Απολογισμός και προοπτικές του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης
του Παναγιώτη Σηφογιωργάκη
Την επαύριο της μάχης στην Γένοβα μπορούσαμε να κάνουμε έναν ενθουσιώδη απολογισμό του μεγάλου διεθνούς κινήματος που η «ιδρυτική πράξη» του έλαβε χώρα στο Σηάτλ το Νοέμβριο του 2000 : με το κίνημα αυτό διακηρύχθηκε ξανά σε μια μεγάλη κλίμακα η ιδέα ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» πέρα απ’το υπάρχον κοινωνικό σύστημα. Ένα νέο κύμα πρακτικού διεθνισμού κατάφερε να φέρει κοντά τα κινήματα κοινωνικής αντίστασης απανταχού του κοσμού. Προπάντων μια ολόκληρη, νέα γενιά ριζοσπαστικοποιημένων νέων γαλουχούνταν μέσα σ’αυτή την εμπειρία των συνεχόμενων, μαχητικών διεθνών διαδηλώσεων ενσαρκώνοντας την ελπίδα για το μέλλον των κοινωνικών αγώνων.
Εμείς, οι επαναστάτες\-ριες μαρξιστές\-ριες, προβληματιστήκαμε έντονα για τη «δυσπιστία απέναντι στη πολιτική» που διέκρινε αυτό το νέο ρεύμα ριζοσπαστισμού. Θελήσαμε να αντιμετωπίσουμε ισορροπημένα το πρόβλημα της βίαιης σύγκρουσης, που μετά τη διαδήλωση του Γκέτερμποργκ λίγο έλειψε να διασπάσει το κίνημα [Η θέση μας ήταν η εξής: υπερασπιζόμαστε ακόμη και τις βίαιες εκδηλώσεις του κινήματος απέναντι στην εξουσία· κριτικάρουμε στο εσωτερικό του κινήματος τις μειοψηφικές αντιδημοκρατικές πρακτικές· ζυμώνουμε την ιδέα του παρατεταμένου, πολιτικά οργανωμένου αγώνα ενάντια στην αστική κοινωνία στη θέση της άκαιρης και αναποτελεσματικής σύγκρουσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς]. Είχαμε επισημάνει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα μεταρρυθμιστικά ρεύματα ως πολιορκητικός κριός για την ενσωμάτωση του κινήματος. Εκτιμούσαμε ότι έφθασε ο καιρός να θέσουμε στρατηγικά ζητήματα [«Ως επαναστάτες μαρξιστές θέτουμε στην καρδιά κάθε αληθινής(αντικαπιταλιστικής!) λύσης το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας…», Francois Vercammen]. Όμως η συζήτηση για την προοπτική του κινήματος απέκτησε μια εξολοκλήρου διαφορετική διάσταση μετά το χτύπημα στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης στις 11 του Σεπτέμβρη
Ανασύνταξη του κινήματος μετά την 11η Σεπτέμβρη
Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου σηματοδότησαν την επιδείνωση της παγκόσμιας συγκυρίας. Πολλοί καθεστωτικοί αναλυτές διακηρύσσουν ότι «το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα πρέπει να θεωρείται νεκρό». Οι πρώτες σοβαρές συνέπειες διαφαίνονται στις ίδιες τις ΗΠΑ. Η μεταστροφή της κοινωνίας υπέρ της πολιτικής Μπους παραλύει προσωρινά τις κινητοποιήσεις ενάντια στους υπερεθνικούς θεσμούς (όπως στις 27-29 Σεπτέμβρη στην Ουάσιγκτον). Το «αντιπολεμικό μπλοκ» είναι αισθητά συρρικνωμένο σε σχέση με το αντιπαγκοσμιοποιητικό (π.χ τα επίσημα συνδικάτα συντάσσονται με την κυβέρνηση Μπους).
