Για τις οικονομικές αναλύσεις του Σεραφείμ Μάξιμου

Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002


Θεωρία: Σεραφείμ Μάξιμος

Η ιδιαιτερότητα των απόψεων του Σεραφείμ Μάξιμου σχετικά με το χαρακτήρα και την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού

του Δημήτρη Α. Κατσορίδα

1. «Μερικά προβλήματα από την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα»

Η ροπή του Σεραφείμ Μάξιμου προς την επιστημονική διερεύνηση του χαρακτήρα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού ήταν ένα από τα θέματα που τον απασχόλησαν από τα πρώτα χρόνια της πολιτικής και συγγραφικής του δραστηριότητας.

Καρπός αυτών των ερευνών είναι η δημοσίευση τριών βασικών έργων του σχετικών μ’ αυτό το ζήτημα: Το πρώτο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1 και 2 του περιοδικού «Σπάρτακος», το 1928, με τη μορφή άρθρου και με τίτλο «Μερικά προβλήματα από την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα». Το δεύτερο και το τρίτο έργο του, τα οποία τα συνέγραψε κατά την παραμονή του στη Γαλλία, την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπου σπούδασε στη σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου των Παρισίων, ήταν «Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα», το οποίο εκδόθηκε το 1940 και η «Αυγή του ελληνικού καπιταλισμού», που εκδόθηκε το 1945. Και στα δύο βιβλία, εκτός από μια μικρή θεωρητική ανάλυση, περιλαμβάνει τα επίσημα έγγραφα από τα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας με παρατηρήσεις για την οικονομία της περιόδου της τουρκοκρατίας.

Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε την άποψή του για τον ελληνικό καπιταλισμό, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις προαναφερθείσες μελέτες του.

Καταρχάς, στο πρώτο πολύ συνοπτικό άρθρο του στον «Σπάρτακο», με τίτλο «Μερικά προβλήματα από την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα», ο Μάξιμος καταπιάνεται με δύο βασικά ζητήματα: το πρώτο αφορά το χαρακτήρα της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με τις αιτίες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, που, κατά τη γνώμη του, είναι η υποτίμηση του νομίσματος, η προσάρτηση νέων εδαφών και η μαζική εισροή φτηνών εργατικών χεριών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Σχετικά με το πρώτο ζήτημα γράφει ο Μάξιμος τα εξής: «Η χώρα μας είναι εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο. Γνωστό, πολύ γνωστό μάλιστα. Λέγεται και άδεται σχεδόν κάθε μέρα. Μα εκείνο που δεν είναι και τόσο γνωστό είναι μέχρι ποίου σημείου φτάνει η εξάρτηση αυτή και ποια κατεύθυνση τραβά. Ο Καναδάς ήτανε μια χώρα όχι απλώς εξαρτημένη, αλλά αποικία σωστή της Αγγλίας. Και όμως μέσα στα 100 αυτά χρόνια ο Καναδάς ανέπτυξε μια τέτοια βιομηχανία, ώστε να μπορούμε να πούμε σήμερα και με μεγάλη ασφάλεια πως τυπικά μόνο συνδέεται με την μητρόπολη (Αγγλία). Η αποικία Καναδάς είναι λιγώτερο εξαρτημένη από το Λονδίνο απ’ ότι η «ελεύθερη αστική Ελλάδα»».

Η εν λόγω προσέγγιση του Μάξιμου δεν σημαίνει ότι κατατάσσει τον ελληνικό καπιταλισμό στην κατηγορία των αποικιακών ή μισοαποικιακών χωρών με ανολοκλήρωτη την αστική επανάσταση. Αντιθέτως, ο Μάξιμος φαίνεται ότι χρησιμοποιεί τον όρο «εξάρτηση», προσδίδοντάς του μια δυναμική και όχι μια στατική έννοια. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που αναγνωρίζει ως «εξάρτηση» του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι τίποτε άλλο από το γεγονός ότι αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν διαφορετικά-άνισα επίπεδα ανάπτυξης, μεταξύ, όμως, αναπτυγμένων καπιταλιστικών σχηματισμών. Γι’ αυτό εξάλλου θέτει το ερώτημα «…μέχρι ποίου σημείου φτάνει η εξάρτηση αυτή και ποια κατεύθυνση τραβά», αναφέροντας ταυτόχρονα το παράδειγμα του Καναδά.

