του Τάσου Αναστασιάδη
[βλ. και πλαίσιο: Η φαντασιακή αριθμητική της καπιταλιστικής ασφάλισης]
«Ήπιο» χαρακτηρίστηκε το νέο «ασφαλιστικό» από τους κατεξοχήν επιφανειακούς «ειδήμονες», π.χ. τους οικονομικούς δημοσιογράφους, και ως ένα σημείο πράγματι είναι, όμως μόνο σε σχέση με το σχέδιο Γιαννίτση ή με τις δυνατότητες που άφηνε να διαφανεί η ιδεολογική επίθεση περί «ασφαλιστικού προβλήματος» -αυτό που μεταφράζει σε πολιτική θέση η επίκριση μιας Νέας Δημοκρατίας (ότι δηλαδή «κουκουλώνει το πρόβλημα» «χωρίς να νοιάζεται για τη βιωσιμότητα του συστήματος»). Ωστόσο, έτσι, οι επιθέσεις στην κοινωνική ασφάλιση μπορεί να είναι απλώς «παραμετρικές», δεν είναι όμως λιγότερο βάναυσες. Το ζήτημα δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως, οι διάφορες περικοπές στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θα τις αισθανθούν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων (υπάρχουν, άλλωστε, ή τουλάχιστον το υποτίθεται και οι αντίστροφες περιπτώσεις, που τόσο προβάλλονται!). Η εκλεπτισμένα επιθετική εμβέλεια της «μεταρρύθμισης» μπορεί μάλιστα να αποβεί και περισσότερο βλαβερή, τουλάχιστον από τη σκοπιά της αποδοχής της μεταρρυθμιστικής λογικής (δηλαδή των επόμενων μεταρρυθμίσεων που θα έρθουν) και ακόμα και από σχεδιαζόμενες διευθετήσεις που έμοιαζαν να μετατίθενται λίγο χρονικά (όπως η ιδιωτική ασφάλιση που θεσμοθετείται ήδη από τώρα). Το αντίτιμο που πλήρωσε η κυβέρνηση για να μειώσει τις αντιδράσεις μοιάζει, έτσι, μάλλον απλώς συμβολικό (ή έστω περιθωριακό -κυρίως μέσω της πραγματοποίησης του δικού της προγράμματος που έλεγε ότι θα βελτιώσει ορισμένες από τις ασφαλιστικές βαναυσότητες της Νέας Δημοκρατίας του 1992). Αν, άλλωστε, προς το παρόν, η έκταση της επίθεσης φαίνεται σχετικά περιορισμένη ίσως αυτό κυρίως βγαίνει με τη βοήθεια ενός τύπου που, εξαιρουμένου -αυτή τη φορά και εξ επί τούτοις- από την επίθεση, δέχεται να είναι το ιδεολογικό φερέφωνο έως και μιας πιο καθαρά νεοφιλελεύθερης επίκρισης της «ανεπάρκειας» της μεταρρύθμισης (έως και ορισμένων υποτιθέμενων «βελτιώσεων» -ορισμένοι μάλιστα γράφουν ξεδιάντροπα ακόμα και για «ευνοϊκές ρυθμίσεις»!).
Ωστόσο, οι διαπιστώσεις, η λογική, οι στόχοι έως και τα μέσα, της «ασφαλιστικής» μεταρρύθμισης είναι αρκετά διάφανα. «Το μεγάλο πρόβλημα» είναι «αυτό της δημογραφικής κάμψης του πληθυσμού της χώρας», είπε ο Δ.Ρέππας από την αρχή εισηγούμενος τις προτάσεις του, γιατί αυτό είναι «που παράγει κινδύνους και προβλήματα για την πορεία της κοινωνικής ασφάλισης και στη χώρα μας». Για την ανόητη αυτή ιδέα, ενός δήθεν «δημογραφικού προβλήματος» που θα έμελε να «τινάξει τα ταμεία στον αέρα» γράφαμε στο Σπάρτακο ακριβώς πριν από ένα χρόνο (αρ.59). Όμως, ακριβώς αυτή η ιδέα είναι που, μετά από σχεδόν μία δεκαετία ιδεολογικού βομβαρδισμού, αποτελεί την ιδεολογική βάση αυτής της μεταρρύθμισης, και των άλλων που έπονται. Με βάση αυτή την ιδέα, άλλωστε, γίνεται και η (νέο-φιλελεύθερη) «κριτική» μιας υποτιθέμενης «ανεπάρκειας» της σημερινής μεταρρύθμισης απέναντι στα τόσο «σοβαρά» ζητήματα («ελλείμματα», κλπ.) που πρόκειται να αναδυθούν (είναι η κριτική που ασκεί κατά κανόνα ο ειδικευμένος οικονομικός τύπος και, από πολιτική άποψη, είναι η επίσημη κριτική της Νέας Δημοκρατίας). Και είναι τόσο «σοβαρά» αυτά τα «προβλήματα» που ο υπουργός ΥΠΕΘΟ ξαφνικά ανακαλύπτει (πολύ ορθά, για μια φορά!), όταν τον ρωτάει ένας δημοσιογράφος, πως τα «ελλείμματα» είναι μια οικονομικά ανόητη έννοια, αφού ως τέτοια βαπτίζονται όλα τα ποσά που περνάνε από το δημόσιο προϋπολογισμό: «Δεν υπάρχει ούτε είναι νοητό να υπάρξει αυτό το οποίο αποκαλέσατε ακάλυπτο αναλογιστικό έλλειμμα. Δεν υπάρχει αυτό. Διότι είτε με τη μία, είτε με την άλλη μορφή, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, τα ελλείμματα των ταμείων καλύπτονται από την ανάληψη της υποχρέωσης του κράτους να καλύπτει τις συντάξεις». Ακόμα περισσότερο, «αν δεν κάνω λάθος πρέπει να εννοείτε» [με τη λέξη «έλλειμμα»] το ποσό που «προκύπτει από το σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος, πριν την καταβολή της κρατικής ενίσχυσης, είτε με τη μορφή της εισφοράς είτε με τη μορφή της επιχορήγησης». Έτσι, με μια μονοκοντυλιά, ο υπουργός ξαφνικά συμφωνεί με εμάς που κοροϊδεύαμε πέρυσι το τεράστιο «έλλειμμα των 120 τρισεκατομμυρίων δραχμών, τρεις φορές το ετήσιο ΑΕΠ», με βάση το οποίο το υπουργείο εργασίας είχε προτείνει την τότε μεταρρύθμισή του! Και πιο πέρα ακόμα ο ίδιος υπουργός, κατά τεκμήριο αρμόδιος, επίσης κρίνει πως ούτε σε «μέγεθος» αυτά τα «ελλείμματα» σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο: «Γενικά όμως όλη την περίοδο της 30ετίας στην οποία αναφερόμαστε, [το «έλλειμμα» αυτό] θα κυμαίνεται μεταξύ 3,5, 3,7 και 7%», ενώ ήδη «το 2000 υπερέβαινε το 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος».