Ωστόσο στην Εύρωπη η τάση είναι διαφορετική. Το κύριο σώμα που συμμετείχε στις διαδηλώσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση υιοθετεί αντιπολεμική στάση. Σε μερικές χώρες οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις είναι σημαντικές (π.χ. Ιταλία, Αγγλία κ.α). Παρολαυτά σε μερικές περιπτώσεις προβάλλεται η ανάγκη να διαφοροποιηθεί το «αντιπαγκοσμιοποιητικό» από το «αντιπολεμικό»
Ρεύματα όπως το ATTAC διστάζουν να τοποθετηθούν με σαφήνεια απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Στις Βρυξέλλες το Δεκέμβριο εμφανίζεται μια οργανωτική διάσπαση στις κινητοποιήσεις ενάντια στη συνδιάσκεψη κορυφής της Ε.Ε. Η μεγαλύτερη διαδήλωση, εκείνη των ευρωπαϊκών συνδικάτων, δεν έχει αντιπολεμικό χαρακτήρα.
Τελικά η διοργάνωση του δεύτερου Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλλέγκρε (31 Ιανουαρίου-5 Φεβρουαρίου) και έπειτα οι εντυπωσιακές κινητοποιήσεις ενάντια στη συνδιάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ε.Ε.στη Βαρκελώνη ήταν τα καταλυτικά γεγονότα που οδήγησαν το κίνημα στην ανασύνταξή του.
Όλες οι αναφορές από το Πόρτο Αλλέγκρε συμφωνούν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων εμφορούνταν από στάση εχθρική προς την «αντιτρομοκρατική σταυροφορία» των ΗΠΑ.
Η διακήρυξη που υπογράφηκε από τον κορμό των τάσεων του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος πρόβαλε μια σαφή αντιπολεμική θέση.
Από την άλλη, στη Βαρκελώνη η τεράστια διαδήλωση των 500.000 έγινε με κεντρικό σύνθημα «ενάντια στην Ευρώπη του κεφαλαίου και του πολέμου»!
Τέλος οι πρόσφατες εντυπωσιακές κινητοποιήσεις στην Ουάσιγκτον και το Σαν Φραντσίσκο (75.000 και 35.000 διαδηλωτές\-τριες αντίστοιχα) στις 23 Απριλίου, που έθεσαν στο στόχαστρό τους το λεγόμενο «Πατριωτικό Νόμο», (που παραχωρεί με πρόφαση τον αντιτρομοκρατικό αγώνα στην κυβέρνηση Μπους έκτατες αρμοδιότητες αντίθετες σε βασικά δημοκρατικά δικαιωματα), ολοκληρώνουν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον «κύκλο» ανασυγκρότησης του κινήματος, ακόμη και μέσα στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όπως έγινε αντιληπτό, για την ανάλυση μας η ικανότητα του κινήματος μέσα στην νέα παγκόσμια συγκυρία να αποτελέσει φορέα μαζικής διαμαρτυρίας κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι απόδειξη ότι το κίνημα διατηρεί την ορμή του, ότι εξασφαλίζεται η προοπτική του χωρίς να «ξεδοντιάζεται» η ριζοσπαστικότητά του.
Η ελληνική συμμετοχή στο αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα
Η μεγάλη ελληνική κινητοποίηση για τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα τον περασμένο Ιούλη δεν ήταν ένα γεγονός χωρίς συνέπειες. Ο αντίκτυπος στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας των γεγονότων της Γένοβα δεν άφησε ανεπηρέαστη καμμιά πολιτική δύναμη της αριστεράς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυνάμεις που πρωταγωνίστησαν στην ελληνική αποστολή στη Γένοβα αναγκάστηκαν όχι μόνο να «μονιμοποιήσουν» τη δράση τους, αλλά και να αναγορεύσουν το διεθνές κίνημα σε κατεξοχήν πεδίο παρέμβασής τους.
Έτσι,λοιπόν, τα σχήματα «Γένοβα 2001» και «Διεθής Δράση» έχουν γίνει τα «κύρια όργανα» για την πολιτική δουλειά των οργανώσεων που τα έχουν συγκροτήσει. Από την άλλη, οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, που είχαν ολιγωρήσει μέχρι πρότινος, στράφηκαν πλέον στο σχηματισμό δικών τους μορφών παρέμβασης στο διεθνές κίνημα (π.χ ΔΡΑΣΕ).
Όλες οι οργανώσεις δίκαια ή άδικα διεκδικούν να μοιραστούν τα κέρδη από την απήχηση του κινήματος και στην Ελλάδα, αν και σημαντικές προϋποθέσεις, όπως κατά κύριο λόγο τα κινηματικά δίκτυα βάσης, συνεχίζουν να λείπουν.