Με βάση τα παραπάνω και έχοντας κατά νου την ανάλυση του Λένιν, στο έργο του «Ο Ιμπεριαλισμός…», ότι το καπιταλιστικό σύστημα αναπτύσσεται ανισόμετρα, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών υπάρχουν κοινωνικοί σχηματισμοί με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, «οι λιγότερο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες» (Γ. Μηλιός, 1988, σελ.142-144), έναντι κοινωνικών σχηματισμών με υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρόκειται για κοινωνικούς σχηματισμούς που συγκροτούνται υπό την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου.

Αυτό ιδιαίτερα φαίνεται στο δεύτερο ζήτημα που θέτει ο Μάξιμος και αφορά την ταχύρυθμη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού από το 1880 κι εξής. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο μέρος του άρθρου του στον «Σπάρτακο» (αριθ. 1, Γενάρης 1928, σελ. 11-12): «Η υποτίμηση του νομίσματος, η σχετική αύξηση του πληθυσμού (προσάρτηση της Θεσσαλίας), η ανάπτυξη της συγκοινωνίας, δίνουνε μια νέα ώθηση στη βιομηχανία και χαρακτηρίζουνε πολύ σωστά την περίοδο αυτή ως την πρώτη περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης… Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ευνοϊκότερη περίοδος ανάπτυξης της μικρής ελληνικής βιομηχανίας είναι η μεταξύ 1880-1900…

Μόνο οι Βαλκανικοί πόλεμοι δώσανε `νέα ώθηση’ στην ελληνική βιομηχανία. Η `απελευθέρωση των εδαφών’, συνώνυμη με το άνοιγμα καινούργιων αγορών, επιτρέψανε μια νέα ανάπτυξη που έφτασε στο ανώτερό της όριο στον αποκλεισμό του 1916. Από τότε η μικρή ελληνική βιομηχανία έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Η περίοδος της νέας οικονομικής κρίσης και το καταστρεφτικό τέλος του πολέμου της Μικρασίας με την προσφυγοποίηση 1 εκατομμυρίου ελληνικού πληθυσμού δημιουργήσανε μια ασύγκριτα ανώτερη από τις προηγούμενες εποχές ανάπτυξη σε σημείο που ωρισμένοι κλάδοι της βιομηχανίας να εκτοπίζουνε από την αγορά προϊόντα αντίστοιχου κλάδου ξένης βιομηχανίας.

Πρέπει ιδιαίτερα να σταματήσουμε στο σημείο αυτό. Όσο και αν η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα είναι μια ολόκληρη εποχή, μέσα στην οποία ξεχωρίζει η από του 1880-1900 περίοδος είναι εν τούτοις γεγονός ότι μόνο ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή έχουμε στην Ελλάδα σύγχρονη βιομηχανία και ανάπτυξη γενική καπιταλιστικών σχέσεων».

Από την παραπάνω προσέγγιση φαίνεται ότι ο Μάξιμος κατανοεί με σαφήνεια το γεγονός πως στην Ελλάδα έχουν επικρατήσει πλήρως οι καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και άρα ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν ανήκει στις αποικιακές χώρες.

2. Ο αστικός χαρακτήρας της επανάστασης του 1821

Δέκα χρόνια, περίπου, αργότερα εμβαθύνοντας στις προαναφερθείσες αναλύσεις θα μπορέσει να παρουσιάσει με πιο ολοκληρωμένο τρόπο τη μελέτη του για το χαρακτήρα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, με τη συγγραφή των δύο βιβλίων του.

Επεξεργαζόμενος τα στοιχεία από τα Γαλλικά Εθνικά Αρχεία που σχετίζονται με το εμπόριο των περιοχών της Ελλάδας που βρίσκονταν κάτω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα ανακαλύψει ότι η νέα εθνότητα διαμορφώθηκε «…πριν απ’ όλα στο πεδίο της οικονομίας» και ότι «…πριν ακόμα υψωθή η σημαία της ανεξαρτησίας το ελληνικό στοιχείο είχε κατακτήσει την υπεροχή στο εμπόριο και τις μεταφορές, σαν στοιχείο με ιδιαίτερο εθνικό χαρακτήρα, με ιδιαίτερη οντότητα και κατείχε θέσεις δεσπόζουσες από τη μιαν άκρη της Μεσογείου, ως την έτερη, από τα βόρεια της Βαλκανικής, ως τα νότια νησιωτικά της συμπλέγματα».

Οι εξελίξεις αυτές που περιγράφει ο Μάξιμος συνέπεσαν με την επικράτηση των αρχών του ελεύθερου εμπορίου και την ανάπτυξη της βιομηχανίας στις πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Αγγλίας, με αποτέλεσμα να επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία αποτελούσε όχι μόνο πέρασμα προς τις αγορές της Ασίας, αλλά και μια τεράστια αγορά για τη διακίνηση των εμπορευμάτων. Η εξάπλωση, συνεπώς, του εμπορίου στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας άφηνε ελεύθερο πεδίο για να αναπτυχθεί το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο και η ναυτιλία. «Η βαθμιαία εισχώρηση των στοιχείων αυτών στον όλο μηχανισμό του εξωτερικού εμπορίου και η τελική εκτόπιση των ξένων, είναι το χαρακτηριστικότερο γεγονός του δεκάτου ογδόου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα».

Έτσι, προς το τέλος του 18ου αιώνα, «…το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο έπαιρνε μια ξεχωριστή θέση σ’ όλες τις μεγάλες αγορές της Ανατολής και τις συνέδεε με τη λοιπή Μεσόγειο και την Ευρώπη.

Η εξάπλωση αυτή είναι ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα φαινόμενα στη σύγχρονη ιστορία της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Έλληνες κρατούσανε υπό τον έλεγχό τους το αυστριακό εμπόριο με την Ανατολή, μέσω μιας ισχυρής παροικίας στην Τεργέστη. Είχανε βαρύνουσες θέσεις στην αγορά του Λιβόρνο, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη διαμετακομιστική αποθήκη, αγγλικών, κυρίως, εμπορευμάτων, για την ανατολική Μεσόγειο. Σπάγανε το γαλλικό εμπορικό μονοπώλιο και ιδρύανε σπίτια στη Μασσαλία, παίρνανε μια ξεχωριστή θέση στο ολλανδικό εμπόριο με την Ανατολή και κατά το 1784 ήτανε σε θέση να παρουσιάσουν, μέσα σε μια συνολική κίνηση του λιμανιού της Αλεξανδρείας από 500 πλοία, 150 τουλάχιστον ελληνικά με σημαίες διάφορες, απέναντι σε 190 γαλλικά, αγγλικά, βενετσιάνικα, ολλανδικά, ρωσικά και ραγουζέϊκα μαζί».

Η εκτόπιση, όμως, των ξένων στοιχείων από τις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξαιτίας των δραστηριοτήτων του ελληνικού κεφαλαίου, ανάγκασε τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, προκειμένου να διακινήσουν τα εμπορεύματά τους, να προσεταιριστούν τη δυναμικά αναπτυσσόμενη ελληνική αστική τάξη. «Ο ευρωπαϊκός οικονομικός κύκλος που περιέβαλλε τις αγορές και προστατευότανε από τον κατακτητή, με άμεσο αποτέλεσμα τα μεγάλα αποικιακά κέρδη, έσπασε μέσα στην ίδια του τη δράση, επειδή κάθε μια από τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ζητούσε μεγαλύτερη θέση για τα δικά της εμπορεύματα, εις βάρος της άλλης. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το επιτύχη, χωρίς να προσεταιρισθή το τοπικό ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, χωρίς δηλαδή να εκχωρήση σ’ αυτό ένα ποσοστό, ολοένα και πιο μεγαλύτερο, από τα συναποκομιζόμενα κέρδη. Ο ρόλος του ελληνικού αυτού κεφαλαίου, χαράζεται από τα πράγματα σαν ρόλος ενδιάμεσος. Και τέτοιος παρέμενε και μετά την ανεξαρτησία. Όμως ήτανε από τους ενδιάμεσους εκείνους ρόλους, χωρίς τους οποίους δε θα μπορούσε να κατανοηθή η εμπορική δράση που έγινε όχι μονάχα στη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολή».

