Η Νίκη της Επανάστασης Σε Μια Χώρα
Μια σημαντική αλλά επιλεκτική αποσταλινοποίηση της Αριστερής Ανασύνταξης
του Νίκου Μενεγάκη
Σε όλη τη διάρκεια του εβδομηντάχρονου «μεσαίωνα» της σταλινικής κυριαρχίας πάνω στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, μια σειρά από βάναυσες διαστρεβλώσεις-παραποιήσεις της μαρξιστικής θεωρίας αλλά και της ιστορίας του ίδιου του επαναστατικού και του εργατικού κινήματος με χαλκευμένα ψέματα και συκοφαντίες καλλιεργήθηκαν και επιβλήθηκαν σαν αναμφισβήτητες αλήθειες πάνω σε ολόκληρες γενιές αγωνιστών από τους «επίσημους μαρξιστές»-απολογητές της σταλινικής ηγεσίας. Το τεράστιο κύρος της σταλινικής εξουσίας από τη μια μεριά και η απειλή της αμείλικτης και απόλυτης τιμωρίας που επιφυλάσσονταν για τους «αντιφρονούντες» από την άλλη κατόρθωσαν να επιβάλλουν σε αριστερούς ηγέτες εργατικών κομμάτων (τις περισσότερες φορές «διορισμένους» από τη Μόσχα) και σε αριστερούς διανοούμενους και επιστήμονες εξαρτημένους έμμεσα ή άμεσα από τους σταλινικούς μηχανισμούς, το θλιβερό καθήκον να υπερασπίζονται, να επαναλαμβάνουν και να αναπαράγουν μια ατελείωτη σειρά από ψέματα, συκοφαντίες και διαστρεβλώσεις. Η διαρκής επαγρύπνηση και η παραγωγή ψευδών ήταν απολύτως απαραίτητη για να διατηρείται ο έλεγχος του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος από το σταλινικό κέντρο. Η «καταπολέμηση» της μαρξιστικής θεωρίας της διαρκούς επανάστασης και του τροτσκισμού από την σταλινική γραφειοκρατία δεν αποτέλεσε μια απλή θεωρητική διαμάχη όπως φαίνεται να νομίζουν πολλοί σημερινοί ιστορικοί και θεωρητικοί που προσεγγίζουν το ζήτημα του εκφυλισμού της Οκτωβριανής επανάστασης. Οι σταλινικές συκοφαντίες αποτέλεσαν το πρόσχημα για τη πολιτική και φυσική εξόντωση των επαναστατών στα πλαίσια του αδυσώπητου εμφύλιου πολέμου ανάμεσα στους γραφειοκράτες σφετεριστές της σοβιετικής εξουσίας και στους υπερασπιστές της οκτωβριανής επανάστασης.
Η άποψη για τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα μπορεί να προβάλλεται σήμερα από τους εναπομείναντες σταλινικούς απολογητές σαν μια απλή θεωρητική επεξεργασία, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί ζήτημα κλειδί για τη γέννηση της σταλινικής γραφειοκρατίας, την αναρρίχηση και την αγκίστρωση της στην εξουσία του εργατικού κράτους από τις αρχές της δεκαετίας του 20. Μια δυναμική εξάπλωση της προλεταριακής επανάστασης στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσώπευε πάντοτε ένα θανάσιμο κίνδυνο για τη σταλινική γραφειοκρατία.
Η «καταπολέμηση» του «τροτσκισμού» μπορεί να εμφανίστηκε σαν μια ιδεολογική αντιπαράθεση στη κορυφή του ΚΚΣΕ στα μέσα της δεκαετίας του 20, εξελίχθηκε όμως ταχύτατα σε μια μαζική εκκαθάριση του κόμματος, σε μαζικές διώξεις της Αριστερής Αντιπολίτευσης και στη συνέχεια σε μια σειρά από άγριες σφαγές και αποτρόπαια εγκλήματα μέσα στις γραμμές του ΚΚΣΕ πρώτα και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στη συνέχεια. Τη δεκαετία του 30 η σφαγή επεκτάθηκε ακόμα και μέσα στις γραμμές της ίδιας της σταλινικής φράξιας εξαλείφοντας κάθε επαναστατική ανάμνηση και επιβάλλοντας την αιματοβαμμένη μονοκρατορία του Στάλιν πάνω στις ορδές των εκφυλισμένων σοβιετικών γραφειοκρατών.
Το ενδιαφέρον για την ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος από την πλειοψηφία των στελεχών και των οργανώσεων της ελληνικής σταλινογενούς αριστεράς φαίνεται να έχει αρχίσει να αναζωπυρώνεται τώρα, μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια από την κατάρρευση των σταλινικών γραφειοκρατιών. Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια άσχετο με την νέα περίοδο ανάκαμψης του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος που ξαναβάζουν επιτακτικά τα ζητήματα της ανασυγκρότητησης των επαναστατικών κομμάτων και φυσικά απαιτούν με αγωνία απαντήσεις στα παλαιότερα κρίσιμα ερωτήματα.
Ωστόσο αποδεικνύεται πως μια νέα ανάγνωση της ιστορίας δεν επαρκεί για να οδηγήσει από μόνη της αυτόματα στο ολοκληρωτικό ξεπέρασμα των κυρίαρχων (εδώ και εβδομήντα χρόνια) αντιλήψεων και προκαταλήψεων. Η νέα ανάγνωση συνήθως οδηγεί σε μια προσπάθεια μερικής επανεξέτασης κάποιων επιμέρους στρεβλών σταλινικών αντιλήψεων. Η νέα ανάγνωση θα πρέπει να συνοδευτεί και με μια νέα περίοδο ανόδου του κινήματος μέσα στην οποία θα ξαναδοκιμαστούν και θα επιβεβαιωθούν οι κριτικές θέσεις και οι μαρξιστικές αντιλήψεις.
