Του Παναγιώτη Σηφογιωργάκη
Την περυσινή άνοιξη οι εργαζόμενοι/ες με τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις τους απέτρεψαν τα κυβερνητικά σχέδια, που στόχευαν στην ανατροπή ιστορικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Φέτος η κυβέρνηση επανέρχεται με μία νέα δέσμη ρυθμίσεων που με πιο ύπουλο τρόπο προωθούν την ουσία των περυσινών σχεδίων που αποκρούστηκαν. Αυτή τη φορά έχει βρει στήριγμα μέχρι στιγμής στη γραφειοκρατική ηγεσία της ΓΣΕΕ, που καλλιεργεί σύγχυση και αυταπάτες στους εργαζόμενους για τις συνέπειες των ρυθμίσεων και αποκρούει τις προτάσεις για απεργιακή κινητοποίηση.
Τα ψέματα της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση επιχειρεί να εξαπατήσει τους εργαζόμενους με τον ισχυρισμό ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν πλήττονται σε τίποτα απολύτως. Μόνο τα «ευγενή» ταμεία ορισμένων μειοψηφικών κλάδων θίγονται, δηλαδή ούτε λίγο, ούτε πολύ αποκαθιστά την ισότητα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων καταργώντας τα προνόμια! Όταν αυτή η επιχειρηματολογία υιοθετείται από τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι και με τις «προτάσεις Ρέππα» γίνεται απόπειρα για περαιτέρω ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ και ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ.
-
Η ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 80% ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ 70% ΜΕΤΑ ΤΟ 2008. ΑΠΟ ΤΟ 2112 Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΘΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ 70% ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ.
-
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΟΡΙΟΥ 20% ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΛΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΜΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΔΡΑΣΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΟΧΙ ΓΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΕΣ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΙΔΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ.
Αρκεί να δει κανείς ότι ο σημερινός μέσος όρος της συμμετοχής των επικουρικών συντάξεων στις συντάξιμες αποδοχές των εργαζομένων του Δημοσίου είναι 37%, ενώ σε ορισμένους κλάδους του ιδιωτικού τομέα είναι μεγαλύτερος, π.χ. φτάνει το 60% για το ΤΣΜΕΔΕ ή το 45% στο Ταμείο Οικοδόμων.
-
ΑΥΞΑΝΕΙ ΤΟ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΟΡΙΟ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΊΚΕΣ ΑΠΌ ΤΑ 60 ΣΤΑ 65 ΧΡΟΝΙΑ.
-
ΑΥΞΑΝΕΙ ΣΕ 37 ΑΠΌ 35 ΤΑ ΈΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΟ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1982.
Στη πραγματικότητα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία ΕΞΙΣΩΣΗ όλων των ασφαλιστικών δικαιωμάτων ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ. Όχι μόνο μία ανακατανομή εισοδήματος μεταξύ των διαφόρων κλάδων, αλλά ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης.
Η ουσία της μεταρρύθμισης
Στη νέα εκδοχή της η κυβερνητική πολιτική αναδιάρθρωσης του ασφαλιστικού συστήματος έχει αλλάξει το περιτύλιγμα διατηρώντας το περιεχόμενο. Το μοντέλο που αποτελεί το πρότυπο των προτάσεων της κυβέρνησης είναι το τριφασικό σύστημα τύπου Χιλής. Οι τρεις «πυλώνες» του συστήματος θα είναι: α) η στοιχειώδης κατώτατη σύνταξη που θα παρέχεται από τα ασφαλιστικά ταμεία (και θα είναι περισσότερο επίδομα παρά σύνταξη), β) η επένδυση κεφαλαίων των ταμείων στο Χρηματιστήριο και η απόδοση στους συνταξιούχους μερίσματος ανάλογου με τα πιθανά κέρδη και γ) η υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση. Η σύνταξη δεν θα είναι πια η κύρια πηγή βιοπορισμού, αλλά ένα απλό βοήθημα. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα θα συνοδεύουν μόνιμα τους εργαζόμενους για το τι σύνταξη θα πάρουν, αν αυτή εξαρτάται από τις συνεχείς μεταπτώσεις των χρηματιστηριακών αξιών καθώς και από την αξιοπιστία των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Τα ταμεία έχουν χάσει γύρω στο ένα τρισεκατομμύριο δραχμές από την πτώση της αξίας των μετοχών στο χρηματιστήριο Αθηνών τον τελευταίο χρόνο.