Παρολαυτά η ελληνική συμμετοχή σε διαδηλώσεις, όπως στις Βρυξέλλες ή στη Βαρκελώνη, υπήρξε αμελητέα χωρίς να ευθύνονται πάντα η γεωγραφική απόσταση ή το οικονομικό κοστος. Η «πολιτική βαρύτητα» που προσδόθηκε σ’αυτά τα οργανωμένα σχήματα μείωσε παραδόξως την κινητοποίηση για την πλατύτερη προπαγάνδιση αυτών των διαδηλώσεων στην ελληνική κοινωνία. Αυτό φαίνεται σοβαρότερα στη μηδενική προετοιμασία για τις διεθνείς κινητοποίησεις στη Σεβίλλη στις 18-22 Ιουνίου, ένα στόχο που υποτίθεται πως έπρεπε να αναδειχτεί από όλα τα σχήματα..
Τα συνδυασμένα, βαριά καθήκοντα της προετοιμασίας ενός εκτεταμένου προγράμματος κινητοποιήσεων στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε το 2002 και της ίδρυσης ενός ελληνικού κοινωνικού φόρουμ στα πλαίσια του ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ θέτουν όλα τα σχήματα μπροστά στο μέτρο των ευθυνών τους.
Προς το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ
Αποτέλεσμα των διεργασιών του Παγκοσμίου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλλέγκρε ήταν το κάλεσμα για τη δημιουργία περιφερειακών και ηπειρωτικών φόρουμ.
Τα κίνηματα απ’την Ευρώπη που υπέγραψαν τη «Διακήρυξη (αποτελούμενη από 16 σημεία) των κοινωνικών κινημάτων: Αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό και τον μιλιταρισμό, για ειρήνη και παγκόσμια δικαιοσύνη» πήραν με τη σειρά τους την πρωτοβουλία για μια προπαρασκευαστική διαδικασία με κατάληξη την ανακήρυξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ (ΕΚΦ).
Αποφασίσθηκε να συγκαλούνται συσκέψεις σε διμηνιαία βάση αρχής γενομένης από τις Βρυξέλλες στις 9-11 Μαρτίου. Η πρώτη αυτή σύσκεψη κάλεσε στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την συγκρότηση εθνικών τμημάτων του ΕΚΦ. Προϋπόθεση συμμετοχής είναι η αποδοχή της διακήρυξης των κινημάτων στο Πόρτο Αλλέγκρε ως πλατφόρμας συμφωνίας.
Η επόμενη συνάντηση στις 11-12 Μαϊου στη Βιέννη συγκεκριμενοποίησε τις προοπτικές του ΕΚΦ. Επιβεβαιώνοντας τον πρωτοπόρο ρόλο του ιταλικού κοινωνικού φόρουμ η σύσκεψη όρισε το ερχόμενο φθινόπωρο (7-11 Νοεμβρίου) στη Φλωρεντία τη διεξαγωγή του πρώτου ΕΚΦ.
Το σχέδιο των διοργανωτών προβλέπει ένα συνέδριο με άνω των 10.000 αντιπρόσωπους κινημάτων και οργανώσεων και ένα πρόγραμμα γεμάτο από συζητήσεις, διαδηλώσεις αλλά και πολιτιστικά δρώμενα. Οι βασικοί άξονες του φόρουμ είναι οι αντιστάσεις στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο, ο ρατσισμός και η νέα ακροδεξιά στην Ευρώπη, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και η περικοπή των κοινωνικών δαπανών.
Πρωταρχική μέριμνα των διοργανωτών, ωστόσο, είναι η διεύρυνση της θεματικής ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον κοινωνικών δυνάμεων από τα Βαλκάνια, την ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Αφρική κοκ. Στην κατεύθυνση αυτή θα δοθεί έμφαση στους «λαούς χωρίς πατρίδα» όπως οι Παλαιστίνιοι και οι Κούρδοι και στα ζητήματα, επίσης που απορρέουν από τη διεύρυνση της Ε.Ε προς την ανατολική Ευρώπη.