Η επανεξέταση της ιστορίας τις περισσότερες φορές γίνεται χωρίς να προσεγγίζονται άμεσα οι «καταραμένες» απόψεις των χθεσινών ιδεολογικών «εχθρών» (δηλαδή του Τρότσκι και της Αριστερής Αντιπολίτευσης). Ο πραγματικός ιστορικός τους ρόλος, οι πραγματικές πολιτικές τους απόψεις και κυρίως η υπεράσπιση από μέρους τους της μαρξιστικής επαναστατικής παράδοσης μέσα στην ταραγμένη εποχή της σταλινικής ανόδου και παντοδυναμίας δεν είναι γνωστές ή ακόμη και κατανοητές για τους περισσότερους μελετητές που έχουν διαπαιδαγωγηθεί μέσα στη σταλινική σχολή.
Ο Κ. Μπατίκας στο άρθρο του «Η Νίκη της Επανάστασης και η Παγκόσμια Ολοκλήρωση της» στο τεύχος 19/20 της Αριστερής Ανασύνταξης πραγματοποιεί μια μεθοδική και ολοκληρωμένη παρουσίαση του ζητήματος και αποκαλύπτει τόσο την σταλινική διαστρέβλωση των κειμένων του Μαρξ του Ένγκελς και του Λένιν αντιπαραβάλλοντας αποσπάσματα και αναλύοντας με απλό και κατανοητό τρόπο τις σχετικές έννοιες και τους όρους της «νίκης της επανάστασης με τη στενή έννοια σε μια χώρα» και της «νίκης του σοσιαλισμού με την πλατιά έννοια» της κατάκτησης δηλαδή μιας αταξικής και ακρατικής κοινωνίας. Ακόμη περισσότερο ο Κ. Μπατίκας οδηγείται τελικά στην αναγνώριση της γενεσιουργού αιτίας των «θεωρητικών» σταλινικών διαστρεβλώσεων που δεν είναι άλλη όπως αναφέραμε και παραπάνω από την ίδια την λυσσασμένη μάχη για την επιβίωση της γραφειοκρατίας. Είναι γεγονός ότι μια τέτοια ανάλυση ξεπερνάει κατά πολύ τις συνηθισμένες θέσεις των σταλινογενών ρευμάτων που παραμένουν συνήθως εγκλωβισμένα στην «εθνοκεντρική» θεώρηση και προσεγγίζει σημαντικά τις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Το γεγονός αυτό από μόνο του πιστεύουμε ότι αποτελεί μια σπουδαία ένδειξη των ιδεολογικών τάσεων που αναπτύσσονται καθώς η ανάμνηση της σταλινικής παντοδυναμίας ξεθωριάζει και μεγάλος αριθμός αγωνιστών επιτέλους αρχίζει να απαλλάσσεται από τη βαριά σκιά του σταλινισμού και με καθαρό μυαλό αναζητάει τις ρίζες της κακοδαιμονίας. Όμως η σκέψη και η γνώση του συγγραφέα φαίνεται να σταματούν μπροστά σε κάποια όρια που χαράζουν οι κληρονομημένες από το σταλινικό παρελθόν προκαταλήψεις του. Έτσι αποδέχεται αβασάνιστα κάποιες από τις σταλινικές συκοφαντίες που εκτοξεύθηκαν εναντίον του «τροτσκισμού» και του Τρότσκι και που καλλιεργήθηκαν και αυτές συστηματικά σαν αναμφισβήτητες ιστορικές αλήθειες.
Η «σύγκρουση» του Λένιν με το Τρότσκι για τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ, η θέση του Τρότσκι για τα συνδικάτα, η «υποβάθμιση» της αγροτιάς από τον «τροτσκισμό». Οι «θρυλικές» πλέον αυτές κατηγορίες που χαλκεύτηκαν από τον σταλινισμό επαναλαμβάνονται (σε χαμηλούς τόνους είναι αλήθεια) στο κείμενο του Κ. Μπατίκα χωρίς όμως να εξετάζονται καθόλου τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς όπως θα περίμενε κανένας από έναν τόσο συστηματικό και μεθοδικό ερευνητή.
Αρκεί να ανατρέξει κανένας στη βιβλιογραφία του κειμένου για να διαπιστώσει ότι όλες οι πηγές του συγγραφέα (εκτός από μία) προέρχονται από τις «επίσημες» εκδόσεις του ΚΚΣΕ και του ΚΚΕ.
Η απομόνωση των διαφωνιών πάνω σε σοβαρά ζητήματα τακτικής μεταξύ του Λένιν και του Τρότσκι, από τα επαναστατικά ιστορικά γεγονότα που συνέβαιναν και τη συνολική πολιτική συγκυρία της συγκεκριμένης περιόδου, μπορεί να δημιουργήσει μια εντελώς λαθεμένη εντύπωση στον αναγνώστη. Ακόμη περισσότερο όταν η διόγκωση της διαφωνίας έχει συστηματικά καλλιεργηθεί ολόκληρες δεκαετίες και «εμπλουτισθεί» κατάλληλα από την σχολή των σταλινικών φαλκιδευτών της ιστορίας. Η μόνη απάντηση στον ψεύτικο εντυπωσιασμό νομίζουμε ότι μπορεί να είναι από μέρους μας μια (περιορισμένη και ελλιπής μέσα στα πλαίσια ενός άρθρου) απόπειρα να μεταφέρουμε το κλίμα της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής. Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια προσέγγισης και βαθύτερης κατανόησης των κρίσιμων στιγμών της Ρώσικης Επανάστασης και των καμπών της σταλινικής αντεπανάστασης θα αποτελεί ένα ανεκτίμητο μάθημα για όλους μας και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τους αγώνες που έρχονται.
