Η διεθνιστική αριστερά και ο χώρος του πανεπιστημίου

Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002


του Βαγγέλη Κούταλη

Το ξέσπασμα του διεθνούς κινήματος ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, και αυτό ασφαλώς δεν είναι μια πρωτότυπη πλέον διαπίστωση, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια ευνοϊκή μετατόπιση των συσχετισμών σε πολιτικό επίπεδο για τις δυνάμεις που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναφέρονται στον επαναστατικό μαρξισμό. Ο αναβαθμισμένος, συχνά πρωταγωνιστικός, ρόλος των πολιτικών οργανώσεων της διεθνιστικής αριστεράς στα μορφώματα που κατά καιρούς επιχείρησαν να εκφράσουν το διεθνές κίνημα στην ελληνική κοινωνία (από το Δίκτυο Ευρωπορειών ως τις δύο επιτροπές που προετοίμασαν την ελληνική συμμετοχή στην Γένοβα), αλλά και σήμερα στις διαδικασίες συγκρότησης ενός ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, υποδεικνύει ακριβώς ότι αυτή η δυνατότητα της σχετικής ανάκαμψης αρχίζει να ενεργοποιείται και ως προς την πολιτική γεωγραφία της ελληνικής αριστεράς.

Η κατάσταση, ωστόσο, φαίνεται να είναι διαφορετική αν εστιάσουμε την προσοχή μας σε έναν κοινωνικό χώρο που από την δεκαετία του ’60 και μετά δεν έπαψε να αποτελεί προνομιακό σχεδόν έδαφος για την διαμόρφωση σοσιαλιστικής συνείδησης και την ανάπτυξη δράσης με ριζοσπαστικό προσανατολισμό, όσον αφορά την νεολαία. Πράγματι, στον χώρο των πανεπιστημίων η διεθνιστική αριστερά εξακολουθεί να καταλαμβάνει μια περιθωριακή θέση – συμμετέχοντας περισσότερο ως κομπάρσος στις φοιτητικές κινητοποιήσεις – και να απολαμβάνει μια εξίσου περιθωριακή απεύθυνση – συσπειρώνοντας ελάχιστους αγωνιστές/στρζιες πέραν των ήδη μυημένων, ακόμα και σε επίπεδο εκλογικής στήριξης. Αυτή η ασυμμετρία, ανάμεσα στον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζουν οργανώσεις όπως το Σ.Ε.Κ. και η Δ.Ε.Α. ή διεθνιστικές συλλογικότητες όπως το «Δίκτυο για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα» στην ανάδυση της κοινής μαζικής δράσης στα πλαίσια του διεθνούς κινήματος και στην εξαιρετικά μικρής εμβέλειας παρέμβασή τους στο φοιτητικό κίνημα, γίνεται ακόμα πιο χτυπητή στο βαθμό που κανείς συνεκτιμήσει ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια δραστηριοποιείται μια αξιοσημείωτα ισχυρή αντικαπιταλιστική συνιστώσα, τα Ε.Α.Α.Κ., πλάι σε μια αρκετά πλέον μαζική ρεφορμιστική, αλλά μαχητική, σταλινογενή αριστερά, την Κ.Ν.Ε. μέσω του συνδικαλιστικού της βραχίονα, της Π.Κ.Σ., καθώς και ότι οι διαδοχικές τμηματικές νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις παρέχουν περιοδικά πολλές και σοβαρές αφορμές για αντίσταση, με πρόσφατο παράδειγμα τις διαδηλώσεις και καταλήψεις ενάντια στο νομοσχέδιο για την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, τον Μάη του 2001. Δεν πρόκειται επομένως για την περίπτωση όπου οι ασφυκτικοί πολιτικοί συσχετισμοί και η διαρκής κινηματική νηνεμία περιορίζουν αντικειμενικά το βεληνεκές των επαναστατικών μαρξιστικών ιδεών και γενικότερα του διεθνιστικού ριζοσπαστισμού, αλλά μάλλον για εκείνη ενός ανεκμετάλλευτου, μα όχι γι’ αυτό λιγότερο γόνιμου και προσφυούς στην ανάπτυξη της εναντίωσης στον καπιταλισμό, πεδίου, στο οποίο και σημαντικοί αγώνες κατά καιρούς διεξάγονται και κόκκινες σημαίες ανεμίζουν.

Αν η παραπάνω διαπίστωση ισχύει, τότε οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες της διεθνιστικής αριστεράς οφείλουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της πολιτικής τους παρέμβασης, σε αυτόν τον κρίσιμο πολιτικά χώρο, ως ένα πρόβλημα πολύ πιο ριζικό από ό,τι θα ήταν αυτό της αναζήτησης απλώς μιας πιο συστηματικής παρουσίας και μιας πιο επίμονης προπαγάνδισης ξεκάθαρων και εύληπτων συνθημάτων, λιγότερο ή περισσότερο, «παντός καιρού». Οφείλουν, με άλλα λόγια, να διεξέλθουν αυτό το πρόβλημα χωρίς να παραμερίζουν με ευκολία, άλλοτε με ανεύθυνους πολιτικά αφορισμούς και άλλοτε υπό το βάρος μιας πρόχειρης πολιτικής ρουτίνας, όλες εκείνες τις δυσκολίες που συνεπάγεται η συγκρότηση μιας επαναστατικής, διεθνιστικής τάσης στον χώρο της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ο οποίος, περιττό να το τονίσουμε, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αλλάξει δραστικά.