Εκεί που μέχρι τώρα η σύνταξη θεωρούνταν κοινωνικό δικαίωμα, σήμερα μετατρέπεται σε υπόθεση που επωμίζεται «ατομικά» ο κάθε εργαζόμενος. Αυτός μεταβάλλεται σε ένα είδος επιχειρηματία του εαυτού του, σε κάποιον που πρέπει να επενδύει σωστά το κεφάλαιο του για να ελπίζει σε μελλοντική απόδοση. Αν όλοι οι εργαζόμενοι παίζουν ή επενδύουν τις εισφορές τους, αυτό σημαίνει ότι όλοι θα κινδυνεύουν σοβαρά να πέσουν θύματα των αυθεντικών καπιταλιστών, που μπορούν να αφαιμάξουν και τις τελευταίες οικονομίες τους.
Η περίπτωση της ΕΝΡΟΝ είναι η πλέον πρόσφατη και χαρακτηριστική. Επρόκειτο για την μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και διαχείρισης αποθεματικών ταμείων με μέτοχο ακόμη και τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Μπους. Η κατάρρευση της παρέσυρε τα ταμεία χιλιάδων ασφαλισμένων, ενώ οι εργαζόμενοι της έχασαν το συνταξιοδοτικό τους ταμείο και δεν πήραν καν αποζημιώσεις.
Από την άλλη πρέπει να δούμε τη σημερινή πολιτική της κυβέρνησης ως μέρος των αναδιαρθρώσεων των ασφαλιστικών συστημάτων σε διεθνές επίπεδο. Η λογική είναι παντού η ίδια: Υπαγωγή των ταμείων των εργαζομένων στις ανάγκες της αγοράς, των τραπεζών, των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών. Το αποτέλεσμα είναι η μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Αυτό αποδεικνύεται με περίτρανο τρόπο για την Ελλάδα. Αν το 1983 οι εργαζόμενοι απολάμβαναν το 54% του εθνικού εισοδήματος όντας το 41% του ενεργού πληθυσμού, το 2001 το μερίδιο τους έπεσε στο 41%, μολονότι η συμμετοχή τους στον ενεργό πληθυσμό ανέβηκε στο 58%.
Ήδη από το 1986 το Διεθνές Γραφείο Εργασίας είχε διακηρύξει ότι η σύνταξη θα πρέπει να θεωρείται όχι η κατ’ εξοχήν αλλά η συμπληρωματική πηγή εισοδήματος των απόμαχων της εργασίας, απ’ την δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα διανύουμε μία περίοδο κοινωνικών συγκρούσεων στις χώρες της Ευρώπης γύρω από την μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων. Οι κυριότεροι σταθμοί ήταν ο μεγάλος αγώνας των γάλλων εργαζομένων το Δεκέμβρη του 1995, εκείνος των ιταλών συναδέλφων τους στη διάρκεια της πρώτης θητείας της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι και φυσικά ο αντίστοιχος περσινός στην Ελλάδα. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι λοιπόν μια πολιτική που έχει σχεδιασθεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνομολογηθεί απ’ όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η αναγνώριση του γεγονότος αυτού είναι κρίσιμη για τα εθνικά εργατικά κινήματα, προκειμένου να αναβαθμίσουν τη σύνδεση τους με το διεθνές αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και να επιδιώξουν τον καλύτερο πανευρωπαϊκό συντονισμό τους.