Μπρεστ Λιτόβσκ
Όλοι οι μπολσεβίκοι ηγέτες και τα στελέχη του κόμματος, χωρίς καμιά εξαίρεση, αμέσως μόλις βγήκαν από την Οκτωβριανή επανάσταση έστρεψαν τη προσοχή τους με αγωνία στην σπαρασσόμενη Ευρώπη περιμένοντας να ακούσουν τον απόηχο που προκάλεσε η ρώσικη επανάσταση μέσα στις εργατικές μάζες που εξακολουθούσαν την αλληλοσφαγή στα απέραντα πεδία των μαχών του ΑΕ παγκόσμιου πολέμου.
Προκειμένου να ενισχύσουν και να επιταχύνουν τις διεργασίες που συντελούνταν στη συνείδηση των ευρωπαϊκών εργατικών μαζών προχώρησαν αμέσως στις 26 Οκτώβρη χωρίς κανένα δισταγμό στην μονομερή κατάπαυση του πυρός στο μέτωπο και στη 7 Νοέμβρη πρότειναν τη σύναψη μιας χωριστής ειρήνης με τις δυνάμεις του Γερμανοαυστριακού άξονα. Ταυτόχρονα προχώρησαν στην δημοσίευση όλων των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών που είχε συνάψει η τσαρική κυβέρνηση με τους συμμάχους της και στην έκδοση μιας σειράς διπλωματικών ανακοινώσεων που καμιά σχέση δεν είχαν με την συνηθισμένη γλώσσα της αστικής διπλωματίας αλλά προσπαθούσαν να απευθυνθούν άμεσα στη συνείδηση των ευρωπαϊκών εργατικών μαζών. Παράλληλα απελευθέρωσαν όλους τους γερμανούς και αυστριακούς αιχμαλώτους εφοδιάζοντας τους με επαναστατική προπαγάνδα και διέθεσαν όσους πόρους μπορούσαν στην έκδοση και την άμεση διανομή στο μέτωπο γερμανόφωνων επαναστατικών φυλλαδίων προκαλώντας το γερμανικό επιτελείο να κάνει και αυτό το ίδιο από τη μεριά του απευθυνόμενο στους Ρώσους στρατιώτες.
Οι Αγγλογάλλοι «σύμμαχοι» της Αντάντ αντιμετώπισαν την νέα επαναστατική κυβέρνηση με έκπληξη και καχυποψία καθώς με τη κοντόφθαλμη αστική πολιτική οπτική υπέθεταν (και φυσικά προπαγάνδιζαν συστηματικά και με κάθε τρόπο αφού αυτό τους συνέφερε) ότι οι μπολσεβίκοι καθοδηγούνταν από το γερμανικό επιτελείο του οποίου αποτελούσαν απλώς ένα μυστικό «δάκτυλο».
Από την άλλη μεριά οι κυβερνήσεις του Γερμανοαυστριακού Άξονα οπωσδήποτε ενδιαφέρονταν για μια χωριστή ειρήνη με την επαναστατική κυβέρνηση που θα αποδέσμευε τα καταπονημένα στρατεύματα τους από το ανατολικό μέτωπο, θα τους επέτρεπε να τα μεταφέρουν στα άλλα μέτωπα του πολέμου και θα επέβαλλαν στους μπολσεβίκους μια σειρά από εξευτελιστικούς όρους. Ταυτόχρονα όμως έβλεπαν τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιπροσώπευε για αυτούς η ρωσική επανάσταση με την άμεση «μόλυνση» των ίδιων των στρατευμάτων τους στο ανατολικό μέτωπο από το πνεύμα της επανάστασης και την εξάπλωση του στα μετόπισθεν.
Το αποκλειστικό λοιπόν κριτήριο για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της επαναστατικής κυβέρνησης τους πρώτους μήνες της εργατικής εξουσίας ήταν να κερδηθεί ο απαραίτητος πολύτιμος χρόνος που θα επέτρεπε την προώθηση της εργατικής εξέγερσης πέρα από τα σύνορα. Αναχωρώντας για το Μπρεστ Λιτόφσκ στις 8 Δεκεμβρίου όπου είχαν αρχίσει ήδη πριν από 15 ημέρες οι ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στις διπλωματικές αντιπροσωπείες, ο Τρότσκι απευθυνόμενος σε μια ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής των Σοβιέτ, του Σοβιέτ και της επιτροπής του Συμβουλίου της πόλης της Πετρούπολης και της ηγεσίας των συνδικάτων συνόψισε όλη την δραματική αγωνία αλλά και το μεγαλείο της ιστορικής στιγμής:
«Αληθινά αυτός ο πόλεμος έχει αναδείξει την θέληση και την αντοχή των ανθρώπων που τους επιτρέπουν να υπομένουν ανήκουστα μαρτύρια. Όμως επίσης έχει καταδείξει την βαρβαρότητα που διατηρείται ακόμη στον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτός, ο κυρίαρχος της φύσης, έχει κατεβεί μέσα σε χαντάκια που μοιάζουν με τάφους και από εκεί κρυφοκοιτάζει μέσα από μικρές τρύπες, σαν μέσα από ένα κελί φυλακής και παραμονεύει για τους συνανθρώπους του, τα μελλοντικά του θηράματα…Τόσο χαμηλά ξέπεσε το ανθρώπινο είδος…Καταθλιβόμαστε από αισθήματα ντροπής για τους λαούς, για τη σάρκα τους, για το πνεύμα τους, για το αίμα τους, όταν σκεφτόμαστε ότι οι λαοί που πέρασαν από τόσες φάσεις πολιτισμού Χριστιανισμό, απολυταρχία, κοινοβουλευτική δημοκρατία οι λαοί που γνώρισαν τις ιδέες του σοσιαλισμού, σκοτώνουν ο ένας τον άλλον σαν άθλιοι σκλάβοι κάτω από το μαστίγιο των εξουσιαστών. Εάν πρόκειται το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου να είναι μόνο η επιστροφή των λαών στο μαντρί τους για να μαζεύουν τα ψίχουλα που θα πέφτουν από τα τραπέζια των κυρίαρχων τάξεων, εάν πρόκειται αυτός ο πόλεμος να τελειώσει με θρίαμβο του ιμπεριαλισμού, τότε η ανθρωπότητα θα αποδεικνύονταν ανάξια των ίδιων των παθημάτων της και της τεράστιας πνευματικής της προσπάθειας που χτίσθηκε μέσα στις χιλιετίες. Αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί δεν μπορεί να συμβεί.