Η θεμελίωση μιας συνειδητά επαναστατικής παρουσίας

Στην πραγματικότητα, το όλο πρόβλημα θα μπορούσε, εφόσον ασφαλώς κανείς συμφωνήσει ότι έχουμε όντως να κάνουμε με ένα ριζικό πρόβλημα και όχι με μια τρέχουσα οργανωτικής φύσης διευθέτηση, να συνοψιστεί στην εξής διατύπωση: οι διεθνιστές/τριες σήμερα δεν μπορούν παρά να επιχειρήσουν να θεμελιώσουν, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, την παρουσία τους στα πανεπιστήμια ως μια συνειδητά επαναστατική παρουσία. Αυτό, στην μαρξιστική τουλάχιστον φιλολογία, συνεπάγεται τρεις σχετιζόμενες μεταξύ τους αλλά διακριτές επιδιώξεις: α) αυτήν της συνάρθρωσης της επαναστατικής θεωρίας με την κάθε φορά συγκεκριμένη ριζοσπαστική πρακτική, β) αυτήν της διεξοδικής κατανόησης των αντικειμενικών κοινωνικών αντιφάσεων που διαπερνούν την εκπαιδευτική διαδικασία στον ελληνικό καπιταλισμό, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και γ) αυτήν της επεξεργασίας μιας στρατηγικής, δηλαδή μιας αλυσίδας από τακτικές, πολιτικές και οργανωτικές, επιλογές, για την διαμόρφωση μιας επαναστατικής συνείδησης, με αξιώσεις αμφισβήτησης της αστικής ηγεμονίας, στους φοιτητικούς χώρους.

Η πρώτη επιδίωξη, μακριά από το να συνιστά μια κοινοτοπία, μεταφράζεται στην ομολογουμένως δύσκολη προσπάθεια να αναδεικνύεται πειστικά, σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση, το γεγονός ότι οι αγώνες που διεξάγονται στο πανεπιστήμιο είναι προπαντός κοινωνικοί, αντιπαραθέτουν δηλαδή συμφέροντα κοινωνικών τάξεων και όχι συντεχνιών, κινητοποιούν, με όρους συλλογικής αντίστασης, καταπιεσμένα κοινωνικά υποκείμενα που αναμετρώνται περισσότερο με γενικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες παρά με τις ιδιαίτερες υποθέσεις ενός επαγγελματικού ή εκπαιδευτικού κλάδου, και ως εκ τούτου οι αγώνες αυτοί αποτελούν στιγμές του ιστορικού αγώνα για τις τύχες συνολικά της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί την αναγκαιότητα, όσον αφορά το φοιτητικό κίνημα, μιας κριτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους συγκεκριμένους αγώνες και τις θεωρητικές κατασκευές που αποδεικνύουν την επικαιρότητα του επαναστατικού αγώνα. Η έκφραση «κριτική αλληλεπίδραση» αρκεί από μόνη της για να δείξει ότι η ενότητα επαναστατικής θεωρίας και ριζοσπαστικής πρακτικής βρίσκεται στον αντίποδα και της ρεφορμιστικής διαχειριστικής πολιτικής και της σεκταριστικής αυταρέσκειας.

Η δεύτερη επιδίωξη εισαγάγει τις εξής παραδοχές: αφενός το ότι η μάζα των φοιτητών δεν είναι ομοιογενής κοινωνικά, λόγω της διαφοροποιημένης ταξικής καταγωγής αλλά και των διαφορετικών, ακόμα και ανταγωνιστικών, κοινωνικών λειτουργιών που τα διάφορα τμήματα των φοιτητών θα εκπληρώσουν μελλοντικά, και αφετέρου το ότι ο χώρος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ανάλογα με το πώς σε κάθε ιστορική περίοδο τροποποιούνται οι σχέσεις του με την παραγωγική διαδικασία, οργανώνεται και ιεραρχείται εγγράφοντας τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής στο εσωτερικό του. Ως προς τις σημερινές συνθήκες θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες σχετικές επισημάνσεις, κάθε μία εκ των οποίων χρήζει προσεκτικής διερεύνησης, κάτι που όμως ξεπερνά τα όρια αυτού του κειμένου:

  • 1. Η διανοητική εργασία τείνει, γενικά στον ύστερο καπιταλισμό, να προσεγγίσει την παραγωγική εργασία, ως αποτέλεσμα της επιτάχυνσης της τεχνολογικής ανανέωσης, και αντίστοιχα η επιστημονική κατάρτιση γίνεται μια δυνητική παραγωγική δύναμη. Έτσι, προκύπτει ένα «νέο προλεταριάτο» από διανοουμένους, οι οποίοι υπόκεινται άμεσα στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου, καταναλώνοντας την εργατική τους δύναμη στην διαδικασία της αναπαραγωγής και αξιοποίησής του. Παράλληλα, οξύνεται η ανάγκη για την διασφάλιση, με οργανωτικούς όρους, του όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ελέγχου της εργατικής δύναμης, και συνολικά όλων των στοιχείων της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, και άρα για μια εξειδικευμένη διανοητική εργασία, ικανή να αξιοποιηθεί στο οργανωτικό αυτό καθήκον του κοινωνικού ελέγχου, εντασσόμενη στους τομείς του εποικοδομήματος (κουλτούρα, ενημέρωση, ψυχαγωγία, κρατικοί θεσμοί, κλπ) και της διοικητικής επίβλεψης της παραγωγής.

  • 2. Ένα αρκετά μεγάλο τμήμα φοιτητών, μετά το τέλος της πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης, δραστηριοποιείται προσφέροντας διανοητική εργασία στην παραγωγική διαδικασία, εκπληρώνοντας κοινωνικές λειτουργίες που αντικειμενικά ευνοούν μια σύμπτωση συμφερόντων με το προλεταριάτο, ή ακόμα και διασπείρεται στις εκτεταμένες ζώνες εργασιακής ανασφάλειας και ανεργίας.