Το ζήτημα των πόρων
Το επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για τη συμπίεση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι το χρηματοδοτικό έλλειμμα που απειλεί τα ταμεία με χρεοκοπία. Παρουσιάζει τους εργαζόμενους να μην μπορούν οι ίδιοι να αντεπεξέλθουν στο κόστος των δικών τους ασφαλιστικών ταμείων. Στη πραγματικότητα, μόνο από το 1975 και μετά έχουν αποσπαστεί 15 τρις. δρχ από τα ταμεία χωρίς να επιστραφούν ποτέ από το κράτος. Η πρόσφατη διευθέτηση των χρεών του δημοσίου προς το ΙΚΑ προβλέπει ότι από τα 5 τρις. δρχ αναγνωρισμένων οφειλών το Δημόσιο τελικά θα πληρώσει μόλις 1,3 τρις. δρχ. Ο προσκείμενος στη κυβέρνηση τύπος διέρρευσε πληροφορίες για ανάληψη των χρεών του ΙΚΑ ως το 2032 από το κράτος, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Αυτά τα επικοινωνιακά τρικ δεν μπορούν να κρύψουν το γεγονός ότι οι προτάσεις Ρέππα περιέχουν την υπόσχεση για 60 δις. δρχ προς το ΙΚΑ όταν η ΓΣΕΕ απαιτούσε 800 δις. δρχ ως απαράβατο όρο για να προέλθει στο κοινωνικό διάλογο.
Πέρα από τις συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, για μας το θέμα της χρηματοδότησης των ταμείων όπως και για άλλα θέματα κοινωνικής πολιτικής αναδεικνύει ένα άλλο βαθύτερο ζήτημα: το πως και για ποιόν το κράτος σήμερα διαθέτει το δημόσιο πλούτο, δηλαδή το κοινωνικό προϊόν που παράγουν οι εργαζόμενοι.
Σ’ αυτή την οπτική το εργατικό κίνημα θα έπρεπε να υποστηρίξει:
-
Την αύξηση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων και όχι την αύξηση της έμμεσης φορολογίας που επιβαρύνει τους μισθωτούς αναλογικά περισσότερο.
-
Τη νομιμοποίηση των μεταναστών με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
-
Οι ασφαλιστικές εισφορές τους θα αρκούσαν για τη σωτηρία των περισσότερων ταμείων.
-
Την μείωση των εξοπλιστικών δαπανών και την αύξηση των κοινωνικών.
-
Τον έλεγχο των δαπανών για την Ολυμπιάδα του 2004 (έργα βιτρίνας, σπατάλες για τελετές, μισθοί στελεχών).
Το εργατικό κίνημα
Η κυβερνητική ΠΑΣΚΕ και ιδιαίτερα η εκσυγχρονιστική πλειοψηφική της πτέρυγα προβάλει σαν ο απολογητής της πολιτικής της κυβέρνησης στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος. Προσπαθεί να πείσει ότι έχει πετύχει ένα επωφελή διακανονισμό με τη κυβέρνηση γύρω από το ασφαλιστικό. Συγκεκριμένα προσπαθεί να πείσει τους εργαζόμενους όχι ότι κέρδισαν, αλλά ότι δεν έχασαν. Ταυτόχρονα φράζει ή μανουβράρει κάθε προσπάθεια οργάνωσης ενός απεργιακού κινήματος. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν άλλαξε φύση από τον προηγούμενο Απρίλη, όταν αναγκάστηκε να έλθει σε ολομέτωπη σύγκρουση με την κυβέρνηση του ίδιου της του κόμματος. Ο συμβιβασμός, η συνεργασία, η μεσολάβηση, η άμυνα ήταν πάντα η λογική της, απλά σήμερα νοιώθει ότι δεν θίγονται τα συμφέροντα της ως ιδιαίτερου στρώματος και ότι μπορεί να αντεπεξέλθει στη πίεση της βάσης των συνδικάτων.
Μένει να αποδειχθεί αν στην παρούσα φάση η βάση της ΠΑΣΚΕ μπορεί να ενεργοποιήσει «απείθαρχες» τάσεις που σε συνεργασία με δυνάμεις άλλων παρατάξεων να προωθήσουν τον απεργιακό αγώνα. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα από τα βασικά καθήκοντα των αριστερών δυνάμεων μέσα στο εργατικό κίνημα, η προσπάθεια να απελευθερωθούν ξανά όπως την περασμένη άνοιξη τα ρεύματα αντίστασης που λανθάνουν στη βάση και στα κατώτερα συνδικαλιστικά στελεχιακά στρώματα της ΠΑΣΚΕ.