Έχοντας υψωθεί πάνω από τους πρώην χωροφύλακες της Ευρώπης ο Ρώσικος λαός διακηρύσσει την θέληση του να μιλήσει στα ένοπλα αδέλφια του όχι με τη γλώσσα των όπλων αλλά με αυτήν της διεθνούς αλληλεγγύης των εργατών… Το γεγονός αυτό δεν μπορούν να το αποκρύψουν από τις λαϊκές μάζες… όλων των χωρών. Αργά ή γρήγορα θα ακούσουν τη φωνή μας, θα έλθουν κοντά μας και θα μας δώσουν ένα χέρι βοήθειας. Αλλά ακόμη και εάν οι εχθροί των λαών πρόκειται να μας κυριεύσουν και να μας εξαφανίσουν … η μνήμη μας θα περνάει από γενιά σε γενιά και θα παραδειγματίζει τις επόμενες γενιές για νέους αγώνες. Οπωσδήποτε η θέση μας θα ήταν πολύ πιο εύκολη εάν οι λαοί της Ευρώπης είχαν ξεσηκωθεί μαζί μας και αν τώρα έπρεπε να συνομιλήσουμε όχι με τον στρατηγό Χόφμαν και τον κόμη Τσέρνιν αλλά με τον Καρλ Λήμπκνεχτ, την Κλάρα µέτκιν και την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Αυτό όμως δεν έγινε. Και δεν είναι δυνατό να κατηγορηθούμε για αυτό. Τα αδέλφια μας στη Γερμανία δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν ότι εμείς επικοινωνήσαμε με τον Κάιζερ, τον θανάσιμο εχθρό τους, πίσω από τη πλάτη τους. Εμείς θα συνομιλήσουμε μαζί του σαν αντίπαλοι εμείς δεν πρόκειται να απαλύνουμε το μίσος μας ενάντια στον τύραννο…»
Τα πρακτικά των διαπραγματεύσεων δημοσιεύονταν αμέσως στον επαναστατικό τύπο προκαλώντας ένα κύμα αγανάκτησης και οργής στους εργάτες και στα μέλη του κόμματος για τους εξευτελιστικούς όρους που προσπαθούσε να επιβάλλει ο άξονας.
Η ιδέα κήρυξης ενός «επαναστατικού πολέμου» μέχρις εσχάτων κέρδιζε τη πλειοψηφία των μεσαίων στελεχών του μπολσεβίκικου κόμματος και το σύνολο των οπαδών του κόμματος των αριστερών σοσιαλεπαναστατών, χωρίς όμως να εξετάζουν την πραγματικά χαοτική κατάσταση του στρατού και την ουσιαστική διάλυση του μετώπου από τη μεριά των ρωσικών χαρακωμάτων μετά από την επανάσταση. Στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής στις 11 Ιανουαρίου, η τάση αυτή εκφράσθηκε από τους αυτοαποκαλούμενους «Αριστερούς Κομμουνιστές» με επικεφαλής τον Μπουχάριν που υποστήριζαν ότι η αποδοχή των όρων του Κάιζερ (ξεπούλημα της Πολωνίας) θα αποτελούσε ένα πισώπλατο χτύπημα στο Γερμανικό και το Αυστριακό προλεταριάτο. Ακόμη περισσότερο η τάση αυτή ενισχύονταν καθώς έφταναν πληροφορίες για προετοιμασίες των πρώτων μεγάλων αντιπολεμικών κινητοποιήσεων στην Βιέννη.
Ο Λένιν αντίθετα στέκονταν πολύ σκεπτικός απέναντι στην πιθανότητα μιας άμεσης επαναστατικής
Η Νίκη της Επανάστασης Σε Μια Χώρα
κινητοποίησης στην κεντρική Ευρώπη, συνυπολογίζοντας την ανύπαρκτη δύναμη του «επαναστατικού στρατού» και φοβούμενος μια συντριπτική για την ρώσικη επανάσταση προέλαση κάποιων επίλεκτων τμημάτων του γερμανικού στρατού, πίεζε φορτικά την ηγεσία του κόμματος για την υπογραφή μιας άμεσης συνθήκης ειρήνης με οποιουσδήποτε όρους.