Βέβαια είναι αλήθεια ότι το, συγκυριακό, πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι πλέον να πείσει «για τη σοβαρότητα του προβλήματος»: αυτό το είχε ήδη πετύχει -και μόνη η αναφορά του κ.Ρέππα στη «δημογραφική κάμψη», έτσι ασχολίαστα και χωρίς κανένας να διαμαρτυρηθεί (έχουμε και τις «επιστημονικές αναλύσεις των Βρετανών»!) το δείχνει. Τώρα το ζήτημα της κυβέρνησης είναι, πάνω σε αυτό το ιδεολογικά προετοιμασμένο έδαφος, να χτίσει το υπόβαθρο της μεταρρύθμισής της (όπερ και κάνει). Σε πρώτη φάση είναι να «συμφωνηθεί» (ή να μη συμφωνηθεί, αλλά πάντως να περάσει) ένα επίπεδο κρατικής χρηματοδότησης που «να μη δημιουργεί εκπλήξεις στους προϋπολογισμούς» (Χριστοδουλάκης). Εξού, προφανώς, και η τάση να μειωθεί η εκτίμηση των αναγκών του ασφαλιστικού συστήματος, τουλάχιστον σε δέσμευση κρατικής χρηματοδότησης! Από αυτή την άποψη, μάλιστα, η θέση αυτή ταιριάζει και άψογα με τον πρώτο στόχο της μεταρρύθμισης, ο οποίος είναι και εξαιρετικά σαφής: «να εξοικονομήσει δαπάνες». Όπως είπε ο υπουργός, «επιχειρεί η ασφαλιστική μεταρρύθμιση κατ’αρχήν να διαμορφώσει νέες διαρθρωτικές (sic) σχέσεις οι οποίες να εξοικονομούν αρκετές δαπάνες». Αν αφήσουμε, για μια στιγμή στην άκρη, τη «δεύτερη πλευρά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης», ότι δηλαδή το «σύστημα νοικοκυρεύεται, εξορθολογίζεται», (και «προσαρμόζεται» και με της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η «εξοικονόμηση δαπανών», όταν πρόκειται για συντάξεις, έχει μόνο μία έννοια: η μάζα των συντάξεων μειώνεται. Αυτό δεν θα σήμαινε αναγκαστικά ότι η μέση σύνταξη θα μειωνόταν, φτάνει οι συνταξιούχοι να μειώνονταν σε αριθμό. Όμως, ακριβώς, όλη η φασαρία έχει ξεκινήσει από το ότι ο «πληθυσμός γερνάει» και «θα υπάρχουν όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι». Πράγμα που σημαίνει, σε απλά ελληνικά, ότι ο «πρώτος στόχος» της μεταρρύθμισης είναι να μειώσει τις συντάξεις και σαν σύνολο δαπάνης και, άρα, και ατομικά για τον κάθε συνταξιούχο (αφού θα είναι περισσότεροι!).
Αν κανείς είχε αντιρρήσεις, ο υπουργός φροντίζει να του τις ξεκαθαρίσει: «Η μεταρρύθμιση επέλεξε να προσγειώσει (sic) τους συντελεστές αναπλήρωσης, οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως υψηλοί (re-sic)» [«συντελεστής αναπλήρωσης» είναι ο λόγος μεταξύ σύνταξης που παίρνει κάποιος σε σχέση με το μισθό που είχε σαν εργαζόμενος]. Όμως, όχι μόνο αυτοί οι «συντελεστές αναπλήρωσης» δεν είναι καθόλου «υψηλοί», αφού είναι κάτω του μόνου λογικού που θα ήταν το 100% (κάποιος που βγαίνει στη σύνταξη δεν έχει λιγότερο νοίκι ή γενικότερα ανάγκες να καλύψει!), αλλά και επιπλέον η μεταρρύθμιση επιβάλει περαιτέρω μείωσή τους, από το 80% στο 70%. Μόνο που, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η μείωση βαφτίζεται «αύξηση» (με κάποια πρόφαση, εδώ με το «επιχείρημα» ότι οι συντάξεις που θα δίνονταν μετά από μερικά χρόνια με βάση τη νομοθεσία της Νέας Δημοκρατίας θα μειώνονταν ακόμα περισσότερο, στο 60%). Η μείωση αυτή της σύνταξης συνοδεύεται και από την απαραίτητη σάλτσα περί «κοινωνικής δικαιοσύνης» και «εξορθολογισμού». Ανάλογες είναι και άλλες τέτοιες παρεμβάσεις σε «παραμέτρους» του ασφαλιστικού συστήματος, αυτό που λέγεται «παραμετρικές μεταρρυθμίσεις».