Στη βάση αυτών των πολύ γενικών γραμμών, παραλείποντας άλλες σημαντικές πτυχές του, το φόρουμ στη Φλωρεντία φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα μείζον γεγονός, ισοδύναμο από ευρωπαϊκή άποψη με το Πόρτο Αλλέγκρε. Αποτελεί, επίσης, πρόκληση για το ελληνικό κίνημα στο σύνολό του και, ξεχωριστά, για κάθε τάση του η οικοδόμηση της ελληνικής συνιστώσας αυτής της διαδικασίας.
Δυστυχώς, όμως, η «καθυστέρηση» και η «πολυδιάσπαση» του ελληνικού κινήματος κατάφεραν να εξαγάγουν τις συνέπειές τους με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην προωθείται στο εσωτερικό η διαδικασία συγκρότησης ενός αντιπροσωπευτικού, ενιαίου ελληνικού φόρουμ αλλά να τίθενται εμπόδια, έστω και προσωρινά, στην ίδια την προπαρασκευαστική προσπάθεια σε διεθνές επιπεδο.
Τα εμπόδια στην ίδρυση ενός Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ
Στη σύσκεψη της Βιέννης συμμετείχαν πολυπρόσωπη αντιπροσωπεία της Διεθνούς Δράσης, το «Γένοβα 2001» μ’ έναν αντιπρόσωπο και για πρώτη φορά το ΚΚΕ με μια, κιόλας, σχετικά μεγάλη αντιπροσωπεία.
Η εκπροσώπηση του ΚΚΕ σε μια τέτοια σύσκεψη θα αποτελούσε υπό άλλες συνθήκες ένα καλοδεχούμενο γεγονός, μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με την πάγια πρακτική του να εκλαμβάνει ως αποκορύφωση του διεθνούς συντονισμού τη περισυλλογή των σπαραγμάτων των πάλαι ποτέ κραταιών ΚΚ.
Όμως η παραπλανητική του αντιπροσώπευση μέσω των προσκείμενων σχημάτων του [ΠΑΜΕ, ΕΕΔΥΕ, ΔΡΑΣΗ ΘΕΣ\ΚΗ 2003, ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΚΝΕ (!)] που έδωσαν την εντύπωση ενός ευρέως φάσματος δυνάμεων, η παρεμβατικότητά του στην αυτοτελή διαδικασία συζήτησης των αντιπροσώπων από την ανατολική Ευρώπη και η επαρχιώτικη αλαζονεία του να προτάσσει το δικό του πατριωτικό πολιτικό πρόγραμμα (αντι-ΝΑΤΟ και αντι-Ε.Ε) ως πλατφόρμα για το διεθνές κίνημα, αποτέλεσαν δείγματα ότι το ΚΚΕ συνεχίζει να μην κατανοεί τη σημασία, άρα και τον τρόπο λειτουργίας του διεθνούς αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι το ΚΚΕ με τη συμπεριφορά του δημιούργησε εμπόδια στη διεξαγωγή της έπομενης προπαρασκευαστικής συνάντησης στη Θεσ\νίκη στις 13 και 14 Ιούλη.
Ο προσδιορισμός της Θεσσαλονίκης ως επόμενου τόπου συνάντησης χαίρει της προτίμησης των περισσοτέρων ευρωπαίων αντιπροσώπων, καθώς ευνοεί τη συμμετοχή από τα Βαλκάνια, την ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Ταυτόχρονα προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στο ελληνικό κίνημα να γίνει οργανικό τμήμα της διαδικασίας προς το ΕΚΦ και να δοθεί μια σημαντική ώθηση στην προετοιμασία των κινητοποιήσεων εν όψει της ελληνικής προεδρίας το 2003.
Αφού δε κατορθώθηκε να βρεθεί στη διάρκεια της σύσκεψης πρόχειρη εναλλακτική λύση για τη διοργάνωση της επόμενης προπαρασκευαστικής συνάντησης, η λήψη της τελικής απόφασης μετετέθη σε νέα συνάντηση στη Θεσ\νίκη των «ελληνικών αντιπαγκοσμιοπιητικών κινήσεων» με «διαιτησία», μια διεθνή επιτροπή αντιπροσώπων τη Δευτέρα 20 Μαΐου. (Τελικά το αποτέλεσμα των διεργασιών αυτών ήταν να κατακυρωθεί η συνάντηση στη Θεσσαλονίκη με προφανή «οικοδεσπότη» τη Διεθνή Δράση)
Δεν είναι μόνο ότι αιφνιδιάστηκε η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ από μια τέτοια ιδέα. Δικαιούμαστε, κρίνοντας από τη μέχρι τώρα πρακτική του, να υποστηρίξουμε ότι δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει κανένα άλλο συνομιλητή και συνδιοργανωτή απ’ την Ελλάδα πέραν του εαυτού του τόσο σε προσπάθειες διεθνούς συντονισμού, όσο και στην ετοιμασία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων στο χρονικό διάστημα της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε.