Ο Τρότσκι από τη μεριά του είχε σχηματίσει την πεποίθηση ότι ο πόλεμος χαρακωμάτων είχε φτάσει σε μια ισορροπία που οι Γερμανοί και οι σύμμαχοι τους δύσκολα μπορούσαν πλέον να ξεπεράσουν καθώς τα στρατεύματα και οι εφεδρείες τους είχαν ουσιαστικά εξαντληθεί. Από την άλλη μεριά η διάλυση του ρωσικού στρατού έκανε εντελώς ανεδαφική την κήρυξη ενός επαναστατικού πολέμου που υποστήριζαν οι «Αριστεροί Κομμουνιστές». Η βασική λοιπόν στρατηγική έπρεπε να είναι το κέρδος όσο γίνεται περισσότερου χρόνου ώστε να δοθεί η ευκαιρία να αναπτυχθεί το αντιπολεμικό κίνημα στην κεντρική Ευρώπη, χωρίς να δοθούν όπλα στις κυβερνητικές προπαγάνδες για δήθεν προδοσία και μυστικές συμφωνίες των μπολσεβίκων με τον Γερμανοαυστριακό άξονα. Μόνο σε περίπτωση εκδήλωσης μιας γερμανικής επίθεσης με σημαντική προέλαση των στρατευμάτων, τότε μόνο να υπογραφεί μια συνθήκη ειρήνης με οποιουσδήποτε όρους, αφού θα γίνονταν σε όλους φανερό ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της ωμής ιμπεριαλιστικής βίας και όχι μιας μυστικής συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη. Η τακτική αυτή συνοψίσθηκε στη πρόταση του Τρότσκι «ούτε πόλεμος, ούτε ειρήνη» και τελικά έγινε δεκτή από την πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής. Ο Τρότσκι, με πρόταση του ίδιου του Λένιν εξουσιοδοτήθηκε με την συνέχιση των διαπραγματεύσεων στο Μπρεστ Λιτόφσκ και σε αυτό συμφώνησε ολόκληρη η Κεντρική Επιτροπή (με την μοναδική αντίθετη γνώμη του µινόβιεφ).
Κατά τη γνώμη μας από μια τέτοια προσέγγιση των γεγονότων βγαίνουν αβίαστα μια σειρά από πολύτιμα συμπεράσματα. Το κυριότερο από αυτά, πέρα από το ποιος εκ των υστέρων δικαιώθηκε και ποιος υπερασπίστηκε καλύτερα τη τιμή της επανάστασης, είναι ότι παρά την τρομερή κρισιμότητα της κατάστασης, παρά την οξύτητα των αντιπαραθέσεων, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Λένιν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κόμματος βρέθηκε στη μειοψηφία, κανένας (και φυσικά πρώτος απ’ όλους ο ίδιος ο Λένιν) δεν διανοήθηκε ούτε για μια στιγμή να αμφισβητήσει τη νομιμότητα μιας κομματικής απόφασης. Πολύ περισσότερο αδιανόητο για τους αληθινούς επαναστάτες θα ήταν να κατηγορηθεί κάποιος για τις σωστές ή λαθεμένες απόψεις του «για την τιμή της επανάστασης» μέσα στον τρομερό αχό της μάχης, σαν «αντεπαναστάτης». Αυτό τόλμησαν να το κάνουν μετά από λίγα χρόνια οι θλιβεροί και ξετσίπωτοι σταλινικοί γραφειοκράτες θρονιασμένοι στις άνετες πολυθρόνες τους.
Η Εργατική Αντιπολίτευση
Με το τέλος του εμφύλιου πολέμου, αφού κατατροπώθηκαν σε όλα τα μέτωπα από τον κόκκινο στρατό οι αντεπαναστάτες και οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών η επανάσταση διαπίστωνε ταυτόχρονα τη μοναξιά της καθώς η επαναστατική προοπτική στην Ευρώπη έδειχνε να απομακρύνεται. Τα σκληρά μέτρα του «πολεμικού κομμουνισμού» είχαν οδηγήσει στην υπολειτουργία των Σοβιέτ και στην μερική καταστολή όλων των άλλων σοβιετικών κομμάτων. Η οικονομία σε πλήρη κατάρρευση, η πείνα και οι αρρώστιες να θερίζουν την ύπαιθρο και η βιομηχανική παραγωγή ανύπαρκτη. Η αγροτική παραγωγή δεν έφτανε για να τροφοδοτήσει τις πεινασμένες πόλεις. Οι πρωτοπόροι επαναστάτες εργάτες (όσοι δεν είχαν πέσει στα πεδία του εφυλίου) είχαν σχεδόν ολοκληρωτικά απορροφηθεί στην διοικητική και τη στρατιωτική μηχανή.
Ο Τρότσκυ κατεβαίνοντας από το θρυλικό τραίνο το κινητό επιτελείο του κόκκινου στρατού – υπέβαλλε στις 16 Δεκεμβρίου 1919 στη Κεντρική Επιτροπή τις προτάσεις του για την οικονομία με τον τίτλο «Θέσεις» στις οποίες περιλαμβάνονταν οι απόψεις του για τη «στρατικοποίηση της εργασίας». Η συγκεκριμένη πρόταση συνδέονταν με τη μετατροπή του στρατού σε πολιτοφυλακή διαρθρωμένη σε παραγωγικές μονάδες που θα έβαζαν ξανά σε κίνηση την παραλυμένη οικονομία. Ο κόκκινος στρατός αποτελούσε εκείνη τη στιγμή τη μοναδική συλλογικότητα που μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να φέρει σε πέρας τεχνικά έργα και μεγάλης κλίμακας παραγωγικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα ο Τρότσκι απαιτούσε χωρίς περιστροφές την οργάνωση των βιομηχανικών εργατών σε στρατιωτικού τύπου μονάδες που θα έφεραν με αυτοθυσία σε πέρας το έργο της βασικής οικονομικής ανασυγκρότησης χωρίς απαιτήσεις για πρόσθετες απολαβές. Η λειτουργία των συνδικάτων με την έννοια της διεκδίκησης καλύτερων όρων εργασίας και αμοιβής τη θεωρούσε εντελώς ανέφικτη στην κατάσταση της γενικής κατάρρευσης αλλά και χωρίς νόημα στα πλαίσια του εργατικού κράτους το οποίο οι ίδιοι όφειλαν να το στηρίξουν με κάθε τίμημα.