Ένα δεύτερο παράδειγμα εξίσου ή μάλλον περισσότερο ακόμα σκανδαλώδες, ακριβώς για τη λογική του, είναι η επιμήκυνση των χρόνων εργασίας (των ορίων συνταξιοδότησης). Το σκάνδαλο δεν είναι (μόνο!), από γενική σκοπιά, ότι μια κοινωνία που έχει 10% ανεργία, συστηματικά, προγραμματίζει να την διογκώσει ακόμα περισσότερο (εξαναγκάζοντας σε παραμονή στις θέσεις εργασίας τούς εν δυνάμει συνταξιούχους, άρα μειώνοντας τις «απελευθερωνόμενες» θέσεις εργασίας για όσους ψάχνουν δουλειά), αλλά και ειδικότερα ότι ο καταναγκασμός σε περισσότερα έτη δουλειάς είναι απλώς θεωρητικός! Στην πράξη, το μεγαλύτερο τμήμα αυτών που ασκούν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα έχουν ήδη αποβληθεί από την εργασία, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο -και στην καλύτερη περίπτωση φυτοζωούν περιμένοντας το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα. Δεν διαθέτουμε τα τελευταία στοιχεία για την Ελλάδα, αλλά το φαινόμενο είναι γενικό σε όλη την Ευρώπη: π.χ. στη Γαλλία μόνο το ένα τρίτο όσων ασκούν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα εξακολουθούν να δουλεύουν, τα υπόλοιπα δύο τρίτα, η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή, ήδη έχει αποβληθεί από την εργασία. Ο εξαναγκασμός σε «δουλειά» είναι δηλαδή εξαναγκασμός σε ανεργία.
Έτσι, η μετάθεση των ορίων συνταξιοδότησης (εκτός εξαιρέσεων) δεν έχει καθόλου για στόχο να «δουλέψει κανείς περισσότερο», για να δήθεν συμβάλει στο δήθεν «δημογραφικό πρόβλημα». Ο στόχος είναι, περίπου διάφανα, να μειωθεί η συνολική δαπάνη για συντάξεις, δηλαδή για μισθούς σε μορφή συντάξεων (ένα τμήμα του μισθού των ενεργών θα πηγαίνει πλέον -ιδιωτικά όμως και ατομικοποιημένα- για να ζήσει τους γέρους γονείς, αυτούς που θα έχουν την τύχη να έχουν παιδιά!), ενώ η εξαθλίωση των, ούτως ή άλλως, εκτός δουλειάς ηλικιωμένων θα συμβάλει στην πίεση προς τα κάτω των μισθών του ενεργού πληθυσμού -στο οποίο εξάλλου θα συμβάλει και η παραμονή στην εργασία όσων, λίγων, θα έχουν την τύχη να την διατηρήσουν. Τα υποτιθέμενα «κίνητρα για εργασία» που με τόση ευκολία μας σερβίρουν υπουργεία, ειδικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι ειδήμονες δύσκολα μπορούν να συγκαλυφθούν για αυτό που είναι, δηλαδή χυδαία παραπλάνηση, τουλάχιστον όσο υπάρχει μαζική ανεργία, γενικά (ή και ειδικά στις ανώτερες ηλικίες).
Αυτή η μείωση του συνολικού μισθού (μισθοί + συντάξεις) είναι ο πρώτος και κύριος στόχος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, πέρα ή μέσα από τις «παραμετρικές» της περιπλοκές. Καθώς αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται ότι το αντίστοιχο προϊόν των μισθωτών θα είναι συρρικνωμένο, η διαφορά των δύο μεγεθών (αυτό που ένας γέρος πριν από δυο αιώνες είχε ονομάσει «υπεραξία») θα βρεθεί έτσι τονωμένη, για χάρη και της «ανταγωνιστικότητας» και άλλης «επιχειρηματικότητας» της «εθνικής οικονομίας». Με άλλους όρους, αλλά το ίδιο -προφανώς- εννοούσε και ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών «Ασφαλίσεων» (;), κ.Δ.Ρέππας, όταν δήλωνε, στις 4/6/2002, καταθέτοντας το νομοσχέδιό του στη Βουλή πως «η κυβέρνηση έκανε το χρέος της […] ιδιαιτέρως απέναντι στους εργαζομένους»!!! Όπως λέει και ο λαός, αν έχεις τέτοιους φίλους τί να τους κάνεις τους εχθρούς…
Αλλά ο κ.Ρέππας είπε και κάτι άλλο, αναγνωρίζοντας πως οι υποτακτικοί του στο εσωτερικό (ή μάλλον στην κορυφή) του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας, δεν τα κατάφεραν ούτε αυτή τη φορά, παρά τις δημοσιογραφικές ενισχύσεις, να «περάσουν» πλήρως το κλίμα αποδοχής και ανοχής που ήθελαν: «πάρα πολλοί φορείς, συνδικαλιστικοί, κοινωνικοί αλλά και πολιτικοί, έχουν διατυπώσει σχόλια (sic!) αντιδρώντας σε αυτή την πρωτοβουλία μας», είπε και έβγαλε μαγικά την τελευταία γραμμή άμυνας. «Δεν υπάρχει άλλη προσέγγιση», «δεν έχει κατατεθεί εναλλακτική πρόταση», τα «σχόλια» είναι απλώς «αντιπαραγωγικά» και, άρα, «επιζήμια», «από αντιπολιτευτική διάθεση και μόνο».