Την ίδια μεθοδολογία με τη μορφή καρικατούρας ακολουθεί και το ΣΕΚ. Επειδή εκτιμάει ότι θα έχει μια εκ των πραγμάτων υποδεέστερη θέση στη διοργάνωση μιας διεθνούς σύσκεψης στη Θεσ\νίκη, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα τον έπαιζε το «ανταγωνιστικό» σχήμα της Διεθνούς Δράσης, εξέφρασε επιφυλάξεις δια του εκπροσώπου του στη πραγματοποίηση μιας τέτοιας σύσκεψης. Το ΣΕΚ, με το οποίο ταυτίζεται εν πολλοίς το Γένοβα 2001, συνεχίζει να αντιμετωπίζει την ανάπτυξη του ελληνικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος υπό το πρίσμα μιας εξαιρετικά στενόμυαλης αντίληψης κομματικού συμφέροντος.
Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού τμήματος του ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ υπεύθυνα. Αυτό σημαίνει ότι η τυπική ανακήρυξή του από μια μεμονωμένη πολιτική μερίδα δε θα είχε κανένα νόημα. Από την άλλη δεν είναι δυνατό να περιμένουμε να φωτιστούν όλοι από κάποιο καλό πνεύμα για να ξεκινήσουμε τις προσπάθειες.
Η αδυναμία συννενόησης μεταξύ της Διεθνούς Δράσης και του Γένοβα 2001 δυσχεραίνει πραγματικά την καταστάση. Παρότι και τα δύο σχήματα αναφέρονται στη διακήρυξη των κινημάτων στο Πόρτο Αλλέγκρε και αναγνωρίζουν τους όρους με τους οποίους συγκροτείται το ΕΚΦ, φαίνεται ότι δε θα βρεθούν σε κοινό δρόμο ούτε το επόμενο χρονικό διάστημα.
Πριν από τη σύσκεψη, ήδη, της Βιέννης, η Διεθνής Δράση προωθούσε την ίδρυση φόρουμ στη Θεσσαλονίκη μέσα από διαδοχικές συνελεύσεις με τη συμμετοχή τοπικών συνδικάτων, φοιτητικών σχημάτων και άλλων φορέων. Η πανελλαδική συνδιάσκεψη στις 1-2 Ιουνίου σ’αυτή την πόλη ανοίγει την αυλαία στην πορεία προς ένα πανελλαδικό κοινωνικό φόρουμ. Την ίδια ώρα, το Γένοβα 2001 (ΣΕΚ) έμφανιζε στο προσκήνιο μια «ομάδα πρωτοβουλίας για τη συμμετοχή στο ΕΚΦ» που ασκούνταν, για άλλη μια φορά, στη συνήθη συλλογή υπογραφών.
Είναι φανερό ότι τη κύρια ευθύνη για την οργανωτική διάσπαση τη φέρει το ΣΕΚ. Φαντάζεται τη δημιουργία ενός κοινωνικού φόρουμ εν κενώ, καθότι δεν ιεραρχεί την κινητοποίηση ενάντια στη συνδιάσκεψη κορυφής των ηγετών της Ε.Ε τον Ιούνιο του 2003 στη Θεσ\νίκη στις προτεραιότητές του. Γενικώς προβάλλει αμετροεπείς αξιώσεις σε σχέση μ’αυτό που πραγματικά αντιπροσωπεύει και ενίοτε εφαρμόζει απαράδεκτες «τυχοδιωκτικές» πρακτικές προς άγραν μελών.
Παρολαυτά πρέπει να συνεχίσουν οι προσπάθειες για κάποιους συμβιβασμούς μαζί του γιατί η -με μέτρο την πραγματική του απήχηση- υπερδραστηριότητα που αναπτύσσει θα συνεχίσει να προκαλεί σύγχυση με τις παρεμβάσεις της Διεθνούς Δράσης και αλγεινή εντύπωση διάσπασης σε κοινωνικούς χώρους στους οποίους αναπτύσσεται ζωηρό ενδιαφέρον για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα.