Φυσικά όλοι τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι ο άγριος εξαναγκασμός στην εργασίας με την πλήρη καταστολή των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων έγινε ο θλιβερός κανόνας του σταλινικού καθεστώτος λίγα χρόνια αργότερα κάτω από την σιδερένια αναγκαιότητα της εκβιομηχάνισης. Όμως αυτό θα καλυφθεί κάτω από τερατώδη ψέματα και υποκρισίες για ανύπαρκτα δικαιώματα και δήθεν συνδικαλιστικές ελευθερίες που καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν με το κάλεσμα στην εργατική συνείδηση που απηύθυνε ο Τρότσκι ελπίζοντας στο ξεπέρασμα της απάθειας και στην ενεργητική συμμετοχή των εργατικών μαζών. Οι προτάσεις παρά την αντίδραση των συνδικαλιστών ηγετών και της πλειοψηφίας της Κεντρικής Επιτροπής υποστηρίχθηκαν με θέρμη από τον Λένιν που πίστεψε και αυτός ότι ο «πολεμικός κομμουνισμός» θα μπορούσε να θέση σε λειτουργία την διαλυμένη οικονομία με την αποτελεσματικότητα που αντιμετώπισε τις ανάγκες του εμφύλιου.
Πολύ νωρίς ο Τρότσκυ με την χαρακτηριστική του οξυδέρκεια και το πολιτικό του αισθητήριο, αντιλήφθηκε ότι η γενικευμένη απάθεια των εξαθλιωμένων μαζών δεν μπορούσε να υπερνικηθεί με σκληρά διοικητικά μέτρα. Πρότεινε λοιπόν στην Κεντρική Επιτροπή ήδη από το Φεβρουάριο του 1920 μια νέα σειρά μέτρων που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη ενός ελεγχόμενου ιδιωτικού τομέα στην αγροτική παραγωγή και στην διανομή των αγαθών. Δηλαδή τα μέτρα που ο Λένιν θα εισήγαγε μετά από ένα χρόνο με την περίφημη Νέα Οικονομική Πολιτική (NEP). Τα μέτρα όμως προς το παρόν απορρίφθηκαν καθώς ούτε ο Λένιν ούτε η υπόλοιπη ηγεσία των Μπολσεβίκων μπορούσαν ακόμη να αποστασιοποιηθούν από την ιδέα του «πολεμικού κομμουνισμού». Επιπλέον επιφόρτισαν τον Τρότσκυ με την ζωτικής σημασίας αναδιοργάνωση των σιδηροδρομικών μεταφορών που κινδύνευαν άμεσα με πλήρη διάλυση εφαρμόζοντας την «στρατιωτική» μέθοδο της εργασίας. Η αποκλεισμένη Ρωσία είχε την απόλυτη ανάγκη της λειτουργίας των σιδηροδρομικών μεταφορών καθώς μάλιστα υπήρχε η απειλή νέου πολεμικού μετώπου με τη Πολωνία.
Ο Τρότσκυ έφερε σε πέρας την κρίσιμη για την επανάσταση αποστολή αναδιοργανόντας τις σιδηροδρομικές μεταφορές με την εισαγωγή μιας σειράς από σκληρά διοικητικά μέτρα και με τη συγκρότηση ενός διοικητικού μηχανισμού τεχνοκρατών (τον ονομαζόμενο «Tsektran»). Τα μέτρα περιόρισαν δραστικά τις συνδικαλιστικές ελευθερίες των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους και δυσαρέστησαν παλιούς συνδικαλιστές ηγέτες του σημαντικού αυτού τομέα. Μιλώντας στα σιδηροδρομικά συνεργεία του Μουρόμσκ στις 21 Ιουνίου 1920 ανάφερε:
«Η σημερινή κατάσταση του εργάτη προκαλεί από κάθε άποψη βαθιά θλίψη …είναι η χειρότερη που υπήρξε ποτέ. Όμως θα σας εξαπατούσα εάν σας έλεγα ότι αύριο θα μπορούσε η κατάσταση αυτή να βελτιωθεί. Όχι, μπροστά μας υπάρχουν ολόκληροι μήνες σκληρής πάλης μέχρι να μπορέσουμε να βγάλουμε τη χώρα από τη φοβερή μιζέρια και την ολοκληρωτική εξάντληση μέχρι να μπορέσουμε να σταματήσουμε να μοιράζουμε τις μερίδες του ψωμιού με τη ζυγαριά του φαρμακοποιού.»
Όμως τους επόμενους μήνες η δυσαρέσκεια των εργατικών μαζών συνέχισε να μεγαλώνει και καθώς τα άλλα σοβιετικά κόμματα (μενσεβίκοι και σοσιαλεπανάστες) είχαν πάρει ανοιχτά αντεπαναστατικές θέσεις, οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα διοικητικά κατασταλτικά μέτρα και η «δικτατορία του προλεταριάτου» (στην πραγματικότητα η δικτατορία του μπολσεβίκικου κόμματος) παραγκώνισε την «προλεταριακή δημοκρατία» δηλαδή τη δημοκρατία των Σοβιέτ στο όνομα της οποίας οδήγησαν την επανάσταση. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση στο δέκατο συνέδριο του κόμματος το Μάρτιο του 1921 σχηματίσθηκαν τρεις τάσεις:
Ο Τρότσκυ εκτιμούσε ότι τη στιγμή αυτή, η μόνη κιβωτός για τη σωτηρία και τη συνέχεια της επανάστασης που είχε απομείνει μέσα στον ωκεανό της υποχώρησης και της απάθειας των μαζών, ήταν το ίδιο το μπολσεβίκικο κόμμα. Θα έπρεπε λοιπόν το κόμμα να αναλάβει συνειδητά χωρίς δισταγμούς τις ιστορικές του ευθύνες και να επιβάλλει τα σκληρά διοικητικά μέτρα που θα ανόρθωναν τη χώρα. Υπερασπίσθηκε με πάθος την πολιτική πρακτική του και κατέφυγε μάλιστα όπως συνήθιζε σε ιστορικές γενικεύσεις που να αναδεικνύουν τη διαλεκτική μαρξιστική θεώρηση.