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο αναπτυσσόμενος ελληνικός αστισμός, αξιοποιώντας υπέρ του τον οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ Άγγλων και Γάλλων στην περιοχή, κατόρθωσε να αναπτύξει τη δική του εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα επειδή, όπως λέει ο Μάξιμος, «…οι συναγωνισταί επιχειρούσαν, ο καθένας για λογαριασμό του, να επιτύχουν την αναγκαία συνεργασία του, έτοιμοι προς τούτο να δεχθούν ένα λογικώτερο καταμερισμό κερδών, δηλαδή έτοιμοι να παραχωρήσουν ένα μεγαλείτερο ποσοστό κέρδους στο ελληνικό εμπορικό στοιχείο», τέτοιο που να επιτρέπει μια σχετικά γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των Ελλήνων εμπόρων. «Το εμπόριο αυτό, πότε εν συνεργασία με τον έναν από τους ανταγωνιστάς, πότε σε αντίθεσι και πότε σε μια ανεξάρτητη δράσι, έφθανε βαθμιαία σε ένα τέτοιο σημείο ακμής, που είχε πια την δυνατότητα να ενδιαφερθή και για επιχειρήσεις θαλασσίας μεταφοράς, να χρηματοδοτήση τη ναυπήγησι ή την αγορά σκαφών, ικανών να ανταγωνισθούν τα αντίστοιχα ξένα, να αναμιχθή δηλαδή σε επιχειρήσεις ναυτιλιακές, από τις οποίες θα απεκόμιζε κέρδη».

Από τα προαναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι η ανάπτυξη του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου προήλθε, πρωτίστως, από την ισχυροποίηση του εμπορικού κεφαλαίου στις εσωτερικές αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός που το βοήθησε κατόπιν «…να επιχειρήση να επεκταθή έξω από τα τοπικά του πλαίσια και να διεκδικήση από τους ξένους ανταγωνιστάς το εξωτερικό εμπόριο των περιοχών».

Όμως, δεν ήταν, μόνο αυτοί οι λόγοι που το ώθησαν να τοποθετήσει αρκετά από τα κεφάλαιά του στις «επιχειρήσεις θαλασσίας μεταφοράς» ή αλλιώς στη «βιομηχανία μεταφορών», όπως την ονομάζει ο Μαρξ, αλλά επειδή κατανόησε πολύ γρήγορα την ανάγκη «…και την σπουδαιότητα ενός δικού του, εθνικού δηλαδή, εμπορικού στόλου», σύμφωνα με την διατύπωση του Μάξιμου (η υπογράμμιση δική μου. Δ.Κ.).

Στηριζόμενοι, λοιπόν, στις παραπάνω παρατηρήσεις, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση του 1821 ήταν μια αστική επανάσταση, αποτέλεσμα της ανάπτυξης του εμπορίου και της ναυτιλίας, τα οποία κυριαρχούντο από το ελληνικό στοιχείο. Έτσι, το ανερχόμενο εμπορικό, εφοπλιστικό και μανιφακτούρικο κεφάλαιο θα αποτελέσουν την ηγεσία της επανάστασης, θα ηγεμονεύσουν στο πολιτικό επίπεδο στο εσωτερικό του νεοελληνικού σχηματισμού και θα αποτελέσουν τις κυρίαρχες μερίδες του αστισμού.

Κατά συνέπεια, είναι η διαμόρφωση των αστικών σχέσεων παραγωγής στον ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 18ου αιώνα, που αποτέλεσε την υλική βάση και συνέβαλε στη συγκρότηση και διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης και άρα στην ωρίμανση του αιτήματος δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μέσω του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης. Όπως, πολύ εύστοχα, παρατηρεί ο Μάξιμος «Η ενοποίηση των ελληνικών αγορών και η ανάπτυξή τους, ένα από τα μεγάλα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αυτής εξάπλωσης, η κατίσχυση μέσα σ’ αυτές του ελληνικού εμπορικού κεφαλαίου, κατέστησε έκδηλη την ανάγκη να αποτιναχθή ο κατακτητικός ζυγός, που ήτανε σταθερό εμπόδιο στην οικονομική πρόοδο, όχι μόνο γιατί αποτελούσε ένα καταπιεστικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα, μα και γιατί ο κατακτητής είχε στα χέρια του τη μεγαλύτερη έγγειο ιδιοκτησία και ένα ακράτητο φορολογικό βάρος».

3. Ο αντιεπιστημονικός χαρακτήρας των θεωριών της εξάρτησης

Η σχετική καθυστέρηση του βιομηχανικού κεφαλαίου, η οποία αντισταθμίζεται την εποχή αυτή από την ανάπτυξη του εμπορικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου που για μια ακόμη φορά θα λειτουργήσει ως προϋπόθεση για το πέρασμα στον `’βιομηχανικό καπιταλισμό», θα επιτρέψει σε όλους τους αριστερούς ιδεολόγους της καπιταλιστικής ανάπτυξης να ανακαλύψουν τις ρίζες της ελληνικής κακοδαιμονίας στον `’μεταπρατικό» υποτίθεται χαρακτήρα του ελληνικού κεφαλαίου, στον `’μη παραγωγικό» προσανατολισμό της αστικής τάξης και στον `’εξαρτημένο» χαρακτήρα της (Μηλιός, 1988). Θα καταλήξουν δε στο αντιμαρξιστικό συμπέρασμα ότι το εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο και γενικά το κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον τομέα των λεγόμενων υπηρεσιών λειτουργούν «η παραγωγικά».

Όμως, η αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τομέα δεν συνεπάγεται αυτόματα και μείωση της παραγωγικής εργασίας. Η σφαίρα της κυκλοφορίας των αγαθών αποτελεί, κατά κανόνα, παραγωγική εργασία. Γιατί, το κεφάλαιο που αναπτύσσεται σ’ αυτές τις δραστηριότητες, στηρίζεται στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας των μισθωτών εμποροϋπαλλήλων, αποθηκαρίων, εργατών μεταφοράς, ναυτεργατών κτλ. σ’ αυτό και λειτουργεί, έτσι, ως παραγωγικό κεφάλαιο, δηλαδή ως κεφάλαιο που παράγει υπεραξία.

Σχετικά μ’ αυτό, δηλαδή ότι η εργασία που αγοράζεται από το εμπορικό κεφάλαιο είναι άμεσα παραγωγική για το κεφάλαιο αυτό, ο Μαρξ γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «Για το βιομηχανικό κεφάλαιο τα έξοδα κυκλοφορίας εμφανίζονται σαν μη παραγωγικά έξοδα, και είναι τέτοια. Για τον έμπορο εμφανίζονται σαν πηγή του κέρδους του, που -παίρνοντας υπόψη το γενικό ποσοστό κέρδους- είναι ανάλογο προς το μέγεθός τους. Γι’ αυτό, η δαπάνη που γίνεται για να καλυφθούν αυτά τα έξοδα κυκλοφορίας αποτελεί για το εμπορικό κεφάλαιο παραγωγική τοποθέτηση. Επομένως, η εμπορική εργασία, που αγοράζεται από το εμπορικό κεφάλαιο, είναι για το κεφάλαιο αυτό άμεσα παραγωγική» (Το Κεφάλαιο, τρίτος τόμος, σελ.382. Οι υπογραμμίσεις δικές μου, Δ.Κ.).

Ο Κ. Μαρξ ήταν κατηγορηματικός σ’ αυτά τα ζητήματα, γι’ αυτό υποστήριζε ότι η εργασία είναι παραγωγική όταν δημιουργεί άμεσα υπεραξία, όταν αξιοποιεί το κεφάλαιο. Από την άποψη της διαδικασίας εργασίας, δηλαδή της διαδικασίας παραγωγής αξιών χρήσης, κάθε εργασία που παράγει αξίες χρήσης (υλικά ή υπηρεσίες), δηλαδή εμπορεύματα των οποίων η ανταλλακτική αξία περιέχει κέρδος, είναι παραγωγική εργασία.