  • 3. Ένα εξίσου μεγάλο τμήμα φοιτητών, αντίθετα, αποτελεί το δυναμικό από όπου αντλείται εκείνη η διανοητική εργασία που επωμίζεται το έργο της ορθολογικής οργάνωσης του κοινωνικού ελέγχου, κάτι που σημαίνει ότι η κοινωνική του λειτουργία ταυτίζεται πλήρως με τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών.

  • 4. Η αρχή της αποδοτικότητας γενικεύεται έτσι ώστε να συμπεριλάβει κάθε κοινωνική δραστηριότητα, ως αποτέλεσμα της τάσης για την ολοκληρωμένη εκβιομηχάνιση όλων των κλάδων της οικονομίας, και αυτό αποτυπώνεται στην τεχνοκρατική μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η οποία στην Ελλάδα αναπτύσσεται με αλλεπάλληλα κύματα, από την δεκαετία του ’80 και μετά, συμβάλλοντας κατόπιν με τις νεοφιλελεύθερες κοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις.

  • 5. Η τεχνοκρατική μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου δρομολογεί μια ακραία εξειδίκευση και μοριοποίηση της διανοητικής εργασίας, συστηματοποιώντας τον κατακερματισμό σε δεξιότητες, προσαρμοσμένες στις κατατμήσεις του όλο και περισσότερο αποκεντρωμένου ενδοεπιχειρησιακού καπιταλιστικού προγραμματισμού, και μετατρέποντας την εκπαιδευτική διαδικασία «σε μια διαδικασία παραγωγής αλλοτριωμένης και αλλοτριωτικής, ενταγμένης στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πνευματικής εργασίας». Αυτό συνιστά το κοινωνικό έδαφος τόσο για την ανάπτυξη αντικαπιταλιστικών διαθέσεων στον χώρο του πανεπιστημίου όσο και για την ευόδωση ενός νεοφιλελεύθερου, εχθρικού προς κάθε μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης, πολιτικού κλίματος.

  • 6. Η διεθνής συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ενισχύει την διεθνοποίηση και την κοινωνικοποίηση της γνώσης, όλο και περισσότεροι, δηλαδή, διανοούμενοι – μαθητευόμενοι – εργαζόμενοι εμπλέκονται στην παραγωγή, διάδοση και εφαρμογή της γνώσης, υπερβαίνοντας τις εθνικές οριοθετήσεις και συχνά με όρους πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Η αντίφαση ανάμεσα στην επίταση της κοινωνικοποίησης της γνώσης και την ιδιωτική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, που σκοπεύουν αποκλειστικά στην μεγιστοποίηση του κέρδους τους, όπως και η αντίφαση ανάμεσα στην διεθνοποίηση της γνώσης και τον ακόμα εθνικοκρατικό οικονομικό και πολιτικό εκπαιδευτικό προγραμματισμό, εμβάλλουν με εκρηκτικό τρόπο στον χώρο των πανεπιστημίων την κρίση των καπιταλιστικών κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων.

  • 7. Ο χώρος των φοιτητών, σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς τους, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε κατατμημένος και ετερογενής. Η συστηματοποίηση της εξειδίκευσης αντισταθμίζει ακόμα και σε αυστηρά χωροταξικό επίπεδο την ομογενοποίηση του φοιτητικού χώρου που σε άλλες συνθήκες θα υπέβαλε η συγκέντρωση χιλιάδων φοιτητών σε γειτονικές κτιριακές εγκαταστάσεις, ενώ η τεχνοκρατική μεταρρύθμιση οξύνει την πόλωση των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων η οποία ανάγεται στην διαφοροποίηση ως προς την ταξική καταγωγή και τον κατοπινό προσανατολισμό. Με αυτήν την έννοια, και με δεδομένο τον παραμερισμό, από τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, των θεσμικά κατοχυρωμένων συλλογικών δικαιωμάτων, πολύ δύσκολα κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η φοιτητική ιδιότητα συγκροτεί μια οποιαδήποτε βάση κοινών κοινωνικών συμφερόντων, ακόμα και κατά την διάρκεια της μεταβατικής κοινωνικής κατάστασης του μαθητευόμενου – εργαζόμενου – διανοούμενου.

Τέλος, η τρίτη επιδίωξη, αυτή της επεξεργασίας μιας στρατηγικής για την διαμόρφωση μιας επαναστατικής συνείδησης στους φοιτητικούς χώρους, εφόσον μια τέτοια συνειδητοποίηση μπορεί να επιτευχθεί σε σταθερή βάση μόνο με την εδραίωση πολιτικών οργανωτικών δεσμών ανάμεσα στους αγωνιζόμενους φοιτητές και το συνολικό κίνημα των καταπιεσμένων, εμπλέκει προοπτικά το ζήτημα της συγκρότησης ενός επαναστατικού κόμματος και μεσοπρόθεσμα αυτό της ανασύνθεσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Άμεσα, ωστόσο, απαιτεί μια τοποθέτηση όσον αφορά τα οργανωτικά μορφώματα του φοιτητικού κινήματος, τις πολιτικές δυνάμεις που δρουν στον χώρο του πανεπιστημίου, ως εκφραστές διαφορετικών ταξικών συμφερόντων, καθώς και το περιεχόμενο σπουδών και την οργανωτική δομή του πανεπιστημίου.