Μίλησε για τον ιστορικά αναγκαίο και προοδευτικό ρόλο που μπορούσε να παίξει σε ορισμένες περιόδους μια διοικητική γραφειοκρατία.
Στο άλλο άκρο σχηματίστηκε η «Εργατική Αντιπολίτευση» με ηγέτες το Σλιάπνικωφ και τη Κολλοντάι που χωρίς να παίρνουν καθόλου υπόψη τους τη ζοφερή οικονομική πραγματικότητα και τους αντικειμενικούς κινδύνους παλινόρθωσης της παλιάς τάξης ζητούσαν την πλήρη αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και την άμεση βελτίωση της θέσης και του βιοτικού επιπέδου των εργατών.
Ο Λένιν από τη μεριά του παρά το γεγονός ότι είχε πλήρη επίγνωση της απελπιστικής κατάστασης δεν αποδέχονταν τις ανοιχτά «διοικητικές» θέσεις του Τρότσκυ φοβούμενος ότι αυτές θα περιπλέξουν χειρότερα τη κατάσταση. Ο Λένιν αρνήθηκε να κάνει μια σαφή διάκριση ανάμεσα στη «προλεταριακή δημοκρατία» και την δικτατορία του κόμματος που είχε στην πραγματικότητα εγκαθιδρυθεί. Το εργατικό κράτος υποστήριζε σωστά ήταν μια μάλλον αφηρημένη ιδέα για τους πεινασμένους εργάτες. Πρότεινε την μερική ελευθερία δράσης των συνδικάτων ώστε μέσα από αυτά να εξακολουθήσει να εκφράζεται η δυσαρέσκεια της εργατικής τάξης. Οι μπολσεβίκοι όφειλαν να αγωνισθούν περισσότερο με τη πειθώ και να αξιοποιήσουν τα μεσοπρόθεσμα αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής για να ξανακερδίσουν την εργατική τάξη.
Ο Λένιν κέρδισε στο συνέδριο την συντριπτική πλειοψηφία καθώς οι Μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν να συμβιβασθούν με την ιδέα της τυπικής απάρνησης της προλεταριακής δημοκρατίας έστω και αν αυτή στη πράξη είχε καταστρατηγηθεί.
Όμως τα γεγονότα της εξέγερσης της Κροστάνδης που έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με το συνέδριο ήρθαν να καταδείξουν με το πιο δραματικό τρόπο την αδυναμία της λειτουργίας της προλεταριακής δημοκρατίας μέσα στις συνθήκες του αποκλεισμού και της εξαθλίωσης. Στις 15 Μαρτίου του 1920 ο Λένιν εισηγήθηκε την Νέα Οικονομική Πολιτική και την εγκατάλειψη του «πολεμικού κομμουνισμού».
Ο Τρότσκυ την περίοδο αυτή πίστευε ότι το Μπολσεβίκικο κόμμα είχε τη δύναμη να αναπτύξει έναν «ασκητισμό της εξουσίας» που θα το προστάτευε από τη διάβρωση και τα ιδιοτελή προνόμια της εξουσίας. Να διατηρήσει δηλαδή τον επαναστατικό του χαρακτήρα ασκώντας την κρατική εξουσία με έναν δικτατορικό τρόπο. Ο ανοιχτός και πολιτικός τρόπος με τον οποίο ο Τρότσκυ υπερασπίσθηκε τα διοικητικά μέτρα, έδωσαν την ευκαιρία στους κατοπινούς αντιπάλους του να τον κατηγορήσουν για προσωπική τάση προς τις διοικητικές μεθόδους. Μια επισήμανση που θα κάνει άλλωστε και ο Λένιν στην περίφημη διαθήκη του. Ο ίδιος ο Στάλιν τον κατηγόρησε αργότερα ούτε λίγο ούτε πολύ σαν τον «Πατριάρχη της Γραφειοκρατίας»!
Έξη μόλις μήνες αργότερα ο Τρότσκυ θα διαγνώσει με ακρίβεια τα πρώτα συμπτώματα της γραφειοκρατικής γάγγραινας να εμφανίζονται με ύπουλο και συστηματικό τρόπο μέσα στο ίδιο το μπολσεβίκικο κόμμα και ο μέχρι θανάτου αγώνας για τη σωτηρία της επανάστασης θα αρχίσει. Αυτό όμως είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο συνυφασμένο άμεσα με τη δημιουργία και την ιστορία της Αριστερής Αντιπολίτευσης στο οποίο οι ιστορικοί και οι επαναστάτες αδιάκοπα θα έρχονται και θα επανέρχονται.
Ο εχθρός της Αγροτιάς
Σχεδόν αμέσως με την εφαρμογή της NEP, ο Τρότσκυ και μια πλειάδα κορυφαίων μπολσεβίκων (ανάμεσα τους οι Πρεομπραζένσκυ, Σμυρνώφ, Πιατάκοφ) θα επισημάνουν την ανάγκη της παράλληλης ανάπτυξης του κρατικού τομέα της οικονομίας (βαριά βιομηχανία) με την ενίσχυση και επέκταση του κεντρικού σχεδιασμού και προγραμματισμού (GOSPLAN) και την διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου. Η οικονομία του εργατικού κράτους έπρεπε σύμφωνα με αυτούς να περάσει αναγκαστικά από μια φάση «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης» για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές.
Οι θέσεις αυτές αντιμετωπίσθηκαν καχύποπτα από ορισμένα αγροτικά στελέχη των μπολσεβίκων σαν μια απόπειρα επιστροφής στον «πολεμικό κομμουνισμό» που είχε προκαλέσει πολλά δεινά και μεγάλη δυσφορία στις αγροτικές μάζες. Ο Ρίκοφ κρυφά υποκινούμενος από τον Στάλιν πρώτος θα χρησιμοποιήσει την κατηγορία του «εχθρού της Αγροτιάς».