Στην προσπάθεια αυτή μπορούμε να υπολογίζουμε στη στάση διαφοροποίησης ορισμένων συνοδοιπόρων του Γένοβα 2001, τους οποίους έχει ανάγκη το ΣΕΚ για την εξωτερική του εικόνα, καθώς και στο ισχυρό ένστικτο επιβίωσης που αποδεδειγμένα διαθέτει και θα το χρειαστεί μπροστά στα νέα αναβαθμισμένα καθήκοντα της περιόδου και των πιέσεων του διεθνούς κινήματος (εξ ου και η απεύθυνσή του και στη Διεθνή Δράση για τη «ομάδα πρωτοβουλίας» του)
Μπροστά στην ελληνική προεδρία της ΕΕ
Οι «ανορθόδοξοι» όροι με τους οποίους έχει αναπτυχθεί το διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στην Ελλάδα γίνονται φανεροί με τον πληρέστερο τρόπο ενώπιον του ορατού, πλέον, ενδεχομένου της μεταφοράς του χώρου δράσης του κινήματος και στην Ελλάδα μ’αφορμή την ελληνική προεδρία της Ε.Ε από την 1η Ιανουαρίου (από την 1η Ιουλίου για τα ζητήματα ασφάλειας και νομισματικής σταθερότητας στα οποία δε συμμετέχει η Δανία που έχει την προεδρία την ίδια περίοδο).
Η ανυπαρξία αυτοτελών κοινωνικών κινημάτων μ’ οριζόντια διάρθρωση με αναπόφευκτη συνέπεια την εκπροσώπηση του κινήματος κατ’ευθείαν από τις πολιτικές οργανώσεις αποτελεί την κυριότερη αδυναμία.
Από την άλλη, η γενικότερη απροθυμία του ΚΚΕ για ενωτική δράση μ’άλλες αριστερές δυνάμεις είναι ένα σοβαρό εμπόδιο όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και για τον αναγκαίο διεθνή συντονισμό εν όψει της ελληνικής προεδρίας.
Χρειάζεται μια συγκριτικά μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων για να οργανωθεί ένα αναπόφευκτο πλήθος εκδηλώσεων, κινητοποιήσεων, αντισυνδιασκέψεων, σ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας και μάλιστα σε περισσότερες από μία πόλεις.
Θα υπήρχε, λοιπόν, η ανάγκη να συγκροτηθεί ένα πανελλαδικό κοινωνικό φόρουμ, που να συνδέεται με ένα πλήθος από τοπικά κοινωνικά φόρουμ, μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθούν αυτοί οι στόχοι χωρίς την συνδρομή κάποιας εξωτερικής πίεσης να συγκροτηθεί ένα εθνικό τμήμα κάποιου ευρωπαϊκού φόρουμ.
Αν επιθυμούμε, για παράδειγμα, μια μεγάλη πανελλαδική, πόσο μάλλον διεθνή, κινητοποιήση τις ημέρες της σύσκεψης κορυφής τον Ιούνιο του 2003 στη Θεσσαλονίκη, χρειαζόμαστε μια μακρά προετοιμασία για την εξασφάλιση μιας σημαντικής, υλικής και ανθρώπινης υποδομής, πράγμα που απαιτεί έναν υψηλό βαθμό συνεργασίας μεταξύ όλων των δυνάμεων της αριστεράς και του εργατικού κινήματος που θα ενδιαφέρονταν γι’ αυτή την προοπτική.
Δυστυχώς ο ηγεμονισμός και σεκταρισμός των οργανώσεων της αριστεράς υπονομεύει την πραγματοποίηση ενός τέτοιο στόχου. Καμιά απ’τις υπαρκτές δυνάμεις είτε λόγω προσανατολισμού (π.χ ΚΚΕ), είτε λόγω αντικειμενικής αδυναμίας (λιγότερο για τη Διεθνή Δράση, πολύ περισσότερο για το Γένοβα 2001) δε μπορούν να αποτελέσουν έναν αξιόπιστο πόλο γύρω απ’τον οποίο να συγκροτηθεί ένα διεθνές δίκτυο στήριξης και συμμετοχής στις ελληνικές κινητοποίησεις.
Η Διεθνής Δράση
Η ΟΚΔΕ\Σπάρτακος, με απόφαση της συνδιάσκεψης της το Φεβρουάριο που μας πέρασε, συμμετέχει στη Διεθνή Δράση και παλεύει μέσα απ’ αυτή για την ανάπτυξη ενός πλατιού και ενωτικού κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης, καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και στην Ελλάδα σ’ενότητα με το αντίστοιχο διεθνές κίνημα. Συμμερίστηκε με τις άλλες οργανώσεις που προχώρησαν στην ίδρυση της Διεθνούς Δράσης τη θετική εκτίμηση για τον απολογισμό της «Ελληνικής επιτροπής για τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα».
Η Διεθνής Δράση, αν και δεν είναι ένα αυθεντικό κίνημα μ’ όλη τη σημασία της λέξης αλλά ένα «διαπαραταξιακό» συντονιστικό, αποτελεί το μόνο σχετικά αντιπροσωπευτικό και πραγματικά πολυτασικό σχήμα που διαθέτει και μια ευρύτερη αποδοχή.
Από την προετοιμασία της ελληνικής διαδήλωσης στη Γένοβα ως τις σημερινές προπαρασκευαστικές συσκέψεις του ΕΚΦ, μέσα στη Διεθνή Δράση έχει σφυρηλατηθεί ένα στελεχιακό δυναμικό διαφορετικών οργανώσεων με συσσωρευμένη εμπειρία και εξοικείωση με τις προωθημένες, απαιτητικές οργανωτικές διαδικασίες του διεθνούς κινήματος με κατεκτημένο ένα σημαντικό βαθμό συνοχής και συναντίληψης για τις πρακτικές αναγκαιότητες του κινήματος.
Ωστόσο ο εμβολιασμός των διαφόρων εγχώριων κοινωνικών χώρων με αυτή την εμπειρία δεν είναι ανάλογος και η δράση των τοπικών επιτροπών στοιχειώδης.
Η Διεθνής Δράση δεν έχει καταφέρει να συμβάλλει στη γένεση και ανάπτυξη ζωντανών, μαζικών επιτροπών βάσης, όπου το μέτρο της επιτυχίας αντιπροσωπεύεται από το βαθμό συμμετοχής ανένταχτων αγωνιστών\-τριών.
Εδώ οι βασικές οργανώσεις της Διεθνούς Δράσης αναπαράγουν τον πατερναλιστικό και ωφελιμιστικό τρόπο πολιτικής παρέμβασης που τις χαρακτηρίζει και δεν αφήνουν τις τοπικές επιτροπές να εξελιχθούν προς ένα δικό τους ξεχωριστό επίπεδο ζωής. Όμως η διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών φόρουμ ανοίγει ξανά ένα πεδίο ευκαιριών προς αυτή την κατεύθυνση και οι οργανώσεις καλούνται να το αντιμετωπίσουν με ανανεωμένο πνεύμα.
Παρόλο που δε μπορούμε να ζητάμε ένα φόρουμ που να είναι απλά μια διευρυμένη επανάληψη του εγχειρήματος της Διεθνούς Δράσης, ο πρωτοβουλιακός της ρόλος στο επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμος για την πρόοδο της ιδέας ενός τέτοιου φόρουμ
Ο πειρασμός για τη Διεθνή Δράση είναι να υποτιμήσει την ανάγκη υπομονετικής διερεύνησης όλων των δυνατοτήτων συντονισμού, κοινής δράσης και οργανωτικής σύγκλισης σε γενικό ή ειδικό, εθνικό ή τοπικό επιπέδο μ’ όλες εκείνες τις δυνάμεις που ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στη α’ ή τη β’ πλατφόρμα είναι σίγουρο ότι θα διεκδικήσουν ενεργό ρόλο στις κινητοποίησεις κατά την ελληνική προεδρία.
Αρνητική επίδραση θα έχει και η υιοθέτηση μιας ψυχολογίας «καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης» μπροστά στα καθήκοντα της περιόδου που είναι μόνο πηγή υπερβολικών τακτικισμών και προχειρότητας.
[…] Από τη Γένοβα στη Θεσσαλονίκη: «Απολογισμός και προοπτ… […]