Μια επαναστατική μαρξιστική θέση για τις μορφές οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος δεν μπορεί να παρακάμψει την ταξική ετερογένεια του χώρου των πανεπιστημίων, και άρα το γεγονός ότι «από την ίδια του την φύση, το φοιτητικό κίνημα ακολουθεί μια τροχιά πολύ πιο ασυνεχή και λιγότερο επιδεκτική σε διαρκή μαζική οργάνωση, απ’ όσο το εργατικό κίνημα», κάτι που με άλλα λόγια σημαίνει ότι «έχει πολύ μικρότερα περιθώρια για μια αργή κατάκτηση μεταρρυθμίσεων μέσω μιας διαρκούς οργάνωσης, παρά για ξαφνική κατάχτηση των ίδιων μεταρρυθμίσεων μέσω μαζικών, αλλά περιορισμένων χρονικά κινητοποιήσεων». Θα ήταν, κατά συνέπεια, λάθος να εφαρμόσουμε στο φοιτητικό κίνημα την μαρξιστική αντίληψη για τον εργατικό συνδικαλισμό, η οποία προτάσσει την ενιαία και διαρκή οργάνωση του προλεταριάτου για την υπεράσπιση των άμεσων υλικών του διεκδικήσεων. Από αυτές τις παρατηρήσεις δεν απορρέει προφανώς μια πολιτική αδιαφορίας για τον φοιτητικό συνδικαλισμό, με την στενή έννοια του όρου· απλώς, υπογραμμίζεται η διαφορά ανάμεσα στην συνδικαλιστική διαπραγμάτευση που εδράζεται σε μια κοινή βάση υλικών συμφερόντων, αυτήν έστω της πώλησης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» με καλύτερους όρους, από τα εργατικά συνδικάτα, και στην συνδικαλιστική προώθηση «άμεσα πραγματοποιήσιμων μεταρρυθμίσεων» η οποία συγκαλύπτει την ταξική διαφοροποίηση και μετατρέπει τα κοινωνικά συμφέροντα σε ιδιωτικές, σε τελευταία ανάλυση, υποθέσεις, όπως συμβαίνει στον χώρο των πανεπιστημίων. Η συνεκτίμηση, όμως, αυτής της διαφοράς έχει ως επακόλουθο μια μετατόπιση έμφασης από τον ενιαίο φοιτητικό συνδικαλισμό – που δεν τίθεται ως θέμα αρχής, αλλά η υπεράσπισή του έχει να κάνει με τακτικές μονάχα εκτιμήσεις – στην συνδικαλιστική δράση η οποία μπορεί να συσπειρώσει, προτάσσοντας μεταβατικές κατά κύριο λόγο διεκδικήσεις, με έναν ταξικό και ριζοσπαστικό προσανατολισμό, τα αγωνιζόμενα τμήματα των φοιτητών μαζί με τους μισθωτούς του πανεπιστημίου (διδακτικό και μη διδακτικό προσωπικό). Αυτό αποτελεί ήδη μια διόλου αμελητέα τάση λ.χ. στα αμερικάνικα πανεπιστήμια, πολλώ δε μάλλον που οι νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις υπονομεύουν εξίσου τους υλικούς όρους διαβίωσης όλων αυτών των τμημάτων.

Ακόμα και σε συνθήκες ενιαίου φοιτητικού συνδικαλισμού, όπως στην Ελλάδα, είναι σημαντικό οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις να εκφράζονται και να δρουν ως ριζικά ανταγωνιστικές, με κριτήριο την κοινωνική αναφορά που διαθέτουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα παρεπόμενα της τεχνοκρατικής μεταρρύθμισης του πανεπιστημίου είναι η εξάπλωση στους φοιτητικούς χώρους μιας αντίληψης η οποία αξιώνει τον εκτοπισμό ή την άμβλυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων στα φοιτητικά αμφιθέατρα. Πράγματι, οποιαδήποτε στρατηγική διαμόρφωσης επαναστατικής συνείδησης πρέπει να χαράξει και μια ισχυρή γραμμή άμυνας απέναντι σε κάθε ιδεολογική χρήση του «μέσου φοιτητή» ως προτύπου στο οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να προσαρμοστεί το φοιτητικό κίνημα. Ο «μέσος φοιτητής», αγαπημένο παιδί της Δεξιάς και των ρεφορμιστών κάθε απόχρωσης, ανταποκρίνεται σε εκείνο το τμήμα των φοιτητών που σήμερα εμφανίζεται, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, ως ένα συμπαγές μπλοκ εχθρικό προς κάθε δυναμική κινητοποίηση και αύριο θα αναλάβει, λίγο ως πολύ, το ίδιο έργο οργανώνοντας τον κοινωνικό έλεγχο στο εποικοδόμημα ή στην ίδια την παραγωγή. Η φοιτητική αριστερά, αντίθετα, δεν έχει κανένα λόγο να περιστείλει τις πολιτικές προεκτάσεις της δράσης της, δεδομένης της ύπαρξης και ενός κοινωνικού εδάφους στο εσωτερικό πλέον της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης το οποίο ευνοεί την ανάπτυξη αντικαπιταλιστικών διαθέσεων. Σε αυτήν την περίπτωση, ο σεκταρισμός εμφανίζεται μέσω της άρνησης της κοινής δράσης όλων των αγωνιζόμενων τμημάτων των φοιτητών και της μετατροπής του «αντικαπιταλισμού» σε σύνθημα αναγνώρισης, αντί για ζητούμενο μιας κάθε φορά συγκεκριμένης διαμάχης.