Όσον αφορά τον κλάδο των μεταφορών, θα πρέπει να τον δούμε ως ένα βιομηχανικό κλάδο για τους εξής δύο λόγους: Πρώτον, διότι αποτελεί «…έναν αυτοτελή κλάδο παραγωγής, επομένως και μια ιδιαίτερη σφαίρα τοποθέτησης του παραγωγικού κεφαλαίου» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, σελ. 53 και 149), και δεύτερον, επειδή παράγει και πουλάει μετακίνηση.

Κατά συνέπεια, η διαφορά που υπάρχει μεταξύ της βιομηχανίας που παράγει υλικά προϊόντα και της βιομηχανίας μεταφορών είναι ότι στην πρώτη το παραγόμενο προϊόν πρώτα βγαίνει έτοιμο από τη διαδικασία παραγωγής και κατόπιν μπαίνει στην αγορά ως εμπόρευμα έτοιμο να καταναλωθεί. Ουσιαστικά, εδώ, η παραγωγή και η κατανάλωση ενός προϊόντος εμφανίζονται σαν δύο πράξεις χωρισμένες, χρονικά και τοπικά, η μία από την άλλη. Αντίθετα, στη βιομηχανία μεταφορών, η οποία δεν παράγει καινούρια προϊόντα, αλλά μεταφέρει ανθρώπους ή εμπορεύματα, αυτές οι δύο πράξεις (παραγωγή και κατανάλωση) συγχωνεύονται. Έτσι, οι υπηρεσίες που προσφέρει το πλοίο, το αεροπλάνο, οι οδικές μεταφορές ή ο σιδηρόδρομος, δηλαδή τη μετακίνηση, η οποία στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί τη διαδικασία παραγωγής αυτού του κλάδου, καταναλώνονται την ίδια στιγμή που παράγονται.

Βασικά, «Εκείνο όμως που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση. Το επιτευγμένο ωφέλιμο αποτέλεσμα συνδέεται αδιάσπαστα με το προτσές της μεταφοράς, δηλ. με το προτσές παραγωγής της βιομηχανίας μεταφορών. Άνθρωποι και εμπορεύματα ταξιδεύουν με το μεταφορικό μέσο, και το ταξίδι του, η μετατόπισή του αποτελεί ακριβώς το προτσές παραγωγής, το οποίο αποτελεί το μέσο μεταφοράς. Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής· το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές, που μόνο ύστερα από την παραγωγή του λειτουργεί σαν είδος του εμπορίου και κυκλοφορεί σαν εμπόρευμα. Η ανταλλαχτική όμως αξία αυτού του ωφέλιμου αποτελέσματος καθορίζεται, όπως και η ανταλλαχτική αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, από την αξία των στοιχείων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί σ’ αυτό (εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής) συν την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από την υπερεργασία των εργατών που εργάζονται στη βιομηχανία μεταφορών. Επίσης και από την άποψη της κατανάλωσής του το ωφέλιμο αυτό αποτέλεσμα δε διαφέρει καθόλου από τα άλλα εμπορεύματα. Αν καταναλωθεί ατομικά, η αξία του εξαφανίζεται με την κατανάλωση· αν καταναλωθεί παραγωγικά, έτσι που κι αυτό το ίδιο το ωφέλιμο αποτέλεσμα ν’ αποτελεί ένα στάδιο παραγωγής του μεταφερόμενου εμπορεύματος, η αξία του μεταβιβάζεται σαν πρόσθετη αξία στο ίδιο το εμπόρευμα» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, σελ. 52-54).

Έχοντας, λοιπόν, αυτά κατά νου τότε θα πρέπει να εντάξουμε τον κλάδο των μεταφορών στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας και όχι στον τομέα των υπηρεσιών (τριτογενής τομέα), όπως κάνουν οι στατιστικές του αστικού κράτους.