Αντιπολιτευτική διάθεση; Ίσως, αλλά η προοπτική να μείνεις άνεργος(-η) μερικά χρόνια χωρίς σύνταξη και χωρίς επιδόματα και, μετά από αυτό, αν και για όσο επιβιώσεις, να πάρεις κάτι ψίχουλα σαν «σύνταξη», για χάρη μιας -καθόλου πειστικής- αφαίρεσης, ότι δήθεν «δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση», την δικαιώνει από μόνη της, έστω ηθικά! Όμως, δεν είναι ηθικό (μόνο!) το πρόβλημα. Γιατί πώς το έβγαλε αυτός ο κύριος ότι «δεν υπάρχει άλλη προσέγγιση» ή ότι η προοπτική εξαθλίωσης των εργαζομένων, στη δουλειά και στη σύνταξη, είναι η αναγκαία μας μοίρα; Πώς γίνεται, όχι ηθικά, αλλά οικονομικά και πολύ υλικά (βλ.και πλαίσιο παραπλεύρως), μια κοινωνία που αυξάνει την υλική της παραγωγή με γεωμετρικό τρόπο (ακόμα και σε συνθήκες καπιταλιστικού μαρασμού!) να απαιτεί ο πληθυσμός που την παράγει να ζει εξαθλιωνόμενος; Και δεν είναι οι αναφορές στα ταμειακά «αδιέξοδα» ενός ασφαλιστικού συστήματος που έχει ξεζουμιστεί από τις «κοινωνικές πολιτικές» (δηλαδή τις επιδοτήσεις προς τους επιχειρηματίες) και άλλες «αναπτυξιακές» εισφοροδιαφυγές που μπορούν να δικαιολογήσουν τη «μοναδικότητα» της «προσέγγισης». Ένα κεντρικό κράτος, που μάλιστα το διαχειρίζονται «σοσιαλιστές», υποτίθεται ότι έχει την ευθύνη των μακροκοινωνικών μεταβλητών και όχι της μπακαλικής καταγραφής τους (ο κ.Χρυστοδουλάκης καλά τα είπε, τα «ελλείμματα» είναι λιγάκι τρίχες).
Όμως, δεν υπάρχει πλέον καν αναφορά στο «ποιό είναι το πρόβλημα» -τόσο θεωρείται και είναι «δεδομένο». Η διαφορά, σε σχέση με τον κ. Γιαννίτση, είναι ότι «η προσέγγιση» (ακριβώς!) είναι φέτος πολύ πιο «πολιτική», με την πλήρη σημασία της λέξης. Για παράδειγμα, παρουσιάζεται κυρίως «παραμετρικά», δηλαδή ρυθμισούλα με τη ρυθμισούλα, για να μη βγει η ουσία. Ή -δεύτερο παράδειγμα- γιατί φέτος ξαφνικά, εξαιρέθηκαν τα ταμεία του τύπου από τη «μεταρρύθμιση»; Δεν είναι προφανές πως αυτό ήταν το τίμημα (προσωρινό άλλωστε) για να εξασφαλιστεί η συναίνεση των «λειτουργών» του και πάντως η, έως και ευνοϊκή, εξουδετέρωσή του; Υπήρξε μάλιστα τόσο προχωρημένη αυτή η εξουδετέρωση που, στο τελικό νομοσχέδιο, εισάγεται με μεγάλη ευκολία, άμεσα (πράγμα που δεν είχε τολμήσει πέρυσι ο κ.Γιαννίτσης), και ο δεύτερος μεγάλος στόχος της «μεταρρύθμισης», που είναι η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης! Ενώ τα μεταρρυθμιστικά βήματα ήταν σιγά-σιγά να κοπεί ο μισθός (στη μορφή μισθός και στη μορφή σύνταξη) και, πάντως, να γίνει ορατή και απειλητική αυτή η περικοπή, έτσι ώστε να μπορέσει, σε δεύτερη φάση, να αναπτυχθεί «ελεύθερα» και «εθελοντικά» η ιδιωτική ανταποδοτικότητα, στο τελικό νομοσχέδιο αναδύονται ως τέτοια και ξεδιάντροπα τα «ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης» -πιο γνωστά, σε καθαρά ελληνικά, σαν pension funds.
Αντιπαραγωγικός ή επιζήμιος αυτός ο σχολιασμός; Αν πρόκειται για τα τελευταία, πράγματι είναι: όχι μόνο γιατί η «ανταποδοτικότητα» (ακόμα και δημόσια) είναι πάντα μια αντιδραστική έννοια, ούτε μόνο γιατί η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης οδηγεί (ακριβώς «προαιρετικά»!) σε ενίσχυση της ανισοκατανομής δηλαδή σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση των εργαζομένων και σε ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στους ήδη πλούσιους, ακόμα και αν δεν υπολογίσουμε την «ιδιωτική» ιδιοποίηση τμήματος του μισθού για άμεση τόνωση των κεφαλαίων (ιδία χρηματιστηριακών) και ούτε και τους πραγματικούς κινδύνους να δουν κάποια στιγμή οι εργαζόμενοι τις μελλοντικές τους συντάξεις να εξαφανίζονται στις μπίζνες τύπου Enron, κλπ. Είμαστε και ενάντιοι επειδή η ιδιωτικοποίηση της σύνταξης δεν αποτελεί λύση στο (εξάλλου ανύπαρκτο, αλλά έστω και αν ήταν υπαρκτό) πρόβλημα, το λεγόμενο «δημογραφικό», αλλά ούτε καν και στο ταμειακό. Αντίθετα, αποτελεί εμπαιγμό και κοροϊδία η παρουσίαση του τρόπου αναδιανομής του προϊόντος, ιδιαίτερα του ιδιωτικού, ως να μπορούσε να επέμβει φαντασιακά στα μεγέθη του: η αυταπάτη του τζογαδόρου που νομίζει ότι «βγάζει» τα λεφτά που βουτάει από τους άλλους τζογαδόρους, εκ των προτέρων δεν μπορεί ποτέ να γίνει «υπεύθυνη πολιτική» για τη λύση του «συνταξιοδοτικού» (αν και, κατά κανόνα, ο τζογαδόρος -αντίθετα από την κυβέρνηση- καταλαβαίνει πιο ρεαλιστικά πως, παίρνοντας τα χρήματα των άλλων, δεν τα δημιουργεί κιόλας). Γιατί όσο και να «κεφαλαιοποιήσετε» τα «ασφάλιστρα», εσείς, και όλοι οι άλλοι, θα ζήσουμε από το προϊόν που θα παραχθεί, όχι από τα αριθμητικά, και εκθετικά, όνειρα του κάθε τζογαδόρου (ακόμα και του μέλλοντα συνταξιούχου), του οποίου το «κέρδος» πάντα πηγάζει από μεταφορά πόρων (όχι δημιουργία).