Όμως η επιλογή του ΠΑΜΕ είναι η λογική της οργανωτικής περιχαράκωσης των μελών του και όχι η προώθηση διαδικασιών βάσης με συμμετοχή όλων εργαζομένων κάθε απόχρωσης και παράταξης. Έτσι η αδιάλλακτη καταγγελία της κυβέρνησης και του υποταγμένου συνδικαλισμού δεν πρέπει να μας ξεγελά. Το ΚΚΕ επιλέγει να προβάλει τα στενά και οικεία σχήματα του την περίοδο ακριβώς που ο αγώνας χρειάζεται ανοιχτές διαδικασίες και πλατειά μαζική κινητοποίηση. Όταν πρέπει να εξαντληθούν όλα τα μέσα για να κινητοποιηθεί η τάξη στο σύνολο της, το ΚΚΕ κινητοποιεί μόνο τα μέλη του σε αποκλειστικά σχεδόν κομματικά πλαίσια. Όπως και την προηγούμενη άνοιξη έτσι και τώρα αν υπάρξει πιθανότητα μαζικοποίησης και κλιμάκωσης του αγώνα, αυτή πριν απ’ οτιδήποτε άλλο θα ξεπεράσει το ΚΚΕ. Γιατί στη βάση της συνδικαλιστικής του πρακτικής βρίσκεται ο συντηρητισμός και η ηττοπάθεια. Αναμένει την ήττα του κινήματος εξαιτίας της προδοσίας του από τους γραφειοκράτες για να μπορεί να τους καταγγείλει. Οι συνέπειες της ήττας πέφτουν όμως πάνω στα κεφάλια «δικαίων και αδίκων» και θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο την κυοφορία του ανεξάρτητου ταξικού κινήματος που το ίδιο το ΚΚΕ κηρύσσει. Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να προέλθει μόνο από την άνοδο και την αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του εργατικού κινήματος. Δηλαδή από τις νίκες του. Επομένως αν και δεν μπορούμε να του χρεώσουμε την ήττα δεν θα μπορέσουμε να του αποδώσουμε τη νίκη.
Η δική μας αντίληψη για την αποτελεσματικότερη δράση των εργαζομένων προτάσσει τις διαδικασίες βάσης στο πρωτοβάθμιο επίπεδο οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος και έξω από αυτό στους χώρους δουλειάς, όπου δεν υπάρχει ακόμη συνδικαλιστική οργάνωση (γενικές συνελεύσεις και επιτροπές αγώνα). Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν οι ριζοσπαστικές διαθέσεις και να δοκιμαστεί η πρωταρχική ενότητα του αγώνα, να πιεστεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να οργανωθεί η απεργία. Παρ’ όλα αυτά οι συσχετισμοί δύναμης μέσα στο οργανωμένο κίνημα των συνδικάτων είναι αυτοί που θα επιτρέψουν στις κινητοποιήσεις να πάρουν ένα ολοκληρωμένο και πανελλαδικό χαρακτήρα, όπως έδειξε η εμπειρία της προηγούμενης άνοιξης. Έτσι λοιπόν η δυνατότητα της ΓΣΕΕ παρά και εναντίον της ηγεσία της ΠΑΣΚΕ να κηρύξει γενικές απεργιακές κινητοποιήσεις παραμένει θεμελιώδης προϋπόθεση για την ανατροπή της κυβερνητικής επίθεσης στην κοινωνική ασφάλιση.
-
ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ!
-
ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ/ΕΣ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΤΑ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ!
-
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ, ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ!
-
ΕΝΙΑΙΟΣ, ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΑΠΕΡΓΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΑΠΌ ΓΣΕΕ ΑΔΕΔΥ!
[…] Η νέα επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση […]