χώρα στο Ρίμινι από τις 4 ως τις 7 Απριλίου 2002 αποτέλεσε ένα εξαιρετικό γεγονός που έδωσε στέρεα χαρακτηριστικά στο μετασχηματισμό του κόμματος ο οποίος ήταν σε εξέλιξη όλο τον προηγούμενο χρόνο. Δια μέσου της καίριας εμπλοκής της στις μαζικές διαδηλώσεις στη Γένοβα και την παγίωση του Κοινωνικού Φόρουμ σ’ ολόκληρη την Ιταλία, η Επανίδρυση όχι μόνο υπερασπίστηκε την υπόθεση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος αλλά την ίδια ώρα αμφισβήτησε θεμελιώδεις πλευρές της πολιτικής παράδοσης από την οποία προέρχεται η πλειοψηφία των μελών της. Τη στιγμή που τα παλιά ευρωκομμουνιστικά κόμματα παραπαίουν από την πανωλεθρία του ΚΚΓ στο πρώτο γύρο των Γαλλικών Προεδρικών Εκλογών, μια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποίησε η Επανίδρυση τη μετατόπιση της υπό την ηγεσία του Φάουστο Μπερτινότι δε θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη. Στις σελίδες που ακολουθούν, ο Λίβιο Μαϊτάν αξιολογεί τη βασική δυναμική του συνεδρίου και παρατίθενται αποσπάσματα από το λόγο του Μπερτινότι. Επίσης παρουσιάζουμε ένα άρθρο σχετικά με την εκπληκτική γενική απεργία της 16ης Απριλίου, στην οποία, άλλη μια φορά, η Επανίδρυση έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο.

Επανιδρύοντας την Επανίδρυση

του Livion Maitan

Στο πέμπτο του συνέδριο από την ίδρυσή του το 1991, το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης της Ιταλίας επιβεβαίωσε τον ιδιαίτερο, πράγματι μοναδικό, χαρακτήρα του στην ιστορία του Ιταλικού εργατικού κινήματος. Σήμερα θα ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί το αντίστοιχό του όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων της Ευρωπαϊκής αριστεράς, αλλά και μεταξύ εκείνων των κομμάτων που αναφέρονται στην εργατική τάξη και το σοσιαλισμό στην Ευρώπη και τις άλλες ηπείρους

Η επιλογή του συνθήματος γι’ αυτό το συνέδριο- «Επανίδρυση»- θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να μοιάζει μ’ ένα κουραστικό κλισέ. Στην πραγματικότητα, ισοδυναμούσε με μια ομολογία και καθόριζε ένα στόχο: η επανίδρυση δεν έχει λάβει χώρα και είναι απαραίτητο να την επιχειρήσουμε τώρα.

Το 1991, όταν το κόμμα γεννήθηκε, ήταν αναγκαίο να επαναεπιβεβαιώσει ένα ζητούμενο πρωταρχικής σημασίας: τη συνέχιση της πάλης του εργατικού κινήματος κάτω από τη σημαία του Κομμουνισμού. Εντούτοις, εν αντιθέσει με τις καλές προθέσεις που εκφράστηκαν με την υιοθεσία από το νέο κόμμα του ονόματός του, και παρά τις αναλύσεις και τις έννοιες που εισήχθησαν στα κείμενα των τεσσάρων συνεδρίων από το 1991 ως το 1999, μία επανίδρυση με την ευρύτερη σημασία της λέξης δεν πραγματοποιήθηκε στο επίπεδο των θεωρητικών και στρατηγικών κατευθύνσεων. Ούτε συνέβη στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής και της συνείδησης ενός σημαντικού τμήματος των μελών. Οι κατοπινές επιλογές και διαιρέσεις της Επανίδρυσης έδωσαν μια εντυπωσιακή επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος.

Η πρώτη μεγάλη κρίση του κόμματος ήρθε στις αρχές του 1995, όταν, μετά την πτώση της πρώτης κεντροαριστερής κυβέρνησης, το πρόβλημα τέθηκε από την ενδεχόμενη συμμετοχή στον ετερογενή συνασπισμό υπό το Λαμπέρτο Ντίνι, έναν πρώην υπουργό του Μπερλουσκόνι. Στη περίπτωση αυτή το κόμμα έχασε την πλειοψηφία των βουλευτών του και τον εθνικό του γραμματέα Σέρτζιο Καβαρίνι, που είχε εκλεγεί στο ιδρυτικό συνέδριο. Μετά τις εκλογές του 1996 κατέληξε σε μια άκαρπη υποστήριξη της κυβέρνησης Πρόντι κάτι που του στοίχισε ακριβά με την υποχώρηση των εκλογικών αποτελεσμάτων του στα επόμενα χρόνια. Έπειτα, το φθινόπωρο του 1998, ο Μπερτινότι, βλέποντας τη φθορά του κεντροαριστερού συνασπισμού, πρότεινε την εγκατάλειψη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την Επανίδρυση. Ο Αρμάντο Κοσούτα, πρόεδρος του κόμματος, πήρε τότε την πρωτοβουλία μίας δεύτερης διάσπασης, ακόμη πιο σημαντικής από την πρώτη. Αποτέλεσε μια περαιτέρω επιβεβαίωση ότι ένας συνολικός προβληματισμός πάνω στη στρατηγική του εργατικού κινήματος με μία αντικαπιταλιστική δυναμική δεν είχε υπάρξει. Ούτε είχε υπάρξει ένας προβληματισμός πάνω στη φύση του Σταλινισμού και το πρόβλημα της μετάβασης στο σοσιαλισμό.

Πρέπει να αναγνωριστεί στο Φάουστο Μπερτινότι ότι κατανόησε ότι το κόμμα ριψοκινδύνευε, βρισκόταν σε αδιέξοδο, βούλιαζε, πραγματικά υπέφερε από μια αναντίστρεπτη διάβρωση. Αποφάσισε να ξεκινήσει μια εκστρατεία εναντίον του Σταλινισμού και ταυτόχρονα να διεγείρει ένα στρατηγικό προβληματισμό στη βάση μιας επίκαιρης ανάλυσης των θεμελιωδών γνωρισμάτων και της δυναμικής του καπιταλισμού σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης. Κατ’ αρχήν, θα μπορούσε δικαιολογημένα να ειπωθεί: το απλό γεγονός ότι μια εκστρατεία εναντίον του Σταλινισμού εισάγεται με καθυστέρηση περισσοτέρων από 70 χρόνων μετά την πάλη των πρώτων κομμουνιστών αντιπολιτευόμενων τη γραφειοκρατικοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης, αποκαλύπτει την παρατεταμένη ιδεολογική διολίσθηση του εργατικού κινήματος τόσο στην Ιταλία, όσο και αλλού. Τέλος πάντων, ας πούμε, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Η πρωτοβουλία του Μπερτινότι είναι, όσο γίνεται, άξια επαίνου καθότι έγινε σε μια περίοδο όπου, σε διεθνές επίπεδο, η επανεπιβεβαίωση μιας αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής προοπτικής παραμένει δύσκολη παρά τις οξυνόμενες αντιφάσεις του συστήματος και την άνοδο κινημάτων που του εναντιώνονται.

Δε θα καταπιαστούμε με τα θέματα που ανέκυψαν σε σχέση με τα κείμενα που υποβλήθηκαν για συζήτηση στο συνέδριο. Θα ανακαλέσουμε στη μνήμη την υιοθέτηση τον τελευταίο Νοέμβριο, στην Εθνική Πολιτική Επιτροπή (ΕΠΕ), από μια μεγάλη πλειοψηφία, των θέσεων του σχεδίου απόφασης, στις οποίες μια ιστορική μειοψηφία αντέταξε ένα συνολικό εναλλακτικό κείμενο (2). Όμως μια νέα εξέλιξη ήταν η ανάδυση στο εσωτερικό της απερχόμενης πλειοψηφίας μιας σημαντικής διαφοροποίησης που οδήγησε στην παρουσίαση τεσσάρων τροποποιήσεων από μια αξιοσημείωτη μειοψηφία της ΕΠΕ, της εθνικής ηγεσίας και δύο μέλη της γραμματείας. Αυτές οι τροποποιήσεις αφορούσαν το ζήτημα του ιμπεριαλισμού (οι μειοψηφίες απέρριπταν το επιχείρημα των θέσεων ότι η κλασσική έννοια του ιμπεριαλισμού έχει ξεπεραστεί), το χαρακτηρισμό του κινήματος εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και τη σχέση του κόμματος με τα κινήματα (η μειοψηφία υποστήριζε ότι η πλειοψηφία θολώνει την κεντρικότητα της σύγκρουσης κεφαλαίου-εργασίας και διολισθαίνει προς τη διάλυση του κόμματος μέσα στο κίνημα), την εκτίμηση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος (σύμφωνα με τη μειοψηφία , η ετυμηγορία της πλειοψηφίας ήταν υπερ-αρνητική), την αυτομεταρρύθμιση του κόμματος (η μειοψηφία κρατούσε, στα μάτια της πλειοψηφίας, μια υπερ-παραδοσιακή προσέγγιση).(3)

Θα ήταν προσβλητικό να χαρακτηρίσουμε τους οπαδούς αυτών των τροποποιήσεων ως «σταλινικούς» ή «νεοσταλινικούς». Οι σταλινικοί με την αυστηρή έννοια αντιπροσωπεύουν μόνο μια οριακή παρυφή του κόμματος. Θα μπορούσαμε με πιο αρμόζοντα τρόπο να τους προσδιορίσουμε ως «συνεχιστές», γιατί προπάντων ταυτίζονται με τις παραδόσεις και τις αντιλήψεις του παλιού ΚΚΙ. Είναι πάνω σ’ αυτό το θέμα που η πλειοψηφία έχει γίνει συχνά στόχος κριτικών. Κατά κανόνα, εκείνοι που υπερασπίστηκαν τις τροποποιήσεις υιοθέτησαν διαφορετικές στάσεις μέσα στη συζήτηση, με ταλαντεύσεις στη πορεία κάθε μίας συνάντησης. Προσπάθησαν κάποιες φορές να ελαχιστοποιήσουν τις αποκλίσεις με την πλειοψηφία. Άλλες φορές αποκήρυσσαν σφόδρα τις υποτιθέμενες «λικβινταριστικές» τάσεις της δεύτερης (4).

Το ασυμβίβαστο μεταξύ σταλινισμού και κομμουνισμού

Στο εθνικό συνέδριο οι διαφορετικές παρατάξεις παρέμειναν αναλλοίωτες. Μολαταύτα θα έπρεπε να τονιστεί ότι ο Μπερτινότι όξυνε την κριτική του στο Σταλινισμό και συνηγόρησε στο νεωτερισμό με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη. Απαντώντας στο Γκλαούντιο Γκράσι, μέλος της απερχόμενης Γραμματείας και υποστηρικτή των τροποποιήσεων, διαβεβαίωσε ότι ο Σταλινισμός είναι ασυμβίβαστος με τον Κομμουνισμό. Επίσης απέρριψε τη θεωρία του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και, αναφορικά με τις κριτικές που ασκήθηκαν στο Στάλιν στο 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, υπενθύμισε ότι άλλα ρεύματα είχαν αντιταχθεί στο Σταλινισμό πολύ νωρίτερα (5).

Η εκλογή της νέας ΕΠΕ σημαδεύτηκε από δύο δυσκολίες: το μέγεθός της έπρεπε να μειωθεί από περισσότερα από 350 σε 135 μέλη -μία εντελώς ορθολογική, πλην προβληματική, μείωση- ενώ θα έπρεπε να γίνει σεβαστή η ποσόστωση 40% στην εκλογή γυναικών. Υπήρξε μια ακόμη περιπλοκή: ενώ η αναλογική διανομή των θέσεων μεταξύ των υποστηρικτών του κειμένου της πλειοψηφίας και των οπαδών του εναλλακτικού ήταν προφανώς επαρκής, τα πράγματα ήταν αρκετά πιο περίπλοκα όσον αφορά την αντιπροσώπευση εκείνων που πρόβαλαν τις τροποποιήσεις. Τελικώς, η λίστα υιοθετήθηκε χάρη σε ορισμένα δρακόντεια μέτρα -όπως ο αποκλεισμός των κοινοβουλευτικών (παρόλο που οι πρόεδροι των δύο ομάδων θα εκπροσωπούνται διαρκώς σ’ όλα τα επίπεδα) – με 350 ψήφους υπέρ, 120 ψήφους κατά και 12 αποχές (από ένα σύνολο 549 που είχαν δικαίωμα ψήφου). Ο Μπερτινότι επανεξελέγη γραμματέας από την ΕΠΕ με 105 ψήφους υπέρ, 13 ψήφους υπέρ του Φερράντο, υποψηφίου του εναλλακτικού κειμένου και 2 αποχές (6).

Η πλειοψηφία που υποστήριξε το Μπερτινότι πέτυχε μία αναμφισβήτητη πολιτική επιτυχία, που θα έπρεπε επίσης να έχει διεθνή αντίκτυπο. Παρ’ όλα αυτά θα ήταν μεγάλο σφάλμα να υποτιμήσουμε το χάσμα μεταξύ της υιοθέτησης μιας γραμμής από ένα συνέδριο και της μετάφρασής της στην πράξη. Ο ίδιος ο Μπερτινότι τόνισε για άλλη μια φορά την επίμονη και σοβαρή αδυναμία του κόμματος. Επιπρόσθετα, ένα αρνητικό σημείο ήταν ότι, για ένα τόσο σημαντικό γεγονός, μόνο κάτι περισσότερο από το 30% των μελών έσπευσε στα τοπικά συνέδρια να ψηφίσει. Επιπλέον, η δική μας άμεση εμπειρία μας επιτρέπει να σημειώσουμε την έκταση στην οποία η πλειοψηφία που υποστηρίζει τον Μπερτινότι είναι ετερογενής παραβλέποντας τις διαφορές που είναι δημόσια εμφανείς από καιρό. Έτσι η πλειοψηφία απέχει πολύ από του να είναι άνετη: ακόμη περισσότερο δεν είναι έτσι, αφού διαθέτει μια σχετική πλειοψηφία σε δύο, μόνο, από τις τέσσερις μεγάλες πόλεις (Μιλάνο και Τορίνο).

Η ανανέωση της Επανίδρυσης που επιχειρήθηκε στο συνέδριο μπορεί να πραγματοποιηθεί υπό δύο όρους. Ο πρώτος εξαρτάται μόνο με μερικό τρόπο από μας: αυτός είναι το λεγόμενο κίνημα εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να διατηρηθεί, πραγματικά να αναπτυχθεί κάτω από τις τρέχουσές του μορφές ή κάτω από άλλες μορφές που σήμερα φαίνονται αρκετά πιθανές. Ο δεύτερος όρος είναι να αλλάξει ουσιαστικά η σύνθεση του κόμματος μέσω της εισροής των νέων γενεών. Πρόσφατα η Επανίδρυση έχει στρατολογήσει πολλούς νεολαίους\-ες: στο εγγύς μέλλον, αυτή η νεοστρατολογημένη νεολαία πρέπει να αποκτήσει ένα καθοριστικό, ειδικό βάρος, να ωριμάσει και να αποκτήσει εμπειρίες από τα μαζικά κινήματα. Αλλά προπάντων είναι κεφαλαιώδους σημασίας να προφυλαχθεί η νεολαία από τα ύπουλα δηλητήρια που παράγονται από τους ανώμαλους μηχανισμούς λειτουργίας. Οι μηχανισμοί αυτοί συντηρούνται, παρά τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια των προπαρασκευαστικών συνεδρίων και στο ίδιο το εθνικό συνέδριο. Αυτό είναι το θεμελιώδες πολιτικο-οργανωτικό ζήτημα, που σε τελευταία ανάλυση είναι αποφασιστικό.

Livio Maitan

Ο Λίβιο Μαϊτάν, ένας απ’ τους ηγέτες της 4ης Διεθνούς, επανεξελέγη στην Εθνική Πολιτική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης σ’ αυτό το συνέδριο.


5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης

Η αριστερή στροφή

Από το λόγο του Φαούστο Μπερτινότι στο άνοιγμα του συνεδρίου της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης

Στο σημερινό κόσμο υπάρχουν δύο μεγάλα ανταγωνιστικά ρεύματα, δύο μακροί κυματισμοί που προορίζονται να σημαδεύσουν το μέλλον της ανθρωπότητας, της ζωής και της εργασίας. Οδηγούν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Το πρώτο είναι ένα ψυχρό ρεύμα που μιλά τη γλώσσα του ανταγωνισμού, της υπεροχής της αγοράς και των εμπορευμάτων, της κυριαρχίας και του πολέμου. Το άλλο, ένα θερμό ρεύμα, μιλά τις γλώσσες των ανθρώπων, ενός άλλου εφικτού κόσμου, της ειρήνης και είναι κριτικό απέναντι σ’ αυτή την οικονομία. Το ατομικό και συλλογικό μας πεπρωμένο εξαρτάται από το ποιο θα επικρατήσει. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει αλλάξει το βηματισμό του και σχίζεται ακόμη περισσότερο από τις κρίσεις που ο ίδιος γεννά και θρέφει.

Ο πόλεμος συνοδεύεται από το νεοφιλελευθερισμό, έτσι ώστε ο καπιταλισμός να βαδίζει μπροστά τρεκλίζοντας πάνω σ’ αυτά τα δυο του πόδια. Όμως την ίδια ώρα ένα άγνωστο και εξαιρετικό κίνημα έχει γεννηθεί και μεγαλώνει, αγωνιζόμενο ενάντια σ’ αυτά, το νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο.

Το πνεύμα του Σηάτλ έδωσε τη γέννηση στο «κίνημα των κινημάτων», μέσα από το οποίο έχουν γεννηθεί αγώνες, αντιστάσεις, μια νέα «αντιπολίτευση» και νέες κοινωνικές εμπειρίες, και παράλληλα μ’ αυτό το κίνημα μια διάχυτη και διάσπαρτη κριτική της παγκοσμιοποίησης έχει πάρει σχήμα…

Το πρόβλημα είναι πως να ανασυγκροτήσουμε την κρίσιμη ισχύ και μάζα προκειμένου να αποκαταστήσουμε την αποτελεσματικότητα της εναλλακτικής πολιτικής, μιας πολιτικής μετασχηματισμού. Το πολιτικό μας σχέδιο γεννιέται από τη θεμελιωμένη στην ταξικότητα κριτική μας στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την εμπειρία του κινήματος. Προτείνει να οικοδομήσουμε ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο και μια ιδέα της δημοκρατίας, που μπορούν επίσης να γίνουν μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, θεμελιωμένη στις δύο διακριτές αρχές του «όχι στον πόλεμο» και του «όχι στο νεοφιλελευθερισμό», στην Ιταλία και την Ευρώπη…

Οι πρόσφατες απόπειρες ρεφορμισμού, τόσο στενά συνδεδεμένες όπως είναι, και όχι συμπτωματικά, με τις επιταγές της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, δείχνουν ότι είναι εντελώς εσφαλμένο και παραπλανητικό να αναζητείται μια αριστερή προοπτική δεμένη με τα προβλήματα μιας βραχυπρόθεσμης πολιτικής διεξόδου και της αναζήτησης ενός ιδιαίτερου άκαμπτου πλαισίου συμμαχιών ως βάση για μια εναλλακτική πολιτική. Έχουμε κάνει μια εντελώς διαφορετική επιλογή, να αποκαταστήσουμε την υπεροχή της πολιτικής, και να σώσουμε την πολιτική από έναν υποτελή ρόλο. Αυτά τα δύο σταθερά σημάδια επανατοποθετούν με ριζοσπαστικό τρόπο την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην αριστερά και κάνουν τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα για μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας μια πραγματικότητα…

Κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης και νέο εργατικό κίνημα

Η σχέση μας με το κίνημα είναι το κύριο θεμέλιο μας. Θέλουμε να βοηθήσουμε να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ταξικής πάλης, και του αγώνα για την απελευθέρωση γυναικών και ανδρών από την εκμετάλλευση και την αποξένωση…
Είναι σημαντικό για το κίνημα ότι το κόμμα έκανε αυτή την επιλογή που ήταν μια καινοτομία για την ιστορική μας παράδοση: να συζητάμε με τους άλλους μέσα στο κίνημα σαν ίσοι εταίροι συμβάλλοντας μαζί τους στην ανάπτυξή του. Προβάλαμε τις πολιτικές μας ιδέες, αλλά με έναν ενωτικό τρόπο, βάζοντας στην άκρη κάθε τάση προς τον «αβανγκαρντισμό».

Δεν ενδιαφερόμαστε για την ηγεμονία του κόμματος πάνω στο κίνημα, αλλά συμβάλουμε στην ηγεμονία του κινήματος μέσα στην κοινωνία…
Η πορεία της 23 Μαρτίου ήταν ένα μεγάλο, εξαιρετικό και νέο γεγονός. Χωρίς να μειώσουμε τη σημασία των αποφάσεων των διαφόρων συνδικάτων και της άμεσης εμπλοκής όλων των εργαζομένων που ανέλαβαν απεργιακή δράση, θα ισχυριζόμουν ότι αυτό δε θα γινόταν με αυτό τον τρόπο, σ’ αυτή την κλίμακα και σ’ αυτό το επίπεδο έντασης χωρίς το (αντιπαγκοσμιοποιητικό) κίνημα. Η γενική απεργία γεννήθηκε μέσα από το κίνημα και δε θα μπορούσε να λάβει χώρα δίχως την ανάπτυξη του κινήματος…

Αυτό δεν είναι ένα ξεκάθαρα αντικαπιταλιστικό κίνημα, τουλάχιστον, όχι προς το παρόν. Θα δουλέψουμε γι’ αυτό, και γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό γι’ αυτό. Αυτό φαίνεται στην προσέγγιση του κινήματος στα μεγάλα προβλήματα του κόσμου: πόλεμος, πείνα, εξαθλίωση, περιβάλλον. Αντιτίθεται στη φιλοσοφία της παγκοσμιοποίησης την οποία ορίζει ως νεοφιλελευθερισμό, και αν δεν βλέπει κατά τρόπο ομόφωνο τις ρίζες του προβλήματος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, σίγουρα καταλαβαίνει ότι είναι χωμένες βαθιά στο κοινωνικό μοντέλο και το σύστημα εξουσίας που κατασκευάστηκε από την παγκοσμιοποίηση….

Ο στρατηγικός αντικειμενικός μας σκοπός είναι φιλόδοξος αλλά καθαρός: η γέννηση ενός νέου εργατικού κινήματος. Η Κομμουνιστική Επανίδρυση μπορεί άμεσα να βοηθήσει τραβώντας το δύσκολο αλλά αναγκαίο δρόμο της εύρεσης των συνδέσμων ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές, μεταξύ του παρόντος και του μέλλοντος. Η οικοδόμηση μιας εναλλακτικής πλατφόρμας είναι μια καθοριστική στιγμή σ’ αυτή την πορεία. Ένας φιλόδοξος στόχος βρίσκεται μπροστά για τις εναλλακτικές δυνάμεις της αριστεράς, για το κίνημα.

Πορεία συγκρότησης της εναλλακτικής αριστεράς

Δεν πρόκειται να προσποιηθούμε ότι είμαστε το κίνημα, του οποίου την αυτονομία, πλουραλισμό, τρόπους οργάνωσης, πολυμορφία και πολιτική αυθεντικότητα κατανοούμε σαν αποφασιστικά για την ιστορία του και το μέλλον του. Αντιθέτως , η εναλλακτική αριστερά πρέπει να υπάρξει μέσα από τη σχέση της με το κίνημα, αρχίζοντας με την εναντίωση στον πόλεμο και το νεοφιλελευθερισμό με σκοπό να δημιουργηθεί η ίδια ως πολιτικό υποκείμενο και δίνοντας στον εαυτό της, μέσα από μια ανοικτή και πλουραλιστική διαδικασία, μια ορατή ταυτότητα και ένα οργανωμένο σχήμα.

Εμείς ως κομμουνιστές θέλουμε να εργαστούμε με άλλους που δεν είναι κομμουνιστές. Εμείς ως κόμμα θέλουμε να δουλέψουμε μ’ αυτούς που δεν είναι σ’ ένα κόμμα και δε θέλουν να γίνουν μέρος ενός τέτοιου ή που θέλουν ένα αλλά δεν το έχουν ακόμη, αμοιβαία αναγνωρίζοντας τις διαφορές μας και μοιραζόμενοι ένα κοινό πολιτικό σχέδιο. Η εναλλακτική αριστερά και εμείς, ως ένα μέρος της, μπορούμε να πάψουμε να είμαστε μια μειοψηφία και να γίνουμε ένας ενεργός παράγοντας της δημόσιας ζωής της χώρας. Μέχρι τώρα, αυτή η προοπτική είχε έρθει αντιμέτωπη με δυσκολίες. Αλλά σήμερα τίθεται ανανεωμένη από μια διπλή απαίτηση: την ανάγκη εξόδου από την κρίση της πολιτικής, που δε θα συμβεί αυθόρμητα, και από τη ανάπτυξη του κινήματος και την όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης…

Η επανίδρυση του κόμματος

Το κόμμα υπόκειται σε τρομερές πιέσεις. Ότι δεν ήταν χθες δυνατό, σήμερα μπορεί να γίνει. Η αντίσταση έχει τελειώσει, ένας νέος κύκλος πολιτικής έχει αρχίσει. Μια ευκαιρία ξεδιπλώνεται μπροστά μας, αλλά επίσης, ίσως, και μια ακραία πρόκληση.

Η συζήτηση σ’ αυτό το συνέδριο είναι ένα ακόμη βήμα στο δρόμο προς τη rifondazione. H συζήτηση εξυπηρετεί τη διασαφήνιση των θέσεων….

Από την πλευρά μου έχω παρατηρήσει ότι πάνω στην ιδεολογική βάση του «L’Ernesto«,(1) αυτό το περιοδικό, νόμιμα, υποστήριξε ένα πακέτο τροποποιήσεων ως έκφραση μιας καθορισμένης πολιτικής θέσης. Έχω επίσης παρατηρήσει ότι οι περισσότεροι από τους ομιλητές που υποστήριξαν αυτή τη θέση, εξέφραζαν ολοένα και περισσότερο ανοικτά μια συνολική κριτική του ντοκουμέντου το οποίο έντονα υποστηρίζω. Αυτό οδήγησε σε μια πολιτική επιλογή που δεν υποστηρίζω, επειδή μου φάνηκε σαν μια ολοκληρωτική ρήξη με την ανανέωση στο όνομα της ιστορίας που είναι πίσω μας και την οποία υποτίθεται ότι όλοι μοιραζόμαστε χωρίς κριτική. Αλλά δεν έχομε να κάνουμε με κάτι τέτοιο. Βλέπω αυτή τη θέση σαν εξασθένηση του ριζοσπαστικού χαρακτήρα της αριστερής στροφής την οποία προτείνουμε. Μια τέτοια εξασθένηση, μια συρρίκνωση, μια ρήξη, πιστεύω, θα καταδίκαζε αυτήν τη στροφή σε αδυναμία. Η πολιτική επιλογή που προτείνουμε συνίσταται, αντιθέτως, από ριζοσπαστισμό και ευρύτητα, ακριβώς ό,τι χρειάζεται για να αδράξουμε την ευκαιρία που είναι παρούσα στην ιστορική στιγμή της οποίας είμαστε μάρτυρες σήμερα.

Να θέσω το ερώτημα με άλλον τρόπο: αν όχι τώρα, πότε; Είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η στροφή μας, απ’ όσο μπορώ να συμπεράνω, έχει ήδη αποδειχτεί σωστή με περισσότερους από έναν τρόπους. Χωρίς αυτή δε θα είχαμε περάσει τη Γένοβα με τον τρόπο που το κάναμε. Μ’ αυτή μπορούμε να καταπιαστούμε με την οικοδόμηση του μέλλοντος μας.

Για να το οικοδομήσουμε, χρειαζόμαστε όλους τους συντρόφους, το σύνολο του κόμματος, τους συμπαθούντες του και επίσης όλους εκείνους που το παρακολουθούν με ενδιαφέρον. Πάνω απ’ όλα χρειαζόμαστε όλες τις διαφορετικές κουλτούρες, τάσεις και ιστορίες που ζουν στο κόμμα και επίσης χρειαζόμαστε τόσους πολλούς άλλους που στέκονται έξω από το κόμμα και δεν αποδέχονται την υπαρκτή κατάσταση πραγμάτων…..

Σ’ αυτό το συνέδριο συζητήσαμε τα πάντα συμπεριλαμβανομένης και της κοινής μας ιστορίας. Δεν το κάναμε σε μια ιδεολογική συνδιάσκεψη, η οποία στην πραγματικότητα θα ήταν ένα πολύ καλό πράγμα για να κάνουμε, όχι σε μια κλειστή συζήτηση μεταξύ των επαγγελματικών στελεχών, αλλά στους κύκλους, ανάμεσα στα μέλη μας, χωρίς την επίκληση τίτλων και επιστήμης, που δε θα ανταποκρίνονταν στο οικείο πολιτιστικό και πολιτικό, ατομικό και συλλογικό περιβάλλον των ανθρώπων.

Ο σταλινισμός είναι ασυμβίβαστος με τον κομμουνισμό

«Γιατί,» ρωτάει κάποιος «από το Λιβόρνο (2) και μετά συνεχίσατε αυτή τη βαθιά και επίμονη εξόφληση λογαριασμών με το Σταλινισμό;». Επειδή, όταν ο αντίπαλος αντιστέκεται, είναι αυτός που επιλέγει το πεδίο της μάχης και θέτει την ιεραρχία των προβλημάτων, εξ ου και κάποια αμέλεια στη συζήτηση είναι πάντα δυνατή.

Αλλά όταν η ευκαιρία έρχεται ξανά, όταν η δυνατότητα και η αναγκαιότητα να επαναθεμελιώσεις την πολιτική σου βρίσκεται μπροστά σου, τότε δε μπορείς να καρκινοβατείς. Αυτή τη φορά πρέπει να αρχίσεις από το ίδιο το κίνημα και να αδράξεις αυτήν τη νέα ευκαιρία με τα δυο σου χέρια σαν το κίνημα να είχε φτάσει στο ύψιστο του σημείο, θέτοντας το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Τότε πρέπει να δείξεις ότι μπορείς να κάνεις και τα δύο αυτά πράγματα , δείχνοντας την πλευρά με την οποία είσαι, πως αντιδράς, την κουλτούρα που κουβαλάς μαζί σου και την ιδέα της κοινωνίας που προβάλλεις . Το κίνημα των κινημάτων, η ιδέα ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, ο οποίος για μας είναι ο σοσιαλισμός, υψώνεται ενάντια στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό στο όνομα μιας διαδικασίας απελευθέρωσης γυναικών και ανδρών. Ο κομμουνισμός μας μπορεί να μιλάει την ίδια ελεύθερη γλώσσα, αν μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό του από μια μεγάλη ήττα που αποτελεί μέρος της ιστορίας μας, αν μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό του από ένα φορτίο που φέρει μαζί πίσω του. Οι σύντροφοι που υπήρξαν μάρτυρες του, μακριά από το επίκεντρο, αλλά μέσα σε μια ιστορία τόσο μοναδική όσο η ίδια η Ιταλική ιστορία, κουβαλάν τα σημάδια της με πολλαπλούς τρόπους, αλλά με την τιμή των ανθρώπων που πολέμησαν για μια μεγάλη υπόθεση, τη δημοκρατική Πολιτεία.

Αλλά αυτή η ιστορία δε πρέπει να μας τυφλώνει. Ο Σταλινισμός είναι ασυμβίβαστος με τον Κομμουνισμό. Αυτή η κριτική είναι μέρος της κληρονομιάς μας, το ξερίζωμα από τις αρχές μας κάθε μορφής αυταρχισμού και της υποκατάστασης της απελευθέρωσης γυναικών και ανδρών από την εξουσία των αντιπροσώπων. Αυτό μαζί με τον αγώνα κατά της ιδέας ότι η πολιτική είναι αυτόνομη από τη ζωή, από την εργασία και από την κοινωνία, είναι μέρος μιας πάλης όχι μόνο στα 1930 στην Ανατολή, αλλά στον 20ο αιώνα στον κόσμο.

 

Σημειώσεις

1. Ένα πολιτικό περιοδικό που εκδίδεται στην Μπολόνια, το οποίο οργανώνει εθνικά το «ορθόδοξο» κομμουνιστικό ρεύμα, που καθοδηγείται από τους Γκράσι-Μπούρτζιο

2.Το μέρος όπου ο Μπερτινότι εγκαινίασε την πραγματική συζήτηση για το συνέδριο της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης.


13 εκατομμύρια απεργούν ενάντια στο Μπερλουσκόνι

Της Flavia D’Angeli

Στις 16 Απριλίου 2002 γύρω στα 13 εκατομμύρια Ιταλοί πήραν μέρος σε μια γενική απεργία εναντίον της κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι.
Την απεργία κάλεσαν οι τρεις κύριες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες (CGIL,CISL,UIL) και όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα , ειδικά το δίκτυο των COBAS (εναλλακτικά συνδικάτα). Εκατοντάδες χιλιάδων ανθρώπων, επιπλέον, πήραν μέρος την ίδια μέρα σε πολλαπλές περιφερειακές και τοπικές διαδηλώσεις, οργανωμένες από τη CGIL, τη CISL και τη UIL, καθώς και από τα κοινωνικά φόρουμ και τα κινήματα εναντίον της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η γενική απεργία, η πρώτη εδώ και 20 χρόνια, έσπασε ρεκόρ σ’ επίπεδα υποστήριξης γύρω στο 90% των εργαζομένων σύμφωνα με τα συνδικάτα.

Η πρωτοβουλία, η οποία ήταν ολοένα και περισσότερο επιτακτική σ’ ένα κλίμα κοινωνικής κινητοποίησης, ήταν αναπόφευκτη (παρά τις μετριοπαθείς ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών) μετά την απόφαση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι να συνεχίσει τον υπερ-νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας και ιδιαίτερα να επιδιώξει την κατάργηση του άρθρου 18 το οποίο καθορίζει το δικαίωμα να επαναπροσλαμβάνεται κάθε εργάτης\-τρια που απολύθηκε άδικα.

Για άλλη μια φορά, και με ένα πιο σημαντικό τρόπο η Ιταλική κοινωνία έχει δείξει τη ζωτικότητά της και την ικανότητά της για κινητοποίηση, με μ’ αυτήν την απεργία να έρχεται ύστερα από μια εντυπωσιακή σειρά διαδηλώσεων και κινημάτων σ’ ολόκληρη τη διάρκεια του περασμένου χρόνου: Γένοβα, εναντίωση στον πόλεμο, κινητοποίηση των μαθητών εναντίον των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και αντιρατσιστικές διαδηλώσεις.

Όλα αυτά έχουν συνοδευτεί από την επανάληψη των απεργιών και των εργατικών αγώνων σχεδόν παντού στη χώρα. Έτσι η γενική απεργία και η πιο «παραδοσιακή» κινητοποίηση των εργατών προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μπορεί να συνδεθεί, σχεδόν αυθόρμητα, με το «κίνημα των κινημάτων», που οργανώνεται στο κοινωνικό φόρουμ το οποίο επίσης συμμετείχε στη μεγάλη διαδήλωση της CGIL την 23η Μαρτίου.

Στις 16 Απριλίου, παράλληλα με τους εργάτες και τα συνδικάτα, συμμετείχε το κίνημα παγκόσμιας δικαιοσύνης με την ιδέα της «γενίκευσης της γενικής απεργίας» και με μια πολλαπλότητα από τοπικές πρωτοβουλίες, όπως καταλήψεις πρακτορείων προσωρινής εργασίας, κολεγίων ή πανεπιστημίων και με μια πολύ νεανική και ζωντανή παρουσία στις διαδηλώσεις των συνδικάτων. Τώρα μια νέα φάση ανοίγει όπου το κίνημα πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία στην κοινωνική κινητοποίηση, δεδομένων των αβεβαιοτήτων των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που είναι για άλλη μια φορά ξανά διατεθειμένες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση παρά να υποκινήσουν τον κοινωνικό αγώνα.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ιδέα ενός δημοψηφίσματος για την επέκταση του άρθρου 18, σε εταιρείες με κάτω από 15 εργαζόμενους\-ες, έχει κινηθεί από την ομοσπονδία των μεταλλεργατών της CGIL και υιοθετηθεί από την Κομμουνιστική Επανίδρυση σε θεσμικό επίπεδο.

Στο πολιτικό επίπεδο, η ανάγκη να χτίσουμε ένα κοινό μέτωπο αντίθεσης στη δεξιά κυβέρνηση παραμένει προφανής, σύμφωνα με την πρόταση της Επανίδρυσης, αλλά χωρίς να χάνουμε απ’ τον ορίζοντα μας την ιδέα ότι η όποια εναλλακτική λύση πρέπει να περιλαμβάνει μια ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τον πόλεμο. Σ’ αυτό το πλαίσιο της πολύ μεγάλης κοινωνικής έξαψης, η προοπτική που προωθήθηκε από τον ηγέτη της Επανίδρυσης Φαούστο Μπερτινότι στις παραμονές της γενικής απεργίας, εκείνη της συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς βασισμένης στα κοινωνικά κινήματα, γίνεται πιο αξιόπιστη με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ στη Φλωρεντία το Νοέμβριο να έχει κεντρική σημασία γι’ αυτήν.

Flavia D’Agneli


Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3022

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s