Ο εμπαιγμός και η κοροϊδία δεν είναι, ωστόσο, μόνο στην παραπλανητική ωραιοποίηση του ιδιωτικού τζόγου, ως επιλυτή κοινωνικών ή δημογραφικών προβλημάτων. Είναι και στον εντοπισμό των τελευταίων. Δεν χρειάζεται να ξανα-επιχειρηματολογήσουμε σε σχέση με το οικονομικό βάρος των δημογραφικών εξελίξεων, το ρεαλισμό τους, ή την πραγματική τους επίπτωση, ακόμα και για ορισμένες από τις υποθέσεις τους (για όλα αυτά παραπέμπουμε στο Σπάρτακο αρ. 59, καθώς και στο παραπλεύρως πλαίσιο-άρθρο για τη «Φαντασιακή αριθμητική της καπιταλιστικής ασφάλισης»). Σε πολύ γενικές γραμμές, υποτίθεται πως «γερνάμε» και πως, έτσι, οι «ενεργοί» θα έχουν τρομερό «βάρος» να πληρώνουν για τους «αυξημένους συνταξιούχους». Τρομακτικοί αριθμοί «επιδείνωσης» προβλέπονται, που, έτσι, θα μεταφραστούν σε ασφαλιστικά «ελλείμματα» που θα πρέπει να «καλυφθούν». Εξού η μεταρρυθμιστική ανάγκη να περιοριστούν οι συντάξεις, να περιοριστούν οι μισθοί, να περιοριστούν οι δικαιούχοι σύνταξης και να αυξηθούν οι εξαναγκαζόμενοι σε εργασία (και… ανεργία!). Καθώς όλα αυτά σημαίνουν μια μαζική και μακροχρόνια εξαθλίωση του εργαζόμενου πληθυσμού, η προτεινόμενη «λύση» είναι, επιπλέον, να πλασαριστεί το χρηματιστήριο (δηλαδή η χρηματοδότηση των καπιταλιστών, παραγωγικών και τζογαδόρων) ως μέσον μπαλώματος αυτής της εξαθλίωσης (αυτό που λένε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: και μείωση του μισθού -μέσω της μείωσης της σύνταξης- και μεταφορά ενός τμήματος από τον εναπομείναντα μισθό -εισφορές- σε ενίσχυση του χρηματιστηριακού τζόγου).
Σε αυτό το δρόμο, η παρούσα μεταρρύθμιση προχωράει ήδη αρκετά, έστω και αν έχει μοιράσει «εξαιρέσεις» ή και «εξομαλύνσεις» που της επιτρέπουν να παρουσιάζει περίπου τη νύχτα για μέρα, έστω και με κίνδυνο να αναρωτηθεί κανείς, στο εσωτερικό της δικής τους οπτικής, πώς γίνεται ταυτόχρονα και να εξασφαλίζεται «βιωσιμότητα» (με μείωση των «ελλειμμάτων») και «ευνοϊκές ρυθμίσεις»: γιατί, αν όσα μας λένε είναι ορθά, τότε ή οι συντάξεις μειώνονται και, έτσι, τα ελλείμματα κλείνουν, ή οι συντάξεις αυξάνουν και τότε τα ελλείμματα δεν μπορεί παρά επίσης να αυξάνουν! Στην πραγματικότητα, απλώς το πρόγραμμα είναι να μειωθεί ο μισθός (κυρίως στο τμήμα σύνταξη, αλλά και στο τμήμα μισθός), ούτως ώστε να αυξηθεί το υπόλοιπο τμήμα του προϊόντος, που είναι το κέρδος (τρίτο δεν υπάρχει!). Ασφαλώς, οι ιδεολογικοί διατυμπανισμοί, ακόμα και οι πρώτες απόπειρες (π.χ. Γιαννίτσης), προδίκαζαν μεγαλύτερη έκταση και βάθος της επίθεσης. Ασφαλώς, ψίχουλα προβλέπονται για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, ιδιαίτερα για τα θύματα της Νέας Δημοκρατίας του 1992. Και, ασφαλώς πολιτικάντικοι συμβιβασμοί γίνονται (με την προσωρινή εξαίρεση π.χ. των δημοσιογράφων). Όμως, λίγα δεντράκια δεν κρύβουν την έρημο και, ασφαλώς, απλώς και αυτά σε λίγους μήνες θα μαραθούν. Η ουσία του «ασφαλιστικού» είναι εκ των προτέρων δεδομένη και διατυμπανισμένη: να περικοπεί ο μισθός (είτε σαν σύνταξη είτε σαν μισθός), για να αυξηθεί το υπόλοιπο τμήμα του προϊόντος, δηλαδή τα κέρδη.