Μια στάση αμφισβήτησης, επίσης, ως προς το περιεχόμενο σπουδών και την οργανωτική δομή του σύγχρονου πανεπιστημίου είναι ακριβώς εκείνο που μπορεί να συμβάλλει καταλυτικά στην διαμόρφωση μιας επαναστατικής συνείδησης στους φοιτητικούς χώρους. Η αντίσταση στην υπαγωγή των προγραμμάτων σπουδών στις οικονομικές προτεραιότητες της αστικής τάξης, η συστηματική εναντίωση στην οργάνωση και συνδιαχείριση (μέσα από τα όργανα συνδιοίκησης) της καταπίεσης στο υπό διαμόρφωση λειτουργικό, αποδοτικό, ιεραρχικά δομημένο πανεπιστήμιο, είναι εδώ και δεκαετίες σύμφυτη με τον φοιτητικό ριζοσπαστισμό, και τίποτα δεν υπάρχει που να δείχνει ότι στο μέλλον θα πάψουν να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των αγώνων στα πανεπιστήμια. Απεναντίας, η αμφισβήτηση του περιεχομένου σπουδών μπορεί να γίνει αφετηρία για μια συστηματική αντι-εκπαίδευση και αντι-προπαγάνδα, η οποία θα απονομιμοποιεί την κυρίαρχη ιδεολογία και θα στοιχειοθετεί με επιστημονικό τρόπο την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, ενώ η αμφισβήτηση της οργανωτικής δομής του πανεπιστημίου, και των μορφών συνδιαχείρισης που επιβάλλουν την συνευθύνη στην καταπίεση και στην υποταγή στο κεφάλαιο, ανοίγει τον δρόμο για να αναδειχθεί – κάποιες φορές, μέσα από την αγωνιστική αυτοοργάνωση, ακόμα και στην πράξη – η προοπτική της πανεπιστημιακής αυτοδιαχείρισης, που «θα αποτελεί σχολείο άμεσης δημοκρατίας και υπευθυνότητας» και θα ετοιμάσει τους εκπαιδευόμενους «για την συμμετοχή στην αυτοδιαχείριση της οικονομίας και όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής».

Η Δ.Ε.Α. και το φοιτητικό κίνημα

Στο βαθμό που όλα όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν συνιστούν μια θεμιτή και ενδεχομένως γόνιμη μαρξιστική προβληματική, δεν έχουμε παρά να δοκιμάσουμε να διαπιστώσουμε συγκεκριμένα κατά πόσο η διεθνιστική αριστερά σήμερα στην Ελλάδα φαίνεται διαθέσιμη να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Λόγω χώρου, θα αρκεστούμε στην σημαντικότερη μάλλον αυτή τη στιγμή οργάνωση της διεθνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα, την Δ.Ε.Α..

Με βάση την αρθρογραφία της «Εργατικής Αριστεράς», λοιπόν, μπορούν να εξαχθούν ορισμένες δεσπόζουσες της πολιτικής στάσης της Δ.Ε.Α., ως προς τον φοιτητικό χώρο. Ένα πρώτο τέτοιο στοιχείο είναι η σταθερή, αδιαφοροποίητη αναφορά στους «φοιτητές» ως μια κατηγορία που θίγεται εξίσου από τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές και μπορεί «μαζί με τους εργάτες» να «διεκδικήσει έναν άλλο κόσμο». Αυτό, με την σειρά του, οδηγεί στην εμφατική υποστήριξη του ενιαίου φοιτητικού συνδικαλισμού μέσα από τα «συλλογικά όργανα», υποβάλλοντας έτσι έναν παραλληλισμό με τον αντίστοιχο εργατικό, και μάλιστα στην άποψη ότι «η δυνατότητα συντονισμού των αγώνων», κατά κάποιο τρόπο, εξαρτάται από την ομαλή λειτουργία διαδικασιών όπως το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο» και την συνακόλουθη εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΦΕΕ. Σε αυτό το κλίμα, η «Εργατική Αριστερά», σε ένα σχετικό άρθρο της σ. Τ. Τσαμοπούλου (Ε.Α., 17/4/2002), τις παραμονές των φετινών φοιτητικών εκλογών, τόνιζε ότι «θα πρέπει να μπει ένα τέλος στη συστηματική προσπάθεια διάλυσης των συλλογικών οργάνων», εννοώντας προφανώς ως «συλλογικό όργανο» το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο» και υποδεικνύοντας ως «συστηματική προσπάθεια διάλυσης» την επιλογή των Ε.Α.Α.Κ., ή τουλάχιστον της κυρίαρχης τάσης στο εσωτερικό των Ε.Α.Α.Κ., να αποτρέπουν την διεξαγωγή αυτού του συνεδρίου, στο παρελθόν ακόμα και με την χρήση βίας.

Η Δ.Ε.Α. βέβαια είναι μια οργάνωση που υπάρχει εδώ και μόλις περισσότερο από ένα χρόνο, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει, ούτως ή άλλως, μια επεξεργασμένη πολιτική και τακτική παρέμβασης στον χώρο του πανεπιστημίου.

Παρότι όμως ιδρύθηκε ως οργάνωση αρκετά πρόσφατα, η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών και των μελών της προέρχεται, ως γνωστόν, από μια άλλη διεθνιστική οργάνωση, με πολλά χρόνια δράσης πίσω της, το Σ.Ε.Κ., και είναι ίσως κάποιες από τις παρακαταθήκες αυτής της προέλευσης που εξηγούν και την επιλογή της, τον πρώτο κιόλας χρόνο ύπαρξής της, να δημιουργήσει στα πανεπιστήμια αυτοτελή φοιτητικά σχήματα, τα Σ.Σ.Ε.Φ.. Αυτή η επιλογή, που οπωσδήποτε φανερώνει μια σύγχυση ανάμεσα στην ανάγκη επαναστατικής οργάνωσης και τον αυτοαναφορικό οργανωτικό φετιχισμό, ευτυχώς φαίνεται πλέον να έχει εγκαταλειφθεί. Έτσι, στις φετινές φοιτητικές εκλογές η «Εργατική Αριστερά» προτίμησε να τονίσει την σημασία της κοινής δράσης όλων των συνιστωσών της φοιτητικής αριστεράς, «προκειμένου να μπορέσει η Αριστερά να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νέας ριζοσπαστικοποίησης που έχει αναπτυχθεί στις σχολές και να δημιουργήσει ένα δυνατό αντικαπιταλιστικό πόλο στα πανεπιστήμια» (Ε.Α., 17/4/2002). Ακόμα περισσότερο, με αφορμή τις εκλογές, τα μέλη της Δ.Ε.Α. «μαζί με ανένταχτους φοιτητές» συγκρότησαν φοιτητικά σχήματα χωρίς μια κοινή οργανωτική μορφή και σε αρκετές περιπτώσεις συνεργάστηκαν εκλογικά με τις φοιτητικές δυνάμεις του «Ξεκινήματος», του «Δικτύου για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα» και της «Νεολαίας του Συνασπισμού», αποτιμώντας τα αποτελέσματα αυτής της στάσης ως μια καλή αφετηρία για τη συνέχεια, η οποία συνίσταται στην προσπάθεια των νέων αυτών σχημάτων «να ανοίξουν το αντιδεξιό μέτωπο, στηρίζοντας ταυτόχρονα και όλα τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν τη νέα ριζοσπαστικοποίηση, όπως για παράδειγμα η αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη» (Ε.Α., 1/5/2002).