Τις θέσεις του Τρότσκυ θα προσεγγίσει σταδιακά ο Λένιν καθώς δεν ήταν εξαρχής πεπεισμένος για την δυνατότητα του κεντρικού σχεδιασμού με βάθος χρόνου στην καθυστερημένη ρωσική οικονομία. Ο Λένιν όμως υφίσταται τις αλλεπάλληλες επιθέσεις της αρρώστιας του που θα τον απομακρύνουν από την καθημερινή πολιτική δραστηριότητα. Έτσι η τελευταία προσπάθεια του Λένιν θα επικεντρωθεί με αγωνία στην απόκρουση της γραφειοκρατικής γάγγραινας στο εσωτερικό του κόμματος καθώς με εκπληκτική διαύγεια θα διαγνώσει την μελλοντική εγκληματική πορεία της σταλινικής φράξιας. Ο βαριά άρρωστος Λένιν εξουσιοδότησε το Τρότσκυ να μιλήσει εκ μέρους του ανοίγοντας το κρίσιμο δωδέκατο συνέδριο τον Απρίλη του 1923. Ο Λένιν επέμεινε απελπισμένα σε μια αποφασιστική επίθεση που θα σύντριβε την κλίκα του Στάλιν μετά από την σοβινιστική, καταστροφική πολιτική της στα ζητήματα των εθνοτήτων της Γεωργίας και της Ουκρανίας.
Ο Τρότσκι θα μπορούσε πράγματι με τη στήριξη του Λένιν και το κύρος που διέθετε ο ίδιος στο σώμα του συνεδρίου να σημειώσει μια εύκολη νίκη παίρνοντας μάλιστα με το μέρος του την λεγόμενη «παλιά φρουρά» των µηνόβιεφ-Κάμενεφ. Όμως εκτιμώντας ότι θα έπρεπε να χτυπηθούν οι γενεσιουργοί αιτίες του φαινομένου και όχι κάποια πρόσωπα με μέτριες ή ασήμαντες (όπως πίστευε) πολιτικές ικανότητες, προτίμησε να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει την οικονομική του πολιτική. Επικεντρώθηκε λοιπόν αποκλειστικά στην αναγκαιότητα αλλαγής της οικονομικής πολιτικής και άφησε ανενόχλητη τη Σταλινική κλίκα. Η στάση αυτή έδωσε την ευκαιρία στο Στάλιν να εξαπολύσει μια υπόγεια ύπουλη εκστρατεία φημών ότι ο Τρότσκυ αποσκοπεί στο σπάσιμο της «συμμαχίας αγροτιάς-εργατιάς» και στην ανάδειξη του ίδιου σαν Βοναπάρτη με την επιβολή ενός νέου «πολεμικού κομμουνισμού». Η ηχώ από τις ύπουλες αυτές κατηγορίες ακούγεται μέχρι σήμερα, εβδομήντα χρόνια αργότερα, στο κείμενο της Αριστερής Ανασύνταξης του Κ. Μπατίκα.
Η θέση του Τρότσκι και μετά από λίγο της Αριστερής Αντιπολίτευσης για την ανάγκη μιας έγκαιρης στροφής προς την σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση (παράλληλα με την ιδιωτικό τομέα της NEP) ήδη από το 1923 και για την φορολογικό έλεγχο των μεσαίων αγροτικών στρωμάτων (κουλάκοι) συγκρούσθηκε με την σταλινική θέση που υποστήριζε τη αποκλειστική στήριξη της οικονομίας στη NEP και την παραπέρα ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Η σταλινική γραφειοκρατία εύρισκε έτσι έναν προσωρινό αλλά χρήσιμο σύμμαχο στη μάχη της για την αναρρίχηση στην εξουσία.
Όμως ο Στάλιν κάτω από τη θανάσιμη απειλή της δύναμης που απέκτησαν τα μεσοστρώματα της υπαίθρου θα αναγκασθεί να προχωρήσει πολύ καθυστερημένα, δέκα χρόνια αργότερα, το 1932 στην βίαιη κολεκτιβοποίηση της γης, στους μαζικούς εκτοπισμούς και στη μεγάλη σφαγή των κουλάκων που ερήμωσε την ύπαιθρο, την αγροτική οικονομία και σμπαράλιασε ανεπανόρθωτα τους κοινωνικούς ιστούς της Σοβιετικής Ένωσης. Η καθυστερημένη στροφή προς την εκβιομηχάνιση έγινε και αυτή κάτω από το καθεστώς της πίεσης της τεράστιας ανάγκης για κεφαλαιουχικά αγαθά που συσσωρεύτηκε. Πραγματοποιήθηκε έτσι με έναν βίαιο τρόπο που ανέτρεπε τις κοινωνικές ισορροπίες με απότομες μεγάλες μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών και ολέθριες συνέπειες από τα μεγάλης κλίμακας λάθη του βεβιασμένου κεντρικού σχεδιασμού.
Αλήθεια ποιος τολμά να αναγορεύεται σε υπερασπιστή της αγροτιάς; Η αποκατάσταση της τιμής των επαναστατών ίσως προχωρά ακόμη με αργό ρυθμό, αλλά η ιστορική αλήθεια στο τέλος θα είναι αμείλικτη για τους συκοφάντες και τους διαστρεβλωτές.
Νίκος Μενεγάκης
Βιβλιογραφικές Πηγές
-
The prophet armed, Trotsky: 1879-1921”, Isaak Deutscher, Oxford University Press, 1963
-
The prophet unarmed, Trotsky: 1921-1929”, Isaak Deutscher, Oxford University Press, 1963
-
Η ΖΩΗ ΜΟΥ”, Τόμος Β’, Λ. Τρότσκυ, Αθήνα 1967
-
ΣΤΑΛΙΝ”, Λ. Τρότσκυ, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1972
[…] Η νίκη της επανάστασης σε μία χώρα […]