Από αυτή τη σκοπιά, «σοσιαλιστική» ή όχι, η σημερινή εκδοχή της «μεταρρύθμισης» απλώς φιλοδοξεί, άκρως νέο-φιλελεύθερα, να προεκτείνει περαιτέρω την, ήδη εικοσαετή, (αυτή τη φορά) πραγματική επιδείνωση του συσχετισμού εργασίας-κεφάλαιο και σε όρους άκρως υλικούς, δηλαδή μεταφέροντας ένα πρόσθετο τμήμα της παραγόμενης αξίας από την εργασία στα κέρδη. Δεν είναι, έτσι, το μέγεθος αυτής της μεταφοράς που έχει σημασία (οι πασόκοι λέγοντας ότι θα μπορούσε και οι νέο-δημοκράτες ότι θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο). Είναι η ίδια αυτή η επίθεση, η άκρως και ποιοτικά ταξική που πρέπει να αποκρουστεί. Και όχι, βέβαια, στα ψίχουλα που δίνει (όπως το παριστάνει ένας Πολυζωγόπουλος)! Αλλά, ακριβώς, στη συρρίκνωση του συνολικού μισθού που θεσμοθετεί, καθώς και στην ιδιωτικοποίηση (δηλαδή στην κλοπή) της συνταξιοδοτικής ανακατανομής του.
Τάσος Αναστασιάδης
Σπάρτακος 65, Ιούνιος 2002
Πλαίσιο
Η φαντασιακή αριθμητική της καπιταλιστικής ασφάλισης
Όλη αυτή η ιδέα περί «ασφαλιστικού προβλήματος», η πλέον τόσο «προφανής» και για τον τελευταίο δημοσιογραφίσκο, χρειάζεται και μια πλειάδα οργανικών διανοουμένων που να ετοιμάσει τους κατάλληλους αριθμούς (τα «στοιχεία») που θα «αποδεικνύουν» τα προς απόδειξιν (πράγμα που το ξεκίνησε η Παγκόσμια Τράπεζα πριν από δέκα χρόνια και το παρέλαβαν, κατόπιν, οι διάφορες διεθνείς και εθνικές υπηρεσίες για διεκπεραίωση: τώρα είναι, για παράδειγμα, η στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βομβαρδίζει όλα τα κράτη-μέλη για το «πρόβλημα» που τα περιμένει). Τα οποία, άλλωστε, πρέπει να έχουν και αρκετή ευελιξία, ώστε να προσαρμόζονται στην ιδεολογική συγκυρία: ένα παράδειγμα το είδαμε με τα τεράστια «ελλείμματα» που, στην αποστροφή του λόγου του, κονιορτοποιήθηκαν από τον ίδιο τον αρμόδιο υπουργό -είναι αλήθεια εν όψει εκτίμησης των ποσών που χρειάζεται να δοθούν. Το 300% του ετήσιου ΑΕΠ «έλλειμμα», που έλεγε πέρισυ ο κ.Γιαννίτσης, εκμηδενίστηκε, έτσι, με μια φράση!
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι 12,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, που αναμένουν να «επιδεινωθεί», διπλασιαζόμενη μέσα σε 50 χρόνια, η δημόσια δαπάνη για συντάξεις: πρόκειται για τόσο «επιστημονική» πρόβλεψη που, εξίσου «επιστημονικά», στη Λισσαβόνα πολιτικά, εν μια νυκτί, συρρικνώθηκε κατά περίπου 20% με το έτσι θέλω (από το 24,8% του ΑΕΠ το προβλεπόμενο έλλειμμα για το 2050 έπεσε στο 20,6%)! Αυτή η ελαστικότητα των, τρομακτικών, αριθμών είναι ανάλογη της σοβαρότητάς τους: άλλο παράδειγμα, που μάλλον θέλουν να μην το πάρουν πρέφα οι επαγγελματικοί παρουσιαστές των κρατικών πολιτικών: αν το «πρόβλημα» είναι πράγματι τόσο μεγάλο, πώς γίνεται ένα μίζερο 1% του ΑΕΠ σε κρατική δέσμευση ενίσχυσης του συστήματος να αρκεί να το λύσει (ένα ανάλογο ζήτημα είχε αντιμετωπίσει, σε απλώς υψηλότερη κλίμακα, και ο κ.Γιαννίτσης πέρυσι); Γιατί αν προβλέπονται 12 ή έστω και 8 (Λισσαβόνα) ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ «επιδείνωσης», τότε το 1% του ΑΕΠ κρατικής χρηματοδότησης σημαίνει πως δεν «λύνει» τίποτα (ει μη μόνο περιθωριακά) -ακόμα και αν υποτεθεί πως, αυτή τη φορά, η κρατική χρηματοδότηση πράγματι θα υπάρξει: αν οι προβλέψεις είναι σωστές, τότε η δέσμευση για το 1% σημαίνει πως η κρατική χρηματοδότηση μειώνεται κατά 88% σε σχέση με την (υποτιθέμενη, αν και ανεφάρμοστη) σημερινή «δέσμευση τριμερούς χρηματοδότησης» του 3/9!
Δεν είναι μόνο η ελαστικότητα των αριθμών, γιατί καμιά φορά, αριθμοί με τους αριθμούς μπορεί να μην «βγαίνουν» ή και να λένε περισσότερα από όσα ήθελαν να πούν. Για παράδειγμα, η έκθεση του ΟΟΣΑ για το ασφαλιστικό στην Ελλάδα (το 1997) καταγράφει μια τόσο άθλια επιδείνωση των συνταξιούχων και των συντάξεων στη δεκαετία του 1990 που, όχι μόνο δυσκολεύεται να επιχειρηματολογήσει για την ανάγκη περαιτέρω επιδείνωσης, αλλά και, προφανώς, αδυνατεί να το αποδώσει στη «δημογραφική αναγκαιότητα» -η οποία υποτίθεται ότι είναι μπροστά μας, όχι πίσω μας!.