Ο ισχυρισμός, λοιπόν, ότι το κεφάλαιο που σχηματίζεται στον τριτογενή τομέα της οικονομίας λειτουργεί ως «μη παραγωγικό» ή «παρασιτικό», έρχεται να υπηρετήσει τη βασική θέση ενός σημαντικού τμήματος της Αριστεράς, που αποδέχεται τη θεωρία της εξάρτησης, το οποίο διανθίζει τον ελληνικό καπιταλισμό με διάφορα επίθετα όπως «καθυστερημένος», «κρατικοδίαιτος», «παρασιτικός», «στρεβλός», «υποανάπτυκτος», «υποδεέστερος» κτλ., υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως η ελληνική αστική τάξη είναι «μεταπρατική», ότι δηλαδή δεν έχει ολοκληρώσει τον αστικό της χαρακτήρα και γι’ αυτό, υποτίθεται, δεν μπορεί να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική βάση απέναντι στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι υπάρχει ζήτημα «εθνικής ανεξαρτησίας» και πως σ’ αυτή την πάλη για «ανεξαρτησία» θα μπορούσε να συμβάλει και μια μερίδα της εθνικής αστικής τάξης, η λεγόμενη «μη μονοπωλιακή», στο πλαίσιο ενός «αντιμονοπωλιακού-αντιιμπεριαλιστικού μετώπου».

Με αυτό, λοιπόν, το θεωρητικό σχήμα ανέλαβε η ελληνική Αριστερά να ερμηνεύσει την εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού. Αντί, ν’ αναλύει την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, δηλαδή ως αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η Αριστερά περιορίστηκε ν’ αναλάβει το ρόλο εθνικής δύναμης, θέτοντας σαν βασικό στόχο της την αποτίναξη της `’εξάρτησης», η οποία ήταν και προϋπόθεση για την οποιαδήποτε αλλαγή.

Αντίθετα, ο Μάξιμος στα έργα του αντιμετώπισε τη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους με όρους ιστορικούς. Αυτό σημαίνει, όπως λέει ο Σ. Ασδραχάς (2001), ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα «Δεν ασκεί προδοτικούς ρόλους, ασκεί ιστορικούς ρόλους. Αυτό είναι το πολιτικό μάθημα του Μάξιμου ως προς τις προϋποθέσεις, τις απαρχές του ελληνικού καπιταλισμού…».

Στηριζόμενοι σε όλα τα παραπάνω οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω απόψεις του Μάξιμου είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τις μέχρι σήμερα κυρίαρχες αντιλήψεις στους κόλπους της Αριστεράς που θεωρούν την Ελλάδα χώρα «υποδεέστερη», «εξαρτημένη» ή «νεοαποικιακή».

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η θεώρηση της ελληνικής οικονομίας με βάση τις αναλύσεις της σχολής της εξάρτησης, ουσιαστικά αποκρύβει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, ο οποίος προβαίνει σε εξαγωγές κεφαλαίων προς τις χώρες της Ασίας, των Βαλκανίων, καθώς και των αναπτυγμένων χωρών του καπιταλισμού. Όμως, αυτό είναι μια άλλου τύπου ανάλυση.

Δημήτρης Κατσορίδας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αξελός Λ. (1977), «Ο Μάξιμος και τα προβλήματα γέννησης και διαμόρφωσης του ελληνικού καπιταλισμού», Αντί, 9 Ιουνίου, τεύχος 75.

  • Ασδραχάς Σ. (2001), «Ο Σεραφείμ Μάξιμος ως ιστορικός της γενεαλογίας της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας», ΑρχειοΤάξιο, Μάιος, τεύχος 3.

  • Κατσορίδας Δ. (2001), «Σχετικά με τη διάκριση `’παραγωγικής» και `’μη παραγωγικής» εργασίας», Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, Ιανουάριος, τεύχος 21.

  • Λένιν (1981), Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα.

  • Μάξιμος Σ. (1928), «Μερικά προβλήματα από την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα», στην επανέκδοση του «Σπάρτακου» (1982), Γενάρης, Φλεβάρης, τεύχος 1 και 2, εκδόσεις Ουτοπία.

  • Μάξιμος Σ. (1973), Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα.

  • Μάξιμος Σ. (1976), Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατά τον XVIII αιώνα, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα.

  • Μαρξ Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος και τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

  • Μαρξ Κ. (1984), Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος πρώτο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα.

  • Μηλιός Γ. (1988), Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα.

  • Μηλιός Γ. (1989), «Ο Μαρξισμός στο Μεσοπόλεμο και ο Σεραφείμ Μάξιμος», Θέσεις, Ιανουάριος-Μάρτιος, τεύχος 26.


Σπάρτακος 65, Ιούνης 2002

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3028

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s