Είναι φανερό ότι, μολονότι για μια οργάνωση σαν την Δ.Ε.Α. η ανάπτυξη μιας συνειδητά επαναστατικής παρουσίας στον χώρο των πανεπιστημίων είναι μια στόχευση αυτονόητη, οι προϋποθέσεις που αυτή η στόχευση συνεπάγεται, υποτιμούνται αρκετά. Η αναγκαιότητα της κριτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην επαναστατική θεωρία και την ριζοσπαστική πρακτική εκλαμβάνεται περισσότερο ως μια τροφοδότηση της φοιτητικής αγωνιστικότητας με γενικές πολιτικές αναφορές, που αντανακλούν, συχνά με την μορφή καρικατούρας, την εμπειρία ευρύτερων κοινωνικών αγώνων, παρά ως μια ενότητα θεωρίας και πράξης, που συνδέει σε μια αλυσίδα τους αγώνες που έχουν γίνει, γίνονται, ή πρόκειται να γίνουν, στον ίδιο πρώτα από όλα τον χώρο του πανεπιστημίου. Έτσι, «ο δρόμος της Γένοβας» λ.χ. εμφανίζεται ως μια ηθική περίπου επίκληση, ικανή ενδεχομένως να εξάρει, με την ακτινοβολία του παραδείγματος, έναν αγωνιστικό ενθουσιασμό, αλλά όχι ως ένας δρόμος που περνάει και μέσα από το ίδιο το πανεπιστήμιο, μέσα δηλαδή από την αντίσταση των αγωνιζόμενων φοιτητών στις συγκεκριμένες μορφές καταπίεσης που βιώνουν στον χώρο τους. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι και η συγκρότηση επαναστατικής συνείδησης στα πανεπιστήμια απολήγει να είναι κάτι τόσο απλό όσο η αφομοίωση αφηρημένων πολιτικών συνθημάτων, ένα ζήτημα, δηλαδή, μαζικής προπαγάνδας, για το «αντιδεξιό μέτωπο», για την «αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη», για τον «δρόμο της Γένοβας», αλλά όχι για το τεχνοκρατικό πανεπιστήμιο και τις ιδιαίτερες καταπιέσεις που αντιστοιχούν σε αυτό. Η επαναστατική συνείδηση, παρολαυτά, δεν έρχεται με μία τέτοιου είδους «υποκίνηση από έξω»: αναπτύσσεται πάνω στις αντικειμενικές κοινωνικές αντιφάσεις που διαπερνούν και πολώνουν το πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνιστώντας ειδικές μορφές αποτύπωσης των βασικών αντινομιών των καπιταλιστικών κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Ακόμα και ο διεθνισμός δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί αποτελεσματικά σε έναν ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο αν δεν γειωθεί στις αντιθέσεις που τον χαρακτηρίζουν, αν δεν αποτελέσει δηλαδή μια πραγματική απόρροια εμπειρίας και έναν χρήσιμο, για την καθημερινή πάλη, πολιτικό προσανατολισμό.