Μια ανάλογη περίπτωση μας δίνει, πιο πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που έβαλε τους τεχνοκράτες της, μαζί με τις εθνικές υπηρεσίες, να μετρήσουν τις «Δημοσιονομικές προκλήσεις που θέτει η γήρανση του πληθυσμού» (Economic Policy Committee, 24/10/2001). Όπως αναμενόταν, υπάρχουν διάφοροι «δείκτες» και «μετρήσεις» για το «δημογραφικό πρόβλημα», στις διάφορες χώρες. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, παρουσιάζεται σαν μία από αυτές που αναμένονται να γνωρίσουν από τα «χειρότερα προβλήματα»: θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη «επιδείνωση» (12,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε 50 χρόνια) και θα βρεθεί στη χειρότερη θέση (είναι το 24,8% του ΑΕΠ). Στο άλλο άκρο βρίσκεται η Μεγάλη Βρετανία, που είναι και η μόνη χώρα που μπορεί μάλιστα να αναμένει «βελτίωση» (κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα) κατεβάζοντας επομένως το (ήδη χαμηλό) 5,5% του ΑΕΠ που αφιερώνει σήμερα σε συντάξεις στο «θαυμαστό» 4,4% του ΑΕΠ (τα αντίστοιχα για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια «επιδείνωση» από το 10,4% σήμερα στο 13,2% σε μισό αιώνα).
Ήδη τα μεγέθη αυτά μπορούν να προβληματίσουν: π.χ. τί γίνεται με τους Εγγλέζους, ήδη σήμερα; Πώς τα καταφέρουν; Δεν έχουν συνταξιούχους, είναι όλοι νέοι; Ακόμα περισσότερο, αν συγκριθούν ηλικιακά με τους Έλληνες, τίθεται ένα τεράστιο πρόβλημα, γιατί ανάλογη δομή έχουν και πολύ μικρή απόκλιση στην αντίστοιχη «επιδείνωση» της πυραμίδας τους προβλέπεται: ο «λόγος εξάρτησης των ηλικιωμένων» [=πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 σε ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15-64] είναι σήμερα 26 στην Ελλάδα και 24 στην Αγγλία, ενώ σε 50 χρόνια προβλέπεται να έχει μεταβληθεί σε 54 και σε 42 αντίστοιχα. Εδώ, ούτε η μία ούτε η άλλη χώρα κατέχουν «πρωτιές» -π.χ. στο ένα άκρο η Ιρλανδία προβλέπεται να φτάσει στο 61 και στο άλλο η Δανία στο 36 (και, για την πληρότητα, ας δώσουμε και τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους: από το 24 στο 49 αντίστοιχα). Μήπως οι Έλληνες δίνουν ιδιαίτερα πλουσιοπάροχες συντάξεις (το ερώτημα δεν είναι μόνο ρητορικό ούτε απλώς για να γελάσουμε, γιατί κάτι τέτοιο γράφεται καμιά φορά, ακόμα και σε «επίσημα έγγραφα»); Και, προοπτικά, πώς γίνεται οι Άγγλοι, παρά την «επιδείνωση» της ηλικιακής τους δομής, να αναμένουν «βελτίωση» της δημόσιας δαπάνης τους για συντάξεις;
Το ερώτημα μάλλον είναι καλό να μην απασχολήσει όσους τόσο φανατικά ενδιαφέρονται για τις «βιωσιμότητες» των συστημάτων, ιδιαίτερα τους Έλληνες (και για αυτό ίσως και δεν φαίνεται να τους απασχόλησε -τουλάχιστον τους ειδικευμένους δημοσιογράφους): αρκεί που βρέθηκε ένας αριθμός, για να κάνει τη δουλειά, δηλαδή για να δώσει την εντύπωση που πρέπει να δοθεί (το 24,8% του ΑΕΠ). Όμως, τί να κάνουν, από την άλλη μεριά, και οι Εγγλέζοι, που, αν κρατήσουν τα αντίστοιχα στοιχεία, τότε δεν διαθέτουν καμία «επιδείνωση» να προβάλλουν (και μάλλον έχουν «βελτίωση»); Πώς να κάνει ο κακόμοιρος ο Μπλερ τη δική του καμπάνια για τις συντάξεις; Όμως, εδώ υποτιμούνται οι δυνατότητες των οργανικών διανοουμένων. Έτσι, η Επιτροπή είχε άλλη μια (και για να πούμε την αλήθεια πιο προσγειωμένη, στην πραγματικότητα) ιδέα, να κατασκευάσει και άλλο «δείκτη». Είναι ο δείκτης που μετράει το «Λόγο πραγματικής οικονομικής εξάρτησης», δηλαδή πόσοι δεν δουλεύουν σε ποσοστό όσων δουλεύουν (όλοι ηλικίας άνω των 15). Και είπαμε είναι πιο «προσγειωμένη», με την έννοια ότι, πράγματι, ο λόγος αυτός δείχνει την πραγματική οικονομική δυνατότητα, ή τα «βάρη», όπως τόσο αρέσκονται να λένε, που απορρέουν για τους εργαζόμενους από το ότι έχουν να θρέψουν και μη εργαζόμενους (όπως συνταξιούχους -θα έπρεπε να συνυπολογιστούν και τα παιδιά, αλλά αυτό δεν βολεύει, για την καμπάνια εννοείται, και εμείς εδώ έχουμε απλώς τα στοιχεία που μας δίνουν). Τί συμβαίνει εδώ, λοιπόν, με αυτόν το «Λόγο πραγματικής οικονομικής εξάρτησης»; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, αντίστροφα από πριν, εδώ η Μεγάλη Βρετανία καταφέρνει να έχει την πρωτιά της «επιδείνωσης» στην Ευρώπη: κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες προβλέπεται να επιδεινωθεί η κατάστασή της (δηλαδή ακριβώς τα «βάρη» του ενεργού πληθυσμού), αριθμός που μπορεί να συγκριθεί με τις, «μόνο», 15 μονάδες επιδείνωσης στην Ευρώπη ολόκληρη.
Το κακό, όμως, ποιο είναι ξαφνικά; Ότι, ναι μεν βολεύτηκε η Αγγλία (για μια δική της καμπάνια τρομοκράτησης του πληθυσμού για τις συντάξεις), όμως ξεβολεύτηκε η… Ελλάδα. Γιατί τώρα η τελευταία αποκτάει, στον ίδιο δείκτη, το αντίστροφο ρεκόρ: είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη για την οποία δεν προβλέπεται καμία απολύτως «επιδείνωση» (0 ή αριθμητικά: μηδέν) στα επόμενα 50 χρόνια, στο «πραγματικό οικονομικό βάρος» που θα επωμιστούν οι εργαζόμενοι για να θρέψουν όσους δεν θα δουλεύουν πλέον (και αν βάζαμε και τα παιδιά, θα κινδυνεύαμε να είχαμε και «βελτίωση»!). Είναι, έτσι, ένα στοιχείο που, κατανοητά, πρέπει να θαφτεί (και για αυτό θάφτηκε): αντιβαίνει ευθέως (και με «επίσημη στατιστική») την «προφανή» ιδέα για το πόσα βάρη αναμένεται να έχουν οι εργαζόμενοι από τη «γήρανση του πληθυσμού», πόσο θα «τιναχτούν τα ταμεία στον αέρα εξαιτίας της», κλπ., κλπ., και, βέβαια, και το ζουμί, ότι δηλαδή χρειάζονται περικοπές.
Δεν χρειάζεται να πολυ-ταλαιπωρήσουμε τους αναγνώστες με τις λεπτομέρειες της κατανόησης του πώς μπορεί όλα αυτά τα στοιχεία, τα καταρχήν τόσο αντιφατικά, να ισχύουν ταυτοχρόνως. Αλλά δεν χρειάζεται καθόλου να υποθέσουμε πως είναι απλώς κατασκευασμένα. Για παράδειγμα, σε μια υποσημείωση μαθαίνει κανείς πώς τα καταφέρνει η Μεγάλη Βρετανία με το 5% του ΑΕΠ της για συντάξεις ή το γιατί αναμένεται να γνωρίσει «βελτίωση» στη συνταξιοδοτική της δαπάνη: απλώς στις μετρήσεις δεν συνυπολογίζονται οι συντάξεις που περνάνε από ιδιωτικά ταμεία και κυκλώματα (εκ, νέο-φιλελεύθερου, ορισμού, ως γνωστόν, ιδιωτικά «ελλείμματα» δεν υπάρχουν…). Ή, για την Ελλάδα, πώς γίνεται και, με μηδενική αναμενόμενη «επιδείνωση» του οικονομικού «βάρους» των μη-εργαζόμενων, η δαπάνη για συντάξεις μπορεί να εκτιναχτεί τόσο πολύ: πάλι σε μια υποσημείωση, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε ότι, εξ υποθέσεως (ό,τι θέλουν υποθέτουν, άλλωστε) ο «λόγος ωφέλειας» [=μέση σύνταξη σε ποσοστό του ΑΕΠ ανά εργαζόμενο] είναι «αυξανόμενος», γιατί -ό,τι και να λένε ακόμα και οι μετρήσεις του ΟΟΣΑ και ό,τι και να «νομίζουν» (στο πετσί τους…) οι ίδιοι οι συνταξιούχοι- «στην Ελλάδα οι συντάξεις αυξάνονται ετησίως όσο ο πληθωρισμός συν 1%» (δεν χρειάζονται σχόλια!): αυτό είναι που «δήλωσε» η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις υπηρεσίες της κοινότητας, γιατί αυτό βόλευε την καμπάνια τρομοκράτησης του ελληνικού πληθυσμού.
Και μια και είμαστε εδώ, μπορούμε να προσθέσουμε άλλον έναν υπολογισμό. Οι προβλέψεις της Κοινότητας (στην πραγματικότητα, με βάση τις «δηλώσεις» των εθνικών υπηρεσιών) είναι, για την Ελλάδα, μια μέση αύξηση της παραγωγικότητας, στην 50-ετία, κατά 2% ετησίως και το ίδιο και η αύξηση του ΑΕΠ. Δεν χρειάζεται να μπούμε στην αξιοπιστία αυτών των προβλέψεων (που, πάντως, λένε αρκετά πράγματα για την αυτογνωσία της καπιταλιστικής αισιοδοξίας). Απλώς, οι προβλέψεις αυτές σημαίνουν ότι, σε 50 χρόνια, το προϊόν της Ελλάδας θα έχει ακριβώς διπλασιαστεί, ενώ ο πληθυσμός της θα είναι ο ίδιος (ή και λίγο λιγότερος). Οι θιασώτες των «προβλημάτων» της «γήρανσης» θα έπρεπε να μας εξηγήσουν γιατί, τότε, αυτό το διπλασιασμένο προϊόν δεν θα αρκεί για να θρέψει τους κατοίκους, αλλά θα πρέπει, επιπρόσθετα, αυτοί (συνταξιούχοι και μη) να κάνουν (και μάλιστα ήδη από τώρα!) και άλλες «θυσίες»; Ή θα έπρεπε μάλλον να μας εξηγήσουν (καθώς κενό δεν μπορεί να υπάρξει!) πού θα πάει αυτό το πρόσθετο προϊόν που, έτσι, θα «απελευθερωθεί» από τους μισθούς και τις συντάξεις (καθώς αυτοί, αν δεν μειώνονται -«θυσίες»- πάντως δεν θα αυξάνουν με τους ίδιους ρυθμούς -οι «μεταρρυθμίσεις» τους το φροντίζουν!); Είναι άραγε καταχρηστικό, ή έστω απλώς «αντιπολιτευτικό», να ονομαστεί η πολιτική αυτή με το όνομα (ταξική ή καπιταλιστική) που της πρέπει;
[…] Η ασφαλιστική επίθεση συνεχίζεται […]