Η έλλειψη μιας θεώρησης, από τους συντρόφους της Δ.Ε.Α., για αυτές ακριβώς τις αντιφάσεις, αποτρέπει τόσο την κατανόηση του πραγματικού κοινωνικού νοήματος των αντιπαραθέσεων στα πανεπιστήμια όσο και την επεξεργασία μιας ριζοσπαστικής πολιτικής στο εσωτερικό τους. Η διαμόρφωση του τεχνοκρατικού πανεπιστημίου, η επαναπροσέγγιση της διανοητικής με την παραγωγική εργασία, η επέκταση του κοινωνικού ελέγχου από το κεφάλαιο, ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων, ο εξοστρακισμός των συλλογικών δικαιωμάτων, η σημασία, τέλος πάντων, όλων αυτών των εξελίξεων πολύ δύσκολα μπορεί να συμπυκνωθεί στο σχήμα «οι νόμοι της αγοράς θίγουν τους φοιτητές». Αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε οι μαρξιστές δεν θα χρειάζονταν καμιά συγκεκριμένη ανάλυση για καμιά συγκεκριμένη κατάσταση – θα μετέφεραν από χώρο σε χώρο τις ίδιες γενικές διαπιστώσεις, ή καλύτερα, τις ίδιες γενικές κοινοτοπίες. Η έκφραση «νόμοι της αγοράς» δεν μας πληροφορεί από μόνη της για τίποτα άλλο πέραν της γενικά αποδεκτής διαπίστωσης ότι το σύγχρονο πανεπιστήμιο υπάρχει σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Η έννοια «φοιτητές» επίσης, και είδαμε παραπάνω το γιατί, εφόσον χρησιμοποιείται αδιαφοροποίητα χάνει οποιοδήποτε πραγματικό κοινωνικό βάρος, για να γίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μια ευπροσάρμοστη ταυτότητα ρητορικών αποστροφών.
Αν βέβαια διαφοροποιήσει κανείς κοινωνικά την μάζα των φοιτητών, και αποδεχτεί την ταξική πόλωση που αναπαράγεται εντός της, δεν θα έχει πια και λόγους να θεωρεί αυτονόητη την έμφαση στην ομαλή λειτουργία των Συλλόγων, και ακόμα χειρότερα, του «Πανσπουδαστικού Συνεδρίου» και της ΕΦΕΕ. Αξίζει ίσως να επαναλάβουμε εδώ ότι μια ριζοσπαστική πολιτική στα πανεπιστήμια δεν σημαίνει αδιαφορία για τον φοιτητικό συνδικαλισμό και τις υπάρχουσες μορφές οργάνωσής του. Δεν μπορεί, όμως, από την άλλη, να σημαίνει και απολογητική αυτών των μορφών οργάνωσης, ούτε συγκάλυψη των ταξικών διαφοροποιήσεων στο όνομα μιας ανύπαρκτης κοινής υλικής βάσης συμφερόντων. Στην πραγματικότητα, οι Σύλλογοι αποτελούν ένα πεδίο πολιτικής διαμάχης που για τακτικούς λόγους χρειάζεται να μένει ανοικτό, αλλά είναι σαφές ότι κατά την διάρκεια οποιωνδήποτε δυναμικών κινητοποιήσεων πρέπει να παραμερίζονται από μορφές αγωνιστικής αυτοοργάνωσης.

Όσο για το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο», είναι τουλάχιστον αφελής ο ισχυρισμός ότι η όποια έκβασή του, στις σημερινές συνθήκες, θα παρέχει έστω και μία δυνατότητα «συντονισμού των αγώνων». Ο επαναστατικός μαρξισμός φτωχαίνει αρκετά αν εφαρμόζεται σχηματικά, προκειμένου ένα γεγονός να μεταμφιεστεί σε κάτι άλλο από αυτό που πράγματι είναι: το «Πανσπουδαστικό Συνέδριο» σήμερα δεν αποτελεί κανενός είδους δημοκρατική, έστω και τυπικά, διαδικασία – μοιάζει περισσότερο με ένα «κοινοβούλιο» διορισμένων γραφειοκρατών, ούτε καν με ένα κοινοβούλιο «αντιπροσώπων». Το σπουδαιότερο, όμως, η εκλογή ενός Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΦΕΕ δεν θα ήταν τίποτα άλλο από την εκλογή ενός «αξιοπρεπούς» συνομιλητή του εκάστοτε Υπουργού Παιδείας, ενός καλού συμπαραστάτη στον αγώνα για το τεχνοκρατικό πανεπιστήμιο, ενός νομιμοποιημένου, από μια υποτιθέμενα ενιαία «κοινωνική ομάδα», συνεργού στην καταπίεση και την υποταγή στις προτεραιότητες της αστικής τάξης. Αυτή η εκτίμηση δεν απορρέει από το δεδομένο της πολιτικής πλειοψηφίας που θα διέθετε η ΔΑΠ, ή μάλλον αυτή η πολιτική πλειοψηφία αντανακλά το γεγονός ότι στο τεχνοκρατικό πανεπιστήμιο οι ανώτερες βαθμίδες του ενιαίου συνδικαλισμού παίρνουν εκ των πραγμάτων έναν χαρακτήρα συνδιοικητικό, ευνοώντας την πολιτική κυριαρχία εκείνου του κοινωνικού τμήματος των φοιτητών που προορίζεται να αναλάβει, όπως είδαμε, μια κοινωνική λειτουργία πλήρως ευθυγραμμισμένη με τα συμφέροντα των καπιταλιστών.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η στάση των Ε.Α.Α.Κ., που τα τελευταία χρόνια αποτρέπουν την ομαλή διεξαγωγή αυτού του συνεδρίου, είναι σε γενικές γραμμές δικαιολογημένη. Μπορεί ασφαλώς κανείς να ασκήσει κριτική στα πραγματικά κίνητρα ενός τμήματος των Ε.Α.Α.Κ., που αποκαλύπτουν μάλλον μικροπολιτικούς υπολογισμούς του στυλ «να μην εκλεγεί νέο Κ.Σ. με ισχυρότερη Π.Κ.Σ.», όπως και στην έλλειψη μιας δημόσιας σαφούς τοποθέτησης για το ζήτημα των μορφών οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος σε κεντρικό επίπεδο, αλλά είναι αλήθεια ότι αυτή η συγκεχυμένη πολιτική συμπεριφορά, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την ΕΦΕΕ στα συντονιστικά όργανα των καταλήψεων και γενικά στην ανεξάρτητη μαζική δράση των φοιτητών, αφουγκράζεται πολύ καλύτερα τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις στο πανεπιστήμιο από ό,τι συνήθως καταφέρνουν οι υπερασπιστές της ομαλής λειτουργίας των «συνδικαλιστικών οργάνων».

Αυτό δεν είναι τυχαίο: τα Ε.Α.Α.Κ. παραμένουν η μόνη πανελλαδική δικτύωση αγωνιστικών φοιτητικών σχημάτων που εκφράζει τον φοιτητικό ριζοσπαστισμό, έτσι όπως αυτός σήμερα εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Αν ο φοιτητικός ριζοσπαστισμός βρίσκει την πολιτική του έκφραση σε έναν χώρο όπου συχνά επιστρατεύονται γραφειοκρατικές πρακτικές, όπου κυριαρχεί ένα οργανωτικό χάος το οποίο εκτρέφει την πολιτική αυθαιρεσία, που χρωματίζεται από την σεκταριστική υπερβολή, αυτό οφείλεται στο ότι οι ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές διαθέσεις δεν έχουν την πολυτέλεια να εφευρίσκουν καθαρές και αυθεντικές πολιτικές μορφές για να στεγαστούν αλλά διαλέγουν τις πλέον κατάλληλες από τις προσφερόμενες. Και τα Ε.Α.Α.Κ. είναι μια πολιτική δύναμη, αντικαπιταλιστικής αναφοράς, πλουραλιστική, αν και όχι δημοκρατικά διαρθρωμένη, αρκετά γειωμένη στις κοινωνικές αντιπαραθέσεις που χαρακτηρίζουν τον χώρο του πανεπιστημίου, με επεξεργασίες για τις αλλαγές που συντελούνται στον χώρο της εκπαίδευσης που ξεπερνούν κατά πολύ τον ορίζοντα της συνθηματικής κοινοτοπίας και με μια μεγάλη σχετικά εμπειρία στην οργάνωση δυναμικών φοιτητικών κινητοποιήσεων. Ο αντικαπιταλιστικός πόλος στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν εναπόκειται ευτυχώς, με αυτήν την έννοια, στις ευχές μας για το μέλλον: υπάρχει εδώ και μια δεκαετία, έστω και αν δεν είναι τόσο ειδυλλιακός όσο ίσως φανταζόμαστε. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι εσωτερικές τριβές στα Ε.Α.Α.Κ. ενταθούν τόσο ώστε να επιφέρουν την διάλυσή τους, ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα, για χρόνια, χωρίς μέχρι τώρα να έχει επιβεβαιωθεί, καμιά εναλλακτική αντικαπιταλιστική συσπείρωση δεν θα μπορεί να αναδειχθεί χωρίς να αξιοποιήσει τα αγωνιστικά και πολιτικά κεκτημένα τους.

Η επιλογή, επομένως, της Δ.Ε.Α. να συγκροτήσει αυτοτελή ανεξάρτητα σχήματα, να συνεργαστεί με ορισμένες από τις λιγοστές δυνάμεις της διεθνιστικής αριστεράς και με τα φοιτητικά σχήματα που ελέγχει η νεολαία του ΣΥΝ (τα οποία έχουν την δική τους πανελλαδική δικτύωση-φάντασμα με τον όνομα «Δίκτυο»), αλλά κυρίως να παραγράψει την ύπαρξη των Ε.Α.Α.Κ. ως μιας ενεργούς και μαζικής αντικαπιταλιστικής συνιστώσας, αναπαράγει, επιεικώς, την πολιτικά αδιέξοδη παράδοση της διεθνιστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια και συμβάλλει στην παράταση της απομόνωσής της. Το ότι αυτή η επιλογή έγινε με επικλήσεις στην ανάγκη της «κοινής δράσης της αριστεράς», όχι μόνο δεν δικαιώνει την σκοπιμότητά της αλλά αποκαλύπτει μια αρκετά μεροληπτική ερμηνεία του αντισεκταρισμού.

Η κοινή δράση έχει επίπεδα που δεν είναι σκόπιμο να συγχέονται μεταξύ τους: υπάρχει το ενιαίο μέτωπο στους συγκεκριμένους αγώνες, που στην προκείμενη περίπτωση είναι αδιανόητο χωρίς την Π.Κ.Σ., υπάρχει η συνεργασία, και με οργανωτικούς συχνά όρους, με ευρύτερες αντικαπιταλιστικές, ή απλά αποφασιστικά αγωνιστικές, αριστερές δυνάμεις, και υπάρχει και η ενότητα ανάμεσα σε επαναστατικές συλλογικότητες. Η διεθνιστική αριστερά χρειάζεται να ενεργοποιηθεί και στα τρία αυτά επίπεδα: προτάσσοντας την κοινή δράση όλων των τμημάτων των αγωνιζόμενων φοιτητών, με συγκεκριμένους κάθε φορά, στόχους, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που τις αναλογούν για την ενίσχυση του ήδη υπαρκτού αντικαπιταλιστικού πόλου στα ελληνικά πανεπιστήμια, δηλαδή, «μέχρι νεωτέρας», των Ε.Α.Α.Κ., σταθεροποιώντας, τέλος, τους δεσμούς των διάφορων ρευμάτων που την αποτελούν. Οι «νέοι του ΣΥΝ» δεν αφορούν τους διεθνιστές και τις διεθνίστριες παρά μόνο όσον αφορά την κοινή δράση, για συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Οι εκλογές, ωστόσο, είναι μια κεντρική πολιτική διαμάχη και άρα ένα πεδίο όπου η συνεργασία με μια μικρή, περιορισμένης μαχητικότητας μες τα πανεπιστήμια, ρεφορμιστική τάση τείνει να σχετικοποιήσει τα όρια ανάμεσα στο λάθος και τον τυχοδιωκτισμό. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω για να καταδειχθεί ότι η διεθνιστική αριστερά, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Δ.Ε.Α., πρέπει να επιδοθεί σε μια σοβαρή αμφισβήτηση της μέχρι τώρα πολιτικής της παρουσίας στον χώρο των πανεπιστημίων, σε μια σοβαρή προσπάθεια να συνδεθεί με τον πραγματικό ριζοσπαστισμό στο εσωτερικό τους, εγκαταλείποντας τον χειροτεχνισμό, την πολιτική ρουτίνας και την αδιαφορία για το τι αντικειμενικά διακυβεύεται και τι κοινωνικά αντιπαρατίθεται.

Βαγγέλης Κούταλης


Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3031

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s